π. Γεώργιος Μεταλληνός - Παγκοσμιοποίηση καὶ ἑλληνορθόδοξη οἰκουμενικότητα

Εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος, 18 Ιουλίου 2003
http://www.aegean.gr/agios-therapontas/magazine/hospitality/periodical/ot/globalization.html


1. Ὁ ὅρος Οἰκουμένη παράγεται ἐκ τοῦ οἶκος, ποὺ σημαίνει γένος - οἰκογένεια, καὶ εἶναι γνωστὸς ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τῶν πρώτων ἑλληνικῶν ἀποικιῶν, ποὺ δὲν λειτουργοῦσαν, ὅπως τὰ ἑβραϊκὰ γκέτο, αὐτοκαταδικασμένες σὲ ἀπομονωτισμὸ καὶ ἐσωστρέφεια, ἀλλὰ μὲ βάση τὴν πλατωνικὴ ἀρχή: «Ὅ,τι περ Ἕλληνες παρὰ βαρβάρων λάβωσι, κάλλιον τοῦτο εἰς τέλος ἀπεργάζονται» (Πλάτωνος Ἐπινομίς). Ὑπάρχει πάντα ἑλληνικὸ ἄνοιγμα στὴν ἑτερότητα καὶ προσληπτικὴ τάση, ποὺ σημαίνει κατάφαση τῆς ἑτερότητας, ἀλλὰ καὶ μετάπλαση καὶ μεταστοιχείωση τοῦ προσλαμβανομένου σὲ ὁμοούσιο στοιχεῖο τῆς ἑλληνικότητας. Αὐτὸ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια γνωρίσματα τῆς ἑλληνικῆς οἰκουμενικότητας. Ἡ κίνηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ στὴ συνάντηση μὲ τοὺς ἄλλους εἶναι καταφατικὴ καὶ ἀλληλοπεριχωρητική· ὄχι ἐξουσιαστικὴ καὶ δυναστικὰ ἀφομοιωτική, ἀλλὰ εὐεργετική.

Διὰ τῆς Ἐκκλησίας ἐνισχύεται καὶ διευρύνεται ἡ ἑλληνικὴ οἰκουμενικὴ συνείδηση. Ἡ Πεντηκοστὴ ὁδηγεῖ σὲ καθολικὴ ἑνότητα πνευματικὴ – ὀντολογικὴ καὶ ὄχι συντεχνιακὴ – συμβατική, στὴν ὑπέρβαση κάθε ἀνθρώπινης διαίρεσης (φυλετικῆς, ταξικῆς, πολιτικῆς κ.λπ.), μὲ βάση τὴν ἰσοτιμία καὶ ἰσότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ ὄχι μόνο μίας τάξεως πολιτῶν, ὅπως στὴν ἀρχαία Ἀθήνα. Μὲ τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο (†107) ὁ ὅρος Οἰκουμένη γίνεται χριστιανικὸς («ἡ ἀνὰ τὴν οἰκουμένην καθολικὴ ἐκκλησία»). Οἱ ἔννοιες οἰκουμενικὸς (γεωγραφικὴ) καὶ καθολικὸς (πνευματικὴ) τελικὰ ταυτίζονται νοηματικά, σχετιζόμενες μὲ τὴν πληρότητα καὶ παγκοσμιότητα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. Ἡ Ἐκκλησία θὰ μιλεῖ στὴ συνέχεια γιὰ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, Οἰκουμενικοὺς Πατέρες, Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, καὶ ἀναδεικνύεται σὲ φορέα τῆς οἰκουμενικῆς – παγκόσμιας ἰδέας τοῦ πολιτισμοῦ. Οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία σημαίνει σύζευξη καὶ σύγκραση τοῦ ἑλληνικοῦ καὶ τοῦ χριστιανικοῦ πνεύματος, ἀλλὰ καὶ ἁρμονικὴ σύζευξη τοπικότητας καὶ καθολικότητας. Ἡ Ἐκκλησία ἀπ᾿ ἀρχῆς λαμβάνει τὸν χαρακτήρα μίας ἐν Χριστῷ κοινοπολιτείας, ὄχι ὡς ἕνας παγκόσμιος - συμπαγὴς ὀργανισμός, ἀλλὰ ὡς γαλαξίας τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ὡς ἀστερισμῶν. Δὲν εἶναι τυχαῖο, ποὺ ὀρθόδοξα ἀπορρίπτεται κάθε ἔννοια παγκοσμίου ὑπὲρ-ἐπισκόπου (πάπα), ὡς καὶ κάθε συγκέντρωση ἐξουσίας στὸν οἱονδήποτε «πρῶτο». Ἡ δομὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι κατακόρυφη - πυραμοειδής, ἀλλὰ ὁριζόντια - συλλογική.

