π. Γεώργιος Μεταλληνός - Τὸ ῾21 καὶ οἱ Συντελεστές του

Ἑλληνισμὸς Μαχόμενος, Ἐκδόσεις Τῆνος, Ἀθήνα 1995 (ἀπόσπασμα)


Ἀμφισβητήσεις καὶ ἐπακριβώσεις

Ἕνα ἀπὸ τὰ φοβερότερα ἀνοσιουργήματα στὸ χῶρο τῆς Ἱστορίας-αὐτόχρημα ἀναιρετικὸ τῆς ἱστορικῆς ἐπιστήμης- εἶναι ἡ ἰδεολογικὴ ἑρμηνεία καὶ χρήση τῶν ἱστορικῶν δεδομένων. Τότε ὁ Ἱστορικὸς δὲν κάνει ἐπιστήμη (ἀπροκατάληπτη δηλαδὴ καὶ ἐλεύθερη ἔρευνα), ἀλλὰ πολιτική. Ἕνα δὲ ἀπὸ τὰ ἱστορικὰ γεγονότα, πρωταρχικῆς γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ σημασίας, ποὺ δεινοπαθεῖ ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν ἰδεολογικοποιημένη ἱστορία, εἶναι τὸ 1821, ἡ Μεγάλη Ἐπανάσταση τοῦ Ἑλληνικοῦ Γένους/Ἔθνους καὶ ὁ ἀληθινὸς χαρακτήρας της. Τὸ ῾21 σηματοδοτεῖ τὴν ἀρχὴ τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους καὶ γι᾿ αὐτὸ ὅλες οἱ ἰδεολογίες ζητοῦν νὰ τὸ παρουσιάσουν ὡς δικό τους, νὰ σφετερισθοῦν τὴ δόξα του.

Μια ὁμάδα ἐρευνητῶν προσεγγίζουν τὸ ῾21 μὲ ἕνα πνεῦμα ἀμφισβητήσεως καὶ διάθεση ἀπορριπτικὴ γιὰ κοινωνικὲς ὁμάδες, ποὺ καταλέγονται στοὺς συντελεστές του. Γι᾿ αὐτοὺς τὸ ῾21 εἶναι «σημεῖον ἀντιλεγόμενον (Λουκ.2,34) καὶ ζητοῦν τὴν ἀπομύθευσή του, στὰ πλαίσια τοῦ γνωστοῦ αἰτήματος «νὰ ξαναγραφεῖ ἡ ἱστορία». Διατυπώθηκαν μάλιστα θέσεις, ποὺ ἐπαναλαμβάνονται αὐτούσιες ἀπὸ τοὺς συνεχιστές τους, ἰδιαίτερα στὸ χῶρο τῆς παιδείας καὶ τῆς ἀνεύθυνης (ὑπάρχει καὶ τέτοια) δημοσιογραφίας. Κυρίως πολεμεῖται ἡ θέση τοῦ «ἀνωτέρου» (λεγομένου) Κλήρου(1) στὸν Ἀγώνα καὶ ἀμφισβητεῖται γενικότερα ὁ ρόλος τοῦ Ῥάσου σ᾿ αὐτόν. Ἐπισημαίνονται προδοσίες, χαρακτηρίζονται προδότες, ἐλέγχονται συμπεριφορές, ἀμφισβητεῖται ἡ προσφορά. Τὰ «ἐπιχειρήματα» ὅμως περιορίζονται συνήθως σὲ ὡραιολογίες καὶ ἀνέρειστες γενικεύσεις ἢ γλωσσικὰ πυροτεχνήματα χωρὶς τεκμηρίωση. Ἡ ἰδεολογικοποιημένη αὐτὴ «ἱστορικὴ ἑρμηνεία» ἀναπαράγεται, συνεχῶς, καὶ παρασύρει τοὺς ἀδύνατους καὶ ἀνίκανους νὰ ἐπιχειρήσουν αὐτοδιαπιστώσεις. Ἰδιαίτερα δὲ στὸ χῶρο τῆς παιδείας τὸ θύμα παρόμοιων ἰδεολογημάτων εἶναι ἡ Νεολαία, ποὺ ὁδηγεῖται στὴν ἀμφισβήτηση καὶ τὴν ἄρνηση, πρὶν ἀκόμη γνωρίσει τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια.

Ἀνταποκρινόμενος στὴν παράκληση τῶν ὀργανωτῶν αὐτῆς τῆς πανηγυρικῆς συνάξεως, θὰ προσπαθήσω νὰ ἀπαντήσω στὰ ἐρωτήματα: Ποιὰ ἡ συμβολὴ τοῦ Κλήρου στὸν Ἀγώνα; Ὠφέλησε ἢ ἔβλαψε τὸ Γένος; Ποιὰ ἡ συμμετοχὴ τοῦ γενικότερα στὴν ἀνάσταση τοῦ Γένους; Στάθηκε στὸ πλευρό του ἣ ἀδιαφόρησε; Μποροῦμε νὰ μιλοῦμε γιὰ ἀντίδραση ἢ ἀδιαφορία; Θὰ προσεγγίσουμε τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ μέσα ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς μαρτυρίες, ἐλέγχοντας τὴ στάση τοῦ Κλήρου κατὰ τὴν πορεία πρὸς τὸν Ἀγώνα καὶ κατὰ τὴ διεξαγωγή του. Σκοπός μας δὲν εἶναι μία (ἀνώφελη καὶ προκλητική) ἀπολογητικὴ ὑπὲρ τοῦ Κλήρου -τότε θὰ ἴσχυε τὸ ἀρχαῖο: «τὸ τὰς ἰδίας εὐεργεσίας ὑπομιμνήσκειν τινὶ ἴδιον τῷ ὑβρίζειν»- ἀλλὰ ἡ ἀντικειμενική, κατὰ τὸ δυνατόν, ἑρμηνεία.

1. Τὸ δiλημμα «συνύπαρξη ἢ ἀντίσταση» καὶ ἡ δυναμική του (2).

Μετὰ τὴν ἅλωση (1453) τὸ Γένος ὁλόκληρο διχάσθηκε στὴ στάση του ἀπέναντι στὸν κατακτητή. Δυὸ τάσεις διαμορφώθηκαν: ὁ συμβιβασμὸς μὲ τὴ νέα κατάσταση, κινούμενος ἀνάμεσα στὴ μοιρολατρία καὶ τὴν ἐλπίδα ἀποκαταστάσεως, ἢ ἡ δυναμικὴ ἀντίσταση μὲ κάθε δυνατὸ μέσο. Τὴν πρώτη τάση ἐκπροσωποῦσαν οἱ ἀντιδυτικοὶ ἢ ἀνθενωτικοί, ἐνῷ τὴ δεύτερη οἱ ἑνωτικοὶ καὶ φιλοδυτικοί. Ἡ διάσταση ἑνωτικῶν-ἀνθενωτικῶν προϋπῆρχε φυσικὰ τῆς ἁλώσεως, διότι οἱ δυὸ παρατάξεις διαμορφώθηκαν ἀμέσως μετὰ τὸ τελικὸ σχίσμα Ἀνατολῆς-Δύσεως (1054). Ἡ ἀντιλατινική-ἀντιφραγκικὴ πλευρὰ ἦταν ἡ πολυπληθέστερη καὶ ἰσχυρότερη, διότι τὴν συντηροῦσε ἡ μόνιμη-ἀπόδειξη τὸ 1204 - φραγκικὴ ἐπιβουλὴ ἀπέναντι στὴν Ὀρθόδοξη-Ῥωμαίικη Ἀνατολή. Στοὺς φιλοδυτικοὺς καταλέγονταν κυρίως διανοούμενοι καὶ πολιτικοί. Οi πρῶτοι, διότι ταυτίζονταν στὶς θεωρητικὲς ἀναζητήσεις τους μὲ τοὺς δυτικοὺς διανοουμένους (ἐνδοκοσμικὴ ἐσχατολογία), ἐνῷ οἱ δεύτεροι καὶ διὰ λόγους σκοπιμότητας (προσδοκία βοήθειας). Μὲ τὴν ἀλληλοπεριχώρηση θεολογίας καὶ πολιτικῆς, βασικὸ γνώρισμα τῆς Ῥωμανίας («Βυζαντίου»), ἡ σύγκρουση τῶν δυὸ παρατάξεων δὲν ἔμεινε στὸ θεωρητικὸ ἐπίπεδο, ἀλλ᾿ ἐπηρέασε ὅλο τὸ φάσμα τῆς ζωῆς.

Συνείδηση τῶν ἀνθενωτικῶν ἦταν, ὅτι τὴν Ὀρθόδοξη-Ῥωμαίικη ταυτότητα (ποὺ γιὰ τὸ Γένος ἦταν καὶ ἐθνική) δὲν τὴν ἀπειλοῦσαν τόσο οἱ Ὀθωμανοί, ὅσο οἱ Φράγκοι. Ἡ πίστη, ὄχι ὡς θρησκευτικὴ ἰδεολογία, ἀλλ᾿ ὡς θεραπευτική της ὑπάρξεως καὶ μέθοδος θεώσεως-σωτηρίας, θὰ ἔχει πάντοτε στὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση καὶ τὰ ἐπηρεαζόμενα ἀπ᾿ αὐτὴν πλατειὰ λαϊκὰ στρώματα πρωταρχικὴ σημασία. Αὐτὴ τὴ συνείδηση κωδικοποιεῖ καὶ ἐπαναδιατυπώνει τὸν 18ο αἰώνα ὁ μεγάλος ἀπόστολος τοῦ δούλου Γένους, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς Αἰτωλός: «Καὶ διατὶ δὲν ἤφερεν ὁ Θεὸς ἄλλον βασιλέα, ποὺ ἦταν τόσα ρηγάτα ἐδῶ κοντὰ νὰ τοὺς τὸ δώσῃ, μόνον ἤφερε τὸν Τοῦρκον, μέσαθεν ἀπὸ τὴν Κόκκινην Μηλιὰν καὶ τοῦ τὸ ἐχάρισε; Ἤξερεν ὁ Θεός, πὼς τὰ ἄλλα ρηγάτα μᾶς βλάπτουν εἰς τὴν πίστιν, καὶ (=ἐνῷ) ὁ Τοῦρκος δὲν μᾶς βλάπτει. Ἄσπρα (=χρήματα) δῶσ᾿ του καὶ καβαλλίκευσέ τον ἀπὸ τὸ κεφάλι. Καὶ διὰ νὰ μὴ κολασθοῦμεν, τὸ ἔδωσε τοῦ Τούρκου, καὶ τὸν ἔχει ὁ Θεὸς τὸν Τοῦρκον ὡσὰν σκύλον νὰ μᾶς φυλάη...»(3). Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἔδινε, ἔτσι, ἀπάντηση στοὺς δυτικόφρονες - ἑνωτικούς, χωρὶς μάλιστα νὰ μπορεῖ νὰ κατηγορηθεῖ ὡς ἐχθρὸς τοῦ Λαοῦ ἢ σκοταδιστής. Μόνο ὅσοι ἔχουν ἐμπειρία τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως, ποὺ διασῴζεται στὶς λαϊκὲς πρακτικές, μποροῦν νὰ κατανοήσουν τὴ δυναμική της πίστεως μέχρι τὸν 19ο αἰώνα(4). Ἀντίθετα οἱ φιλενωτικοὶ ἦσαν πάντα πρόθυμοι νὰ μειοδοτήσουν στὸ θέμα τῆς πίστεως (δὲν ἦσαν λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ προσχώρησαν στὸν παπισμό), διότι τὰ κριτήριά τους ἦταν προπάντων ἐνδοκοσμικὰ καὶ καιρικά. Οἱ δεύτεροι ἔρριχναν τὸ βάρος στὴν ἐξωτερικὴ ἐλευθερία. Παρ᾿ ὅλα αὐτά, πρέπει νὰ λεχθεῖ, ὅτι μολονότι ἡ πρώτη τάση διέσωσε τὴν ταυτότητα τοῦ Γένους, ἡ δεύτερη τὸ κράτησε σὲ μόνιμο ἐπαναστατικὸ βρασμό. Ἡ ἀντίθεσή τους, χωρὶς νὰ γίνεται ἀπὸ τότε αἰσθητό, λειτούργησε ὡς σύνθεση. Βέβαια, κατὰ τὸν γνωστὸ ἱστορικὸ Στῆβεν Ῥάνσιμαν, οἱ ἀνθενωτικοὶ δικαιώθηκαν, διότι μ᾿ αὐτοὺς «διατηρήθηκε ἡ ἀκεραιότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ μὲ αὐτὴν καὶ ἡ ἀκεραιότητα τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ»(5).

