Τὸ κείμενο τῆς Ραβέννας καὶ τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα

τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου π. Γεωργίου, Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους

Ἅγιον Ὄρος, 30 Δεκεμβρίου 2007


Στὴν Ι´ Συνέλευσί της στὴν Ραβέννα (Ὀκτώβριος 2007) ἡ Διεθνὴς Μικτὴ Θεολογικὴ Ἐπιτροπὴ γιὰ τὸν Διάλογο Ὀρθοδόξων καὶ Ῥωμαιοκαθολικῶν ὑποστηρίζει ὅτι ἔθεσε «σταθερὸν ἔρεισμα διὰ μελλοντικὴν συζήτησιν τοῦ ἐρωτήματος τοῦ πρωτείου ἐπὶ τοῦ παγκοσμίου ἐπιπέδου ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ» (Κείμενο τῆς Ραβέννας παράγρ. 461. Τὸ «σταθερὸν ἔρεισμα», ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὶς 46 παραγράφους τοῦ ἀνωτέρω κειμένου, εἶναι ἡ παραδοχὴ ὅτι κατὰ τὴν πρώτη χιλιετία, πρὶν ἀπὸ τὸ ὁριστικὸ σχίσμα τοῦ 1054, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ῥώμης ἀνεγνωρίζετο πρῶτος μεταξὺ τῶν πέντε πατριαρχῶν στὸ πλαίσιο τῆς καλῶς λειτουργούσης τότε συνοδικότητος. Προαγγέλλεται ἡ περαιτέρω συζήτησις περὶ τοῦ Πρωτείου ὡς ἑξῆς: «Τὸ ἐρώτημα περὶ τοῦ ρόλου τοῦ ἐπισκόπου Ῥώμης ἐν τῇ κοινωνίᾳ πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν παραμένει πρὸς μελέτην εἰς μεγαλύτερον βάθος. Ποία εἶναι ἡ συγκεκριμένη λειτουργία τοῦ ἐπισκόπου «τῆς πρώτης καθέδρας» ἐν μιᾷ ἐκκλησιολογίᾳ κοινωνίας καὶ ὑπὸ τὸ πρίσμα ὅσων περὶ συνοδικότητος καὶ αὐθεντίας ἔχομεν ἀναφέρει ἐν τῷ παρόντι ἐγγράφῳ; Πῶς θὰ ἦτο δέον νὰ νοῆται καὶ νὰ βιοῦται ἡ διδασκαλία τῆς πρώτης καὶ τῆς δευτέρας βατικανῆς συνόδου ἐπὶ τοῦ παγκοσμίου πρωτείου ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ἐκκλησιακῆς πρακτικῆς κατὰ τὴν πρώτην χιλιετίαν; Ταῦτα εἶναι κρίσιμα ἐρωτήματα διὰ τὸν ἡμέτερον διάλογον καὶ διὰ τὰς ἡμετέρας ἐλπίδας περὶ ἀποκαταστάσεως τῆς πλήρους μεταξὺ ἡμῶν κοινωνίας» (παράγρ. 45).

Ἡ σοβαρότης τοῦ θέματος εἶναι προφανής. Ποῦ προβλέπεται νὰ καταλήξῃ ὁ διάλογος; Ἡ ἐκτίμησις τοῦ διεθνοῦς Τύπου (Le Figaro 15/11/2007, The Times 16/11/2007), κυρίως ὅμως τοῦ ἰταλικοῦ, εἶναι ὅτι τὰ πράγματα ὁδηγοῦνται πρὸς ἕνωσι τῶν Ἐκκλησιῶν μὲ ἀναγνώρισι τοῦ παπικοῦ Πρωτείου ἐπὶ θυσίᾳ ἐνδεχομένως κάποιων προνομίων τοῦ Πάπα. Ἡ Δύσις μὲ συγκρατημένη αἰσιοδοξία περιμένει τὴν ἕνωσι Ῥωμαιοκαθολικῶν καὶ Ὀρθοδόξων ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἀρξαμένης συμφωνίας. Στὴν καθ᾿ ἡμᾶς Ὀρθόδοξο Ἀνατολὴ ὑπάρχει ἐπιφυλακτικότης καὶ ἀγωνία. Διερωτᾶται ὁ πιστὸς λαός: Θὰ διαφυλαχθῆ ἄραγε ἀνόθευτος ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις;

Σὲ πρόσφατο ἄρθρο μας εἴχαμε ἐπισημάνει ὅτι ὁ Διάλογος Ὀρθοδόξων καὶ Ῥωμαιοκαθολικῶν, ὅπως μέχρι τώρα ἐξελίσσεται, δείχνει νὰ ὁδηγῇ σὲ οὐνιτικοῦ τύπου ἕνωσι καὶ μάλιστα βάσει σχεδίου ποὺ ἔχει ἐκπονήσει τὸ Βατικανό. Εἴχαμε ἐκφράσει τὴν ἐλπίδα ὅτι «οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν θὰ ὑποκύψουν στὶς προαιώνιες παπικὲς ἀξιώσεις, δὲν θὰ ἀμνηστεύσουν τὴν Οὐνία, δὲν θὰ ἀναγνωρίσουν στὸν Πάπα κάποια μορφὴ πρωτείου ἐξουσίας καὶ παγκοσμίου δικαιοδοσίας, οὔτε θὰ δεχθοῦν νὰ συνεργασθοῦν στοὺς Βατικάνειους σχεδιασμοὺς γιὰ ἕνωσι ποὺ ἄμεσα ἢ ἔμμεσα θὰ παραθεωρῆ τὴν ἀκαινοτόμητο Ὀρθόδοξο Πίστι»2.

Ποῦ ὅμως ὁδηγεῖ τὸ «Κείμενο τῆς Ραβέννας»;

Ὑπάρχουν σοβαροὶ λόγοι νὰ πιστεύουμε ὅτι τὸ «Κείμενο τῆς Ραβέννας» ἐπιβεβαιώνει τοὺς φόβους, ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ὑποχωροῦμε στὶς παπικὲς ἀξιώσεις. Οἱ λόγοι εἶναι οἱ ἑξῆς:

α) Τὸ κείμενο ὁμιλεῖ γιὰ «ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία». Δὲν πρόκειται γιὰ τεχνικὸ ὅρο, τοῦ ὁποίου ἡ χρησιμοποίησις θὰ διευκόλυνε τὸν διάλογο. Ἀντιθέτως, τοῦ ἔχει δοθῆ πλῆρες θεολογικὸ περιεχόμενο, ἔτσι ὥστε ὁ διάλογος νὰ γίνεται μὲ τὴν προϋπόθεσι ὅτι ἡ ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία εἶναι ἀληθινή, ὀρθοδοξοῦσα, Ἐκκλησία.

