Ἐπίσκοπος Ῥοδοστόλου Χρυσόστομος
Ἱ. Ἡσυχαστήριον Ἁγίου Μηνᾶ Βίγλας

ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο του
«ᾨδὴ στὰ ἀμάραντα, στὸν Ἄθωνα»,
σελ. 88-98 καὶ 178-181

Ἱστορικὸ ἐγκαταστάσεως τοῦ π. Ἰωσὴφ στὸ Λαυρεωτικὸ Ἱ. Κελλὶ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ στὴ Βίγλα, ἀρχικὲς ἀντιξοότητες, ἀναφορὰ στοὺς χαιρετισμοὺς τῶν ἱπταμένων, μὲ γλαφυρὴ περιγραφὴ ἀπὸ τὸν πολυγραφότατο Ἐπίσκοπο Ῥοδοστόλου κ. Χρυσόστομο στὸ βιβλίο του «ᾨδὴ στὰ ἀμάραντα, στὸν Ἄθωνα», σὲ ἕνα πολυσέλιδο ἀφιέρωμα.

Καρτερία στὸν Ἀκράθω

Τοῦτο τὸ θαυμάσιο ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, ποὺ κἄποτε γιὰ τὸ ἐρημικό, τὸ ἡσύχιο καὶ τὴν σκληροκομψότητά του, καὶ γιὰ τὴν ὡραιότητα τῆς τοποθεσίας του, τὸ εἶχα στὰ «ὑπ᾿ ὄψιν», καὶ παρὰ ᾿λίγο νὰ τὸ ἐρωτευθῶ μὲ πάθος, διάλεξε γιὰ τόπο καταφυγῆς, διαμονῆς καὶ ἀσκήσεώς του, ὁ ἀγαπητός μου π. Ἰωσήφ, (Μπαϊρακτάρης Χρῆστος ἐκ Κορίνθου, ἔτος γεννήσεως 1958, προσελεύσεως εἰς ὅρια Μεγ. Λαύρας 1989, κουρᾶς 1983).

«Κόβει» τὸ μάτι του. Λεπτὸ αἰσθητήριο γιὰ τὴν ἁγιορείτικη καλλιτεχνία καὶ ἀρχιτεκτονική, καὶ μὲ ἀρκετὴ ἐπισκευαστικὴ πεῖρα στὸ μαστορικὸ μητρῷο του, ἀπ᾿ τὴν θήτευσί του στὴν Ἱ. Μ. Δοχειαρίου. ᾿Μποροῦσε νὰ μὴ σταματήσῃ τὸ ψάξιμό του γιὰ ὁριστικὴ ἐπιλογὴ ἐγκατοικήσεως, μόλις ᾿βρέθηκε μπροστὰ στὸ κομψοτέχνημα τοῦτο, ποὺ πέρα ἀπ᾿ τἄλλα, σὲ κάστρο καὶ ὀχυρὸ τὸ μετέβαλαν οἱ προκάτοχοι, ἀνορθώνοντας ᾿ψηλὸ προστατευτικὸ λιθόκτιστο μανδρότοιχο ἀπ᾿ τὰ βορειοανατολικά, γιὰ νὰ τὸ κάνουν ἀκόμα πιὸ ἀσφαλὲς στὶς βιαιότητες τῶν ἀνέμων καὶ ἀκόμα πιὸ ἡσυχαστικὸ καὶ ἀπομεμονωμένο ἔναντι τῶν περιεργειῶν, τῶν ὀχλήσεων καὶ τῶν πάσης φύσεως ἀδιακρισιῶν τῶν ἀργοσχόλων περιηγητῶν καθὼς καὶ τῶν ἰσοβίως περίπου ἀνὰ τὸ Ὄρος μας περιφερομένων, πρὸς συλλογὴν συμβουλῶν καὶ πάντοτε ἀναποφασίστων διὰ τὰ κατ᾿ αὐτοὺς, «προσκυνητῶν»;

Συνηγόρησα στοὺς Προϊσταμένους τῆς Συνάξεως τῆς Λαύρας γιὰ νὰ δοθῇ στὸν π. Ἰωσὴφ τὸ κελλί. Μὲ ἔθλιβε ἡ ἐπὶ τόσα χρόνια ἀφροντισιά του ἀπ᾿ τὸν μακαρίτη Γερο-Μιχαήλ, ποὺ ἀνήμπορος ἐπὶ δεκαετίες νὰ βάλῃ ἐπάνω του «οὔτε ἕνα καρφί», τελικῶς λόγῳ γηρατειῶν τὸ ἐγκατέλειψε καὶ τέθηκε στὴν ἐσωδιαίτησι καὶ περίθαλψι τῆς Λαύρας.

Ἤδη, τὸ εὐλογημένο, εἶχε πάρει τὴν κατιοῦσα· καὶ ὅλοι στὸ Ὄρος ξέρουμε τὶ παθαίνουν τὰ κελλιὰ καὶ οἱ καλύβες μόλις παύσῃ νὰ καπνίζῃ τὸ τζάκι τους καὶ μόλις μείνουν γιὰ κἄπως περισσότερο τοῦ ἀνεκτοῦ τὰ καντήλια τους σβησμένα. Συνηγόρησα λοιπὸν καὶ χάρηκα γιὰ τὴν ἀπόφασι, κι᾿ ἂς ζήλευα τὸν πατέρα Ἰωσήφ, ποὺ θὰ ἔμενε σὲ μιὰ ἀπ᾿ τὶς καλλίτερες, ἂν ὄχι στὴν καλλίτερη, τοποθεσία τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Νέος, δραστήριος, ἔξυπνος καὶ «πιάνουν τὰ χέρια του». Θὰ τὸ σώσῃ καὶ θὰ τὸ κάνῃ ἀκόμα καλλίτερο· ᾿σκεφτόμουν... Καὶ τὸν ἐνεθάῤῥυνα σὲ κάθε εὐκαιρία, ὅπως καὶ ἄλλοι ἀδελφοί. Ἀπέφυγα ὅμως νὰ τοῦ κάνω λόγο γιὰ τοὺς σὲ κάθε κακοκαιρία βροντοπάταγους καὶ τὶς σὲ κάθε καταιγίδα κεραυνοπληξίες. Θὰ φοβηθῇ στὶς ἀρχές, εἶπα μέσα μου, θὰ μάθῃ ὕστερα νὰ κρύβεται στὰ ἐνδότερα καὶ στὸ τέλος θὰ τὶς συνηθίσῃ. Θὰ τοῦ εἶναι καὶ μιὰ γυμνασία καὶ ἀφορμὴ νὰ καταφεύγῃ μετὰ δέους στὴ δύναμι τῆς πρὸς τὸν Χριστό, τὴν Παναγία καὶ τὸν Ἅγιό του, προσευχῆς.

