π. Γεώργιος Μεταλληνός - Σκοπὸς ἡ θεραπεία

Περιοδικὸ «Τὰ Νειάτα», Ιούλιος - Αὔγουστος 2001
http://www.aegean.gr/agios-therapontas/magazine/hospitality/periodical/tn/therapy.html

Ο Χριστιανισμός είναι μάθημα, αλλά συγχρόνως και «πάθημα». Προσφέρεται ως ζωή, ως ένταξη σε ένα «καινό» και αποκεκαλυμμένο τρόπο ζωής, τη ζωή που εισήγαγε στην ιστορία ο σαρκωμένος Λόγος του Θεού, Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Ο πιστός καλείται να φθάσει, μέσω μιας ορισμένης πορείας, σε σημείο που να εφαρμόζει στον εαυτό του η ορολογία του Αποστόλου Παύλου: «Ζω Δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20) Ο λόγος αυτός δεν είναι μεταφορικός και συμβολικός για τον Απόστολο, αλλά εκφράζει μια εμπειρική πραγματικότητα. Είναι «η μόρφωσις» του Χριστού μέσα του (πρβλ. «ίνα μορφωθή Χριστός εν ημίν» (Γαλ. 4, 19). Να γίνει ο άνθρωπος Χριστός – Θεάνθρωπος «κατά χάριν». Αυτό είναι η θέωση και ταυτίζεται με τη σωτηρία.

Η πορεία σ’ αυτή τη διαδικασία ισοδυναμεί με θεραπεία. Θεραπεία της ανθρωπίνης υπάρξεως. Πρέπει να καθαριστεί (ελευθερωθεί) η καρδιά από τα πάθη, για να μπορεί να φωτισθεί από το Άγιο Πνεύμα. Διότι μόνο από τον αγιοπνευματικό φωτισμό μπορεί κανείς, με τη χάρη του Θεού, να φθάσει στη θέωση, στην τελείωση δηλαδή της υπάρξεώς του μέσα στην άκτιστη δόξα ή βασιλεία (Φως) της Αγίας Τριάδος. Μέσα στο αγιοτριαδικό Φως είναι προορισμένος να ζει ο άνθρωπος στην αιωνιότητα. Αυτός είναι ο «προορισμός» του ανθρώπου. Γιατί όντας σ’ αυτό το Φως, είναι αληθινά άνθρωπος στην αιωνιότητα. Αυτός είναι ο «προορισμός» του ανθρώπου. Γιατί όντας σ’ αυτό το Φως, είναι αληθινά άνθρωπος και συνάνθρωπος, δηλαδή αδελφός των συνανθρώπων του. Αν δεν ενωθεί, έτσι, ο άνθρωπος με τον Θεό, γεμίζοντας άκτιστη θεία χάρη, δεν μπορεί να αγαπήσει αληθινά (ανιδιοτελώς) τους συνανθρώπους του και να δημιουργήσει μαζί τους αυθεντική και γνήσια κοινωνία.

Εφόσον, λοιπόν, η σωτηρία είναι στην ουσία της θεραπεία, απαιτεί ανάλογη θεραπευτική αγωγή. Και αυτή είναι η άσκηση, ο αγώνας για την τήρηση των εντολών του Θεού, όπως έχουν διατυπωθεί στην Αγία Γραφή και την λοιπή παράδοση της Εκκλησίας. Οι θείες εντολές δεν είναι παρά «συνταγές» στον αγώνα της θεραπείας μας. Δεν είναι όμως αυτές η θεραπεία. Θεραπεία είναι η αποκατάσταση της πνευματικής μας υγείας· η ένταξη της υπάρξεώς μας μέσα στη Θεία Χάρη, το άκτιστο φως του Θεού.