Ἡ πολιτικὴ τῆς συνυπάρξεως ἐκφραζόταν ὡς πολιτικὴ κατευνασμοῦ τοῦ κατακτητῆ καὶ περιορισμένης συνεργασίας καὶ τὴν ἐγκαινίασε, κατ᾿ ἀνάγκην, ὁ πρῶτος Γενάρχης, οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος (1454). Ἡ στάση αὐτὴ στόχευε στὴν περίσωση τῶν δυνάμεων, ποὺ εἶχαν μείνει στὸ Γένος. Βέβαια, ἀπὸ τὸ φρόνημα τῶν προσώπων ἐξηρτάτο ἡ φύση καὶ ἡ ἔκταση ποὺ θὰ ἔπαιρνε αὐτὴ ἡ «συνεργασία». Ἡ στάση αὐτὴ ὅμως δικαιωνόταν ἱστορικά, διότι εἶχε ἐφαρμοσθεῖ ἤδη ἀπὸ τὴν ἀραβοκρατία (7ος αἰ.), ἄρα ὑπῆρχε μακρὰ πείρα, καὶ θεμελιωνόταν θεολογικὰ στὸ γνωστὸ παύλειο χωρίο τῆς Πρὸς Ῥωμαίους (13,1: «Πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω. Οὐ γάρ ἐστιν ἐξουσία, εἰ μὴ ἀπὸ Θεοῦ...»), σὲ συνδυασμὸ βέβαια μὲ τὸ ἐπίσης ἀποστολικό: «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις» (Πράξ. 5, 29). Ἡ ὑπακοὴ στὰ τυραννικὰ καθεστῶτα, ὄχι στοὺς τυράννους, ἔχει ὅρια («ἐν οἷς ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ μὴ ἐμποδίζηται», κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, P.G. 31, 860) καὶ δὲν νοεῖται ὀρθόδοξα ὡς «ταύτιση», ἀλλὰ ὡς μέτρο καιρικό, ὅταν δὲν ὑπάρχει ἄλλη (χριστιανικὰ δικαιωμένη) ἐπιλογή.

Βέβαια, στὸ σημεὶo αὐτὸ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθεῖ ὅτι ὁ λόγος ἐδῶ ἀφορᾶ στὸ Ῥάσο στὸ σύνολό του καὶ ὄχι σὲ κάποια προσωπικὴ ἐπιλογή. Ἡ Ἐκκλησία, σὲ κάθε ἐποχή, ἔχει τὴν ἀποστολὴ τῆς Μάνας. Νὰ προφυλάσσει καὶ νὰ σῴζει τὸ ποίμνιό της. Κάθε δυναμικὴ στάση, ποὺ θὰ ὁδηγοῦσε σὲ ἀποτυχία καὶ καταστροφή, θὰ καταλογιζόταν πάντα ἐναντίον της,(6). Ἡ ἀνοχὴ καὶ διαλλακτικότητα τοῦ Κλήρου δὲν μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύεται συλλογικὰ ὡς ἔνοχος συμβιβασμὸς καὶ ἐθελοδουλία, παρὰ μόνο στὶς περιπτώσεις ἐκεῖνες, στὶς ὁποῖες διακριβώνεται ἐσωτερικὴ ταύτιση μὲ τὸν κατακτητή. Ἀλλὰ τέτοιες περιπτώσεις ἐλεγχόμενης διαγωγῆς Κληρικῶν, ὑπῆρξαν σπανιότατες. Τὰ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα, ἰδιαίτερα δὲ τὰ Πατριαρχικά, ἔχουν πάντα ἀνάγκη ἀποκρυπτογραφήσεως. Διότι σκοπὸς τοὺς ἦταν νὰ παραπλανήσουν τὴν Πύλη. Τὸ Πατριαρχεῖο ὡς Ἐθναρχία, ἔπρεπε νὰ φαίνεται πάντα ἄψογο ἀπέναντι στὴν Πύλη, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς πραγματικές του διαθέσεις. Οἱ συχνὲς θανατικὲς ἐκτελέσεις Πατριαρχῶν καὶ Μητροπολιτῶν ἀποδεικνύουν, πόσο μικρὴ ἦταν ἡ ἐμπιστοσύνη τῆς Πύλης ἀπέναντί τους καί, συνεπῶς, τὴν ὀρθότητα τῆς θέσεως αὐτῆς.

Ἡ πολιτικὴ ὅμως τῆς συνυπάρξεως εἶχε καὶ μία δυναμικὴ διάσταση. Τὴν πίστη στὴ δυνατότητα βαθμιαίας ὑποκαταστάσεως τῶν Ὀθωμανῶν στὴ διακυβέρνηση τοῦ Κράτους καὶ τὴ δημιουργία ἑνὸς «Ὀθωμανικοῦ Κράτους τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους». Κατὰ τὴν ἄποψη αὐτὴ ἡ ἀνάσταση τοῦ Ῥωμαίικου (τῆς Ῥωμανίας/«Βυζαντίου») θὰ ἐρχόταν χωρὶς ἐπανάσταση, ἀλλὰ μὲ τὴ βαθμιαία διάβρωση τοῦ κράτους καὶ τὴν ἀθόρυβη μεταλλαγή του. Ἡ ἐπανάσταση τῶν Νεοτούρκων (1908) καὶ ἡ ἐπικράτηση τοῦ ἐθνικιστικοῦ φανατισμοῦ στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία ἀποσκοποῦσε ἀκριβῶς στὴν ἐπίσχεση τῶν Ῥωμηῶν (καὶ τῶν Ἀρμενίων) στὴ συνεχῶς αὐξανόμενη συμμετοχή τους στὸν κρατικὸ μηχανισμό. Καὶ αὐτὸ δικαιώνει τὴ φαναριώτικη πολιτική. Ἡ πολιτικὴ αὐτὴ τῆς πρόσκαιρης «συνεργασίας» μπόρεσε νὰ βελτιώσει τὴ θέση τοῦ ὑπόδουλου Γένους, μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῆς αὐτοδιοικήσεως στὶς κοινότητες καὶ τὴν ἀνάδειξη στελεχῶν μιᾶς ἑλληνικῆς πολιτικῆς ἡγεσίας.

Πρόσφατα διατυπώθηκε ἡ ἄποψη, ὅτι «ἡ Ἐκκλησία ἑδραίωσε ὅλη της τὴν ἐπιρροή, ὥστε νὰ ἀποθαρρύνει τὶς ἐξεγέρσεις τῶν Ὀρθοδόξων κατὰ τῆς κυβέρνησης τοῦ Σουλτάνου(6α). Μολονότι ἡ διάθεση τοῦ συγγραφέα εἶναι θετικὴ ἀπέναντι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐθναρχία, ἡ τοποθέτηση αὐτὴ δὲν ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὰ πράγματα. Ὁ ἐκκλησιαστικὸς χῶρος, σὲ ὅλο τοῦ τὸ φάσμα, δὲν ἔχει νὰ δείξει μόνο ἐκπροσώπους τῆς πολιτικῆς τῆς περιορισμένης συνεργασίας, ἀλλὰ καὶ στὴν πλευρὰ τῆς δυναμικῆς ἀντιστάσεως. Αὐτὸ εἶναι ἐνδεικτικὸ τῆς ἐλευθερίας στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, σὲ θέματα ἐπιλογῶν τακτικῆς. Τὸν 16ο καὶ 17ο αἰώνα Πατριάρχες καὶ Μητροπολίτες ἔλαβαν ἀπροκάλυπτα μέρος σὲ ἐξεγέρσεις. Καὶ δὲν ἐπρόκειτο μόνο γιὰ φιλοδυτικούς, παρασυρόμενους ἀπὸ τὴ δυτικὴ προπαγάνδα, ἀφοῦ καὶ ἕνας ἡσυχαστὴς ἁγιορείτης, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ «Γραικός» (l6ος αἰ.), ἐπιδίωξε νὰ ὑποκινήσει τοὺς Ῥώσους ἐναντίον τῶν Τούρκων.

Διαπίστωση ἀδιάψευστή της ἔρευνας εἴυαι, ὅτι δὲν ὑπάρχει ἐξέγερση τοῦ ὑποδούλου Γένους, στὴν ὁποία δὲν ἔπαιξαν ἐνεργὸ ρόλο Κληρικοὶ καὶ Μοναχοί. Μιὰ περιδιάβαση στὴν πολύτομη (καὶ πολύτιμη) «Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ» τοῦ καθηγητοῦ Ἀποστ. Βακαλόπουλου ἐπιβεβαιώνει τὴ θέση αὐτή. Καὶ δὲν ἦσαν λίγα τὰ ἐπαναστατικὰ κινήματα τοῦ δούλου Γένους(7). Περισσότερες ἀπὸ 70 εἶναι, κατὰ τὸν ὑπολογισμό μας, οἱ ἐξεγέρσεις καὶ τὰ ἐπαναστατικὰ κινήματα σ᾿ ὅλη τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, χωρὶς νὰ λαμβάνουμε ὑπόψη ἀνάλογες κινήσεις σὲ βενετοκρατούμενες περιοχές. Καὶ σ᾿ ὅλα πρωτοστατοῦν Κληρικοὶ κάθε βαθμοῦ καὶ Μοναχοί. Τὸ Ῥάσο γίνεται ἕνα εἶδος ἐπαναστατικοῦ λαβάρου καὶ σημαίας. Βέβαια, τὰ ἀποτυχημένα αὐτὰ ἐπαναστατικὰ κινήματα ἐπιτρέπουν καὶ κάποιες ἄλλες σημαντικὲς διαπιστώσεις: α) Τὸ Γένος δὲν συμβιβάσθηκε ποτὲ μὲ τὴν κατάσταση τῆς δουλείας καὶ δὲν ἔπαυσε νὰ πιστεύει στὴ δυνατότητα ἀποκαταστάσεώς του. β) Οἱ ἐπανειλημμένες ἀποτυχίες τῶν ἐπαναστατικῶν αὐτῶν κινημάτων δικαιολογοῦν, ἀλλὰ καὶ ἑρμηνεύουν συνάμα, τοὺς δισταγμοὺς τῶν Ἡγετῶν τοῦ Γένους τὸ 1821, ὅταν μάλιστα τὸ φόβο τῆς νέας τραγικῆς ἀποτυχίας τὸν ἐνίσχυε ἡ καταθλιπτικὴ παρουσία της «Ἱερᾶς Συμμαχίας» (ἀπὸ τὸ 1815). γ) Ἀποδεικνύεται τελείως ἀβάσιμο τὸ ἐπιχείρημα, ὅτι ὁ Διαφωτισμὸς καὶ ἰδίως ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση (1789) γέννησαν τὸ ῾21(8), ὅταν τὸ Γένος δὲν παύει στιγμὴ νὰ βρίσκεται σὲ ἐπαναστατικὸ βρασμό. Ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση ἦταν φυσικὸ νὰ ἐπιταχύνει τοὺς ρυθμοὺς καὶ νὰ ἐνθαρρύνει τὴν ἀστικὴ τάξη, ὄχι ὅμως καὶ νὰ προκαλέσει τὸν Ἀγώνα τοῦ ῾21, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι παρὰ ἕνας σταθμὸς στὴ μακραίωνη φιλελεύθερη πορεία τοῦ Γένους μας.

