Μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς ὀρθόδοξης πατερικῆς παράδοσης θὰ ἐπιχειρηθεῖ στὴ συνέχεια ἡ προσέγγιση τοῦ θέματος αὐτοῦ. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἀνοίγει μία ἱστορικο-πνευματικὴ προοπτική, ποὺ φανερώνει συνάμα τὴν ἑτερότητα καὶ διαφορότητα τοῦ κόσμου, στὸν ὁποῖο ἑκούσια ἐνταχθήκαμε, ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς ρωμαίικης (ἑλληνορθόδοξης) παράδοσής μας.
Ἡ ἀντίθεση καὶ κατὰ συνέπεια ἡ σύγκρουση πίστης καὶ ἐπιστήμης συνιστᾶ πρόβλημα μὲν γιὰ τὴ δυτικὴ (φράγκο-λατινική) σκέψη καὶ ψευδοπρόβλημα γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ παράδοση. Ἡ ἐπισήμανση αὐτὴ θεμελιώνεται στὰ ἱστορικὰ δεδομένα τῶν δυὸ χώρων.
Ἡ διλημματικὴ (δῆθεν) σχέση «πίστη ἢ ἐπιστήμη» ἐμφανίζεται στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη τὸ 17ο αἰ. συγχρόνως μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν. Τότε περίπου ἀρχίζουν καὶ οἱ πρῶτες ὀρθόδοξες τοποθετήσεις στὸ θέμα. Εἶναι δὲ γεγονὸς ὅτι ὅλες οἱ ἐξελίξεις στὴ Δύση γίνονται πιὰ ἐρήμην τῆς Ὀρθοδοξίας. Στοὺς τελευταίους αἰῶνες ἔχει συντελεσθεῖ ἡ πνευματικὴ διαφοροποίηση τῆς Δύσης ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, πράγμα ποὺ σημαίνει τὴν ἀπο-ορθοδοξοποίηση καὶ ἀπο-εκκλησιοποίηση τοῦ δυτικοῦ εὐρωπαϊκοῦ χώρου, μὲ τὴν ἐκφιλοσόφηση καὶ ἐκνομίκευση τῆς πίστης καὶ τελικὰ τὴ θρησκειοποίησή της (γιὰ τὶς ἐξελίξεις αὐτὲς βλ. Χρ. Γιανναρᾶ, Ὀρθοδοξία καὶ Δύση, Ἀθήνα 1992). Ἔτσι, ἡ Ὀρθοδοξία μένει ἱστορικὰ ἀμέτοχη στὴ γένεση τοῦ σημερινοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι «ἄλλο καὶ ἄλλο» σὲ σχέση μὲ τὸν πολιτισμὸ τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς.
Σταθμοὶ στὴν ἀλλοτριωτικὴ πορεία τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης εἶναι: ὁ σχολαστικισμὸς (13ος αἰ.), ὁ νομιναλισμὸς (14ος αἰ.), ὁ οὐμανισμός/ἀναγέννηση (15ος αἰ.), ἡ μεταρρύθμιση (16ος αἰ.) καὶ ὁ διαφωτισμὸς (17ος αἰ.). Πρόκειται γιὰ σειρὰ ἐπαναστάσεων καὶ συγχρόνως ρηγμάτων στὸν ἱστὸ τοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὴ διαλεκτικὴ σχέση τῶν ρευμάτων αὐτῶν.
Ὁ σχολαστικισμὸς ἐρείδεται γνωσιολογικὰ στὴν ἀποδοχὴ τῶν πλατωνικῶν ἀρχετύπων εἰδῶν (realia).Ὁ κόσμος μας νοεῖται ὡς ἀπεικόνιση τῶν ὑπερβατικῶν ἀρχετύπων (ρεαλισμός). Ὄργανο τῆς γνώσης εἶναι ἡ διάνοια-λογική. Ἡ γνώση -καὶ τοῦ Θεοῦ-συντελεῖται μὲ τὴ διείσδυση τοῦ λογικοῦ στὴν οὐσία τῶν ὄντων. Πρόκειται γιὰ θεμελίωση τῆς μεταφυσικῆς θεολόγησης, ποὺ προϋποθέτει, τὴν analogiam entis (ἀναλογία τοῦ ὄντος), τὴν ὀντολογικὴ κατὰ συνέπεια σχέση Θεοῦ καὶ κόσμου.
Ὁ νομιναλισμὸς (ὀνοματοκρατία) δέχεται, ὅτι τὰ ὑπερβατικὰ ἀρχέτυπα (universalia) εἶναι ἁπλὰ ὀνόματα καὶ ὄχι ὀντότητες, ὅπως στὸ ρεαλισμό. Πρόκειται γιὰ διαπάλη πλατωνισμοῦ καὶ ἀριστοτελισμοῦ στὴν εὐρωπαϊκὴ σκέψη. Ὁ νομιναλισμὸς ὅμως ἀπέβη κατὰ κάποιο τρόπο τὸ DNA τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, οὐσιαστικὰ στοιχεῖα τοῦ ὁποίου εἶναι ὁ δυαλισμὸς (φιλοσοφικά) καὶ ὁ ἀτομισμὸς (ὠφελιμισμός) κοινωνικά. Ἡ εὐδαιμονία θὰ ἀποβεῖ τὸ βασικὸ αἴτημα τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου, θεμελιωμένη θεολογικὰ στὴ σχολαστικὴ θεολογία τοῦ μεσαίωνα. Ὁ νομιναλισμὸς (δυαλισμὸς δηλαδή) εἶναι τὸ ὑπόβαθρο τῆς ἐπιστημονικῆς ἀνάπτυξης τοῦ εὐρωπαϊκοῦ κόσμου, τῶν θετικῶν δηλαδὴ ἐπιστημῶν.
Ἡ «καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολή» (ἱστορικὴ συνέχεια τῆς Ρωμανίας ἢ αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης) εἶχε ἄλλη πνευματικὴ ἐξέλιξη. Στὰ πρόσωπα τῶν πνευματικῶν ἡγετῶν της (Ἁγίων) - καὶ ὅσων τοὺς ἀκολουθοῦσαν- ἔμεινε πιστὴ στὴν προφητική- ἀποστολική-πατερικὴ παράδοση, ποὺ βρίσκεται στοὺς ἀντίποδες τοῦ σχολαστικισμοῦ καὶ ὅλων τῶν ἱστορικοπνευματικῶν ἐξελίξεων τοῦ εὐρωπαϊκοῦ χώρου. Στὴν Ἀνατολὴ ἐπικρατεῖ πάντα ὁ ἡσυχασμὸς (ἡ ραχοκοκαλιὰ τῆς πατερικῆς παράδοσης), δηλαδὴ ἡ ἀσκητική-ἐμπειρικὴ μετοχὴ στὴν Ἀλήθεια, ὡς κοινωνία μὲ τὸ Ἄκτιστο. Διατηρεῖται ἡ πίστη στὴ δυνατότητα ἕνωσης Θεοῦ καὶ κόσμου (ἄκτιστου καὶ κτιστοῦ), ἐνδοϊστορικά. Αὐτὸ ὅμως σημαίνει ἀπόρριψη κάθε εἴδους δυαλισμοῦ. Μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ πλαίσιο ἀναπτύχθηκαν οἱ ἐπιστῆμες στὸ «Βυζάντιο»/ Ρωμανία, στὸ βαθμὸ φυσικὰ ποὺ ἀναπτύχθηκαν.
