Περὶ τῆς ὑποχρεωτικῶς πάντοτε ἐμμελοῦς ἀπαγγελίας Ἀποστόλου & Εὐαγγελίου (ἀπὸ ἐδῶ):
Τὰ ἀναγνώσματα τοῦ Ἀποστόλου καὶ τοῦ Εὐαγγελίου πάντοτε λέγονται ἐκφώνως καὶ οὐδέποτε ἀναγιγνώσκονται, ὅπως συνηθίζουν τινὲς κληρικοὶ (ἢ καὶ ἀναγνῶστες) νὰ κάνουν ἰδίως κατὰ τὶς Ὧρες τῆς Μ. Παρασκευῆς ἢ τὴν Μ. Πέμπτη τὸ βράδυ ἢ ὅταν τὸ ἀνάγνωσμα εἶναι πολὺ μεγάλο, διότι ἀποτελοῦν λατρευτικὰ καὶ ὄχι διδακτικὰ ἀναγνώσματα. Γι᾿ αὐτὸ ἐξάλλου ἀπαγγέλλονται πρὸς ἀνατολὰς καὶ ὄχι πρὸς τὸν λαό, διότι ἡ ἀνάγνωσή τους στὴν λατρεία εἶναι δοξολογικὴ καὶ τελετουργικὴ καὶ ὄχι διδακτική. Οἱ Προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀναγινώσκονται χύμα γιὰ νὰ φανεῖ τὸ σκιῶδες καὶ τὸ ἀτελὲς τοῦ παλαιοῦ Νόμου ἔναντι τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅπου κυριαρχεῖ τὸ φῶς τοῦ ἀποκεκαλυμμένου καὶ σαρκωθέντος Θεοῦ καὶ ἡ δόξα τῆς Βασιλείας Του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ «μειωμένες» ἐκφωνήσεις τοῦ Διακόνου ἀπὸ «Πρόσχωμεν», «Σοφία», «Πρόσχωμεν» τοῦ Ἀποστόλου σὲ «Σοφία», «Πρόσχωμεν» τῶν Παλαιοδιαθηκικῶν Ἀναγνωσμάτων.
Εἶναι χαρακτηριστικό, ἐξάλλου, πὼς ἡ ἁγιολογικὴ ἀνάγνωση ποὺ τίθεται κατὰ τὶς ἀγρυπνίες γίνεται ἐστραμμένου τοῦ ἀναγνώστη (διαβαστῆ) πρὸς δυσμάς, καὶ τὰ κείμενα ποὺ ἐπιλέγονται ἔχουν συνήθως ἁπλούστερη γλώσσα ἀπὸ τὴν λατρευτική, διότι σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀκριβῶς ἐπιζητεῖται ἡ ἐπεξήγηση κάποιων νοημάτων ἢ γεγονότων σχετικῶν μὲ τὴν ἑκάστοτε ἑορτὴ καὶ ἡ διαμόρφωση, μέσῳ τῆς διδασκαλίας αὐτῆς, καλύτερων λατρευτικῶν προϋποθέσεων τῶν συμμετεχόντων.
