Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Λατρευτικὸ Ἐγχειρίδιο»
Ἀπόστολοι ὀνομάζονται οἱ Δώδεκα μαθητὲς τοῦ Κυρίου ποὺ ἄφησαν τὰ πάντα καὶ ἀκολούθησαν τὸν Κύριο σὲ ὅλη τὴ δημόσια διακονία του μέχρι τῆς Ἀναλήψεως. Στὴ συνέχεια μετὰ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔγιναν κήρυκες καὶ μάρτυρες τῆς πίστεως στὸν Χριστὸ πρὸς λύτρωση τῆς ἀνθρωπότητας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ συνέβαλαν στὴν ἐξάπλωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ.
Τὸ ἱερὸ καὶ τιμητικότατο αὐτὸ ὄνομα δόθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο στοὺς Μαθητές Του, ὅταν διανυκτέρευσε στὸ ὄρος προσευχόμενος· τότε, «προσεφώνησε τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ, καὶ ἔκλεξαμενος ἀπ᾿ αὐτῶν δώδεκα, οὖς καὶ Ἀποστόλους ὠνόμασεν...» (Λουκ. στ´, 12-13).
Οἱ Εὐαγγελιστὲς Ματθαῖος, Μάρκος καὶ Ἰωάννης χρησιμοποιοῦν περισσότερο τὸ ὄνομα «οἱ Δώδεκα», ὁ δὲ Λουκᾶς καὶ Παῦλος τὸ «Ἀπόστολοι». Ἀργότερα χρησιμοποιεῖται ἡ λέξη σὲ εὐρύτερη ἔννοια καὶ ὀνομάζονται Ἀπόστολοι καὶ ἄλλοι πλὴν τῶν Δώδεκα, (οἱ ἑβδομήκοντα), ἀλλὰ καὶ οἱ συνεργάτες αὐτῶν.
Κατάλογοι τῶν ὀνομάτων τῶν δώδεκα Ἀποστόλων ὑπάρχουν τέσσερις: Ματ. ι´ 2, Μαρκ. γ´ 13, Λουκ. στ´ 14 καὶ Πραξ. α´ 13. Οἱ κατάλογοι αὐτοὶ συμφωνοῦν μόνο στὸν πρῶτο, τὸν Πέτρο καὶ τὸν τελευταῖο τὸν Ἰούδα τὸν Ἰσκαριώτη. Ἡ διαφωνία - ἀσυμφωνία τους ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι συνήθιζαν νὰ ἔχουν δυὸ ὀνόματα καὶ ἄλλοι Εὐαγγελιστὲς ἀναφέρουν τὸ πρῶτο, ἐνῷ ἄλλοι προτιμοῦν τὸ δεύτερο.
Κατὰ τὴν ἐκλογὴ τῶν Μαθητῶν Του, ὁ Κύριος σταμάτησε στὸν ἀριθμὸ δώδεκα, γιατί ὅπως οἱ δώδεκα υἱοὶ τοῦ Ἰακώβ, οἱ δώδεκα Πατριάρχες, θεωροῦνται σὶ ἀρχηγοὶ τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ, δηλαδὴ ὅλου τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, ἔτσι καὶ οἱ Δώδεκα αὐτοὶ πρῶτοι Μαθητὲς τοῦ Κυρίου, ἔγιναν οἱ πνευματικοὶ ἀρχηγοὶ τοῦ νέου Ἰσραήλ, δηλαδὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἀλλὰ καὶ διότι τὰ δωδέκα κουδουνάκια στὸ κάτω μέρος τοῦ χιτῶνα τοῦ Ἀρχιερέως Ἀαρὼν ποὺ κουδούνιζαν, ὅταν βημάτιζε στὴ Σκηνή, τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους ἐδήλωναν, ποὺ ἤχησαν (κουδούνισαν) καὶ ἐκήρυξαν σὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη τὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἀπολυτρώσεως. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ὡσηὲ προφήτευσε ὅτι δώδεκα δρῦες θὰ ἀκολουθήσουν τὸν Θεὸ ποὺ θὰ φανεῖ στὴ γῆ.
Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Δώδεκα, ὁ Κύριος ἐξέλεξε καὶ τοὺς «Ἑβδομήκοντα», οἱ ὁποῖοι κατὰ διαλείμματα τὸν ἀκολουθοῦσαν. Αὐτοὺς ἀπέστειλε γιὰ νὰ προετοιμάσουν τὸ ἔδαφος ἀπ᾿ ὅπου ἐπρόκειτο νὰ περάσει καὶ νὰ διδάξει (Λουκ. γ´, 1). καὶ ὁ ἀριθμὸς αὐτὸς ἀνταποκρίνεται πρὸς τοὺς ἑβδομήκοντα ἐκείνους Πρεσβυτέρους τοὺς ὁποίους ὁ Μωυσῆς, κατ᾿ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ἐξέλεξε ὡς βοηθούς του. Ἀποδεικνύεται ἔτσι ὅτι τὰ παραδείγματα τῆς Παλαιᾶς εἶναι σύμφωνα μὲ τὰ τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Μεταξὺ τῶν Δώδεκα ὁ Κύριος εἶχε τρεῖς, τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦσαν τὸ στενότερο κύκλο Του καὶ παρευρίσκονταν μόνο αὐτοὶ σὲ ἐξαιρετικὲς περιπτώσεις, (ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἱαείρου, στὴ Μεταμόρφωση, στὴν προσευχὴ τῆς Γεθσημανῆ)· τὸν πρῶτο, γιατί ἀγάπησε τὸν Χριστὸ «σφόδρα»· τὸν τρίτο, γιατί ἀγαπήθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ «σφόδρα»· καὶ τὸν δεύτερο, γιατί μποροῦσε νὰ πιεῖ τὸ ποτήρι τοῦ θανάτου τὸ ὁποῖο καὶ ὁ Κύριος ἤπιε.
Οἱ δώδεκα Ἀπόστολοι ποὺ ἐξέλεξε ὁ Κύριος γιὰ νὰ μυήσει στὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ συνεχίσουν ἀργότερα τὸ ἔργον Του, οὔτε μόρφωση εἶχαν οὔτε ἀπὸ ἀνώτερη κοινωνικὴ τάξη τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ προέρχονταν. Ὅλοι κατάγονταν ἀπὸ τὴν πτωχὴ καὶ καθυστερημένη πολιτιστικὰ Γαλιλαῖο, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἰούδα τὸν Ἰσκαριώτη, ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν Ἰουδαία. Ἦσαν ἄνθρωποι ἁπλοί, βιοπαλαιστές, ἁλιεῖς στὸ ἐπάγγελμα καὶ τελῶνες, ἀλλὰ μὲ ἁγνὰ θρησκευτικὰ ἐνδιαφέροντα καὶ μὲ πίστη στὸν Θεὸ τοῦ Ἰσραὴλ καὶ στὶς Μεσσιανικὲς παραδόσεις. Οἱ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου ἦσαν σχετικὰ εὔποροι, γιατί καὶ πλοῖο ἰδιόκτητο εἶχαν καὶ γνωριμίες μὲ τοὺς Ἀρχιερεῖς τῆς Ἱερουσαλὴμ διατηροῦσαν. Ἡ ἐξωτερική τους ἐμφάνιση προξενοῦσε τὴν ἐντύπωση ὅτι ἦσαν ἄνθρωποι «ἀγράμματοι καὶ ἰδιῶται» (Πραξ. δ´, 13). Εἶχαν ὅμως τὴν Ἀποστολικότητα: Ἦσαν αὐτόπτες καὶ ἀκόλουθοι τοῦ Κυρίου, (γεγονὸς ποὺ συνιστᾶ τὴν ἐξωτερικὴ μαρτυρία ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων) καὶ εἶχαν τὴν ἄνωθεν κλήση καὶ ἀποστολὴ (ἐσωτερικὸ γνώρισμα τῆς ἀποστολικότητας). Τ᾿ ἀνωτέρω σημαίνουν ὅτι ἡ αὐθεντία τῶν Ἀποστόλων, κατὰ τὴ δράση τους στὴν Ἐκκλησία, στηριζόταν στὸν ἴδιο τὸν Θεό. Ἔτσι συνέχισαν τὸ ἔργο τοῦ Διδασκάλου τους κινούμενοι διαρκῶς ἀπὸ πόλη σὲ πόλη καὶ χειροτονοῦντες κατάλληλους διαδόχους.
