Πηγή: Ἐφημερίδα Ὀρθόδοξος Τύπος
Εἶναι κοινὴ διαπίστωση, ὅτι οἱ Διάλογοι, διαχριστιανικοὶ καὶ διαθρησκειακοί, γίνονται στὶς ἡμέρες μας ὅλο καὶ πιὸ συχνοί. Καὶ τὸ μὲν Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο συνεχίζει καὶ ἐντατικοποιεῖ τὴν παλαιὰ σχετικὴ τακτική του, τὸ συναγωνίζεται ὅμως καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ρίχνοντας τὸ βάρος κυρίως πρὸς δυὸ κατευθύνσεις: τὶς ἐπαφὲς μὲ τὸ Βατικανὸ καὶ τὸν Παπισμὸ ἀφ᾿ ἑνός, ἀλλὰ καὶ τὶς διαθρησκειακὲς συναντήσεις ἀφ᾿ ἑτέρου. Καὶ τὸ μὲν Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀκολουθεῖ τὴν χαραγμένη ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα (†1972) πορεία, χωρὶς δυνατότητα πλέον αὐτοκριτικῆς καὶ αὐτοελέγχου, ἡ δὲ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, στὶς διοικητικὲς δομές της καὶ παρὰ τὶς συνεχεῖς ἀντιδράσεις τῆς πλειονοψηφίας τοῦ Κλήρου καὶ τοῦ εὐσεβοῦς Λαοῦ, τείνει νὰ ὑπερβῆ τὸ Πατριαρχικὸ Κέντρο σὲ πρωτοβουλίες, μὲ ρυθμοὺς συνεχῶς ἐπιταχυνομένους, ποὺ δίκαια προβληματίζουν, διότι ἀθετοῦν σκανδαλωδῶς τὴν γνωστὴ ἀπὸ τὸ παρελθὸν τακτικὴ τῆς συνετῆς αὐτοσυγκρατήσεως, ποὺ ἐφήρμοζαν οἱ Ἀρχιεπίσκοποί μας, ἀπὸ τὸν Χρυσόστομο Β´ (†1968) μέχρι καὶ τὸν Σεραφεὶμ (†1998). Καὶ τὸ ἐρώτημα εἶναι ἀμείλικτο: Διατί;
Στὶς οἰκουμενικὲς σχέσεις ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἐνεκαινίασε μία πορεία, συνεχῶς ἐπιταχυνομένη, ποὺ εἶναι πιὰ ἀδύνατο νὰ ἀναθεωρήσουν καὶ ἀναχαιτίσουν οἱ διάδοχοί του, σ᾿ αὐτὴ δὲ τὴν «παγίδα» ἔχει ἐμπλακεῖ καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία μὲ τὴν σημερινή της Ἡγεσία, παρὰ τὸν φαινομενικὸ ἀνταγωνισμὸ μὲ τὴν κορυφὴ τοῦ Φαναρίου, ἐφαρμόζει τὴν ἴδια μὲ ἐκεῖνο οἰκουμενι(στι)κὴ καὶ διαθρησκειακὴ πολιτική. Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας συνέδραμε χωρὶς ἀναστολὲς τὴν προώθηση τῶν στόχων τῆς Β´ Βατικανῆς Συνόδου (1962-1965), ποὺ δὲν ἦταν ἄλλοι ἀπὸ τὴν ὑποταγὴ τῆς Ὀρθοδοξίας στὸν Παπισμό, ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς ἑνώσεως. Ἡ ἐνεργοποιημένη ἀπὸ τὴν Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-39) ἀρχὴ τῆς Οὐνίας ἔγινε ἀνομολόγητα δεκτὴ καὶ ἀπὸ τὴν ἑλληνόφωνη Ὀρθοδοξία, μὲ τὴν ψευδαίσθηση, ὅτι διεξάγεται διάλογος «ἐπὶ ἴσοις ὅροις», μὲ σκοπὸ τὴν «ἐν ἀληθείᾳ» ἕνωση, ἐνῶ στὴν οὐσία καταλήξαμε στὴν οὐνιτικὴ ἀναγνώριση τοῦ Παπισμοῦ, τῆς μεγαλύτερης καὶ ριζικότερης «ἀλλοτριώσεως τοῦ ἴδιου του πυρήνα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀληθείας» μὲ τὴν παραγωγὴ «ἑνὸς διαφορετικοῦ χριστιανισμοῦ στοὺς ἀντίποδες τοῦ εὐαγγελικοῦ τρόπου ζωῆς καὶ σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου» (Χρ. Γιανναρᾶς). Ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἀθηναγόρα, πεπεισμένο κήρυκα αὐτῆς τῆς πορείας, μὲ τὶς Πανορθόδοξες Διασκέψεις τῆς Ρόδου (1961 καὶ 1963) καὶ μία σειρὰ προσωπικῶν του ἐνεργειῶν (ὅπως ἡ περίφημη συνάντησή του μὲ τὸν πάπα Παῦλο ΣΤ´, Ἱεροσόλυμα 1964) καὶ παρὰ τὶς ἀντιδράσεις κυρίως τοῦ Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου Β´, τὸ καθορισμένο σὲ συνεργασία μὲ τὸ Βατικανὸ σχέδιο, προωθήθηκε καὶ ἐπεβλήθη, ὁδηγώντας στὴν κατάσταση τῶν ἡμερῶν μας. Ἀπὸ τὸν «Διάλογο τῆς ἀγάπης», ἐφεύρημα παραπλανητικό της Β´ Βατικανῆς Συνόδου, καὶ τοῦ ὁποίου ὁ μεγαλύτερος προπαγανδιστὴς ὑπῆρξε ὁ Ἀθηναγόρας, προχωρήσαμε βεβιασμένα στὸν Θεολογικὸ Διάλογο, χωρὶς ὅμως νὰ ἐκπληρωθῆ ὁ βασικὸς ὅρος τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ἄρση δηλαδὴ τοῦ παπικοῦ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου, δεδομένου ὅτι ὁ παπικὸς θεσμὸς συνιστᾶ τὴν τραγικότερη ἀλλοίωση τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ σημαντικότερο ἐμπόδιο στὴν «ἐν ἀληθείᾳ» συνάντηση Ρωμαιοκαθολικισμοῦ καὶ Ὀρθοδοξίας. Ἡ ἐφαρμοζομένη ὅμως «πολιτική» τῆς παραπλανήσεως καὶ παγιδεύσεως ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἀπόφαση κατὰ τὸν Θεολογικὸ Διάλογο νὰ μὴ συζητηθοῦν τὰ «διαιροῦντα» (μόνιμη καὶ ἀπαράβατη ἀρχὴ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων), ἀλλὰ τὰ «ἑνοῦντα», γιὰ τὴν δημιουργία ψευδαισθήσεως ἑνότητος καὶ ταυτίσεως, μὲ τὴν προώθηση τῆς οὐνιτικῆς τακτικῆς. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ἐπιμονὴ τοῦ Βατικανοῦ νὰ σώσῃ μὲ κάθε τρόπο τὸν θεσμὸ τῆς Οὐνίας, ἐνῶ παράλληλα καλλιεργήθηκε τὸ πνεῦμα τῆς «ἀμοιβαίας ἀναγνωρίσεως» (κορύφωση ἡ συνάντηση τοῦ Balamand τὸ 1993 καὶ τὸ ἀχαρακτήριστο κείμενο περὶ Οὐνίας, ποὺ συνυπέγραψαν ἐννέα ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, μὲ πρῶτο τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο). Ὅταν ὁ μακαριστὸς π. Ἰωάννης Ρωμανίδης διεμαρτυρήθη γιὰ ὅλα αὐτὰ καὶ κυρίως γιὰ τὴν ἀποδοχὴ τῆς μεθόδου τῆς Οὐνίας, ἐπιτιμήθηκε μὲ γράμματα γεμάτα ὀργὴ (σώζονται...) καὶ ἀπειλήθηκε ἔμμεσα μὲ καθαίρεση. (Ποτὲ δὲν μπόρεσε νὰ συμβιβασθῆ μὲ αὐτὴ τὴν στάση, ποὺ τὸν ὁδήγησε ταχύτερα στὸν θάνατο).
