(Ἑλληνισμὸς καὶ Ὀρθοδοξία, Ἑλληνορθόδοξη Παράδοση: Ρίζωμα καὶ προοπτική, 2000)
Ἡ ἕνωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ, στὰ πρόσωπα τῶν γνήσιων ἀναζητητῶν τῆς Ἀλήθειας, μὲ τὸν Χριστιανισμό, ὡς ἐνσάρκωση τῆς Παναλήθειας στὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, ἄρχισε μὲ τοὺς Ἑλληνιστὲς στὴν Παλαιστίνη (ἑλληνιστὲς ἦσαν καὶ οἱ «ἑπτά» - διάκονοι - πρβλ. τὰ ἑλληνικὰ ὀνόματά τους: Στέφανος, Νικόλαος, Τίμων, Παρμενᾶς, Φίλιππος, Πρόχορος, Νικάνωρ) ὁ σημαντικότερος ἀπὸ τοὺς ὁποίους, ἀπὸ πλευρᾶς κυρίως ἑλληνικῆς παιδείας, ἦταν ὁ Ἀπ. Παῦλος. Ἡ μεγάλη συμβολή του ἐντοπίζεται στὸ γεγονός, ὅτι - μέσῳ κυρίως αὐτοῦ - ὁ Χριστιανισμὸς ἀπέφυγε τὸν κίνδυνο νὰ γίνει μία «Ἰουδαϊκὴ αἵρεση», ἀναδεικνυόμενος σὲ παγκόσμια ὑπόθεση, ὁ ἴδιος δὲ δίκαια θὰ ὀνομασθεῖ «ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν», ὁ κατεξοχὴν δηλαδὴ ἀπόστολος τοῦ ἐθνικοῦ (ἑλληνικοῦ) κόσμου.
Ἀπὸ τὸ 70 μ.Χ. (καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὸν ρωμαῖο αὐτοκράτορα Τίτο) θὰ συντελεσθεῖ ἡ «ἐλληνοποίηση» τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ τὸ ἑλληνικὸ στοιχεῖο θὰ πάρει κυριολεκτικὰ στὰ χέρια του τὴν διοίκηση καὶ εὐθύνη τῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων, ἡ ἑλληνικὴ δὲ γλῶσσα θὰ ἀποβεῖ τὸ κύριο ὄργανο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κηρύγματος, σὲ σημεῖο, ποὺ ἔκτοτε, νὰ εἶναι ἀχώριστα πιὰ μεγέθη Ἑλληνισμὸς καὶ Χριστιανισμὸς (ἀργότερα: Ὀρθοδοξία).
Ὁ ὅρος Ἑλληνορθοδοξία ἢ καλύτερα ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ, σημαίνει στοὺς αἰῶνες αὐτὴ τὴν ἀκατάλυτη πιὰ ἕνωση. Διότι, ὅ,τι ἐκλεκτὸ καὶ διαχρονικὸ στοιχεῖο διέθετε ὁ Ἑλληνισμός, σώθηκε μέσα στὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Χριστιανισμό, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει πιὰ Ἑλληνισμὸς ἔξω ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό, παρὰ ὡς πτώση καὶ ἀποτυχία (αὐτὸ ἐκφράζει ἡ αἵρεση), ἡ ἀρχαιοπληξία.
