Λόγια Γέροντος Ἰωσὴφ Ἁγιορείτου

Προέλευση ἀρχικοῦ κειμένου: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2009/01/blog-post_20.html

Ἀπὸ ἀπομαγνητοφωνημένη συνομιλία μὲ τὸν π. Ἰωσὴφ στὸ Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Ἁγίου Μηνᾶ στὴ Βίγλα, Ἅγιον Ὄρος, Ἀπρίλιος 2005.


...αὐτὸ ἔχει γίνει. Πρέπει νὰ πᾶς καὶ μὲ τὴ μία καὶ μὲ τὴν ἄλλη καὶ τὴν παράλλη. Πλῆθος τετριμμένο οἱ ἡδονές... Γι᾿ αὐτὸ βλέπεις, ὁ ἄλλος, παντρεμένος, ἔχει τὴν γυναίκα του, νὰ πάει καὶ μὲ τὴν γυναίκα τοῦ ἀλλουνοῦ, τὴν κόρη τοῦ παραπέρα κλπ. ... καὶ δὲν σταματάει ἐκεῖ, θέλει νὰ δεῖ καὶ τηλεόραση, τὸ πονηρό. Καὶ δὲ σταματάει οὔτε ἐκεῖ, δὲν χόρτασε, ἄντε νὰ δεῖ καὶ τὸ πονηρὸ βίντεο. Ἔτσι; Ἄρα λοιπὸν πλῆθος τετριμμένο οἱ ἡδονές... Καὶ τί εἴμαστε; Ἑβδομήντα πέντε τοῖς ἑκατὸ νερό! Τρομερὸ πράγμα ἔ; Ἑβδομήντα πέντε τοῖς ἑκατὸ νερό... δηλαδὴ τίποτα! Λοιπὸν κι ὅμως, παρόλο ποὺ εἴμαστε τίποτα ... Ὑπερφίαλοι!... Δὲν πειράζει! Δικό τους πρόβλημα εἶναι αὐτῶν ποὺ πεθαίνουν. Ἐγὼ εἶμαι ζωντανός!...

Κι ἄκουσα κάτι μία μέρα καὶ συγκλονίστηκα...Δὲν περίμενα ὅτι θὰ τὸ ἀκούσω αὐτὸ τὸ πράγμα. Ὅτι τὴν ἡμέρα κάποιου θανάτου, τὰ ἀντρόγυνα συνέρχονται λέει... Τὸ συγγενολόι. Συνέρχονται ἐκεῖνο τὸ βράδυ, γιὰ νὰ ἀποδείξουν ὅτι εἶναι ζωντανοί, ὅτι εἶναι ἐντάξει. Τέτοιο πράγμα! Ἀντὶ νὰ πᾶνε, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, νὰ πηγαίνετε, λέει, ὅπου γίνονται κηδεῖες. Γιὰ ποιὸ λόγο; Γιὰ νὰ δεῖτε τὴν ματαιότητα, ποῦ θὰ πᾶτε... ποῦ θὰ μπεῖτε... Μπῆκα μέσα στὸν τάφο ἐκεῖ, γιὰ νὰ βγάλω μία φωτογραφία... σὲ μιάμιση ὥρα βάζαμε ἕνα μοναχό... Συγκλονίστηκα! Τὴ στιγμὴ ποὺ ἔκλεισα τὰ μάτια... καὶ λέω, ἔτσι μοῦ ῾ρθε ἐκείνη τὴ στιγμή, τώρα τί πῆρες ἀπὸ τὰ ἀγαπημένα σου ἀντικείμενα ποὺ εἶχες στὰ χέρια σου; Τίποτα! Ἀπὸ τὰ ἀγαπημένα σου πρόσωπα; Μάνα, πατέρα, ἀδέρφια; Τίποτα! Πωωῶ πῶ... Ἵδρωσα!...Ὁλομόναχος ἔρχεσαι κι ὁλομόναχος φεύγεις!