Μιλήσαμε ὅμως παραπάνω γιὰ ἀποφασισμένη καὶ ἀκολουθουμένη «γραμμή» καὶ γιὰ νὰ μὴ μένη καμμία ἀμφιβολία, θὰ παρουσιάσουμε ἕνα «ντοκουμέντο» ἀδιάψευστο, ποὺ ἀποκαλύπτει τὶς βάσεις αὐτῆς τῆς πορείας, ὅπως ἐτέθησαν ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἀθηναγόρα. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1971 μία ὁμάδα Ἑλλήνων Κληρικῶν (εἴκοσι ἐξ Ἀμερικῆς καὶ δέκα ἐκ Δυτικῆς Γερμανίας), μαζὶ μὲ τὶς συζύγους καὶ ἄλλα πρόσωπα, ἐπισκέφθηκαν τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ἡ προσφώνηση τοῦ Ἀθηναγόρου μαγνητοφωνήθηκε ἀπὸ πολλοὺς καὶ σώζονται καὶ σήμερα οἱ μαγνητοταινίες. Τὸ ἀπομαγνητοφωνημένο κείμενο ἔχει δημοσιευθῆ στὴν ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος» τῆς 13.7.1979. Ἀναζητώντας τὴν ἑρμηνεία τῶν σημερινῶν φαινομένων καὶ ἐξελίξεων, θυμήθηκα τὸ κείμενο ἐκεῖνο, ποὺ εἶχε σαφῶς προγραμματικὸ χαρακτήρα. Δὲν ἐκφράζει μόνο τὸν ἰδεολογικὸ κόσμο τοῦ πρ. Πατριάρχου καὶ τὸ πνευματικὸ ὑπόβαθρο τῶν οἰκουμενιστικῶν ἐνεργειῶν του, ἀλλὰ καὶ τὶς ὑποθῆκες, ποὺ «εὐκαίρως-ἀκαίρως», ἄφηνε στοὺς περὶ αὐτόν, ποὺ ἀποδεικνύονται προγραμματικὲς καὶ ἀμετάθετες.
«... Ἐδῶ τὴν 15ην Ἰουλίου τοῦ 1054 ἕνας καρδινάλιος Οὐμβέρτος κατέθηκεν εἰς τὴν ἁγίαν Τράπεζαν τῆς Ἁγιᾶς Σοφιᾶς, ποὺ θὰ ἐπισκεφθῆτε αὔριον, ἕνα λίβελλο, κατὰ τοῦ Πατριάρχου Μιχαὴλ Κηρουλαρίου. Καὶ ὁ Κηρουλάριος ἀπήντησε, δὲν ἠξεύρω καλὰ ἂν ἔκαμε νὰ ἀπαντήσῃ ἢ ὄχι, ἀλλ᾿ ἐν πάσῃ περιπτώσει ἀπήντησε. Καὶ αὐτοὶ οἱ δυὸ λίβελλοι, αὐτὰ τὰ δυὸ γράμματα, ὠνομάσθησαν σχίσμα. Σχίσμα οὐδέποτε ἐκηρύχθη, μήτε ἀπὸ τὴν Ρώμην, οὔτε ἀπὸ τὴν Ἀνατολήν, ἀλλὰ τὸ ἐζήσαμεν 900 χρόνια. Μὲ πολλὰς συνεπείας, μὲ πολλὰς καταστροφάς. Τὸ ἐζήσαμεν 900 χρόνια! Χωρὶς νὰ ἔχῃς ἀδελφὸν νὰ τοῦ λὲς πόσο τὸν ἀγαπᾶς! Καὶ ξαφνικὰ μίαν ἡμέραν τοῦ Δεκεμβρίου τοῦ 1963, ἀνέγνωσα εἰς τὸν Τύπον, ὅτι ὁ πάπας ἀπεφάσισε νὰ μεταβῆ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ χοροστατῶν εἰς μίαν Ἐκκλησίαν ἐδῶ γειτονικήν, ἀνεκοίνωσα, ὅτι θὰ ζητήσω νὰ τὸν συναντήσω. Ἦλθα ἐδῶ (καί) ἐξέδωκα ἀνακοινωθὲν διὰ τοῦ Associated Press νὰ συναντηθῶμεν. Ὁ σταθμὸς τοῦ Βατικανοῦ ἀπήντησε, καὶ τὴν 5ην Ἰανουαρίου τοῦ 1964 συνηντήθημεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, τὴν 9ην τῆς νυκτός, εἰς τὴν κατοικίαν τοῦ Πάπα. Κι ὅταν εἶδε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, αἱ χεῖρες μας ἤνοιξαν αὐτομάτως. Ὁ ἕνας ἐρρίφθη εἰς τὴν ἀγκάλην τοῦ ἄλλου. Ὅταν μᾶς ἠρώτησαν πῶς ἐφιληθήκαμεν, ἀδελφοί, ὕστερα ἀπὸ 900 χρόνια - Ἐρωτᾶς πῶς; Ἐπήγαμε οἱ δυό μας χέρι μὲ χέρι εἰς τὸ δωμάτιόν του, καὶ εἴχαμεν μίαν μυστικὴν ὁμιλίαν οἱ δυό μας. Τί εἴπαμεν; Ποιὸς ξέρει τί λέγουν δυὸ ψυχὲς ὅταν ὁμιλοῦν! Ποιὸς ξέρει τί λέγουν δυὸ καρδίαι, ὅταν ἀνταλλάσσουν αἰσθήματα! Τί εἴπαμεν; Ἐκάμαμε κοινὸν πρόγραμμα, μὲ ἰσοτιμίαν ἀπόλυτον, ὄχι μὲ διαφοράν. Καὶ ἔπειτα ἐκαλέσαμεν τὰς συνοδείας ἡμῶν, ἀνεγνώσαμεν ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιον, καὶ εἴπαμεν τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ προσεφώνησα ἐγὼ πρῶτος. Καὶ εἴπαμεν ὅτι ἤδη εὑρισκόμεθα εἰς τὴν ὁδὸν εἰς Ἐμμαούς, καὶ πηγαίνομεν νὰ μᾶς συναντήσῃ ὁ Κύριος ἐν τῷ κοινῷ ἁγίῳ Ποτηρίῳ. Ὁ Πάπας ἀπαντῶν μοῦ προσέφερε ἅγιον Ποτήριον. Δὲν ἤξευρεν ὅτι ἐγὼ θὰ μιλοῦσα δι᾿ Ἅγιον Ποτήριον, οὔτε ἤξερα ὅτι θὰ μοῦ προσέφερεν Ἅγιον Ποτήριον! Τί εἶναι; Συμβολισμὸς τοῦ μέλλοντος. Τὸ ῾65 ἐσηκώσαμεν τὸ Σχίσμα, εἰς τὴν Ρώμην καὶ ἐδῶ, μὲ ἀντιπροσώπους μας ἐκεῖ καὶ ἀντιπροσώπους ἐκεῖθεν ἐδῶ. Καὶ τὸν Ἰούλιον τοῦ ῾67 ἦλθεν ὁ Πάπας ἐδῶ. Εὐκολώτερον νὰ μετεκινεῖτο ἕνα βουνὸ ἀπὸ τὴν Ἰταλίαν, λ.χ. τὰ Ἀπέννινα, καὶ νὰ ἔλθουν ἐδῶ, παρὰ νὰ ἔλθῃ ὁ Πάπας ἐδῶ. Διὰ πρώτην φορὰν εἰς τὴν ἱστορίαν. Ἦλθον καὶ ἄλλοτε Πάπαι, ἀλλὰ αἰχμάλωτοι. Ἐγένοντο τελεταὶ εἰς τὸν πατριαρχικὸν ναόν, τὸν ὑπεδέχθην ἐπάνω εἰς τὸ Γραφεῖόν μου, τὸ ὁποῖον θὰ τὸ δῆτε, καὶ ἐκεῖ εἴχαμεν ἄλλην ὁμιλίαν καὶ συνεφωνήσαμεν νὰ συναντηθῶμεν μίαν ἡμέραν ἐκεῖ, ὅθεν ἐξέβημεν.
