(Καθ. Παῦλος Ν. Δημοτάκης, 2003)
Φάρος τηλαυγὴς τὸ Ἁγιότατον Ὄρος καὶ μετερίζι ἀπόρθητο γιὰ τὰ στίφη τῶν βαρβάρων. Ἐπὶ αἰῶνες κρατάει ψηλὰ τὸ κλέος τοῦ γένους καὶ τῆς τρέχουσας θρησκείας τῶν Ἑλλήνων. Δύο σημαίες, ἡ γαλάζια τῶν λευκῶν κυμάτων μὲ τὸ σταυρὸ καὶ ἡ κίτρινη μὲ τὸ δικέφαλο ἀετὸ τοῦ Βυζαντίου, κυματίζουν ἐπηρμένες στὸ ἀνατολικὸ ἀκρωτήρι τῆς χερσονήσου, στὸν Ἄκραθω. Κάτω, στὰ διακόσια πενήντα μέτρα, μὲ ἕνα κατακόρυφο ἴλιγγο, τὸ Αἰγαῖο σὲ ἔλκει μὲ μυστηριώδεις δυνάμεις, πρῶτα νὰ αἰωρηθεῖς καὶ μετὰ νὰ ἐφορμήσεις, καὶ σχίζοντας τὰ ἱερὰ νερά, νὰ ἑνωθεῖς μαζί του σὲ μιὰ αἰώνια σύζευξη. Πάνω ἀπὸ τὸ ἀκρωτήρι, ἄλλα χίλια ἑπτακόσια τόσα μέτρα, ὁ κῶνος τῆς Ἀθωνικῆς ὀροσειρᾶς, ἀκροτελεύτιο βουνὸ τοῦ ἑλληνικοῦ ὀροπανθέου, παραστέκει στὸν ἀγῶνα τῶν κατοίκων του, ἐπισκοπώντας τὸ θαλάσσιο ὅριο τῶν δύο ἠπείρων.
Ἐδῶ, στὴν ἐσχατιὰ τῆς Μοναστικῆς Πολιτείας, στὴ Βίγλα, εἶναι κτισμένο πέτρα-πέτρα, σὰν φωλιὰ θαλασσαετῶν, τὸ Ἱερὸ Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ. Ὁ μοναχὸς Ἰωσήφ, ποὺ ἦρθε ἀπὸ τῆς Κορινθίας τὰ μέρη, ἀεικίνητος καὶ συνηθισμένος στὶς ἐπισκέψεις τῶν τολμηρῶν προσκυνητῶν, σὲ κοιτάζει μὲ τὰ φωτεινὰ γαλανά του μάτια καὶ τὸ ξανθὸ χαμόγελο, καθὼς σὲ ξεναγεῖ στὸ μικρὸ μοναστηράκι του. Εἶναι ὅλο κι ὅλο μιὰ ἐκκλησούλα, ἕνα ἀρχονταρίκι μὲ πολλὰ βιβλία καὶ μιὰ κουζίνα, καὶ σὲ φιλεύει μὲ τὰ καθιερωμένα ἂν τύχεις στρατοκόπος προσκυνητής. Ἔχεις φθάσει μέχρι τὸ ἀκρωτήρι ὁδοιπόρος ἢ μὲ ἕνα ἀνθεκτικὸ ὄχημα, διασχίζοντας τὴ βόρειο-ἀνατολικὴ ἀκτὴ τῆς χερσονήσου καὶ θαῤῥεῖς ἔτσι πῶς κατέληξες στὸ πέρας τῆς γῆς. Κι ὅμως ἐδῶ ἀρχίζει τὸ σημαντικότερο μέρος τῆς πατρίδας γιατὶ σ᾿ αὐτὴ τὴν ἑσχατιὰ τοῦ Ἁγιοτάτου Ὄρους ἑνώνεται ἡ γῆ μὲ τὸν θαλάσσιο καὶ τὸν οὐράνιο πόντο τῆς Ἑλλάδος. Μὲ τὸ γλαυκὸ Αἰγαῖο καὶ τὴν ἱερὴ σκέπη του.
Ὁ Ἁγιορείτης Ἰωσήφ, ὅπως τώρα ἐπιβεβαιώνονται οἱ φῆμες ποὺ μᾶς ἔφεραν ἐδῶ, δὲν «ἀνῆκει» ἱερατικὰ στὶς ταξιαρχίες τῶν ἑξαπτέρυγων Σεραφεὶμ ἢ στὰ ἄλλα οὐράνια ἀγγελικὰ σώματα. Ἔχει «καταχωρηθεῖ», εἰκονικὰ μὲν ἀλλὰ οὐσιαστικά, στὶς πτέρυγες μάχης τῶν ἀεροπορικῶν βάσεων τῆς πατρίδας μας, ἐθελοντικὰ καὶ αὐθόρμητα.«Περιλαμβάνεται» λοιπὸν στὸ προσωπικὸ ἐδάφους τῆς πολεμικῆς ἀεροπορίας, καὶ συμπαρίσταται στοὺς ἱπτάμενους μαχητές, ὑπηρετώντας τους ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ. Ἐδῶ, στὴν ἀπόκρημνη ἄκρη τῆς Ἀθωνικῆς πολιτείας.