Ἡ μεγάλη ἀνθενωτικὴή-ἡσυχαστικὴ παράταξη, στὴν ὁποία ἀνῆκαν κατὰ κανόνα καὶ οἱ Πατριάρχες καὶ Μητροπολίτες, τὸ ἐθναρχικὸ δηλαδὴ σῶμα, ἔχει νὰ ἐπιδείξει καὶ μία σημαντικότερη ἀκόμη ἀντίσταση, ἀνταποκρινόμενη μάλιστα ἀπόλυτα στὸ πνεῦμα τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως. Εἶναι οἱ Νεομάρτυρες. Αὐτοὶ προέβαλαν τὴ συνεπέστερη γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἀποτελεσματικότερη γιὰ τὸ Γένος ἀντίσταση, χωρὶς μάλιστα θυσίες ἄλλων, παρὰ μόνο τοῦ ἑαυτοῦ τους(9). Διότι, μὴ ξεχνᾶμε, τὸ πρόβλημα τῆς ἐκχύσεως τοῦ αἵματος τῶν ἄλλων, ἀκόμη καὶ σὲ περίπτωση «νόμιμης» ἄμυνας ἢ ἀπελευθερωτικῆς ἐξεγέρσεως, στὴν ἡσυχαστικὴ (αὐθεντικὴ δηλαδή) ὀρθόδοξη συνείδηση δὲν βρίσκει εὔκολα λύση. Οἱ Νεομάρτυρες ξαναζωντάνεψαν τὴν ἀρχαία χριστιανικὴ παράδοση τοῦ μαρτυρίου. Ἡ ὁμολογία τους ἀποσκοποῦσε στὴν ἔμπρακτη ἀπόρριψη τοῦ κατακτητῆ καὶ τὴν ἄμεση ἐπιβεβαίωση τῆς ὑπεροχῆς τῆς δικῆς τους πίστεως, ποὺ περιέκλειε συνάμα καὶ τὸν ἐθνισμό τους. Σ᾿ ὅλη τη μακρὰ δουλεία, ἀπέναντι στοὺς ἐξωμότες (ἐξισλαμισθέντες) ἢ καὶ τοὺς κρυπτοχριστιανούς, ποὺ ἀληθινὰ ἢ ὄχι κατέφασκαν τὴν ἰδεολογία τοῦ κατακτητῆ, στέκονταν οἱ δημόσιοι καταφρονητές της, οἱ Νεομάρτυρες, μόνιμη παρηγορία καὶ στήριγμα τῆς συνειδήσεως τῶν ὑποδούλων ἄδελφών τους. Οἱ Νεομάρτυρες ἐνσαρκώνουν μάλιστα πληρέστερα ἀπὸ τοὺς Ἐθνομάρτυρες τὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοση, διότι διακρίνονται ὄχι μόνο γιὰ ἡρωϊσμό, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἁγιότητα-πνευματικότητα, ποὺ ἀποδεικνυόταν μὲ τὰ θαύματα, ποὺ συνόδευαν τὸ μαρτύριό τους. Κίνητρό τους δὲν ἦταν τὸ μίσος, ἐναντίον τῶν κατακτητῶν, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, ἀκόμη καὶ τοὺς διῶκτες τους.

Σὲ τελευταία ὅμως ἀνάλυση οἱ στρατιὲς τῶν Νεομαρτύρων ἀποδεικνύουν τὴ συμμετοχὴ καὶ τοῦ Ῥάσου στὴν ἀντίστασή τους, ὅπως καὶ τὴν ἑνότητα τοῦ Γένους ἐναντίον τοῦ Τυράννου. Οἱ Νεομάρτυρες προετοιμάζονταν γιὰ τὴν ὁμολογία τους ἀπὸ τοὺς Πνευματικοὺς-Γέροντες (ἀνάμεσά τους καὶ Ἐπίσκοποι). Οἱ βίοι καὶ τὰ μαρτύρια τῶν Νεομαρτύρων κυκλοφοροῦνταν καὶ διαβάζονταν, εἴτε μεμονωμένα ἀπὸ τοὺς πιστούς, εἴτε στὶς μνῆμες τοὺς ὡς συναξάρια. Καὶ μόνο ἡ καθιέρωση τῆς τιμῆς τῆς μνήμης τῶν Νεομαρτύρων, ἀμέσως μετὰ τὴ θυσία τους, βεβαιώνει τη, σιωπηρὴ ἔστω (γιὰ εὐνόητους λόγους), κατάφαση ἀπὸ μέρους τοῦ Ἐθναρχικοῦ Κέντρου (τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου) τῆς θυσίας τους καὶ ἀναγνώριση τῆς σημασίας της γιὰ τὴ συνέχεια τοῦ Γένους.

Σ᾿ αὐτὴν ὅμως τὴ συνάφεια θὰ ἤθελα νὰ δηλώσω, ὅτι ἀκλόνητη πεποίθησή μου, θεμελιουμένη στὴ μελέτη τόσο τῆς τάσεως γιὰ περιορισμένη συνεργασία μὲ τὸν κατακτητή, ὅσο καὶ ἐκείνης γιὰ ἀντίσταση, εἶναι ἡ σύγκλιση τελικά, καὶ τῶν δυὸ πρὸς ἕνα κοινὸ στόχο: τὴν ἀποκατάσταση τοῦ Γένους. Ἡ διαφορὰ ἐντοπιζόταν στὸν τρόπο θεωρήσεως τοῦ αἰτήματος καὶ στὰ χρησιμοποιούμενα μέσα, ὄχι ὅμως στὴ στοχοθεσία. Δὲν εἶναι ἡ μόνη περίπτωση παρόμοιων «διχασμῶν» τοῦ Γένους.

Ἡ περίπτωση τῶν Νεομαρτύρων ὅμως δείχνει πέρα ἀπὸ τὰ παραπάνω καὶ τὴ σημασία τῶν Μοναστηριῶν στοὺς ἀγῶνες γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Γένους. Ὁ καθηγητὴς Ἀπόστολος Βακαλόπουλος, ὀνομάζει ἀδίστακτα τὰ Μοναστήρια «προμαχῶνες μπροστὰ στὰ κύματα τοῦ Μουσουλμανισμοῦ»(10). Δὲν ἦσαν, πράγματι, μόνο κέντρα παιδείας («κρυφὰ» σχολεῖα), καταφυγῆς καὶ προστασίας τῶν Ῥαγιάδων. Δὲν ἦσαν μόνο πνευματικὲς κολυμβῆθρες γιὰ τὸν συνεχῆ ἀναβαπτισμὸ τοῦ Γένους στὴν παράδοσή του»(11). Ἦσαν καὶ ἀντιστασιακὰ-ἐπαναστατικὰ κέντρα σὲ σημεῖο, ποὺ νὰ μὴν ὑπάρχει ἐξέγερση ὡς τὸ ῾21, στὴν ὁποία δὲν πρωτοστατοῦν κάποιο ἢ κάποια Μοναστήρια, ὡς ἐπίκεντρα τῆς ἐπαναστατικῆς δραστηριότητας, ἀλλὰ καὶ χῶροι, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ξεπηδοῦσαν ἐπαναστάτες-πολεμιστές. Οἱ Μοναχοί μας, ποτὲ δὲν θεώρησαν ἀντίθετο πρὸς τὸν πνευματικό τους ἀγώνα, τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἐθνικὴ ἐλευθερία καὶ τὴ θυσία τους γι᾿ αὐτήν.

Αὐτὴ τὴν στάση τῶν Μοναστηριῶν στὸν Ἀγώνα ὁμολογεῖ καὶ προσδιορίζει μὲ τὸ δικό του μοναδικὸ τρόπο ὁ Στρατηγὸς Μακρυγιάννης: «Τ᾿ ἅγια τὰ μοναστήρια, ὁποῦ ῾τρωγαν ψωμὶ οἱ δυστυχισμένοι [...] ἀπὸ τοὺς κόπους τῶν Πατέρων, τῶν Καλογήρων. Δὲν ἦταν καπουτσίνοι δυτικοί, ἦταν ὑπηρέτες τῶν Μοναστηριῶν τῆς Ὀρθοδοξίας. Δὲν ἦταν τεμπέληδες· δούλευαν καὶ προσκυνοῦσαν (=λάτρευαν). Καὶ εἰς τὸν ἀγώνα τῆς πατρίδος σ᾿ αὐτὰ τὰ μοναστήρια γινόταν τὰ μυστικοσυμβούλια, συναζόταν τὰ ὀλίγα ἀναγκαῖα του πολέμου, καὶ εἰς τὸν πόλεμον θυσίαζαν καὶ σκοτωνόταν αὐτεῖνοι, οἱ ῾περέτες τῶν μοναστηριῶν καὶ τῶν ἐκκλησιῶν. Τριάντα εἶναι μόνον οἱ μὲ μένα σκοτωμένοι ἔξω εἰς τοὺς πολέμους καὶ εἰς τὸ Κάστρο, τὸ Νιόκαστρο καὶ εἰς τὴν Ἀθήνα»(12).

Ὁ Μακρυγιάννης ἐπικαλεῖται τὴν προσωπική του ἐμπειρία, γιὰ νὰ κατοχυρώσει τὴ συμμετοχὴ τῶν Μοναστηριῶν στὸ μακρὸ ἀγώνα τῆς ἀνεξαρτησίας. Μὲ ἀφετηρία τὴν καθαρὰ ὀρθόδοξη-ρωμαίικη συνείδησή του, νομίζω, ὅτι δὲν τὸν παρερμηνεύουμε, ἂν τὴν ἀναφορά του στὸ δυτικὸ μοναχισμὸ τὴν ἑρμηνεύσουμε μὲ βάση τὴν ἐθνικὴ προσφορὰ τῶν Μοναχῶν μας. Ἡ φράση «δὲν ἦταν καπιτσίνοι δυτικοί» γιὰ μᾶς σημαίνει: δὲν εἶχαν καμιὰ σχέση μὲ τὰ δυτικὰ-μοναχικὰ τάγματα, ποὺ βρίσκονταν στὴν ἐξουσία τοῦ «τυράννου» (Πάπα ἢ Φράγκου Αὐτοκράτορα). Ἦταν στὴν ὑπηρεσία-διακονία τοῦ Γένους, στὸ ὁποῖο καὶ ἀνῆκαν. Πόσοι ὅμως παρόντες σ᾿ αὐτὸν ἐδῶ τὸ χῶρο δὲν ἔχετε τὶς προσωπικές σας ἐμπειρίες γιὰ τὸν ἐθνικὸ ρόλο τῶν Μοναστηριῶν καὶ τῶν Μοναχῶν μας -ἀκόμη καὶ τῶν Μοναζουσῶν-στοὺς νεώτερους ἀγῶνες τοῦ Ἔθνους, ὅπως ἡ ἀντίσταση 1941-44; Εἶναι μία προσφορὰ ἀδιάκοπη, ταπεινὴ καὶ ἀθόρυβη, ἀληθινὰ μαρτυρική. Προσφορὰ πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἀφατρίαστη καὶ ἀκομμάτιστη, ἀληθιυὰ ἐθνική. Τὰ Ἑλληνικὰ Μοναστήρια δὲν συνδέθηκαν μόνο μὲ τὶς ἐξεγέρσεις τῶν χρόνων τῆς δουλείας, ἀλλὰ ἀπὸ αὐτὰ ξεπήδησαν καὶ μεγάλες μορφὲς τοῦ ῾21(13), φωτεινοὶ Ἡγέτες καὶ φλογεροὶ Ἐπαναστάτες.