» Ἕως τὸ 1054 εἴχαμε πολλὰς διαφοράς. Καὶ εἰς τοῦτο καὶ εἰς τὸ ἄλλο. Τὸ φιλιόκβε. Ἡ προσθήκη εἰς τὸ 'Πιστεύω' ἔγινε τὸν 6ον αἰ. καὶ τὸ ἐδέχθημεν, ἐπὶ 6 αἰῶνας. Καὶ τόσας ἄλλας διαφοράς. Ἀλλὰ ἠγαπώμεθα. Καὶ ὅταν ἀγαπῶνται οἱ ἄνθρωποι, διαφοραὶ δὲν ὑπάρχουν. Ἀλλὰ τὸ 1054 ποὺ ἐπαύσαμεν νὰ ἀγαπώμεθα, ἦλθαν ὅλες οἱ διαφορές. Ἠγαπώμεθα καὶ εἴχομεν τὸ ἴδιον μυστήριον. Τὸ ἴδιον βάπτισμα, τὰ ἴδια μυστήρια καὶ ἰδιαιτέρως τὸ ἴδιον Ἅγιον Ποτήριον. Τώρα ποὺ ξαναγυρίσαμεν εἰς τὸ ῾54, διατὶ δὲν ξαναγυρίζομεν καὶ εἰς τὸ Ἅγιον Ποτήριον; Ὑπάρχουν δυὸ δρόμοι: Ὁ Θεολογικὸς διάλογος. Καὶ ἔχομεν τοὺς θεολόγους ἑκατέρωθεν, οἱ ὁποῖοι μελετοῦν τὸ ζήτημα τῆς ἐπανόδου εἰς τὰ παλαιά. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἔχω πολλὲς ἐλπίδες ἀπὸ τὸν θεολογικὸν διάλογον - δὲν ἔχω, νὰ μὲ συγχωρήσετε οἱ θεολόγοι, εἶσθε κάμποσοι θεολόγοι ἐδῶ μέσα - δι᾿ αὐτὸ ἐγὼ προτιμῶ τὸν διάλογο τῆς ἀγάπης. Νὰ ἀγαπηθοῦμε! Καὶ τί γίνεται σήμερα; Πνεῦμα μέγα ἀγάπης ἐξαπλώνεται ὑπὲρ τοὺς Χριστιανοὺς Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως. Ἤδη ἀγαπώμεθα. Ὁ Πάπας τὸ εἶπε: ἀπέκτησα ἕναν ἀδελφὸν καὶ τοῦ λέγω σ᾿ ἀγαπῶ! Τὸ εἶπα καὶ ἐγώ: Ἀπέκτησα ἕναν ἀδελφὸ καὶ τοῦ εἶπα σ᾿ ἀγαπῶ! Πότε θὰ ἔλθη αὐτὸ τὸ πράγμα; Ὁ Κύριος, τὸ ξέρει. Δὲν τὸ ξέρομε. Ἀλλὰ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ξεύρω, εἶναι ὅτι θὰ ἔλθη. Πιστεύω, ὅτι θὰ ἔλθη. Διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ ἔλθη, διότι ἤδη ἔρχεται. Διότι ἤδη εἰς τὴν Ἀμερικὴν μεταλαμβάνετε πολλοὺς ἀπὸ τὸ Ἅγιον ποτήριον καὶ καλὰ κάνετε! Καὶ ἐγὼ ἐδῶ, ὅταν ἔρχωνται Καθολικοὶ ἢ Προτεστάνται καὶ ζητοῦν νὰ μεταλάβουν, τοὺς προσφέρω τὸ Ἅγιον Ποτήριον! Καὶ εἰς τὴν Ρώμη τὸ ἴδιο γίνεται καὶ εἰς τὴν Ἀγγλίαν καὶ εἰς τὴν Γαλλίαν. Ἤδη ἔρχεται μοναχό του. Ἀλλὰ δὲν κάνει νὰ ἔλθη ἀπὸ τοὺς λαϊκοὺς καὶ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς. Πρέπει νὰ εἶναι σύμφωνος καὶ ἡ Ἱεραρχία καὶ ἡ Θεολογία. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν προσπαθοῦμε νὰ ἔχωμεν καὶ θεολόγους μαζί, διὰ νὰ ἔλθῃ αὐτὸ τὸ μεγάλο γεγονός, τοῦ Παγχριστιανισμοῦ. Καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸ τὸ μεγάλο γεγονός, θὰ ἔλθη μίαν ἡμέραν τὸ ὄνειρόν μας τῆς Πανανθρωπότητος. Ἐγὼ ἔζησα ἑπτὰ πολέμους. Καὶ εἶδα πολλὰς καταστροφάς, πολὺ αἷμα, νὰ χυθῆ. Καὶ ὅλοι οἱ πόλεμοι εἶναι ἐμφύλιοι, ἀδελφικοί... Καὶ ἡ ἔλευσίς σας ἐνταῦθα μοῦ ἐνισχύει αὐτὴν τὴν πίστιν, ὅτι ἡ μεγάλη ἡμέρα καὶ ἐπιφανὴς τοῦ Κυρίου, ἡ συνάντησις εἰς τὸ ἴδιον ἅγιον Ποτήριον θὰ ἔλθη...».
Ἂν θέλαμε νὰ ἀναλύσουμε λεπτομερῶς τὸ κείμενο αὐτό, θὰ χρειαζόταν πολὺς χῶρος. Θὰ μείνουμε γι᾿ αὐτὸ σὲ κάποιες βασικὲς ἐπισημάνσεις. Ἡ ἑρμηνεία τοῦ σχίσματος τοῦ 1054 δὲν ἀντέχει ἀσφαλῶς σὲ σοβαρὰ κριτικὴ καὶ δείχνει ἄγνοια ἢ παραποίηση τῆς ἱστορίας. Ἄλλωστε, ὁ μακαριστὸς Πατριάρχης, ὅπως φαίνεται καὶ στὸ κείμενο, δέν... συμπαθοῦσε πολὺ τοὺς θεολόγους, τὰ δὲ δόγματα, ὅπως συχνὰ διεκήρυσσε, μποροῦσαν νὰ τεθοῦν στὸ «θησαυροφυλάκιο» ἢ καὶ τὸ «μουσεῖο». Ἀφήνω τὸν ἀχαρακτήριστο συναισθηματισμὸ τοῦ κειμένου στὰ ἀναφερόμενα στὴν συνάντηση μὲ τὸν Πάπα. Διερωτῶμαι, μάλιστα, γιατί οἱ περὶ τὸν Ἀθηναγόρα κύκλοι καταδικάζουν ἐνίοτε τὸν ὀργανωσιακὸ εὐσεβισμό... Ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Πατριάρχου γίνεται καταφανές, ὅτι ὑπῆρξαν «συμφωνίες», γιὰ τὴν κοινὴ περαιτέρω πορεία Κωνσταντινουπόλεως καὶ Ρώμης. Οἱ συναισθηματισμοί, ἄλλωστε, ἀρκοῦσαν, γιὰ νὰ καλύψουν τὶς πρῶτες στιγμὲς τῆς συναντήσεως. Ἂς μὴν ἀναπτύξη κανείς, ἐπίσης, τὰ περὶ τῆς προσθήκης στὸ Σύμβολο (φιλιόκβε). Δὲν εἶναι, λοιπόν, περίεργο, ποὺ καὶ πρὸ τῆς ἐνάρξεώς του ὁ θεολογικὸς διάλογος ἢ διάλογος τῆς πίστεως, ὑποτάσσεται ἀπὸ τὸν Πατριάρχη στὸν διάλογο τῆς ἀγάπης, τῶν καλῶν δηλαδὴ σχέσεων καὶ τῶν συναισθηματισμῶν. Σ᾿ αὐτὴ τὴν μορφὴ «διαλόγου» ὁ Πατριάρχης θεμελιώνει καὶ τὸ «κοινὸν Ποτήριον», τὴν μυστηριακὴ διακοινωνία, ἡ ὁποία κατὰ τὴν ὁμολογία του εἶχε γίνει πιὰ κατάσταση τὸ 1971. Διερωτώμεθα, συνεπῶς, γιατί ἐκπλησσόμεθα γιὰ τὴν μετάδοση τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων σὲ Παπικοὺς στὴ Ραβέννα πρόσφατα ἢ σὲ ναοὺς τῶν Ἀθηνῶν, ὅπως ἀπεκάλυψαν τὰ γράμματα, ποὺ δημοσίευσε πρόσφατα ἡ ἐφημερίδα « Ὀρθόδοξος Τύπος». Λέγεται, βέβαια, ὅτι στὴν Ραβέννα ἔγινε στοὺς παρόντες Ρωμαιοκαθολικοὺς σχετικὴ ὑπόμνηση. Τὸ ἐρώτημα εἶναι, γιατί οἱ ἀνάλογες ὑπομνήσεις ἡμῶν τῶν ταπεινῶν Ἱερέων «ἔπιαναν» στὴν Γερμανία, ἐνῶ στὴν Ραβέννα δὲν εἶχαν ἀποτελεσματικότητα! Ἄλλος ὅμως εἶναι ὁ λόγος. Μετὰ τὴν συμφωνία τοῦ Balamand (1993), ὅλοι πιστεύουν στὴν Δύση ὅτι ἡ ἕνωση εἶναι γεγονὸς καὶ συνεπῶς ἡ μυστηριακὴ διακοινωνία (Interkommunio) ἀπόλυτα φυσική.
Ἐξ ἄλλου, ὁ Παναγιώτατος, κατὰ τὰ δημοσιευθέντα στὸν Τύπο (βλ. ἐφημερίδα «Ἡ Καθημερινή» της 16.6.02), συνέδεσε τὴ χριστιανικὴ ἑνότητα μὲ τὴν πρόοδο τῆς Εὐρωπαϊκῆς ἑνότητος: «Ἡ συνύπαρξη μέσα στὸν ἴδιο τὸν πολιτικο-οἰκονομικὸ χῶρο -εἶπε- εὐρωπαϊκῶν λαῶν, ποὺ ἀνήκουν καὶ στὶς δυὸ Ἐκκλησίες, θὰ συντελέση ἀσφαλῶς στὴ μεγαλύτερη προσέγγισή τους καὶ θὰ βοηθήση στὴν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας, ποὺ ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ τὸ Σχίσμα». Τόσο ἁπλά! Οἱ κοσμικοὶ παράγοντες ἐπιστρατεύονται, γιὰ νὰ ἐξαφανίσουν τὶς ἐσωτερικές, καθαρὰ ἐκκλησιαστικές, προϋποθέσεις.