Σ᾿ αὐτὸ τὸ πλαίσιο λειτουργεῖ καὶ ἡ Ἱεραποστολή, ὡς κλήση στὴν «ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἡ ἐθνικότητα ἐδῶ δὲν λειτουργεῖ διασπαστικά, ἀλλὰ ἱεραρχεῖται στὴν πίστη. «Τὸ αἴσθημα τῆς θρησκευτικῆς ταύτισης εἶναι πάντοτε ἰσχυρότερο ἀπὸ τῆς τοπικῆς» (Κ. Μάγκο). Δὲν ἀναπτύσσεται ρατσιστικὴ συνείδηση. Ἀπὸ τὴν Πεντηκοστὴ φθάνουμε κατ᾿ εὐθείαν στὴν ἀπόφαση τοῦ 1872 (Καταδίκη του Ἐθνοφυλετισμοῦ στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας). Οἱ μὴ «Ἕλληνες» ἅγιοι (Ἰωάννης Δαμασκηνός, Ἐφραὶμ καὶ Ἰσαὰκ οἱ Σύροι) δὲν νοοῦνται ὡς ξένοι. Ἀνάλογα ἴσχυαν καὶ στὴν ρωμαίικη Δύση, ὡς τὴν ἐπικράτηση τοῦ φραγκογερμανικοῦ στοιχείου.

Ἡ συνείδηση αὐτὴ καθιερώνεται καὶ πολιτειακά, μὲ πρότυπο τὴν Ἐκκλησία. Στὶς 11.5.330 (ἐγκαίνια τῆς Νέας Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως) ἀναδύεται ἱστορικὰ ἡ παγκόσμια χριστιανικὴ αὐτοκρατορία ὡς χριστιανικὴ οἰκουμένη, ἡ Ῥωμανία. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἀπὸ «ρωμαῖος» γίνεται ὁ πρῶτος «ρωμηὸς» αὐτοκράτωρ, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἑλληνορθόδοξη οἰκουμενικότητα καὶ παγκοσμιότητα, τὴν «ἐπώνυμον τοῦ Χριστοῦ πολιτείαν». Μένει, φυσικά, τὸ πολυφυλετικὸ ἀμάλγαμα τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ἀλλὰ σὲ ἕνα οἰκουμενικὸ κράτος μὲ ἑνιαῖο πολιτισμὸ (ἑλληνιστικὸ) καὶ συνδετικὸ στοιχεῖο ὄχι ἐξωτερικὸ (Ἀλέξανδρος: πολιτισμό, Ρώμη: στρατιωτικὴ ἰσχὺ καὶ δίκαιο), ἀλλὰ ἐσωτερικὸ καὶ πνευματικό, τὴν πίστη τῶν Ἁγίων. (Δὲν μιλοῦμε ἐδῶ γιὰ τὶς ὅποιες κακοποιήσεις, ποὺ πάντα ὑπάρχουν). Μέσῳ τῆς Ὀρθοδοξίας συντελεῖται ἡ μετάβαση ἀπὸ τὸ «ἔθνος ἅγιον» τῆς Α´ Πέτρου (β´ 9) στὸ «Γένος τῶν Ῥωμαίων», δηλαδὴ τῶν Ὀρθοδόξων πολιτῶν τῆς Ῥωμανίας. (Ὁ ὅρος χρησιμοποιεῖται ἤδη ἀπὸ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, 4ος αἰώνας). Μία νέα συγγένεια καὶ παγγένεια δημιουργεῖται μὲ σημεῖο ἀναφορᾶς τῇ Νέα Ρώμη καὶ κέντρο τῆς ἑνότητας τὴν Ἁγία Τράπεζα τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς. Ἡ ἔννοια τοῦ «λαοῦ τοῦ Θεοῦ» (οἰκουμενικὸ - ἐκκλησιαστικὸ σῶμα) συναντᾶ τὴν αὐθεντικὴ ἔννοια τῆς δημοκρατίας.

