Δὲν θὰ παρουσιαστοῦν ἐδῶ οἱ ἐξωτερικὲς μορφὲς τῶν ναῶν, ἀλλὰ ἂς ὑπάρξει μόνο ἡ ὀπτικὴ ἀναφορὰ σὲ δύο ἑλληνικοὺς ναούς, ἀξιοπρόσεκτους καὶ μεγαλοπρεπεῖς:
Ἱ.Ν. Ἁγίου Ἀνδρέου Πατρῶν | Ἱ.Ν. Ἁγίας Φωτεινῆς Μαντινείας |
Ἡ ἀνάγκη τῶν χριστιανῶν νὰ συγκεντρώνονται σὲ κάποιον ἰδιαίτερο χῶρο γιὰ τὴν τέλεση τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας ὁδήγησε στὴν δημιουργία τῶν πρώτων ναῶν. Ἡ διάκριση, μάλιστα τῶν πιστῶν σε κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς συνέβαλλε στὴν διαμόρφωση τοῦ ἐσωτερικοῦ χώρου τοῦ ναοῦ σὲ κυρίως ναὸ καὶ Ἱερὸ Βῆμα. Τὸ Ἱερὸ Βῆμα ξεχωρίζεται μὲ τὸ τέμπλο ἀπὸ τὸν κυρίως ναὸ καὶ δεξιά του εἶναι τὸ δεσποτικό, ἐνῷ δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ εἶναι ὁ χῶρος τῶν ψαλτῶν - τὰ Ψαλτήρια, ἐνῷ στὸ Δάπεδο ὑπάρχει πλαίσιο μὲ τὸν Δικέφαλο Ἀετό.
Ψαλτήριον ἢ Ἀναλόγιον | Δάπεδο Ναοῦ |
Ὁ χριστιανικὸς ναὸς θεωρεῖται σύμβολο τοῦ οὐράνιου χώρου, ὅπου μπροστὰ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους. Ἔτσι ὁ ναός, ἂν καὶ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἁπλὰ δομικὰ ὑλικὰ ἔχει μία ὑπερκόσμια χάρη. Τὸ συγκρότημα τοῦ ναοῦ περιβάλλεται συχνὰ ἀπὸ ἕναν ἰσχυρὸ τοῖχο, τὸν περίβολο, γιὰ νὰ τὸν ξεχωρίζει καὶ νὰ τὸν προστατεύει ἀπὸ τὸν ἔξω χῶρο.
Ὁ περίβολος τονίζει τὴ στροφὴ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν ἑαυτό του. Παλαιότερα πρὶν ὁ πιστὸς μπεῖ στὴν ἐκκλησία, περνοῦσε ἀπὸ τὸ αἴθριο, ἕναν χῶρο σὰν αὐλὴ ποὺ ἀναδείκνυε τὴν πρόσοψη τοῦ ναοῦ. Στὸ αἴθριο ἔμπαινε ἀπὸ τὸ μνημειῶδες πρόπυλο. Τὸ αἴθριο ἦταν ἕνας εὐχάριστος καὶ πολυσύχναστος χῶρος, ποὺ ἀποτελοῦσε τὸν κύριο παλμὸ τῆς χριστιανικῆς κοινότητας, ἔξω ἀπὸ τὸν ναό. Ἐπίσης ἐξυπηρετοῦσε καὶ λειτουργικὲς ἀνάγκες, ἀφοῦ ἐκεῖ συνήθιζαν νὰ τελοῦν τὴν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου. Ἐπιβιώσεις τοῦ ὄρθρου μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν σήμερα οἱ μεγάλες αὐλές-πλατεῖες μπροστὰ ἀπὸ τοὺς ναούς.
