π. Γεώργιος Μεταλληνός - «Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν...»

Κυριακάτικη Ἐλευθεροτυπία, 17 Ἀπριλίου 2001
http://www.enet.gr/online/online_hprint.jsp?id=69568884


1. Μὲ τὰ ἀπαισιότερα συναισθήματα ἀντιμετωπίζεται συνήθως ὁ θάνατος. Ὁ πολιτισμός μας, γιὰ τὸν ὁποῖο τόσο καυχόμαστε, δὲν μᾶς ἔχει ἐξοικειώσει μὲ τὴν μεγαλύτερη καὶ τραγικότερη πραγματικότητα στὴ ζωή μας, τὸν θάνατο. Οὔτε μᾶς ἔχει συμφιλιώσει μαζί του. Γι᾿ αὐτὸ λείπει στὴ σημερινὴ κοινωνία μία ρεαλιστικὴ φιλοσοφία τοῦ θανάτου. Βέβαια, σ᾿ αὐτὸ συντρέχουν διάφοροι λόγοι. Ὁ ὀλιγόπιστος φοβᾶται τὸν θάνατο, διότι βλέπει τὴν ἀνετοιμότητά του νὰ τὸν ὑποδεχθεῖ. Ὁ ἄπιστος ἢ ἄθεος, ποὺ στηρίζει ὅλες τὶς ἐλπίδες του στὸν κόσμο αὐτό, βλέπει τὸν θάνατο σὰν καταστροφή. Γι᾿ αὐτὸ ἀποφεύγει νὰ μιλεῖ γιὰ τὸν θάνατο ἢ χλευάζει τὸν θάνατο, ἀλλὰ στὸ βάθος τὸν φοβᾶται. Ὅπως τὸν φοβοῦνται οἱ οἰκονομικὰ εὔρωστοι, διότι θὰ τοὺς κάμει νὰ χάσουν ὅσα ἔχουν, ἀλλὰ καὶ οἱ προλετάριοι τοῦ κόσμου μας, μολονότι διατείνονται, ὅτι βλέπουν τὸν θάνατο σὰν σωτηρία. Διότι γι᾿ αὐτούς, κυρίως, ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Δ. Σολωμοῦ: «Γλυκειὰ ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος μαυρίλα».

2. Γιὰ τὸν χριστιανό, ὅμως, καὶ μάλιστα τὸν πατερικό, δηλαδὴ τὸν ὀρθόδοξο, τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου ἔχει λυθεῖ. Ἡ Σφίγγα τοῦ θανάτου διέκοψε τὴ σιωπή της. Τὸ αἴνιγμα, ποὺ τόσο ἀπασχόλησε τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα καὶ μόνον ἡ σωκρατικὴ-πλατωνικὴ μεγαλοφυΐα μπόρεσε νὰ ψαύσει στὸν «Φαῖδρο», ἔχει πιὰ ἐξιχνιαστεῖ καὶ ἀπομυθευθεῖ. Μένει, βέβαια, καὶ γιὰ τὸν χριστιανὸ ὁ θάνατος «μυστήριο». «Ὄντως φοβερώτατον τὸ τοῦ θανάτου μυστήριον» -ψάλλουμε στὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία. Τὸ μυστήριο ὅμως δὲν ἔγκειται στὴν ὕπαρξή του, ἀλλὰ στὶς συνέπειές του: «πῶς ἡ ψυχὴ ἐκ τοῦ σώματος βιαίως χωρίζεται...»! Ἡ συμμετοχὴ τοῦ πιστοῦ στὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ βοηθᾶ στὴν κατανόηση τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ἡ ζωὴ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ποὺ δημιούργησε τὰ πάντα «ἐξ οὐκ ὄντων» (ἀπὸ τὸ μηδὲν) καὶ μᾶς ἔφερε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη. Ὁ θάνατος, ἐξάλλου, εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν θέληση τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι φυσικὴ κατάσταση, ἀλλὰ συνδέεται μὲ τὸ τραγικὸ γεγονὸς τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἀστοχίας τοῦ ἀνθρώπου νὰ μένει στὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ. «Ὁ Θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησεν», «φθόνῳ διαβόλου εἰσῆλθεν θάνατος εἰς τὸν κόσμον». Ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε τὸν θάνατό μας, «ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται».