Αὐτὴ ἡ συνείδηση συνεχίζεται στὴν Ὀρθοδοξία ἐκκλησιαστικὰ – λατρευτικὰ μέχρι σήμερα. Ὅπου βιώνεται ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη, σώζεται ἡ ἑλληνορθόδοξη οἰκουμενικότητα καὶ παναδελφότητα (πρβλ. μία διορθόδοξη Λειτουργία). Ἡ Ἐκκλησία διασώζει τὴν οἰκουμενικότητα τῆς Ῥωμανίας, μὲ ἑνωτικὸ σύνδεσμο τὴν πίστη. Σύμβολό της ὁ δικέφαλος, ποὺ ἐνσαρκώνει τὴν ἰδέα τῆς οἰκουμενικόητας.

2. Κυρίαρχο φαινόμενο τῶν καιρῶν μας φαίνεται νὰ εἶναι ἡ παγκοσμιοποίηση, ὡς ἀντιπρόταση μάλιστα οἰκουμενικότητας (βλ. ἐνδεικτικά: Οὔλριχ Μπέκ, Τί εἶναι παγκοσμιοποίηση; Μετάφρ. Γ. Παυλόπουλος, Ἀθήνα 1999). Εἶναι ὁ κόσμος τῆς Pax Americana, ποὺ ἐντάσσει σύνολη τὴν ἀνθρωπότητα σὲ ἕνα νέο παγκόσμιο σύστημα πολιτικῆς καὶ ἀξιῶν, ποὺ ἐλέγχει καὶ διαμορφώνει καθολικά, μέσῳ τῆς πολιτισμικῆς ἀφομοίωσης καὶ τῶν κατευθυνόμενων ΜΜΕ, τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν κοινωνία, γιὰ τὴν δημιουργία τοῦ πλανητικοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς πλανητικῆς κοινωνίας.

Ἡ παγκοσμιοποίηση δημιουργεῖ ψευδαίσθηση οἰκουμενικότητας. Στὸ πλαίσιο, ὅμως, τῆς Νέας Ἐποχῆς ἡ παγκοσμιοποίηση συμπορεύεται ἀλληλέγγυα μὲ τὴν ὀλιστικότητα, ὡς ἀναγωγὴ ἀπὸ τὴν ἰδιαιτερότητα καὶ τὴν ἐλευθερία τοῦ προσώπου στὴ γενικότητα (ἐδῶ ἐντάσσεται καὶ ἡ ἄρνηση τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας). Ἀπὸ πολλοὺς νοεῖται ἡ παγκοσμιοποίηση, ὡς πολτοποίηση τῶν πάντων (zerquatchung), «πλανητικὴ λεηλασία» καὶ γενικευμένη ἐμπορευματοποίηση προσώπων καὶ πραγμάτων» («ἡ ἀνθρωπότητα βιώνει τὴν τραγωδία τῆς μετάβασης σ᾿ ἕνα ἐξαιρετικὰ ἀβέβαιο μέλλον»: Καθηγ. Χρ. Γιαλλουρίδης). Δημιουργεῖται, ἔτσι, μία παγκόσμια κοινωνία ὑποτελῶν (Subjects) στὰ ὅρια ἑνὸς γενικευμένου ὁλοκληρωτισμοῦ.

Παγκοσμιοποίηση σημαίνει γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ ὁλοτελῆ ἐκδυτικισμό. Δὲν εἶναι παγκοσμιοποίηση τῶν ἐπὶ μέρους πολιτισμῶν, ὡς πολιτισμικὴ σύνθεση καὶ δημιουργικὴ συνύπαρξη τῶν Λαῶν, ἀλλὰ τάση ἐπιβουλῆς αὐτοῦ, ποὺ ἐνσαρκώνει ὁ δυτικὸς τρόπος ζωῆς, μὲ ἰσοπέδωση τῶν ἄλλων πολιτισμῶν. Καὶ αὐτὸ εἶναι αἰσθητὸ σ᾿ ὅλες τὶς ἐθνικὲς κοινωνίες, καὶ στὴ δική μας.