Ἡ ἐπιστημονικὴ ἐπανάσταση τοῦ 17ου αἰῶνα στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη συνέβαλε στὴ διάσταση τῶν χώρων πίστης καὶ γνώσης, μὲ ἀπόληξη τὴν ἀκόλουθη ἀξιωματικὴ ἀρχή: ἀπὸ τὴ νέα φιλοσοφία (θετική) γίνονται δεκτὲς μόνο οἱ ἀλήθειες ποὺ ἐπιβεβαιώνονται ἀπὸ τὸν ὀρθὸ λόγο, τὴν ἀπολυτοποιημένη πιὰ αὐθεντία τῆς δυτικῆς σκέψης (νοησιαρχία). Οἱ ἀλήθειες αὐτὲς εἶναι: Ἡ ὕπαρξη Θεοῦ, ψυχῆς, ἀρετῆς, ἀθανασίας, κρίσης. Ἡ ἀποδοχή τους, βέβαια, ἔχει χώρα μόνο στὸ θεϊστικὸ διαφωτισμό, ἀφοῦ ὑπάρχει παράλληλα καὶ ὁ ἀθεϊσμός, ὡς δομικὸ στοιχεῖο τῆς νεώτερης σκέψης. Τὰ ἐκκλησιαστικὰ ὅμως δόγματα ἀπορρίπτονται λογικὰ (π.χ. τριαδικότητα Θεοῦ, ἐνσάρκωση, «ἐν Χριστῷ» σωτηρία κ.τ.ὅ.). Πρόκειται γιὰ τὴ «φυσικὴ» (λογικὴ) θρησκεία, ποὺ ἀπὸ πλευρᾶς πατερικότητας ὄχι μόνο δὲν διαφέρει ἀπὸ τὴν ἀθεΐα, ἀλλ᾿ εἶναι ἡ χειρότερη μορφή της. Ἡ ἀπόρριψη τῆς «πίστης» εἶναι λιγότερο ἐπικίνδυνη ἀπὸ τὴ διαστρέβλωσή της.
Εἰπώθηκε ὅμως, ὅτι στὴν Ἀνατολὴ ἡ ἀντίθεση πίστης - ἐπιστήμης εἶναι ψευδοπρόβλημα. Γιατί; Διότι ἡ γνωσιολογία στὴν Ἀνατολὴ προσδιορίζεται ἀπὸ τὸ γνωριζόμενο «ἀντικείμενο», τὸ ὁποῖο εἶναι διπλό: ἄχτιστο καὶ κτιστό. Ἄκτιστο εἶναι (μόνο) ὁ Τριαδικὸς Θεός, τοῦ ὁποίου ἡ τριαδικότητα δὲν ὁρίζεται μεταφυσικά, ἀλλὰ γνωρίζεται ἐμπειρικά. Κτιστὸ εἶναι τὸ σύμπαν (ἢ τὰ «σύμπαντα»), στὸ ὁποῖο πραγματώνεται ἡ ὕπαρξή μας. Πίστη εἶναι ἡ γνώση τοῦ ἀκτίστου καὶ ἐπιστήμη εἶναι ἡ γνώση τοῦ κτιστοῦ. Πρόκειται, συνεπῶς, γιὰ δυὸ διαφορετικὲς γνώσεις, κάθε μία ἀπὸ τὶς ὁποίες ἔχει τὴ μέθοδο καὶ τὸ ὄργανό της.
Ὁ πιστός, κινούμενος στὸ χῶρο τῆς ὑπερφυσικῆς γνώσης ἢ γνώσης τοῦ ἀκτίστου, δὲν καλεῖται νὰ μάθει κάτι (μεταφυσικά) ἢ νὰ ἀποδεχθεῖ κάτι (λογικά), ἀλλὰ νὰ «πάθει» κάτι, κοινωνώντας μαζί του. Αὐτὸ συντελεῖται μὲ τὴν ἔνταξή του σ᾿ ἕναν τρόπο ζωῆς (μέθοδος), ποὺ ὁδηγεῖ στὴ θεία γνώση. Ἐδῶ, ἀκριβῶς, τεκμηριώνεται ἡ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὡς σώματος Χριστοῦ, ὁ λόγος ὕπαρξής της στὸν κόσμο. Ὀρθὰ ἔχει λεχθεῖ, ὅτι ἂν ἐμφανιζόταν γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Χριστιανισμὸς στὴν ἐποχή μας, θὰ ἔπαιρνε τὴ μορφὴ ἑνὸς θεραπευτηρίου/νοσοκομείου γιὰ τὴν ἀπο-κατάσταση τῆς λειτουργίας τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ψυχοσωματικοῦ ὄντος. Γι᾿ αὐτὸ ὀνομάζει τὴν Ἐκκλησία ὁ Ἰ. Χρυσόστομος «ἰατρεῖον πνευματικόν» (πνευματικὸ νοσοκομεῖο). Ἡ ὑπερφυσική-θεολογικὴ γνώση νοεῖται ὀρθόδοξα ὡς πάθος/πάθημα, ὡς μετοχή-κοινωνία μὲ τὴν ὑπερβατικὴ μέν, ἀλλ᾿ ὄχι ἀπρόσιτη, προσωπικὴ Ἀλήθεια, τὸ Ἄκτιστο, καὶ ὄχι, ὡς μάθημα. Ἡ χριστιανικὴ πίστη, ἔτσι, δὲν εἶναι ἀφηρημένη (θεωρητική) παραδοχὴ «μεταφυσικῶν ἀληθειῶν», ἀλλ᾿ ἐμπειρικὴ θέα τοῦ «ὄντως Ὄντος», τῆς Ὑπερουσίου Τριάδος. Ἔτσι ὅμως γίνεται κατανοητό, γιατί στὴν Ὀρθοδοξία αὐθεντία εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς μετοχῆς στὸ Ἄκτιστο, ὡς θέα τοῦ Ἀκτίστου (θέωση-δοξασμός) καὶ ὄχι τὰ κείμενα, οἱ Γραφὲς (τὸ δόγμα sola scriptura εἶναι προτεσταντικό, δηλαδὴ δυτικό). Ἡ πρόταξη τῶν κειμένων - δεῖγμα θρησκειοποίησης τῆς πίστης- ὁδηγεῖ στὴν ἰδεολογικοποίησή τους καὶ κατ᾿ οὐσίαν στὴν εἰδωλοποίηση τῶν κειμένων, δηλαδὴ τὴν ἀπολυτοποίησή τους (Funtamentalismus) μὲ ὅλες τὶς εὐνόητες συνέπειες.