Ἡ αὐθεντικὴ Ἑλληνικότητα ἐνσαρκώνει στοιχεῖα ὑπαρκτικά, ποὺ συνιστοῦν τὸ θεμέλιο τοῦ παγκοσμίου πολιτισμοῦ, κάθε κοινωνίας, ποὺ θέλει νὰ λέγεται ἀληθινὰ ἀνθρώπινη, δηλαδὴ πολιτισμένη. Αὐτὰ τὰ στοιχεῖα προσέλαβε ὁ Χριστιανισμός, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς δὲν «ἦλθε καταλύσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι» (Ματθ. 5,17), τὰ ἐνσωμάτωσε στὴ δική του ὕπαρξη, μεταβάλλοντάς τα σὲ θεία ζωή. Διότι σ᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ ὑπεροχὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔναντι τοῦ ἑλληνικοῦ ἀνθρωπισμοῦ. Μέσα στὴν ἄκτιστη θεία Χάρη οἱ πνευματικὲς ἀνατάσεις τῆς Ἑλληνικότητας, ποὺ ἔφθαναν ὡς τὸν πόθο τῆς «θεώσεως» («ὁμοιωθῆναι Θεῷ»), λαμβάνουν τὸ ἀληθινὸ νόημά τους καὶ γίνονται πραγματικότητα στὴν ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεάνθρωπο Χριστό.
Ἔτσι, ἀπὸ τὸν «καλὸν κἀγαθὸν» ἢ «σοφὸν» ἄνθρωπο τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας ἀνέρχεται ἐν Χριστῷ ἡ Ἑλληνικότητα στὸν «ἅγιον ἄνθρωπο», τὸν κατὰ χάριν θεούμενο, ποὺ γίνεται δηλαδὴ κατὰ χάριν ὅ,τι ὃ Θεὸς εἶναι ἀπὸ τὴν φύση Του (ἄκτιστος, ἀθάνατος, αἰώνιος).
Αὐτό, ἄλλωστε, εἶναι ὡς σήμερα τὸ οὐσιαστικὸ γνώρισμα τοῦ Ἕλληνα Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ, ἀλλὰ καὶ γενικὰ κάθε Ὀρθοδόξου πιστοῦ, ἡ ζήτηση Χάρης καὶ ἡ δυνατότητα ἕνωσης μὲ τὴν ἄκτιστη Θεία Χάρη. Αὐτό, σὲ τελευταία ἀνάλυση, εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Ὅπου ἀπουσιάζει αὐτὴ ἡ κίνηση πρὸς τὸ Ἄκτιστο, τὴν Θεία Χάρη, ἐκεῖ χάνεται καὶ ἡ Ὀρθοδοξία.
Ποιὲς εἶναι λοιπόν, οἱ ἐκφράσεις τῆς Ἑλληνικότητας, ποὺ καταξιώνονται μέσα στὴν ἐν Χριστῷ ὕπαρξη καὶ συνιστοῦν ὁδηγητικὰ φῶτα τῆς παγκόσμιας κοινωνίας;
Ὁ Ἕλληνας, ὅσο εἶναι γνωστὰ τὰ ἴχνη του στὴν Ἱστορία, ἔχει θεοκεντρικὴ ὕπαρξη. Ἀθεΐα στὸν ἀρχαῖο Ἑλληνισμὸ εἶναι ἄγνωστη (θὰ μᾶς εἰσαχθεῖ στοὺς τελευταίους αἰῶνες ἀπὸ τὴν δυτικὴ Εὐρώπη). Τὰ ἀρχαιότερα ἑλληνικὰ γραπτὰ κείμενα, τὰ ὁμηρικὰ ἔπη, εἶναι θριαμβευτικὴ καταξίωση τοῦ διαλόγου Θεοῦ- ἀνθρώπου, κάτι ποὺ μέσα στὴ διεργασία τῆς φιλοσοφικῆς σκέψης θὰ ἀναχθεῖ σὲ λυτρωτικὴ ζήτηση, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ περιεχόμενό της.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ Ἀπ. Παῦλος θὰ ὀνομάσει τοὺς Ἀθηναίους-Ἕλληνες τῆς ἐποχῆς του «δεισιδαιμονεστάτους» (Πράξ. 17, 22), δηλαδὴ «εὐσεβέστατους», διότι τὰ πάντα στὴν Ἀθήνα μαρτυροῦσαν τὴν ἀπεγνωσμένη ζήτηση τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ (τοῦ «ἀγνώστου Θεοῦ»),ποὺ ὡς Χριστὸς Ἰησοῦς θὰ τοὺς γίνει γνωστὸς ἀπὸ τὸν Ἀπ. Παῦλο.
Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ λογοτεχνία, καὶ μάλιστα ἡ τραγῳδία, εἶναι ἡ προβολὴ τῶν ἀνθρωπιστικῶν ἀξιῶν, ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπο αὐθεντικὸ καὶ γνήσιο (πρβλ. τὸ λόγο τοῦ Μενάνδρου : «Ἢ χαρῆεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ»).
«Πᾶσα ἡ ποίησις Ὁμήρου ἀρετῆς ἐστιν ἔπαινος» - θὰ παρατηρήσει ὁ Χριστιανὸς - Ἕλληνας Μέγας Βασίλειος (379). Οἱ ἀρχαιοελληνικὲς ἀξίες θὰ λάβουν πανανθρώπινη ἐμβέλεια καὶ θὰ «παιδεύουν» ὡς σήμερα τὸν κόσμο. Ὁ Χριστιανικὸς Ἑλληνισμὸς θὰ διδάξει τὴν ἀνθρωπότητα, πῶς οἱ ἀξίες γίνονται ζωὴ μέσα στὴν ἀκατανίκητη δύναμη τῆς θείας χάρης, σὲ σημεῖο, ποὺ ἡ σχετικὰ ἀπαισιόδοξη ἐκείνη ἀρχαιοελληνικὴ ρήση: «οὐ ῥάδιον φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν» νὰ ξεπερασθεῖ στὴ χριστιανικὴ ὁμολογία: «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φιλ. δ´ 13).
Ὁ ἀρχαῖος Ἕλληνας καταφάσκει ὅλες τὶς ὄψεις τοῦ βίου, θέλοντας νὰ μορφώσει τὸν «καθολικό» καὶ «ἑνιαῖο» ἄνθρωπο, κάτι ποὺ μεγαλειωδῶς ἀποκαλύπτεται στὸ ἐπισημότερο κέντρο τῆς ἑλληνικότητας, τοὺς Δελφούς. Στὸ πρῶτο ἐπίπεδο εἶναι τὰ ἱερά, ἡ ἀναφορὰ τοῦ ἀνθρώπου στὸ «Θεῖο», ὡς πηγὴ δύναμης καὶ ζωῆς. Στὸ δεύτερο βρίσκεται τὸ θέατρο, ὁ χῶρος τῆς ψυχικῆς παιδείας τοῦ ἀνθρώπου, καὶ στὸ τρίτο τὸ στάδιο, ὁ χῶρος διάπλασης τοῦ σώματος, γιὰ νὰ συμπράττει καὶ αὐτὸ στὴν πραγμάτωση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου ὡς ἀνθρώπου. Ἡ θεοκίνητη ὅμως αὕτη ἑλληνικὴ συνείδηση βρίσκει στὸν Χριστιανισμὸ τὴν λειτουργικὴ ἔκφρασή της: «Ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους, καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Ἡ θέωση ἀναφέρεται σ᾿ ὅλο τὸν ἄνθρωπο (σῶμα καὶ ψυχή) καὶ σ᾿ ὅλη τὴν ὕπαρξή του.