Τὸ πνεῦμα καὶ ἡ «γραμμή» τοῦ Ἀθηναγόρου ἔχει ἐγκλωβίσει τοὺς πάντες, πού, καὶ νὰ τὸ θέλουν τώρα, δὲν τολμοῦν νὰ τὴν παρακάμψουν ἢ νὰ τὴν τροποποιήσουν ἔστω, λόγω τῆς ἐν τῷ μεταξὺ προχωρημένης ἀμβλύνσεως τῶν κριτηρίων μας καὶ τῆς σύμφωνα μὲ τὰ πολιτικὰ πρότυπα σχετικοποιήσεως καὶ ἰδεολογικοποιήσεως τῆς Πίστεως, ποὺ ἔχει καταντήσει (ἀπὸ μᾶς) σύνολο θεωρητικῶν ἀληθειῶν ἐπιδεχομένων συμβιβασμοὺς καὶ ὄχι ὡς ἡ ὁριοθέτηση τοῦ γεγονότος τῆς ἐν Χριστῷ ὑπάρξεως. Ἀπὸ τὴν μικρὴ ἔστω ἐμπειρία, ποὺ ἔχουμε στοὺς διαχριστιανικοὺς διαλόγους, γνωρίζουμε τὴν ἐφαρμοζομένη ἀπὸ τοὺς Ἑτεροδόξους μέθοδο ἤδη ἐπὶ δεκαετίες: Καλλιέργεια προσωπικῶν σχέσεων καὶ κλίματος (κοσμικῆς) φιλίας μεταξὺ τῶν θεολόγων, μὲ ὅλα τὰ διαθέσιμα μέσα, ἀλλὰ καὶ ἡ παροχὴ οἰκονομικῶν ἐνισχύσεων (ἀρκετοὶ μητροπολίτες μας θεωροῦν καύχηση νὰ ἀναγράφουν στὰ Ἱδρύματά τους τὴν εὐγνωμοσύνη τους πρὸς τὸ Π.Σ.Ε. ἢ τὸ Βατικανό, γιὰ τὴν προσφερθεῖσα οἰκονομικὴ βοήθεια) γιὰ τὴν ἄμβλυνση καὶ ἀποδυνάμωση κάθε διαθέσεως μαρτυρίας καὶ ὁμολογίας. Αὐτὸ γίνεται δεκαετίες τώρα. Πλήρης ἡ κατίσχυση τῶν κοσμικῶν καὶ πολιτικῶν πρακτικῶν.
Στὸ πνεῦμα αὐτὸ κινεῖται καὶ ἡ Ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, χρησιμοποιεῖται δὲ καὶ ἐδῶ ἡ ἴδια πρόφαση: Διάλογο κάνουμε, ἰσχυρίζονται, δὲν ἀλλάζουμε τὴν πίστη μας! Καὶ ναὶ μὲν ὁ διάλογος ὡς «ἀγαπητικὴ ἔξοδος» πρὸς τὸν ἄλλο (ὅπως λέγουν στὴ γλώσσα τους οἱ οἰκουμενισταί) εἶναι εὐλογημένος. Ἐδῶ ὅμως ἀπὸ ἐτῶν ὁ διάλογος νοεῖται ὡς «ἀμοιβαία ἀναγνώριση» καὶ ὄχι συνάντηση στὴν Ἀλήθεια, τὸν ἕνα Χριστὸ δηλαδή, ὅπως παραδίδεται στὸν λόγο καὶ τὴν πολιτεία τῶν Ἁγίων μας. Αὐτὸ ὅμως συνιστᾶ «οὐνιτισμόν». Ἡ οὐνιτίζουσα δὲ αὐτὴ στάση εἶναι διευκολυντικὴ στὶς συμπεριφορές μας, διότι ἡ παραδοχὴ τοῦ μὴ Χριστιανισμοῦ ὡς Χριστιανισμοῦ (καὶ τοῦ Παπισμοῦ λ.χ. ὡς Ἐκκλησίας) γίνεται μὲ τὸ πρόσχημα καὶ τὴν ψευδαίσθηση, ἐκ μέρους μας, τῆς συνεχείας τῆς παραδόσεώς μας, ἀφοῦ τυπικὰ καὶ ἐξωτερικὰ δὲν ἀρνούμεθα τὴν πίστη καὶ παράδοσή μας. Τὸ πρόβλημα ὅμως εἶναι, ἂν μὲ τὴν ἀναγνώριση τῆς χριστιανικότητος καὶ ὀρθοδοξίας τῆς ὁποιασδήποτε πλάνης σώζεται καὶ ἡ δική μας Ἀλήθεια. «Τὶς κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;» (Β´ Κορ. 6, 14).
Προβάλλεται μάλιστα ὡς δικαιολογία γι᾿ αὐτὴ τὴν συμπεριφορά (μας) ἡ ἀγωνία, γιὰ τὴν διάσωση τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν Εὐρώπη, ἀφοῦ ἡ ἀντιχριστιανικὴ πολιτικὴ τῶν ἰσχυόντων στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση αὐξάνει ἐπικίνδυνα καὶ ἀπειλητικά, στὸ δὲ σχεδιαζόμενο εὐρωπαϊκὸ Σύνταγμα οὐδεμία ἀναφορὰ γίνεται στὴν χριστιανικὴ κληρονομία τοῦ εὐρωπαϊκοῦ χώρου. Καὶ ὡς ἐδῶ τὸ πράγμα ἔχει καλῶς. Τὸ ἐρώτημα ὅμως εἶναι: συμμαχοῦντες μὲ τὸν Παπισμὸ καὶ στηρίζοντάς τον ὡς Ἐκκλησία, ποιὸ Χριστιανισμὸ σώζουμε; Θυσιάζουμε τὴν Ὀρθοδοξία, γιὰ νὰ σώσουμε τὸν Παπισμό; Μὴ γένοιτο! Τί νὰ τὸν κάμη αὐτὸν τὸν «Χριστιανισμό» ἡ Εὐρώπη; Ὅλη ἡ ἱστορικὴ (ἰδεολογική, κοινωνικὴ καὶ πολιτική) κακοδαιμονία τῆς Εὐρώπης (καὶ ὄχι μόνο!) δὲν ριζώνει στὴν διαστροφή, ποὺ ὑπέστη ὁ Χριστιανισμός, μὲ τὴν ἀνάπτυξη καὶ ἑδραίωση τοῦ παπικοῦ οἰκοδομήματος; Ἂν δὲν «πεθάνη» ὁ Παπισμός, μὲ τὴν ἐν Χριστῷ μετάνοιά του καὶ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἂν δὲν γίνη δηλαδὴ ὁ Παπισμὸς Ἐκκλησία, θὰ προσφέρη νοθευμένο Χριστιανισμὸ στὴν Εὐρώπη καὶ στὸν κόσμο. Ἀντὶ νὰ κηρύσσουμε στὴν πνευματικὰ ἡμιθανῆ Εὐρώπη τὴν Ὀρθοδοξία τῶν Πατέρων μας, καταντοῦμε θλιβερὰ δεκανίκια τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Κράτους τοῦ Βατικανοῦ, ἐπαναλαμβάνοντας τὸ ἔγκλημα, ποὺ διέπραξαν οἱ «βυζαντινοί» Πατέρες μας τὸ 1438. Καὶ τότε μᾶς εἶχαν καλέσει οἱ ἀντιπαπικοὶ ρωμαιοκαθολικοὶ στὴ Σύνοδο τῆς Βασιλείας (1431-1437/38), ἀγωνιζόμενοι νὰ ἀποτινάξουν τὸν καταθλιπτικὸ παπικὸ ζυγό. Ἐμεῖς προτιμήσαμε ὅμως νὰ ἀποδεχθοῦμε τὴν πρόσκληση τοῦ Πάπα Εὐγενίου Δ´ (1431-1447), ποὺ μὲ τὴν σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας προσπαθοῦσε νὰ σώσῃ τὴν ἐξουσία του. Καὶ ἐμεῖς ταχθήκαμε στὸ πλευρὸ τοῦ Πάπα καὶ στηρίξαμε τὸν Παπισμὸ καὶ ἀλλοίμονο, ἂν δὲν μᾶς ἔσωζαν ἀπὸ τὴν βέβαιη ἐκφράγκευσή μας ὁ ἅγιος Μάρκος καὶ οἱ «ξεροκέφαλοι» μοναχοὶ καὶ κληρικοὶ τοῦ «Βυζαντίου». Ἀντί, λοιπόν, νὰ προβάλουμε στὴν Εὐρώπη τὴν Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγίων μας, ἐνισχύουμε μὲ τὴν στάση μας τὸν καταρρέοντα στὴ συνείδηση τῶν Εὐρωπαίων Παπισμό, ἀναγνωρίζοντάς τον ὡς Χριστιανισμὸ καὶ Ἐκκλησία. Ἡ βαβυλώνια αἰχμαλωσία, στὴν ὁποία μᾶς ὡδήγησε ἡ γραμμὴ Ἀθηναγόρου, εἶναι, φαίνεται, ἀνυπέρβλητη.