Ἡ ἱστορία του, ὅπως ἄρχισε νὰ μᾶς τὴν ἐξιστορεῖ ἐνῶ καθόμαστε στὸ μικροσκοπικὸ ἀρχονταρίκι, ἦταν μιὰ σειρὰ συμπτώσεων. Ὁ μακαριστὸς ἡγούμενος Φίλιππος τῆς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας, στὴν ὁποῖα ἀνήκει καὶ τὸ Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, ἔπεισε πρὶν μερικὰ χρόνια τὸν Ἰωσὴφ νὰ ταξιδέψει γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, στὴ Σκύρο. Δὲν ἤθελε νὰ πάει. Εἶχε τόσες δουλειές -πάντα στὴν προσευχή του ζητᾶ νὰ μὴν τελειώνουν- νὰ βγάζει πέτρα τὴν πέτρα ἀπὸ τοὺς βράχους, καὶ σὰν μάστορας στὶς ξερολιθιὲς νὰ περιχαρακώνει μὲ αὐτὲς τὴν ἀετοφωλιὰ καὶ νὰ μοχθεῖ γιὰ νὰ ἀνακαινίσει τὸ μοναστηράκι του. Ἀλλὰ ἔκανε ὑπακοή.
Ἐκεῖ στὴ Σκύρο, μετὰ τὸ πανηγύρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἐπισκέφθηκε τὴν ἀεροπορικὴ βάση, ὅπου τὸν ξενάγησαν. Σ᾿ αὐτὴ ἦταν ἕνας ἱπτάμενος ἀξιωματικὸς ποὺ τὸν πλησίασε καὶ τοῦ εἶπε πὼς σὲ μιὰ ἐξόρμησή του στὸ Αἰγαῖο πέρασε δίπλα ἀπὸ τὸ ἀκρωτήρι καὶ τὸν εἶδε ἀστραπιαῖα στὸ μοναστηράκι μὲ δύο πολίτες. Ἤσουν ἐσύ, τοῦ εἶπε, ἄλλος ἕνας κύριος καὶ μία κυρία. Θὰ ἦταν γυναῖκα αὐτὴ, γιατὶ εἶχε μακριὰ μαλλιά. Ὁ Ἰωσὴφ γέλασε. Ἤμαρτον Κύριε. Ἦταν ἕνας μακρυμάλλης, ποὺ ἔγινε μάλιστα μοναχός, τοῦ ἐξήγησε. Τὸ ἄβατον δὲν ἐπιτρέπει οὔτε κἂν ἁμαρτωλὲς σκέψεις περὶ τοῦ ἄλλου φύλου. Ὁ ἀεροπόρος, μιὰ ποὺ γνωρίστηκαν, σκέφθηκε ὅταν περνᾶ ἀπὸ τὸ «σημεῖο στροφῆς» πάνω ἀπὸ τὸν Ἅγιο Μηνᾶ, στὶς περιπολίες καὶ ἀναχαιτίσεις νὰ τοῦ στέλνει ἕνα χαιρετισμό. Καὶ δὲν παρέλειψε ἀπὸ τότε, σὲ κάθε του ἐξόρμηση, νὰ χαμηλώνει τὸ ὕψος καὶ νὰ κόβει ταχύτητα. Ὁ Ἰωσὴφ τὸν χαιρετοῦσε. Ἦσαν ἤδη γνώριμοι. Αὐτὸς στὸν ἀέρα κι ἐκεῖνος μὲ τὸ μαῦρο ράσο στὴ γῆ.