Όπως όμως κάθε θεραπεία, έτσι και η προσφερόμενη από την Εκκλησία, απαιτεί εισαγωγή στο κατάλληλο πλαίσιο ζωής, στο ειδικό κλίμα, που καθιστά τη θεραπεία δυνατή και βέβαιη. Τη θέση του νοσοκομείου της σωματικής θεραπείας, παίρνει εδώ η Εκκλησία – Ενορία, ως «πνευματικόν ιατρείον», πνευματικό νοσοκομείο θεραπείας και αποκαταστάσεως του όλου ανθρώπου. Ο πιστός πρέπει να εισαχθεί σε μια νέα ζωή και κοινωνία, ξένη προς την ζωή του κόσμου, που δεν αγνοεί μόνο τη θεραπεία, αλλά και τη μέθοδο πραγματώσεώς της. Παράλληλα πρέπει ο πιστός να μάθει να ζει σ’ αυτή τη νέα ζωή, εγκαταλείποντας τη ζωή του κόσμου. Όλα αυτά είναι σήμερα δυστυχώς πολύ δύσκολο να τα κατανοήσουμε, διότι οι λεγόμενοι Χριστιανοί συμφυρόμασθε με τον κόσμο και η ζωή μας δεν διαφέρει στην ουσία από τη ζωή των μη Χριστιανών, παρά μόνο σε μερικά στοιχεία «θρησκευτικότητας», που της δίνουμε. Αν θέλουμε όμως να κατανοήσουμε, τι σημαίνει ένταξη στην εν Χριστώ ζωή, μπορούμε να καταφύγουμε σε ένα (ορθόδοξο) Μοναστήρι και τη συγκρότηση της ζωής του. Ο δόκιμος μοναχός είναι – τηρουμένων των αναλογιών – ο κατηχούμενος της αρχαίας Εκκλησίας. Από τον αγώνα του να ενταχθεί στη μοναστική ζωή γίνεται αντιληπτό, τι σήμαινε στους πρώτους αιώνες η ένταξη στην Εκκλησία. Το Μοναστήρι μένει στην Ορθοδοξία από τον τέταρτο αιώνα η συνέχεια της αυθεντικής Ενορίας, γιατί αποτελεί ανεξάρτητη και ανεπηρέαστη από τον κόσμο κοινωνία, μέσα στην οποία βρίσκει εφαρμογή ο λόγος «εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα». Όλη η ζωή έχει ως κέντρο της τον Χριστό και μεταστοιχειώνεται χαρισματικά σε προσευχή, ευχαριστία, δοξολογία.

Η Ενορία, ως πλαίσιο ζωής και ανεξάρτητης από τον κόσμο κοινωνίας, εμφανίζεται ήδη στις Πράξεις των Αποστόλων, μετά την Πεντηκοστή. Εκεί φανερώνεται η κοινωνία του σώματος του Χριστού στον κόσμο ως «είς Κύριος, μία πίστις», μία κοινωνία. Οι Χριστιανοί, στο πρόσωπο των Αποστόλων πρώτα, χάραξαν ένα δρόμο που οφείλουν να ακολουθούν οι πιστοί όλων των αιώνων: Την ολοτελή εγκατάλειψη του κόσμου («απόταξη») και τη «σύνταξή» τους με τον Χριστό, όπως ομολογείται στην ακολουθία του Βαπτίσματος. Η Εκκλησία εμφανίσθηκε, έτσι, από την αρχή ως «τρίτον γένος», κοινωνία δηλαδή ξένη και προς τον ιουδαϊκό και προς τον εθνικό (ειδωλολατρικό) κόσμο, αυθύπαρκτο και ανεξάρτητο μέθεγος, ως «καινή κτίσις» – νέα – αναγεννημένη ύπαρξη.

Σ’ αυτή την κοινωνία γίνεται δεκτή όλη η ζωή του ανθρώπου (…«και Πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα…»). Και η πνευματική και η σωματική – υλική. Ο Χριστός προσλαμβάνει, δέχεται, στο σώμα του ολόκληρο τον άνθρωπο, ως ψυχοσωματική ενότητα και ολότητα. Δεν τον κομματιάζει, δεν τον τεμαχίζει. Όπως θα το διατυπώσει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Όλον όλος ανέλαβέ με και όλος όλω ηνώθη, ίνα όλω την σωτηρίαν χαρίσηται». Γι’ αυτό και η διακονία της Εκκλησίας, προσφερομένη σ’ ολόκληρο τον άνθρωπο, είναι διακονία «πνευματική», αλλά και «σωματική – υλική». Ολόκληρος ο άνθρωπος είναι ανάγκη να σωθεί, αν ελευθερωθεί από την αμαρτία, την αρρώστια της φύσεώς του και να θεωθεί. Και αυτό γίνεται με την «ενχρίστωση» της πνευματικής και κοινωνικής ζωής του, την ένταξη ολοκλήρου του ανθρώπου μέσα στη χάρη του Θεού.