Ὅ,τι ὅμως συμβαίνει στὸ χῶρο τοῦ διαχριστιανικοῦ διαλόγου, ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν διαθρησκειακὴ πολιτική μας. Καὶ ἐδῶ ἡ «γραμμὴ» εἶναι δεδομένη ἀπὸ μακροῦ καὶ καθοριστική. Στὴν παραπάνω ὁμιλία του πρὸς τοὺς ὀρθοδόξους Ἱερεῖς τοῦ ἀποδήμου Ἑλληνισμοῦ ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἐξέφρασε τὴν πεποίθησή του, ὅτι «μὲ τὴν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν βαδίζομε καὶ πρὸς μίαν πανανθρωπότητα». Σαφέστερα διατυπώθηκε αὐτὸ τὸ 1972 (ἐφημερίδα «Τὸ Βῆμα», 22.8.1972) ἀπὸ τὸν πρ. Ἀμερικῆς κ. Ἰάκωβο, διατελέσαντα καὶ συμπρόεδρο τοῦ Π.Σ.Ε.: «... Τὸ Π.Σ.Ε. προχωρεῖ πρὸς πραγματοποίησιν τοῦ σκοποῦ του διὰ τοῦ συγκερασμοῦ πολιτισμοῦ, θρησκειῶν καὶ λαῶν». Σὲ συνέντευξή του δὲ στὸ περιοδικὸ «ΝΕΜΕΣΙΣ» (Νοέμβριος 1999) ἐκφράζει στὴν δημοσιογράφο κ. Μ. Πίνη τὴν ἀπογοήτευσή του, διότι ὁ σκοπὸς αὐτὸς τοῦ Π.Σ.Ε. βραδύνει νὰ ἐπιτευχθῇ. Ὁ σκοπὸς τῆς ὑπάρξεως τοῦ Π.Σ.Ε. δὲν ἦταν ἄλλος, τελικά, ἀπὸ τὴν νεοποχικὴ Πανθρησκεία, κάτι, ποὺ ἀπεσαφηνίσθη πλέον μὲ πληρότητα στὴν ἐποχή μας. Ἐρωτοῦμε τοὺς ὑψιπέτες ἀγαπολόγους καὶ λυρικοὺς ὡραιολόγους (κατὰ παπα-Γιάννη Ρωμανίδη) συναδέλφους: Εἶναι αὐτὸ «ἔξοδος ἀγάπης» πρὸς τοὺς ἄλλους ἢ (αὐτο)ὑποδούλωση τῆς Ὀρθοδοξίας στὴν πολυπρόσωπη καὶ πολυώνυμη πλάνη; Βέβαια δὲν εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία τῶν Πατέρων ἡμῶν ποὺ ὑποδουλώνεται, ἀλλὰ ἡ ἤδη ὑπόδουλη στὰ πάθη μας (συμφέροντα κ.λπ.) κακοδοξία μας, ποὺ ὑποκρίνεται τὴν Ὀρθοδοξία.
Ἀλλὰ καὶ ἐδῶ ἀκολουθοῦμε πιστὰ τὴν «γραμμή» τῆς Β´ Βατικανῆς Συνόδου, ποὺ ἀκολουθοῦσε πιστὰ καὶ ὁ Ἀθηναγόρας. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ διεκήρυξε, ὅτι οἱ τρεῖς μεγάλες μονοθεϊστικὲς θρησκεῖες (θρησκεύματα) πιστεύουν στὸν ἴδιο Θεό, γιὰ νὰ διευκολυνθῆ ἔτσι ὁ διάλογος καὶ ἡ πορεία πρὸς τὴν ἑνότητα καὶ στὸν διαθρησκειακὸ χῶρο. Θὰ μοῦ συγχωρηθῆ νὰ ἐπαναλάβω κάτι, ποὺ ἔχω καὶ σὲ ἄλλη περίπτωση ἀναφέρει. Ὅταν τὸ 1969 πῆγα στὴν (τότε Δυτική) Γερμανία καὶ μάλιστα στὴν Βόννη, βρέθηκα σὲ ἕνα περιβάλλον, στὸ ὁποῖο κυριαρχοῦσαν οἱ ἀποφάσεις καὶ θέσεις τῆς Β´ Βατικανῆς Συνόδου. Ὁ προτεσταντικὸς κόσμος (μὲ λουθηρανοὺς συγχρωτιζόμουν), παρὰ τὴν ὅποια ἀντίθεση μὲ τὸν Παπισμό, συμμεριζόταν αὐτὸ τὸ ἄνοιγμα πρὸς τὰ μεγάλα θρησκεύματα, διότι αὐτὸ προωθοῦσε ἡ ὑποβώσκουσα ἤδη πανθρησκειακὴ κίνηση. Σὲ ἕνα σεμινάριο Πατρολογίας (τὸ περιβάλλον ἦταν λουθηρανικό) προέκυψε ἡ συζήτηση περὶ τῆς πίστεως τῶν διαφόρων θρησκειῶν (θρησκευμάτων) στὸν ἴδιο Θεό. Τότε, συνειδητοποιώντας τὴν ἑλληνικότητά μου, ἔκαμα χρήση τῆς σωκρατικῆς μεθόδου, «Πόσοι ἥλιοι ὑπάρχουν στὸν κόσμο μας;» -ρώτησα. Μὲ συγκαταβατικὸ χαμόγελο μοῦ ἀπήντησαν: «Φυσικὰ ἕνας». Ὄχι, συνέχισα. Διότι, πῶς εἶναι δυνατὸν τὸν ἴδιο ἥλιο νὰ μπορῶ νὰ τὸν ἀτενίζω κατάματα ἐδῶ στὴν Γερμανία, ἐνῶ στὴν Ἑλλάδα, ἂν τὸν κυττάξω, τυφλώνομαι;» Καὶ κατέληξα: Ἕνας εἶναι ὁ ἥλιος, ἀλλὰ διαφέρει ἀπὸ τὸν τρόπο καὶ τὶς συνθῆκες θεωρήσεώς του. Τὸ ἴδιο εἶναι καὶ ὁ Θεός. Εἶναι ἕνας, ἀλλὰ κάθε θρησκεία, ὅπως καὶ κάθε χριστιανικὴ ὁμάδα, τὸν βλέπει μὲ τὸν δικό της τρόπο. Ὁπότε, ἀπὸ τὸν τρόπο θεωρήσεως τοῦ Θεοῦ (αὐτὸ λέγεται θεολογία) προκύπτει σὲ κάθε περίπτωση ἄλλος Θεὸς γιὰ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο. Ὀρθοδοξία ἁγιοπατερικὴ εἶναι ἡ σύμπτωση τῆς περὶ Θεοῦ γνώσεώς μας μὲ τὴν αὐτοαποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία. Ἡ ἀντικειμενικὴ «πίστις», ἡ αὐτοαποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ἐν τοῖς Ἁγίοις του («πιστευομένη πίστις») πρέπει νὰ συμπίπτη μὲ τὴν δική μας θεώρηση καὶ ἀποδοχὴ τοῦ Θεοῦ («πιστεύουσα πίστις»). Σ᾿ αὐτὸ κυρίως διαφέρει ἡ Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ πλάνη.