Αὐτὴ εἶναι ἡ θεολογικὴ ἑρμηνεία τοῦ θανάτου ἀπὸ τοὺς Ἁγίους μας, τοὺς ἀληθινοὺς θεολόγους. Ἡ ἁμαρτία, ὡς πτωτικὸ γεγονός, ἀδρανοποίησε καὶ νέκρωσε, τελικά, τὴν ζωή μας, ποὺ εἶναι ἡ ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιά μας, τὸ κέντρο τῆς ὕπαρξής μας. Αὐτὸς ὁ «χωρισμὸς» ἀπὸ τὴν ἄκτιστη χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ πνευματικὸς θάνατος, ποὺ προκάλεσε καὶ τὸν σωματικὸ-βιολογικὸ θάνατό μας. Στὸν πνευματικὸ θάνατο πρέπει νὰ ζητηθεῖ ἡ αἰτία καὶ τοῦ σωματικοῦ θανάτου. Θρῆνος, λοιπόν, κατὰ τὴν κήδευση κάποιου ἀγαπητοῦ μας προσώπου («Θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατον...», ψάλλουμε) δὲν συνδέεται μὲ τὸν πρόσκαιρο χωρισμό μας, ἀλλὰ μὲ τὴν αἰτία ποὺ προκάλεσε τὸν θάνατό μας, τὴν ἁμαρτία.

Ὁ σωματικὸς θάνατος εἶναι διάσπαση τῆς ἁρμονικῆς σχέσης καὶ συλλειτουργίας ψυχῆς καὶ σώματος, ὡς τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀνθρώπινη σάρκα νεκρώνεται, φθείρεται καί, ἐπιστρέφοντας στὸ χῶμα, διαλύεται. Ἡ ψυχὴ ὅμως δὲν φθείρεται, οὔτε διαλύεται, διότι ὁ Θεὸς τὴν δημιούργησε πνευματική. Περιμένει τὸ «κέλευσμα» (παράγγελμα) τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ (Α´ Θεσ. δ´ 16), γιὰ νὰ ξαναενωθεῖ μὲ τὸ ἀναστημένο σῶμα καὶ νὰ ζήσει αἰώνια μαζί Του, σὲ μίαν ἄλλη ζωή, ποὺ θὰ εἶναι ὅμως αἰώνια συνέχεια τῆς γήινης ὕπαρξής μας. Ὁ «νόμος τῆς ἀφθαρσίας» ἰσχύει ἀπόλυτα στὸ δημιουργικὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. Τίποτε δὲν χάνεται ἀπὸ αὐτό. Γι᾿ αὐτὸ κάθε στιγμῆς τῆς παρούσας ζωῆς ἔχει γιὰ τὸν χριστιανὸ σωτηριολογικὴ σημασία, διότι ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ τῇ ζοῦμε κρίνεται ἡ σωτηρία μας, ἡ κατάστασή μας στὴ μετὰ θάνατον ὕπαρξή μας (βλ. Β´ Κορ. στ´ 7).

3. Ὁ Χριστός, μὲ ὅλο τὸ σωτήριο ἔργο Του, ἐπιφέρει τὴν πλήρη ἄρση ὅλων τῶν συνεπειῶν τῆς πτώσης. Συντρίβει τὴν ἁμαρτία πρῶτα στὴ δική Του ἀναμάρτητη φύση, ποὺ δὲν νικιέται ἀπὸ τὴ θανατηφόρο δύναμη τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ καὶ πάνω στὸν Σταυρό Του, στὸν ὁποῖο θανάτωσε τὴν δική μας ἁμαρτία, τὴν ἁμαρτία ὅλου του κόσμου (Ἰω. α´ 29). Ὁ Θεὸς δὲν ἐνεργεῖ τιμωρητικά, ὅπως ἀπαιτοῦσε ὁ ἀνθρώπινος νόμος, ἀλλὰ ὡς σωτήρας καὶ ἀπελευθερωτὴς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς ἁμαρτίας, ὅπως ἐπιβάλλει ὁ δικός Του νόμος. Δὲν τιμωρεῖ, συνεπῶς, τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅπως συνέβη μὲ τὸν κατακλυσμὸ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη (Γεν. κεφ. η´), ἀλλὰ τὴν ἁμαρτία, ὅπως ὁ καλὸς γιατρὸς δὲν ζητεῖ τὸν θάνατο τοῦ ἀσθενοῦς, ἀλλὰ τῆς νόσου. Γι᾿ αὐτὸ στὴ Θεία Λειτουργία ὀνομάζεται ὁ Χριστὸς «ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν».