Στὸ χῶρο τοῦ αἰθρίου μποροῦσε νὰ συναντήσει κανεὶς καὶ κοιμητήριο. Ἡ τάση αὐτὴ ἐξέφραζε τὴν βαθιὰ πίστη τῶν χριστιανῶν ὅτι οἱ νεκροὶ δὲν χωρίζονταν ἀπὸ τοὺς ζωντανούς. Γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε λέγεται κοιμητήριο καὶ ὄχι νεκροταφεῖο, ἐπειδὴ αὐτοὶ ποὺ ἔφυγαν δὲν ἔχουν πεθάνει, ἀλλὰ κοιμοῦνται βαθιά.
Μέσα στὸ αἴθριό σε περίοπτη θέση ὑπῆρχε καὶ κρήνη, δηλαδὴ βρύση, ποὺ ἐφοδιαζόταν μὲ νερὸ ἀπὸ ὑδραγωγεῖο ἢ πηγάδι. Οἱ χριστιανοὶ πρὶν εἰσέλθουν στὸν κυρίως ναὸ ἔπλεναν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια. Ἡ πράξη αὐτὴ ἦταν συμβολικὴ καὶ φανέρωνε τὴν ἀνάγκη τῶν πιστῶν γιὰ σωματικὴ καὶ ψυχικὴ κάθαρση. Συχνὰ στὶς κρῆνες χαράσσονταν ἐπιγραφές. Πολὺ γνωστὴ εἶναι ἡ περίφημη παλίνδρομη ἐπιγραφὴ τῆς κρήνης τῆς ἉγιαΣοφιᾶς στὴν Κωνσταντινούπολη «ΝΙΨΟΝΑΝΟΜΗΜΑΤΑΜΗΜΟΝΑΝΟΨΙΝ». Στὸ συγκρότημα τοῦ ναοῦ ἀπὸ τὸν 6ο αἰ. μ.Χ. προστίθεται καὶ τὸ Βαπτιστήριο, ὡς ἀνεξάρτητο ναΐδριο, ἀφοῦ ἡ τέλεση τοῦ βαπτίσματος γινόταν μόνον δυὸ φορὲς τὸ χρόνο.
Ἀπὸ τὸ αἴθριο προχωροῦμε στὸν νάρθηκα. Πρόκειται γιὰ ἕναν στενόμακρο χῶρο κατὰ μῆκος τῆς εἰσόδου τοῦ ναοῦ. Ἡ εἴσοδος στὸ νάρθηκα γινόταν ἀπὸ πλάγιες πόρτες, ἐπειδὴ οἱ πιστοὶ δὲν ἔπρεπε νὰ βλέπουν ἀπ᾿ εὐθείας τὰ τελούμενα στὸ Ἱερὸ Βῆμα ποὺ βρισκόταν ἀπέναντι. Στὸ νάρθηκα ἔμεναν παλαιότερα οἱ ἀβάπτιστοι καὶ οἱ «προσκλαίοντες», δηλαδὴ αὐτοὶ ποὺ ἔδειχναν δημόσια μετάνοια γιὰ βαριὰ ἁμαρτήματα. Γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο ὁ νάρθηκας ἀποτελοῦσε σύμβολο τοῦ ἐξωτερικοῦ χώρου. Ἐδῶ ἡ παράσταση τοῦ Ἰησοῦ ὡς διδασκάλου ἔχει σημασία ἀλληγορική. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ θύρα εἰσόδου στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Στοὺς μεγάλους ναοὺς ὁ νάρθηκας εἶχε συνήθως δυὸ ὀρόφους. Στὸν δεύτερο ὄροφο βρισκόταν ὁ γυναικωνίτης.