Ἔτσι λοιπόν, αὐτὰ τὰ ἰδανικὰ τοῦ κόσμου... πλούτη, ἡδονές, δόξες, τιμές... Ὁ ἄλλος εἶναι στρατηγός, τοῦ χτυπᾶνε πόσες προσοχές; Ταξίαρχος, πόσες προσοχὲς ! Γκράπ, γκρούπ, γκρααπ! ... Κάποια στιγμὴ ἀποστρατεύεται. Ποιὸς τὸν προσέχει; Ποιὸς τὸν κοιτάει;... Δὲν θὰ ξεχάσω ποτὲ τὴν χιλιετηρίδα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενοφῶντος. Εἶχα πάει λοιπόν, καὶ προσγειώνεται ἕνα ἑλικόπτερο, καὶ κατέβασε ἕνα στρατηγό. Κοιτάω δεξιά, κοιτάω ἀριστερά... γιατί τὰ φιλοσοφῶ κάτι τέτοια πράγματα, τὰ προσέχω... Ποῦ εἶναι τὰ ἀγήματα, νὰ ὑποδεχτοῦν τὸν στρατηγό, ποῦ εἶναι, πῶς τὸ λένε, ἡ φιλαρμονική, νὰ παιανίσει; Πουθενά! Τίποτα! Προχώρησε, ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν, σὰν ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς, τὰκ τὰκ τὰκ κι ἀνέβηκε πάνω στὶς σκάλες... ὁπότε λοιπόν, αὐτὰ τὰ ἰδανικὰ τοῦ κόσμου... ποῦ νὰ τὰ χαίρεται ὁ κόσμος, πλούτη, δόξα καὶ τὶς τιμές... ταξίδια, βόλτες κλπ. ἐγκαταλείπουν τὸν ἄνθρωπο, ὄχι ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ μετά, ἀλλὰ πολὺ πρίν.

Νά ῾χουμε λοιπὸν τὶς ἀποσκευές μας ἕτοιμες, νὰ εὐπρεπίσουμε τὶς λαμπάδες μας γιὰ τὸ οὐράνιο ταξίδι. Ἔτσι; ...Ἔχουμε τὴν παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων. Εἶχαν τὴν δυσκολότερη τῶν ἀρετῶν, τὴν παρθενία. Καὶ οἱ δέκα... ἀλλὰ οἱ πέντε δὲν εἶχαν τὴν βασίλισσα τῶν ἀρετῶν, ὅπως λένε οἱ πατέρες... καὶ ἔμειναν ἔξω. Ποιὰ εἶναι ἡ βασίλισσα τῶν ἀρετῶν; Ἡ ἐλεημοσύνη! Γι᾿ αὐτὸ δείχνω τὴν φλόγα (καντήλι) καὶ λέω νὰ προσευχόμαστε πάντα στὸ Θεό, γιὰ τὴν σωτηρία μας. Νὰ εἴμαστε νοητὰ γεράκια, τὰ ὁποῖα κατατροπώνουν τοὺς δράκοντες, τοὺς δαίμονες δηλαδή... γκααάπ! (καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ δίνει ἕνα χτύπημα στὸ δαιμονόμορφο ξύλο ποὺ ξέρασε ἡ θάλασσα καὶ τό ῾χε κάτω ἀπ᾿ τὴν εἰκόνα) ...Δὲν τὸ σηκώνουμε, τὸ ἀφήνουμε ἐκεῖ. Πεσμένο!