Αὐτοὺς τοὺς δώδεκα ἱεροὺς Ἀποστόλους ἔχουμε χρέος ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ νὰ τιμοῦμε καὶ νὰ γεραίρουμε σὰν φωστῆρες τοῦ κόσμου, κήρυκες τῆς εὐσέβειας καὶ καταλύτες τῆς πλάνης. καὶ κάνω ἀπ᾿ ὅλα νὰ τοὺς γνωρίζουμε.
Πρῶτος Ἀπόστολος εἶναι ὁ Πέτρος, ὁ κορυφαῖος τῶν Ἀποστόλων, ὁ ὁποῖος προηγουμένως ὀνομαζόταν Σίμων. Ἦταν ἔγγαμος ψαρᾶς, ἀγράμματος, ἀδελφός του Ἀνδρέα τοῦ Πρωτοκλήτου, ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαΐας, υἱὸς τοῦ Ἰωνᾶ.
Αὐτὸν τὸν Ἀπόστολο μακάρισε ὁ Κύριος καὶ τὸν ὀνόμασε Πέτρο, ἐνῷ τὴν πίστη του ἀπεκάλεσε πέτρα πάνω στὴν ὁποία ἀπεφάσισε νὰ οἰκοδομήσει τὴν Ἐκκλησία Του. «Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ... σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. ιστ´, 17, 18).
Ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο πρῶτα στὴν Ἰουδαία καὶ Ἀντιόχεια ἀκολούθως στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ κατέληξε στὴ Ρώμη. Ἐπειδὴ ἐκεῖ ἐνίκησε μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο τὸ μάγο Σίμωνα, σταυρώθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Νέρωνα κατακέφαλα, (πάνω τὰ πόδια - κάτω τὸ κεφάλι), ὅπως ὁ ἴδιος τὸ ζήτησε καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸ ἄφθαρτο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 66 καὶ 69, ἀφοῦ ἄφησε δυὸ καθολικὲς ἐπιστολὲς στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Δεύτερος εἶναι ὁ Ἀνδρέας, ὁ Πρωτόκλητος, ὁ ἀδελφός του Πέτρου.
Ὑπῆρξε ἐνωρίτερα μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ἀλλὰ τὸν ἐγκατέλειψε γιὰ νὰ ἀκολουθήσει τὸν Χριστό. Προσέλκυσε καὶ τὸν ἀδελφό του λέγοντας: «Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν». Θεωρεῖται ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο σὲ ὅλα τὰ παραθαλάσσια μέρη τῆς Μαύρης θάλασσας, Βιθυνίας καὶ Βυζαντίου. Ἀργότερα μέσῳ Θρᾴκης καὶ Μακεδονίας κατῆλθε μέχρι τὴν Ἀχαΐα. Στὴν Πάτρα ἐνήργησε πολλὰ θαύματα καὶ ἐπειδὴ πολλοὶ ἐπίστευαν στὸν Χριστὸ ὁ Ἀνθύπατος τῆς πόλεως Αἰγεάτης κάρφωσε τὸν Ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ σὲ ἕνα Σταυρὸ ἀνάποδα κι᾿ ἐκεῖ παρέδωσε τὸ πνεῦμα του. Τὸ λείψανό του μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια μεταφέρθηκε στὸ Ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος, δεύτερο Ἀπόστολο, ἀναφέρει, τὸν Παῦλο, τὸ σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ὑπερνίκησε ὅλους τοὺς Ἀποστόλους στὸ ζῆλο τῆς πίστεως καὶ στοὺς κόπους. Αὐτὸς ἐκήρυξε τὸν Χριστὸ ἀπὸ Ἱεροσολύμων μέχρι τοῦ Ἰλλυρικοῦ, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει καὶ ἔφθασε στὴ Ρώμη ἀποκεφαλίστηκε.
Τρίτος Ἀπόστολος εἶναι ὁ Ἰάκωβος, ὁ τοῦ Ζεβεδαίου, ἀδελφὸς τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καὶ Εὐαγγελιστοῦ.