Ἕνα τριπλὸ ἄνοιγμα, τὸ τρίβηλο, ἕνωνε τὸ νάρθηκα μὲ τὸν κυρίως ναό. Ὁ κυρίως ναὸς ἔχει σχῆμα ὀρθογώνιο ἢ σταυρικὸ καὶ καταλήγει σὲ μία ἁψίδα ἱεροῦ, ποὺ βρίσκεται συνήθως στὰ ἀνατολικά. Χωρίζεται μὲ κιονοστοιχίες σὲ κλίτη, τμήματα δηλαδή, τὰ ὁποῖα εἶναι παράλληλα πρὸς τὸν κατὰ μῆκος ἄξονα τοῦ ναοῦ. Οἱ κιονοστοιχίες δίνουν μία ρυθμικὴ διάταξη καὶ τονίζουν τὸ βάθος. Συμβολίζουν τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς Προφῆτες, τοῦ Ἁγίους ὡς στηρίγματα τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ κλίτη εἶναι πάντοτε σὲ μονὸ ἀριθμό, ἀπὸ 1 ἕως 9. Τὸ μεσαῖο κλίτος ἔχει μεγαλύτερο πλάτος καὶ ὕψος καὶ φωτίζεται περισσότερο.
Ὁ κύριος ναὸς εἶναι σύμβολο τοῦ ὁρατοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῦ Παραδείσου. Ἀπὸ τὰ ἰδιαίτερα μέρη του ἡ ὀροφὴ συμβολίζει τὸν οὐρανὸ καὶ τὸ δάπεδο τὴ γῆ. Τὰ κανδήλια καὶ οἱ πολυέλαιοι ἀλληγοροῦν τοὺς ἀστέρες.
Στὸν χῶρο τοῦ κυρίως ναοῦ ὑπάρχουν καὶ τὰ καθίσματα ἢ στασίδια, ποὺ προορίζονται γιὰ τοὺς πιστούς. Ἐπίσης ὑπάρχουν ὁ ἄμβωνας καὶ τὰ ἀναλόγια. Ὁ ἄμβωνας, ὁ ὁποῖος βρίσκεται στὴ μέση σε μία πλευρὰ τοῦ μεσαίου κλίτους, εἶναι ἕνα ἔμψυχο βῆμα ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴν ἀνάγνωση τῶν γραφῶν καὶ γιὰ τὸ κήρυγμα. Συμβολίζει τὸ λίθο τοῦ μνήματος τοῦ Χριστοῦ. Τὰ ἀναλόγια χρησιμοποιοῦνται γιὰ τὸ ὑμνολογικὸ μέρος τῆς λατρείας.
Τὸ Εἰκονοστάσιο ἢ Τέμπλο χωρίζει τὸ Ἱερὸ Βῆμα ἀπὸ τὸν κυρίως ναό. Ὡστόσο δὲν ἀποτελεῖ διαχωριστικὸ τεῖχος, ἀλλὰ συνδετικὸ κρίκο μεταξὺ τῶν δυὸ κόσμων, τοῦ αἰσθητοῦ καὶ τοῦ νοητοῦ.
Ἡ κεντρική του θύρα ὀνομάζεται Ὡραῖα Πύλη, ἐνῷ οἱ πλαϊνὲς παραπόρτια. Πρὶν ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη ὑπάρχει ὁ σολέας, ἕνα εἶδος ὑπερυψωμένου διαδρόμου πάνω στὸν ὁποῖο γίνεται ἡ μετάληψη τῶν πιστῶν. Ὁ σολέας συμβολίζει τὸν ποταμὸ τοῦ πυρός, ὁ ὁποῖος διαχωρίζει τοὺς δίκαιους ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλούς. Στὶς σειρὲς τῶν εἰκόνων τοῦ τέμπλου οἱ ἱερὲς μορφὲς τοποθετοῦνται μὲ ἁρμονικὴ τάξη καὶ αὐστηρὴ συνέπεια.