Κι εὔχομαι μέσα ἀπ᾿ τὴ ψυχή μου καὶ τὴν καρδιὰ καὶ τὸν νοῦ μου, νὰ εἴσαστε πάντα νικητὲς ἐνώπιον τοῦ διαβόλου. Νὰ μὴν πικραίνετε τὸν πανάγιο Θεό, νὰ πικραίνετε μόνο τὸν διάβολο. Νὰ λέτε, ὄχι ρὲ παιδί μου. Πόσο θὰ ζήσω; ...Ὅ,τι λέγαν οἱ μάρτυρες... Λέει, θυσίασε γιὰ νὰ ζήσεις... Ἐντάξει μωρέ, σιγὰ μία θυσία εἶναι... Πὲς ὅτι εἶσαι μουσουλμάνος τώρα καὶ πήγαινε πέρα καὶ λάτρεψε τὸν Θεό σου.... Ὄχι λέει, θὰ πεθάνω ποὺ θὰ πεθάνω, δὲν ἀρνοῦμαι τὴν πίστη μου!... Ἕνας γείτονας ἔγραψε ἕνα βιβλίο, ἐκδίδεται ὁσονούπω... καὶ εἶδα σὲ ἕνα ἀπόσπασμα, ποὺ λέει, ἐκεῖ στὴν Κύπρο εἶχαν πιάσει αἰχμαλώτους. Τοὺς παίρνουν καὶ λέει ὁ διοικητὴς στοὺς ὑπολοίπους, ὅτι θὰ κάνω ἐγώ, θὰ κάνετε κι ἐσεῖς. Μπὰμ μπὰμ μπάμ, ἀδειάζει ὅλη τὴν δεσμίδα τοῦ περιστρόφου του σὲ ἕναν.... Ἐγὼ λέει ἕνας, ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Ἀσίας, τέλος πάντων, Τοῦρκος, μουσουλμάνος, τὸν πῆρα λίγο ἰδιαιτέρως... τοῦ ἐρχόταν ἄσχημα... Τοῦ λέει, γίνεσαι μουσουλμάνος; Τὸ μουσουλμάνος, τὸ κατάλαβε ὁ ἄλλος, ὁ Κύπριος καὶ τί τοῦ λέει; Ὄι... ὄι, μ᾿ ἕνα χαμόγελο... Καὶ τότε λέει, ἄδειασα κι ἐγὼ τὸ περίστροφο πάνω του. Ὁπότε, λέει τώρα ὁ Τοῦρκος, ἔχουν περάσει εἴκοσι χρόνια κι ἀκόμη δὲν μπορῶ νὰ ξεχάσω τὸ χαμόγελο ἐκείνου τοῦ νεαροῦ. Καὶ μόλις τὸ διάβασα, συγκινήθηκα καὶ λέω: Ἅγιε! Ἀνώνυμε ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν... Εὔχομαι νὰ εἶσστε ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἅγιους τοὺς ἀνώνυμους, κάποια στιγμή, μὴν κολλᾶτε... Ἐμπρός! Θὰ πεθάνουμε ποὺ θὰ πεθάνουμε, ἂς πεθάνουμε τώρα. Καὶ τί ἔγινε γιὰ πέντε χρόνια ἢ γιὰ δέκα;

Καὶ μιὰ καὶ ἔρχεται τὸ Πάσχα καὶ μὴν τὸ ξεχάσω, ὁ ἅγιος Χριστόδουλος, στὴν Πάτρα, ἦταν παρὼν στὸ μαρτύριο τῆς Ἀναστασίας, μίας νεαρῆς κοπέλας. Τοῦ λέει ὁ πασᾶς: -Βλέπεις; Τί παθαίνουν οἱ ἄμυαλοι; Ἐσὺ θὰ γίνεις μουσουλμάνος. -Χριστὸς Ἀνέστη! -Μὰ ὁ Μωάμεθ εἶναι καλύτερος. -Μόνο ὁ Χριστὸς ἀνέστη! -Θὰ σὲ σφάξω σὰν τραγί! -Χριστὸς Ἀνέστη! ... Τὸν καθάρισε. Ἅγιος τῆς ἐκκλησίας, δεκαπέντε χρονῶν! Καὶ πόσοι ἀκόμη μάρτυρες. Κοπελιές... ἡ ἁγία Μαρίνα δέκα ἑπτὰ χρονῶν, ἡ ἁγία Κατερίνα... καὶ δὲ συμμαζεύεται... ὁ ἅγιος Κήρυκος, ἔχουμε τὴν κάρα του στὴ Σιμωνόπετρα. Παρέμεινε ἄλλιωτη...

Αὔξησα αὐτὴ τὴ φορὰ τὸν λόγο μου. Ζητῶ συγγνώμη, τελειώνω.

Ἔχουμε τὴ σταύρωση, σὲ λίγο θὰ πᾶμε τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα στὴν ἐκκλησία, νὰ ξέρουμε γιατί πηγαίνουμε. Λοιπόν, «ἐπὶ Σταυροῦ τὰς ἀχράντους σου χείρας ἐξέτεινας Κύριε, ἐπισυνάγων πάντα τὰ ἔθνη κράζοντα, Κύριε δόξα σοι»... Ἅπλωσες τὶς παλάμες σου, Κύριέ μου στὸ σταυρό. Καὶ τί ἔκανες; Νὰ λέει, μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν νοητὴ ἀγκαλιὰ ἔβαλα ὅλα τὰ ἔθνη. Ὅλους ἤθελε νὰ τοὺς σώσει!