Ἦρθε τὸ φθινόπωρο καὶ δὲν ἄργησε νὰ τοῦ παραδώσῃ τὰ πρῶτα «μαθήματα» ἐθισμοῦ στὸν τρόμο, ποὺ διπλασιάζεται, καὶ καμμιὰ φορὰ πολλαπλασιάζεται, ὅταν εἶσαι ἐντελῶς μόνος καὶ αἰσθανθῇς πολὺ μικρὸς καὶ ἀνυπεράσπιστος. Δὲν ὑποφέρονται τότε οἱ ἐκκωφαντικὲς μεταμεσονύκτιες βροντές. Βλέπεις τὴν καταῤῥακτώδη βροχὴ νὰ κατεβαίνῃ ὄχι μόνο ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ ἀλλὰ νὰ σοὔρχεται ὧρες ὧρες, ἀπ᾿ τὰ πλάγια κι᾿ ἀπ᾿ τὰ ὁριζόντια· νὰ χτυπάῃ μὲ ὁρμὴ καὶ πάταγο βράχους, στέγες, τοίχους, ᾿ξώπορτες, καὶ σὲ διάρκεια χρόνου νὰ λούζῃ, καὶ νὰ πλένῃ καὶ ᾿ξεπλένῃ τὰ παράθυρά σου, σὲ βαθμὸ μάλιστα ποὺ ν᾿ ἀναλογίζεσαι, θὰ ἀνεχθοῦν ἀκόμη ἐπὶ πολὺ τούτη τὴν τόσο ἀνεπιθύμητη ὑδάτινη «περιποίησι» ἀρθρώσεις, «κανάτια» καὶ «τσερτσεβέδες», ἢ θὰ διαλυθοῦν ὅλα κατὰ κράτος; Θὰ ἀντέξουν ἆραγε στὸ δάρσιμο τζάμια, «περβάζια» καὶ «τζαμλίκια», ἢ θὰ γίνουν –καὶ τότε ἀλλοίμονο!– στρόβιλος καὶ θρύψαλα, γιὰ νὰ γίνῃ ἡ σαστιμάρα σου ἀκόμα πιὸ μεγάλη, βλέποντας τοὺς καταῤῥάκτες νὰ κατακλύζουν τὸ νοικυριό σου; Συχνὰ εἶναι τὰ τέτοια παθήματα σὲ ταπεινὲς ἰδίως σκητιώτικες καλύβες, καὶ τότε ἂς εἶναι καλὰ οἱ γείτονες συνασκηταί, ποὺ συντρέχουν, παρηγοροῦν καὶ βοηθοῦν παντοιοτρόπως, ἀλλὰ καὶ τὰ Μοναστήρια, ποὺ πρόθυμα ἐνισχύουν γιὰ ἐπισκευὲς καὶ ἀναστυλώσεις.

Εἶναι ὅμως πολὺς ὁ κόπος καὶ μαρτύριο νὰ κτίζῃς ἢ νὰ ἐπισκευάζῃς σὲ δύσβατες κι᾿ ἐρημικὲς βραχοπλαγιές. Τὸ ἀποτολμοῦν συνήθως ὅσοι εἶναι νέοι ἢ προχωρημένοι μὲν στὴν ἡλικία ἀλλὰ δυνατοὶ στὸ φρόνημα, τὴν καρδιὰ καὶ τὴν κρᾶσι. Οἱ γέροι καὶ οἱ ἀνήμποροι πείθονται, ὑπακούουν στὶς προστατευτικὲς εἰσηγήσεις τῆς Κυριάρχου Μονῆς καὶ μὲ θρήνους ἐγκαταλείποντες τὸν ἀσκητότοπο καὶ τὴν πνευματικὴ παλαίστρα τους, συμμαζεύονται στὸ γηροκομειό της. Ἐκεῖ μέσα θὰ διανύσουν, τὸ ἐλάχιστο συνήθως ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς τους, μὲ ἄλλους ῥυθμούς, σὲ ἄλλες συνήθειες· καὶ ἂν τὰ τρεμάμενα ἀπ᾿ τὰ γηρατειὰ χειροπόδαρα παύσουν νὰ τοὺς βοηθᾶνε στὸ νὰ κατεβαίνουν γιὰ ὀρθρισμοὺς καὶ ἑσπερισμοὺς στὸ Καθολικὸ, τότε μόνο μὲ τὸ κομποσχοίνι στὸ χέρι καὶ μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ στὸ νοῦ καὶ στὰ χείλη, καὶ μὲ τὸ βλέμμα ἀπ᾿ τὸ παράθυρο στὴν «μακαρία ὁδό», –στὸ λιθόστρωτο μονοπάτι ποὺ ὁδηγεῖ στὸ Κοιμητήρι– περιμένουν τὸ κάλεσμα τοῦ Κυρίου γιὰ τὴν κάταρξι τῆς ἄλλης ζωῆς, τῆς αἰθρίας, ἀνεφέλου, καὶ ἀδιαταράκτου, τῆς λαμπροφωτίστου, ἀχρόνου καὶ ἀλήκτου.

Εἶναι βέβαια καὶ κἄποιοι ἄλλοι, ποὺ δὲν ἐννοοῦν «νὰ τὸ κουνήσουν» ἀπ᾿ τὸ ἀσκηταριό τους κι᾿ ὅταν ἀκόμη ὅλοι νομίζουν πὼς θὰ πέσῃ νὰ τοὺς πλακώσῃ· καὶ δηλώνουν, ὅτι μόνο πεθαμένους μπορεῖ νὰ τοὺς βγάλῃ κανεὶς ἀπὸ κεῖ μέσα· ὅπως ὁ Γερο-Ἡρῳδίων (Μαντοὺφ Ἰωάννης τοῦ Πέτρου ἐξ Ὀρνασὲστ Ῥουμανίας, γεν. 1904, προσ. 1964 κουρ. 1965, κοιμ. 1990), ποὺ ἀσκήτευε στὴν Καψάλα καὶ ποὺ ὅταν οἱ ἁρμόδιοι τῆς Μονῆς καὶ τὸ ἐκ τεχνικῶν κλιμάκιο τοῦ εἶπαν:

– Τοὐλάχιστον, Γέροντα, νὰ μᾶς ἐπιτρέψετε νὰ ἐπισκευάσουμε τὴν στέγη. Δὲν βλέπετε ποὺ σὲ ἀρκετὰ μέρη χάλασε καὶ οἱ ζημιὲς ἀπ᾿ τὰ ᾿μπασίματα τῶν βροχῶν ἤδη εἶναι ἐμφανεῖς; Ἐκεῖνος ἀπήντησε:

– Ἔ, καί; Γιὰ τρελλὸ μὲ περάσατε, νὰ βάζω τὸ κρεβάτι μου ἐκεῖ ποὺ στάζει; Ὕστερα, ἔχω καὶ μουσαμὰ καὶ ὀμπρέλλα. ...!