Εἶναι ὁ τρίτος της τριάδος Ἀπόστολος, τὸν ὁποῖον ὁ Κύριος ἐλάμβανε μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο καὶ Ἰωάννη ἰδιαιτέρως στὶς προσευχές, ἀλλὰ καὶ στὴ Μεταμόρφωσή Του.
Ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο σ᾿ ὁλόκληρη τὴν Ἰουδαία. Ὁ Ἡρῴδης Ἀγρίππας ὅμως γιὰ τὴν πολλὴ παρρησία ποὺ εἶχε, τὸν ἐθανάτωσε μὲ μαχαίρι τὸ 44 μ.Χ. καὶ ἔτσι ἔγινε ὁ δεύτερος μάρτυρας τῆς πίστεώς μας μετὰ τὸν Πρωτομάρτυρα Στέφανο (43 μ.Χ.).
Τέταρτος εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστὴς καὶ Θεολόγος, ἀδελφός του Ἰακώβου.
Εἶναι ὁ Ἀπόστολος ποὺ ἀγαπήθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ «σφόδρα» καὶ ὁ ἐπιπεσὼν ἐπὶ τὸ στῆθος Αὐτοῦ. Ὁ Ἰωάννης ἔχει λάβει τὰ περισσότερα ἐπίθετα: Ἀπόστολος, Εὐαγγελιστής, Θεολόγος, Μαθητὴς τῆς ἀγάπης, Ἠγαπημενος μαθητής, Ἐπιστήθιος, Παρθένος, Βοανεργὲς - υἱὸς τῆς Βροντῆς.
Ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴ Μικρὰ Ἀσία. Ἐξορίστηκε στὴν Πάτμο, ὅπου πλήθη ἀπίστων προσῆλθαν στὸ Χριστιανισμό. Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν Ἔφεσο ἀναπαύθηκε ἐν εἰρήνῃ (περίπου 95 χρονῶν). Ἐνωρίτερα μᾶς ἄφησε τὸ Εὐαγγέλιό του, τρεῖς Καθολικὲς ἐπιστολὲς καὶ τὴν Ἀποκάλυψη.
Πέμπτος Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Φίλιππος ὁ ἀπὸ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαῖος, συμπατριώτης τοῦ Ἀνδρέου καὶ Πέτρου.
Εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶπε στὸ Ναθαναὴλ «ὃν ἔγραψε Μωσῆς καὶ Προφῆται εὑρήκαμεν,Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ» (Ἰω. α´, 46).
Ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴ Μικρὰ Ἀσία (Λυδία καὶ Μυσία) καὶ στὴν Ἱεράπολη μαζὶ μὲ τὸν Βαρθολομαῖο (Ναθαναήλ) καὶ τὴν ἀδελφή του Μαριάμνη. Μαρτύρησε τρυπημένος στοὺς ἀστραγάλους καὶ καρφωμένος σ᾿ ἕνα ξύλο στὴν Ἱεράπολη. Λόγω σεισμοῦ ποὺ ἀκολούθησε οἱ συνοδοί του ἀφέθησαν ἐλεύθεροι.
Ἕκτος εἶναι ὁ Βαρθολομαῖος ἢ Ναθαναήλ.
Ὅταν ὁ φίλος του Φίλιππος τοῦ εἶπε γιὰ τὸν Χριστὸ τ᾿ ἀνωτέρω καὶ πλησίασε, ὁ Χριστὸς τὸν προϋπάντησε λέγοντας: «Ἰδὲ ἀληθῶς Ἰσραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὔκ ἐστι» (Ἰω. α´, 48).
Ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς Ἰνδούς, οἱ ὁποῖοι ὀνομάζονταν Εὐδαίμονες καὶ τοὺς παρέδωσε τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον. Ἀπὸ τοὺς ἀπίστους ὅμως σταυρώθηκε στὴν Οὐρβανούπολη. Ἐκεῖ παρέδωσε τὸ πνεῦμα του καὶ ἔλαβε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ἕβδομος Ἀπόστολος εἶναι ὁ Θωμᾶς ποὺ λεγόταν καὶ Δίδυμος.