Ἐδῶ ἔχουμε τὸ κλειδὶ τὸ νοητὸ τοῦ παραδείσου... Μάλιστα ἔψαχνα ἕνα κλειδὶ ποὺ νὰ ἔχει πάνω του τὸ γράμμα Π καὶ αὐθημερὸν τὸ βρῆκα... Ὅπως καὶ ὁ ληστὴς αὐθημερὸν μπῆκε. Σὲ μία μέρα μπῆκε στὸν παράδεισο! Καὶ τί δὲν εἶχε κάνει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος! Ἀλλὰ πῶς μπῆκε στὸν παράδεισο; Τὴν ἀπάντηση τὴν δίνει -Μεγάλη Πέμπτη; Μεγάλη Παρασκευή;- ἕνα δίστιχο ποὺ λέει «Βαλὼν ὁ ληστὴς κλείδα τὸ Μνήσθητί μου». Νοητὸ κλειδὶ γιὰ τὴν πόρτα τοῦ παραδείσου, εἶναι τὸ «Μνήσθητί μου»... Ἔτσι νὰ λέμε κι ἐμεῖς καὶ νά ῾χουμε τὴν ἐπίγνωση τοῦ ληστῆ, τοῦ τελώνη· γιατὶ ἔχουμε καὶ τὸν φαρισαῖο, ποὺ ἔλεγε: «τὰ κάνω ὅλα, ὅ,τι μοῦ ἔχεις πεῖ Θεέ μου, δὲν μοῦ λείπει τίποτα, τὸ ἕνα δέκατο τὸ δίνω τὸ δίνω γιὰ ἐλεημοσύνη, νηστεύω -λέει- τὸ Σαββάτο καὶ δὲν εἶμαι σὰν τοὺς λοιπούς, ἅρπαγες, μοιχοί. Κι ἔδειξε τὸν τελώνη, ὁ ὁποῖος καὶ ἅρπαγας ἦταν καὶ μοιχὸς ὅπως φαίνεται, αὐτός, λέει, κάτω. Ὁ τελώνης χτύπαγε καὶ ῾κεῖνος τὸ στῆθος του καὶ δὲν εἶχε λέει τὴν δύναμη οὔτε τὰ μάτια του νὰ σηκώσει στὸν οὐρανό. Ἐν τούτοις δικαιώθηκε στὸ τέλος....

Ξεφτίλισε ὁ Χριστὸς τὸν παράδεισο βάζοντας μέσα ληστές, τελῶνες, πόρνες -ἔτσι λέει ὁ κόσμος. Μὰ λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: Λάθος! Τὸν καλὸ γιατρό, πότε τὸν θαυμάζουμε; Ὅταν θεραπεύει ἀνίατες ἀσθένειες. Ἔτσι λοιπὸν στὴν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ μας, τὸν θαυμάζουμε γιατὶ θεράπευσε τὰ ἀνίατα ψυχικὰ τραύματα τοῦ τελώνη, τοῦ ληστῆ, τῆς πόρνης. Ἔτσι, ἀναβάθμισε τὸν παράδεισο, θὰ λέγαμε...

Καὶ νά ῾χουμε τὸν νοῦ μας, γιατὶ κάποια στιγμὴ στὸ θέατρο τῆς ζωῆς κλείνει ἡ αὐλαία.

Βρὲ καλόγερε! Μεγάλη Παρασκευὴ μᾶς τά ῾κανες ὅλα! Πώ, πώ, πώ! Μαυρίλα ἔ; Δὲν ἔχεις νὰ μᾶς πεῖς κάτι χαρούμενο;