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ κορύφωση τῆς νίκης Του πάνω στὴν ἁμαρτία μας καὶ γι᾿ αὐτὸ νοηματοδοτεῖ ὅλη τὴν ὕπαρξή μας. Ἐνῶ ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου βαδίζει πρὸς ἕνα τέλος, ὁ ἄνθρωπος στὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως ἀποδεικνύεται χωρὶς τέλος. Διότι στὸ ὅριο ἱστορίας καὶ μεταϊστορίας βρίσκεται ὁ Νικητὴς τοῦ Θανάτου, ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος «θανάτῳ ἐπάτησε τὸν Θάνατον» καὶ μεῖς «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν», τὸν θάνατο τοῦ Θανάτου.

Ὁ θάνατος καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ νίκη πάνω στὸν Θάνατο. Ἔξω ἀπὸ τὴν σχέση μας μὲ τὸν Χριστό, ὁ θάνατος γίνεται φοβερὸς καὶ ἀδυσώπητος. Μὲ τὸν ἀναστάντα Χριστὸ ὁ Θάνατος ἀπομυθοποιεῖται. Καταλύεται ἡ παντοδυναμία του (Ἑβρ. β´ 14). Ὁ Χριστὸς κατήργησε τὸ φόβητρο τοῦ θανάτου, ὥστε χριστιανικὰ ὁ θάνατος νὰ νοεῖται ὡς ἡ ἀληθινὴ γέννηση καὶ ἀναμονὴ τῆς κοινῆς ἀνάστασης. Κατανοεῖται, ἔτσι, τὸ παράδοξο: ἐνῶ ὁ «κόσμος» γιορτάζει γενέθλια, ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ πανηγυρίζουμε τὴν «μνήμην», τὴν κοίμηση, τῶν Ἁγίων μας. Διότι ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου γιὰ τὸν αὐθεντικὰ χριστιανὸ εἶναι ἡ ἀληθινὴ γέννησή μας («γενέθλιος ἡμέρα») στὴν ἀληθινὴ ζωή.

4. Ὁ ὀρθόδοξος πιστός, ὅμως, ζεῖ τὶς περίεργες γιὰ τὸν χωρὶς Θεὸ πραγματικότητες, μετέχοντας στὴ ζωὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Δὲν ἀρκεῖ γι᾿ αὐτὸ τὸ τυπικὸ βάπτισμα. Χρειάζεται μετοχὴ στὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ ὕπαρξη. Στὰ ὅρια αὐτῆς τῆς ζωῆς ὁ πιστὸς πεθαίνει κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς του, νεκρώνεται, μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν πνευματικὴ ζωὴ γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ νὰ ζήσει μέσα στὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ «αἰώνιος ζωή». Γι᾿ αὐτὸ μας διδάσκουν οἱ μοναχοί μας, οἱ αὐθεντικοὶ πιστοί: «Ἐὰν πεθάνεις, πρὶν πεθάνεις, δὲν θὰ πεθάνεις, ὅταν πεθάνεις»! Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ ζήσεται» (Ἰω. ια´ 25) σημαίνει, ὅτι ἡ μέσῳ τοῦ βαπτίσματος καὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἕνωσή μας μαζί Του, μᾶς συνδέει καὶ πάλι μὲ τὴν γεννήτρια τῆς ζωῆς, τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, ποὺ εἶναι Αὐτός. Μᾶς ἐπαναφέρει στὴν κοινωνία καὶ σχέση μὲ τὸν Θεό, ποὺ ζωοποιεῖ τὸν θάνατό μας καὶ μεταμορφώνει σὲ Ζωὴ δική Του τὸν καθημερινὸ θάνατό μας. Χωρὶς νὰ εἶναι, συνεπῶς, κανεὶς ζωντανὸ μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει ἀληθινά, νὰ μετέχει τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἁπλῶς βαπτισμένος ἔχει τὶς δυνατότητες καὶ προϋποθέσεις μετοχῆς σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωή, ἀλλὰ δὲν σημαίνει ὅτι μετέχει σ᾿ αὐτήν, ἂν δὲν μετέχει στὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν ἁγίων μυστηρίων. «Οὐχ ὅτι ἅπαξ γεγενήμεθα τοῦ σώματος», λέγει ὁ Ἱ. Χρυσόστομος. Δὲν τελειώνουν, δηλαδή, ὅλα ὅσον ἀφορᾶ τὴν σωτηρία, μὲ τὸ βάπτισμα. Μὲ αὐτὸ ἀρχίζουν. Τὸ βάπτισμα εἶναι τὸ ἄνοιγμα τῆς πύλης, ἀλλὰ πρέπει νὰ διαβεῖ τὴν πύλη κανεὶς καὶ νὰ ζήσει ἐν Χριστῷ.