Τὸ Ἱερὸ Βῆμα ἔχει σχῆμα ἡμικυκλικὸ καὶ καλύπτει τὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τοῦ ναοῦ, καθὼς οἱ χριστιανοὶ προσεύχονται πρὸς τὴν ἀνατολή. Συμβολίζει τὰ ὑπερουράνια. Ἡ παρασταση τῆς Θεοτόκου μὲ τὸν μικρὸ Ἰησοῦ στὴν ἀγκαλιά της, γνωστὴ ὡς «Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν», ποὺ βρίσκεται στὸ θόλο τοῦ Ἱεροῦ βήματος συμβολίζει τὴν γέφυρα μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς. Στὰ πλαΐνά του Ἱεροῦ Βήματος δημιουργοῦνται δυὸ διαμερίσματα, τὰ Παστοφόρια. Στὸ βόρειο Παστοφόριο τοποθετοῦνταν σὲ μαρμάρινα συνήθως τραπέζια οἱ προσφορὲς τῶν πιστῶν, ἄρτος καὶ οἶνος γιὰ τὴν Θεία Εὐχαριστία, γιὰ νὰ μεταφερθοῦν ἀργότερα στὴν Ἁγία Τράπεζα. Γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο, ὁ χῶρος ὀνομάσθηκε Πρόθεσις καὶ τὰ τραπέζια, Τράπεζαι προθέσεων ἢ προσφόρων. Τὸ νότιο Παστοφόριο, τὸ Διακονικό, χρησίμευε σὰν σκευοφυλάκιο καὶ δὲν εἶχε πάντα σταθερὴ θέση.
Κεντρικὸ σημεῖο τοῦ Ἱεροῦ Βήματος εἶναι ἡ Ἁγία Τράπεζα, γύρω ἀπὸ τὴν ὁποία στρέφεται ἡ σημασία τοῦ ὅλου ναοῦ. Μάλιστα, ὅταν εἶναι λίθινη συμβολίζει τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου συμβολίζει ἀκόμη τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο ποὺ βρίσκεται πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα.
Ὅταν αὐτὴ στηρίζεται σὲ ἕναν μόνο κίονα, συμβολίζει τὸν ἕνα Ἰησοῦ Χριστό, στηριζόμενη σὲ τρεῖς κίονες, ἀλληγορεῖ τὴν Ἁγία Τριάδα, ἐνῷ σὲ τέσσερεις συμβολίζει τοὺς Εὐαγγελιστές.
Κάτω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα ὑπάρχει συνήθως μιὰ μικρὴ μαρμάρινη λειψανοθήκη, μὲ λείψανα τοῦ Ἁγίου του ναοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ λεγόμενο «ἐγκαίνιον» ἢ «κατάθεσις».
Τέλος, γύρω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, ὑπῆρχε τὸ σύνθρονο, ὁ θρόνος δηλαδὴ τοῦ ἐπισκόπου καὶ τῶν πρεσβυτέρων. Τὸ σύνθρονο συμβόλιζε τὸ θρόνο τοῦ Χριστοῦ στὴν δευτέρα Παρουσία. Εἶναι ὅμως καὶ σύμβολο ἐξουσίας. Μὲ τὴν πάροδο τῶν χρόνων, καθὼς ὁ ἐπισκοπικὸς θρόνος μεταφέρθηκε ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Βῆμα στὸν κυρίως ναό, τὸ σύνθρονο ἔπαψε νὰ χρησιμοποιεῖται.
Ὁ χριστιανικὸς ναὸς ἀποτελεῖ ἕναν μικρόκοσμο ποὺ ταιριάζει στὰ μέτρα τοῦ ἀνθρώπου. Κέντρο του εἶναι τὸ Ἱερὸ Βῆμα μὲ τὴν Ἁγία Τράπεζα. Χωρὶς Ἁγία Τράπεζα, δίχως Θεία Κοινωνία, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει οὔτε ναός, οὔτε καὶ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ διαίρεση τοῦ ναοῦ σὲ νάρθηκα, κυρίως ναὸ καὶ Ἱερὸ Βῆμα, ποὺ ἐκφράζει τὶς ἠθικὲς βαθμίδες ἀνόδου τοῦ πιστοῦ θὰ παραμείνει πάντοτε ὡς βασικὸ στοιχεῖο ὁλόκληρης τῆς Ὀρθόδοξης Ναοδομίας.