Διευκρίνιζε ἀργότερα σὲ συνασκητάς του, ὅτι καθὼς ἦταν γέρος καὶ ἀνήμπορος, ἐπιθυμοῦσε νὰ παραδώσῃ τὴν ψυχή του στὸ Θεὸ μέσα στὴν ἑτοιμόῤῥοπη ἀλλὰ πολυαγαπημένη καὶ ἥσυχη καλύβα του, μέσα στὸ πολυχρόνιο, ταπεινοποιό, λιτὸ καὶ τραχύ της, ποὺ ἅρμοζαν ἀπόλυτα μὲ τὰ ἀσκητικὰ ἰδανικά του, καὶ ὄχι, πιθανώτατα, ἀνάμεσα σὲ ντάνες ἀπὸ σανίδια, τοῦβλα, πλακάκια καὶ τσιμεντοτσούβαλα, σὲ πυραμίδες ἀπὸ ἀμμοχάλικα καὶ μὲ συνοδεία κρότων καὶ θορύβων, ἀγωγιατῶν, μαστόρων καὶ τὰ γουργουρητὰ τῆς μπετονιέρας.

Καθὼς ὅλο καὶ δυνατότερα καὶ μοναχοπρεπέστερα μετήρχετο τὰ τέλη τῆς ζωῆς του καὶ ὅλο ζωηρότερα ἀντίκρυζε τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀπέκδυσι τοῦ ἀσκητικοῦ του σαρκίου, καθόλου δὲν ἐπιθυμοῦσε ἡ ψυχή του νὰ σχετισθῇ μὲ τόσο κοσμικόφρονα καὶ ἀντιμοναχικά –ὅπως τὰ ἐξελάμβανε– ἀποχαιρετιστήρια τῆς καλύβας καὶ τῆς ἀγαπημένης του Καψάλας, καὶ νὰ παραδοθῇ στὸν Πανάγαθο Θεὸ ἀνάμεσα σὲ τόσο βάναυσα ἐξόδια, ἀσυγγενῆ σκηνικὰ καὶ ἀνάρμοστα ἀκούσματα.

Γιὰ τὸ στατικὸ καὶ ἀρχιτεκτονικὸ μέλλον τῆς καλύβας του, ἂς ᾿φρόντιζε ἐκεῖνος ποὺ θὰ τολμοῦσε νὰ τὸν διαδεχθῇ· μιμητὴς στὸν τρόπο ζωῆς, συνεχιστὴς τῆς ἀγάπης τοῦ τόπου, καὶ τῆς ἐνθέου ἡσυχίας σφοδρὸς ἐραστής. Καὶ ἂν στὴν προσπάθεια διασώσεως καὶ ἀνακαινίσεως κάνῃ καὶ κἄτι τὸ ἔκθεσμο καὶ μὲ τὴν ἱστορία καὶ αἰσθητικὴ τῆς ὑπέροχης περιοχῆς ἐκείνης ἀσυμβίβαστο, ἄνθρωπος τῆς τούτης γενιᾶς θὰ εἶναι, καὶ ὁ Θεὸς μᾶλλον θὰ τοῦ τὸ συγχωρήσῃ.

Πεῖρα καταιγίδων στὸν βραχότοπο

Μόλις τὰ πέριξ ᾿σκοτείνιασαν, ἡ βροχὴ ἔγινε νεροποντὴ καὶ τὰ ἀστραπόβροντα ἔγιναν ἐπικίνδυνα, ὁ π. Ἰωσὴφ κατέφυγε τρεμάμενος στὴν ἐκκλησία καὶ «τὄῤῥιξε» στὴν προσευχή. Ἄρχισε ἀπ᾿ τὸ Χριστό, παρακάλεσε τὴν Παναγία, πρόσεξε μὴ ἦταν τὰ κανδήλια τους σβηστὰ καὶ ᾿μπρὸς στὴν εἰκόνα τοῦ θαυματουργοῦ ἁγίου του Μηνᾶ ἔστησε τὸ εἰσοδικὸ μ᾿ ἀναμμένη μεγάλη λαμπάδα. ᾿Χώθηκε ὕστερα στὸ στασίδι του μὲ τὸ κομποσχοίνι στὸ χέρι καὶ προσπάθησε νὰ ἡρεμήσῃ τὸ νοῦ του, νὰ γαληνέψῃ τὴν ψυχή του, ψελλίζοντας τὴν μονολόγιστη εὐχή.

᾿Νόμισε πὼς ἀναθάῤῥησε ἀρκετὰ καὶ ᾿ξέννοιασε γιὰ ᾿λίγο. Μικρὴ ὅμως ἦταν ἡ ἀνακωχή, ὀλιγόλεπτη τοῦ ὑγροπατάγου ἡ παῦσις καὶ τῶν μπουμπουνητῶν τὸ τέρμα· μόλις μέχρι ποὺ ἕνας κεραυνὸς ἔπεσε κατάκεντρα ᾿πάνω στὸν πετρόκτιστο τροῦλλο. Τόσο ἐκκωφαντικὸς ἦταν ὁ κρότος, τόσο δυνατὸ τὸ τράνταγμα τῆς ἐκκλησιᾶς καὶ ἐκτυφλωτικὸς ἀπ᾿ τὰ παράθυρα ὁ φωτισμός, ποὺ ὁ δυστυχὴς νόμισε πὼς ταυτόχρονα ἔγινε καὶ σεισμὸς πολλῶν καταστροφικῆς ἐντάσεως καὶ ἐνεργείας ῥίχτερς.

᾿Πίστεψε πὼς ἔφτασε πλέον τὸ τέλος του. Γιατὶ πέρα ἀπ᾿ τὸν φυσικὸ ἕως ἑνὸς σημείου φόβο ποὺ τὸν κατέλαβε, καὶ κἄτι τὸ φρικιαστικὸ αἰσθάνθηκε νὰ διαπερνᾷ τὸ σῶμα του, νὰ ῥιγῇ τὴν ἐπιδερμίδα του καὶ νὰ ἀνορθώνῃ τὸ τριχωτὸ τῆς κεφαλῆς του. Δάκρυα ἔβλυσαν εὐθὺς τὰ ᾿μάτια του, καὶ γιὰ ἀρκετὲς στιγμὲς τὰ αἰσθανόταν καταθαμπωμένα... Κι᾿ ἂν δὲν πίστευε πὼς παρὰ ταῦτα ἐκεῖ μέσα ἦταν ἀσφαλέστερος καὶ ὅτι ἂν τολμοῦσε νὰ βγῇ ἔξω σίγουρα κἄποιος ἄλλος θὰ τὸν ἀποτέλειωνε καὶ θὰ τὸν ἔκανε... κάρβουνο, ἢ θὰ τὸν περιάδραχνε ἡ κακοκαιρία γιὰ νὰ τὸν κατατσακίσῃ χάμω στὰ κακοτράχαλα, θὰ ἔτρεχε γιὰ καταφυγὴ καὶ παρηγοριὰ στοὺς γείτονες Βιγλιῶτες, τῶν ὁποίων ὅλες οἱ καλύβες μὲ πρόνοια καὶ σοφία εἶναι κτισμένες σὲ λακκοβαθουλώματα, καὶ καμμιὰ ἀνεμοθύελλα ἀπ᾿ ὅπου κι᾿ ἂν λυσσομανήσῃ δὲν ᾿μπορεῖ νὰ τὶς προσβάλῃ καὶ τὶς βλάψῃ.

