π. Γεώργιος Μεταλληνός - «Ἐὰν ἡμεῖς σιωπήσωμεν, οἱ λίθοι κεκράξονται» (Λουκ. 19, 40)

Ἄρθρο στὴν ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος», 12 Ἰανουαρίου 2007


Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα Βενεδίκτου ΙΣΤ´ στὴν Πόλη καὶ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου κ. Χριστοδούλου στὸ Βατικανὸ προκάλεσαν ποικίλα σχόλια στὸν Τύπο, ἀλλὰ καὶ παραλήρημα ἐνθουσιασμοῦ τόσο στοὺς οἰκουμενιστικοὺς κύκλους, ὅσο καὶ σ᾿ ἐκείνους τῶν ἀρχιεπισκοπικῶν χειροκροτητῶν καὶ αὐλοκολάκων, ποὺ ἐξαρτοῦν ἀπὸ τὴν κοσμικὴ αἴγλη καὶ ἰσχὺ τοῦ Μακαριωτάτου καὶ τὴν δική τους προβολὴ καὶ κοινωνικὴ καταξίωση.

Πρίν, ὅμως, καταγραφεῖ καὶ ἡ δική μου ταπεινὴ ἄποψη, ὡς ἀπάντηση στὴν ἀπορία κάποιων γιὰ τὴν «δῆθεν» σιωπή μου -καὶ λέγω «δῆθεν», διότι δὲν ἔλειψαν οἱ τηλεοπτικὲς τοποθετήσεις μου- θέλω νὰ ἐπαινέσω τὶς σπουδαῖες ἀναφορὲς στὸ θέμα τοῦ ἀγαπητοῦ συναδέλφου καὶ συναγωνιστοῦ π. Θεοδώρου Ζήση, τοῦ σεβαστοῦ μου καθηγητοῦ κ. Ἰω. Κορναράκη καὶ τοῦ κ. Γεωργίου Ζερβοῦ στὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο» τῆς 22.12.2006, ἀλλὰ καὶ τοῦ καθηγητοῦ κ. Χρήστου Γιανναρᾶ στὴν ὅπως πάντα ἐντυπωσιακὴ ἐπιφυλλίδα του στὴν «Κυριακάτικη Καθημερινὴ» τῆς 24ης τοῦ ἰδίου μηνός. Προσυπογράφω τὶς εὔστοχες ἐπισημάνσεις ὅλων τῶν παραπάνω καὶ δηλώνω ταυτισμένος μαζί τους στὴν προσπάθεια νὰ σωθοῦν ἡ ἀξιοπρέπεια καὶ ὁ αὐτοσεβασμὸς σ᾿ αὐτὸ τὸν τόπο. Θὰ περιορισθῶ γι᾿ αὐτὸ σὲ μερικὲς μόνον παρατηρήσεις.