Ἡ Ὀρθόδοξη ἀντιπροσωπεία στὸ σημεῖο αὐτὸ ἔχει ὑποχωρήσει ἀνεπίτρεπτα. Μὲ τὸ κείμενο τοῦ Balamand (1993) εἶχε ἀναγνωρίσει τὴν ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ὡς Ἐκκλησία μὲ τὴν πλήρη σημασία τοῦ ὅρου: «Καὶ ἀπὸ τὶς δυὸ πλευρὲς ἀναγνωρίζεται ὅτι αὐτὸ ποὺ ὁ Χριστὸς ἐνεπιστεύθη στὴν Ἐκκλησία Του -ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, συμμετοχὴ στὰ ἴδια μυστήρια, πρὸ πάντων στὴ μοναδικὴ Ἱερωσύνη ποὺ τελεῖ τὴ μοναδικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολικὴ διαδοχὴ τῶν ἐπισκόπων- δὲν δύναται νὰ θεωρῆται ὡς ἡ ἰδιοκτησία τῆς μίας μόνον ἀπὸ τὶς Ἐκκλησίες μας»3. Πρόκειται γιὰ οὐσιαστικὴ ὑποχώρησι ἀπὸ τὴν πιὸ θεμελιώδη καὶ ἀφετηριακὴ βάσι τῶν θεολογικῶν διαπραγματεύσεων. Ἐνῶ δηλαδὴ οἱ Ῥωμαιοκαθολικοί, ὅταν ἀναγνωρίζουν ὡρισμένα συστατικὰ στοιχεῖα τῆς Ἐκκλησίας στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία (ἔγκυρα Μυστήρια καὶ ἀποστολικὴ διαδοχή), μένουν πιστοὶ στὴν ἐκκλησιολογία τῆς Β´ Βατικανείου, οἱ Ὀρθόδοξοι παραιτοῦνται ἀπὸ τὴν διαχρονικῶς μαρτυρουμένη ὑπὸ ἐγκρίτων Πατέρων καὶ συνόδων πίστι μας, ὅτι λόγω τῶν αἱρετικῶν της δογμάτων ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἀπεκόπη ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἔχει τὰ στοιχεῖα ποὺ τὴν καθιστοῦν ἀληθῆ Ἐκκλησία Χριστοῦ, καὶ πλέον εἶναι αἱρετικὴ Ἐκκλησία. Διστάζουν νὰ ἐκφράσουν ἀκόμη καὶ τὴν ἱστορικὴ διαπίστωσι, ὅπως τὴν διετύπωσε ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός: «πρὸ χρόνων πολλῶν ἀπεσχίσθη τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ῥώμης, φαμέν, τὸ περιώνυμον ἄθροισμα ἐκ τῆς τῶν ἑτέρων τεσσάρων ἁγιωτάτων Πατριαρχῶν κοινωνίας, ἀποσχοινισθὲν εἰς ἔθη καὶ δόγματα τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ὀρθοδόξων ἀλλότρια... (τὰ δὲ τῶν Ὀρθοδόξων ἀλλότρια πάντως αἱρετικά)»4.

β) Ἀλλὰ καὶ αὐτὴν τήν, κακῶς γενομένη, «ἀλληλοαναγνώρισι» ὑπερκέρασε ἡ Ὁδηγία τοῦ Βατικανοῦ τὸν Ἰούλιο τοῦ 2007 μὲ τὶς γνωστὲς «Ἀπαντήσεις»5, μὲ τὶς ὁποῖες ὁ Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ´ χαρακτηρίζει «ἐλλειμματικὲς» τὶς Ὀρθόδοξες τοπικὲς Ἐκκλησίες, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν κοινωνία μὲ τὸν διάδοχο τοῦ Πέτρου! Σύμφωνα μὲ τὴν Ὁδηγία, ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὑφίσταται μόνο στὴν Ῥωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ἡ Ὁδηγία δόθηκε λίγους μῆνες πρὶν ἀπὸ τὴν Συνέλευσι τῆς Ῥαβέννας, τὸ ὁποῖο κατὰ τὴν ἐκτίμησί μας σημαίνει ὅτι τὸ Βατικανὸ χαράσσει τὴν γραμμὴ ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθήση ὁ διάλογος. Καὶ ἡ γραμμὴ εἶναι ὁ ρωμαιοκεντρικὸς οἰκουμενισμός, ὅπως τὸν προσδιώρισε ἡ Β´ Βατικάνειος Σύνοδος. Τὸ ἐπιβεβαιώνει τὸ ἴδιο τὸ κείμενο τῆς Ὁδηγίας τοῦ Βατικανοῦ6, ἀλλὰ τὸ ἐπισημαίνει καὶ ὁ Σεβ. Ἐπίσκοπος πρώην Ζαχουμίου καὶ Ἐρζεγοβίνης Ἀθανάσιος Γιέβτιτς: «τὸ κείμενο αὐτὸ [οἱ «Ἀπαντήσεις»] φανερώνει τὴν ἐπιμονὴ τοῦ Πάπα Ράτσιγκερ νὰ δείξῃ τὸ πραγματικὸ πρόσωπο τοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ οἰκουμενισμοῦ του, ὁ ὁποῖος στὴν πραγματικότητα δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Πάπας ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ πιστεύει καὶ κάνει»7. Τὸν ἔντονο προβληματισμό της γιὰ τὴν ὡς ἄνω παπικὴ Ὁδηγία ἐκφράζει καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρὸς τὸν Ὀρθόδοξο Συμπρόεδρο τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου, Σεβ. Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ἰωάννη, μὲ τὴν ἐπιστολή της ὑπὸ ἡμερομηνία 8/10/2007.

