Ἀπομαγνητοφωνημένο κείμενο τῆς συνεντεύξεως ποὺ μεταδόθηκε ἀπὸ τὸ Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὴν Κυριακὴ (Β´ Νηστειῶν) 14 Μαρτίου 1993, στὸ πλαίσιο τῆς ἐκπομπῆς «Ραδιοπαράγκα» τοῦ π. Κωνσταντίνου Στρατηγοπούλου
π. Κωνσταντῖνος: Σὲ πρόσφατο προσκύνημά μας στὸ Ἅγιον Ὄρος εἴχαμε τὴν εὐλογία νὰ συναντήσουμε τὸν σεπτὸ καθηγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, τὸν π. Γεώργιο, καὶ νὰ μᾶς ὁμιλήση γιὰ τοὺς χαριτωμένους ἀνθρώπους ποὺ γνώρισε στὴν ζωή του. Τὸν παρακαλοῦμε καὶ τώρα, νὰ ἀπευθυνθῆ πρὸς τοὺς ἀκροατὰς τῆς ἐκπομπῆς μας καὶ νὰ μᾶς ὁμιλήση γιὰ τοὺς χαριτωμένους ἀνθρώπους.
π. Γεώργιος: Ὁ π. Κωνσταντῖνος μὲ παρεκάλεσε νὰ ὀμιλήσω γιὰ τοὺς χαριτωμένους ἀνθρώπους ποὺ ὑπάρχουν στὸ Ἅγιον Ὄρος. Κατ᾿ ἀρχὴν θὰ ἤθελα νὰ πῶ ὅτι χαριτωμένοι εἶναι ὅλοι οἱ Χριστιανοί, γιατὶ ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ἔχουν τὴν Χάρι τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Χαριτωμένοι εἶναι καὶ οἱ μοναχοί, γιατὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Χάρι τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος ἔχουν καὶ τὴν Χάρι τοῦ ἀγγελικοῦ Σχήματος. Βέβαια τὸ ζήτημα εἶναι ὅτι λόγῳ τῶν παθῶν μας κρύβουμε αὐτὴν τὴν Χάρι, ὅπως κρύβεται ἡ φωτιὰ κάτω ἀπὸ τὴν στάχτη καὶ δὲν φαίνεται. Ὅταν ὅμως σιγὰ-σιγὰ μὲ τὴν μετάνοιά μας, τὴν ἄσκησί μας, τὸν ἀγώνα μας τὸν πνευματικὸ καὶ τὴν προσευχή μας παραμερίσουμε τὰ πάθη, τότε σιγὰ-σιγὰ ὑποχωρεῖ ἡ στάχτη τῶν παθῶν καὶ ἡ φωτιὰ τῆς θείας Χάριτος -ποὺ καίει μέσα μας- φανερώνεται. Καὶ φανερώνεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται ἔτσι. Τότε οἱ ἄνθρωποι εἶναι χαριτωμένοι καὶ φαίνονται χαριτωμένοι.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ πάντοτε εἶχε χαριτωμένους ἀνθρώπους. Αὐτοὶ οἱ χαριτωμένοι ἄνθρωποι ἦταν πάντοτε τὸ ἅλας τῆς γῆς. Αὐτοὶ ἐχαρίτωναν τὸν κόσμο καὶ ἔδιναν νόημα καὶ χαρὰ καὶ στὸν κόσμο καὶ στὴν ἐποχὴ ποὺ ζοῦσαν. Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν κοίμησί τους, μὲ τὴν Χάρι ποὺ ἔχουν, ἐξακολουθοῦν νὰ παρηγοροῦν καὶ νὰ βοηθοῦν τοὺς ἀνθρώπους.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ποὺ σήμερα ἑορτάζουμε, λέγει, ὅτι ἡ θεία Χάρις σκηνώνει πρῶτα στὶς ψυχὲς τῶν Ἁγίων καὶ ἀπὸ τὶς ψυχὲς μεταδίδεται καὶ στὰ σώματά τους· καὶ ὅταν κοιμηθοῦν, μένει στὰ λείψανά τους καὶ στοὺς τάφους τους καὶ στὶς εἰκόνες τους καὶ στοὺς ναοὺς ποὺ εἶναι ἀφιερωμένοι σ᾿ αὐτούς. Εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐνοικεῖ στὰ πρόσωπα τῶν Ἁγίων καὶ ἐν συνεχείᾳ μένει καὶ σὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ συνδέονται μὲ τοὺς Ἁγίους.