Ρωτοῦν πολλοὶ -καλοπροαίρετα, ὅπως πιστεύω- τί κακὸ γίνεται μὲ τὶς συναντήσεις καὶ ἐπισκέψεις αὐτές, ὥστε νὰ δικαιολογοῦνται οἱ διαμαρτυρίες. Ἐπαναλαμβάνω, λοιπόν, ὅ,τι καὶ μετὰ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα Ἰωάννου - Παύλου Β´ στὴν Ἀθήνα τὸ 2001 εἶχα ἐπισημάνει. Ἂν οἱ ἐπαφὲς αὐτὲς ἔμεναν στὸ πολιτικὸ πλαίσιο (ἐφ᾿ ὅσον μάλιστα ὁ Πάπας εἶναι «ἡγεμὼν» τοῦ Βατικανοῦ [«Souverain du Vatican» εἶναι ἕνας τίτλος του] καί, συνεπῶς, ἀρχηγὸς Κράτους), τὸ πράγμα δὲν θὰ ἦταν τόσο σοβαρό. Οἱ συναντήσεις, ὅμως, αὐτὲς γίνονται σὲ πλαίσιο «ἐκκλησιαστικὸ» καὶ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ κορυφαίους ἐκπροσώπους τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ Πάπας ὡς ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ὁπότε ἀναγνωρίζεται σιωπηρὰ καὶ τὸ Βατικανό, ἢ ἔστω ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ (Παπική, ὀρθότερα) «Ἐκκλησία» ὡς Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, αὐθεντικὸς δηλαδὴ Χριστιανισμός, μὲ de facto ἀμνήστευση τῶν αἱρέσεων καὶ πλανῶν της, ποὺ εἶναι τόσαι πολλαί, ὥστε δίκαια νὰ χαρακτηρίζεται ἀπὸ μεγάλους θεολόγους μας ὡς «παναίρεση». Τί ἄλλο θὰ μποροῦσε νὰ διεκδικήσει ὁ Παπισμὸς ἀπὸ τὴν ἀμνήστευσή του καὶ τὴν καταξίωσή του ὡς Ἐκκλησίας, ὅπως, δηλαδή, εἶναι τὰ Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς; Γιὰ μία ἀκόμη, δηλαδή, φορὰ ἐπιβεβαιώνεται ἡ ἄμβλυνση τῶν συνειδήσεων Ὀρθοδόξων ἠγετῶν, ὥστε διαγράφοντας Συνόδους, Πατέρες καὶ Κανόνες καὶ τὴν σωτηριολογικὴ διδασκαλία τους, νὰ ταυτίζουν τὴν αἵρεση μὲ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν πλάνη μὲ τὴ θεολογία τῶν Ἁγίων μας.

Ἀποδεικτικὸ ὑλικὸ θὰ ἀντλήσω ἀπὸ τὰ ἐπίσημα κείμενα, ποὺ διαβάσθηκαν στὴ Ρώμη. Θὰ περιορισθῶ δὲ σὲ θεολογικὲς ἐπισημάνσεις.

Στὸ «ἀπολυτίκιο» τῆς τελετῆς γιὰ τὴν παραλαβὴ τμήματος τῆς ἁλύσεως τοῦ Ἀπ. Παύλου, γίνεται λόγος γιὰ «τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης» μὲ ἀναφορά, ὅμως, στὸν Παπισμό, ποὺ δὲν εἶναι φυσικὰ συνέχεια τῆς πρὸ τοῦ σχίσματος ἐκεῖ Ἐκκλησίας. Τὸ ἴδιο καὶ στὴν ἀκολουθοῦσα Εὐχὴ διαβάζουμε: «Τῇ φιλαδέλφῳ διαθέσει τῆς ἐν Ρώμῃ παροικούσης Ἐκκλησίας σου», γιὰ τὴν ὁποία φράση ἰσχύει τὸ προηγούμενο σχόλιό μας. Τὸ κτητικὸ μάλιστα «σου», σχετιζόμενο μὲ τὸν Ἱ. Χριστόν, ἀποκλείει κάθε περίπτωση συγχύσεως. Ἡ σημερινή, λοιπόν, «Ἐκκλησία» τῆς Ρώμης εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴν ὁποία ταυτίζεται χωρὶς κανένα δισταγμὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.

Γιὰ ὅσους ἔχουν αὐτὴ τὴν γνώμη, θὰ παρατηρήσουμε, ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι (Μητροπολίται) τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι γιὰ τὸ πλήρωμα συνεχιστὲς καὶ φορεῖς τῆς Ὀρθοδοξίας τῶν Ἁγίων Πατέρων μας. Ἄν, ὅμως, ἡ σημερινὴ «Ἐκκλησία» τῆς Ρώμης εἶναι κατὰ τοὺς Ἐπισκόπους μας καὶ αὐτὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τότε αὐτομάτως αὐτοὶ ἐξισοῦνται μὲ τοὺς παπικοὺς «Ἐπισκόπους» καὶ συνεπῶς δέχονται οἱ ἴδιοι, ὅτι εἶναι ἐκτὸς Ὀρθοδοξίας... Ἐμεῖς ὡς κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, μέλη τῆς «Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς (=Ὀρθοδόξου) καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας», ἐκφωνώντας τὸ «Ἐν πρώτοις, μνήσθητι, Κύριε...», προϋποθέτουμε τὴν Ὀρθοδοξία τῶν Ἐπισκόπων μας καὶ ὄχι τὴν ταύτισή τους μὲ τὴν Αἵρεση καὶ τὸν αὐτοαποκλεισμό τους ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἄρα στὸν λεγόμενο οἰκουμενικὸ διάλογο τὸ «κινδυνευόμενον» εἶναι ἡ ὀρθόδοξη ταυτότητα.