Ἡ ὑποσημείωσις τῆς παραγρ. 1 τοῦ «Κειμένου τῆς Ραβέννας», καρπὸς πιθανώτατα τῆς διαμαρτυρίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀκολουθεῖ δυστυχῶς τὸ πνεῦμα τῆς παπικῆς Ὁδηγίας. Σὲ αὐτὴν τὴν ὑποσημείωσι οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι, παρότι διαβεβαιώνουν ὅτι ἡ χρησιμοποίησις τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία» δὲν ὑπονομεύει τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, δὲν καταθέτουν ἐν τούτοις τὸ ἐπίσης βασικὸ στοιχεῖο τῆς αὐτοσυνειδησίας της, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν παραδέχεται ὅτι στὴν ῥωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία «ὑφίσταται» ἡ Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Εἶναι χαρακτηριστικό, καὶ ἀποτελεῖ ἔλεγχο τῆς ἀτολμίας τῶν Ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων, τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Ῥωμαιοκαθολικοὶ ἐδήλωσαν στὴν ἴδια συνάφεια ὅτι δὲν ἀναγνωρίζουν παρὰ μόνο στοιχεῖα τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας ἔξω ἀπὸ τὴν ῥωμαιοκαθολικὴ κοινωνία. Εἶναι σαφὲς ὅτι τὸ «Κείμενο τῆς Ῥαβέννας» ὀφείλει νὰ ἀναγνωσθῆ καὶ ἑρμηνευθῆ ὑπὸ τὴν προϋπόθεσι ὅτι ἡ ῥωμαιοκαθολικὴ πλευρὰ μένει πιστὴ καὶ ἀμετακίνητη στὰ παπικὰ δόγματα.

γ) Οἱ ἀναφορὲς τοῦ «Κειμένου τῆς Ραβέννας» στὴν ἀποστολικὴ πίστι, στὰ εἰσαγωγικὰ Μυστήρια, στὴν Ἱερωσύνη, στὴν Εὐχαριστία καὶ στὴν ἀποστολικὴ διαδοχὴ γίνονται μὲ τόση φυσικότητα γιὰ τὴν ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, ὥστε νὰ νομίζη κανεὶς ὅτι ἡ ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ σημεῖα ὀρθοδοξεῖ. Ἀλλὰ διερωτώμεθα μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Μάρκο τὸν Εὐγενικό: «Πόθεν οὖν ἡμῖν ἀνεφάνησαν ἐξαίφνης ὄντες ὀρθόδοξοι, οἱ διὰ τοσούτων χρόνων καὶ ὑπὸ τοσούτων Πατέρων καὶ διδασκάλων κριθέντες αἱρετικοί;»8. Πράγματι, πότε οἱ Ῥωμαιοκαθολικοὶ ἔδωσαν σαφεῖς ἐνδείξεις ὅτι ἀπέβαλαν τὶς γνωστὲς ἐτεροδιδασκαλίες τους; Ἀντιθέτως μάλιστα, ἔχουν δώσει καλῶς τεκμηριωμένες ἀποδείξεις ἐπιμονῆς σὲ αὐτές. Πῶς ἔχουν τὴν ἀποστολικὴ πίστι, ἐφ᾿ ὅσον τὸ Φιλιόκβε, ἡ κτιστὴ Χάρις, τὸ Πρωτεῖο ὡς προνόμιο παγκοσμίου δικαιοδοσίας, τὸ Ἀλάθητο, ἡ ἄσπιλος σύλληψις τῆς Θεοτόκου κ.ἄ. ἀποτελοῦν ἀκόμη βασικὰ καὶ ἀδιαπραγμάτευτα δόγματά τους; Πῶς ἔχουν ἔγκυρα εἰσαγωγικὰ Μυστήρια (Βάπτισμα, Χρίσμα), Ἱερωσύνη καὶ Εὐχαριστία, ἐφ᾿ ὅσον κατὰ τὸν ἅγιο Μάρκο ἔχουν ἀποσχισθῆ ἀπὸ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ; Ἄλλωστε τελεῖ ἐν ἰσχύϊ, ἐπικυρωμένος ἀπὸ τὴν Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ὁ α´ Κανὼν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὅτι «οἱ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες οὐκ ἔτι ἔσχον τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ἑαυτούς· ἐπέλιπε γὰρ ἡ μετάδοσις τῷ διακοπῆναι τὴν ἀκολουθίαν... ἀπορραγέντες, λαϊκοὶ γενόμενοι, οὔτε τοῦ βαπτίζειν, οὔτε τοῦ χειροτονεῖν εἶχον ἐξουσίαν, οὔτε ἠδύναντο Χάριν Πνεύματος Ἁγίου παρέχειν, ἧς αὐτοὶ ἐκπεπτώκασι». Πολλῶ μᾶλλον, ἐφ᾿ ὅσον δὲν πρόκειται ἐδῶ γιὰ ἐξοικονόμησι ἐπιστρεφόντων ἀπὸ τὸν λατινισμὸ στὴν πίστι τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ γιὰ ἐπιβεβαίωσι ἐκ μέρους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῶν λατινικῶν ἐτεροδιδασκαλιῶν. Πῶς ἐπίσης ἔχουν ἀποστολικὴ διαδοχή, ἐφ᾿ ὅσον κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο ἡ ὀρθοδοξία τοῦ φρονήματος βεβαιώνει τὴν ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ ἡ ἑτεροδοξία τὴν καταλύει; «Τὸ μὲν γὰρ ὁμόγνωμον καὶ ὁμόθρονον, τὸ δὲ ἀντίδοξον καὶ ἀντίθρονον· καὶ ἡ μὲν προσηγορίαν, ἡ δὲ ἀλήθειαν ἔχει διαδοχῆς», γράφει ὁ θεῖος Γρηγόριος9.

δ) Στὸ «Κείμενο τῆς Ραβέννας» ἀναπτύσσονται δυὸ σημαντικὲς πτυχὲς τοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ συνοδικότης καὶ ἡ αὐθεντία. Συμφωνήθηκε (παράγρ. 40-41) ὅτι τὸ ἐκκλησιολογικὸ περιεχόμενο τῆς συνοδικότητος καὶ τῆς αὐθεντίας βιώθηκαν ἀπὸ κοινοῦ ὀρθοδόξως κατὰ τὴν πρώτη χιλιετία τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύσι. Ὅμως, ὅσο καὶ ἂν θέλουμε νὰ θεωρήσουμε θετικὴ τὴν συμφωνία αὐτή, δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἐφησυχάσουμε ἡ διευκρίνησις τῆς ἰδίας παραγράφου: «Διαφωνοῦσι, παρὰ ταῦτα [Ὀρθόδοξοι καὶ Ῥωμαιοκαθολικοί], ἐπὶ τῆς ἑρμηνείας τῶν ἱστορικῶν στοιχείων ἐκ τῆς περιόδου ταύτης, θεωροῦσαι τὰς προνομίας τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ὡς πρώτου ζήτημα ἤδη διαφοροτρόπως κατανοηθὲν κατὰ τὴν πρώτην χιλιετίαν» (παράγρ. 41). Μὲ τὴν διευκρίνισι αὐτὴ ἔχουν τεθῆ τὰ θεμέλια γιὰ μία ἀποδεκτὴ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ἐπανερμηνεία τοῦ παπικοῦ Πρωτείου.