Γι᾿ αὐτὸ ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι προσκυνοῦμε τὰ ἅγια λείψανα, τὶς ἅγιες εἰκόνες, τοὺς ἱεροὺς ναούς. Διότι ὅλα αὐτὰ εἶναι φορεῖς τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶχαν ἡ Παναγία καὶ οἱ Ἅγιοι.
Τώρα ἔρχομαι στὸ συγκεκριμένο ἐρώτημα τοῦ π. Κωνσταντίνου γιὰ τοὺς χαριτωμένους ἀνθρώπους στὸ Ἅγιον Ὄρος. Θὰ ἤθελα νὰ πῶ ὅτι αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ δική μου ἐμπειρία, εἶναι καὶ ἐμπειρία πολλῶν προσκυνητῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Συναντᾶμε στὸ Ἅγιον Ὄρος χαριτωμένους ἀδελφούς μας· καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ ἀναπαύει καὶ τοὺς προσκυνητὰς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Βέβαια ὅταν λέμε χαριτωμένους ἀδελφούς, δὲν ἐννοοῦμε ἀνθρώπους ποὺ κάνουν θαύματα καὶ σημεῖα, ἀλλὰ ἐννοοῦμε ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν εἰρήνη στὴν ψυχή τους, ἔχουν ἀγάπη καὶ ταπείνωσι.
Στὸ διάστημα τῆς παραμονῆς μου στὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ γνωρίσω χαριτωμένους ἀνθρώπους καὶ νὰ ὠφεληθῶ ἀπ᾿ αὐτούς. Πρέπει νὰ πῶ ὅτι οἱ μοναχοὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καὶ μάλιστα αὐτοὶ ποὺ ἔχουν κάνει πολυετῆ ἄσκησι, ἔχουν κάποια κοινὰ χαρακτηριστικά, τὰ ὁποῖα -τουλάχιστον σὲ μένα- ἔχουν κάνει μεγάλη ἐντύπωσι.
Τὸ πρῶτο χαρακτηριστικὸ εἶναι ὅτι δὲν ἔχουν καμμία ἐκτίμησι στὸν ἑαυτό τους, δὲν ἔχουν καμμία ἐμπιστοσύνη καὶ ὑπόληψι στὸν ἑαυτό τους ὅτι ἔχουν ἀρετή. Ἔχουν πολλὴ ἄσκησι, πολὺν ἀγώνα, ἀλλὰ πιστεύουν ὅτι δὲν ἔχουν κάνει τίποτε, περιμένουν μόνον ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ νὰ σωθοῦν.
Ἕνας τέτοιος μοναχὸς ἀπέθνησκε σὲ μία σκήτη τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀπὸ ἀνίατο ἀσθένεια. Ἦταν ἀρκετὰ νέος. Ἤξερε ὅτι ἔπασχε ἀπὸ ἀνίατο ἀσθένεια καὶ ἤξερε ὅτι πεθαίνει. Ἦταν ἀπὸ τοὺς καλοὺς καὶ ἀγωνιστὰς μοναχούς. Λίγο πρὶν κοιμηθῆ, τὸν ρώτησε ἕνας νεώτερος ἀδελφός: «Πάτερ, τώρα ἐσὺ φεύγεις. Θὰ ἤθελα νὰ μοῦ πῆς κάτι ἀπὸ τὴν πείρα σου, νὰ μὲ ὠφελήσης καὶ μένα». Καὶ ὁ ἀποθνήσκων ἐκεῖνος μοναχὸς τοῦ εἶπε τὸ ἕξης: «Ξέρεις, ἀδελφέ, ὅτι ἐγὼ ἀγωνίσθηκα στὴν ζωή μου καὶ μὲ νηστεῖες καὶ μὲ προσευχὲς καὶ μὲ ἀγρυπνίες καὶ μὲ ὑπακοή, καὶ μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ὅσο μπόρεσα, προσπάθησα νὰ τηρήσω τὶς ὑποσχέσεις τοῦ μοναχικοῦ σχήματος. Πλὴν ὅμως τώρα δὲν ἐλπίζω σ᾿ αὐτά. Ἐλπίζω μόνον στὸ Αἷμα τοῦ Ἐσταυρωμένου (δηλαδὴ στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ)».