2. Τὸ Ῥάσο στὴν Ἐπανάσταση τοῦ ῾21

Ἡ συμμετοχὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ γενικὰ ὅλου τοῦ Ῥάσου στὸν πανεθνικὸ Ἀγώνα τοῦ ῾21 ἦταν ἀδύνατη χωρὶς μία πολὺ δύσκολη αὐθυπέρβαση. Καὶ ἡ αὐθυπέρβαση αὐτὴ δὲν ἔχει σχέση, ὅπως θὰ δεχόταν ἡ ἀντικληρικὴ προπαγάνδα, μὲ κάποια ἐθελοδουλία ἢ ἀδιαφορία γιὰ τὸ Γένος. Ἀντίθετα, σχετιζόταν ἄμεσα μὲ τὴν γνήσια καὶ αὐθεντικὴ ἀποκατάστασή του. Ἂς θυμηθοῦμε ἐδῶ τὸ βαθύτερο στόχο τῆς Ἐθναρχίας καὶ τοῦ Κλήρου μέσῳ τῆς «περιορισμένης συνεργασίας» μὲ τὸν κατακτητή. Ἦταν ἡ ἀνάσταση ὅλου τοῦ Ῥωμαίικου, δηλαδὴ τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Ῥωμανίας, μὲ τὴν παλαιὰ ἔκταση καὶ εὐκλειά της. Αὐτὸ ἐννοοῦσε ὁ Πατροκοσμᾶς λέγοντας συχνά: «αὐτὸ μιὰ μέρα θὰ γίνει ῥωμαίικο». Αὐτὸ ἐννοοῦσε καὶ ὁ Ῥήγας Βελεστινλῆς, ἔστω καὶ σὲ ἕνα ἄλλο ἰδεολογικὸ πλαίσιο, ὅταν ἔλεγε στὸ «Θούριό» του: «Βούλγαροι κι Ἀρβανίτες καὶ Σέρβοι καὶ Ῥωμηοί, ἀράπηδες καὶ ἄσπροι, μὲ μιὰ κοινὴ ὁρμή, γιὰ τὴν ἐλευθερίαν νὰ ζώσωμεν σπαθί».

Μετά τὸ κίνημα τοῦ Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντη θὰ ἀλλάξει αὐτὸς ὁ ρωμαίικος-οἰκουμενικὸς στόχος τοῦ Ῥήγα καὶ τῶν Κολλυβάδων, ποὺ ἦταν ὁ στόχος τῆς Ἐθναρχίας(14). Ἀπὸ τὴ μεγαλοϊδεατικὴ ἰδεολογία τοῦ Γένους, θὰ ἐνταχθεῖ ὁ Ἀγώνας στὸ πλαίσιο τῆς ἄρχης τῶν ἐθνικοτήτων -καρποῦ τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως, στοχεύοντας ὄχι πιὰ στὴν ἀνασύσταση τῆς αὐτοκρατορίας, ἀλλὰ στὴ δημιουργία ἑνὸς μικροῦ ἀνεξάρτητου κράτους, στὸ ὁποῖο θὰ «στριμωχνόταν» κυριολεκτικά (πρβλ.τὸ 1922) τὸ Ἑλληνικὸ Ἔθνος. Αὐτὸ τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴ Ῥωμαίικη Οἰκουμένη στὸ Ἑλληνικὸ κράτος ἰσοδυναμοῦσε μὲ θάψιμο τῆς Ῥωμηοσύνης. Ἔτσι ὁ ἀγώνας τοῦ ῾21 ἐντάχθηκε στὰ σχέδια τῶν Μεγάλων Δυνάμεων τῆς Εὐρώπης γιὰ τὴν αὐτοκρατορία τῆς Ῥωμανίας. Στὶς εὐρωπαϊκὲς αὐλές, ὅπως λ.χ. τοῦ Ναπολέοντος, καθορίσθηκε ὁ χαρακτήρας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, ποὺ δὲν θὰ ἔχει πιὰ ῥωμαίικο-οἰκουμενικὸ χαρακτήρα, ἀλλὰ στενὰ ἐθνικὸ καὶ κατ᾿ οὐσίαν «ἀρχαιοελληνικό». Θὰ εἶναι ἐπανάσταση τῶν Ἑλλήνων τοῦ Ἑλλαδικοῦ θέματος ὄχι μόνο ἐναντίον τῶν Τούρκων, ἀλλὰ καὶ ἐναντίον τῆς Ῥωμαίικης Ἐθναρχίας, ὡς συνέχειας τῆς «Ῥωμαϊκῆς Βασιλείας» τῶν «Βυζαντινῶν»(15). Τὸ πραξικοπηματικὸ Αὐτοκέφαλο τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας (1833) εἶναι ἡ ἁπτὴ ἐπιβεβαίωση αὐτῶν τῶν ξενόφερτων προσανατολισμῶν.

Ἡ συμμετοχή, συνεπῶς, τοῦ Ῥάσου -καὶ μάλιστα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου- στὸν Ἀγώνα ὑπῆρξε δεῖγμα ὑψηλῆς αὐθυπερβάσεως καὶ αὐτοθυσίας, ἀφοῦ ἦταν πιὰ φανερό, ὅτι ὁ Ἀγώνας εἶχε σαφῶς ἀντιρωμαίικο καὶ ἀντιεθναρχικὸ χαρακτήρα, στρεφόμενο καὶ κατὰ τοῦ Πατριάρχου, ὡς Ἐθνάρχου τῶν Ῥωμηῶν(16). Ἡ συμμετοχὴ δὲ αὐτὴ ὁμολογεῖται ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ τὴν ἔζησαν σ᾿ ὅλη τη διάρκεια τοῦ Ἀγώνα καὶ ἦταν σὲ θέση νὰ τὴν ἐπιβεβαιώσουν.

«Πλησίον εἰς τὸν Ἱερέα -ἔλεγε ὁ Θ. Κολοκοτρώνης- ἦτον ὁ λαϊκός, καθήμενοι εἰς ἕνα σκαμνί, Πατριάρχης καὶ τζομπάνης, ναύτης καὶ γραμματισμένος, ἰατροί, κλεφτοκαπεταναῖοι, προεστοὶ καὶ ἔμποροι»(17). Ὁ ἱστορικὸς τοῦ l9ου αἰώνα Χρ.Βυζάντιος σημειώνει: «Προύχοντες, κληρικοί, ἀρματολοὶ καὶ κλέφται, λόγιοι καὶ πλούσιοι, συνεφώνησαν ἢ μᾶλλον συνώμοσαν καὶ παραχρήμα ἐπαναστάτησαν κατὰ τῆς τουρκικῆς δυναστείας(18).

Ὁ ἐθνικὸς ἱστορικός μας Κωνσταντῖνος Παπαρρηγόπουλος ὁμολογεῖ: «...Ὁσαδήποτε καὶ ἂν ὑπῆρξαν τὰ ἁμαρτήματα πολλῶν ἐκ τῶν Πατριαρχῶν, οὐδεὶς ὅμως ἐξ αὐτῶν, οὐδεὶς ὠλίσθησεν περὶ τὴν ἀκριβῆ του πατρίου δόγματος καὶ τῶν ὑπάτων ἐθνικῶν συμφερόντων τήρησιν»(19).

Ἀνάλογα ἀποτιμοῦν τὴ στάση τοῦ Ῥάσου στὴν Ἐπανάσταση ὁ Δ. Κόκκινος, ὁ Δ. Φωτιάδης, ὁ Σπ. Μαρινάτος, ὁ Ἰω. Συκουτρῆς, ὁ Κ. Βοβολίνης, ὁ Ν. Τωμαδάκης, ὁ Ἀπ. Βακαλόπουλος κ.ἄ.(20) Ὑπάρχουν, βέβαια, καὶ ἐπικριτὲς τοῦ Κλήρου, καὶ τῶν Ἀρχιερέων, ποὺ ἀμφισβητοῦν ἢ καὶ ἀρνοῦνται τὴν εἰλικρινῆ καὶ ἄδολη συμμετοχή τους στὸν Ἀγώνα. Τέτοιες θέσεις ἔχουν κατὰ καιροὺς ὑποστηρίξει ὁ Γ. Κορδᾶτος (ἱστορικὸς μαρξιστής), ὁ Γ. Σκαρίμπας (λογοτέχνης μαρξιστής, ἀλλ᾿ ὄχι ἱστορικός), ὁ Μάριος Πλωρίτης (φιλόλογος κριτικός, ἀλλ᾿ ὄχι ἱστορικός), ὁ Γ. Καρανικόλας (δημοσιογράφος, ὄχι ἱστορικός) κ.ἄ.(21). Οἱ θέσεις αὐτὲς ἐπαναλαμβάνονται στερεότυπα ἀπὸ ἄλλους λιγότερο σημαντικοὺς καὶ ἄσχετους μὲ τὴν ἱστορικὴ ἔρευνα. Ἀρκεῖ νὰ μελετήσει κανεὶς τὸ «ΔΕΛΤΙΟΝ» τῆς Ο.Λ.Μ.Ε.(22), γιὰ νὰ διαπιστώσει πὼς αὐτούσιες οἱ ἰδεολογικὲς αὐτὲς ἑρμηνεῖες γιὰ τὸ ῾21 περνοῦν στὸ χῶρο τῆς παιδείας. Τὸ τραγικὰ ἀπελπιστικὸ ὅμως εἶναι, ὅτι πολλὲς ἀπὸ τὶς παλαιότερες τοποθετήσεις ἔχουν πιὰ ξεπερασθεῖ καὶ στὸ χῶρο τῆς μαρξιστικῆς ἱστορικῆς Σχολῆς, ὁπότε οἱ ὑποστηρικτές τους ἀποδεικνύονται «παλαιομοδίτες» στὸ χῶρο τοῦ ἱστορικοῦ ἐρασιτεχνισμοῦ. Νεώτεροι μαρξιστὲς στορικοί, ἔχουν ἀποκηρύξει τὴν ἑρμηνευτικὴ μέθοδο τοῦ Γ.Κορδάτου καὶ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν ἰδεολογικὴ προοπτική του. Ἐπίσης ἔχουν ἀπορρίψει τὴν προπολεμικὴ θεωρία τοῦ «λαϊκισμοῦ (π. χ. Λεων. Στρίγκας). Ἔτσι, ὁ Π. Ῥοῦσος δέχεται τὴν ἐπανάσταση τοῦ ῾21 ὡς ἐθνικοαπελευθερωτικὴ καὶ ὁμολογεῖ: «Σὲ σύγκριση μὲ τὸ ἐθνικὸ τὸ κοινωνικὸ ἔρχεται στὸ ὑπόστρωμα»(23). Ἀνάλογα δέχονται ὁ καθηγ. Βασ. Φίλιας, ὁ Λεων. Στρίγκας, ἡ Ἑλ. Ἀντωνιάδη-Μπιμπίκου κ.ἄ. (24). Ἡ ἐπικρατοῦσα στὸ χῶρο τῆς μαρξιστικῆς σκέψης σήμερα θέση εἶναι, ὅτι ἡ Ἐπανάσταση τοῦ ῾21 εἶναι ἐθνικοαπελευθερωτική, μὲ κοινωνικὸ περιεχόμενο, ἀλλὰ μία, στὴν ὁποία ἔλαβαν μέρος οἱ πιὸ ἑτερόκλητες δυνάμεις, κάθε μιὰ μὲ τὶς δικές της προϋποθέσεις καὶ στοχοθεσία. Δὲν ἔχει ἐκλείψει ὅμως τελείως ἡ ἰδεολογικὴ προσέγγιση, ποὺ ἀναιρεῖ κάθε δυνατότητα ἱστορικῆς-ἐπιστημονικῆς κατανοήσεως καὶ ἑρμηνείας.