Εἶναι ὁ Μαθητὴς ποὺ γιὰ τὴν ἀπιστία του εἶπε ὁ Κύριος: «Μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός» (Ἰω. κ´, 27) καὶ αὐτὸς ψηλαφώντας τον εἶπε: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (κ´, 28).
Ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ στοὺς Πάρθους, Μήδους, Πέρσες καὶ Ἰνδούς. Ὁ Βασιλεὺς τῶν τελευταίων, ἐπειδὴ ὁ Θωμᾶς ἐβάπτισε καὶ τὸν υἱό του, τὸν φυλάκισε καὶ τελικὰ τὸν καταδίκασε σὲ θάνατο: Οἱ στρατιῶτες τὸν κατατρύπησαν μὲ τὶς λόγχες τους.
Ὄγδοος εἶναι ὁ Ματθαῖος, ὁ Τελώνης, ἀδελφὸς τοῦ Ἰακώβου τοῦ Ἀλφαίου.
Εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀκολούθησε τὸν Χριστὸ ἀφοῦ ἐγκατέλειψε «τὴν ὑπηρεσίαν του». Μετὰ τὸ μεγάλο δεῖπνο ποὺ προσέφερε στὸν Χριστὸ ἔγινε Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστής. Τὸ Εὐαγγέλιό του τὸ ἔγραψε στὴν Ἀραμαϊκὴ γλώσσα ὀκτὼ χρόνια μετὰ τὴν Πεντηκοστή, ἀργότερα ὅμως μεταφράστηκε στὰ Ἑλληνικά.
Ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς Πάρθους καὶ Μήδους στοὺς ὁποίους ἵδρυσε Ἐκκλησία, μετὰ ἀπὸ πολλὰ θαύματα ποὺ ἔκανε σ᾿ αὐτούς. Τελικὰ θανατώθηκε ἀπὸ τοὺς ἄπιστους διὰ πυρᾶς.
Ἔνατος εἶναι ὁ Ἰάκωβος ὁ υἱὸς τοῦ Ἀλφαίου, ἀδελφός του Λευὶ δηλ. τοῦ Ματθαίου.
Λέγεται καὶ Ἰάκωβος ὁ μικρός, πρὸς διάκριση ἀπὸ τὸν Ἰάκωβο τὸ μεγάλο, τὸν ἀδελφὸ τοῦ Ἰωάννου, ἀλλὰ καὶ πρὸς διάκριση ἀπὸ τὸν Ἰάκωβο τὸν Ἄδελφοθεο.
Ὁ τόπος στὸν ὁποῖο ἐκήρυξε ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος δὲν εἶναι ἐξακριβωμένος. Ἀναγράφεται ὅτι ἐκήρυξε στὰ ἔθνη καὶ ὀνομάστηκε σπέρμα θεῖο. Κηρύττοντας καὶ ἐλέγχοντας τοὺς ἀπαίδευτους λαοὺς κρεμάστηκε σὲ σταυρὸ καὶ ἔτσι παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Θεό.
Δέκατος Ἀπόστολος εἶναι ὁ Σίμων ὁ Κανανίτης ἢ Ζηλωτής, ἀπὸ τὴν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας.
Ὁ Σίμων ἀνῆκε στὸ κόμμα τῶν Ζηλωτῶν (ποὺ στὰ Ἀραμαϊκὰ ὁ ζηλωτὴς λέγεται Κanana καὶ μὲ Ἑλληνικὴ κατάληξη Κανανίτης = Ζηλωτής) καὶ διατήρησε τὴν ὀνομασία του αὐτὴ καὶ ὡς Ἀπόστολος, (ὅπως καὶ ὁ Ματθαῖος ὁ Τελώνης).
Ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ στὴ Μαυριτανία καὶ γενικὰ στὴν Ἀφρική. Τελικὰ μαρτύρησε μὲ σταυρικὸ θάνατο.
Ἑνδέκατος εἶναι ὁ Ἰούδας Ἰακώβου, τὸν ὁποῖο ὁ Ματθαῖος ὀνομάζει Λεββαῖο ἢ Θαδδαΐο.
