π. Γεώργιος Μεταλληνός - Πρὸς τί ὁ διάλογος;

(Πηγή: Ἐφημερίδα Ὀρθόδοξος Τύπος, 3 Αὐγούστου 2007)


Μὲ τὶς τελευταῖες δηλώσεις τοῦ «urbi et orbi» ὁ Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ´ δὲν μᾶς αἰφνιδίασε. Διότι δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορά, ποὺ διακηρύσσει τὴν ἐκκλησιολογικὴ συνείδηση τοῦ Παπισμοῦ. Τὸ ἴδιο εἶχε πράξει καὶ πέρυσι, πρὶν μεταβεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη, προσκεκλημένος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Καὶ ποιὲς εἶναι οἱ δηλώσεις αὐτές, ποὺ μὲ ἀπόλυτη ὁμοφωνία δημοσίευσε ὁ ἑλλαδικὸς καὶ παγκόσμιος Τύπος;

Ἡ Ρώμη διεκδικεῖ τὴν ταυτότητα τῆς «μοναδικῆς πραγματικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο», χωρὶς νὰ εἶναι πρόθυμη νὰ ἀπαρνηθεῖ στὸ ἐλάχιστο τὴν πεποίθησή της αὐτή. Ἀναγνωρίζει μέν, ὅτι ὑπάρχουν καὶ ἐκτὸς τῆς «Καθολικῆς Ἐκκλησίας πολλὰ στοιχεῖα καθαγιασμοῦ καὶ ἀλήθειας», ἀλλὰ ὁ Παπισμὸς εἶναι ἡ μόνη ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

«Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες» (ὄχι: Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία) εἶναι μὲν «ἐκκλησίες», ἀλλὰ πάσχουν ἀπὸ ἕνα «ἔλλειμμα», μὴ ἀναγνωρίζοντας τὸν Πάπα ὡς διάδοχο τοῦ (Ἀποστόλου) Πέτρου, ἀρνούμενες δηλαδή, ἢ μὴ δεχόμενες ἀκόμη, τὸ παπικὸ Πρωτεῖο, ποὺ θεμελιώνεται στὴν περὶ Πέτρου παπικὴ διδασκαλία. Ὅταν αὐτὰ δὲν τὰ λέγει ἕνας οἱοσδήποτε Πάπας, ἀλλὰ ὁ σημερινός, ποὺ εἶναι σπουδαῖος ῥωμαιοκαθολικὸς δογματολόγος, τὸ πράγμα ἀποκτᾶ ἀκόμη μεγαλύτερη βαρύτητα.

Ἔχουμε εἰσέλθει, οἱ Ὀρθόδοξοι, σὲ διάλογο μὲ τὸν Παπισμό, ὁ ὁποῖος (διάλογος) μάλιστα ἀνανεώθηκε τελευταία, μὲ τὴν συγκατάθεση τῶν Οἰκουμενιστῶν μας, ποὺ δέχονται στὴν πράξη τὶς δηλώσεις τοῦ Πάπα. Ἄρα προχωροῦμε μὲ βάση τὴν φιλοσοφικὴ ἀρχὴ τῆς «λήψεως τοῦ αἰτουμένου», κάτι ποὺ σημαίνει τὴν ἐκ μέρους μᾶς «ἐλλειμματική», πράγματι, συμμετοχή, ὅσον ἀφορᾶ στὴν δική μας αὐτοσυνειδησία καὶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ αὐτοσυναίσθημά μας.

Μὲ μειωμένο αὐτοσυναίσθημα καὶ ἀναγνώριση τοῦ «ἐκκλησιαστικοῦ ἐλλείμματός» μας ἀδικοῦμε καὶ ἀρνούμεθα τὴν Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγίων μας, ὅλων τῶν αἰώνων, συνομολογώντας σιωπηρὰ τὴν κατὰ τὸν Πάπαν μὴ πληρότητα τῆς Ἐκκλησίας μας. Πόσο μᾶλλον, ὅταν ὁ Πάπας δὲν παραλείπει νὰ προσθέσει: «Ὁ διάλογος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μία ἀφορμή, γιὰ νὰ προσαρμόσει ἢ νὰ μαλακώσει αὐτὸ ποὺ πιστεύει (ὁ Παπισμὸς) ὅτι εἶναι»! Καμμία διάθεση, δηλαδή, ὑποχωρήσεως ἐκ μέρους του.