Ἀναμφιβόλως κατὰ τὴν πρώτη χιλιετία ἡ συνοδικότης λειτουργοῦσε καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶχε ἀναπτυχθῆ αὐθεντία μὲ τὴν μορφὴ παγκοσμίου πρωτείου ἢ δικαιοδοσίας. Ἡ ἐκτροπὴ ὅμως στὸ παπικὸ Πρωτεῖο δὲν ἔγινε σὲ μία στιγμὴ χρόνου. Λόγω τοῦ παπικοῦ ἡγεμονισμοῦ ἐπὶ τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, στὴν ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἐπὶ αἰῶνες ἐκυοφορεῖτο μία διαδικασία ὑποβαθμίσεως τῆς συνοδικότητος καὶ ἀναδύσεως τοῦ παπικοῦ Πρωτείου. Στὴν διαδικασία αὐτὴ παραπέμπει εὐθέως καὶ σαφῶς ἡ ἀνωτέρω «διαφωνία» τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν Ῥωμαιοκαθολικῶν της Μικτῆς Ἐπιτροπῆς στὴν Ραβέννα. Ἐνόσω ὅμως οἱ Ῥωμαιοκαθολικοὶ δὲν παραιτοῦνται ἀπὸ τὴν παποκεντρικὴ ἑρμηνεία τῶν θεσμῶν τῆς συνοδικότητος καὶ τῆς αὐθεντίας κατὰ τὴν πρώτη χιλιετία τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἡ «συμφωνία» τοῦ «Κειμένου τῆς Ραβέννας» κλίνει ὑπὲρ τῆς ἀναγνωρίσεως ἑνὸς παγκοσμίου πρωτείου στὸν Πάπα. Μόνο ἐὰν οἱ Ῥωμαιοκαθολικοὶ δεχθοῦν νὰ ἑρμηνεύσουν τὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα τῆς πρώτης χιλιετίας ὅπως καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι, θὰ εἶναι βέβαιο ὅτι παραιτοῦνται τῶν παπικῶν νεωτερισμῶν τῆς δευτέρας χιλιετίας. Μόνο ὑπὸ τὴν προϋπόθεσι αὐτὴ ἡ ἀνακοινωθεῖσα συζήτησις, κατὰ τὶς ἑπόμενες συνελεύσεις τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς, περὶ τῆς ἑρμηνείας τῆς συνοδικότητος καὶ τῆς αὐθεντίας κατὰ τὴν δεύτερη χιλιετία, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὶς Α´ καὶ Β´ συνόδους τοῦ Βατικανοῦ, θὰ ἀποδώση Ὀρθόδοξα συμπεράσματα, δηλαδὴ θὰ κλίνη πρὸς κατάργησι τοῦ παπικοῦ Πρωτείου. Ἄλλως ἡ ἀναγνώρισις ἑνὸς παπικοῦ Πρωτείου δικαιοδοσίας (ἔστω καὶ ὑπὸ τὴν μορφὴ ἑνὸς λειτουργήματος διακονίας) ἐφ᾿ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ βεβαία κατάληξις.

Γνωρίζοντες τὴν στρατηγική του Βατικανοῦ θεωροῦμε ὅτι οἱ Ῥωμαιοκαθολικοὶ δὲν ἠμποροῦν νὰ ἀποβάλουν τὸν παποκεντρισμό τους, τὸν ἀρχαῖο καὶ τὸν νεώτερο, διότι τὸν ἔχουν ἐπισφραγίσει μὲ τὶς ἀποφάσεις δεκατριῶν «οἰκουμενικῶν» τους συνόδων. Θυμίζουμε τὶς τελευταῖες διακηρύξεις τοῦ Πάπα Ἰωάννη Παύλου ΙΙ μὲ τὴν Ἐγκύκλιο Ut Unum Sint (1995)10: «Ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία ἔχει τὴν πεποίθηση ὅτι διατήρησε τὴ διακονία τοῦ διαδόχου του Ἀποστόλου Πέτρου, τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης, ποὺ ὁ Θεὸς ἵδρυσε «ὡς παντοτεινὴ καὶ ὁρατὴ ἀρχὴ καὶ θεμέλιο τῆς ἑνότητας»» (παράγρ. 88). Καί, «Εἶμαι πεπεισμένος ὅτι ἔχω στὸ σημεῖο αὐτὸ μιὰ ἰδιαίτερη εὐθύνη... νὰ βρίσκω μία μορφὴ ἄσκησης τοῦ πρωτείου, τὸ ὁποῖο, χωρὶς ν᾿ ἀποποιηθῶ μὲ κανένα τρόπο τὴν οὐσία τῆς ἀποστολῆς του, ν᾿ ἀνοίγεται σὲ μία νέα κατάσταση» (παράγρ. 95). Πρόσφατη ἄλλωστε εἶναι καὶ ἡ διακήρυξις τοῦ παπικοῦ Πρωτείου ἀπὸ τὸν Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ´ στὸ Φανάρι τὸ 2006.

Ἐπιπλέον, καὶ ἂν ἀκόμη συμβῆ σὲ ἕνα εἰλικρινῆ διάλογο νὰ μὴ ἀκολουθηθῇ ἡ γραμμὴ τοῦ Βατικανοῦ, ἡ τακτικὴ εἶναι νὰ ἀνατρέπωνται οἱ συμφωνίες τῶν θεολόγων, ὁσάκις δὲν εἶναι σύμφωνες μὲ τὴν γραμμὴ τῆς κουρίας. Νὰ θυμίσουμε τὴν ὑποχώρησι τῶν Ὀρθοδόξων στὸ θέμα τῆς παρουσίας οὐνιτῶν στὸν διάλογο, ἅμα τὴ ἐνάρξει του, παρὰ τὶς πανορθόδοξες συνοδικὲς διαβεβαιώσεις γιὰ ἀνυποχώρητη στάσι στὸ θέμα αὐτό. Νὰ θυμίσουμε ἀκόμη τὴν ἀνατροπὴ τῆς πορείας τοῦ διαλόγου περὶ τῆς οὐνίας καὶ τὴν ἄτακτη ὑποχώρησί μας μέχρι τῆς ταπεινωτικῆς γραμμῆς τοῦ κειμένου τοῦ Balamand. Νὰ θυμίσουμε τέλος τὴν σκαιὰ παπικὴ παρέμβασι κατὰ τὴν Θ´ Συνέλευσι τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς στὴν Βαλτιμόρη καὶ τὸ ναυάγιο τῶν κατὰ τῆς οὐνίας Ὀρθοδόξων προσδοκιῶν. Καὶ ἂς μὴ λησμονοῦμε τὴν παπικὴ Ὁδηγία τοῦ παρελθόντος Ἰουλίου. Φοβούμεθα, ὅσον ἀφορᾶ τὴν συζήτησι περὶ Πρωτείου στὶς ἑπόμενες συνελεύσεις τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς, ὅτι ἡ γραμμὴ τοῦ Βατικανοῦ θὰ ἐπιβληθῆ μὲ τὴν ἀναγνώρισι στὸν Πάπα τῆς Ρώμης ἑνὸς εἴδους παγκοσμίου πρωτείου, ἴσως ὑπὸ τὴν δελεαστικὴ μορφὴ (ἐν «ὑποχριστιανίζοντι κωδίω», κατὰ Μελέτιον Πηγᾶν), τῆς διακονίας τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, ἀλλὰ πάντως ἀγνώστου καὶ ἀπαραδέκτου στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία. Τὸ φοβούμεθα, διότι ἤδη κάτι ἀρχίζει ἀμυδρὰ νὰ διαφαίνεται μὲ τὴν παράγρ. 41 τοῦ «Κειμένου τῆς Ραβέννας».