Προϋπόθεση τῆς λειτουργίας τῆς γνώσης τοῦ Ἀκτίστου γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἀπόρριψη κάθε «ἀναλογίας» (entis ἢ fidei) στὴ συνάντηση καὶ σχέση κτιστοῦ-Ἀκτίστου. Κατὰ τὸν Ἰ. Δαμασκηνό, ποὺ συνοψίζει καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ τὴν προηγούμενη πατερικὴ παράδοση: «Ἀδύνατον εὑρεθῆναι ἐν τῇ κτίσει εἰκόνα ἀπαραλλάκτως ἐν ἑαυτῇ τὸν τρόπον τῆς ἁγίας Τριάδος παραδεικνύουσαν. Τὸ γὰρ κτιστόν, καὶ σύνθετον καὶ ρευστὸν καὶ περιγραπτὸν καὶ σχῆμα ἔχον καὶ φθαρτόν, πῶς σαφῶς δηλώσει τὴν πάντων τούτων ἀπηλλαγμένην ὑπερούσιον θείαν οὐσίαν». (ΡG 94, 821/24).
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ γίνεται φανερό, γιατί ἡ παιδεία (σχολική) καὶ ἡ φιλοσοφία, εἰδικότερα, δὲν συνιστοῦν στὴν πατερικὴ παράδοση προϋπόθεση τῆς θεογνωσίας. Δίπλα στὸν πανεπιστήμονα Μέγα Βασίλειο (†379) τιμᾶται ὡς Μέγας καὶ ἕνας ἄσοφος (κατὰ κόσμο), ἀλλ᾿ ἐξίσου κάτοχος τῆς «ἄνω» (θείας) σοφίας (γνώσης τοῦ Ἀκτίστου), Ἀντώνιος (†350). Παρέκκλιση (ὀδυνηρὴ γιὰ τὴ Δύση) στὸ σημεῖο αὐτὸ συνιστᾶ ὁ Ἱερὸς Αὐγουστῖνος (†430), ἀγνοώντας τὴ γραφικὴ καὶ πατερικὴ γνωσιολογία καὶ νεοπλατωνικὸς στὴν οὐσία. Μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ «credo, ut intelligam» (πιστεύω, γιὰ νὰ κατανοήσω) ἔθεσε τὴν ἀρχή, ὅτι μὲ τὴν πίστη ὁδηγεῖται ὁ ἄνθρωπος στὴ λογικὴ σύλληψη τῆς Ἀποκάλυψης.
Ἔτσι ὅμως δίνεται προτεραιότητα στὴ διάνοια, ποὺ ἐκλαμβάνεται ὡς γνωστικὸ ὄργανο τόσο στὴ φυσική, ὅσο καὶ στὴν ὑπερφυσικὴ γνώση. Ὁ Θεὸς νοεῖται ὡς «ἀντικείμενο» γνωστικό, ποὺ «συλλαμβάνεται», ἀπὸ τὴ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως συλλαμβάνεται τὸ φυσικὸ γνωστικὸ ἀντικείμενό της. Μετὰ τὸν Αὐγουστίνο τὸ ἑπόμενο βῆμα (μὲ τὴν παρέμβαση τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη (†1274), θὰ κάνει ὁ Καρτέσιος (†1650) μὲ τὸ δικό του ἀξίωμα: cogito, ergo sum (σκέπτομαι, ἄρα ὑπάρχω), μὲ τὸ ὁποῖο διακηρύσσεται ἡ διάνοια ὡς κύριο συστατικὸ τῆς ὕπαρξης.
Ἡ ἄρση τῆς (φαινομενικῆς) ἀντινομίας στὸ χῶρο τῆς γνωσιολογίας ἐπιτυγχάνεται ἁγιογραφικὰ-πατερικὰ μὲ τὴ σαφῆ διάκριση δυὸ γνώσεων/σοφιῶν, τῆς «θείας» ἢ «ἄνω» καὶ τῆς «κάτω» ἢ «θύραθεν». Ἡ πρώτη εἶναι ὑπερφυσική, ἐνῷ ἡ δεύτερη ἡ φυσικὴ γνώση, ποὺ ἀνταποκρίνεται στὴ σαφῆ διάκριση Ἀκτίστου καὶ κτιστοῦ, Θεοῦ καὶ κτίσης. Οἱ δυὸ αὐτὲς γνώσεις ἀπαιτοῦν καὶ δυὸ γνωστικὲς μεθόδους.
Μέθοδος τῆς θείας σοφίας-γνώσης εἶναι ἡ καρδιακὴ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Ἄκτιστο, ἡ ὁποία συντελεῖται μὲ τὴν παρουσία τῆς ἄκτιστης ἐνέργειας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μέσα στὴν καρδιά. Μέθοδος τῆς ἐνδοκοσμικῆς σοφίας-γνώσης εἶναι ἡ ἐπιστήμη, ἡ ὁποία λειτουργεῖ μὲ τὴν ἄσκηση τῆς διανοητικῆς/λογικῆς δύναμης τοῦ ἀνθρώπου. Ὀρθόδοξα οἱ δυὸ γνώσεις καὶ οἱ μέθοδοί τους ἱεραρχοῦνται.