Ἕνα ἀπὸ τὰ ἐπισημότερα θύματα τῆς παρατεινόμενης αὐτῆς ἰδεολογικῆς ἀδιαλλαξίας εἶναι ὁ Μέγας Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης τοῦ Ἀγώνα, Ἅγιος Γρηγόριος Ε´ (25). Ἡ ἑρμηνεία τῆς στάσης του στὸν Ἀγώνα ἀπαιτεῖ ἐπαρκῆ γνώση τῆς ἐποχῆς (ἱστορικά, κοινωνιολογικά, πολιτικά, διπλωματικά) καὶ τὴ χρήση ὀρθῶν κριτηρίων, συγχρόνων δηλαδὴ καὶ ὄχι σημερινῶν (ἱστορικὸς ἀναχρονισμός). Ὁ σοφὸς ἐκεῖνος Γενάρχης, πῶς ἦταν δυνατὸ νὰ παραβλέψει τοὺς ἀρνητικοὺς παράγοντες, ποὺ ἀπειλοῦσαν κάθε ἐπαναστατικὴ σκέψη (Ἱερὰ Συμμαχία, Τσάρος, προηγούμενες οἰκτρὲς ἀποτυχίες, π. χ. 1790); Γιατί νὰ ἀπαιτεῖ κανεὶς λιγότερη σύνεση ἀπὸ ἐκείνη τοῦ Κοραῆ καὶ τοῦ Καποδίστρια, ποὺ ἦσαν τελείως ἀρνητικοὶ στὰ σχέδια ἐξεγέρσεως; Καὶ ὅμως, σὲ καμία παρακωλυτικὴ ἢ ἀποτρεπτικὴ ἐνέργεια δὲν προέβη, ἡ δὲ ἀλληλογραφία του εἶναι σαφῶς θετικὴ καὶ φανερώνει τὴν ἐσωτερικὴ συμμετοχή του στὰ σχέδια τῆς Φιλικῆς(26). Θὰ ἐρωτήσει, βέβαια, κανείς: καὶ ὁ περιβόητος ἀφορισμὸς τοῦ κινήματος Ὑψηλάντου-Σούτσου; Δὲν εἶναι σαφὴς ἀντίδραση τοῦ Γρηγορίου; Ἔτσι, ἄλλωστε, ἑρμηνεύεται ὡς σήμερα ἀπὸ τὴν ἀρνητικὴ κριτική. Μπορεῖ ὅμως νὰ «ἑρμηνευθεῖ» ὁ ἀφορισμὸς χωρὶς νὰ ληφθεῖ ὑπόψη τὸ κλίμα, μέσα στὸ ὁποῖο ἔγινε; Καὶ ποιὸ ἦταν τὸ κλίμα αὐτό;
-Ἔκρηξη τῆς ὀργῆς τοῦ Σουλτάνου (ἀπόλυτου κυρίου πάνω σὲ κάθε ὑπήκοο)
- Ἄμεσος κίνδυνος γενικῆς σφαγῆς τῶν Ῥωμηῶν (ὁμολογία ἐκθέσεων τῶν Ξένων της Κωνσταντινουπόλεως(27))
-Ἀπερίγραπτες θηριωδίες, ποὺ προοιώνιζαν τὴ συνέχεια
-Παύση ἀπὸ τὸν Σουλτάνο δυὸ Μ. Βεζίρηδων, μὲ τὴν κατηγορία τῆς ἐπιεικοῦς στάσεως ἔναντι τῶν Ῥωμηῶν
-Ἀπαγχονισμὸς τοῦ Σεϊχουλισλάμη (θρησκευτικοῦ ἀρχηγοῦ), κατηγορουμένου γιὰ ἀπείθεια (δὲν ἐξέδωσε φετφὰ γιὰ τὴν σφαγὴ καὶ ἐξόντωση τῶν Ῥωμηῶν(28))
-Ἐκτελέσεις Φαναριωτῶν (Μουζούρηδων καὶ Μητροπολιτῶν) κ.λπ.(29).

Ποιὸς μπορεῖ μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ νὰ ἀρνηθεῖ, ὅτι ὁ ἀφορισμὸς ἦταν πράξη ἀνάγκης καὶ «στάχτη στὰ μάτια τοῦ Σουλτάνου»; (Νικοπόλεως Μελέτιος). Αὐτὴ ἀκριβῶς ἦταν καὶ ἡ ἑρμηνεία τοῦ ἄμεσα θιγομένου ἀπὸ τὸν ἀφορισμό, Ἀλ. Ὑψηλάντη: «Ὁ Πατριάρχης, βιαζόμενος ὑπὸ τῆς Πόρτας, σᾶς στέλλει ἀφοριστικὰ καὶ Ἐξάρχους, παρακινώντας σας νὰ ἑνωθῆτε μὲ τὴν Πόρταν. Ἐσεῖς ὅμως νὰ τὰ θεωρῆτε αὐτὰ ὡς ἄκυρα, καθότι γίνονται μὲ βίαν καὶ δυναστείαν καὶ ἄνευ τῆς θελήσεως τοῦ Πατριάρχου»(30). Μόνο, λοιπόν, μετὰ ἀπὸ τὴν γνώση ὅλων αὐτῶν μπορεῖ νὰ ἐκτιμηθεῖ σωστὰ καὶ ὁ ἀπαγχονισμὸς τοῦ Γρηγορίου. Ὁ πρῶτος Πατριάρχης τῆς Ῥωμηοσύνης ἐκτελέσθηκε ὡς «προδότης» τοῦ Σουλτάνου καὶ ὄχι τῶν Ῥωμηῶν(31). Καὶ εὔλογα, ἀφοῦ τυπικὰ ἦταν ὁ δεύτερος μετὰ τὸν Σουλτάνο ἀξιωματοῦχος τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἐνῷ δὲ ὁ ἀφορισμὸς δὲν εἶχε καμιὰ ἀρνητικὴ ἀπήχηση στὸν Ἐθνικὸ Ἀγώνα, ἀφοῦ ἦταν γνωστὴ ἡ προέλευσή του, τὸ «σχοινὶ τοῦ Πατριάρχη» ἀνέπτυξε μίαν εὐεργετικὴ δυναμική, διότι ἔγινε κινητήρια δύναμη στὸ ἀγωνιζόμενο Ἔθνος.

Ἡ ἰδεολογικοποιημένη ἑρμηνεία δὲν ἀφήνει ὅμως ἄθικτους καὶ τοὺς ἄλλους Ἀρχιερεῖς. Θέλοντας νὰ μειώσουν τὴ διακεκριμένη συμμετοχὴ ἀρχιερέων, ὅπως λ.χ. ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς ἢ ὁ Σαλώνων Ἡσαΐας, μιλοῦν γιὰ «ἑκατοντάδες ἀρχιερέων» (Σκαρίμπας), ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν ὁποίων (δῆθεν) ἀπέσχε καὶ ὑπονόμευσε τὸν Ἀγώνα(32). Ἔχουν ὅμως ἔτσι τὰ πράγματα;

Οἱ Ἀρχιερεῖς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου δὲν ξεπερνοῦσαν τοὺς 200, στὶς 171 συνολικὰ ἐπαρχίες του. Ὁ ἀριθμὸς δὲ αὐτὸς περιλαμβάνει καὶ τοὺς Ἀρχιερεῖς τῶν ἄλλων ῥωμαίικων Πατριαρχείων, ποὺ ἦσαν στὰ ὅρια τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας(33). Ὁ Σπ. Τρικούπης, Θ. Φαρμακίδης κ.ἄ. δέχονται τὸν ἀριθμὸ 180, οἱ δὲ τιτουλάριοι Ἀρχιερεῖς δὲν ὑπερέβαιναν τοὺς 20(34). Ποιὰ ἦταν, λοιπόν, ἡ συμμετοχὴ αὐτῶν τῶν Ἀρχιερέων στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία(35).

Παρά τὸν ἀστικὸ χαρακτήρα τῆς Φιλικῆς, οἱ πρωτεργάτες της δὲν εἶχαν δυτικὴ ἀντιφεουδαρχικὴ συνείδηση, διότι στὴν «καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολήν» δὲν ὑπῆρχε φεουδαρχία φραγκικοῦ τύπου (φυσικὴ ἀριστοκρατία). Γι᾿ αὐτὸ ἐνῷ στὴ Δύση ὁ Κλῆρος, καὶ μάλιστα οἱ Ἐπίσκοποι, ἐθεωροῦντο προέκταση τῆς τάξεως τῶν Εὐγενῶν, ἡ Φιλικὴ στράφηκε ἐδῶ στὸν Κλῆρο καὶ μάλιστα στὶς κεφαλές του. Αὐτὸ ἐπιβεβαιώνει καὶ ὁ Κορδάτος: «Οἱ Φιλικοὶ [...] ἐπεδίωξαν νὰ δώσουν χαρακτήρα πανεθνικὸν εἰς τὴν ὠργανωμένην ἐπανάστασιν καὶ δι᾿ αὐτὸ προσηλύτισαν καὶ μερικοὺς Φαναριώτας καὶ ἀνωτέρους Κληρικούς»(36). Τὸ ἐπίθετο («μερικούς») ἀπορρέει ἀπὸ τὸ ἰδεολογικὸ πρίσμα τοῦ Κορδάτου καὶ δὲν ἀνταποκρίνεται στὸ ἐλάχιστο στὰ πράγματα.

Ἀπὸ 1818 μυήθησαν στὴν Φ. Ε. ὅλοι σχεδὸν οἱ ἀρχιερεῖς τῆς Πελοποννήσου(37), κάτι ποὺ ἀναγκάζεται νὰ τὸ παραδεχθεῖ ὁ ἀγαθότερος Σκαρίμπας: « Ἡ Φ. Ε. [...] στὸ κόλπο εἶχε μυήσει ὅλους σχεδὸν τοὺς Παλαιοελλαδίτες κοτσαμπάσηδες καὶ προπαντὸς τοὺς δεσποτάδες»(38). Ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι ὡς Ῥωμηοὶ οἱ ἡγέτες τῆς Φιλικῆς γνώριζαν τὴν ἐπιρροὴ τῶν Ἀρχιερέων στὸ λαό. Μέσα στὰ ἔτη 1818-1821 ὅλοι σχεδὸν οἱ Ἀρχιερεῖς ἔγιναν μέλη τῆς Φιλικῆς. Μαρτυρίες ἀδιαμφισβήτητες καλύπτουν 81 περιπτώσεις. Γιὰ ἕναν ἀριθμὸ ἀπουσιάζουν μαρτυρίες, χωρὶς ὅμως νὰ μπορεῖ νὰ ὑποστηριχθεῖ, ὅτι δὲν εἶχαν μυηθεῖ καὶ ἐκεῖνοι. Ἀπουσιάζει ὅμως καὶ κάθε μαρτυρία γιὰ προβολὴ ἀρνήσεως ἢ γιὰ ὑπονόμευση τοῦ ἔργου τῆς Ἑταιρείας. Οἱ περισσότεροι ἱστορικοὶ δέχονται, ὅτι οἱ Ἀρχιερεῖς ὑπῆρξαν ἡ σπονδυλικὴ στήλη τῆς Φιλικῆς καὶ ὁ κύριος παράγων τοῦ ἔργου τῆς λόγω τοῦ ὑψηλοῦ κύρους τους στὸν Λαό(39). Ἂν οἱ Ἀρχιερεῖς ἐξ ἄλλου δὲν περιέβαλλαν μὲ τὴν ἀγάπη τους τo ἔργο τῆς Φιλικῆς, πολλὰ πράγματα μποροῦσαν νὰ ἀνατραποῦν. Μιὰ ἀναφορά, τέλος, στὴν ποσοστιαία σύνθεση τῆς Φιλικῆς δίνει τὰ στοιχεῖα: Κληρικοὶ 9,5%, Ἀγρότες 6% καὶ Πρόκριτοι 11,7%(40).

Ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Ἑλλάδος ἀναφέρονται ἐπώνυμα στὶς πηγὲς 73 ἀρχιερεῖς, ποὺ ἔλαβαν ἐνεργὸ μέρος στὸν Ἀγώνα. Σαρανταδύο Ἀρχιερεῖς ὑπέστησαν ταπεινώσεις, ἐξευτελισμούς, φυλακίσεις, διώξεις κάθε εἴδους, βασανιστήρια, ἐξορίες κ.λπ. Δυὸ Οἰκουμενικοὶ Πατριάρχες (Γρηγόριος Ε´, Κύριλλος ΣΤ´) καὶ 45 Ἀρχιερεῖς (Μητροπολίτες) ἐκτελέσθηκαν ἢ ἔπεσαν σὲ μάχες. Κατὰ τὸν Γάλλο Πρόξενο Πουκεβὶλ οἱ κληρικοὶ-θύματα τοῦ Ἀγώνα ἀνέρχονται συνολικὰ σὲ 6.000(41).

Υπάρχει ὅμως καὶ τὸ «ἐξ ἀντιθέτου» ἐπιχείρημα. Ἡ μαρτυρία τῶν Τούρκων Ἱστορικῶν γιὰ τὴ δράση τοῦ ἑλληνορθοδόξου Κλήρου στὸν Ἀγώνα τοῦ ῾21(42). Ἔτσι, ὁ Μώραλη Μελὶκ Μπέη δέχεται ὅτι «τὸν λαὸν (τῆς Πελοποννήσου) ὑπεκίνησαν οἱ ἔχοντες συμφέροντα καὶ σχέσεις μετὰ τούτων, οἱ ἔμποροι, οἱ πρόκριτοι, καὶ κυρίως οἱ μητροπολίται καὶ γενικῶς οἱ ἀνήκοντες εἰς τὸν κλῆρον, δηλαδὴ οἱ πραγματικοὶ ἠγέται τοῦ Ἔθνους»(43). Ὁ δὲ Ζανὶ Ζαντὲ σημειώνει: «Τὰ σχέδια ἐτηροῦντο μυστικὰ μεταξὺ τοῦ Πατριάρχου, τῶν Μητροπολιτῶν, τῶν Παπάδων, τῶν Δημογερόντων»(44).

Διὰ νὰ κλείσουμε τὸ θέμα αὐτό, θὰ προσθέσουμε, ὅτι ἐνίοτε τὸν 19ο αἰώνα ἐγείρονταν ἀντιδράσεις ὄχι γιὰ τὴν μὴ συμμετοχὴ τῶν Κληρικῶν μας στὸν ἀπελευθερωτικὸ Ἀγώνα, ἀλλὰ ἀντίθετα γιὰ τὴ συμμετοχή τους σ᾿ αὐτόν. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Κεφαλλονίτη κοσμοκαλόγηρου καὶ ἡσυχαστῆ Κοσμᾶ Φλαμιάτου (1786- 1852)(45). Κατὰ τὸν Φλαμιᾶτο ἡ Ἀγγλία ἐκμεταλλεύθηκε τὸν Ἀγώνα τοῦ ῾21. Μὲ τὴν ἐμπλοκὴ τοῦ Κλήρου σ᾿ αὐτὸν ἐπεδίωξε «ἵνα διεγείρῃ τὴν παγκόσμιον, εἰ δυνατόν, περιφρόνησιν, μίσος, ἀποστροφὴν καὶ συνωμοσίαν κατὰ τοῦ Κλήρου, τόσον τὴν ἐκ τῶν Ἀρχῶν, ὅσον καὶ τὴν ἐκ τοῦ λαοῦ. Δι᾿ αὐτὸν τὸν σκοπὸν πρὸς τοῖς ἄλλοις ἐκίνησεν ἐμμέσως εἰς τοὺς ἀρχηγοὺς τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας καὶ εἰσήχθησαν ἐν αὐτῷ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, πολλοὶ Ἐπίσκοποι καὶ ἄλλοι ἐκ τοῦ Κλήρου τῆς Ἀνατολῆς, καὶ ἐφάνησαν τινὲς ἐξ αὐτῶν ὁπλοφοροῦντες εἰς τὸ στάδιον τοῦ κατὰ τῶν Ὀθωμανῶν πολέμου, φαινόμενον ὅλως μοναδικόν, ἀλλόκοτον καὶ ἀποτρόπαιον, εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν...»(46).

Δὲν θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὴν ὀρθότητα ἢ ὄχι τῶν κρίσεων τοῦ Φλαμιάτου, ποὺ ἔχει τὸ δικό του πρίσμα θεωρήσεως.

Τὸ σκανδαλιστικὸ γιὰ ἡσυχαστὲς σὰν τὸν Φλαμιάτο εἶναι ἡ συμμετοχὴ τοῦ Κλήρου στὶς πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις («ὁπλοφορία») καὶ σὲ μία συνωμοτικὴ Ἑταιρεία, ὅπως ἡ Φιλική. Τὴν τελευταία θεωρεῖ κατευθυνόμενη «ἐμμέσως» ἀπὸ τὴν Ἀγγλία. Μᾶλλον, συνεπῶς, αὐτὸ προσκρούει στὴ συνείδησή του, ὅτι δηλαδὴ ἡ Ἐπανάσταση ἐξυπηρετοῦσε τοὺς σκοποὺς τῆς Δύσεως. Σ᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς, πιστεύουμε, ἔγκειται ἡ ἀντίθεσή του. Ὅτι ὁ Κλῆρος τῆς Ἑλλάδος, ἐν ἀγνοίᾳ του, ἐξυπηρέτησε σκοποὺς ἀλλοτρίους καὶ ὄχι τὰ ὄνειρα τῆς Ῥωμηοσύνης. Ὁ Φλαμιᾶτος γράφει στὴ δεκαετία τοῦ 1840, ὅταν πολλὰ πιὰ ἔχουν ἀποσαφηνισθεῖ. Σημαντικὸ ὅμως εἶναι, ὅτι θεωρεῖ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη μέλος τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, σ᾿ ἀντίθεση μὲ τοὺς σημερινοὺς ἐπικριτές του. Γιὰ τοὺς παραδοσιακοὺς ὀρθοδόξους ὅμως αὐτὸ ἦταν τὸ σκάνδαλο καὶ ὄχι τὸ ἀντίθετο. Ὁ Γενάρχης τῆς Ῥωμηοσύνης νὰ ὑποθάλπει κινήσεις, ποὺ στρέφονταν ἐναντίον της... Γι᾿ αὐτὸ μιλήσαμε παραπάνω γιὰ «θυσία» καὶ «αὐθυπέρβαση» τοῦ Ῥάσου. Ἡ ἐθναρχικὴ πολιτικὴ ἐγκαταλείφθηκε γιὰ χάρη τῆς ἐλευθερίας τῆς Ἑλλάδος(47). Ἡ Ῥωμαίικη Ἐθναρχία θυσιάσθηκε, ἑκούσια, γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος. Ὁ Ὄθων στὰ 1833 θὰ πάρει γιὰ τοὺς Ἕλληνες, πολιτικὰ καὶ ἐκκλησιαστικά, τὴ θέση τοῦ Ἐθνάρχη Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη.Ἡ ἀγανάκτηση τοῦ Φλαμιάτου ἑστιάζεται, ἀκριβῶς, στὴν ἀντίθετη κατεύθυνση ἀπὸ τὶς αἰτιάσεις τῶν ἐπικριτῶν τοῦ Κλήρου. Τὸ Ῥάσο θυσίασε τὰ πάντα γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν ἐθνικὴ ἀποκατάστασή της.

Συμπερασματικά:

Ἡ συμμετοχὴ τοῦ Ῥάσου στοὺς ἐθνικούς μας ἀγῶνες δὲν εἶναι ἀσφαλῶς, ὁ μοναδικὸς λόγος τῆς παρουσίας τοῦ Κλήρου στὴν κοινωνία μας. Κύρια ἀποστολὴ τοῦ Ῥάσου εἶναι τὸ ἔργο τοῦ ἰατροῦ στὸ «Πνευματικὸν Ἰατρεῖον» τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ ὑπαρκτικὴ ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ θεωρεῖται ὡς ἕνας συμβατικὸς θεσμός, κοινωνικοῦ χαρακτήρα, μέσα στὸν ὑπόλοιπο κρατικὸ καὶ ἐθνικὸ βίο, μὲ σκοπὸ νὰ σῴζει ἁπλῶς τὴν ἱστορικὴ διάσταση.

Ἐν τούτοις ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καὶ μάλιστα ἡ Ἑλλαδική, πρωτοστατεῖ σ᾿ ὅλους τοὺς ἀπελευθερωτικούς μας ἀγῶνες. Γιατί; Διότι τοῦτο ἀπορρέει ἀπὸ τὴν πίστη της γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ Ὀρθοδοξία βλέπει τὴν ἐλευθερία ὡς τὸ φυσικὸ κλίμα ἀναπτύξεως καὶ πραγματώσεως, τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Πραγματικὴ δὲ ἐλευθερία εἶναι ἡ δυνατότητα κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους του, σὲ βαθμὸ γνησιότητας, πληρότητας καὶ αὐθεντικότητας, ἔξω δηλαδὴ ἀπὸ κάθε ἀναγκαστικότητα. Ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία ἐντάσσεται στὰ πλαίσια τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι (καὶ ὡς ἐθνική-κοινωνική) ἔννοια καθαρὰ θεολογικὴ-ἐκκλησιαστική(48).