Ἡ ἱστορία μαθεύτηκε ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀεροπόρους ποὺ πετοῦσαν καὶ αὐτοὶ πάνω ἀπὸ τὸ ἀκρωτήρι. Ἀφοῦ ἔκαναν τὸ σταυρό τους βάζοντας τὶς μηχανὲς μπροστὰ γιὰ τὴν περιπολία στὸ Αἰγαῖο ἀντίκρυζαν γιὰ λίγο τὸ Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ. Ἔτσι μιὰ μέρα ποὺ περνοῦσαν τὰ μεταλλικὰ πουλιὰ μὲ τὶς ὑπερηχητικὲς ταχύτητες, ὁ Ἰωσὴφ σκέφθηκε πὼς τὸ ἱερὸ σύμβολο τῆς πατρίδας θὰ ἦταν ὁ καλλίτερος χαιρετισμὸς σ᾿ αὐτοὺς ποὺ διαβαίνουν γιὰ νὰ δώσουν τὶς στιγμιαῖες εἰκονικὲς μάχες πάνω ἀπὸ τὸ γαλανὸ Αἰγαῖο. Πῆρε μιὰ σημαῖα κι ἀνεβαίνοντας σὲ ψηλὸ σημεῖο τὴν ἀνέμιζε δεξιὰ-ἀριστερά. Εἶχε ὅμως βάλει, σὰν ἀπὸ θεία φώτιση πρὶν δύο χρόνια, μία ἑλληνικὴ καὶ μία βυζαντινὴ σημαῖα σὲ δύο πανύψηλους ἱστούς. Ἡ δεύτερη, κίτρινη μὲ τὸ δικέφαλο ἀετό, ἦταν σὰν εὐλογία ἀπὸ τὸ χιλιόχρονο προπύργιο τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἔτσι ἀπὸ τότε, ὅταν οἱ ἱπτάμενοι φύλακες τῆς πατρίδας ἐξορμοῦν γιὰ τὴν ἀναχαίτιση τῶν προκλήσεων ἀπὸ τοὺς ἀπέναντι γείτονες, ἀντικρύζουν σὰν τελευταῖο χαιρετισμὸ στὸ ἔσχατο σημεῖο τῆς ἱερᾶς χερσονήσου, τὶς δύο σημαῖες. Καὶ σὰν πρῶτο πάλι σημάδι μὲ ἀνακούφιση τὶς χαιρετοῦν, ὅταν ἐπιστρέφουν ἀπὸ τὶς ἐπιχειρήσεις τῶν συχρόνων ἀψιμαχιῶν. Νοιώθουν, ὅπως ἐκμυστηρεύονται, σὰ νὰ τοὺς διαπερνᾶ μιὰ ἱερὴ αὔρα, ὅταν γιὰ λίγα δευτερόλεπτα διασχίζουν τὸν οὐρανὸ τοῦ Ὄρους.
Αὐτὲς οἱ φευγαλέες συναντήσεις τῶν μαχητικῶν ἀεροσκαφῶν μὲ τὸ μοναστηράκι τοῦ Ἀκράθωνα δημιούργησαν ἀκατάλυτους δεσμοὺς στοὺς ἱπτάμενους τῆς σύγχρονης τεχνολογίας μὲ τὸν ταπεινὸ ὑπηρέτη τοῦ μοναχισμοῦ. Ἡ ταύτιση τῆς χιλιόχρονης πορείας τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὶς μηχανὲς τοῦ 21ου αἰῶνα στὸ διαρκὴ ἀγῶνα τῆς φυλῆς ὑπῆρξε ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα αὐτονόητη. Τὸν κάλεσαν στὴν ἀεροπορικὴ βάση στὴ Λάρισα κι ὁ Ἰωσὴφ ἔγινε ὁ πνευματικός τους ἀδελφός. Ἦρθαν καὶ τὸν ἐπισκέφθηκαν στὸν Ἅγιο Μηνᾶ. Τὸ ἀρχονταρίκι του πλέον κοσμοῦν ὁμοιώματα πολεμικῶν ἀεροσκαφῶν καὶ μιὰ φωτογραφία ἑνὸς νέου μὲ στολή. Ἦταν ὁ Δημήτρης Κωστόπουλος ἀπὸ τὸ Βόλο, μᾶς εἶπε. Σκοτώθηκε σὲ μία ἐξόρμηση. Κι ἐπρόκειτο νὰ παντρευτεῖ σὲ λίγο καιρὸ μιὰ καλὴ κοπέλα, τὴ Δήμητρα. Ὁ Ἰωσὴφ ἤδη τοὺς συμπαραστεκόταν. Εἶχαν τελευταῖα κι οἱ δυό τους ἀποκτήσει βαθιὰ πίστη.
Ὁ Δημήτρης -εἶναι σίγουρος γι᾿ αὐτὸ ὁ Ἰωσήφ- ὑπηρετεῖ τώρα στὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις τῶν ἀσωμάτων. Ὅταν καὶ αὐτὲς βγαίνουν γιὰ περιπολία στὸν αἰθέρα τοῦ Αἰγαίου, ἐκεῖνος, μὲ τὰ διάσημα τῆς ἐπίγειας ὑπηρεσίας του, φωτεινὸς μὲ τὴν ἀθωότητα μιᾶς ἐφηβείας, μὲ τὰ ὁλοκαίνουρια φτερὰ τῆς αἰωνιότητας, σταματᾶ γιὰ λίγο πάνω ἀπὸ τὸν Ἅγιο Μηνᾶ. Ὑπεριπτάμενος, δίνει τὸ χέρι στὸν πνευματικό του Ἰωσήφ, ποὺ τὸν περιμένει ἀνεβασμένος στὸν τροῦλο τῆς ἐκκλησούλας, ὅταν στὸν ὄρθρο του τὸν μνημονεύει «ὑπὲρ ἀναπαύσεως». Ὅμως ὁ Δημήτρης τοῦ τὸ ἔχει ἐξηγήσει. Οἱ σκιὲς τῶν ἀεροπόρων μας δὲν «ἀναπαύονται». Ἀδιαλείπτως περιπολοῦν στὸν οὐράνιο πόντο τοῦ Αἰγαίου.