Μοιάζει μὲ ῥωμαίικη ὑπερεθνικότητα, ἀλλὰ δὲν εἶναι. Διότι δὲν ἱεραρχεῖ τὴν ἐθνικότητα στὴν ὑπερεθνικότητα, ἀλλὰ ἰσοπεδώνει τὶς ἐθνικότητες καὶ τὶς ἀπορροφᾶ. Νεκρώνονται τὰ αἰσθήματα τῆς πατρίδας, γένους, κοινοῦ προγονικοῦ πολιτισμοῦ. Κυριαρχεῖ –ἐπιβάλλεται– τὸ νεοεποχικὸ μοντέλο: Ἔθνος ἀνεθνικὸν καὶ γένος ἄπατρι, μὲ συνδετικὴ δύναμη τὶς οἰκονομικὲς ἀξίες καὶ τὸ συμφέρον. Αὐτὸ εἶναι τὸ πρότυπο τῆς παγκοσμιοποίησης, ποὺ διασπείρεται μὲ τὴν δημιουργία κατάλληλης συνείδησης. Ἡ προπαγανδιζόμενη ἀπὸ τὶς ἐκσυγχρονιστικὲς ὁμάδες ὅλων τῶν κομμάτων μᾶς «πολυπολιτισμικότητα» εἶναι κατ᾿ οὐσίαν νεοεποχικοῦ τύπου ἀνεθνικότητα καὶ συνείδηση ἀπάτριδος. Ἐπειδὴ κυριαρχεῖ ὁ νόμος τῆς πτώσεως, εἶναι ἀδύνατη ἡ ἀδελφικὴ συνάντηση ἐν ἀγάπῃ. Κυριαρχεῖ τὸ συναίσθημα τοῦ φόβου, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἔσχατη ἀτομοποίηση, ποὺ ἐπιτρέπει ἀνετότερα τὸν παγκόσμιο ἔλεγχο καὶ τὴν ὑποταγή, λόγω τῆς ἀναπτυσσόμενης ἀνασφάλειας. Ἡ ξενοφοβία (ὑπάρχει καὶ ἡ ξενομανία, μὴ τὸ ξεχνᾶμε) εἶναι ἡ ἀρχὴ αὐτοῦ του κλεισίματος στὴν ἀτομικότητα. Στὴν Τουρκοκρατία μέσα στὸ ῥωμαίικο μιλλέτι συνεχίσαμε τὴν οἰκουμενική μας συνείδηση τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης. Στὴν κατὰ Μάνο Χατζηδάκη «Νέα Τουρκοκρατία» μας σήμερα, γινόμαστε πάλι ῥαγιᾶδες, χωρὶς ὅμως προσωπικότητα καὶ συνείδηση ἑνότητας, διότι χάνεται προοδευτικὰ ἡ ἐπίγνωση τῆς ταυτότητας.

3. Μόνο ὁ πατερικὰ Ὀρθόδοξος ἔχει συνείδηση αὐτῆς τῆς πορείας. Ὁ οἰκουμενιστὴς Ὀρθόδοξος ὄχι, διότι ἔχει ἤδη αἰχμαλωτισθεῖ ἀπὸ τὴν παγκοσμιοποίηση τῆς Νέας Ἐποχῆς, μέσῳ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τῆς Δυτικῆς Χριστιανοσύνης. Ὁ Ἑλληνορθόδοξος ἔχει συνείδηση τῆς ἀνάδελφης ταυτότητας τοῦ πολιτισμοῦ του. Πρὸς τὴν μετακαρλομάγνεια Δύση εἶναι ἀνάδελφος. Πρὸς «τὴν καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολὴ» εἶναι «πρωτότοκος ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς» (Ῥωμ. 8, 29). Σὲ κάποιους ὑπάρχει ἡ αἰσιόδοξη προοπτικὴ δυνατότητας πορείας «ἀπὸ τὴν παγκοσμιοποίηση στὴν οἰκουμενικότητα». Εἶναι αὐτὸ δυνατόν; Γιὰ μένα ὄχι, διότι εἶναι «ἄλλο καὶ ἄλλο», τὸ ἕνα ἀνατροπὴ τοῦ ἄλλου. Δὲν ἀρνοῦμαι, βέβαια, τὴν ἀνάγκη μίας νέας ὀρθόδοξης ἱεραποστολῆς σ᾿ αὐτὸν τὸν νέο κόσμο, ποὺ ἀνοίγεται μπροστά μας, μὲ τὴν ἐπανανακάλυψη τῆς οἰκουμενικότητάς μας, ποὺ δὲν πρέπει, ὅμως, νὰ τὴν συγχέουμε μὲ τὴν παγκοσμιοποίηση, ποὺ δὲν εἶναι φυσικὴ ροὴ μέσα στὸν χρόνο, ἀλλὰ κατασκευὴ ἑνὸς νέου κόσμου.