Ἡ μέθοδος τῆς ὑπερφυσικῆς γνωσιολογίας ὀνομάζεται στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση ἡσυχασμὸς καὶ ταυτίζεται μὲ τὴ νήψη-κάθαρση τῆς καρδιᾶς. Ὁ ἡσυχασμὸς ταυτίζεται μὲ τὴν Ὀρθοδοξία. Ὀρθοδοξία ἔξω ἀπὸ τὴν ἡσυχαστικὴ πράξη εἶναι πατερικὰ ἀδιανόητη. Ὁ ἡσυχασμὸς στὴν οὐσία του εἶναι ἀσκητική-θεραπευτικὴ ἀγωγή, κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη γιὰ τὴν ἀναζωπύρηση τῆς νοερῆς λειτουργίας μέσα στὴν καρδιά. Πρέπει ἐδῶ νὰ σημειωθεῖ, ὅτι ἡ μέθοδος τοῦ ἡσυχασμοῦ ὡς θεραπευτικὴ ἀγωγὴ εἶναι καθαρὰ ἐπιστημονική-θετική. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ θεολογία ὑπὸ τὶς ὀρθὲς προϋποθέσεις, ἀνήκει στὶς θετικὲς ἐπιστῆμες (π. Ι. Ρωμανίδης). Ἡ κατάταξή της πανεπιστημιακά, ἀπὸ τὸ 12ο αἰ. στὶς θεωρητικὲς ἐπιστῆμες, ὀφείλεται στὴ μεταβολὴ τῆς θεολογίας στὴ Δύση σὲ μεταφυσική. Ὅσοι, συνεπῶς, ἀνατολικοὶ ἀπορρίπτουν τὴ θεολογία, φανερώνουν τὸν ἐκδυτικισμό τους, διότι στὴν οὐσία καταδικάζουν καὶ ἀπορρίπτουν ἕνα παραμόρφωμα (καρικατούρα), ποὺ ἐκλαμβάνεται ὡς θεολογία. Ποιὰ ὅμως εἶναι πατερικὰ ἡ θεολογικὴ λειτουργία; Ἤδη στὴν Ἁγία Γραφὴ ὑπάρχει ἡ διάκριση πνεύματος (τοῦ ἀνθρώπου) καὶ διανοίας (λόγου). Τὸ πνεῦμα (πρβλ. «πνευματικὸς» ἄνθρωπος) πατερικὰ ὀνομάζεται νοῦς γιὰ τὴ διάκρισή του ἀπὸ τὸ (ἅγιο) Πνεῦμα. Τὸ πνεῦμα, ὁ νοῦς, εἶναι ὁ «ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς» (πρβλ. Ματθ. 6.22 ἔ.).
Πτώση, χριστιανικά, θεωρεῖται ἡ ἀδρανοποίηση τῆς λειτουργίας τοῦ νοῦ, ὁ ὁποῖος στὴ φυσική του κατάσταση βρίσκεται μέσα στὴν καρδιὰ καὶ εἶναι πλήρης χάριτος (ἄκτιστης ἐνέργειας) καὶ λέγεται γι᾿ αὐτὸ «ναὸς Θεοῦ», διότι τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ προσεύχεται ἀδιάλειπτα μέσα σ᾿ αὐτὸν («ἀέναη μνήμη» τοῦ Θεοῦ). Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς θέωσης (δοξασμοῦ). (Γιὰ τὴ σημασία αὐτῶν τῶν ὅρων καὶ τὴ λειτουργία τους στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση βλ. τὸ σπουδαῖο βιβλίο τοῦ π. Ἱεροθέου Βλάχου - Μητροπ. Ναυπάκτου- Μικρὰ εἴσοδος στὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα, Ἀθήνα 1992).
«Νοερὴ λειτουργία» ὀνομάζεται ἡ λειτουργία τοῦ νοῦ μέσα στὴν καρδιὰ καὶ εἶναι ἡ πνευματικὴ λειτουργία τῆς καρδιᾶς, παράλληλα μὲ τὴ φυσική της λειτουργία (ἀντλία αἵματος). (Εἰδικὴ ἀνάλυση ὅλων αὐτῶν βλ. στὸ Συμβουλευτικὸ Ἐγχειρίδιο τοῦ ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη, στὸ βιβλίο τοῦ π. Ἱεροθέου Βλάχου, Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Ἔδεσσα 1986 καὶ στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ βιβλίου τοῦ π. Ἰω. Ρωμανίδη, Τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, Ἀθήνα 1989).
«Νοερὴ λειτουργία» εἶναι ἕνα μνημονικὸ σύστημα, ποὺ ὑπάρχει παράλληλα μὲ τὸ κυτταρικὸ καὶ τὸ ἐγκεφαλικό. Τὰ δυὸ τελευταῖα εἶναι γνωστὰ καὶ ἀνιχνεύσιμα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἐπιστήμη, τὸ πρῶτο ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ τὸ συλλάβει. Ὅταν φθάσει ὁ ἄνθρωπος στὸ φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος (ναὸς Θεοῦ), μεταβάλλεται ἡ «ψιλή»- ἐξωτερικὴ πίστη (πιστότητα στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ) σὲ «ἐνδιάθετη» - ἐσωτερικὴ βεβαιότητα, ἀφοῦ ὁ Θεὸς (ἡ ἄκτιστη Ἐνέργειά Του) ὁρᾶται (θεοπτία). Τότε μεταβάλλεται καὶ ἡ ἰδιοτελὴς ἀγάπη σὲ ἀνιδιοτελῆ καὶ γίνεται δυνατὴ ἡ δόμηση ἀληθινῶν κοινωνικῶν σχέσεων, ἐρειδομένων στὴν ἀνιδιοτελῆ ἀμοιβαιότητα (θυσία γιὰ τὸν ἄλλο) καὶ ὄχι στὴν ἰδιοτελῆ διεκδίκηση «ἀτομικῶν δικαιωμάτων», κατὰ τὸ πνεῦμα τῆς δυτικοευρωπαϊκῆς κοινωνίας.
Ἔτσι κατανοοῦνται κάποια σημαντικὰ συνακόλουθα:
Κατ᾿ ἀρχάς, ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς στὴν αὐθεντικότητά του εἶναι ὑπέρβαση τῆς θρησκείας καὶ κάθε ἔννοιας θρησκευτικῆς καθηκοντολογίας. Ἡ Ὀρθοδοξία, ἐξάλλου, δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ ὡς ἀποδοχὴ κάποιων ἀρχῶν-ἀληθειῶν, ἄνωθεν ἐπιβαλλομένων. Αὐτὴ εἶναι ἡ μὴ ὀρθόδοξη ἐκδοχὴ τῶν δογμάτων (ἀπόλυτες ἀρχές-ἀλήθειες ἐπιβαλλόμενες). Τὰ νοήματα στὴν Ὀρθοδοξία ἐλέγχονται μὲ τὴν ἐμπειρικὴ ἐπακρίβωσή τους (παρατήρηση-πείραμα). Ὁ διαλεκτικός-νοησιαρχικὸς στοχασμὸς περὶ θεολογίας, ὅπως καὶ ὁ δογματισμός, εἶναι ξένα στὴν αὐθεντικὴ ὀρθόδοξη παράδοση.
Γι᾿ αὐτὸ ἐλέχθη, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι κάτι ἀντίστοιχο πρὸς τὶς θετικὲς ἐπιστῆμες. Διότι καὶ σ᾿ αὐτὴν ἡ προτεραιότητα δὲν δίνεται στὰ κείμενα-βιβλία, ἀλλὰ στὴν παρατήρηση καὶ τὸ πείραμα. Πείραμα εἶναι ἡ διαδικασία τῆς νήψης (πνευματικὴ ζωή) καὶ παρατήρηση ἡ θέα, διὰ τοῦ φωτισμοῦ καὶ τοῦ δοξασμοῦ (θέωσης).
Ὁ ἐπιστήμων-καθηγητὴς τῆς γνώσης τοῦ Ἀκτίστου εἶναι στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση ὁ Γέροντας-πνευματικὸς καθηγητὴς (πρβλ. τὴ φράση «καθηγητὴς τῆς ἐρήμου» γιὰ τοὺς μεγάλους ἀσκητές). Ἡ καταγραφὴ τῆς γνώσης -καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις- προϋποθέτει τὴν ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ φαινομένου. Στὸ σημεῖο δὲ αὐτὸ θεμελιώνεται, ἡ ὀρθοδοξοπατερικὴ ἑρμηνευτική. Οἱ Ἅγιοι, (ἄνδρες καὶ γυναῖκες) γίνονται ἑρμηνευτὲς αὐθεντικοὶ τῆς Γραφῆς (δηλαδὴ τῶν ἐμπειριῶν τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Ἀποστόλων), διότι εἶναι ἐξίσου μὲ αὐτοὺς «θεόπνευστοι», μέτοχοι τῶν ἴδιων μὲ αὐτοὺς ἐμπειριῶν. Τὸ ἴδιο καὶ στὸ χῶρο τῆς ἐπιστήμης, μόνο ὁ εἰδικὸς κατανοεῖ τὶς ἔρευνες ἄλλων εἰδικῶν τοῦ ἴδιου χώρου. Ἡ ἀποδοχὴ τῶν πορισμάτων ἑνὸς ἐπιστημονικοῦ κλάδου ἀπὸ τοὺς μὴ εἰδικούς (=τους μὴ δυναμένους νὰ ἐλέγξουν πειραματικὰ τὴν ἔρευνα τῶν εἰδικῶν) γίνεται μὲ βάση τὴν ἐμπιστοσύνη στὴν ἀξιοπιστία τῶν εἰδικῶν.
Διαφορετικὰ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει πρόοδος στὴν ἐπιστήμη. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὴν «ἐπιστήμη» τῆς πίστης. Μὲ τὴν ἴδια ἐμπιστοσύνη γίνεται καὶ ἐκεῖ δεκτὴ ἡ ἐμπειρικὴ γνώση τῶν Ἁγίων (Προφητῶν, Ἀποστόλων, Πατέρων καὶ Μητέρων ὅλων τῶν αἰώνων). Μὲ βάση αὐτὴ τὴν ἀποδείξιμη ἐμπειρία, λειτουργοῦν ἡ ἁγιοπατερικὴ παράδοση καὶ οἱ Σύνοδοι (οἰκουμενικές) τῆς Ἐκκλησίας. Χωρὶς «θεουμένους» (θεόπτες) δὲν ὑπάρχει οἰκουμενικὴ σύνοδος. Ἀπὸ αὐτὴ τὴ σχέση προκύπτει ἡ (ὀρθόδοξη) σημασία τοῦ δόγματος. Ἡ ὀρθόδοξη πίστη εἶναι τόσο δογματικὴ ὅσο καὶ ἡ ἐπιστήμη.
Καὶ ὅσοι κάνουν λόγο γιὰ «προκατάληψη» στὸ χῶρο τῆς πίστης, δὲν θὰ πρέπει νὰ λησμονοῦν τὸ λόγο τοῦ Marc Bloch, ὅτι καὶ κάθε ἐπιστημονικὴ ἔρευνα εἶναι ἐξ ἀρχῆς «προκατειλημμένη», διότι διαφορετικὰ δὲν θὰ ἦταν δυνατὴ ἡ ἔρευνα. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ πίστη.
Ἡ Ὀρθοδοξία, κάνοντας διάκριση τῶν δυὸ γνώσεων (σοφιῶν), τῶν μεθόδων καὶ τῶν ὀργάνων τους, ἀποφεύγει κάθε σύγχυση μεταξύ τους, ἀλλὰ καὶ κάθε σύγκρουση.
Μόνο ἐκεῖ, ὅπου ἔχουν χαθεῖ οἱ προϋποθέσεις καὶ ἡ οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ, μένει ἀνοικτὸς ὁ δρόμος πρὸς τὴ σύγχυση καὶ τὴ σύγκρουση. Ὀρθόδοξα ὅμως λειτουργοῦν καὶ κάποιες «παράλογες» ἀναλογίες, ὅπως λ.χ. ἡ δυνατότητα νὰ εἶναι κανεὶς κορυφὴ ἐπιστημονικὰ καὶ νήπιος πνευματικὰ (στὴ Θεία γνώση). Ἢ τὸ ἀντίστροφο· νὰ εἶναι μέγας στὴ Θεία γνώση καὶ τελείως ἀγράμματος στὴν ἀνθρώπινη σοφία (Μ. Ἀντώνιος κ.ἄ.). Τίποτε δὲν ἀποκλείει ὅμως τὴ δυνατότητα κατοχῆς καὶ τῶν δυὸ σοφιῶν-γνώσεων, ὅπως συμβαίνει στοὺς Μεγάλους Πατέρες (καὶ Μητέρες) τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία (25 Νοεμβρίου) γιὰ τὴ μεγάλη μαθηματικὸ τοῦ 3ου αἰ. ἁγία Αἰκατερίνη, τὴ «σοφή», ὡς κάτοχο καὶ τῶν δυὸ γνώσεων: «Τὴν ἐκ Θεοῦ σοφίαν λαβοῦσα παιδιόθεν ἡ Μάρτυς, καὶ τὴν ἔξω καλῶς σοφίαν πᾶσαν μεμάθηκε...».
Ἔτσι, ὁ ὀρθόδοξος πιστὸς βιώνει στὴ συσχέτιση τῶν δυὸ γνώσεων-σοφιῶν μία διαλεκτικὴ θεανθρώπινη. Γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε τὴ χριστολογικὴ ὁρολογία, «ἑκάστη γνῶσις τελεῖ τὰ ἑαυτῆς», κινούμενη «ἐν τοῖς ἰδίοις αὐτῆς ὅροις τε καὶ λόγοις». Κάθε γνώση δηλαδὴ (πρέπει νά) μένει καὶ νὰ κινεῖται στὰ ὅριά της. Τίθεται δηλαδὴ πρόβλημα ὁρίων γιὰ κάθε γνώση. Ἡ ὑπέρβαση τῶν ὁρίων αὐτῶν ὁδηγεῖ στὴ σύγχυση τῶν λειτουργιῶν τους καὶ τελικὰ στὴ σύγκρουσή τους. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ὑπεραμύνονται τῆς (ὀρθῆς, σύμφωνα μὲ τὰ παραπάνω) χρήσης τῆς ἐπιστήμης καὶ παιδείας. Λέει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «οὐκοῦν ἀτιμαστέον τὴν παίδευση, ἐπεὶ οὕτω δοκεῖ τισιν...». Ὁ ἴδιος ὅμως στὸ Β´ θεολογικὸ Λόγο του δίνει καὶ τὰ ὅρια κάθε σοφίας. Ὁ ἀρχαῖος σοφὸς (=Πλάτων στὸν «Τίμαιο») -δηλώνει ὁ Γρηγόριος- ἔλεγε: «θεὸν νοῆσαι μὲν χαλεπόν, φρᾶσαι δὲ ἀδύνατον». Ὁ χριστιανὸς ὅμως Ἕλληνας (ὁ Γρηγόριος) κατανοεῖ ὅτι: «θεὸν φρᾶσαι μὲν ἀδύνατον, νοῆσαι δὲ ἀδυνατώτερον». Ἤδη, δηλαδή, ὁ Πλάτων ἐπισημαίνει τὰ ὅρια τοῦ ἀνθρώπινου λόγου καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν ὑπάρχει «ρασιοναλισμός» στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία. Ὁ ἀναγεννημένος ὅμως στὴν ἄκτιστη θεία Χάρη Γρηγόριος διατρανώνει τὴν ἀδυναμία ὑπέρβασης αὐτῶν τωνορίων καὶ τὴ σύλληψη τοῦ Ἀκτίστου μὲ τὴ βοήθεια τῶν ὀργάνων γνώσης καὶ ἔκφρασης τοῦ κτιστοῦ.
Τὴ διάκριση καὶ ἱεράρχηση συγχρόνως τῶν δυὸ γνώσεων ἔχει ἐπισημάνει ὁ Μ. Βασίλειος: «Πίστις ἡγείσθω τῶν περὶ Θεοῦ λόγων πίστις καὶ μὴ ἀπόδειξις. Πίστις, ἡ ὑπὲρ τὰς λογικὰς μεθόδους τὴν ψυχὴν εἰς συγκατάθεσιν ἕλκουσα, πίστις, οὐχ ἡ γεωμετρικαῖς ἀνάγκαις, ἀλλ᾿ ἡ ταῖς τοῦ Πνεύματος ἐνεργείαις ἐγγινομένη [...] Καὶ ὅλως, εἰ ἡ πίστις ἐλπιζομένων ἐστὶν ὑπόστασις πραγμάτων καὶ ἔλεγχος οὐ βλεπομένων, μὴ φιλονείκει ἰδεῖν ἤδη τὰ μακρὰν ἀποκείμενα, μηδὲ τὰ ἐλπιζόμενα ἀμφίβολα καταστήσῃς, διὰ τὸ μήπως αὐτῶν δύνασθαι κατὰ τὴν γνῶσιν ἐξάπτεσθαι» (PG 30.104 Β/105 Β).
Ὁ ἴδιος ὁ Μ. Βασίλειος δίνει στὴν «Ἑξαήμερό» του (ΡG 29. 3-208) κλασσικὸ παράδειγμα ὀρθόδοξης χρήσης τῶν ἐπιστημονικῶν γνώσεων. Ἀποκρούει τὶς κοσμολογικὲς θεωρίες τῶν φιλοσόφων (περὶ αἰωνιότητας καὶ αὐθύπαρκτου τοῦ κόσμου), προχωρεῖ δὲ στὴ σύνθεση τῶν βιβλικῶν καὶ ἐπιστημονικῶν δεδομένων μέσῳ μιᾶς συνεχοῦς ὑπέρβασης τῆς ἐπιστήμης. Ἀναιρώντας δὲ τὶς ὑλιστικὲς θεωρίες καὶ τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες, περνᾶ στὴ θεολογικὴ (ἀλλ᾿ ὄχι μεταφυσική) ἑρμηνεία. Κεντρικὸ μήνυμα τοῦ ἔργου εἶναι, ὅτι εἶναι ἀδύνατη ἡ λογικὴ στήριξη τοῦ δόγματος (ἐπιστημοφάνεια). Τὸ δόγμα ἀνήκει σὲ ἄλλη σφαίρα, εἶναι ὑπέρλογο. «Ἐπιστημονικό» στὰ ὅρια μιᾶς ἄλλης γνώσης. Ἡ χρήση τοῦ «δόγματος» στὴν ἐνδοκοσμικὴ γνώση ὁδηγεῖ στὴ μεταβολὴ τῆς ἐπιστήμης σὲ μεταφυσική, ἐνῷ ἡ χρήση τῆς λογικῆς στὸ χῶρο τῆς πίστης ἀποδεικνύει τὴν ἀδυναμία καὶ σχετικότητά της. Δὲν ὑπάρχει, συνεπῶς, κανένα «πίστευε καὶ μὴ ἐρεύνα» στὴν ὀρθόδοξη γνωσιολογία, ἀλλὰ κάθε γνωστικὸς χῶρος ἐρευνᾶται μὲ τὶς δικές του- ἐπιστημονικὲς καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις-προϋποθέσεις.
Ἡ τραγικότερη ἔκφραση τῆς ἀλλοτριωμένης χριστιανοσύνης εἶναι ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀντιμετώπιση στὴ Δύση τοῦ Γαλιλαίου· θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθεῖ ἡ περίπτωση ὡς ὑπέρβαση ὁρίων δικαιοδοσίας, ἂν δὲν ἦταν κάτι σοβαρότερο: σύγχυση τῶν ὁρίων τῶν γνώσεων καὶ σύγκρουσή τους. Γεγονὸς ὅμως εἶναι, ὅτι ἡ ἀπώλεια τῆς «ἄνω» σοφίας στὴ Δύση καὶ τοῦ τρόπου ἀπόκτησής της, μετέβαλε τὴ διάνοια σὲ ὄργανο θείας καὶ ἀνθρώπινης σοφίας. Χρησιμοποιούμενη δὲ ἡ διάνοια στὸ χῶρο τῆς ἐπιστήμης, ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὴν ἀπόρριψη τοῦ ὑπερφυσικοῦ, ὡς ἀκατανόητου, ἡ χρήση της δὲ στὸ χῶρο τῆς «πίστης» εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπορρίψει τὴν ἐπιστήμη, ὅταν θεωρεῖται ἀντίθετη πρὸς τὴν «πίστη». Τὴν ἴδια νοοτροπία, βέβαια, προδίδει ἡ ἀπόρριψη τοῦ κοπερνίκειου συστήματος στὴν καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολὴ (1794-1821) καὶ τὴν ἴδια ἀπώλεια τῶν κριτηρίων.
Τὴ revanche τῆς καταδίκης τοῦ Γαλιλαίου θὰ πάρει ἡ ἐπιστήμη στὸ πρόσωπο τοῦ Δαρβίνου μὲ τὴ θεωρία τῆς ἐξελίξεως.
Μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Διαφωτισμοῦ στὴ Δύση, κλονίσθηκαν τὰ θεμέλια τοῦ ἀμετάβλητου στὴ μεταφυσικὴ ὀντολογία. Διότι ἡ ἐπιστήμη βεβαίωσε ὅτι αὐτὸ τὸ ἀμετάβλητο δὲν ὑπάρχει (βλ. Παν. Κονδύλη, Ἡ κριτικὴ τῆς μεταφυσικῆς στὴ νεότερη σκέψη. Ἀπὸ τὸν ὄψιμο Μεσαίωνα ὡς τὸ τέλος τοῦ Διαφωτισμοῦ, Ἀθήνα 1983). Μὲ τὴν πτώση δὲ τῆς Μεταφυσικῆς ἔπεσε καὶ ἡ ἠθική, ἀφοῦ διαλύθηκαν τὰ δῆθεν μεταφυσικὰ θεμέλιά της. Δὲν ὑπάρχουν, ἄλλωστε, ἀποδείξεις ἢ ἐνδείξεις γιὰ ὕπαρξη ἀμετάβλητων κριτηρίων τοῦ νόμου καὶ τῆς ἠθικῆς. Ἡ Ὀρθοδοξία γι᾿ αὐτὸ δὲν μιλᾶ γιὰ «ἠθική», προσαρμογὴ δηλαδὴ σὲ νομικούς-ἠθικοὺς κανόνες, ἀλλὰ γιὰ «ἦθος», ὡς καρπὸ τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὸν ἄνθρωπο (Γαλ. 5, 22 ε.). Ὁ εὐρωπαϊκὸς διαφωτισμὸς συνιστᾶ πάλη ἐμπειρισμοῦ καὶ μεταφυσικῆς (ἀριστοτελικῆς). Οἱ διαφωτιστὲς εἶναι philosophes, ἀλλὰ καὶ rationalistes.
Οἱ Ἕλληνες διαφωτιστές, μὲ πρῶτο τὸν πατριάρχη τους Ἀδ. Κοραῆ, ἦσαν στὴ θεολογία μεταφυσικοὶ καὶ μετέφεραν τὴ σύγκρουση ἐμπειριστῶν-μεταφυσικῶν στὴν Ἑλλάδα. Οἱ ὀρθόδοξοι ὅμως ἡσυχαστὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, οἱ Κολλυβάδες, παρέμεναν στὴ θεολογική τους μέθοδο ἐμπειριστές. Στὸν Κοραῆ κυρίως ὀφείλεται ἡ εἰσαγωγὴ τῆς μεταφυσικῆς (του στοχασμοῦ) στὴ θεολογία, λαϊκὴ καὶ Ἀκαδημαϊκή. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κοραὴς ἔγινε ἡ αὐθεντία τόσο τῶν Ἀκαδημαϊκῶν θεολόγων μας, ὅσο καὶ τῶν εὐσεβιστικῶν λαϊκῶν κινημάτων. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ἔπαυσε ἡ νήψη (κάθαρση) νὰ θεωρεῖται προϋπόθεση τῆς θεολόγησης, τὴ θέση της δὲ ἔλαβε ἡ σχολαστικὴ παιδεία. Οἱ Πατέρες θεωροῦνται ἔτσι φιλόσοφοι (κυρίως νεοπλατωνικοί, ὅπως ὁ Αὐγουστίνος) μὲ κοινωνικὴ δράση. Αὐτὸ ἔγινε τὸ πρότυπο τῶν εὐσεβιστῶν τοῦ χώρου μας· ὁ ἡσυχασμὸς ἀπορρίπτεται ὡς σκοταδισμός! Ἡ δῆθεν προοδευτικότητα τοῦ Κοραῆ συνίσταται στὸ ὅτι ἦταν ὑποστηρικτὴς τῆς καλβινικῆς χρήσης τῆς μεταφυσικῆς καὶ ὄχι τῆς παπικῆς. Στὰ θεολογικά του ἔργα εἶναι ἔντονος ὁ καλβινικὸς εὐσεβισμός (ἠθικισμός) του.
Ἡ πατερικὴ ὅμως Ὀρθοδοξία εἶναι ἀντιμεταφυσική, διότι ἀναζητεῖ συνεχῶς τὴν ἐμπειρικὴ «βεβαιότητα», μὲ τὴ χρήση τῆς ἡσυχαστικῆς μεθόδου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἡσυχασμὸς τῶν Κολλυβάδων εἶναι ἐμπειρικός-ἐπιστημονικός. Ὀρθὸς λόγος γιὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη εἶναι ὁ ἐμπειρικὸς λόγος. Δὲν πρέπει γι᾿ αὐτὸ νὰ παραπλανᾶ ἡ ἀπολογητικὴ μέθοδός τους, ποὺ ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς τους καὶ ἐμφανίζει τὰ μειονεκτήματα τοῦ μεταφυσικοῦ φουνταμενταλισμοῦ. Τὸ Συμβουλευτικὸ Ἐγχειρίδιο τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, ὅπως καὶ τὰ κηρυγματικὰ κείμενα τοῦ Παρίου, μὲ κορύφωση τὴ Φιλοκαλία (γιὰ τὴν ἔκδοση τῆς ὁποίας συνεργάστηκαν οἱ κορυφαῖοι Κολλυβάδες: Μακάριος Νοταρᾶς, Νικόδημος Ἁγιορείτης καὶ Ἀθανάσιος Πάριος), φανερώνουν τὴν ἡσυχαστικὴ φιλοκαλικὴ συνείδησή τους καὶ τὴν ἀσκητικὴ βιωτή τους.