Αὐτό, λοιπόν, εἶναι τὸ πρῶτο χαρακτηριστικὸ γνώρισμα ὅλων τῶν χαριτωμένων μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅτι δηλαδὴ δὲν ἐλπίζουν στὸν ἑαυτό τους, στὴν ἄσκησί τους, στὸν ἀγώνα τους, ἀλλὰ στὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἐγνώρισα πατέρες οἱ ὁποῖοι εἶχαν 60-70 χρόνια στὸ Ἅγιον Ὄρος, ποὺ ἀγωνίσθηκαν πολύ, καὶ ὅταν τοὺς ρωτοῦσες γιὰ τὴν ζωή τους σοῦ ἔλεγαν: «πέρασε ἡ ζωή μου χωρὶς νὰ κάνω τίποτε, δὲν ἔχω καμμία ἀρετὴ καὶ δὲν ἔχω κάνει κανένα καρπὸ σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα».
Θυμᾶμαι τὸν γέροντα Αὐξέντιο, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη σὲ ἡλικία 90 ἐτῶν, πρὸ δεκαετίας περίπου, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας πάρα πολὺ ἐνάρετος καὶ ἅγιος μοναχός. Κάποτε -ἦταν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα- ἐπρόκειτο νὰ προσέλθουν οἱ πατέρες καὶ οἱ λαϊκοὶ Χριστιανοί, ποὺ ἦταν ἀρκετοὶ -ὡς προσκυνηταί- στὸ μοναστήρι, νὰ κοινωνήσουν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Πρὸ τῆς Θείας Κοινωνίας εἶπα ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη γιὰ τοὺς λαϊκοὺς ἀδελφούς: «Θὰ παρακαλέσω νὰ προσέλθουν ὅσοι ἔχουν ἐξομολογηθῆ καὶ προετοιμασθῆ. Ὅποιος δὲν ἔχει ἑτοιμασθῆ, νὰ ἐξομολογηθῆ πρῶτα καὶ μετὰ νὰ κοινωνήσῃ». Ὁ π. Αὐξέντιος ἐνόμιζε ὅτι τὸ ἔλεγα γιὰ τοὺς μοναχούς. Ἦταν τυφλός. Ἦταν ὁ πρῶτος στὴν σειρὰ ἀπὸ τοὺς πατέρες, ὁ ἀρχαιότερος -εἶχε ἔλθει στὸ μοναστήρι τὸ 1917. Περίμενε τὴν σειρά του νὰ κοινωνήση. Νόμισε λοιπὸν ὅτι ζητοῦσα καὶ ἀπὸ τοὺς πατέρες νὰ ἐξομολογηθοῦν. Ἐξομολογεῖται, λοιπόν, δημοσίᾳ. Καὶ ποιὰ ἦταν ἡ ἐξομολόγησίς του; «Πλέω σ᾿ ἕνα πέλαγος ματαιότητος. Δὲν ἔχω κάνει τίποτε στὴν ζωή μου. Δὲν ξέρω ποῦ βρίσκομαι, οὔτε ποῦ πηγαίνω». Καὶ ζητοῦσε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ ταπείνωσις ἐχαρακτήριζε πάντοτε τὸν π. Αὐξέντιο. Γι᾿ αὐτὸ ὁσάκις τοῦ ζητούσαμε κάποια συμβουλή, ἀπέφευγε νὰ μᾶς πῆ, μόνον ἔλεγε: «Τὴν εὐχή. Τὴν εὐχή. Τὸ "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ" νὰ λέτε». Καί: «Νὰ διαβάζετε τὸν Εὐεργετινό». Ἔκρυβε τὴν ἀρετή του καὶ τὴν πολλὴ πνευματικὴ γνῶσι καὶ σοφία τὴν ὁποία εἶχε. Ἔζησε ὅλη του τὴν ζωὴ πραγματικὰ κρυμμένος ἀπὸ τὰ μάτια τῶν πατέρων, οἱ ὁποῖοι, ἂν καὶ ζοῦσαν στὰ διπλανὰ κελλιά, δὲν ὑποψιάζοντο τὴν πολλὴ ἄσκησι καὶ τὸν πολὺ ἀγώνα τοῦ π. Αὐξεντίου. Ἔχουμε πληροφορία ἀξιόπιστη ὅτι ὁ π. Αὐξέντιος ἠξιώνετο καθημερινῶς νὰ βλέπη τὸ ἄκτιστον Φῶς. Αὐτὸ βέβαια εἶναι κάτι συγκλονιστικό, συνέβαινε ὅμως, καὶ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι συνέβαινε, διότι ὁ π. Αὐξέντιος εἶχε τὶς προϋποθέσεις γιὰ νὰ μπορέση νὰ φθάση στὴν θεοπτία.