Ἀμ κἄτι ἤξεραν οἱ παλαιοί. Κόντρα μὲ τὸν διάβολο προγραμμάτιζαν καὶ τὰ ᾿πήγαιναν λαμπρὰ καὶ νικηφόρα γιὰ μιὰ ὁλόκληρη ζωή· δὲν τἄβαζαν ὅμως ποτὲ μὲ τὰ στοιχειὰ τῆς φύσεως, τ᾿ ἀδάμαστα ἰδίως σὲ τούτη τὴν περίβλεπτη καὶ περίβλητη ἀκρολοφιά· δὲν ᾿θέλησαν ποτὲ ν᾿ ἀνακατευθοῦν στὴ δίνη τῶν μαχῶν καὶ στὶς κυκλωνικὲς ἀγριότητες κανενὸς μετεωρολογικοῦ πολέμου. Πανέξυπνα τὶς ἄφηναν, νὰ διεξάγωνται πολὺ ᾿ψηλότερά ἀπ᾿ τὰ φτωχοκάλυβα κι᾿ ἀπ᾿ τὶς σοφὲς κεφαλές τους.

Ταπεινοὶ καὶ συνετοί, ὅπως ἦταν πάντοτε, ἔκτιζαν τὶς καλύβες τους μέσα στὴν ταπείνωσι τῆς κάθε βιγλιώτικης λακκούβας, ὅπου ποτὲ δὲν ἔπασχε ἡ στέγη τους, κι᾿ ὅπου ἄφοβα ᾿βλάσταιναν καὶ ᾿κάρπιζαν κι᾿ αὐτὰ ἀκόμα τὰ ἀδύναμα κουκιά, τὰ ῥεβύθια καὶ τὰ κρεμμυδάκια τους, κι᾿ ἐμφανίζονταν καὶ τίποτα ῥαδίκια, ῥεπανίδες καὶ ζωχοί. Ἥσυχοι λοιπὸν οἱ λογισμοὶ καὶ προστατευμένο ἡ... σκούφια τους ἀπ᾿ τὰ στὰ ᾿ψηλότερα συμβαίνοντα, ἀντιπαλαίοντα καὶ ἀπ᾿ τὰ ἑκάστοτε ὑπερισχύοντα καὶ κατακρατοῦντα.

Μόλις ἔφεξε καὶ ᾿ξημέρωσε, καὶ ᾿κόπασε κἄπως ἡ θύελλα καὶ κατάλαβε πὼς τώρα, μποροῦσε νὰ ξεμυτίσῃ, νἄτος νὰ παίρνῃ βιαστικὸς τὸ μονοπάτι πρὸς τοὺς συμπατριώτας του Κορινθίους καὶ ἄτσαλα νὰ χτυπάῃ τὴν πόρτα τῆς καλύβας τοῦ Γέροντος Παταπίου καὶ τοῦ παπα-Ἀνθίμου. Τὸν ἐνεθάῤῥυναν κι᾿ ἐκεῖνοι στὸ νὰ ἐγκαταβιώσῃ στὸν ἅγιο Μηνᾶ καὶ τοῦτο τὸν ἐφοδίαζε τώρα μὲ πρόσθετο θάῤῥος.

– Ἀνοῖξτε γρήγορα γιατὶ πεθαίνω. Καὶ μόλις τοῦ ἄνοιξαν καὶ ᾿μπῆκε μέσα: Ἔφυγα ὁριστικὰ ἀπ᾿ τὸ κελλὶ καὶ μὴ μοῦ ξαναπῆτε νὰ μείνω ἐκεῖ μέσα.

Εἶδαν κι᾿ ἔπαθαν νὰ τὸν παρηγορήσουν καὶ νὰ τὸν ὁπλίσουν μὲ θάῤῥος, ἐγκαρτέρησι καὶ πίστι στὴ βοήθεια καὶ πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν σκέπη τῆς Παναγίας. Τὸν ᾿φιλοξένησαν νομίζω μιὰ δυὸ ᾿μέρες καὶ κατάφεραν νὰ τὸν πείσουν ὅτι θὰ ἦταν μεγάλο λάθος του, νὰ ἐγκαταλείψῃ τὸ κελλὶ καὶ νὰ ἀρχίσῃ πάλι τὰ τριγυρίσματα γιὰ ἀναζήτησι ἄλλου, πιὸ ὑπηνέμου, πιὸ εἰρηνικοῦ, πιὸ φιλανθρώπου.

Δὲν ἄργησε νὰ ἐκμυστηρευθῇ καὶ σὲ μένα τὸν μεγάλο φόβο ποὺ τὸν κατέλαβε ὅταν οἱ κεραυνοὶ ἔπεφταν ἀλλεπάλληλοι στοὺς γύρω βράχους καὶ ᾿πάνω στὸ κελλί, καὶ πὼς ᾿πίστεψε ὅτι ἐπέστη ἡ στιγμὴ τοῦ ξεψυχήματός του, καὶ ὅτι ἴσως δὲν θὰ ἄντεχε νὰ ξαναζήσῃ ὅμοιες ἢ παρόμοιες στιγμές.

Τοῦ περιέγραψα ὅτι ᾿κεῖνες οἱ κακοκαιριὲς δὲν ἐξῄρεσαν ἀπὸ δεινοπάθεια τὸ δικό μου κελλὶ καὶ ὅτι ὁ ἀκραθωνίτικος οὐρανὸς ἔστειλε καὶ πρὸς ἐμένα ὄχι ᾿λιγώτερες νεροποντὲς καὶ κεραυνούς, καὶ πὼς δὲν ἦταν ᾿ντροπὴ νὰ ὁμολογήσω ὅτι κι᾿ ἐγὼ καταλήφθηκα ἀπὸ σύγκρυο καὶ τρομάρα· καὶ πὼς κι᾿ ἐγὼ κατέφυγα στὴν ἐκκλησία· ποῦ ἀλλοῦ θὰ μποροῦσα νὰ καταφύγω, καὶ πὼς δυνατὲς ἦταν οἱ ἐπικλήσεις μου γιὰ βοήθεια ἀπ᾿ τὴν Παναγιὰ καὶ τοὺς Ἁγίους Πάντας. Τοῦ ἀνέφερα μάλιστα καὶ συγκεκριμένες ζημιές, ποὺ ᾿προξένησαν στὴ σκεπὴ ἀλλὰ καὶ μέσα στὸ σπίτι –μὴ τὶς περιγράψω κι᾿ ἐδῶ τώρα– καὶ πὼς σὺν τοῖς ἄλλοις ἀχρήστευσαν τὴν πρωτόγονη χειροκίνητη τηλεφωνικὴ συσκευὴ καὶ κατέστρεψαν τὴν ἀλλοῦ χαμέρπουσα κι᾿ ἀλλοῦ ψευτοστηριζόμενη ἀπὸ πουρνάρι σὲ πουρνάρι μέχρι τοὺς Ἁγιονειλῖτες ἀδελφοὺς «γραμμή» καὶ ἐγκατάστασι, μὲ τὴν ὁποία ἐπικοινωνοῦσα κατὰ διαστήματα μαζί τους γιὰ νὰ συντρέχουν σὲ δυσκολίες καὶ ἀνάγκες μου, νὰ τοὺς γνωστοποιῶ τὶς ἐπιστροφές μου ἀπ᾿ τὰ Μοναστήρια, ὥστε νὰ κατεβαίνουν γιὰ συμμετοχὴ στὶς θεῖες λειτουργίες μου.

Καὶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος «τὰ χρειάσθηκε», τοῦ εἶπα, ὅταν εἶδε «τὸν ἄνεμο ἰσχυρό». Ὁ καταποντισμός του ὅμως ἄρχισε μόλις ᾿λιγόστευσε ἡ πίστις του. Πρόλαβε ὅμως παρὰ ταῦτα καὶ φώναξε, «Κύριε σῶσόν με» (Ματθ. 14, 30). Αὐτὸ πρέπει νὰ κάνουμε κι᾿ ἐμεῖς ἐν πίστει καὶ πεποιθήσει ὅτι δὲν θὰ ἐπιτρέψῃ ὁ Θεὸς νὰ πάθουμε κακό. Ἒ, μὴν ἔχουμε τὴν ἀναίδεια νὰ θέλουμε καὶ θαύματα καὶ νὰ ἔχουμε καὶ θεοπτίες καί... χειραψίες ἀπ᾿ εὐθείας σωστικὲς, σἂν κι᾿ ἐκείνη τοῦ ἀποστόλου Πέτρου καὶ ἀκροάσεις φωνῆς τοῦ Κυρίου, «ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;» (αὐτ. 31).

– Ἄϊντε καϋμένε, ἔχε θάῤῥος καὶ ἤλπιζε στὸν Θεό. Καὶ μὴ λησμονῇς ὅτι γιὰ μείζονα ἄσκησι καὶ κακοπάθεια ἀπομακρυνθήκαμε ὄχι μόνο ἀπ᾿ τὸν κόσμο ἀλλὰ κι᾿ ἀπ᾿ αὐτὰ τοῦ Ὄρους τὰ πολυσύχναστα καὶ πολυπειρασμικὰ μὲν ἐσφαλμένως νομιζόμενα ἀλλὰ ἀσφαλοῦς καὶ τελείως ἀμερίμνου διαβιώσεως ἀπὸ τέτοιους κινδύνους Μοναστήρια. Νὰ εἶσαι βέβαιος, πὼς ἐδῶ, σ᾿ αὐτὰ τὰ μέρη, παρὰ τὶς ἐκ τοῦ πολεμήτορος διαβόλου καὶ τὶς ἐκ τῶν στοιχείων τῆς φύσεως τρομάρες μας, μὲ τὴ Χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν βοήθεια τῆς Παναγίας, θὰ βρίσκωμε εὔκολα τὴν αὐτοκυριαρχία καὶ ἀκόμα πιὸ ἄμεση θὰ αἰσθανώμεθα τὴν παρουσία Τους πλησίον μας...

«Ὕστερα, τὴν γέφυρα μὲ τὴν Μετάνοια σου Ἱερὰ Μονὴ Δοχειαρίου ᾿φροντίσαμε νὰ μὴ τὴν ἀνατινάξουμε. Ἂν ᾿δῇς πὼς δὲν τὰ βγάζεις πέρα μὲ τὶς ἐδῶ κακουχίες, γύρνα μὲ ταπείνωσι στὸ Μοναστήρι σου· ὁ Γέροντας καὶ οἱ ἀδελφοὶ θὰ σὲ καλοδεχτοῦνε καὶ θὰ χαροῦνε· πρόσθεσα στὸ τέλος καὶ τὸν ᾿κοίταξα μὲ σημασία στὰ μάτια. Μὲ ᾿κοίταξε κι᾿ ἐκεῖνος, ἀλλ᾿ ἀρκέσθηκε μόνο στὸ νὰ χαμογελάσῃ. Ποῦ σκέψις γιὰ πάταξι καὶ θανάτωσι τοῦ αὐτονομιστικοῦ θελήματος καὶ γιὰ ἐν ἄκρᾳ ταπεινώσει πισωγυρισμὸ, στὸν ἀγαπητό μου συνταλαίπωρο καὶ ταυτεμπαθῆ «θεληματάρη». Ὁ Θεὸς νὰ ἐλεῇ καὶ σώζῃ ὅλους τοὺς ὁμοίους μας, καὶ πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλους ἐμένα.

Στὴν πρώτη ἀπ᾿ τὶς μετὰ ταῦτα ἐπισκέψεις μου, δυσκολεύτηκα νὰ βηματίσω πρὸς τὸ ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Μηνᾶ, γιὰ νὰ προσκυνήσω τὶς εἰκόνες τοῦ τέμπλου καὶ τὴν ἁγία Τράπεζα. Καθὼς ὅλων τῶν ἄλλων χώρων οἱ σκεπὲς ἔπασχαν βαρέως καὶ ἔσταζαν ὅταν ἔβρεχε, ᾿χρησιμοποίησε ὡς ἀποθηκευτικὸ χῶρο τόν... προθάλαμο (οἱονεὶ νάρθηκα) τῆς ἐκκλησιᾶς του καὶ ᾿στοίβαξε ὅλα τὰ εὐπαθῆ ὑλικὰ καὶ κυρίως τὰ τσιμέντα. ᾿Λίγα τὰ τετραγωνικά του, καταλήφθηκαν σχεδὸν ὅλα καὶ μόλις ἕνας στενὸς διάδρομος ἐπέτρεπε τὴν εἴσοδο στὸ ἐνσωματωμένο μὲ τὸ κελλὶ ἐκκλησάκι.

Προσκύνησα καὶ προσευχήθηκα στὸν ἅγιο Μηνᾶ νὰ βοηθήσῃ τὸν πατέρα Ἰωσὴφ στοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες του, καὶ νὰ συμπαρασταθῇ στὴν ἀναστήλωσι τοῦ κελλιοῦ, γιατὶ ἀλλοιῶς, ἀντὶ γιὰ εὐπρεπισμό, αἶνο καὶ θεία λατρεία, ἐπὶ πολὺ καιρὸ ξυλεῖες, κιβώτια καὶ τσιμεντοτσούβαλα θὰ ἔχει κατενώπιόν του, τὰ ὁποῖα ὅλως ἀναρμόστως θὰ κατακλύζουν τοὺς ἱερούς του χώρους.