Ὁ Ὀρθόδοξος Κλῆρος δὲν μπορεῖ νὰ μὴ συμμετάσχει στοὺς ἐθνικοὺς-ἀπελευθερωτικοὺς ἀγῶνες, διότι τὸ ἔργο του καὶ στὴν περίοδο τῆς εἰρήνης εἶναι ἀπελευθερωτικό. Ἀγώνας γιὰ τὴν καταξίωση τοῦ Ῥωμηοῦ, ὡς ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἐσωτερικῆς δουλείας, τῆς ἁμαρτίας(49). Ἡ ἐσωτερικὴ δὲ δουλεία κατὰ κύριο λόγο ἐπιφέρει καὶ τὴν ἐξωτερική. Διότι δουλεία δὲν εἶναι, κυρίως, ἡ ἀναγκαστικὴ ὑποταγή, ἀλλὰ ἡ ἐσωτερικὴ ὑποταγὴ καὶ ταύτιση μὲ τὸν κατακτητή, ἡ νέκρωση τοῦ πνεύματος ἀντιστάσεως καὶ τοῦ ψυχικοῦ δυναμισμοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πιστεύουμε, ὅτι ἡ σημαντικότερη προσφορὰ τοῦ Ῥάσου στὸ Ἔθνος μας δὲν ἦταν τόσο ἡ συμμετοχὴ τοῦ Κλήρου στὶς ἔνοπλες ἐξεγέρσεις καὶ συγκρούσεις, ὅσο ἡ συμβολὴ τοῦ Ῥάσου στὴ συντήρηση τοῦ ἑλληνορθοδόξου φρονήματος τοῦ Γένους καὶ τῆς ἀγάπης του πρὸς τὴν ἐλευθερία. Χωρὶς αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει Εἰκοσιένα.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Τὸ λάθος αὐτὸ διαπράττεται συχνά, καὶ ὄχι μόνο ἀπὸ «ἀθεολόγητους». Οἱ βαθμοὶ τῆς Ἱερωσύνης (Ἐπίσκοπος-Πρεσβύτερος καὶ Διάκονος) συναποτελοῦν τὸν ἀνώτερο κλῆρο. Στὸν κατώτερο κλῆρο ἀνήκουν οἱ (χειροθετημένοι καὶ ὄχι ἐντὸς τοῦ ἁγίου βήματος χειροτονημένοι) ὑποδιάκονοι, ψάλτες, ἀναγνῶστες κ.λπ.

2. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Τουρκοκρατία…, Ἀθήνα 1989, σ. 85 ἔ.ἔ. Πρβλ. Χρ. Σ. Πελεκίδη, Ἰδεολογικὰ Ῥεύματα τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Τουρκοκρατίας, Ἰωάννινα 1974.

3. Ἰ. Μενούνου, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ ΔΙΔΑΧΕΣ, Ἀθήνα 1979, σ. 269-70.

4. Ἂς θυμηθοῦμε τὰ προφητικὰ γιὰ σήμερα λόγια τοῦ Γάλλου περιηγητῆ Μαλὲρπ (MALHERBE) πρὸς τὸν Μακρυγιάννη: «...Ἕνα θὰ σᾶς βλάψῃ ἐσᾶς, τὸ κεφάλαιον τῆς θρησκείας, ὁποῦ εἶναι αὐτείνη ἡ ἰδέα σ᾿ ἐσᾶς πολὺ τυπωμένη» (Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη, Ἀπομνημονεύματα, ἔκδ. ΜΠΑΫΡΟΝ, χ. χρ., σ. 415).

5. Στ. Ῥάνσιμαν, Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἐν Αἰχμαλωσίᾳ (μετάφρ. Ν. Παπαρρόδου), Ἀθήνα 1979, σ. 360.

6. Χαρακτηριστικὴ ἡ περίπτωση τοῦ μητροπολίτου Τρίκκης Διονυσίου, τοῦ ἐπικαλουμένου «Σκυλοσόφου». Ἔκαμε δυὸ ἀποτυχημένες ἐξεγέρσεις (1600 καὶ 1611), προσχωρώντας μάλιστα καὶ στὸν παπισμό,μὲ ἀντάλλαγμα τὴν ὑπόσχεση βοήθειας, ποὺ δὲν ἦλθε φυσικὰ ποτέ. Οἱ συνέπειες τῆς ἀποτυχίας ἦταν, γιὰ τὸ λαὸ κυρίως, ὀδυνηρές, ὅπως φανερώνει τὸ σχετικὸ δημοτικὸ τραγούδι:

«Δεσπότη μου, τί σήκωσες τὸν κόσμο στὸ σεφέρι καὶ ρήμαξαν τὰ Γιάννενα καὶ ρήμαξεν ὁ τόπος;
Μείναν τὰ σπίτια ἀδειανά, γεμίσαν τὰ χανδάκια κι ὁ Τοῦρκος δὲν ἀπόσωσε νὰ κόβῃ καὶ νὰ καίῃ.
Ἐδῶ ἁρπάζουν κόρακες κι ἐκεῖ οἱ Γιαουντζῆδες.
Δὲν ἔχ᾿ ἡ μάννα πιὰ παιδιὰ καὶ τὰ παιδιὰ γονέους. Κι ἐσένα τὸ τομάρι σου τὸ στείλανε στὴν Πόλη,
νὰ τρῶν οἱ κότες πίτουρα, νὰ νταβουλᾶν οἱ Γύφτοι, γιὰ νὰ ξυπνάη ἡ Τουρκιὰ νὰ κάνη ραμαζάνι..».

. Βλ. Δημήτρη Κιτσίκη, Ἱστορία τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας (1280-1924), Ἀθήνα 1988, σ. 104.

7. Ἀναφέρουμε τὰ σημαντικότερα:

8. Βλ. Ν. Τωμαδάκη, Ἦτο ἐθνικὸν ἢ κοινωνικὸν κίνημα ἡ ἑλληνικὴ ἐθνεγερσία; Στὸ περ. ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ Γ´ (1970/71), σ. 5 ἔ. ἔ.

9. Βλ. τὸν τόμο: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ, Εἰς τιμὴν καὶ μνήμην τῶν Νεομαρτύρων (17-19 Νοεμβρίου 1986), Θεσσαλονίκη 1988, σσ. 612, μὲ σπουδαῖες μελέτες καὶ τὴν παλαιότερη γιὰ τὸ θέμα βιβλιογραφία.

10. Ἱστορία..., τόμ. β´, σ. 229.

11. Βλ. τὸ κεφάλαιο: «Ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ Ἑλληνικὸς Λαός» στοῦ Στ. Ῥάνσιμαν, ὅπ.π., σ. 659 ἔ.

12. Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη, Ὁράματα καὶ θάματα, Ἀθήνα 1983, σ. 163/4.

13. Ἁγιορείτης ἦταν ὁ πατριάρχης Ἀγαθάγγελος, ὅπως καὶ ὁ Μαρωνείας Κωνστάντιος καὶ ὁ Ἡρακλείας Ἰγνάτιος. Στὴ Μονὴ Φιλοσόφου Δημητσάνας «μαθήτευσαν» ὁ Ἀργολίδος Γρηγόριος, ὁ Π.Πατρῶν Γερμανός, ὁ Τριπόλεως Δανιήλ, ὁ Ἀνδρούσης Ἰωσήφ, ὁ Μονεμβασίας Χρύσανθος κ.π.ἄ. Ὁ Χριστιανουπόλεως Γερμανὸς στὸ Μ. Σπήλαιο, ὁ Χίου Δανιὴλ στὴ Ν. Μονὴ Χίου, ὁ Βρεσθένης Θεοδώρητος στὴ μονὴ Ἁγ. Θεοδώρων, ὁ Κύπρου Κυπριανὸς στὴ μονὴ Μαχαιρᾶ Κύπρου, κ.λπ. Ἀπὸ Μονὲς ξεκίνησαν ἐπίσης ὁ Παπαφλέσσας καὶ ὁ Ἀθανάσιος Διάκος.

14. Βλ. Τὸ κεφάλαιο «Τὸ ἀνολοκλήρωτο ῾2l» στοῦ Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ, Ἀθήνα 1989(2), σ. 191

15. Βλ. τὴ σπουδαία ἀνάλυση τοῦ καθηγ. π.Ἰωάννου Ῥωμανίδου, στὸ ἔργο του: Τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα, Ἀθήνα 1989(2), σ. ιδ´ ἔ.ἔ.

16. Ph. Sherrard, Δοκίμια γιὰ τὸν Νέο Ἑλληνισμό, Ἀθήνα 1971, σ. 296 ἔ.

17. Θ. Κολοκοτρώνη, Διήγησις συμβάντων ἑλληνικῆς φυλῆς, ἔκδ. Πάπυρος, Ἀθῆναι, σ. 29.

18. Χρ. Βυζαντίου, Ἱστορία τακτικοῦ στρατοῦ, σ. 265. Βλ. στοῦ Π. Γεωργαντζῆ, Οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ τὸ Εἰκοσιένα, Ξάνθη 1985, σ. 189.

19. Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τόμ. 7, Ἀθῆναι 1925 σ. 216/17.

20. Παραθέματα βλ. στοῦ Π. Γεωργαντζή, ὅπ. π., σ. 190 ἔ. ἔ. Πρβλ. σ. 248 ἔ. ἔ. «Διακηρύξεις ἐθνοσυνελεύσεων», «κρίσεις συγχρόνων μὲ τὴν Ἐπανάσταση ἱστορικῶν».

21. Παραθέματα σχετικὰ βλ. στοῦ Π. Γεωργαντζῆ, ὅπ.π. σ.197 ἔ.ἔ. καὶ 234 ἔ.ἔ. Γιὰ νὰ γίνει συνειδητὴ ἡ φθορὰ ἐκ μέρους τοῦ δυτικοῦ διαφωτισμοῦ, ἀρκεῖ νὰ σημειώσουμε, ὅτι μεταξὺ τῶν ἐπικριτῶν τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου Ε´ δὲν εἶναι μόνο μαρξιστές, ἀλλὰ καὶ ὁ χριστιανὸς καθηγ. Ἀλέξ. Τσιριντάνης. Στὸ ἴδιο, σ. 198-99: Τὸ Οἰκουμ. Πατριαρχεῖο «δὲν ἤθελε τὴν Ἐπανάσταση καὶ ὁ Πατριάρχης τὴν ἀφώρισε. Βρέθηκαν μερικοὶ νὰ ποῦν πῶς τάχα ὁ τρομερὸς ἀφορισμὸς ἦλθε καὶ στὸν Μωριᾶ καὶ ἤθελε νὰ δέσει τὰ χέρια τοῦ Θεοδώρου Κολοκοτρώνη. Θὰ μποροῦσε βέβαια, ὁ Πατριάρχης νὰ εἶχε κατὰ κάποιο τρόπο διαμηνύσει στὸ λαό, νὰ μὴ πάρουν στὰ σοβαρὰ τὸν ἀφορισμό. Τέτοιο πράγμα ὅμως δὲν ἔγινε, γιατὶ ἁπλούστατα, ὁ ἀφορισμὸς ἦταν ἀληθινὸς καὶ «σπουδαῖος». «Ἔγινε στὰ σοβαρά, σοβαρώτατα» (Βλ. Ἀλεξ. Τσιριντάνη, Τὸ Εἰκοσιένα, στὸ περιοδ. ΣΥΖΗΤΗΣΗ, τεύχ. 195, Ἰανουαρ. 1977, σ. 2). Τὸ κείμενο τοῦ καθηγ. Τσιριντάνη, ἀποδεικνύει, ὅτι ἡ «παρερμηνεία» δὲν εἶναι προνόμιο «ἀντορθοδόξων» καὶ «ἀνθελληνικῶν» ἰδεολογιῶν. Τὸ τραγικὸ ὅμως στὴν περίπτωση, καὶ σκανδαλῶδες συνάμα γιὰ σοβαρὸ καὶ ἀνεγνωρισμένο ἐπιστήμονα, εἶναι ὄχι μόνο ἡ ἀπουσία γνώσεως, ἀλλὰ καὶ ἐνδιαφέροντος (στὰ 1977!) γιὰ γνώση τῆς σχετικῆς μὲ τὸ θέμα βιβλιογραφίας, ποὺ δίνει ἀπάντηση στὰ μετέωρα ἐρωτήματά του. Ἀπὸ πλευρᾶς δὲ στενὰ ἐπιστημολογικῆς διερωτᾶται κανείς, ἂν ὁ ἐπιστήμων δικαιοῦται νὰ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸ λόγο τῶν εἰδικῶν στὴν ἔρευνα. Καὶ μία ἀφελὴς ἀπορία: Καὶ ἂν ἀκόμα ὁ ἅγιος Πατριάρχης «εἶχε διαμηνύσει στὸ λαό...κ.λπ.» (καὶ εἶχε πράγματι «διαμηνύσει». Βλ. Ἰ. Μ. Χατζηφώτη, ὁ Γρηγόριος ὁ Ε´ μέσα ἀπὸ τὰ ἔγγραφα καὶ τὶς πηγὲς τὸν ἀγώνα, Ἀθήνα 1988, σ. 21 ἐ.ἔ.), ποῦ θὰ τὰ εὕρισκε ὁ Ἀλ. Τσιριντάνης; τοιχοκολλημένο σὲ κάποια δημόσια πλατεία; Καλὰ ἔλεγε ὁ μακαρίτης καὶ «ἄθεος» Γιάννης Σκαρίμπας, «ἀπὸ τὴν ψώρα τοῦ Κοραῆ δὲν ἀπαλλάχθηκε ἀκόμη τὸ «Ἔθνος»...