Οὐσιαστικὸ γνώρισμα τῆς ἑλληνικῆς σκέψης εἶναι ἡ «ζήτησις τῆς ἀληθείας». Σ᾿ αὐτὴ τὴν φράση συγκεφαλαιώνει ὅλη τὴν Ἑλληνικὴ Φιλοσοφία ὁ Ἀθηναῖος(;) Κλήμης ὁ Ἄλεξανδρευς (215 μ.Χ.). Γιὰ νὰ συμπληρώσει, ὅτι «Ἀλήθεια» εἶναι Αὐτός, ποὺ εἶπε γιὰ τὸν ἑαυτό Του ὅτι εἶναι ἡ ἀλήθεια (Ἰω. 14,6), ὁ Χριστὸς ὡς «Αὐτοαλήθεια». Ἡ παράσταση Ἑλλήνων ἀρχαίων φιλοσόφων (Ἡρακλείτου, Θαλῆ, Πλάτωνος κ.λπ.) στοὺς νάρθηκες τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν στὸ Βυζάντιο / Ῥωμανία εἶναι ἡ χριστιανικὴ καταξίωση αὐτῆς τῆς ἀναζήτησης («ὡς προειπόντες τὴν ἔλευσιν Χριστοῦ»). Δίκαια ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ συνήθιζε νὰ λέγει, ὅτι «δὲν μποροῦμε νὰ γίνουμε χριστιανοί, ἂν δὲν γίνουμε πρῶτα Ἕλληνες», ὑπογραμμίζοντας ἔτσι αὐτὴ τὴν ἀρετὴ τοῦ Ἑλληνισμοῦ (πρβλ. Α´ Κορ. 1,22), τὴν ζήτηση τῆς Ἀλήθειας. Εἶναι δὲ λόγος τοῦ Χριστοῦ, ὅτι «ὁ ζητῶν εὑρίσκει» (Ματθ. 7,8).
Βασικὸ γνώρισμα τῆς αὐθεντικῆς Ἑλληνικότητας εἶναι ἡ κατανόηση τῶν ὁρίων τοῦ λόγου: Ποτὲ ὁ Ἑλληνισμὸς δὲν γνώρισε τὴν δυτικοευρωπαϊκὴ νοησιαρχία (ἀρχίζει μὲ τὸν Αὐγουστίνο: Credo ut intelligam - πιστεύω γιὰ νὰ κατανοήσω, καὶ ὁλοκληρώνεται στὸν Καρτέσιο: Cogito ergo sum - σκέπτομαι ἄρα ὑπάρχω = ταύτιση τῆς ὕπαρξης μὲ τὴν σκέψη, διάνοια). Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὸν Ἑλληνισμὸ δὲν αὐτοθεοποιήθηκε ἡ ἀνθρώπινη διάνοια (Ἡ λογική/ raison θὰ θεοποιηθεῖ στὴ Γαλλικὴ ἐπανάσταση). Ὁ Ἕλληνας γνωρίζει τὰ ὅρια τοῦ ἀνθρωπίνου λόγου καὶ γι᾿ αὐτὸ καταδικάζει τὴν ἀνθρώπινη ἀπολυτότητα ὡς «ὕβριν» (Τραγῳδία). Ἔτσι, θὰ προχωρήσει ὁ Ἑλληνισμός, μὲ μιὰ ὑπέροχη αὐθυπέρβαση, στὴν αὐθυπόταξή του στὸν Ἄκτιστο Τριαδικὸ Θεὸ καὶ τὴν διάκριση τῆς «Θείας γνώσης» (τοῦ Ἀκτίστου) - ἀπὸ τὴν γνώση τοῦ κτιστοῦ (ἀνθρώπινη γνώση- σοφία). Ἔτσι διαφοροποιεῖται ριζικὰ ἡ θεία γνώση ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη - κτιστὴ γνώση (ἐπιστήμη) καὶ ἀποσαφηνίζεται ἡ οὐσία τοῦ χριστιανισμοῦ ὡς ζήτησης, κατὰ πρῶτο καὶ κύριο λόγο, τῆς θείας σοφίας - τῆς ἄκτιστης χάρης (θεώσεως) ὡς αἰώνιου προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Ἕλληνας, παρὰ τὶς ἀτομοκρατικές του τάσεις, δὲν χάνει τὸν κοινωνικό του χαρακτῆρα, ὄχι μόνο ὡς θέληση κοινωνίας (ἐπικοινωνίας) μὲ τὸν συνάνθρωπο (πρβλ. τὸ ἑλληνικότατο «συμπόσιο» ἢ τὸ χριστιανικὸ πανηγύρι), ἀλλὰ καὶ ὡς ἀνάγκη ἐμπειρικῆς «μετοχῆς» στὴν πραγματικότητα. Ἔτσι ἀπὸ τὸν σοφὸ Ἡράκλειτο, ποὺ διακήρυττε, ὅτι «ὅταν μοιραζόμαστε τὰ πράγματα μὲ τοὺς ἄλλους, τότε ζοῦμε ἀληθινά», μπόρεσε ὁ Ἕλληνας ὡς χριστιανὸς νὰ βιώσει τὴν ἀνάγκη «κοινωνίας» - κοινῆς μετοχῆς στὰ ἀγαθὰ (ὑπέρβαση τοῦ ἀτομισμοῦ). Ποτὲ ὁ Ἑλληνισμὸς δὲν θὰ ἔφθανε στὴν παραδοχὴ κοινωνικῶν συστημάτων, ποὺ πηγάζουν ἀπὸ τὸ ὑλοκρατικὸ φρόνημα (καπιταλισμός, σοσιαλισμός, μαρξιστικὸς κομμουνισμός), ἂν δὲν εἰσάγονταν στανικὰ στὴ ζωή του. Ἡ νόθα ἀστικοποίηση (καθ. Βασ. Φίλιας) καὶ ἡ «νόθα σοσιαλιστικοποίηση» τῆς ἑλληνικῆς πραγματικότητας βεβαιώνει τὸ ἀμετάβλητό της ἑλληνικῆς συνείδησης στὴν «κοινωνικότητά» της.
Ὁ Ἕλληνας καὶ ὡς ἀρχαῖος καὶ ὡς Χριστιανός, καταφάσκει τὴν ἑτερότητα τοῦ ἀλλοῦ, δὲν ἀπορρίπτει κανένα. Παραλαμβάνει γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ κάθε λαὸ ὅ,τι μπορεῖ νὰ αὐξήσει τὴν δική του πνευματικὴ περιουσία. Τὰ ὁποιαδήποτε ὅμως δάνεια τὰ ἐπιλέγει ἀνάλογα μὲ τὸ δικό του, ἀναζητώντας ὁμοούσια στοιχεῖα τῆς ταυτότητάς του, ποὺ γι᾿ αὐτὸ δὲν τὴν ἀλλοιώνουν. Γι᾿ αὐτὸ πιστεύουμε, ὅτι ὁ Ἕλληνας στὸ βάθος δὲν ἀλλάζει καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν χάνεται. Ὅ,τι προσλάβει ὁ Ἕλληνας ἀπὸ τοὺς ἄλλους, τὸ «μετασκευάζει», τὸ προσαρμόζει στὸ δικό του καὶ τὸ μεταμορφώνει σύμφωνα μὲ τὸ δικό του. Εἶναι γνωστὴ ἡ σχετικὴ διατύπωση τοῦ Πλάτωνος στὴν Ἐπινομίδα του: «ὅ,τιπερ Ἕλληνες βαρβάρων (τῶν μὴ Ἑλλήνων) λάβωσι, κάλλιον τοῦτο εἰς τέλος ἀπεργάζονται». Αὐτὸς εἶναι ὁ δυναμισμὸς τῆς ἑλληνικότητας σ᾿ ὅλους τοὺς αἰῶνες. Ἡ ἀναγνώριση ὅμως τῆς ἀξίας τοῦ ἄλλου εἶναι τὸ θεμέλιό της ἀκόλουθης ἑλληνοχριστιανικῆς ἀρετῆς.
Ποτὲ ὁ Ἑλληνισμός, ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχαῖες ἀποικίες του, δὲν κλείσθηκε σὲ κάποιο γκέττο. Οὔτε ἁπλώθηκε στὸν κόσμο μὲ κατακτητικὲς διαθέσεις, ὅπως οἱ «κογκιστατόρες» (κατακτητές) τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀποικιοκρατίας. (Οἱ χῶρες - μπανανίες στενάζουν ἀκόμη κάτω ἀπὸ τὴν τυραννία κάποιων εὐρωπαϊκῶν χωρῶν). Ὁ Ἑλληνισμὸς δὲν ὑποδουλώνει, ἀλλὰ ἐλευθερώνει καὶ συνδοξάζεται μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους.
