Τὸ ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς Μαθητές Του «τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;» (Ματθ. 16, 16) ἔθεσε ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ πρόβλημα. Ἂν τὸ ἐρώτημα αὐτὸ δὲν ἀπαντηθεῖ ὀρθά, στὰ ὅρια δηλαδὴ τῆς αὐθεντικῆς «Χριστολογίας», δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει γιὰ τὸν ἄνθρωπο δυνατότητα σωτηρίας.
Συχνὰ δὲ πλαστογραφεῖται τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὅλες οἱ «χριστολογικὲς» αἱρέσεις προσφέρουν ἕνα ἀνύπαρκτο Χριστό, τελείως ἄσχετο μὲ Ἐκεῖνον ποὺ σαρκώθηκε γιὰ τὴ σωτηρία μας: Δοκητισμός, Ἀρειανισμός, Νεστοριανισμός, Μονοφυσιτισμός, Μονοθελητισμός, Μονοενεργητισμός, ὡς τὶς σημερινὲς πλαστογραφίες τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ, τῶν Σαηεντολόγων κ.ἄ. Ὁ ὑποθετικὰ ἀποδεκτὸς Χριστὸς δὲν εἶναι ὁ Χριστὸς τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ τῆς πλάνης καὶ μεταφυσικῆς φαντασίας.
Ἡ νόθευση τῆς Πίστεως στὸν Χριστὸ στὸ χῶρο τοῦ δόγματος ἔχει ὡς ἀναπότρεπτη συνέπεια τὴ νόθευση τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ χῶρο τῆς κοινωνίας. Ἡ Ἐκκλησία, ἀντίθετα, ὡς κοινωνία Ἁγίων, παραδίδει ἀδιάκοπα ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ τὸν ἕνα Χριστό, τὸν ἀληθινὸ Χριστό, ἀπέναντι στὶς διάφορες αἱρετικὲς πλαστογραφήσεις Του. Αὐτὸ γίνεται μὲ τὸ κήρυγμα καὶ τὴν ποιμαντικὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων, μὲ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, μὲ τὴ λειτουργικὴ πράξη καὶ τὴν πνευματικὴ ζωὴ ἀγωνιζομένων πιστῶν.
Στὴν πολυώνυμη αἱρετικὴ πλάνη διαμορφώνεται ἕνας Χριστιανισμὸς χωρὶς Χριστό. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς τραγικῆς συγχύσεως, ποὺ κυριαρχεῖ στὴν ἐποχή μας, τὴν ὁποία σύγχυση ἐπιδεινώνει ἡ εἴσοδος τῆς ἀνθρωπότητας στὴν παραφροσύνη τῆς «Νέας Τάξεως» καὶ τῆς «Νέας Ἐποχῆς» (new age).
Εἶναι ἡ σκοτεινότερη -καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐπικινδυνότερη- περίοδος τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, διότι συνδέθηκε ἤδη μὲ μυθοποιήσεις (π.χ. τοῦ ἔτους 2000), ἀποκρυφιστικὲς θεωρήσεις (ὁ Ὑδροχόος - διάβολος καταλαμβάνει τὴ θέση τοῦ Ἰχθύος - Χριστοῦ), χιλιαστικὲς προσδοκίες (ὁράματα καθολικῆς εὐημερίας) ἐνῶ στὴν οὐσία ἀναπαράγεται ὁ παλαιὸς κόσμος μὲ ὅλη τὴν παθολογία καὶ παθογένειά του. Ἡ πολυδιαφημιζόμενη ἀπὸ τοὺς ὑποστηρικτὲς καὶ προπαγανδιστὲς τοῦ «νέου» συστήματος «παγκοσμιοποίηση», παρὰ τὶς κάποιες θετικὲς πλευρές της, ὁδηγεῖ σὲ μιὰ «πλανητικὴ κοινωνία», μὲ ἰσοπέδωση τῶν πολιτισμικῶν καὶ ἐθνικῶν ἰδιαιτεροτήτων καὶ διαμορφούμενη ἀπὸ τὴν «ἑνιαιοποιούμενη» παιδεία καὶ τὰ κατευθυνόμενα Μ.Μ.Ε.
Ἡ πορεία τῶν πραγμάτων «πρὸς μίαν ποίμνην», ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἐκπλήρωση τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ (Ἰωάν. 10, 16), σκιάζεται ἀπὸ τὴν αὐθόρμητη ἀπορία: «Ναί, ἀλλὰ ὑπὸ ποίον ποιμένα; Θὰ εἶναι ὁ ποιμὴν αὐτὸς ὁ Χριστός, ὅπως Ἐκεῖνος εἶπε, ἢ ὁ ψευδο-Χριστὸς τῆς Νέας Ἐποχῆς;»
Οὐδέποτε μειώθηκε τόσο τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀπειλήθηκε ὁ Χριστιανισμός, ὅσο στὰ ὅρια τῆς συγκροτούμενης ἀπὸ τὴν «Νέα Ἐποχή» «Παν-θρησκείας».
Οἱ συναντήσεις τῆς πανθρησκειακῆς κινήσεως τῆς Ν. Ἐποχῆς (Ἀσσίζη 1, 2 καὶ 3, 1986, 1994 καὶ 1998) δὲν ἀφήνουν πιὰ ἀμφιβολία. Μὲ τὴ συμμετοχὴ καὶ ἐκπροσώπων τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου προωθεῖται ἡ «Παν-θρησκεία», στὴν ὁποία ἰσοπεδώνεται καὶ ἀναιρεῖται κυριολεκτικὰ τὸ Πανάγιο Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, συμφυρόμενο μὲ ὅλες τὶς «κατασκευασμένες» «θεότητες» τοῦ κόσμου τῆς πτώσεως. Ποτὲ δὲν ἀμφισβητήθηκε τόσο ἄμεσα καὶ ἀπόλυτα ἡ μοναδικότητα καὶ ἀποκλειστικότητα τοῦ Χριστοῦ ὡς Σωτῆρα τοῦ κόσμου.
Καὶ μόνο γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἡ «Νέα Ἐποχή» ἡ μεγαλύτερη πρόκληση ἱστορικὰ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία.
Αὐτὸ ποὺ δὲν πέτυχε ὁ Διάβολος μὲ τοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς αἱρέσεις τὸ ἐπιδιώκει τώρα μὲ τὸν ἀνανεωμένο «οἰκουμενισμό» τῆς Πανθρησκείας.
Ἡ Ὀρθοδοξία καλεῖται νὰ σώσει τὴν ἀλήθειά της γιὰ τὸν Χριστό, μένοντας πιστὴ στὴν παράδοση τῶν Ἁγίων της. Γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ μένει ὁ Χριστὸς ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἐλπίδα τοῦ κόσμου.