Σήμερα, καὶ ᾿πάνω ἀπὸ δεκαετία ἔκτοτε, ναός, ἡσυχαστήριο καὶ ἐγγὺς καὶ εὐρύτερα περιβάλλων χῶρος, ἀποτελοῦν ἕνα ἐξαίσιο καὶ ἐράσμιο σύνολο ὀνειρώδους αἰσθητικῆς, ἕνα σκήνωμα παραδεισίων προδιαγραφῶν καὶ ἐπουρανίων ὡραιοτήτων.

Ἡ στέγη τοῦ κελλιοῦ ἐπισκευάσθηκε μὲ κάθε ἐπιμέλεια καὶ προσοχή, οἱ σάπιες πόρτες καὶ τὰ παραθυρόφυλλα ἀντικαταστάθηκαν, οἱ ᾿ξεφτισμένοι τοῖχοι σουβαντίσθηκαν, ᾿βάφηκαν, ἔλαμψαν· πεζούλια, αὐλὲς καὶ μονοπάτια, ᾿καθαρίστηκαν, διορθώθηκαν, ᾿καλλωπίσθηκαν κι᾿ ἔγιναν ὅλα ζηλευτὰ κι᾿ ἀξιοθαύμαστα· ἔκανε δὲ νὰ ἀστράφτῃ ἀπὸ καθαριότητα καὶ εὐτρεπισμὸ τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναΐσκου καὶ σὲ λεπτοκέντημα μετέβαλε τὶς ἐξωεπιφάνειες τῶν τοίχων, καθὼς στεγανοποιῶντας μιά–μιὰ τὶς πέτρες καὶ ἁρμολογῶντάς τες ἐπιμελέστατα μὲ τσιμεντοκονίαμα στὸ ὁποῖο εἶχε ἀναμίξει ὤχρα τοπική, συγγένεψε ὀπτικῶς τὸ δομικὸ σύνολο μὲ ἐκεῖνο τοῦ εἰδολογικοῦ καὶ χρωματικοῦ περιβάλλοντός του.

Ἂν μπορῇς, λοιπόν, μὴ δοξάσῃς τὸν Πανάγαθο, ποὺ οἰκονόμησε νὰ μὴ καταστραφῇ ἀπὸ τὴν ἐγκατάλειψι τοῦτο τὸ καλὸ ἡσυχαστήριο. Ἄν μπορῇς μὴ θαυμάσῃς τὰ ἐπιτυχῶς συντελεσθέντα, καὶ ἂν τὸ ἀντέχῃ ἡ ψυχή σου μὴ βαθμολογήσῃς μὲ ἄριστα, τὰ χαρίσματα, τὶς ἱκανότητες καὶ τὴν ἀοκνία στὴν ἐργατικότητα τοῦ πατρὸς Ἰωσήφ. Εἴθε ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία νὰ συντελέσουν, μὲ ἄριστα νὰ βαθμολογηθοῦν καὶ οἱ προσπάθειὲς του γιὰ καταστολισμὸ μὲ ἀρετὲς καὶ πνευματικότητα τῆς ἀθανάτου ψυχῆς του.

Φιλαδελφία καὶ τηλεχαιρετισμοί

Ἀπὸ τότε ποὺ ὁ π. Ἰωσὴφ ᾿χώθηκε καὶ ᾿θρονιάστηκε σ᾿ ἐκείνη τὴν μακρινὴ ἀπέναντί μου ἀητοφωληὰ καὶ γιὰ κἄμποσα χρόνια, δὲν παρέλειπα κάθε ἀπόβραδο καὶ καλοσκοτείνιασμα, νὰ βγαίνω στὸ χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ μου μὲ τὸν φακὸ στὸ χέρι, γιὰ νὰ τοῦ κάνω σινιάλο στὴν καθωρισμένη ὥρα. Χαιρετιστήριο φιλάδελφο προΰπνιο χαιρετισμό, τὸ λέω ἐγώ, σταύρωμα, εὐχὴ καὶ εὐλογία τὸ ἐξελάμβανε ἐκεῖνος, καὶ ἔτσι τὸ ἑρμήνευε στοὺς δικούς του γείτονες καὶ ἐπισκέπτας· καὶ ἀνταποκρινόταν, μὲ τὸν δικό του φακὸ ἀπ᾿ τοῦ σκοταδιοῦ τὸ βάθος· καὶ γινόταν τοῦτο ὄχι μόνο κατὰ τὰ γαλήνια καὶ ἔναστρα νυχτώματα τῆς μυροβόλου ἀνοίξεως καὶ τοῦ ζεστοῦ καλοκαιριοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅταν γιὰ τ᾿ ἀντίθετο μὲ προδιέθετε τῆς βαρυχειμωνιᾶς τὸ φαρμακερὸ κρῦο, κι᾿ ἐκεῖνες οἱ ὅλως ἀποτρεπτικὲς ἀνεμοβροχὲς, ποὺ ἔκαναν μύτη, πρόσωπο κι᾿ αὐτιὰ νὰ τσούζουν, παρὰ τὸ μὲ τὴν μουσαμαδιὰ κουκούλωμα, καὶ τὰ μάτια νὰ δακρύζουν καὶ νὰ θαμπώνουν· καὶ μάλιστα ὅταν εἶχαν νὰ κάνουν μὲ καταιγισμὸ χιονονιφάδων, καθὼς ἴσια κατ᾿ ἐπάνω τους ἀλλεπάλληλες τὶς κολλοῦσε ὁ ἀδυσώπητος γρεγολεβάντης.

Δὲν θὰ μ᾿ «ἔπιανε» ὁ ὕπνος ἀπὸ τύψεις ἄν, συνεπαρμένος ἀπ᾿ τὴ ζεστασιὰ τῆς σόμπας, ἀμελοῦσα τῆς πρὸς... «τόν πλησίον» μου ἀγάπης τὸ χρέος, καὶ πιθανὸν δὲν θὰ ᾿μποροῦσε νὰ κοιμηθῇ κι᾿ ἐκεῖνος ἀπὸ λύπη καὶ στενοχώρια, γιατὶ ὁ δεσπότης τὸν ᾿λησμόνησε καὶ τὸν ἀφῆκε ἀνευλόγητο νὰ παλεύῃ μὲ τοὺς λογισμούς του. ᾿Νικοῦσε ὅμως τὴν τεμπελιὰ καὶ τοῦ δαίμονος τὴν βασκανία ἡ ἐν γένει φιλαδελφία καὶ ἡ ἀκριβὴς κατανόησις τῶν καθημερινῶν δυσκολιῶν καὶ τῶν ἐσωσκυλμῶν τοῦ ἀπέναντι ἀρχαρίου συνερημίτου, ὥστε ἐξωφλεῖτο στὴν ὥρα του τὸ χρεωστούμενο. Καὶ ἦταν καρδιοσκίρτημα χαρᾶς κάθε φορὰ ποὺ ἔστω κι᾿ ἀμυδρὰ κατώρθωνε ἡ λάμψις τοῦ φακοῦ του νὰ διαπερνᾷ τὴν ἀχλή, τὴ βροχή, τὸ χιόνι, κι᾿ ἐγὼ τὸ ἀποκρυπτογραφοῦσα στὰ ἐδῶθε, σἂν εὐχαριστῶ, εὐγνωμονῶ, φιλῶ τὸ χέρι, καληνύχτα.