Τὸ 1986 στὴν Ἀσσίζη τῆς Ἰταλίας ἄρχισαν ἐπίσημα οἱ διαθρησκειακὲς συναντήσεις καὶ συμπροσευχές. Δὲν εἶναι, συνεπῶς, ἐπιστημονικὰ θρησκειολογικὰ συνέδρια, ἀλλὰ συνάξεις ὁμολογίας τῆς ἑνότητος, μὲ βάση τὸν ἕνα Θεό, ποὺ λαμβάνουν χώρα περὶ τὸν Πάπα, ὡς κέντρο αὐτῆς τῆς ἑνότητος καὶ ἡγέτη πνευματικό, στὴν πράξη, ὅλου τοῦ κόσμου. Γι᾿ αὐτὸ ὠνομάσθηκε στὴν Δύση ὁ Πάπας «πλανητάρχης Νο 2». Πρέπει νὰ δηλωθῆ, ὅτι ἐπὶ κεφαλῆς τῆς πατριαρχικῆς μας ἀντιπροσωπείας τὸ 1986 ἦταν ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πισιδίας (σήμερα) κ. Μεθόδιος (Φούγιας), στὴ δὲ « Ἀσσίζη Β´» τὸ 1994 ὁ Μακαρ. Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας κ. Ἀναστάσιος (Γιαννουλᾶτος). Νέα Παν(δια)θρησκειακὴ συνάντηση ὑπὸ τὸν Πάπα ἔγινε ἐφέτος (2002), πάλι στὴν Ἀσσίζη, μὲ τὴ συμμετοχὴ 250 προσώπων, ἐκπροσωπούντων 12 θρησκεύματα. Δὲν ἔλειψαν, φυσικά, οἱ Ὀρθόδοξοι ὑπὸ τὸν ἴδιο τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη.
Ὅπως ὀρθὰ ἔχει παρατηρηθῆ, «οἱ διαθρησκειακοὶ διάλογοι μοιάζει νὰ ἀνταποκρίνωνται πλήρως στὴν ἐκδοχὴ καὶ στὴν πρακτική, μὲ τὴν ὁποία διαλέγονται σήμερα οἱ συνδικαλιστές, οἱ πολιτικοί, οἱ ἰδεολογίες». (Χρ. Γιανναρᾶς). Μετὰ δὲ τὴν 11η Σεπτεμβρίου 2001 καὶ ὅ,τι αὐτὴ ἡ ἡμερομηνία σημαίνει γιὰ τὸν κόσμο μας, φάνηκε καθαρὰ πλέον, ὅτι οἱ διάλογοι αὐτοὶ γίνονται «κατ᾿ ἐπιταγήν» καὶ μάλιστα, γιὰ τὴν ὑπεράσπιση καὶ προπαγάνδιση τῆς ἐπίσημης καὶ νόμιμης τρομοκρατίας, ἔναντι τῆς ἀνεπίσημης καὶ «ρέμπελης». Ἔτσι, ἡ ἐποχή μας γελοιοποιεῖ καὶ τοὺς θρησκευτικοὺς διαλόγους, ποὺ συνεργάζονται γιὰ τὴν ἀστυνόμευση τοῦ κόσμου κατὰ τὰ συμφέροντα καὶ διαθέσεις τῶν ἰσχυρῶν της Γῆς. Καὶ μεῖς, ὑπακούοντας στὶς ὁδηγίες καὶ στὴ «γραμμή», συμμετέχουμε καὶ μεταβάλλουμε τὴν Ὀρθοδοξία σὲ ὄργανο καὶ οὐραγό. Φιμώνουμε, ἔτσι, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ ἀντὶ νὰ εἶναι «κρίση» καὶ «ἔλεγχος» τῆς ἀνομίας, μεταβάλλεται στὰ πρόσωπά μας σὲ ὑποστηρικτὴ καὶ συντηρητή της. Καὶ ἐδῶ ὑπάρχει, φυσικά, εὔκολη δικαιολογία: Γιὰ νὰ μὴ χαρακτηρισθοῦμε ἀντιδραστικοὶ καὶ γιὰ νὰ ἐνισχυθῆ τὸ εὐρωπαϊκὸ (καὶ νεοταξικό) πρόσωπό μας! Ἡ ἀναζήτηση λοιπὸν τῆς ἀνεξιθρησκείας, ὅπου ἔχει ἀτονίσει ἢ χαθῆ, ὡς «οὐσιαστικοῦ συστατικοῦ τῶν μονοθεϊστικῶν πιστεύω» (Α.Δ. Παπαγιαννίδης στὸ «Βῆμα» τῆς 9.6.02) θὰ ἦταν εὐλογημένη, ἂν δὲν ἐπρόκειτο γιὰ συναντήσεις «κατ᾿ ἐπιταγήν». Ἡ ἑτοιμαζόμενη ἀλλὰ ἀναβληθεῖσα καὶ στὴν Ἀθήνα διαθρησκειακὴ συνάντηση (προηγήθηκε ἄλλη στὴν Κύπρο) θὰ ἀποδείξη κατὰ πόσον πρόκειται γιὰ «κατάθεση τῆς μαρτυρίας μας» καὶ ὀρθόδοξη πρόταση ὡς τὴν μόνη λύση στὰ δεινὰ τοῦ κόσμου καὶ ὄχι γιὰ ἰσοπέδωση τῆς Ὀρθοδοξίας στὴν πανθρησκειακή, καὶ γι᾿ αὐτὸ συγκρητιστική, πολτοποίηση. Ἤδη ὁ Προϊστάμενος τοῦ Γραφείου τῆς Ἐκκλησίας μας στὶς Βρυξέλλες διεκήρυξε ὅτι ἡ προσπάθειά μας εἶναι: «νὰ προετοιμάσουμε τὸν κόσμο, νὰ τὸν διαπαιδαγωγήσουμε, γιὰ νὰ μὴν ἀντιδράση (δηλαδή, γι᾿ αὐτοὺς τοὺς διαλόγους), νὰ σχηματίσουμε (δηλαδὴ νὰ χειραγωγήσουμε -Γ.Δ.Μ.) τὴ συνείδηση τοῦ κόσμου». Ἄρα καὶ ἐδῶ ἀκολουθεῖται κάποια «γραμμή», τὴν ὁποία ὅμως ποιὸς καθορίζει; Καὶ ὅμως δὲν γίνεται δεκτὴ ἡ προειδοποίηση μίας πλειάδος Κληρικῶν, Ἡγουμένων, Πνευματικῶν Πατέρων καὶ γνωστῶν ὀρθοδόξων Θεολόγων, ποὺ ἐξετέθη στὸ ὑποβληθὲν στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο «Ὑπόμνημα περὶ Οἰκουμενισμοῦ» καὶ ὅπου διαβάζουμε:
«Ὁ διαθρησκειακὸς Οἰκουμενισμὸς καλπάζει. Δὲν μένει εἰς τὰ ὅρια ἑνὸς φιλοσοφικοῦ ἢ κοινωνικοῦ διαλόγου (σημ. γράφοντος: ἄρα δὲν ἀπορρίπτεται ὁ διάλογος ὡς «ἀγαπητικὴ ἔξοδος» κ.λπ.). Προχωρεῖ εἰς θεολογικὸν ἐπίπεδον, καὶ προσπαθεῖ νὰ εὕρῃ κοινὰ σημεῖα πίστεως μεταξὺ ὀρθοδόξων καὶ ἑτεροδόξων. Δὲν λαμβάνει ὑπ᾿ ὄψιν τὰς βασικὰς διαφοράς. Διακηρύσσει ὅτι καὶ εἰς τὰς λοιπὰς θρησκείας καὶ μάλιστα τὰς μονοθεϊστικάς, ὑπάρχει σωτηρία. Οὕτως ἀνατρέπει τὴν θεμελιώδη χριστιανικὴν πίστιν, ὅτι «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία...». Ὁ διαθρησκειακὸς συγκρητισμὸς σχετικοποιεῖ τὴν εὐαγγελικὴν ἀλήθειαν. Προχωρεῖ ἀκόμη οὗτος καὶ εἰς τὸ λατρευτικὸν ἐπίπεδον. Ὀρθόδοξοι Ἱεράρχαι ἢ καὶ Πρωθιεράρχαι συμμετέχουν εἰς πανθρησκειακὰς ἐκδηλώσεις ὡς τῆς Ἀσσίζης ἢ εἰς κοινὰς συμπροσευχὰς καὶ δοξολογίας μεθ᾿ ἑτεροδόξων καὶ ἐτεροθρήσκων, καὶ δὴ Ἰουδαίων καὶ Μουσουλμάνων. Διερωτᾶταί τις, ποῖον Θεὸν δοξολογοῦν;... Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐκήρυττον εἰς τὰς Συναγωγάς, ἀλλὰ Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τοῦτον Ἐσταυρωμένον, διὸ καὶ ἠκολούθουν διωγμοί, φυλακίσεις, βασανιστήρια καὶ θάνατοι...».
Ἐμεῖς, ἀντίθετα, ἰσοπεδώνοντας τὸν Χριστὸν στὴν πράξη μὲ τὶς ὅποιες θεότητες, τιμώμεθα καὶ ἐπαινούμεθα, ἀπολαμβάνοντες διακρίσεις καὶ βραβεῖα. Καὶ μόνο αὐτὸ δείχνει, ὅτι «κάτι δὲν πάει καλά» μὲ μᾶς. Ὁ κόσμος «τὸ ἴδιον φιλεῖ» (παράβ. Ἰωάνν. 15, 19) καὶ ταυτιζόμεθα μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ κόσμου, ὅταν ἀγαπῶμεν «τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ἥπερ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάνν. 12, 43).