Ἡ ἑλληνικὴ οἰκουμενικότητα, μὲ βάση τὸν πολιτισμὸ (Μ. Ἀλέξανδρος), μεταμορφώνεται σὲ Χριστιανικὴ Οἰκουμενικότητα μὲ τὴν μεταλλαγὴ τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας σὲ χριστιανικὴ (Μ. Κωνσταντῖνος). Μ. Ἀλέξανδρος καὶ Μ. Κωνσταντῖνος εἶναι οἱ δυὸ ὄντως μεγάλοι ἡγέτες τῆς Ἑλληνικότητας στοὺς αἰῶνες. Καὶ οἱ δυὸ καταφάσκουν τὴν ἑτερότητα καὶ ἰδιαιτερότητα τῶν ἄλλων λαῶν καὶ τοὺς ἑνοποιοῦν, ὁ πρῶτος με τὸν πολιτισμό, ὁ δεύτερος μέσα στὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ποτὲ ὁ αὐθεντικὸς Ἕλληνας δὲν θὰ φθάσει σὲ φυλετικὲς - ρατσιστικὲς διακρίσεις. Γνωρίζοντας τὸν ἑαυτόν του, ἀναγνωρίζει καὶ τοὺς μὴ Ἕλληνες ἐκ καταγωγῆς, κάνοντας καὶ αὐτοὺς συνέλληνες καὶ πνευματικοὺς ἀδελφούς του. Ἂν ὁ Ἕλληνας Ἰσοκράτης θὰ διακηρύξει, ὅτι κύριο στοιχεῖο τῆς Ἑλληνικότητας εἶναι ἡ «ἑλληνικὴ παίδευσις», ἔτσι καὶ ὁ ἑλληνοποιημένος πολιτιστικὰ Ἀπ. Πέτρος θὰ διακηρύξει, ὅτι «ἐν παντὶ ἔθνει ὁ φοβούμενος τὸν Θεὸν καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτὸς αὐτῷ ἐστίν» (Πράξ. 10,35). Ἡ χάρη τῆς Πεντηκοστῆς, στὴν ὁποία βαπτίσθηκε καὶ ὁ Ἑλληνισμός, ἑνώνει ὅλον τὸν κόσμο («εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσεν»), καταργώντας κάθε διαφορὰ - καρπὸ τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας. Ὁ Ἑλληνισμὸς μέσα στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, συναδελφώνεται καὶ ἀδελφοποιεῖται μὲ κάθε λαὸ («οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ἰουδαῖος», Κολ. 3,11) σὲ μία ποίμνη (Ἰω. 10, 16), μὲ Ποιμένα τὸν Χριστό.
Αὐτὰ εἶναι βασικὰ στοιχεῖα τῆς αὐθεντικῆς Ἑλληνικότητας (ἡ μὴ αὐθεντικὴ εἶναι ὁ γραικυλισμός), ποὺ ὁλοκληρώθηκε μέσα στὴν Χριστιανικότητα ὡς Ὀρθοδοξία. Καὶ αὐτὰ εἶναι τὰ πανανθρώπινα λυτρωτικὰ μηνύματα στὸν σημερινὸ κόσμο ἀπὸ τὴν Χριστιανικὴ - Ὀρθόδοξη Ἑλληνικότητα, εἶναι ἡ προσφορὰ τοῦ Ἑλληνισμοῦ στὴν ἀνθρωπότητα, ποὺ ὁλοκληρώνεται ἐν Χριστῷ ὡς «καινός» (νέος, ἀναγεννημένος) ἄνθρωπος καὶ «καινή» ἀνθρώπινη κοινωνία. Ὡς ἄνθρωπος τῆς Χάρης, ποὺ μπορεῖ νὰ συμπήξει καὶ κοινωνία ἁγιότητας, δηλαδὴ ἀνιδιοτέλειας, ἰσότητας -ἀδελφικότητας - δικαιοσύνης.