Πόσο ᾿λίγα καὶ λιτὰ πραγματάκια ἀπαιτοῦν, ἀλήθεια, οἱ ἀθωνίτικες σχέσεις, καὶ σὲ πόσο εὔκολες, ἁπλούστατες καὶ πέρα ὡς πέρα ἀδάπανες συμπεριφορὲς καὶ «κοινωνικότητες» συνηθίζουν νὰ αὐταρκοῦνται καὶ νὰ γλυκογαληνεύουν οἱ τὰ οὐράνια μόνο ποθοῦσες ν᾿ ἀποκτήσουν καλογερικὲς ψυχές!

Ὤ! ὅταν θεάρεστα εἶναι τὰ ἐργόχειρα τῆς ὃλης ἡμέρας καὶ φιλόχριστοι τῶν ποδιῶν ὅλοι οἱ βηματισμοί· ὅταν προσπάθεια προσευχῆς εἶναι οἱ κινήσεις τῶν χειλέων καὶ ὅταν ὁ νόμος καὶ τὸ θέλημα τοῦ Πλάστου καὶ Κριτοῦ εἶναι τοῦ νοῦ μελέτη καὶ τῆς καρδιᾶς πόθος καὶ ἡδονή! Τότε, ὡς ἡ νύχτα προχωράει καὶ σὺ τὰ ὕστατα σταυροκοπήματά σου κάνεις, καὶ τὴν τραχειὰ καλογερικὴ στρωμνή σου ἀγγίζεις, αὐθόρμητη, γλυκύτατη καὶ περίπου... δικαιωματικὴ σοὔρχεται καὶ ἡ βαρυσήμαντη ἐπίκλησις: «Καὶ δὸς ἡμῖν Δέσποτα, πρὸς ὕπνον ἀπιοῦσιν, ἀνάπαυσιν σώματος καὶ ψυχῆς» ...

Πατριωτικὰ σκιρτήματα στὴν Βυζαντινογειτονιά μας

Εὖγε σου, πάτερ Ἰωσήφ, γιὰ τὶς σημαῖες, ποὺ ἔστησες καὶ ὕψωσες στὶς κορυφές σου· τὴν Ἑλληνικὴ καὶ τὴν Βυζαντινή. «Διάβασες», ὡς φαίνεται, τή χρόνια σκέψι μου, ἀντέγραψες τοὺς σχεδιασμούς μου, μοὔκλεψες τὰ πρωτεῖα. Ἐμένα μὲ καθυστέρησαν σὲ τοῦτο, ὅπως καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα, οἱ ἄλλες ἔγνοιες. Ἔκαμψε, ὡς μὴ ὤφειλε, τοὺς ἐνθουσιασμούς μου ἡ ἡλικία, ἀτόνισε στὴν ψυχή μου ἡ ζωηρότης τῶν συμβόλων τοῦ Γένους μας καὶ δὲν σφυροκοποῦν ὅπως πρῶτα στὴν καρδιά μου τῆς ὑπερχιλιόχρονης ἁγιορείτικης Ἱστορίας οἱ ἐπιταγές· ἀνεξόφλητα, λοιπόν, ἀφήνονται τὰ χρέη μου πρὸς τούτη τὴν ἀνόθευτη, βαρύτιμη καὶ ἅγια Βυζαντινογωνιά μας. Νὰ ὄψωνται οἱ ἐξ ἀνθρώπων περισπασμοὶ καὶ οἱ πολλὲς ἀπασχολήσεις καὶ τῶν ἀσθενειῶν μου ὁ σκόλοψ καὶ σκυλμός.

Σὲ κατασπάζομαι γι᾿ αὐτή σου τὴν πρωτοβουλία καὶ συγχαίρω καὶ συγκινοῦμαι καθὼς ῥίγη πατριωτισμοῦ διαπερνοῦν τὴν ὕπαρξί μου, βλέποντάς τες νὰ κυματίζουν στὴν πνοὴ τοῦ ἀνέμου καὶ νὰ ἑλληνοχρωματίζουν καὶ χρεωστικὰ βυζαντιώνουν τὸν Τόπο, τὸν ἀέρα, τὸ Αἰγαῖο. Σὲ διαβεβαιῶ ὅτι φρέσκαρες τὴν σιγασμένη ἐπιθυμία μου καὶ ὅπου νἆναι μᾶλλον θὰ τὰ καταφέρω νὰ ὑψώσω κι᾿ ἐγὼ τὶς δικές μου στὰ δικά μου ῥαχώνια.

Καὶ ἂν τυχὸν σοῦ ἔρθουν ἄλλοι σἂν κι᾿ ἐκείνους, ποὺ σαχλόχασκαν γιὰ τὸ θέαμα καὶ περιγελοῦσαν τὸν πατριωτισμὸ καὶ τὴν ἑλληνοφροσύνη σου, σὲ προτρέπω καὶ σὲ παρακαλῶ, ἀπόστρεψε τὸ πρόσωπό σου ἀπ᾿ αὐτοὺς καὶ οἰκτίρησέ τους. Παράτα τους καὶ κοῖτα τὴ δουλειά σου, μολονότι τοὺς ἀξίζει νὰ τοὺς ἐλεεινολογήσῃς, ἂν μὴ καὶ τοὺς «μουτζώσῃς», μπἂς καὶ προβληματίσῃ τὸν ἐγωϊσμὸ καὶ τόν... προοδευτισμό τους ὁ στολισμός τους μὲ τὸ παράσημο μιᾶς ἀνοιχτῆς μοναχικῆς παλάμης. Δυστυχεῖς, ἀδίδακτοι, ἀριβίστες· τῆς ἡδονῆς καὶ τῆς ῥαστώνης θηρευταί, ἀνιστόρητοι καὶ ἀνεύρωτοι διεθνισταί. Δὲν τοὺς ἀγγίζουν τέτοια ἰδεώδη, δὲν μποροῦν νὰ τοὺς συγκινήσουν τέτοια σύμβολα.