Τὸ ἀστεῖο ἐδῶ, καὶ τραγικὸ συνάμα, εἶναι, ὅτι οἱ οἰκουμενιστὲς Ποιμενάρχες μας διακηρύσσουν ὅτι μετέχουμε στοὺς θεολογικοὺς διάλογους, γιὰ νὰ διαφωτίσουμε καὶ διδάξουμε τοὺς ἑτεροδόξους! Βέβαια, ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πολλὰ πράγματα μπορεῖ νὰ μεταβάλει, ὁδηγώντας σὲ ἀνατοποθετήσεις καὶ τελικὰ στὴν μετάνοια. Δὲν εἶναι ὅμως αὐτὸ τὸ πρόβλημα, οὔτε βοηθοῦν τὴν ἐνεργοποίηση τῆς Θείας Χάριτος μέσα μας ἡ δουλικὴ συμμετοχὴ στὸν διάλογο καὶ οἱ χαλαρὲς «ἀντιδράσεις», ποὺ ἁπλῶς ἐπιβεβαιώνουν τὴν πολὺ γνωστὴ στὸ Βατικανὸ ἡττοπάθεια καὶ ἀδυναμία μας. Δὲν θὰ ἦταν λογικὸ νὰ λεχθεῖ, μὲ ἀξιοπρέπεια καὶ ἀγάπη γιὰ τὴν Ἀλήθεια, στὸν Πάπα, ὅτι, ἐφ᾿ ὅσον γίνονται παρόμοιες δηλώσεις, ἡ συμμετοχή μας στὸν διάλογο εἶναι μάταιη καὶ συνιστᾶ a priori παραδοχὴ τοῦ Παπικοῦ πρωτείου καὶ τῆς μοναδικότητος τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας;

Τὸ πρόβλημα, συνεπῶς, δὲν εἶναι ὁ Πάπας, ποὺ μέσα σὲ ἕνα παραλήρημα ἐξουσιαστικῆς ὑπεροψίας, συνεχίζει τὶς ἴδιες παπικὲς διακηρύξεις καὶ γιὰ ἐπίδειξη δυνάμεως στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ Παπισμοῦ καὶ γιὰ τὴν ἀνάκτηση τοῦ ἀμφισβητουμένου κύρους τῆς Παποσύνης.

Τὸ πρόβλημα εἴμαστε ἐμεῖς καὶ κυρίως οἱ βασικὰ ὑπεύθυνοι, οἱ Ποιμένες. Στὸ σημεῖο αὐτὸ καὶ εἰς μνημόσυνόν του αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη νὰ μνησθῶ τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ, ὅταν ρωτοῦσε ἐμᾶς τους, κατ᾿ ἐπάγγελμα, Θεολόγους τῶν Πανεπιστημίων: «Εἶναι Ἐκκλησία τὸ Βατικανό;». [Παρὰ τὰ] ὅσα ἀρνητικὰ θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ προσάψει στὸν τέως Ἀρχιεπίσκοπο, ὀφείλουμε νὰ ἀναγνωρίσουμε, ὅτι τὴν Πίστη δὲν τὴν ἔβλαψε. Ἐνθυμοῦμαι, μάλιστα, τὴν σύνεση, ποὺ ἐπέδειξε τὸ 1993, μετὰ τὴν οὐνιτικὴ ἀπόφαση τοῦ Balamand, τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος (τότε...) δὲν εἶχε προσυπογράψει. Ὁ μακαριστὸς πάπα-Γιάννης Ρωμανίδης ἔλεγε στὰ τελευταῖα χρόνια της ζωῆς του: «Ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς τὸ πρόβλημα θὰ εἶναι οἱ Δεσποτάδες μας. Ποιὰ πίστη ἔχουν»! Αὐτὸ τὸ ζοῦμε ὅλοι μας. Πολλὲς φορὲς μοῦ ἔρχεται στὴ μνήμη ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὶς Πράξεις (κ´ 18 ἑ.) γιὰ «λύκους βαρεῖς», ποὺ θὰ διεισδύσουν στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, «μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου». Καὶ ὅλοι οἱ ἑρμηνευταί, παλαιότεροι καὶ νεώτεροι, ταυτίζουν τοὺς «λύκους» αὐτοὺς μὲ τοὺς αἱρετικούς, καὶ πολὺ ὀρθά. Δὲν εἶναι παρὰ ψευδοποιμένες, ποὺ θὰ ἐμφανίζονται μὲ τὸ ἔνδυμα τοῦ ποιμένος, ἐνῶ στὴν οὐσία θὰ εἶναι λύκοι καὶ μάλιστα «βαρεῖς», δηλ. τυραννικοὶ καὶ σκληροί. Βαρύτητα, ὅμως, ἑρμηνευτικὰ ἔχει ἡ φράση τοῦ στ. 30: «καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν»! Παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Καὶ τὸ χαλεπώτερον, ὅτι αὐτοὺς τούτους ἐξ αὐτῶν ἀναστήσεσθαι λέγει, ὃ καὶ σφόδρα ἐστι βαρύ, ὅταν ἐμφύλιος ὁ πόλεμος ᾖ». Ἡ ἱστορικὴ πραγματικότητα δείχνει, ὅτι ὁ Ἀπόστολος δὲν μιλοῦσε μόνο γιὰ τὴν ἐποχήν του.

Εἶναι δυνατόν, λοιπόν, μετὰ ἀπὸ αὐτά, ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος νὰ θέτει τὸ ἐρώτημα: «Ἄλλαξε τίποτα στὴν Ὀρθοδοξία μὲ τὸ ποῦ ἦλθε ὁ πάπας;» (Ἐννοοῦσε τὴν ἔλευσή του στὴν Ἑλλάδα τὸ 2001). Ἀντιδρώντας τότε, ἀναγκασθήκαμε νὰ δηλώσουμε δημόσια: Τί ἄλλο ἤθελε ὁ Πάπας; «Τὰ πῆρε ὅλα καὶ ἔφυγε»! Ποιὰ ἦσαν αὐτὰ τὰ «ὅλα»; Ἁπλούστατα, ἡ ὑποδοχὴ καὶ ἀναγνώρισή του ὡς γνησίου ἐπισκόπου τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, παρὰ τὰ παπικὰ δόγματα (Πρωτεῖο, ἀλάθητο καὶ τὸ παπικὸ κοσμικὸ κράτος), ποὺ ἀφαιροῦν κάθε δυνατότητα στὸν Παπισμὸ νὰ ἐμφανίζεται καὶ νὰ διεκδικεῖ τὸν χαρακτηρισμὸ «ἐκκλησία».

Δὲν εἶναι, δυστυχῶς, μόνο ἡ ἀπουσία θεολογικῶν προϋποθέσεων ἢ ἡ ὑπόταξη καὶ τὸ θάψιμό τους σὲ ὁποιεσδήποτε συμβατικότητες ἡ ἐνδοκοσμικὲς καὶ ἀντιχριστιανικὲς προσδοκίες, ποὺ μᾶς κάνει νὰ διαμαρτυρόμεθα. Εἶναι κυρίως ἡ τόσο εὔκολη ἀπεμπόληση τῆς Πίστεως τῶν Ἁγίων μας ὅλων τῶν αἰώνων, χωρὶς τὴν ὁποία σωτηρία, δυνατότητα θεώσεως, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι κάποιοι Ποιμένες ἐνεργοῦν μὲ τὴ συνείδηση καὶ καταστροφικὴ διάθεση τῶν «λύκων» τῶν Πράξεων, κατασπαράζοντας πνευματικὰ οἱ ἴδιοι τὸ ποίμνιο, ποὺ ὁ Κύριος τοὺς ἐνεπιστεύθη (πρβλ. Ἰω. κα´ 15-17).

Ὑπάρχει, ὅμως, καὶ κάτι πρακτικὰ χειρότερο: Οἱ Δυτικοὶ γνωρίζουν τὶς ἀδυναμίες μας καὶ τὸν τρόπο σκέψεώς μας καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν ἀνησυχοῦν. Ὅλα τὰ βλέπουν δικά τους καὶ πρὸ τοῦ διαλόγου, πού, ὅπως γίνεται, δὲν εἶναι παρὰ ἐπανάληψη ἡ συνέχεια τῆς οὐνιτικῆς ψευδοσυνόδου τῆς Φλωρεντίας (1439). Ἐπὶ τέλους, ὅ,τι δὲν πέτυχε ὁ Παπισμὸς στὴ διάρκεια τῆς δουλείας (λατινοφραγκικῆς καὶ ὀθωμανικῆς) μὲ τὶς πιέσεις, νὰ ἐπιβάλει δηλαδὴ τὴν ἀπόφαση τῆς Φλωρεντίας, τὸ ἐπιτυγχάνει σήμερα μὲ τὴν συγκατάθεση τῶν ἴδιων τῶν Ποιμένων! Ἔ, τότε, μᾶς ταιριάζει ὁ χαρακτηρισμὸς τῶν (πολιτικὰ) γραικύλων ἀπὸ τὸν μακαρίτη ποιητή μας Κωστὴ Παλαμᾶ: «Δὲν ἔχεις, Ὄλυμπε, θεούς, μηδὲ λεβέντες ἡ Ὄσσα, Ραγιάδες ἔχεις, Μάννα Γῆ, σκυφτοὺς γιὰ τὸ χαράτσι. Κούφιοι καὶ ὀκνοί, καταφρονᾶν τὴ θεία τραχιά σου γλώσσα, τῶν Εὐρωπαίων περίγελα καὶ τῶν ἀρχαίων παλιάτσοι». Τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, αὐτὸ ἰσχύει γιὰ τοὺς οἰκουμενιστὲς Ποιμένες τῆς ἐποχῆς μας. «Τῶν παπικῶν περίγελα» καταντοῦν καὶ τῶν «Πατέρων μᾶς παλιάτσοι». Ὑπάρχει κάτι χειρότερο καὶ ἀπαισιώτερο ἀπὸ αὐτό; Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἐλεήσει καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν μετάνοια, μὲ τοὺς τρόπους ποὺ Αὐτὸς γνωρίζει...