Σ᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο ἀποκαλύπτεται ἡ πλάνη δυὸ τάσεων, ποὺ ἐντάθηκαν στὴν ἐποχή μας. Εἶναι πρῶτα ἡ γραικυλικὴ «οἰκουμενικότητα», ποὺ ζητεῖ τὴν ἰσοπέδωση τῶν ἐθνῶν (ἄρνηση τῶν ἰδιαιτεροτήτων τους) γιὰ τὴν δημιουργία τῆς νεοεποχικῆς παγκόσμιας κοινωνίας, ποὺ δὲν θὰ εἶναι παρὰ ἡ κατίσχυση τοῦ Δυτικοῦ συστήματος ζωῆς ὡς νεοαποικιοκρατικῆ πλημμυρίδα, στὰ ὅρια μιᾶς δολοφονικῆς γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα ἰσοπεδωτικῆς ὁμοιομορφίας. Ὁ ὀρθόδοξος Ἑλληνισμὸς ὅμως ἔχει τὸ δικό του νόημα ζωῆς, ὡς ὀρθόδοξη νοηματοδότηση τῆς ζωῆς, ποὺ σῴζει τὴν αὐθεντικὴ σχέση ἀνθρωπίνου προσώπου καὶ κοινωνικῆς ὁμάδας, κάτι ποὺ ὁραματίσθηκε ὁ Πλάτων στὸν «Παρμενίδη» του καὶ γνώρισε ὡς Χριστιανὸς ὁ Ἕλληνας στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία.
Τὸ πρόσωπο πραγματώνεται καὶ ὁλοκληρώνεται (ὡς πρόσωπο) μέσα στὴν ἐκκλησία τῶν Ἁγίων, καὶ ἡ ὁμάδα (Ἐκκλησία) ὑπάρχει ὡς κοινωνία Θεουμένων - Προσώπων, δηλαδὴ προσωπικοτήτων.
Ἄλλη ἀναίρεση τοῦ Ἑλληνισμοῦ σήμερα εἶναι ἡ μανικὴ ἀρχαιολατρία ἢ καλύτερα ἀρχαιοπληξία, ἀναβίωση τῆς προσπάθειας τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ (361). Πρακτικὰ ἐκφράζεται ὡς προσπάθεια ἀποσύνδεσης τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ θεωρεῖται ἐσφαλμένα ὡς «ἑβραϊκὴ αἵρεση», ἐνῷ, ὅπως εἴδαμε, ἤδη ὁ Ἀπ. Παῦλος ἀπελευθέρωσε τὸν Χριστιανισμὸ ἀπὸ κάθε κίνδυνο ἐπιρροῆς τοῦ φαρισαϊκοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, συνδέοντάς τον μὲ τὴν Ἑλληνικότητα. Ἀρχαῖος Ἑλληνισμός, ὅπως τὸν νοοῦν οἱ ἀρχαιολάτρες μας, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ ὑπάρξει, χωρὶς αὐτοκτονία τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ποὺ δοξάσθηκε καὶ δοξάζεται μέσα στὴν Ὀρθοδοξία. Ὁ Ὀρθόδοξος Ἑλληνισμός, ταυτισμένος μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ἔνσαρκη Ἀλήθεια, συνεχίζει νὰ φωτίζει λυτρωτικὰ τὸν κόσμο, νοηματοδώντας τὸν κόσμο καὶ τὴν Ἱστορία μὲ τὸν δικό του τρόπο, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔχοντας τὴν δική του πρόταση ζωῆς καὶ σωτηρίας.