Στοὺς διαθρησκειακοὺς διαλόγους συναντᾶμε τὴν ἴδια σπουδή, τὴν ἴδια νοοτροπία καὶ τὶς ἴδιες μεθόδους, ποὺ παρατηροῦνται καὶ στὴν διεξαγωγὴν τῶν διαχριστιανικῶν διαλόγων. Διότι πρόκειται τελικά, γιὰ τὴν ἴδια στοχοθεσία. Ἡ ἀλληλοπεριχώρηση τῶν δυὸ αὐτῶν μορφῶν ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ στὴν οὐσία διαλόγου, φάνηκε ἤδη στὴν Καμπέρρα τῆς Αὐστραλίας (Ζ´ Γ. Συνέλευση Π.Σ.Ε.), ὅπου οἱ Χριστιανοὶ κάλεσαν σὲ συμπροσευχὲς ἀκόμη καὶ εἰδωλολάτρες. Δὲν πρόκειται προφανῶς γιὰ ἀνεξιθρησκεία καὶ «ἀγαπητικὴ ἔξοδο κ.λπ.», ἀλλὰ γιὰ σχετικοποίηση τῆς πίστεως, ὅπως συνάγεται ἀπὸ τὴ δήλωση τοῦ ὑπευθύνου αὐτῶν τῶν διαλόγων, Σεβ. Μητροπολίτου Ἐλβετίας κ. Δαμασκηνοῦ: « Ἡ προσέγγιση αὐτή, γράφει, κάνει ξαφνικὰ νὰ ἀποκτήσουμε συνείδηση τοῦ γεγονότος, ὅτι κατὰ βάθος, μία Ἐκκλησία ἢ ἕνα τέμενος... ἀποβλέπουν στὴν ἴδια πνευματικὴ καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου». Δὲν εἶναι αὐτὸ αὐτόματη διαγραφὴ τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας καὶ τοῦ ἔργου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Ἂν ὑπάρχει «καὶ ἐν ἄλλῳ τινί» δυνατότητα σωτηρίας, δηλαδὴ θεώσεως, τότε διατὶ ἡ ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψη, ἀσάρκως στὴν Π. Διαθήκη, ἐνσάρκως στὴν Κ. Διαθήκη; Διατὶ ἡ Σάρκωση, ἡ Πεντηκοστή, ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα Χριστοῦ καὶ κοινωνία Ἁγίων; Οἱ πράξεις μας συνιστοῦν ἀπόρριψη τοῦ Χριστιανισμοῦ, παρὰ τὴν παραπλανητικὴ ὡραιολογία μας, ποὺ κανένα δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ ἀπατήση.
Ἐπειδὴ δὲ ὁ λόγος εἶναι πάντα γιὰ «γραμμή», μὴ λησμονοῦμε, ὅτι τὸ 1970 στὴ Γενεύη, ὅπου τὸ «μαντεῖον» κάθε ἀντιχριστιανικῆς-ἀντορθόδοξης διαπλοκῆς, στὴ δεύτερη διάσκεψη τοῦ ἀμερικανικοῦ Ἱδρύματος μὲ τὸν τίτλο «Ναὸς τῆς Κατανόησης, INC», δηλαδὴ ἑνὸς «Συνδέσμου τῶν Ἡνωμένων Θρησκειῶν», ὁ Γενικὸς Γραμματέας τοῦ Π.Σ.Ε. Eugene Blake κάλεσε τοὺς ἡγέτες ὅλων τῶν θρησκειῶν (2 Ἀπριλίου) καὶ ἔλαβε χώρα μία ὑπερομολογιακὴ λειτουργία καὶ προσευχὴ στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Πέτρου, κατὰ τὴν ὁποία ὁ καθένας προσευχήθηκε στὴ δική του γλώσσα καὶ σύμφωνα μὲ τὸ τυπικὸ τῆς θρησκείας του. Ἡ παρότρυνση δέ, ἦταν νὰ συνυπάρξουν ἔτσι στὴ λατρεία τοῦ ἴδιου Θεοῦ. Πρόκειται ὅμως, γιὰ πιστὴ ἐφαρμογὴ τῆς μασονικῆς μεθόδου τῆς ὑπερβάσεως κάθε ἰδεολογίας καὶ πίστεως, γιὰ νὰ ἐπιτευχθῇ ἡ ἑνότητα, καὶ μάλιστα ὑπὸ τὸν ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου. Κατὰ τὸ ὑπάρχον διαφημιστικὸ ὑλικὸ τῶν συνάξεων αὐτῶν ἦσαν παρόντες καὶ ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι, ὁ δὲ Σεβ. Μητροπολίτης Σηλυβρίας κ. Αἰμιλιανὸς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, σχολάζων σήμερα ἐν Αἰγίῳ, εἶναι μέλος τῆς «Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ναοῦ».
Καὶ ὅμως ὅλα αὐτὰ ἔχουν ἀπαντηθῆ στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιον, ποὺ διαψεύδει τὶς προφάσεις μας. Ὅταν οἱ οἰκουμενιστὲς μᾶς ἀπορρίπτουν ὡς φανατικοὺς καὶ φονταμενταλιστές, συναπορρίπτουν καὶ τοὺς Ἁγίους μας, τῶν ὁποίων τὴν στάση ταπεινῶς μιμούμεθα. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸν τὸν Κύριον, ὁ Ὁποῖος, μὴ θέλοντας νὰ συνάξη ὀπαδούς, θυσιάζοντας τὴν Ἀλήθεια, ὅταν ὁ λόγος Του ἐθεωρήθη «σκληρός» καὶ πολλοὶ τὸν ἐγκατέλειψαν, ἐστράφη καὶ στοὺς ἔντρομους «δώδεκα» καὶ τοὺς ρώτησε: «Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν»; (Ἰωάνν. 6, 48 ἔπ.). Αὐτὴ εἶναι ἡ δική μας «γραμμή», ἀγαπητοὶ ἀγαπολόγοι καὶ ὡραιολογοι καὶ ὄχι ἡ «γραμμή» τῶν συνθηκολογούντων μὲ τοὺς ἄρχοντες τοῦ κόσμου τούτου καὶ μὴ γνησίων Ποιμένων μας.
Πρέπει ὅμως νὰ θεωρῆται βέβαιο ὅτι ἡ ἀθέτηση τῆς «γραμμῆς» τῶν Ἡγετῶν μας ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο λῆμμα, τὸ «μικρὸν ποίμνιον» (Λουκ. 12, 32) δηλαδή, δὲν πρόκειται νὰ γίνεται γιὰ πολὺ χρόνο ἀνεκτὴ ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ Κόσμου, ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας (πρβλ. Πράξ. 20, 29 ἔπ.). Ἡ θεωρία τῆς Προπαγάνδας διδάσκει, ὅτι ἡ ἀκολουθουμένη σ᾿ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις μέθοδος εἶναι στὴν ἀρχὴ ἡ γελοιοποίηση τῶν ἀντιφρονούντων (ἤδη ὅλους ἐμᾶς «γραφικοὺς» μᾶς ἀποκαλοῦν) καὶ ἡ ἠθικὴ μείωση καὶ ὁ εὐτελισμός τους, γιὰ νὰ ἀκολουθήση κατόπιν, ἂν ἀποφασισθῆ, ἡ φυσικὴ ἐκμηδένιση. Ἤδη δὲ στοιχειοθετοῦνται οἱ ἀρχὲς τοῦ κατηγορητηρίου ἐναντίον τῶν ἀντιδραστικῶν. Πολὺ πρόσφατα τὸ Ἀμερικανικὸ Κογκρέσσο ἀπαγόρευσε κάθε χαρακτηρισμὸ τῶν ἄλλων ἰδεολογιῶν καὶ κυρίως τῶν θρησκευτικῶν ὁμάδων, ὡς αἱρετικῶν κ.τ.ο. Κάπως ἁπαλότερα σήμερα (μέσῳ τοῦ Τύπου καὶ τῆς φιλολογικῆς κριτικῆς) ἐπικρίνεται ὁ Ὀρθόδοξος, ποὺ θὰ τολμήση βάσει τῆς πίστεώς του νὰ χαρακτηρίση τοὺς ὁποιουσδήποτε «ἄλλους», μὲ βάση τὸ ὑπονοούμενο καὶ μὴ κρυπτόμενο ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες συνιστοῦν ὁδὸ θεογνωσίας μὲ διαφορετικὸ τρόπο. Αὐτὰ ἔχουν διακηρύξει γνωστοὶ ἐκκλησιαστικοὶ Ἡγέτες.