ἔ) Εὐχὴ καὶ ἐλπίδα μας πάντως εἶναι νὰ ἀποβάλουν οἱ Ῥωμαιοκαθολικοὶ τὴν παποκεντρικὴ τοὺς ἑρμηνεία ἐπὶ τῶν ἱστορικῶν στοιχείων τῆς πρώτης χιλιετίας, καθὼς καὶ τὸ συνεπακόλουθο πρωτεῖο παγκοσμίου δικαιοδοσίας. Ἴσως ἔτσι, αἰρομένου τοῦ αἰτίου, ποὺ εἶναι ἡ παπικὴ ἡγεμονικὴ διάθεσις, διορθωθοῦν καὶ οἱ δογματικὲς συνέπειες. Ὁ μακαριστὸς π. Ἰουστίνος Πόποβιτς συνδέει ὡς αἴτιο μὲ αἰτιατὸ τὸ παπικὸ πρωτεῖο μὲ τὶς παπικὲς κακοδοξίες: «Τὸ ὀρθόδοξον δόγμα, μᾶλλον δὲ τὸ πᾶν-δόγμα περὶ τῆς Ἐκκλησίας, ἀπερρίφθη καὶ ἀντικατεστάθη διὰ τοῦ λατινικοῦ αἱρετικοῦ πᾶν-δόγματος περὶ τοῦ πρωτείου καὶ τοῦ ἀλαθήτου του πάπα, δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἐξ αὐτῆς δὲ τῆς παναιρέσεως ἐγεννήθησαν καὶ γεννῶνται συνεχῶς ἄλλαι αἱρέσεις: τὸ Filioque, ἡ ἀποβολὴ τῆς Ἐπικλήσεως, τὰ ἄζυμα, ἡ εἰσαγωγὴ τῆς κτιστῆς χάριτος, τὸ καθαρτήριον πῦρ, τὸ θησαυροφυλάκιον τῶν περισσῶν ἔργων...»11.

Μὲ τὴν εὐχὴ καὶ τὴν προοπτικὴ νὰ ἀποβάλουν οἱ Λατίνοι τοῦ 15ου αἰῶνος τοὺς δογματικοὺς νεωτερισμούς τους, ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Ἐφέσου πῆγε στὴ Σύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας, ἀλλὰ προσέκρουσε στὴν παπικὴ ὑπεροψία τοῦ Εὐγενίου Δ´. Μὲ τὴν ἴδια εὐχὴ καὶ προοπτική, νὰ ἀποβάλουν δηλαδὴ οἱ Πάπαι καὶ οἱ θεολόγοι τοὺς τὸν παποκεντρισμό τους, ὁ ἱερὸς Δοσίθεος Ἱεροσολύμων εἶχε συγγράψει τὴν Δωκεκάβιβλο, ἢ Ἱστορία περὶ τῶν ἐν Ἱεροσολύμοις πατριαρχευσάντων,12 ὅπως σημειώνει ὁ διάδοχός του στὸν θρόνο τῶν Ἱεροσολύμων καὶ ἐκδότης της, ὁ ἀοίμιδος Χρύσανθος: «κὰν διὰ τῆς παρούσης βίβλου ὡς διὰ τῶν θεοκηρύκων Ἀποστόλων καὶ τῶν θεοφόρων Ἀνατολικῶν καὶ Δυτικῶν Πατέρων ἐλθόντες εἰς αἴσθησιν, καὶ παρακινούμενοι καὶ οἴκοθεν οἱ τῆς δυτικῆς Ἐκκλησίας Ἄρχοντες, τοῦτο αὐτὸ κατορθώσωσι, καὶ ἑνώσωσι τὰς Ἐκκλησίας, θείῳ ζήλῳ κινούμενοι, καὶ παύσωσι τὰ σχίσματα καὶ τὰ σκάνδαλα τοῦ διαβόλου τὰ ὄργανα»13. Μάλιστα ὁ Χρύσανθος παρατηρεῖ μετ᾿ ἐλπίδος: «Εἰ δὲ καὶ δέξεται διόρθωσιν ἡ δυτικὴ Ἐκκλησία, καὶ ρίψει τοὺς νεωτερισμούς, καὶ ὅσα οὐκ εἶχεν ὅτε ἦν σύμφωνος τῇ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ, τότε καὶ ὁ Ῥώμης βέβαια ᾄδεται ὡς εἰκὸς εἰς πᾶσαν τὴν ὑφ᾿ Ἥλιον ὡς πρῶτος τὴ τάξει τῶν Πατριαρχῶν, καὶ φημίζεται παρρησίᾳ παρὰ τῶν μεγίστων Ἐκκλησιῶν καὶ τῶν τῆς Οἰκουμένης Ἀρχιερέων πρῶτος ἐν ταῖς ἐκφωνήσεσι, καὶ ἐν τοῖς διπτύχοις ταχθήσεται ὡς ἣν καὶ ἀνέκαθεν πρὸ τοῦ σχίσματος, ἀλλὰ δὴ καὶ τὰ προνόμια καὶ πρεσβεῖα αὐτοῦ τὰ δίκαια καὶ τὴν τιμὴν ἡ τῶν Ἐκκλησιῶν ἕνωσις ἀνακαινίζει καὶ ἀποδίδωσιν αὐτῷ μετὰ μεγάλης χαρᾶς καὶ εὐχαριστήσεως»14. Ἀλλὰ ὡς γνωστὸν ἡ Α´ καὶ ἡ Β´ Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ ἐδογμάτισαν ἕνα αὐστηρότερο παπικὸ θεσμό.