Λοιπὸν αὐτὸ εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο ἐμένα προσωπικά με συγκλονίζει: Ἡ ταπείνωσις τῶν πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους γιὰ τίποτε, ὡς τὸ «οὐδέν», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Ἔχουμε στὸ μοναστήρι μας καὶ ἕναν ἄλλο μοναχό, 97 ἐτῶν. Αὐτὸς ἦλθε στὸ μοναστήρι τὸ 1924. Ἦταν ὑποτακτικὸς τοῦ ἀειμνήστου, προορατικοῦ καὶ ἁγίου Καθηγουμένου, π. Ἀθανασίου Γρηγοριάτη. Ἔχει πολλὴ ἀρετὴ καὶ αὐτὸς ὁ γέροντας, δὲν θὰ πῶ τὸ ὄνομά του γιατὶ ζῆ. (Πρόκειται γιὰ τὸν π. Ἡσύχιο. Ὅταν ἐδόθη ἡ παροῦσα συνέντευξις, ἦτο ἀκόμη ἐν ζωῇ). Θυμᾶμαι, ὅταν κάποτε τοῦ εἶπα ὅτι ἔχει ἀγωνισθῆ πολύ, αὐτός μου ἀπήντησε: «Δὲν ἔχω κάνει τίποτε. Ὅλη μου τὴν ζωὴ τὴν πέρασα μὲ ἀργολογία». Δὲν θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ἄξιο οὔτε ἕνα καφὲ νὰ τοῦ κάνουμε. Ἂν κάνουμε γιὰ κανέναν ἄλλο καφέ, ἂς κάνουμε καὶ γι᾿ αὐτόν, ἀλλὰ μόνον γιὰ τὸν ἑαυτό του ὄχι. Δὲν ἐζήτησε ποτὲ τίποτε. Τόσα χρόνια ποὺ εἶμαι στὸ μοναστήρι δὲν ἐζήτησε ποτὲ οὔτε ἕνα ράσο, οὔτε ἕνα ζωστικό, οὔτε τίποτε ἄλλο. Φοράει ὅλα τὰ παλιὰ καὶ εἶναι εὐχαριστημένος. Τὸ μόνο ποὺ λυπᾶται εἶναι ὅτι τώρα δὲν μπορεῖ νὰ κάνη διακόνημα καὶ ὅτι, καθὼς λέγει, «τρώγει τζάμπα τὸ ψωμί». Ὁ γέροντας αὐτός, μὲ αὐτὴν τὴν βαθειὰ ταπείνωσι, ἔχει πολλὴ χάρι καὶ πολλὴ εἰρήνη στὴν ψυχή του. Ὅταν ἔρχωνται λαϊκοὶ Χριστιανοὶ νὰ τὸν δοῦν -φαίνεται ὅτι ὁ Θεὸς τὸν πληροφορεῖ- χωρὶς νὰ τοῦ ποῦν αὐτοὶ καὶ νὰ τὸν ἐρωτήσουν συγκεκριμένα πράγματα, τοὺς λέγει αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἔχει ὁ καθένας πνευματικὴ ἀνάγκη νὰ ἀκούσῃ.