22. Βλ. τὸ τεῦχος Μαρτίου 1983, ἔτ.34/τεῦχος 556, σ. 3: «Οἱ κοτσαμπάσηδες καὶ ὁ ἀνώτερος κλῆρος στὴν πλειοψηφία τους εἴτε σύρθηκαν στὴν ἐπανάσταση, γιατὶ δὲν μποροῦσαν νὰ κάνουν διαφορετικὰ μπροστὰ στὸ γενικὸ ξεσηκωμό, εἴτε προσχώρησαν ὑστερόβουλα, ἀποβλέποντας σὲ μία νέα μορφὴ κυριαρχίας πάνω στὸν ἐπαναστατημένο λαό(...). Ὁ ἀνώτερος κλῆρος, μὲ λίγες φωτεινὲς ἐξαιρέσεις, πολέμησε τὴν ἐπανάσταση μὲ τὰ μέσα ποὺ διέθετε καὶ μὲ ἐπικεφαλῆς τοὺς Πατριάρχες τῶν ἀφορισμῶν (Γρηγόριο Ε´, Πολύκαρπο Ἱεροσολύμων). Πρβλ. Π. Γεωργαντζῆ, ὅπ. π. σ. 201. Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία εἶναι, ὅτι τὸ πνεῦμα τοῦ «λαϊκισμοῦ» ἐμποδίζει τὸ κείμενο νὰ λάβει ὑποδομὴ τὶς περιπτώσεις ποὺ ἀρχηγοί, ὅπως ὁ Κολοκοτρώνης, μὲ τὴν ἀπειλὴ τῶν ὅπλων κράτησαν τμήματα τοῦ λαοῦ τὶς μάχες, ἐμποδίζοντας τὴν λιποταξία τους. Ἔτσι καταντᾶ ἡ ἑρμηνεία μονομερὴς καὶ ἰδεολογική.

23. Βλ. στοῦ Π. Γεωργαντζῆ, ὅπ.π., σ. 238 ἔ.

24. Στὸ ἴδιο.

25. Τὶς νεώτερες μελέτες γιὰ τὸ πρόσωπο βλ. στὴ Βιβλιογραφία.

26. Βλ. Ἰω. Μ. Χατζηφώτη, ὅπ.π.

27. Βλ. Γεωργίου Θ. Ζώρα, Ὁ ἀπαγχονισμὸς τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε´ εἰς τὴν ἔκθεσιν τοῦ Ὁλλανδοῦ Ἐπιτετραμμένου Κωνσταντινουπόλεως, Ἀθῆναι 1976, σ. 4 ἔ.

28. Μπορεῖ νὰ ἀποκληθεῖ πρῶτος μάρτυρας τοῦ Ἀγῶνος τῆς Ἀνεξαρτησίας μας.

29. Ἡ Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν, τόμ. ΙΒ´, σ. 32 καὶ 36 (Α. Δεσποτόπουλος) γράφει σχετικά: «...Ἐπικρίθηκε ἐν τούτοις ὁ Πατριάρχης καὶ ἐπικρίνεται ἀκόμη, ἐπειδὴ ἔστερξε στὸν ἀφορισμὸ καὶ ἔστειλε τὶς νουθετικὲς ἐγκυκλίους. Οἱ ἐπικριτὲς ὅμως δὲν ἀναλογίζονται τί θὰ πάθαινε τὸ Ἔθνος, ἂν ὁ Πατριάρχης τηροῦσε ἀρνητικὴ στάση ἀπέναντι στὶς ἀξιώσεις τοῦ Σουλτάνου. Συμμορφώθηκε, ἄλλωστε, τότε ὁ Πατριάρχης πρὸς τὴν σταθερὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ μὲ παρόμοια στάση κατόρθωνε σὲ ἀνάλογες κρίσιμες περιστάσεις νὰ σῴζει τὸ Γένος. Ἄλλωστε θὰ ἦταν ἐντελῶς παράλογη καὶ ἀνεύθυνη διαφορετικὴ ἀπόφαση. Ἂν δὲν γινόταν ὁ ἀφορισμός, ἦταν σχεδὸν βέβαιο, ὅτι θὰ ἐξοντώνονταν ἑκατοντάδες χιλιάδες ὀρθοδόξων χριστιανῶν».

30. Βλ. Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους (Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν), τόμ. ΙΒ´, σ. 130β.

31. Κατὰ τὴν «Προκήρυξη» τοῦ Σουλτάνου (YAFTA), «ὁ δόλιος Ῥωμηὸς Πατριάρχης, καίτοι κατὰ τὸ παρελθὸν εἶχε δώσει πλαστὰ δείγματα ἀφοσιώσεως, ὅμως κατὰ τὴν περίπτωσιν ταύτην, μὴ δυνάμενος νὰ ἀγνοῆ τὴν συνωμοσίαν τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ ἔθνους του [...] γνωρίζων δὲ ὁ ἴδιος καὶ ὑποχρεωμένος νὰ γνωστοποιήση καὶ εἰς ὅσους τὸ ἠγνόουν, ὅτι ἐπρόκειτο περὶ ἐπιχειρήσεως ματαίας, ἥτις οὐδέποτε θὰ ἐπετύγχανε [...], ὅμως ἕνεκα τῆς ἐμφύτου διαφθορᾶς τῆς καρδίας του, οὐ μόνον δὲν εἰδοποίησε, οὐδὲ ἐπετίμησε τοὺς ἀφελεῖς [...], ἀλλά, κατὰ τὰ φαινόμενα, αὐτὸς ὁ ἴδιος, ὄπισθεν τῶν παρασκηνίων, ἕδρα κρυφίως, ὡς ἀρχηγὸς τῆς ἐπαναστάσεως.…» (Γ. Ζώρα, ὅπ. π., σ. 9). Ὁ Σουλτάνος, γνώστης τῶν πραγμάτων, δίνει τὴν ἑρμηνεία του, ποὺ ἀποδεικνύεται σοβαρότερη ἀπὸ ἐκείνη νεωτέρων, ὅπως ὁ Γ. Καρανικόλας ἢ ὁ Ἀλ. Τσιριντάνης...

32. Βλ. στοῦ Π. Γεωργαντζῆ, ὅπ. π., σ. 263 ἔ.

33. Στὸ ἴδιο, σ. 206 ἔ. ἔ.

34. Στὸ ἴδιο, σ. 210-11.

35. Βλ. τὴν ἐκτενῆ καὶ ἐμπεριστατωμένη ἔκθεση τοῦ Π. Γεωργαντζῆ, ὅπ. π., σ. 261 ἔ. ἔ.

36. Γ. Κορδάτου, Ἡ κοινωνικὴ σημασία τῆς Ἑλληνικής Ἐπαναστάσεως, σ. 144. Πρβλ. Π. Γεωργαντζῆ, ὅπ. π., σ. 214, σ. 463.

37. Π. Γεωργαντζῆ, ὅ.π., σ. 215 ἔ. ἔ.

38. Τὸ Εἰκοσιένα καὶ ἡ ἀλήθεια, τ. Α´, σ. 59 καὶ Β´, σ. 93.

39. Ὁ Th. Gordon λ.χ., ἱστορικὸς τοῦ Ἀγώνα (Ἱστορία τῆς Ἕλλην. Ἐπαναστάσεως, μετάφρ. Φ. Βράχα, τόμ. Α´, σ. 134) γράφει: «Δὲν τολμοῦμε νὰ βεβαιώσουμε, πῶς ὁ Πατριάρχης καὶ τὰ μέλη τῆς Συνόδου ἦταν ἀπόλυτα ἀθῷοι συνωμοσίας κατὰ τοῦ κράτους. Ἀντίθετα, ἔχομε λόγους νὰ πιστεύουμε, ὅτι ὁ Γρηγόριος γνώριζε τὴν ὕπαρξη τῆς Ἑταιρείας καὶ ὅτι μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἱεράρχες ἦταν βαθειὰ πλεγμένοι στὶς μηχανορραφίες της».

40. Βλ. στὸν Π. Γεωργαντζῆ, σ. 240.

41. Λεπτομερῆ ἀνάλυση βλ. στὸ ἴδιο, σ. 281 ἔ.ἔ.

42. Βλ. τὶς μελέτες: Νικηφ. Μοσχοπούλου, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως κατὰ τοὺς Τούρκους ἱστοριογράφους, Ἀθῆναι 1960. Ἰ Παπαϊωάννου, Ἱστορικὲς Γραμμές, τ. Α´, Λάρισα 1979.

43. Ν. Μοσχοπούλου, ὅ.π., σ. 167. Ἰ. Παπαϊωάννου, ὅπ. π., σ. 240.

44. Ν. Μοσχοπούλου, σ.107. Ἰ. Παπαϊωάννου, σ. 240.

45. Βλ. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, ΚΟΣΜΑΣ ΦΛΑΜΙΑΤΟΣ (1786- 1852). «Ἕνας μάρτυρας τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως στὸ Ἑλληνικὸ Κράτος, ἀνάτ. ἀπὸ τὴ ΘΕΟΛΟΓΙΑ, Ἀθῆναι 1987

46. Κοσμᾶ Φλαμιάτου, «Ἅπαντα» ἐκδόσεις «Σπανός»), Ἀθῆναι 1976, σ. 96/7.

47. Γιὰ τὸ ἴδιο πράγμα «κατηγορεῖ» τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ ὁ Ῥάνσιμαν: «Δὲν θὰ μποροῦσε τὸ Πατριαρχεῖο νὰ εἶχε γίνει ἡ δύναμη, ποὺ θὰ συγκέντρωνε τὸν ὀρθόδοξο κόσμο καὶ ἔτσι θὰ ἐξουδετέρωνε τὶς κεντρόφυγες τάσεις τοῦ βαλκανικοῦ ἐθνικισμοῦ; Ἡ εὐκαιρία χάθηκε. Τὸ Πατριαρχεῖο μᾶλλον ἑλληνικό, παρὰ Οἰκουμενικό». (ὅπ. π. σ. 694)

48. Βλ. Μάρκου Α. Σιώτου, Ἡ θρησκευτικὴ ἀξία τῆς ἐθνικῆς ἐλευθερίας, στὴν Ε. Ε. τῆς Θ. Σχ. τοῦ Π. Α., τ. Κ´ (1973), σ. 41-70.

49. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, «Θεολογία Ἀπελευθερώσεως» καὶ «Θεολογία Ἐλευθερίας», στὸ περ. ΚΟΙΝΩΝΙΑ, τ. ΛΒ´ (1989), σ. 51-61.