Ὁ θεολογικὸς διάλογος, ὅταν γίνεται μὲ Ὀρθόδοξες ἐκ μέρους μας προϋποθέσεις, δὲν εἶναι κακός. Θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθῆ ἡ ἰδική μας ἀνθρωπίνη συνέργεια στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ νὰ ἐπανακάμψουν, ἂν εἶναι δυνατόν, οἱ ἑτερόδοξοι στὴν πίστι καὶ τὴν κοινωνία τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Μεταξὺ αὐτῶν τῶν προϋποθέσεων, σημαντικὴ ἐν προκειμένῳ εἶναι ἡ ἀταλάντευτη ἐμμονή μας στὴν συνοδικῶς κατοχυρωμένη στάσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τοῦ παπισμοῦ, τόσον ὡς φορέως σωρείας ἐτεροδιδασκαλιῶν ὅσο καὶ ὡς φορέως τοῦ παποκεντρικοῦ ἡγεμονισμοῦ ἐπὶ τῆς καθόλου Ἐκκλησίας. Δυστυχῶς στὸ «Κείμενο τῆς Ῥαβέννας» δὲν παρατηρεῖται ἡ σαφὴς καὶ ἀδιαμφισβήτητα πατερικὴ καὶ συνοδικὴ Ὀρθόδοξος στάσις. Λείπει τὸ πνεῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο διαπραγματεύθηκε τὴν ἕνωσι τῶν Ἐκκλησιῶν ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς στὴν Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας, ὅταν προέβαλε εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ὡς βάσιν συζητήσεως τὸ ἀκαινοτόμητον τοῦ Συμβόλου καὶ τὴν Ὀρθόδοξο ἑρμηνεία του. Λείπει τὸ ἐκκλησιολογικὸ φρόνημα τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ἐπὶ τουρκοκρατίας. Λείπει τὸ πνεῦμα τῆς εὐθύτητος, μὲ τὸ ὁποῖο ὁμιλεῖ ὁ ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως στὸ ἔργο τοῦ Περὶ τῶν αἰτίων τοῦ σχίσματος. Κυριαρχεῖ ἀντίθετα μία ἀμφίλογη «ἐκκλησιολογία τῆς κοινωνίας», στὴν ὁποία ἡ κοινωνία δὲν νοεῖται μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων κατὰ τὴν Πίστι τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ἀλλὰ μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἑτεροδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης. Σημειωτέον μάλιστα ὅτι δὲν γίνεται λόγος γιὰ «ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία» ἀλλὰ γιὰ «ἐκκλησιακὴ κοινωνία» (ecclesial communion). Στὴν ὡς ἄνω «ἐκκλησιολογία τῆς κοινωνίας» ὑποβαθμίζεται ἡ σημασία ποὺ ἔχουν, πρῶτον τὸ ἀκαινοτόμητον τῆς ἀποστολικῆς Πίστεως, τὸ ὁποῖο στὸ «Κείμενο τῆς Ραβέννας» μένει ἁπλὴ ἀναφορὰ χωρὶς τὴν βαρύνουσα σημασία ποὺ ἔχει γιὰ τὴν διάκρισι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν ἐτεροδοξοῦσα Ρώμη, καὶ δεύτερον ἡ ἐντολὴ τῶν ἱερῶν Κανόνων περὶ ἀκοινωνησίας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς στὰ Μυστήρια καὶ μάλιστα στὴν Εὐχαριστία, ἐντολὴ ἡ ὁποία ἐντελῶς ἀποσιωπᾶται. Πάντως καὶ τὰ δυὸ αὐτὰ στοιχεῖα εἶναι θεμελιώδη στὴν Ὀρθόδοξο διδασκαλία περὶ τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινωνίας.

Στὸ «Κείμενο τῆς Ραβέννας» διαφαίνεται ἡ τάσις νὰ ἀντιμετωπισθῇ τὸ ζήτημα τοῦ παπικοῦ Πρωτείου ὡς «διακανονισμός» τῶν παπικῶν προνομίων καὶ ὄχι ὡς βαθὺ θεολογικὸ πρόβλημα ποὺ ἀφορᾶ αὐτὸ τοῦτο τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ παραδοχὴ πρωτείου δικαιοδοσίας ἐπὶ τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τὸ νὰ εἶναι ἕνας ἐπίσκοπος κεφαλὴ καὶ ἀρχὴ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ἔστω ἐπιφορτισμένος μὲ ἕνα ρόλο διακονίας, εἶναι βλασφημία κατὰ τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ ὡς μοναδικῆς Κεφαλῆς τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ πρωτεῖο δικαιοδοσίας συνιστᾶ ἀνατροπὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὑπεράνω πάντων τῶν ἐπισκόπων εἶναι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Σὲ αὐτὴν προεκάθητο μὲν ἐν ἀγάπῃ ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης ὡς ἴσος τῶν συνεπισκόπων του, ἐν τῷ μέσῳ ὅμως τῶν ἐπισκόπων ἐτοποθετεῖτο τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο ὡς σύμβολο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, τῆς μοναδικῆς Κεφαλῆς τῆς καθόλου Ἐκκλησίας. Τὸ μοναδικὸ προνόμιο τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης (ὅταν σημειωτέον ἦταν Ὀρθόδοξος), ποὺ εἶναι ἀποδεκτὸ ἀπὸ Ὀρθοδόξου ἀπόψεως, εἶναι ἡ ἐν συνόδοις πρωτοκαθεδρία (πρεσβεῖα τιμῆς) μεταξὺ τῶν πέντε Ὀρθοδόξων πατριαρχῶν καὶ ἡ συνεπεία αὐτῆς μνημόνευσίς του πρώτου μεταξὺ τῶν λοιπῶν πατριαρχῶν στὰ Δίπτυχα. Αὐτὸ βεβαιώνεται ἀπὸ τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ 28ου κανόνος τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Τὰ λοιπὰ προνόμια τοῦ ἐπισκόπου Ῥώμης καὶ ὁ ρόλος τους δὲν εἶναι ἀποδεκτὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Χρειάζεται ἑπομένως πολλὴ προσοχὴ στὴν νοηματοδότησι τῆς φράσεως, ποὺ δεσπόζει στὸ «Κείμενο τῆς Ῥαβέννας» καὶ διατυμπανίσθηκε στὴν Ἑσπερία ὡς δῆθεν ἀναγνώρισις γιὰ πρώτη φορᾶ ὑπὸ τῶν Ὀρθοδόξων του Πρωτείου τοῦ Πάπα15. Ἡ περίφημη φράσις λέγει: «οἱ πρῶτοι δέον ὅπως ἀναγνωρίζωσι τίς ἐστιν ὁ πρῶτος μεταξὺ αὐτῶν» (παράγρ. 10). Ἡ ἀμφιλογία τῆς ἐκφράσεως εἶναι προφανής. Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε ἀνεγνώριζε πρωτοκαθεδρία στὸν ἐπίσκοπο Ρώμης, ἐνόσω βεβαίως αὐτὸς ὀρθοδοξοῦσε, οὐδέποτε ὅμως μέχρι σήμερα ἀποδέχθηκε κάποιο πρωτεῖο ἢ αὐθεντία του ἐφ᾿ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, πολλῶ μᾶλλον ἐφ᾿ ὅσον ἡ Ἐκκλησία τῆς Ῥώμης ἐπιμένει στὰ αἱρετικά της δόγματα.