Ὁ Ἰούδας, δηλαδὴ αὐτὸς διακρινόμενος ἀπὸ τὸν Ἰούδα τὸν Ἰσκαριώτη, τὸν προδότη, εἶναι ἀδελφὸς τοῦ Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου καὶ ἑπομένως υἱὸς τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ μνήστορος. Ἄρα εἶναι «ἀδελφός» του Κυρίου. Λεββαῖος σημαίνει θαρραλέος καὶ Θαδδαῖος (στὰ Ἀραμαικά) σημαίνει μεγάθυμος, μεγαλόψυχος. Εἶναι συγγραφεὺς τῆς Καθολικῆς ἐπιστολῆς Ἰούδα.
Ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴ Μεσοποταμία καὶ ἐφώτισε τὰ εὑρισκόμενα στὴ χώρα αὐτὴ ἔθνη. Πῆγε καὶ στὴν Ἐδεσσα, ὁποῦ ἐθεράπευσε τὸν Τοπάρχη. Τελικὰ τὸν κρεμάσανε καὶ τὸν θανάτωσαν μὲ ἐκτοξευόμενα βέλη.
Δωδέκατος Ἀπόστολος τὸν Χριστοῦ εἶναι ὁ Ματθίας, στὴ θέση τοῦ προδότη Ἰούδα.
Μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, οἱ Ἀπόστολοι, ἀφοῦ ἐπέλεξαν δύο, τοὺς καταλληλότερους ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους, ἔβαλαν κλῆρο «καὶ προσευξάμενοι... ἔπεσεν ὁ κλῆρος ἐπὶ Ματθίαν καὶ συγκατεψηφίσθη μετὰ τῶν ἕνδεκα Ἀποστόλων» (Πραξ. α´, 24,26).
Ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ στὴν Αἰθιοπία καὶ ἀφοῦ ὑπέμεινε πολλὰ βασανιστήρια ἀπὸ τοὺς ἀπίστους παρέδωσε τὴν ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
Οἱ ἀνωτέρω πανεύφημοι Ἀπόστολοι, οἱ δώδεκα καὶ οἱ ἀνήκοντες στὸν εὐρύτερο κύκλο τῶν ἑβδομήκοντα, μαζὶ μὲ τὶς σεπτὲς Μυροφόρες καὶ πιστὲς ἀκόλουθές του Κυρίου, αὐτοὶ ὅλοι, ποὺ ἦσαν ἑκατὸν εἴκοσι (120) στὸν ἀριθμὸ (Πραξ. α´, 15), πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι δὲν ἐβαπτίστηκαν μὲ τὸ βάπτισμα δι᾿ ὕδατος, ἀλλὰ βαπτίστηκαν τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς «ἐν Πνεύματι Ἅγίῳ».
Πρῶτον γιατί ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης λέγει φανερὰ ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν ἐβάπτιζε «...ὁ Ἰησοῦς οὐκ ἐβάπτιζε, ἀλλ᾿ οἱ Μαθηταὶ αὐτοῦ» (Ἰω. δ´, 2) καὶ δεύτερον γιατί ὁ μὲν Πρόδρομος ἐκήρυξε λέγοντας γιὰ τὸν Κύριο: «Ἐγὼ μὲν βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι, αὐτὸς δὲ βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί» (Λουκ. γ´, 16), ὁ δὲ Χριστὸς τὸ ἐβεβαίωσε λέγοντας: «Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισε ὕδατι, ὕμεις δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας» (Πραξ. α´, 5). Ἡ ὑπόσχεση αὐτὴ τοῦ Κυρίου πραγματοποιήθηκε τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς: «Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας... καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου» (Πραξ. β´, 2-4). Γι᾿ αὐτὸ δὲν χρειάστηκαν ἄλλο βάπτισμα. Τὸ ἴδιο πιστοποιεῖ καὶ ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, λέγοντας ὅτι τὸ ὑπερῷον στὸ ὁποῖο κατῆλθε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἔγινε κολυμβήθρα στὴν ὁποία βαπτίστηκαν ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ λοιποὶ ἐκεῖ εὑρισκόμενοι. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος, στὴν ἑρμηνεία τοῦ Εὐαγγελίου, ἀναφέρει ὅτι οἱ Ἀπόστολοι βαπτίστηκαν ἀπὸ τὸ βάπτισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.