Τὰ ἀναγνώσματα λοιπὸν δὲν εἶναι διδακτικὰ μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἡ ἀπαγγελία τους δὲν ἔχει αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἐκείνη τὴν δεδομένη στιγμή, τὴν διανοητικὴ ἐπεξεργασία καὶ κατανόηση, δηλαδὴ ὡς προϋπόθεση συμμετοχῆς στὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς τῆς λατρείας. Ἡ σωστὴ συμμετοχή μας στὴ λατρεία εἶναι περισσότερο θέμα καρδιακῆς καθαρότητας καὶ ὀρθοδόξου βιοτῆς καὶ ἐλάχιστα θέμα διανοητικό. Ἂν ἴσχυε αὐτό, ὅλοι οἱ ἀμόρφωτοι ἄνθρωποι θὰ ἦταν «ἀποκλεισμένοι» ἀπὸ τὴν λατρεία. Ὁ παπα-Νικόλας ὁ Πλανᾶς δὲν εἶχε συνειδητὴ συμμετοχὴ στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ; Τὸν ἐμπόδισε ἡ ἀμορφωσιά του (σὲ σημεῖο ποὺ ἔγραφε λάθος πολλὲς φορὲς ἀκόμα καὶ τὸ ὄνομά του, λέει ὁ Παπαδιαμάντης) νὰ βιώνει ὀρθόδοξα τὴν λατρεία καὶ νὰ ἁγιάσει;
Εἶναι σωστὸ βέβαια νὰ μελετοῦμε ἀδιαλείπτως τὰ ἱερὰ κείμενα, ἰδιαίτερα αὐτὰ ποὺ πρόκειται νὰ ἀκούσουμε στὴν Ἐκκλησία προσεχῶς, καὶ σίγουρα μὲ τὴν συνεχῆ καὶ ἐπαναλαμβανόμενη ἀκρόασή τους κατὰ τὸν σοφὰ καταρτισμένο ἐνιαύσιο κύκλο τῶν ἀναγνωσμάτων, τὰ θεῖα νοήματα γίνονται ὅλο καὶ πιὸ οἰκεῖα σὲ μᾶς. Ὅποια κατανόηση πάντως ἔχουμε πάνω στὰ κείμενα αὐτά, τόσο κατὰ τὴν ὥρα τῆς λατρείας ὅσο κι ἐκτός, δὲν θὰ εἶναι σίγουρα ἀποτέλεσμα τῆς δικῆς μας διανοητικῆς προσπάθειας, ἀλλὰ ἀποτέλεσμα θεϊκῆς ἀποκαλύψεως.
Αὐτὸ ὁπωσδήποτε δὲν σημαίνει ὅτι δὲν προσέχουμε τὰ ἱερὰ λόγια καὶ μετεωριζόμαστε ἀδιάφορα! Τοὐναντίον! Αὐτὴ νομίζω ὅτι εἶναι καὶ ἡ ἔννοια τοῦ «ἀκούσωμεν». Πρέπει νὰ εἴμαστε συγκεντρωμένοι καὶ κυρίως νὰ στεκόμαστε μὲ περισσὴ εὐλάβεια. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ ἔννοια τοῦ «Ὀρθοὶ» ἐξάλλου. Στὰ διδακτικὰ ἀναγνώσματα, ὅπως αὐτὰ τῶν ἀγρυπνιῶν, μποροῦμε νὰ καθόμαστε γιὰ νὰ διευκολύνεται καὶ ὅποια παραπάνω κατανόηση τῶν λεγομένων. Ἐκεῖ ἀπαιτεῖται ὄντως περισσότερος νοῦς.
Ἐν κατακλείδι, ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ ἡμῶν τῶν ὀρθοδόξων ἀπὸ τὶς Δυτικὲς «Ἐκκλησίες» (Παπικούς, Προτεστάντες) εἶναι ὅτι σὲ μᾶς προηγεῖται τὸ βίωμα καὶ ἡ κατανόηση ἔρχεται ὡς ἀποκάλυψη ἄνωθεν, ἐνῷ σὲ αὐτοὺς ἡ διανοητικὴ κατανόηση εἶναι ἀναγκαία συνθήκη γιὰ νὰ βιώσουν τὸ ὁτιδήποτε. Πλήρης νοησιαρχία δηλαδή. Ὁ ἐνιαύσιος κύκλος τῶν ἀναγνωσμάτων εἶναι λογικὸ νὰ ἐναρμονίζεται μὲ τὸ περιεχόμενο κάθε ἑορτῆς. Ἡ λατρεία μας δὲν παύει νὰ εἶναι λογική. Ὀρθολογικὴ δὲν εἶναι!
Ἀκόμη λοιπὸν καὶ ἡ πρώτη περικοπὴ τῆς ἀκολουθίας τῶν Ἁγίων Παθῶν πρέπει νὰ ἀναγνωστεῖ ἐμμελῶς, ὅπως ἔκαναν ὅλοι οἱ παλιοὶ ἱερεῖς, ὅπως κι ὁ παπα-Κώστας, καλή του ὥρα. Τὸ ἴδιο συμβαίνει σὲ ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος, σὲ ἀρκετὲς Μονὲς ἐκτός, ἀλλὰ καὶ σὲ ἀρκετὲς Ἐνορίες ἀκόμα, ὅσο κι ἂν φαίνεται πλέον παράξενο. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ στὶς Σλαβικὲς Ἐκκλησίες. Γιὰ τὸ Πατριαρχεῖο ἀπαγγέλλεται ἐμμελῶς σὲ κλιτὸν ἀπὸ τὸν Πατριάρχη. Στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀκόμα καὶ τὸ Τετραευάγγελο ποὺ διαβάζουν κατὰ τὴν Μ. Τεσσαρακοστὴ στὶς Ὧρες καθημερινά, λέγεται ἐμμελῶς καὶ λίγο πιὸ ἁπλὰ βέβαια ἀπὸ τὰ ἀναγνώσματα τῆς Θ. Λειτουργίας. Οὐδέποτε πάντως διαβάζεται χύμα Εὐαγγέλιο στὸ Ὄρος γενικά, ὁποτεδήποτε καὶ ὁπουδήποτε.