Κατὰ τὶς ἑπόμενες συνελεύσεις τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς ἀναμένεται νὰ συζητηθῆ ὁ ρόλος τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης καὶ τὸ εἶδος τοῦ πρωτείου του στὴν «κοινωνία τῶν ἐκκλησιῶν»! Οἱ Ὀρθόδοξοι ὅμως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποδεχθοῦμε μία παποκεντρικὴ ἐπανερμηνεία τοῦ πρωτείου τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης. Ἐξαιτίας τῆς παποκεντρικῆς ἑρμηνείας τοῦ πρωτείου ὁ Πάπας περιεβλήθη ἐντελῶς ἀπαράδεκτα προνόμια, χωρὶς τὴν συγκατάθεσι τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν τῆς ἀρχαίας πενταρχίας καὶ μᾶλλον εἰς ἀνατροπὴν τῆς κανονικῆς (συνοδικῶς βεβαιωμένης) τάξεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ὠρισμένα ἀπὸ αὐτά, τὰ ὁποῖα διεξοδικῶς, μὲ πολλὴ δύναμι λόγου καὶ μὲ ἱκανὴ θεολογικὴ κατοχύρωσι ἔχουν ἐλεγχθῆ ἀπὸ Ὀρθοδόξου πλευρᾶς (ἐμεῖς παραπέμπουμε ἐνδεικτικῶς στοὺς ἀοιδίμους πατριάρχας Δοσίθεο Ἱεροσολύμων καὶ Μελέτιο Ἀλεξανδρείας τὸν Πηγᾶ), εἶναι τὰ ἀκόλουθα:

1. Τὸ πρωτεῖον ἐξουσίας, ἐπειδὴ δῆθεν ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἦταν ἡ κεφαλὴ τοῦ κολλεγίου τῶν Ἀποστόλων καὶ εἶχε ἐπ᾿ αὐτῶν πρωτεῖον ἐξουσίας16.

2. Τὸ Ἀλάθητον τοῦ Πάπα17.

3. Τὸ νὰ εἶναι ὁ Πάπας ὑπεράνω τῶν συνόδων18.

4. Τὸ νὰ ὑπερέχη ὁ Ῥώμης τῶν λοιπῶν Πατριαρχῶν19.

5. Τὸ νὰ εἶναι ὁ θρόνος τῆς Ῥώμης κριτὴς πάντων καὶ νὰ μὴ ὑπόκειται εἰς τὴν κρίσιν οὐδενός20.

6. Τὸ νὰ ἔχῃ ὁ θρόνος τῆς Ῥώμης τὸ ἔκκλητον ἐπὶ τῆς καθόλου Ἐκκλησίας21.

7. Τὸ νὰ θεωρῆται ὁ Πάπας ἐπίσκοπος τῆς Καθολικῆς (δηλ. τῆς ἀνὰ τὴν οἰκουμένην) Ἐκκλησίας22. Ὑπενθυμίζουμε ὅτι ὁ Πάπας μέχρι σήμερα ὑπογράφει (αὐτὸς μόνος!): Ἐπίσκοπος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας.

8. Τὸ νὰ εἶναι ὁ Πάπας ἡ καθολικὴ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας μὲ ἀποστολὴ διακονίας. Αὐτὸ εἶναι ἕνα σημεῖο, στὸ ὁποῖο ἐπενδύει ἡ ρωμαιοκαθολικὴ πλευρὰ καὶ σήμερα, ἂν θυμηθοῦμε τὴν περίφημη ἔκφρασι, ὅτι ὁ Πάπας εἶναι «δοῦλος τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ»! Τὸ «Κείμενο τῆς Ραβέννας» ὁμιλεῖ γιὰ πρωτεῖο διακονίας τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης καὶ γι᾿ αὐτὸ χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή. Ὁ προσφάτως καταταγεὶς στὸ Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἱερώτατος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Μελέτιος ὁ Πηγᾶς, γράφει μεταξὺ ἄλλων ἐπ᾿ αὐτοῦ:

«Ἀλλά, λέγουν, πρέπει κάποιος ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους καὶ μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων νὰ ὑπερέχη. Μάλιστα αὐτὸν τὸν ὀνομάζουν διακονικὴ κεφαλή... Ἀλλὰ ὅλων αὐτῶν τῶν ἐπισκόπων μόνον ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ κεφαλή... Αὐτοὶ [σ.σ. οἱ Λατίνοι] παραχωροῦν στὴν διακονικὴ αὐτὴ κεφαλὴ ἀπεριόριστη ἐξουσία καὶ ἐπὶ τῆς πίστεως καὶ ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας... Ἐνῶ δείχνουν ἕνα προσωπεῖο διακονικῆς κεφαλῆς, συμπεριφέρονται μὲ μία τυραννία πιὸ αὐταρχικὴ ἀπὸ κάθε αὐταρχικὴ ἐξουσία»23.

Ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω γίνεται κατανοητὸ ὅτι ἡ συμφωνία τῆς Ραβέννας περὶ συνοδικότητος καὶ αὐθεντίας δὲν πληροῖ τὰ Ὀρθόδοξα ἐκκλησιολογικᾶ κριτήρια, ὥστε νὰ ἀποτελέση ἀσφαλῆ βάσιν περαιτέρω συζητήσεως περὶ τοῦ παπικοῦ πρωτείου. Ἐν τούτοις, ἂν ἀκολουθήση συζήτησις περὶ τοῦ πὼς ἑρμηνεύθηκε τὸ παπικὸ πρωτεῖο κατὰ τὴν δευτέρα χιλιετία καὶ ἀπὸ τὶς Α´ καὶ Β´ Βατικάνειες Συνόδους, αὐτὴ ὀφείλει νὰ γίνῃ ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων μὲ γνώμονα τὴν Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ ὄχι τὴν συμβιβαστικὴ νοοτροπία τῶν καιρῶν ἢ τὴν ἡγεμονικὴ διάθεσι τοῦ Βατικανοῦ. Ἡ ἀναγνώρισις κάποιου ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω «προνόμια» τοῦ Πάπα ἢ ἡ συμφωνία σὲ κάποιο παρόμοιο, ποὺ ἀντίκειται στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιολογία, ἀναμφίβολα σημαίνει οὐνιτικὴ ἕνωσι, μὲ τὴν ὁποία δὲν θὰ συμφωνήσουμε. Καὶ τοῦτο ἐπειδὴ ὀφείλουμε νὰ διαφυλάξουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸν Ὀρθόδοξο λαὸ ἀπὸ ἕνα σύγχρονης μορφῆς ἐξουνιτισμό, ποὺ πέραν τῶν ἄλλων συνεπειῶν εἶναι διακινδύνευσις τῆς αἰωνίου σωτηρίας μας. Καὶ ἐπειδὴ ὀφείλουμε παραλλήλως νὰ βοηθήσουμε, ἂν εἶναι δυνατόν, καὶ τοὺς «ἄρχοντας τῆς δυτικῆς Ἐκκλησίας, νὰ ἔλθωσιν εἰς αἴσθησιν», ὅπως ἔλεγε ὁ ἀοίδιμος πατριάρχης Ἱεροσολύμων Χρύσανθος, καὶ νὰ ἀποβάλουν τὸν παπισμὸ τοὺς ἐπὶ σωτηρίᾳ τῶν ἰδίων καὶ τοῦ λαοῦ των, ὁ ὁποῖος ἀγνοεῖ τὴν Ὀρθοδοξία.


* Περιοδικὸ «Παρακαταθήκη» Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2007.

1. Τὰ παρατιθέμενα ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ κείμενο ποὺ συμφωνήθηκε στὴν Ραβέννα ἔχουν ληφθῆ ἀπὸ τὴν μετάφρασι ἐκ τοῦ πρωτοτύπου ἀγγλικοῦ, τὴν ὁποία ἐξεπόνησαν οἱ ὑπηρεσίες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ δημοσιεύθηκε ἀπὸ τὴν ἐφημ. Ὀρθόδοξος Κόσμος σὲ εἰδικὸ ἔνθετο μὲ τίτλο «Τὸ κείμενο τῆς Ραβέννας».

2. Ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου, Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, Ἀνησυχία γιὰ τὴν προετοιμαζόμενη ἀπὸ τὸ Βατικανὸ ἕνωσι Ὀρθοδόξων-Ῥωμαιοκαθολικῶν, περιοδ. Παρακαταθήκη, τ. 54 (2007).

3. Ἐπίσκεψις, τ. 496/1993.

4. Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, Τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς..., ἐν Ἰω. Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Ι´, Ἀθῆναι 1960, σελ. 426.

5. Ὁ πλήρης τίτλος τῆς Ὁδηγίας εἶναι «Ἀπαντήσεις σὲ ἐρωτήσεις ποὺ ἀφοροῦν ὁρισμένες ὄψεις γύρω ἀπὸ τὴ διδασκαλία περὶ Ἐκκλησίας» (βλ. Ἐπιστολὴ Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρὸς τὸν Σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννην, 8/12/2007).

6. Βλ. σχολιασμὸ τῆς Ὁδηγίας στὴν ἐφημ. Καθολική, φύλ. 3078/24-7-2007.

7. Ἀθανασίου, ἐπισκόπου πρώην Ζαχουμίου καὶ Ἐρζεγοβίνης, Περὶ τοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ οἰκουμενισμοῦ (σερβιστί), περιοδ. Πραβοσλάβλιε, ἔκδ. τοῦ Πατριαρχείου τῆς Σερβίας, τεύχη 969-970 (1-15/8/2007), σελ. 12.

8. Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, Τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς..., ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 426.

9. Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Εἰς τὸν μέγαν Ἀθανάσιον, η´, ΡG 35, 1089.

10. Ἐγκύκλιος Ἐπιστολὴ ΙΝΑ ΠΑΝΤΕΣ ΕΝ ΩΣΙΝ (UT UΝUΜ SΙΝΤ) τοῦ ἁγίου Πατρὸς Ἰωάννου Παύλου ΙΙ γιὰ τὸ οἰκουμενικὸ καθῆκον, ἔκδ. Βατικανού, σελ. 106 καὶ 114.

11. Ἀρχιμανδρίτου Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμός, ἔκδ. Ὀρθοδόξου Κυψέλης, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 224.

12. Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Δωδεκάβιβλος, ἔκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1982.

13. Ἔνθ᾿ ἀνωτ. σελ. 14.

14. Ἔνθ᾿ ἀνωτ. σελ. 13-14.

15. Βλ. π.χ. τὴν ἀμφίλογη διατύπωσι: «Ἡ σημαντικὴ ἐξέλιξις [στὴν Ραβέννα] εἶναι ὅτι γιὰ πρώτη φορὰ οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες εἶπαν: ναί, αὐτὸ τὸ παγκόσμιο ἐπίπεδο τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει καὶ ἐπίσης ὅτι στὸ παγκόσμιο ἐπίπεδο ὑπάρχει συνοδικότης καὶ αὐθεντία. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὑπάρχει ἐπίσης ἕνα Πρωτεῖο. Σύμφωνα μὲ τὴν πρακτικὴ τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος εἶναι ὁ ἐπίσκοπος Ῥώμης» (Βάλτερ Κάσπερ, VΙS 15/11/2007). Βλ. ἐπίσης The Times, 16/11/2007.

16. Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Δωδεκάβιβλος, ἔνθ᾿ ἀνωτ. σελ. 65-66 καὶ 72.

17. Ἔνθ᾿ ἀνωτ. σελ. 519.

18. Ἔνθ᾿ ἀνωτ. σελ. 279, 343 καὶ 132-133.

19. Ἔνθ᾿ ἀνωτ. σελ. 301.

20. Ἔνθ᾿ ἀνωτ. σελ. 188-190, 191 καὶ 346.

21. Ἔνθ᾿ ἀνωτ. σελ. 338-339 καὶ 343.

22. Ἔνθ᾿ ἀνωτ. σελ. 149-150.

23. Μελετίου Πηγᾶ, Κατὰ τῆς ἀρχῆς τοῦ Πάπα, ἐν Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Τόμος Χαρᾶς, ἔκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 493-497 (μετάφρασις ἰδική μας).