Καὶ καθὼς ἔχουμε ἄκαπνους, ἀμπαρουτομύριστους καὶ πατριωτικῶς ἀθέρμαστους καὶ ἀσυγκίνητους κυβερνήτας καὶ ταγούς, εἶναι ἑπόμενο νὰ ἔχουμε μιμητάς των τοὺς νέους κυρίως, ποὺ πλειοδοτοῦντες σὲ πολλαπλὸ ἀμοραλισμό, θὰ ἀσελγοῦν περὶ τὰ ἱερὰ σύμβολα καὶ θὰ φθάνουν μέχρι νὰ τὰ καῖνε στὰς ἐπετείους τοῦ Πολυτεχνείου· τὸ εἶδε κι᾿ αὐτὸ ὁ σύγχρονος Ἑλληνικὸς λαός μας· καὶ θὰ δικαιολογοῦνται οἱ ἱερόσυλες πράξεις τους ἀπ᾿ τοὺς πλαδαροὺς καὶ ἀσπόνδυλους «προοδευτικοὺς» Ἀθηναίους κουλτουριάρηδες, θὰ «γλείφωνται» καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δὲ ἀπὸ πληρωμένες ἐφημερίδες καὶ «καλολαδωμένες» κάμερες καὶ ἀπάτριδες δημοσιογράφους, καὶ θὰ ἀμνηστεύωνται ἀπ᾿ τοὺς ψοφοδεεῖς καὶ ἐπτοημένους ἀπ᾿ ὅλα καὶ ἀπ᾿ ὅλους μικροὺς καὶ μεγάλους δικαστικούς μας...

Καϋμένη γιαγιὰ τῆς Ῥῶ! Κἄποτε γιὰ τὴν τιμὴ καὶ τὴν ὑπεράσπισι τῆς σημαίας οἱ γονεῖς καὶ τ᾿ ἀδέλφια μας ᾿θυσίαζαν καὶ τὴ ζωή τους, καὶ ἡ Ἀκαδημία ἔβλεπε, ἐκτιμοῦσε καὶ ᾿βράβευε ἐνέργειες σἂν τὴ δική σου, ποὺ ἀψηφῶντας δυσκολίες, γεράματα καὶ κινδύνους, χρόνια καὶ χρόνια τὴν ἔστηνες, τὴν ὕψωνες καὶ τὴν ἀνέμιζες στὴν ἀπέναντι ἐλληνοχάϊδευτη βραχονησίδα καὶ τὴν ᾿θύμιζες στὴν Καρία, Ἰωνία, Αἰολίδα, Ἔφεσο, Σμύρνη, Πέργαμο, Ἴμβρο, Τένεδο καὶ Πόλι, καὶ πρὸς τὰ ᾿κεῖ ἔστρεφες μαζὶ τὸ βλέμμα, τὸν νοῦ καὶ τὴν ψυχή σου!...

Καλλίτερα, ποὺ δὲ ζῇς νὰ βλέπῃς τοὺς νέους «μας» νὰ τὴν πατσαβουριάζουν στὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας, καὶ νὰ σιγοῦν τῶν σημερινῶν «ἀθανάτων» οἱ φωνὲς καὶ γνῶμες· κρῖμα!.

Μοιραία συνέπεια, λοιπόν, ποὺ ἐσχάτως, οἱ Κυβερνῆται μας ἔκαναν πὼς ᾿ξαφνιάσθηκαν κι᾿ ἄρχισαν νὰ «ψάχνωνται» γιὰ τ᾿ ἀναπάντεχο ποὺ τοὺς βρῆκε, καὶ νὰ δείχνουν σφόδρα χολιασμένοι μ᾿ ἐκείνους, ποὺ τὴν ἔστησαν στὰ Ἴμια, καὶ νὰ τὰ βάζουν μὲ τὸν ἑαυτό τους καὶ μὲ ὅλους γιατὶ δέν... προνόησαν νὰ στείλουν τοὺς στρατιῶτες μας νὰ τὴν κατεβάσουν... τὸ γρηγορώτερο δυνατό. Ὁποία ᾿ντροπὴ καὶ ὀδύνη κατὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη, μετὰ μάλιστα κι᾿ ἀπ᾿ τὴν χαμένη θυσία καὶ καταβύθισι στὰ νερὰ τοῦ Ἑλληνικοῦ Αἰγαίου τῶν παιδιῶν μας, Καραθανάση, Γιαλοψοῦ καὶ Βλαχάκου (30 Ἰανουαρίου 1996)!

Ξενομόρφωτοι, ἀνέλληνες, διεθνιστές, ἐξουσιόλαγνοι, μίσθαρνα ὄργανα συνειδητῶς ἢ ἀσυνειδήτως ἀλλοτρίων δυνάμεων καὶ συμφερόντων, καθ᾿ ἃ θρησκευτι κοεθνικοϊδεολογικῶς λιθοκάρδιοι, ὅπως τοὺς κατασκεύασαν οἱ στόχοι καὶ τὰ ἤθη τῆς οἰκονομικοσκεπτόμενης ἡδονοθηρικῆς Εὐρώπης καὶ ὅπως ἀκριβῶς τοὺς θέλει ἡ ἄλλη ὑπερατλαντικὴ καὶ κοσμοκρατορικὴ μάγισσα «Κίρκη», ἡ «ῥάβδῳ πεπληγυῖα». Πῶς νὰ ἀγγίξουν τὴν ψυχή τους, νὰ γαλβανίσουν τὸ φρόνημά τους καὶ νὰ ἀνδρώσουν τὸν βραχίονά τους, τοῦ Πινδάρου οἱ παιᾶνες καὶ οἱ διθύραμβοι –ποὺ ποτέ τους δὲν διδάχθηκαν, δὲν γνώρισαν, δὲν διάβασαν, δὲν ᾿γεύθηκαν–, ποὺ τόσο δικαίως καὶ ἀξιοχρέως τὸν Ἀρισταγόρα καὶ τοὺς ἄλλους Τενεδιοὺς καταστολίζουν καὶ ἐξυμνοῦν ἀκόμα;

«Παῖ Ῥέας, ἅ τε πρυτανεῖα λέλογχας, Ἑστία,
Ζηνὸς ὑψίστου κασσιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας,
εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον,
εὖ δ᾿ ἑταίρους ἀγλαῷ σκάπτῳ πέλας,
οἳ σὲ γεραίροντες ὀρθὰν φυλάσσοισιν Τένεδον,
.......».

(Νεμεονίκαι, ΙΑ´, Ἀρισταγόρᾳ Τενεδίῳ, 1–5).

Ἤτοι:

Παιδὶ τῆς Ῥέας Ἑστία,
ἀδελφὴ τοῦ ὑψίστου Δία καὶ τῆς ὁμόθρονης Ἥρας,
ποὺ τὰ πρυτανεῖα ᾿τάχθηκες νὰ προστατεύεις,
καλοδέξου τὸν Ἀρισταγόρα στὸ θάλαμό σου,
ἀλλὰ καὶ τοὺς συντρόφους του δίπλα ἀπ᾿ τὸ
λαμπρό σου σκῆπτρο,
ποὺ δοξάζοντάς σε, ὀρθὴ τὴν Τένεδο φυλᾶνε.