* * *
Ἄλλο θέμα εἶναι ὅτι πολὺ κακῶς κάποιοι αὐθαιρετοῦν κακόζηλα καὶ ἀλλοιώνουν τὰ λατρευτικὰ κείμενα κατὰ τὴν ἐκφώνηση, ὥστε νὰ προσαρμοστοῦν τὰ κείμενα στὴν ἀνθρώπινη ἀμάθεια, ἤ, ἀκόμη χειρότερα, στὰ πονηρὰ μυαλά, ὅπως εἶναι οἱ ἐκφράσεις (γαμήσας > γαμβρεύσας, ἢ ἔκλασε > ἐτεμάχισε), ἀντὶ νὰ ἀλλάξουν οἱ ἄνθρωποι ἐσωτερικὰ γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦν τὴν ἀλήθεια τῶν κειμένων; Γιατί πάντα κοιτᾶμε τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ ποτὲ τὸ ἔσωθεν, ὡς θὰ ὀφείλαμε; Ἐπίσης, ἂν κάποιοι ἱερεῖς δὲν μποροῦν νὰ τὰ ἀπαγγείλουν σωστὰ ἐμμελῶς, θὰ μπορέσουν μήπως νὰ τὰ διαβάσουν σωστότερα;
* * *
«... Διὰ τῆς πατροπαραδότου Ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς ὄχι μόνον τὰ ἱερὰ ᾄσματα ἔγιναν προσφιλῆ καὶ οἰκεῖα εἰς τὴν ἀκοήν, καὶ ἡ γλῶσσα, εἰς ἣν ταῦτα εἶναι γεγραμμένα, καταληπτή, ὡς ἔγγιστα, καὶ εἰς τοὺς ἀγραμμάτους, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τῶν θείων Εὐαγγελίων τὰ ρήματα, διὰ τῆς αὐτῆς Μουσικῆς καὶ τοῦ λογαοιδικοῦ αὐτῆς τρόπου κατέστησαν οἰκειότερα εἰς τὴν ἀκοήν, καὶ βαθύτερον πάντοτε εἰσδύουσιν εἰς τῶν ἀκροατῶν τὰς καρδίας ... Ὁ λογαοιδικὸς οὗτος τρόπος τῆς ἀπαγγελίας εἶναι ἀρχαιότατος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ γνησίως Ἑλληνικός, ὅπως φαίνεται καὶ εἰς τὰ παλαιὰ δράματα ... Ὁ τρόπος οὗτος τῆς ἀπαγγελίας, διὰ τῆς παρατάσεως ὅλων μὲν τῶν συλλαβῶν, ἀλλὰ μάλιστα τῆς καταλήξεως ἑκάστης περιόδου καὶ ἑκάστου κώλου, σημαίνει καὶ μιμεῖται τὸ κήρυγμα, ἤτοι τὴν φωνὴν τοῦ κήρυκος, καὶ ἀνταποκρίνεται εἰς τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, «κηρύξατε τὸ Εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει». Εἶναι ἄρα τὸ λογαοιδικὸν τοῦτο μέλος κανονικώτατον ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, καὶ ἀνήκει εἰς τὸν πλ. δ´ ἢ τὸν βαρὺν ἦχον. Ἐθίζεται δὲ νὰ ἀπαγγέλληται ὁ μὲν Ἀπόστολος μετά τινος ποικιλίας τόνων καὶ φθόγγων, τὸ δὲ Εὐαγγέλιον ἁπλούστερον καὶ ὅλως ἀπερίττως. Οἱ περὶ πάντα ἐπιπόλαιοι καὶ ἀταλαίπωροι νεωτερισταὶ κατέκριναν καὶ τὸ λογαοιδικὸν τοῦτο μέλος, καὶ εἶπαν ὅτι τοῦτο εἶναι «ἐπίρρινον» δῆθεν καὶ κακόζηλον. Εὗρον δὲ καί τινας καινοτόμους ἱερεῖς, οἵτινες πεισθέντες εἰς τὰς εἰσηγήσεις τῶν ξενοφρόνων ἐκείνων, κατήργησαν αὐθαιρέτως τὸν λογαοιδικὸν τρόπον καὶ ἀπαγγέλλουσι τὰς περικοπὰς τῶν θείων ρημάτων δι᾿ ἁπλῆς ἀναγνώσεως. Εἰς τοὺς τοιούτους ἱερεῖς πρέπει νὰ ἀπαγορευθῇ ἁρμοδίως ἡ καινοτομία αὕτη». (Παπαδιαμάντη Ἀλ., «Ἡ Μουσικὴ καὶ τὰ Ἱερὰ Εὐαγγέλια», ἐν «Ἅπαντα», ἔκδ. «Δόμος», Ἀθῆναι 1988, τ. 5, σ. 237-8.)