Μιὰ ἄλλη ἐπίμαχη φράση βρίσκεται στὴν «Προσφώνηση» πρὸς τὸν Καρδινάλιον W. Kasper: «τοῦ Πάπα Ρώμης καὶ πεφιλημένου ἐν Χριστῷ ἀδελφοῦ κ. Βενεδίκτου τοῦ ΙΣΤ´». Πρόκειται γιὰ μίμηση τῆς καθιερωμένης ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου γραμμῆς καὶ γλώσσας, δείγματα τῆς ὁποίας εἴχαμε καὶ στὴν ἐδῶ ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα Ἰωάννου-Παύλου Β´ τὸ 2001. Στὴν ἴδια Προσφώνηση, ἐξ ἄλλου, ἡ ἀναφορὰ στὴν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων εἶναι μίμηση τῆς πατριαρχικῆς τακτικῆς, χωρὶς νὰ λαμβάνεται κἂν ὑπόψη ὁ τρόπος τῆς ἄρσεώς τους τὸ 1965, χωρὶς ἄρση, ὅμως, καὶ τῶν αἰτιῶν τοῦ σχίσματος, τοῦ «Filioque» δηλαδή, τοῦ «Πρωτείου ἐξουσίας» κ.λπ. Ὑπάρχει, ὅμως καὶ κάτι ἐξ ἴσου σοβαρὸ γιὰ τὴν δική μας πλευρά. Ἡ τραγικὴ αὐταπάτη, στὴν ὁποία ζοῦμε καὶ ἐνεργοῦμε.

Ἡ στοχοθεσία τῆς συνάντησης στὴ Ρώμη διατυπώνεται σαφῶς, στὴν «Προσφώνηση» πρὸς τὸν Καρδινάλιο Κάσπερ: «Πρόθεσή μας εἶναι νὰ διατρανώσουμε ἑνωμένοι τὴν ἀντίθεσή μας στὴν ἐκκοσμίκευση τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος, μέσα σὲ μιὰ περίοδο ἰσοπεδωτικῆς Παγκοσμιοποίησης καὶ πολλάκις (sic) ἀντίθεης χρήσης (sic) τῆς τεχνολογίας». Θὰ ἦταν ἀποδεκτὸ τὸ κείμενο αὐτό, μὲ ἐνθουσιασμὸ μάλιστα, ἂν ἐπρόκειτο γιὰ ἐξομολογητικὴ διάθεση καὶ ἡρωικὴ θρηνωδία γιὰ τὴν ἐκκοσμίκευσή μας, ποὺ ἔχει ἀποβεῖ σκανδαλιστικὰ ἀδυσώπητη. Τὸ νὰ μιλοῦμε, ὅμως, γιὰ κίνδυνο «ἐκκοσμικεύσεως τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος», ἀγνοώντας τὴν ἤδη ἀπὸ μακροῦ θεσμοποιημένη ἐκκοσμίκευση τοῦ Παπισμοῦ ἢ τὴν «οὔπω» θεσμοποιημένη δική μας ἐκκοσμίκευση, ἐγγίζει τὰ ὅρια τοῦ παραλόγου.