Οἱ Ἅγιοί μας, μὲ τὰ ἀκέραια καὶ ἄφθαρτα λείψανά τους (π.χ. Ἅγιος Σπυρίδων ἢ ὁ Ἅγιος Γεράσιμος) βεβαιώνουν τὴν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου καὶ τῶν συνεπειῶν του (φθορᾶς) ἤδη μέσα στὴ ζωή μας αὐτή, ἀλλὰ καὶ δίνουν μαρτυρία τῆς αἰωνιότητας μέσα στὴν ἱστορία. Βλέποντας τοὺς Ἁγίους μας ὁ ὀρθόδοξος πιστὸς (καὶ αὐτὴ τὴν ἐμπειρία ἔχουμε ἐμεῖς οἱ Ἑπτανήσιοι ἀπὸ μικρὰ παιδιά), οἰκοδομεῖ τὴν δική του φιλοσοφία γιὰ τὸν θάνατο. Ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ δίνει τὴν δύναμη, ὥστε νὰ μὴ βλέπει ὁ πιστὸς τὸν θάνατο, ὅπως «οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (Α´ Θεσ. δ´ 14), ἀλλὰ καὶ νὰ νικᾷ κάθε μορφὴ θανάτου (ἀποτυχίες, ἀρρώστιες, παθήματα). Διότι δὲν δίνει ἀπόλυτο χαρακτήρα στὴ ζωὴ αὐτή. Δὲν ἦταν οὔτε μαζοχιστής, οὔτε πεισιθάνατος ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ἔλεγε: «τὴν ἐπιθυμίαν ἔχω εἰς τὸ ἀναλύσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι» (θέλω νὰ πεθάνω καὶ νὰ εἶμαι μὲ τὸν Χριστό», Φιλ. ι´ 23). Ὁ θάνατος εἶναι γιὰ τὸν ὀρθόδοξο πιστὸ «μετάβαση» στὴν ὄντως ζωή. Ἕνας ὕπνος, ποὺ περιμένει τὸ ξύπνημα στὴν ἀτελεύτητη αἰωνιότητα. Βέβαια, ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν ἴδια τοῦ τὴν φύση ἀθάνατος. Ἡ ἀθανασία εἶναι χάρισμα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ὡς πλάσμα Του. Ἀθάνατος εἶναι μόνον ὁ ἄκτιστος (ἀδημιούργητος) Θεὸς (Α´ Τιμ. στ´ 15). Ἀθανασία, ἐξάλλου, δὲν εἶναι ἡ ἁπλὴ ἐπιβίωση ἀλλὰ ἡ μετοχὴ στὸν «παράδεισο», στὴ χάρη ἢ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ σημαίνει καὶ ἡ εὐχή μας «αἰωνία ἡ μνήμη». Νὰ μετέχει, δηλαδή, ὁ πιστὸς αἰώνια στὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ, στὴ βασιλεία του.