Ἡ ὑποβοήθηση τῆς νεοεποχικῆς παγκοσμιοποίησης νὰ βρεῖ ἴσως τὸν δρόμο πρὸς τὴν ῥωμαίικη (ὀρθόδοξη) οἰκουμενικότητα εἶναι δυνατή, ἂν τηροῦνται οἱ προϋποθέσεις τοῦ ἀποστολικοῦ θαύματος μέσα στὴν Pax Romana, ποὺ μεταστοιχειώθηκε σὲ ῥωμαίικη οἰκουμενικότητα. Ἡ διατήρηση τῆς ὀρθόδοξης ταυτότητας καθιστᾷ τὸ θαῦμα δυνατό. Διαφορετικὰ «τὸ ἅλας μωραίνεται» (Ματθ. ε´ 13) καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὠφελήσει. Σήμερα, ὅμως, κινούμεθα πρὸς κάτι τὸ «νέο», ποὺ ζητεῖ νὰ ἀφομοιώσει τὴν Ὀρθοδοξία, ὄχι νὰ τὴν ἀναδείξει.

4. Ἡ Ἐκκλησία πορεύεται πάντα διαλεκτικὰ στὴν ἱστορία. Αὐτὸ σημαίνει: ἀντιθετικὰ καὶ συνθετικά. Σύνθεση ἐδῶ μπορεῖ νὰ εἶναι μόνο ἡ μεταστοιχείωση τῆς «δαιμονικότητας» τῆς παγκοσμιοποίησης σὲ ἐν Χριστῷ οἰκουμενικότητα, μὲ ὅπλα τὴν ἱεραποστολή, ὡς κλήση στὴν πνευματικότητα καὶ τὴν λατρεία της, ποὺ εἶναι πηγὴ τοῦ πολιτισμοῦ μας. Ἡ ἀντικατάσταση αὐτῶν τῶν μέσων μὲ ἐκεῖνα τῆς Νέας Ἐποχῆς ἀναιρεῖ κάθε δυνατότητα, διότι ἀναιρεῖ τὴν Ὀρθοδοξία, ὡς ταύτιση μὲ ὅσα τὴν ἀλλοτριώνουν καὶ τὴν ἀναιροῦν. Ἡ ὀρθοδοξοποίηση, ὅμως, τῶν Ὀρθοδόξων καὶ κυρίως τῶν Ποιμένων εἶναι τὸ πρόβλημά μας. Ἀπὸ τὴν ἡγεσία ἀρχίζει ἡ ἀδυναμία μας. Πόσο ὀρθόδοξα δηλαδὴ εἶναι τὰ κριτήρια τῶν Ποιμένων!

Τὸ λάθος: Οἰκοδομοῦμε τὶς οἰκουμενικὲς σχέσεις μας μὲ μέτρο τοὺς ἀποορθοδοξοποιουμένους ἑαυτούς μας καὶ ὄχι τὰ αὐθεντικὰ οἰκουμενικὰ πρότυπα, τοὺς Ἁγίους μας. Πρωταρχικὸ εἶναι, λοιπόν, τὸ αἴτημα ἐπιστροφῆς δυναμικὰ στὴν πατερικὴ αὐθεντικότητα. Στὰ πρόσωπά μας πρέπει νὰ ἐνεργοῦν οἱ Ἅγιοι καὶ ὄχι ἡ ἀλλοτρίωσή μας. Ἡ προϊοῦσα ἀφομοίωσή μας ἀπὸ τὸ παγκοσμιοποιημένο δυτικὸ πολιτισμικὸ παράδειγμα καθιστᾷ δυσδιάκριτη τὴν πατερικότητα στὴ συνάντηση μὲ τὸν σημερινὸ νέο κόσμο. Ὁ διάλογος καταντᾶ μονοδρομικὴ μετακένωση ἀπὸ τὴν Δύση στὴν Ἀνατολή. Ex Occidente lux!... Ἡ πίστη ἰδεολογικοποιεῖται καὶ θρησκειοποιεῖται...