Ἕνας ἄλλος μοναχὸς ποὺ ἔζησε στὸ μοναστήρι μας καὶ ἐκοιμήθη πρὸ ὀλίγων ἐτῶν, ὁ π. Ἐφραίμ, καὶ αὐτὸς εἶχε αὐτὴν τὴν βαθειὰ ταπείνωσι. Κάποτε ἦταν ἄρρωστος στὸ νοσοκομεῖο «Θεαγένειο» στὴν Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖ τὸν ἐπισκέφθηκα νὰ τὸν δῶ. Ὅταν τὸν ἐπλησίασα στὸ κρεβάτι, σήκωσε τὰ χεράκια του καὶ μοῦ εἶπε: «Ἔλα, γέροντα, θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ». Ἄρχισε τὴν ἐξομολόγησι δημοσίᾳ. Ἄκουγαν ὅλοι οἱ ἀσθενεῖς, ἀλλὰ ὁ γέροντας τὸ ἔκανε μὲ πολλὴ ἁπλότητα, δὲν σκεφτόταν ὅτι τὸν ἀκοῦνε καὶ οἱ ἄλλοι. «Θέλω νὰ μὲ συγχωρήσῃς, γέροντα, διότι σὲ ἔχω πικράνει», ἔλεγε. Τοῦ ἀπαντῶ: «Δὲν μὲ πίκρανες, ἐγὼ μᾶλλον σὲ ἔχω πικράνει, γιατὶ μπορεῖ νὰ ἤμουν λίγο αὐστηρός». Καὶ ἀπήντησε: «Ἐσὺ τὸ ἔκανες γιὰ τὴν σωτηρία μου, ἐνῶ ἐγὼ σὲ στενοχωροῦσα λόγῳ τῶν παθῶν μου. Καὶ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ τὸ κάνης». Τότε ἐγὼ γύρισα καὶ εἶπα στοὺς λαϊκοὺς ποὺ ἄκουγαν: «Βλέπετε ὁ π. Ἐφραὶμ πόση ταπείνωσι ἔχει καὶ πῶς μιλᾶ;». Τότε ὁ π. Ἐφραὶμ γύρισε καὶ εἶπε στοὺς λαϊκούς: «Ἀδελφοί μου, σᾶς ἐξομολογοῦμαι, δὲν ἔχω καμμία ἀρετή. Τόσα χρόνια ποὺ εἶμαι στὸ Ἅγιον Ὄρος δὲν ἔκανα τίποτε. Σὰς παρακαλῶ νὰ προσευχηθῆτε γιὰ τὴν σωτηρία μου». Καὶ τότε ὅλοι οἱ λαϊκοὶ συγκινημένοι ἄρχισαν νὰ κλαῖνε, βλέποντας τὴν ταπείνωσι ἑνὸς μοναχοῦ ποὺ τὸν εἶχαν κοντά τους καὶ ἔβλεπαν πόση ἀρετὴ εἶχε καὶ πόση ὑπομονὴ ἔκανε. Ἕνας νέος ἀπὸ τὸ προσωπικὸ τοῦ νοσοκομείου, ποὺ ἔτυχε νὰ εἶναι ἐκεῖ, ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ εἶπε: «Δόξα τῷ Θεῷ ποὺ ὑπάρχει τὸ Ἅγιον Ὄρος».
Αὐτό, λοιπόν, εἶναι ἕνα στοιχεῖο, τὸ ὁποῖο καταθέτω ἀπὸ τὴν προσωπική μου ἐμπειρία στὸ Ἅγιο Ὄρος, αὐτὴ ἡ βαθειὰ ταπείνωσις ὅλων τῶν πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὸν ἑαυτό τους γιὰ τίποτε. Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι ἐπίπλαστο, δὲν εἶναι μία ταπεινοφάνεια. Εἶναι μία πραγματικὴ πεποίθησις ποὺ ἔχουν γιὰ τὸν ἑαυτό τους, εἶναι μία ὄντως ταπείνωσις, ὅτι πράγματι δὲν ἔχουν ἀρετὴ καὶ δὲν ἔχουν κάνει κανένα πνευματικὸ καρπὸ στὴν μοναχική τους ζωή. Καὶ παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ἔχουν εἰρήνη στὴν ψυχή τους καὶ δὲν φοβοῦνται καὶ τὸν θάνατο, γιατὶ τοὺς πληροφορεῖ ἡ συνείδησίς τους -παρὰ τὴν αἴσθησι ποὺ ἔχουν τῆς πνευματικῆς τους πτωχείας- ὅτι ἔχουν τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι ἔχουν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Κάτι ἄλλο ποὺ μοῦ ἔχει κάνει ἐντύπωσι στὸ Ἅγιο Ὄρος -καὶ ἴσως