Δὲν εἶναι εὐρύτερα γνωστὸ ἀσφαλῶς, ὅτι πρὶν ἀπὸ καιρὸ οἱ συγγραφεῖς τοῦ βιβλίου τῶν Θρησκευτικῶν τῆς Α´ Λυκείου (Χ. Γκότσης, π. Γ. Μεταλληνὸς καὶ Γ. Φίλιας) λάβαμε «ἐξώδικο» ἀπὸ τοὺς «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ» καὶ τοὺς «Σαηεντολόγους», γιὰ τὰ σχετικὰ κεφάλαια τοῦ βιβλίου, ποὺ βλέπουν τοὺς χώρους αὐτοὺς μέσα ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη προοπτική, φυσικά. Ἡ ἐξώδικος ἐστάλη στὸ Ὑπουργεῖο Ἐθνικῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων καὶ τὸ Παιδαγωγικὸ Ἰνστιτοῦτο. Βέβαια, ἀπαντήσαμε, ἀλλὰ τὴν ἐξέλιξη τὴν ἀγνοοῦμε. Εἶναι ὅμως περισσότερο γνωστὴ ἡ περιπέτεια τοῦ κεφαλαίου τοῦ βιβλίου περὶ τῆς Μασονίας. Ἐπειδὴ δὲ ἔλαχε στὸν ὑπογραφόμενο ὁ κλῆρος τῆς συγγραφῆς του, ἔζησα μὲ κάθε λεπτομέρεια κινήσεις καὶ μεθόδους, ἀλλὰ καὶ πιέσεις, ποὺ ἀσκήθηκαν, γιὰ τὴν ἀπάλειψη τοῦ κεφαλαίου, ὥστε νὰ τὸ ἀνασυνθέσω τρεῖς φορὲς καὶ στὸ τέλος νὰ προτείνω νὰ ἐκτεθῆ πρῶτα ἡ αὐτομαρτυρία τοῦ Μασονισμοῦ καὶ παράλληλα ἡ ὀρθόδοξη θεώρησή του. Τὸ κωμικοτραγικὸ δὲ εἶναι, ὅτι τὰ κεφάλαια αὐτὰ μᾶς δόθηκαν ἀπὸ τὸ Ἀναλυτικὸ Πρόγραμμα τοῦ Ὑπουργείου (Παιδαγωγικὸ Ἰνστιτοῦτο), τὸ ὁποῖο (Ἀναλυτικὸ Πρόγραμμα) καθόριζε καὶ τὶς γραμμὲς ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀκολουθήσουμε. Ὁπότε τὸ ἐρώτημα εἶναι: Ποιοὶ ἐξουσιάζουν τελικὰ αὐτὸν τὸν τόπο; Βέβαια ἐμεῖς τὸ γνωρίζουμε πλέον μὲ μεγάλη ἀκρίβεια, ἀπὸ τὴν στάση ὅμως τοῦ Ὑπουργείου θὰ διευκρινισθῆ, ἂν ἀντέχουμε ὡς Ἔθνος ἀκόμη στὶς ἀσκούμενες πιέσεις.
Μὲ τὸν μετασχηματισμό μας (ἑκούσια καὶ μετ᾿ ἐνθουσιασμοῦ) σὲ «νομαρχία» (ὄχι «ἐπαρχία») τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, ἡ τελευταία ὡς ἐντολοδόχος καὶ «ὑποδιεύθυνση» τῆς Νέας Τάξεως καὶ τῆς Ἡγεσίας της, ὅλο καὶ περισσότερο ἐπιδεικτικὰ καὶ ἀπροκάλυπτα ἐμφανίζεται νὰ προσδιορίζη μέσῳ διαφόρων διαύλων τὴ ζωὴ καὶ τὶς συμπεριφορές μας, μεταγγίζοντας γι᾿ αὐτὸ μὲ χίλια μέσα τὶς δικές της νοοτροπίες. Πρόσφατα τὸ Τμῆμα μας (Θεολογίας) ἔλαβε ἕνα ἔγγραφο (κατ᾿ ἀκρίβεια, ἀνυπόγραφο!), προερχόμενο ἀπὸ τοὺς ὑπευθύνους τοῦ Πανεπιστημίου γιὰ τὰ εὐρωπαϊκὰ προγράμματα, ποὺ ἐνῶ μας ἐπαινεῖ, γιὰ τὴν ἐπιτυχῆ ἀνταπόκρισή μας σὲ ἕνα προταθὲν σὲ μᾶς πρόγραμμα μὲ τὸν τίτλο « Ὀρθοδοξία καὶ Παγκοσμιοποίηση», ἐν τούτοις τὸ Πρόγραμμά μας κρίθηκε «ἀνεπαρκές», διότι μεταξὺ ἄλλων «διαπιστώθηκε ὅτι τὸ πρόγραμμα ἐν γένει εἶναι ὁμολογιακῆς καὶ ἐν πολλοῖς ἐφηρμοσμένης φύσεως, χωρὶς νὰ ἐντάσσεται στὸ εὐρύτερο πρόγραμμα τῆς σπουδῆς τῶν θρησκευτικῶν φαινομένων καὶ τῆς Θρησκείας ὡς πανανθρωπίνου φαινομένου καὶ πραγματικότητας». Καὶ αὐτό, μολονότι ἡ Θρησκειολογικὴ προοπτικὴ δὲν ἀπουσιάζει στὸ Πρόγραμμά μας (διδάσκει εἰδικὸς καθηγητής). Ἀλλὰ ὁ σκοπὸς εἶναι νὰ προβληθῆ ὁ «ὁμολογιακός» χαρακτήρας τοῦ Τμήματός μας καὶ γενικότερα τῶν Θεολογικῶν μας Σχολῶν. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι σὲ λίγα χρόνια οἱ Θεολογικές μας Σχολὲς θὰ μεταβληθοῦν (ἂν ἐπιβιώσουν στὸ Πανεπιστήμιο) σὲ θρησκειολογικὲς καὶ γι᾿ αὐτὸ γίνεται προσπάθεια (καὶ ἐνδοεκκλησιαστικά) νὰ περιέλθουν οἱ Θεολογικὲς Σχολὲς στὴν δικαιοδοσία τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας. Ὅταν μιλῶ, γιὰ τὴν σοβιετοποίησή μας μέσα στὴν Ἑνωμένη Εὐρώπη, αὐτὸ ἐννοῶ: Ὅ,τι ἔζησαν οἱ ἄλλοι Ὀρθόδοξοι στὴ σοβιετική-κομμουνιστική τους περίοδο, κινδυνεύουμε νὰ ζήσουμε οἱ Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι στὴν Ἑνωμένη Εὐρώπη καὶ τὴ Νέα Τάξη.
Αὐτὴ ἡ πορεία διαγράφεται. Ἡ ἐλευθερία μας περιορίζεται ἐπικίνδυνα καὶ ἐντελλόμεθα νὰ ἐνεργοῦμε καὶ πορευόμεθα «τοῖς ῾κείνων ρήμασι πειθόμενοι» καὶ μὲ βάση τὴν χαραγμένη ἀπὸ δεκαετίες τώρα «γραμμή». Διαφορετικά, δὲν θὰ ἔχουμε «εὐρωπαϊκὸ πρόσωπο» καὶ δὲν θὰ χωρᾶμε ὡς ἐλεύθεροι συν-ἑταῖροι μέσα στὴν Εὐρώπη. Εἶναι ἕτοιμη ἡ Ἐκκλησιαστική μας Ἡγεσία νὰ ἀντισταθῆ, προτιμώντας τὸν «ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ, τῶν ἐν Εὐρώπῃ θησαυρῶν» (παράβ. Ἑβρ. 11, 26), ὅταν πρόκειται, μάλιστα, καὶ γιὰ πραγματικοὺς θησαυροὺς εὐρωπαϊκῶν κονδυλίων; Εἶναι πρόθυμη καὶ ἕτοιμη ἡ Ἐκκλησία μας, ἂν χρειασθῆ, νὰ προκρίνη τὶς κατακόμβες; Εὔχομαι νὰ εἶναι! Ἂν καὶ θὰ τὸ δείξη γρήγορα. Ἂν ὅμως δὲν εἶναι, τότε σημαίνει ὅτι ἀποκόπτεται ἀπὸ τὸ εὐσεβὲς πλήρωμα, ποὺ μένει πιστὸ στὴν παράδοση τῶν Ἁγίων του, καὶ τὸ προδίδει. Συνηθίσαμε νὰ μιλοῦμε γιὰ τὴν ὑπακοὴ ὡς ὑψίστη ἀρετὴ τοῦ ἀσκουμένου ὀρθοδόξου. Καὶ εἶναι αὐτὸ πράγματι παγία πράξη τῶν Ἁγίων μας. Ἂν ὅμως πάντα ἡ «ὑπακοή» ἴσχυε «ἐν οἷς ἐντολὴ Θεοῦ οὐκ ἐμποδίζεται», κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο (P.G. 31, 860), τώρα μόνο ἡ ἀνυπακοὴ σώζει!