Βεβαίως κι ἔχω. Ἕνα τελευταῖο καὶ τελείωσα.. Ἔχω ἐδῶ λίγο στάρι... Ῥωτᾶνε κάποιοι: Πῶς θὰ ἀναστηθοῦν τὰ σώματα, οἱ νεκροί; Εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναστηθεῖ τὸ σῶμα; Ἀφοῦ πέθανε, πῶς νὰ ἀναστηθεῖ; Κι ἀπαντάει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: Ἐσὺ ἐκεῖνο ποὺ σπέρνεις, δὲν πεθαίνει πρῶτα γιὰ νὰ ἀναστηθεῖ καὶ νὰ μᾶς δώσει ἑκατονταπλάσιο καρπό; Ἔτσι κι ἐμεῖς. Εἶναι μία ἀπ᾿ τὶς ἐναλλαγὲς τῆς ζωῆς μας. Σπέρμα, ἔμβρυο, μικρὸ παιδί, πιθανὸν γέρων, γιατὶ ἔχουμε, εἴπαμε, πρόωρους θανάτους. Πάντως ὅλοι στὸν τάφο καὶ μετὰ ἡ ἀνάσταση. Λοιπόν, ἡ ἄνοιξη ἔχει νὰ μᾶς ἀποδείξει πολλὲς νεκραναστάσεις, κλήματα, μυγδαλιές, ροδακινιές. Πεθαμένα εἶναι τὸ χειμώνα, τὴν ἄνοιξη ἀνασταίνονται. Καὶ λέμε: δίνετε στάρι στὶς κηδεῖες καὶ τὰ μνημόσυνα· γιατὶ λέμε μὴν τοὺς κλαῖτε, δὲν τοὺς πήγαμε σὲ νεκροταφεῖο, ἀλλὰ τοὺς πήγαμε σὲ κοιμητήριο -εἶναι λάθος νὰ λέμε νεκροταφεῖα. Λοιπὸν ἔχει ἕνα ὡραῖο παράδειγμα ἀναστάσεως: «Ὅπως ἐὰν κάποιος δὲν θὰ καταδέχετο νὰ βάλει στὴ στὴ φωτιὰ γιὰ ψήσιμο, πήλινο σκεῦος ποὺ ράγισε, προτοῦ θεραπεύσει τὸ ἐλάττωμά του διὰ τῆς ἀνακατασκευῆς του»... Ἕνα πήλινο σκεῦος, ράγισε πρὶν τὸ βάλουμε στὴ φωτιά, πρὶν νὰ σφίξει, δηλαδὴ εἶναι πηλὸς ἀκόμη, τότε τὸ παίρνει ὁ ἀγγειοπλάστης καὶ τὸ ξαναπλάθει ἀπὸ τὴν ἀρχή. Καὶ μετὰ τὸ βάζει στὴ πυρά...

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος πάλι, δίνει ἕνα ὡραῖο παράδειγμα ἀναστάσεως. Καὶ τί λέει;. Ἔχουμε ἕνα παλιόσπιτο. Θέλουμε νὰ τὸ χτίσουμε ὡραιότερο, μεγαλύτερο, λαμπρύτερο. Καὶ τί κάνουμε; Βγάζουμε τοὺς ἐνοίκους... Φεύγει ἡ ψυχή. Τί ἄλλο; Μετὰ γκρεμίζουμε τὸ σπίτι... Τὸ σῶμα;... στὸ χῶμα. Τὸ ἑπόμενο στάδιο, ἡ ἀνακατασκευὴ τοῦ σπιτιοῦ. Λαμπρότερο, μεγαλύτερο, μεγαλοπρεπέστερο καὶ ξαναβάζουμε πάλι μέσα τὴ ψυχή. Ἡ ἀνάσταση... Λοιπόν... Δὲν σταματᾶμε ὅπως οἱ στωικοὶ στὸ «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν», ὅτι ἐκεῖ εἶναι τὸ τέρμα, ὄχι, λάθος! Δὲν θὰ εἴμασταν ὀρθόδοξοι ἂν σταματούσαμε στὸν θάνατο· περιμένουμε ἀνάσταση νεκρῶν μετὰ βεβαιότητας. Κλήματα, μυγδαλιές, ροδακινιές... λεῦκες, πλατάνια. Πεθαμένα τὸν χειμώνα, τὴν ἄνοιξη ἀνασταίνονται.

Εὔχομαι στὴν δική σας ἀνάσταση... καὶ σᾶς παρακαλῶ, νὰ εὔχεστε καὶ γιὰ τὴν δική μου.