ἔχει κάνει καὶ σὲ σᾶς ποὺ μὲ ἀκοῦτε καὶ ἔχετε ἔλθει στὸ Ἅγιο Ὄρος- εἶναι ὅτι οἱ πατέρες δὲν εἶναι ὁμοιόμορφοι, δὲν εἶναι τυποποιημένοι· ὁ καθένας ἔχει τὸν δικό του προσωπικὸ χαρακτήρα, ἔχει τὴν δική του προσωπικότητα. Καὶ ἡ ἀρετή του καὶ ἡ στάσις του καὶ ἡ ὅλη προσπάθειά του ἔχουν τὴν σφραγίδα τῆς δικῆς του προσωπικότητος. Εἶναι αὐθόρμητοι· ποτὲ δὲν θέλουν νὰ παραστήσουν ὅτι ἔχουν ἀρετή· ἀντιθέτως ἔχουν μία ἁπλότητα, ὥστε νὰ δείχνουν καὶ τὰ τυχὸν ἐλαττώματά τους, μέχρι σημείου ποὺ οἱ λαϊκοί, καθὼς βλέπουν τὰ ἐλαττώματα τῶν μοναχῶν, νὰ σκανδαλίζονται. Ἀλλὰ αὐτοὺς δὲν τοὺς πειράζει αὐτό, διότι θέλουν νὰ δείχνουν αὐτὸ ποὺ εἶναι, δὲν θέλουν νὰ δείχνουν αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι. Ὑπάρχει δηλαδὴ μία γνησιότητα καὶ μία αὐθεντικότητα στοὺς πατέρες τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Τελευταῖα πληροφορήθηκα γιὰ κάποιον μοναχό, ὁ ὁποίος κάνει μεγάλες νηστεῖες- εἶναι μεγάλος ἀσκητής· μπορεῖ νὰ κάνη ἀρκετὲς ἡμέρες νὰ βάλῃ κάτι στὸ στόμα του, καὶ ὅμως, ὅταν ἔρχεται στὶς Καρυές, πηγαίνει σὲ κάποιο ἑστιατόριο καὶ πίνει μπύρα. Τὸ κάνει γιὰ νὰ φαίνεται, γιὰ νὰ σχηματίζη ὁ κόσμος τὴν ἐντύπωσι ὅτι εἶναι ἕνας ἀμελὴς καὶ ἀκρατὴς μοναχὸς ποὺ δὲν ἀγωνίζεται. Ἔτσι ρίχνει στάχτη στὰ μάτια τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ κρύψη τὶς πολυήμερες νηστεῖες του καὶ τὸν μεγάλο ἀγώνα ποὺ κάνει.
Βέβαια θὰ ἔχετε ἀκούσει γιὰ τοὺς σαλοὺς διὰ Χριστόν. Ὑπάρχει καὶ στὸ Ἅγιο Ὄρος μία τέτοια σαλότης σὲ μερικοὺς μοναχούς. Γι᾿ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ βιαζόμαστε νὰ βγάζουμε συμπεράσματα γιὰ μοναχοὺς ποὺ τοὺς βλέπουμε νὰ κάνουν πράγματα λίγο παράξενα ἢ ποὺ φαινομενικὰ δίνουν τὴν ἐντύπωσι ὅτι δὲν εἶναι ἐνάρετοι, διότι αὐτὰ μπορεῖ νὰ γίνωνται γιὰ νὰ κρύψουν τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν μεγάλη ἄσκησι, τὴν ὁποία ἔχουν αὐτοὶ οἱ μοναχοί.
Βέβαια χαριτωμένοι πατέρες τοῦ Ἁγίου Ὄρους δὲν εἶναι μόνον αὐτοὶ ποὺ ὁ κόσμος γνωρίζει γιὰ τὴν πολλὴ ἀρετή τους, τὴν διάκρισί τους, τὸ προορατικό τους χάρισμα, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι πατέρες ποὺ δὲν εἶναι εὐρύτερα γνωστοί. Καὶ αὐτοὶ εἶναι χαριτωμένοι, καὶ αὐτοὶ ἀγωνίζονται, κλαῖνε, μετανοοῦν συνέχεια γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους, γιὰ τὶς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου. Χαριτώνονται σιγὰ-σιγὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀξιώνει ὁ Θεὸς νὰ κάνουν ἕνα πραγματικὰ χριστιανικὸ θάνατο.