Γιὰ τοὺς ἴδιους λόγους ἀποδυναμώνεται μέχρι δακρύων ἡ φράση: «διὰ νὰ προσφέρωμεν συνεργαζόμενοι πειοτικὴν μαρτυρίαν πρὸς τὸν Εὐρωπαῖον τοῦ 21ου αἰῶνος» (Προσφώνησις πρὸς τὸν Πάπα). «Πειστικὴ μαρτυρία», ὅμως, δὲν προσφέρεται μὲ κοσμικοῦ -πολιτικοῦ τύπου συσπειρώσεις καὶ «ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας», ἀλλὰ μόνο ὡς καρπὸς τῆς ἁγιοπνευματικῆς Ἀλήθειας, ἂν καὶ ὅταν εἴμεθα φυσικὰ φορεῖς της καὶ ὄχι, κατὰ τὸν κ. Χρ. Γιανναρᾶ «θλιβεροὶ δεσμῶτες τῶν ἐξουσιαστικῶν σκοπιμοτήτων ἢ τῶν ναρκισσιστικῶν ἐκζητήσεων τῆς διεθνοῦς δημοσιότητας»! Θὰ προσέθετα ταπεινὰ καὶ κινήσεως κατὰ τὸ πνεῦμα καὶ τὶς ἐπιταγὲς τῆς Νέας Τάξης καὶ τῆς Νέας Ἐποχῆς...

Εἶναι, ἔτσι, εὐνόητο γιατὶ ὁ διεθνής, κυρίως ὁ ἰταλικὸς Τύπος, εἶδε μὲ εὔθυμη διάθεση τὴν τόσο ἐκθειαζόμενη ἀπὸ τοὺς ἡμετέρους αὐλοκόλακες συνάντηση. Ὅλοι ἀντιλαμβάνονται, ὅτι οὐδεμία σχέση ἔχουν αὐτὲς οἱ «φιέστες» μὲ τὴν σώζουσα Ἀλήθεια, ἀφοῦ εἶναι φανερό, ὅτι ἀποβλέπουν σὲ ἄντληση κοσμικῆς δύναμης ἢ τὴν τραγικὴ ἐκμετάλλευση τῆς ἀφελείας μας γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων «θρησκευτικῆς πολιτικῆς». Τὸ 2001, μετὰ τὴν ἀνάλογη «φιέστα» τῶν Ἀθηνῶν, εἴχαμε δηλώσει, ὅτι «ὁ Πάπας τὰ πῆρε ὅλα καὶ ἔφυγε»! Διότι τὸ ζητούμενο καὶ τότε ἀπὸ τὸ Βατικανὸ ἦταν ἡ ἀναγνώριση τοῦ «βασιλέα» τοῦ Πάπα, ὡς «ἐπισκόπου τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» καὶ ἡ προώθηση τοῦ παγκοσμίου πρωτείου του. Αὐτὸ ἔγινε καὶ τώρα.

Σὲ τελευταία, ὅμως, ἀνάλυση, ὅλο τὸ θέμα εἶναι κριτήριο τῆς ὑπάρξεως στὴν Ἐκκλησία μας συνοδικοῦ θεσμοῦ καὶ τῆς λειτουργίας του. Ὑπάρχουν, βέβαια, μητροπολίται, ποὺ ἀντιλαμβάνονται σαφῶς τὰ γινόμενα, ἀλλὰ σιωποῦν ἢ ἀντιδροῦν χαλαρὰ «γιὰ τὴν διατήρηση τῆς ἑνότητας», ὅπως μᾶς λέγουν! Ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι, ὅμως, ποὺ ἢ δὲν ἀντιλαμβάνονται τὴν βαρύτητα τῶν ἀνοιγμάτων αὐτῶν ἢ δέχονται καὶ αὐτοὶ τὴν Παπικὴ «ἐκκλησία» ὡς Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, μὲ μυστήρια καὶ Χάρη. Γι᾿ αὐτοὺς ἡ ἕνωση ἔχει γίνει ἢ οὐδέποτε ἔπαυσε νὰ ὑπάρχει. Ὑπάρχουν, ὅμως καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ ἐπιμένουν ὅτι μὲ τὶς συναντήσεις αὐτὲς «δίνουμε μαρτυρία» Ὀρθοδοξίας. Εἶναι καὶ αὐτὸς ἕνας τρόπος αὐτοεφησυχασμοῦ καὶ καθησυχασμοῦ τῶν ἄλλων. Καὶ ὅμως, ὁ «κατακλυσμός» ἔρχεται...