Οἱ προϋποθέσεις αὐτὲς τῶν Κολλυβάδων-ἡσυχαστῶν τοῦ 18ου αἰώνα εἶναι ἐμφανεῖς στὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο δέχονται τὴν ἐπιστημονικὴ πρόοδο τῆς Δύσης. Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης εἶναι μὲν κριτικός, ἀλλὰ γενικὰ ἀνοικτὸς στὴν ἐπιστήμη καὶ θετικός, μὲ πατερικὴ διάθεση. Οἱ Κολλυβάδες ἀποδέχονται ἐπιστημονικὲς θέσεις (π.χ. τὶς νεώτερες θεωρίες περὶ λειτουργίας τῆς καρδιᾶς ὁ Νικόδημος στὸ Συμβουλευτικό του Ἐγχειρίδιο). Ὁ Ἀθανάσιος Πάριος δὲν πολεμάει τὴν ἐπιστήμη καθαυτή, ἀλλὰ τὴ χρήση της ἀπὸ τοὺς δυτικόπληκτους διαφωτιστὲς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου. Τὴν ἐπιστήμη θεωροῦν ἔργο τοῦ Θεοῦ καὶ προσφορὰ πρὸς τὸν ἄνθρωπο γιὰ τὴ διευκόλυνση τῆς ζωῆς του. Ἡ χρήση ὅμως τῆς ἐπιστήμης σὲ μία μεταφυσικὴ πολεμικὴ κατὰ τῆς πίστης, ὅπως ἔγινε στὴ Δύση καὶ μεταφέρθηκε στὴν Ἀνατολή, ὀρθὰ πολεμεῖται ἀπὸ τοὺς παραδοσιακοὺς θεολόγους μας τὸ 18ο καὶ 19ο αἰώνα. Τὸ λάθος δέ, ἔγκειται στὴν πλευρὰ τῶν Ἑλλήνων διαφωτιστῶν, οἱ ὁποῖοι μὴ ἔχοντας σχέση μὲ τὴν πατερικὴ θεώρηση τῆς γνώσης, μολονότι κληρικοὶ οἱ περισσότεροι ἢ μοναχοί, μεταφέρουν στὸ χῶρο μας τὴν ἐνδοευρωπαΐκη σύγκρουση μεταφυσικῶν-ἐμπειριστῶν, φθάνοντας νὰ ὁμιλοῦν περὶ «ἀνορθολογικῆς θρησκείας», ἐνῷ ἡ πατερικὴ Ὀρθοδοξία, κάνοντας διάκριση τῶν δυὸ γνώσεων, διακρίνει συνάμα τὸ λογικὸ ἀπὸ τὸ ὑπέρλογο.
Τὸ πρόβλημα τῆς σύγκρουσης πίστης καὶ ἐπιστήμης πέρα ἀπὸ τὴ σύγχυση τῶν γνώσεων, ἔχει ὡς αἰτία καὶ τὴν ἰδεολογικοποίηση τῶν δυὸ ὄψεων τῆς γνώσης. Χριστιανικὰ προέκυψε, ἔτσι, μιὰ νοσηρὴ ἀπολογητικὴ (Ἕλληνας καθηγητὴς τῆς Ἀπολογητικῆς προέτεινε πρὶν ἀπὸ χρόνια «μαθηματικὴ ἀπόδειξη περὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ»!). Κάποτε λησμονεῖται ὁ ἀξιωματικὸς λόγος, ὅτι ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἐγκλωβισμένη στὰ ὅρια τῆς φθορᾶς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερβεῖ τὴ λογικὴ τῆς φθορᾶς. Ἡ ἔπαρση τῶν ἐπιστημόνων (ὁ κ. Κ. Ζουράρις ἔχει πεῖ πολὺ ὀρθά, ὅτι «ἡ ἐπιστήμη εἶναι ὁ παιδισμὸς τῶν ἐνήλικων») ὁδηγεῖ στὸ «θετικισμὸ» καὶ τὸν «οἰκονομισμό», ἀπολυτοποιημένα μεγέθη. Ὀρθόδοξα ὅμως, αὐτὸς ὁ δυαλισμὸς δὲν εἶναι αὐτονόητος. Τίποτε δὲν ἀποκλείει τὴ συνύπαρξη πίστης καὶ ἐπιστήμης, ὅταν ἡ πίστη δὲν εἶναι φαντασιώδης μεταφυσικὴ καὶ ἡ Ἐπιστήμη δὲν νοθεύει τὸ θετικό της χαρακτήρα μὲ τὴ χρήση τῆς μεταφυσικῆς.
Στὴν ἀλληλοκατανόηση ἐπιστήμης καὶ πίστης βοηθᾶ καὶ ἡ σημερινὴ ἐπιστημονικὴ γλώσσα. Ἡ γλώσσα τῆς θεολογίας εἶναι ἀπὸ τὴ φύση της εἰκονολογική, ἀφοῦ εἶναι ἀδύνατη ἡ ταύτιση σημαίνοντος καὶ σημαινόμενου (ἀποφατισμός). Ἡ ἐπιστήμη, ἐξ ἄλλου, (σύγχρονη φυσική) λειτουργεῖ ἀποφατικά: ἀρχὴ τῆς ἀπροσδιοριστίας (ἀποφατισμὸς τῆς ἐπιστήμης). Ἡ ἐπιστροφή, συνεπῶς, στὴν πατερικότητα βοηθᾶ στὴν ὑπέρβαση τῆς σύγκρουσης (βλ. Χρ. Γιανναρᾶ, Περιεχόμενο καὶ ἔργο τῆς Ἀπολογητικῆς σήμερα, Ἀθήνα 1975).
Ἡ ἀναγνώριση τῶν ὁρίων τῶν δυὸ γνώσεων (κτιστοῦ καὶ Ἀκτίστου) καὶ ἡ χρήση τοῦ κατάλληλου γιὰ τὴν καθεμία ἀπὸ αὐτὲς ὀργάνου εἶναι στοιχεῖο τῆς πατερικῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὁποία ἱεραρχεῖ τὴν «κάτω» ἢ «ἔξω» σοφία στὴν «ἄνω» ἢ «θεία» γνώση. Ἀντίθετα, ἡ σύγχυσή τους διαιωνίζει τὶς ἑκατέρωθεν παρερμηνεῖες καὶ συντηρεῖ τὴ σύγκρουσή τους. Μιὰ «Ἐκκλησία», ποὺ ἐπιμένει στὴ μεταφυσικὴ θεολόγηση, θὰ ἀναγκάζεται νὰ ἀποκαθιστᾶ συνεχῶς κάποιο Γαλιλαῖο, ἀλλὰ καὶ μία «Ἐπιστήμη», ποὺ ἀγνοεῖ τὰ ὅριά της, θὰ ἀλλοτριώνεται σὲ μεταφυσικὴ καὶ θὰ ἀσχολεῖται μὲ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἢ τὴν ἀπόρριψη τοῦ Μὰρξ - Μαρξισμός.