«...τὸ Τυπικὸν (τῆς Ἐκκλησίας), σὲ ὅλες του τὶς λεπτομέρειες, δὲν εἶναι ἁπλὸς «τύπος», ἀλλὰ ἔχει θεολογικὸ περιεχόμενο ... (Καὶ αὐτὸ) προβλέπει τὴν ἐμμελῆ ἀνάγνωση, ὅταν πρόκειται γιὰ ἀναγνώσματα τῆς Καινῆς Διαθήκης, καὶ ὄχι «χύμα». Ἡ ἀνάγνωση ἑνὸς κειμένου μὲ σκοπὸ διδακτικὸ καὶ ἠθικοπλαστικὸ διαφέρει ριζικὰ ἀπὸ τὴν ἀνάγνωσή του μὲ μὲ πνεῦμα δοξολογικό. Στὴν πρώτη περίπτωση οἱ λέξεις συλλαμβάνονται καὶ καταλαμβάνονται ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο λόγο. Στὴν δεύτερη περίπτωση οἱ λέξεις «πλατύνονται», -ἐξ οὗ καὶ τὸ μέλος-, γιὰ νὰ «περιλάβουν» καὶ «καταλάβουν» αὐτὲς τὸν ἀνθρώπινο λόγο. Εἶναι φανερὸ ὅτι τὸ δεύτερο αὐτὸ εἶδος ἀναγνώσεως «τὸ δοξολογικὸ» προσκρούει εὐθέως στὸν ὀρθολογισμό, ὁ ὁποῖος ἀξιώνει τὴν «κατάληψη» τῆς ἀληθείας ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο λόγο ... Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ ἀξιώσεις μὴ ἐμμελοῦς ἀναγνώσεως τῶν βιβλικῶν κειμένων ἐγείρονται σὲ μιὰ ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ μὲν περιρρέουσα πολιτισμικὴ ἀτμόσφαιρα εἶναι ὀρθολογική, ἡ δὲ Ἐκκλησία, ἔχοντας χάσει τὴν συνείδηση τῆς ἐσχατολογικῆς φύσεως τῆς Λειτουργίας, τὴν μετέτρεψε σὲ διδακτικὸ καὶ ἠθικοπλαστικὸ μέσον, τὸ ὁποῖο φυσικὰ τῆς ἐπιβάλλει νὰ προβαίνει σὲ καινοτομίες τοῦ εἴδους τῆς μὴ ἐμμελοῦς ἀπαγγελίας τῶν ἁγιογραφικῶν ἀναγνωσμάτων, γιὰ καλύτερη «κατανόησή» τους ... Παραλείπομε τὴν ἀναφορὰ στὸν σοβαρὸ κίνδυνο, ποὺ ἐμπεριέχεται στὴν μὴ ἐμμελῆ ἀνάγνωση, νὰ ὑπεισέλθει τὸ ὑποκειμενικὸ στοιχεῖο τῆς ἀπαγγελίας. Πρόκειται γιὰ κίνδυνο πολὺ σοβαρώτερο ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ συνήθως παρατηρεῖται, τῆς ἐπιδείξεως μουσικῶν καὶ ψαλτικῶν ἱκανοτήτων τοῦ ἀναγνώστου σὲ βάρος τῆς ἐννοίας τοῦ κειμένου, κατὰ τὴν ἐμμελῆ ἀνάγνωση...»