5. Ἡ Ὀρθοδοξία, μὲ ὅλη τὴν δομή της, προσφέρει στὸν πιστὸ τῇ δυνατότητα συνεχοῦς μετοχῆς στὸν θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Τὰ μυστήρια λ.χ. εἶναι συνεχὴς πραγμάτωση αὐτὴ τῆς δυνατότητας. Μὲ τὸ βάπτισμα πεθαίνει κανεὶς μὲ τὸν Χριστὸ (Ρωμ. στ´ 3). Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ πρῶτα βαπτιστήρια, οἱ ὁμαδικὲς «κολυμβῆθρες» τῆς Ἐκκλησίας, εἶχαν συνήθως τὸ σχῆμα σταυροῦ. Τὸ βαπτιστήριο (ἡ κολυμβήθρα) εἶναι ὁ τάφος τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ «μήτρα» τῆς ἐν Χριστῷ ἀναγεννήσεως. Γι᾿ αὐτὸ οἱ ὀρθόδοξοι τελοῦμε τὸ βάπτισμα μὲ τριπλῆ κατάδυση καὶ ἀνάδυση καὶ ὄχι μὲ ῥαντισμὸ ἢ ἐπίχυση. Ζοῦμε αἰσθητὰ καὶ ὁρατὰ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάστασή μας. Ἡ Μετάνοια ἢ Ἐξομολόγηση εἶναι καὶ αὐτὴ θάνατος (τῆς ἁμαρτίας μας) καὶ ἀνάστασή μας στὴ νέα ζωὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι τόσο ἀναγκαῖο αὐτὸ τὸ μυστήριο, ὅπως καὶ ἡ ὁλοκλήρωσή του, ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἡ μετοχὴ στὴ νίκη καὶ τῇ δόξα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ, ποὺ βρίσκεται στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός, ὅπου μὲ τὴν Ἀνάληψή του ἀνέβασε τὴν ἀναγεννημένη φύση μας. Ἂν καὶ τὰ ἄλλα μυστήρια (Εὐχέλαιο, Γάμος, Ἱερωσύνη π.χ.), προσφέρουν τὴν ἴδια δυνατότητα. Ὁ γάμος λ.χ. εἶναι ἐνσωμάτωση τῆς νέας ζωῆς τοῦ ζεύγους στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὥστε καὶ στὴν εἰδικὴ αὐτὴ ὄψη τῆς ζωῆς τους νὰ ζοῦν τὸ ἴδιο μυστήριο τοῦ θανάτου τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς συνεχοῦς ἀναστάσεώς τους σὲ μία ζωή, στὴν ὁποία Κύριος εἶναι μόνον ὁ Χριστός. Γι᾿ αὐτὸ -ἂν θέλουμε νὰ δοῦμε τὰ πράγματα στὴν ἀληθινή τους ὄψη -ὁ πολιτικὸς γάμος εἶναι μὲν νόμιμος, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξισωθεῖ μὲ τὸ μυστήριο, διότι πραγματοποιεῖ μὲν ἕνα «νομικὸν συνάλλαγμα», ἀλλὰ δὲν μᾶς εἰσάγει στὴ ζωὴ τῆς Χάρης.

Συχνά, ὅταν μᾶς ὑποβάλλεται τὸ ἐρώτημα, τί ἔχει νὰ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία στὴν ἀντιμετώπιση τῆς κάθε κοινωνικῆς δυσλειτουργίας, ἡ ἀπάντησή μου εἶναι μία: ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα Χριστοῦ, δὲν μοιράζει ἀσπιρίνες στοὺς πονοκεφάλους τοῦ κόσμου. Εἰσάγει σὲ μία ζωή, ποὺ δίνει τὴν δυνατότητα στὸν πιστὸ ἄνθρωπο νὰ νικᾶ συνεχῶς τὸν κάθε θάνατό του καὶ νὰ ὁμολογεῖ ὅπως στὸν Ἀπ. Παῦλο: «ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν», «φαινόμαστε σὰν νὰ πεθαίνουμε, καὶ ὅμως ζοῦμε», (Β´ Κορ. στ´ 9).