Στὸ διάστημα ποὺ ὁ Θεὸς μὲ ἀξίωσε νὰ εἶμαι στὸ Ἅγιο Ὄρος, εἶδα τὴν κοίμησι 15 πατέρων. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι ὅτι ὅλοι αὐτοὶ οἱ πατέρες εἶχαν ἕναν πάρα πολὺ καλὸ θάνατο, παρ᾿ ὅτι ὡς ἄνθρωποι μπορεῖ νὰ εἶχαν καὶ κάποιες ἀδυναμίες. Τοὺς ἀξίωσε ὁ Θεὸς μὲ πολλὴ εἰρήνη νὰ φύγουν ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, μὲ ἐξομολόγησι καὶ μὲ μετάνοια. Μερικοὶ μάλιστα ἀπὸ αὐτοὺς προεγνώρισαν καὶ τὸν θάνατό τους.
Αὐτὸ παρηγορεῖ καὶ ἐμᾶς τοὺς νεωτέρους, ὅτι ὁ Θεὸς πράγματι σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίζονται δίνει τὴν Χάρι του καὶ τοὺς ἀξιώνει τελικὰ νὰ φύγουν ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο εἰρηνικά, ἐν Χάριτι, καὶ ἔτσι νὰ μεταβοῦν στὸν κόσμο τῆς αἰωνιότητος, ἐκεῖ ὅπου μᾶς περιμένει ὁ Χριστός, ἡ Παναγία καὶ οἱ Ἅγιοι.
Οἱ χαριτωμένοι πατέρες τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀφήνουν καὶ τὰ σώματά τους στὰ κοιμητήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Τὰ ὀστά τους μάλιστα πολλὲς φορὲς εὐωδιάζουν. Συνέβη καὶ στὸ μοναστήρι μας, σὲ κάποια ἀνακαίνισι τοῦ ὀστεοφυλακίου τῆς Μονῆς, τὴν ὁποία ἐκάναμε. Τὸ ὀστεοφυλάκιο εἶναι κάτω ἀπὸ τὸν κοιμητηριακὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Πάντων, στὸν ὁποῖο λειτουργοῦμε κάθε Σάββατο. Κάθε Παρασκευὴ βράδυ γίνεται παννυχίς, κατὰ τὴν ὁποία μνημονεύονται τὰ ὀνόματα ὅλων τῶν κεκοιμημένων πατέρων. Κάτω ἀπὸ τὸ παρεκκλήσι ἀναπαύονται τὰ ὀστὰ τῶν πατέρων. Ὅταν ἀνεκαινίζετο τὸ ὀστεοφυλάκιο, τὰ ὀστᾶ μετεφέρθησαν μέσα στὸ παρεκκλήσι. Κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ ὅποιος εἰσήρχετο στὸν χῶρο τοῦ κοιμητηριακοῦ ναοῦ, αἰσθανόταν πολὺ ἔντονα μία εὐωδία νὰ τὸν περιλούη.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ μετάδοσις τῆς συνεντεύξεως διεκόπη -προφανῶς λίγο πρὶν τὸ τέλος της- αἰφνιδίως. Ὁ π. Κωνσταντῖνος ἐπιλόγησε ὡς ἑξῆς:
π. Κωνσταντῖνος: Αὐτὰ μᾶς εἶπε ὁ γέροντας π. Γεώργιος, καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, καὶ χαρακτήρισε πραγματικὰ τὸν χαριτωμένο ἄνθρωπο μέσα ἀπὸ τὶς ἁπλὲς ἀλλὰ μοναδικὲς ἐμπειρίες τῶν χαριτωμένων ἀνθρώπων ποὺ γνώρισε ὁ ἴδιος. Πόση διαφορὰ πραγματικὰ ὑπάρχει ἀπὸ τὴν δημοσκόπησι ποὺ ἀκούσαμε στὴν ἀρχή, ἀπὸ τὸ πῶς οἱ ἄνθρωποι γύρω μας φαντάζονται τὸν χαριτωμένο ἄνθρωπο· τὸν θεωροῦν ἀνύπαρκτο. Νὰ εὐχαριστήσουμε καὶ πάλι τὸν π. Γεώργιο γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ εἶχε νὰ μᾶς μιλήση γι᾿ αὐτοὺς τοὺς χαριτωμένους ἀνθρώπους.
(Πηγή: «Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος» Περιοδικὴ ἔκδοση ὑπὸ τῶν πατέρων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους)