Καινοφανεῖς θεολογικὲς ἀπόψεις ἐνόψει τῶν Διαλόγων

τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου π. Γεωργίου, Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους


Στασιμότης στὴν ἐξέλιξι τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων δὲν σημαίνει ἀδράνεια ἀπὸ πλευρᾶς τῶν θεολόγων ποὺ ὁραματίζονται μία οἰκουμενιστική-συγκρητιστικὴ ἑνότητα τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου. Φαίνεται ὅτι κάποιοι θεολόγοι ἐργάζονταιγιὰ νὰ δημιουργήσουν τὶς θεολογικὲς γραμμές, στὶς ὁποῖες θὰ ἤθελαν νὰ ὠθήσουντὶς συνοδικὲς διαδικασίες τῶν Ἱεραρχιῶν τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἢ ἐνδεχομένως καὶ μιᾶς μελλούσης πανορθοδόξου συνόδου. Ἐργάζονται, ὥστε τὸ ἔργο τους νὰ ἀποτελέση τὶς προτάσεις ἢ τὸ περιεχόμενο τῶν «φακέλων» ποὺ θὰ προωθηθοῦν ὡς ὑλικὸ γιὰ τὴν συνοδικὴ ἀπόφανσι. Ἡ ἐργασία τους ἐνίοτε ἔχει ἀκαδημαϊκὸ χαρακτήρα, ἄλλοτε ὅμως ἀποτελεῖ τὴν ὁλοκλήρωσι τοῦ ἔργου εἰδικῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐπιτροπῶν.

Ἀναγγέλλεται νέα ὤθησις στοὺς διαχριστιανικοὺς Διαλόγους μετὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ νέου Πάπα τῆς Ρώμης. Ἡ ἀνθρωπότης ἐξἄλλου δέχεται πιέσεις νὰ προχωρήσῃ σὲ μορφὲς παγκοσμιοποιήσεως, μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι ἡ θρησκευτικὴ ἑνοποίησις, ποὺ στὸν χριστιανικὸ κόσμο ἐννοεῖται ὡς παγχριστιανικὴ ἑνότης.

Ἡ δογματικὴ συνείδησις τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας δὲν συμφωνεῖ μὲ θεολογικὲς προτάσεις ποὺ παρακάμπτουν τὴν διαχρονικὴ Πίστι τῆς Ἐκκλησίας. Στὴν συνέχεια ἀναφερόμαστε σὲ δυὸ θέματα ποὺ τὸν τελευταῖο καιρὸ προκαλοῦν τὴν συνείδησί μας, ἴσως καὶ ἄλλων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.

***

Τὸπρῶτο θέμα ἀφορᾶ τὸ Filioque, τὸ ὁποῖο ἀπετέλεσε κατὰ τὸν 11ον αἰώνα τὴν αἰτία τοῦ σχίσματος Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως καὶ μέχρι σήμερα μία μόνιμη θεολογικὴ διαφορά. Ἡ πορεία πρὸς τὴν ἕνωσι ποὺ ἐπαγγέλλεται ὁ Θεολογικὸς Διάλογος Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν ἀπαιτεῖ ἐπίλυσι, ἐκτὸς τῶν ἄλλων θεολογικῶν διαφορῶν, καὶ αὐτοῦ τοῦ ἀκανθώδους προβλήματος. Στὸ περιοδικὸ S.O.P. (τεύχη 294/2005 καὶ 296/2005) παρουσιάζεται ἡ διατριβὴ τοῦ θεολόγου κ. Μιχαὴλ Σταύρου, στὴν ὁποίαἑρμηνεύεται τὸ Filioque ὡς μία ἄλλη ἐξίσου ὀρθόδοξη ἐκδοχὴ τῆς περὶ ἐκπορεύσεωςτοῦ Ἁγίου Πνεύματος παρακαταθήκης τοῦ Συμβόλου Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως.

Ἡ διατριβὴ ἔχει θέμα «Ἡ Τριαδολογικὴ διδασκαλία τοῦ Νικηφόρου Βλεμμύδη (1197-1269) –κριτικὴ ἔκδοσις, μετάφρασις καὶ ἑρμηνευτικὰ σχόλια τῶν θεολογικῶν γραφῶν». Ἐγκρίθηκε μὲ βαθμὸ ἄριστα στὶς 8-12-2004 ἀπὸἐπιτροπὴ ἀποτελουμένη ἀπὸ ἐκπροσώπους τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Σορβόννης, τοῦ Καθολικοῦ Ἰνστιτούτου τῶν Παρισίων, τοῦ Ὀρθοδόξου θεολογικοῦ Ἰνστιτούτου Παρισίων «Ἅγιος Σέργιος» καὶ τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης. Ἡ ἐπιτροπὴ «ὑπεγράμμισε τὴν σπουδαιότητα αὐτῆς τῆς ὀγκώδους μελέτης ἐξ 700 σελίδων ποὺ προσφέρει γιὰ πρώτη φορὰ μία πλήρη ἀνασκόπησι τῆς θεολογικῆς σκέψεως ἑνὸς βυζαντινοῦ μοναχοῦ καὶ σοφοῦ του 13ου αἰῶνος, ποὺ μὲ τὶς θεολογικές του συγγραφὲς ἐρεύνησε τὴν ὑπέρβασι τοῦ προβλήματος τοῦ Filioque, ποὺ ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἔθετε σὲ ἀντιπαράθεσι τὴν Ὀρθόδοξη θεώρησι τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρὸς τὴν λατινικὴ ἑρμηνεία».

Ὁ Νικηφόρος Βλεμμύδης, φιλόσοφος καὶ θεολόγος ἐλάχιστα γνωστός, ποὺ ὅμως ἔζησε στὸ περιβάλλον τῶν θεολογικῶν συζητήσεων μὲ τοὺς Λατίνους τῶν ἐτῶν 1234 καὶ 1250, στὸ θεολογικό του ἔργο προσπαθεῖ νὰ συμβιβάση τὴν ἐκπόρευσι τοῦ Πνεύματος ἐκ μόνου του Πατρός, μὲ τὸ Filioque. Ὁ κ. Μιχαὴλ Σταύρου ἂν καὶ δὲν ἀρνεῖται τὴν θεολογία τοῦ ἁγίου Φωτίου καὶ ὅλων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἐπέμεναν στὴν «ἐκ μόνου του Πατρός» ἐκπόρευσι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν χαρακτηρίζει ὡς φωτιανισμό, δηλαδὴ ὡς διδασκαλία ἄκαμπτη καὶ χωρὶς πληρότητα. Παρουσιάζει τὸν Νικηφόρο Βλεμμύδη νὰ τὴν συμπληρώνη μὲ μία ἄγνωστη μέχρι τὴν ἐποχή του ἑρμηνεία τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα τῶν ἁγίων Ἀθανασίου καὶ Γρηγορίου Νύσσης «περὶ τῆς διὰ τοῦ Υἱοῦ αἰωνίου ἐκπορεύσεωςτοῦ Ἁγίου Πνεύματος» νὰ «ἐπιβεβαιώνη κατὰ τρόπο παράδοξο ὅτι τὸ Πνεῦμα ὑπάρχει διὰ τοῦ Υἱοῦ χωρὶς νὰ ἔχῃ τὴν ὕπαρξή του ἐξ αὐτοῦ ἀλλὰ ἐκ τοῦ Πατρὸς μόνον καὶ νὰ ἀναπτύσσῃ κατὰ τρόπο πρωτάκουστο στὴν βυζαντινὴ θεολογία μία τριαδολογία ποὺ ἀναφέρεται πραγματικὰ στὴν σχέση Υἱοῦ-Πνεύματος».

Ὁ κ. Μιχαὴλ Σταύρου μὲ τὴν ἐργασία του ἐπιστρατεύει τὴν συλλογιστικὴ τοῦ Νικηφόρου Βλεμμύδη, ἐπιδιώκοντας νὰ προσφέρη ἕναν τρόπο ἐξόδου «ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο τῆς στείρας ἀντιπαραθέσεως μεταξὺ τῆς χριστιανικῆς Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τοῦ Filioque». Ἀποσιωπᾶ τὴν μεταγενέστερη τοῦ Βλεμμύδη πλουσιωτάτη πατερικὴ γραμματεία καὶ συνιστᾶ ἐπιστροφὴ στὶς «κοινὲς ἐνοράσεις (intuitions communes) τῆς χριστιανικῆς πνευματολογίας τῶν πρό-Νικαιανῶν Πατέρων, τῶν διεσπαρμένων σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύσι». Προτείνει σὰν τρόπο ἀναζητήσεως τῆς ἑνότητοςτῶν Χριστιανῶν τὴν «βαθύτερη διερεύνησι τῶν δογματικῶν μας πηγῶν» καὶ τὴν «διαμόρφωσι κοινῶν πλαισίων μὲ τὶς μεταγενέστερες θεολογικὲς ἔννοιες», δηλαδὴ τὴν χρησιμοποίησι τῆς πρώιμης πατερικῆς ὁρολογίαςστὴν ὑπηρεσία τῶν συγκρητιστικῶν τάσεων τῆς ἐποχῆς μας, θεωρώντας ὡς δεδομένο ὅτι «Filioque» καὶ «ἐκ μόνου του Πατρός» ἐκπόρευσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀποτελοῦν νόμιμες καὶ συμπληρωματικὲς ἐκφράσεις τῆς ἰδίας Ὀρθοδόξου Πνευματολογίας.

Πρέπει ὅμως νὰ παρατηρήσουμε ὅτι μὲ τὴν ὅλη προσέγγισι τοῦ θέματος ἀπὸ τὸν Βλεμμύδη, ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ νὰ δώσῃ μία ἀποδεκτὴ ἀπὸ Ὀρθοδόξου πλευρᾶς ἑρμηνεία τοῦ Filioque, δημιουργεῖται σύγχυσις τῶν φυσικῶν καὶ ὑποστατικῶν ἰδιωμάτωντῶν θείων Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, θείας οὐσίας καὶ θείων ἐνεργειῶν, θεολογίας καὶ οἰκονομίας. Ἐπιπλέον ἐκλογικεύεται τὸ Τριαδικὸ μυστήριο μὲ τὴν ἀνεπίτρεπτη εἴσοδο τῆς ἀνθρωπίνηςλογικῆς στὴν ἐνδοτριαδικὴ ζωή. Παρερμηνεύονται τὰ σχετικὰ πατερικὰ κείμενα. Ἡ κατὰ τὸν συγγραφέα τῆς διατριβῆς ἀνακάλυψις τῆς νέας ἑρμηνευτικῆς τῶν σχετικῶν πατερικῶν χωρίων ἀπὸ τὸν Βλεμμύδη, δὲν εἶναι παρὰ μία ἄλλη ἐκδοχὴ τῶν θέσεων τῆς λατινικῆς διδασκαλίας καὶ τῶν λατινιζόντων θεολόγων τῆς ἐποχῆς του, ἡ ὁποία δὲν συνιστᾶ Ὀρθόδοξη Πνευματολογία.

***

Στὸ δεύτερο θέμα ἀφορᾶ τὸν διάλογο μὲ τοὺς Ἀντιχαλκηδονίους. Αὐτὸς ὁ θεολογικὸς διάλογος ἔχει τελειώσει μὲ τὰ γνωστὰ πορίσματα (Κοινὲς Δηλώσεις τῶν ἐτῶν 1989, 1990, καὶ Προτάσεις τοῦ 1993). Οἱ ἐπιφυλάξεις πολλῶν Θεολόγων καὶ ἐν γένει μεγάλου μέρους τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος ἀπέναντι στὰ Πορίσματα αὐτὰ ὑποχρεώνουν, ὅσους τὰ ὑπερασπίζονται, νὰ ἐπανερμηνεύσουν-διασαφήσουν κάποια ἀσαφῆ σημεῖα τους καὶ νὰ ἀντικρούσουν τὰ ἐπιχειρήματα ποὺ ἔχουν διατυπωθῆ ἐναντίον τους (περιοδ. ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ, τεῦχ. 647/ 30.4.2005), ὥστε τὰ Πορίσματα νὰ γίνουν ἀποδεκτὰ ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.

Στὴν προοπτικὴ αὐτὴ κινεῖται καὶ τὸ πρόσφατο ἄρθρο τοῦ καθηγητοῦ κ. Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου, «Ὀρθοδοξία καὶ αἵρεση κατὰ τὸν ἅγ. Ἰωάννη τὸ Δαμασκηνό» (περιοδ. ΘΕΟΛΟΓΙΑ, τόμ. 75, τεύχ. 2/2004, σελ. 593-609). Ἡ βασικὴ θέσις τοῦ ἄρθρου εἶναι ὅτι οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι ἔχουν Ὀρθόδοξο Πίστι, γεγονὸς τὸ ὁποῖο ὀνομάζεται «ἰδεολογικὴ Ὀρθοδοξία», παρότι εἶναι χωρισμένοι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαἀπὸ τότε ποὺ ἀρνήθηκαν τὸν Ὅρο τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἔχασαν τὴν «ἐκκλησιολογική» τους Ὀρθοδοξία. Ἔχοντας ἑπομένως τὴν «ἰδεολογικὴ» Ὀρθοδοξία μποροῦν νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἂν ἀποδεχθοῦντὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους Δ´, Ε´, ΣΤ´ καὶ Ζ´. Δὲν πρέπει νὰ ἀπαιτηθῆ ἀπὸ αὐτοὺς νὰ ἀποκηρύξουν τὴν Χριστολογία τους, γιατί δῆθεν εἶναι ἀπόλυτα σύμφωνη μὲ τὴν Χριστολογία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου. Ἡ ἀποδοχὴ τῶν Συνόδων θὰ ἀποκαταστήσῃ τὴν «ἐκκλησιολογική» τους Ὀρθοδοξία, τὴν ὁποία καὶ μόνο στεροῦνται. Στήριγμα γιὰ τὴν ἀνάπτυξι αὐτῆς τῆς ἀπόψεως παρέχει στὸν κ. Μαρτζέλο ἡ παρερμηνεία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, καὶ συγκεκριμένα τοῦ χωρίου «οἱ προφάσει τοῦ ἐν Χαλκηδόνι συντάγματος τοῦ τόπου ἀποσχίσαντες τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὰ δὲ ἄλλα πάντα Ὀρθόδοξοι ὑπάρχοντες», ὡσὰν τὸ «ἄλλα πάντα» νὰ περιλαμβάνη καὶ τὴν Χριστολογική τους διδασκαλία.

Καὶ διερωτᾶται κανείς: Μποροῦμε, ἑρμηνεύοντεςτὴν ἔκφρασι «τὰ δὲ ἄλλα πάντα ὀρθόδοξοι ὑπάρχοντες», νὰ ἀγνοήσουμετὴν πλούσια ἀντιμονοφυσιτική, ἀντισεβηριανή, γραμματεία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ; Μποροῦμε ἀκόμη περισσότερο νὰ ἀγνοήσουμετὴν πλούσια πατερικὴ καὶ συνοδικὴ παράδοσι, ἡ ὁποία καταλογίζει στοὺς ἀντιχαλκηδονίους αἱρεσιάρχας αἱρετικὴ Χριστολογία; καὶ ἐπὶ τέλους ἡ ἄρνησις καὶ ἡ πολεμικὴ τοῦ δογματικοῦ Ὅρου τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου δὲν σημαίνει δογματικὴ διαφοροποίησι στὴν Χριστολογία;

Τὸ θεολογικὸ τέχνασμα, νὰ θεωροῦνται οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι «ἰδεολογικῶς» Ὀρθόδοξοι καὶ «ἐκκλησιολογικῶς» αἱρετικοί, εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ περίμεναν οἱ ἐπιδιώκοντες ἐσπευσμένες ἑνώσεις γιὰ νὰ ξεπεράσουν τὸ ἀδιέξοδο, στὸ ὁποῖο εἶχαν περιέλθει ἀπὸ τὴν δημοσίευσι τῶν Πορισμάτων τοῦ Διαλόγου μέχρι σήμερα λόγω τῆς πληθωρικῆς ἀμφισβητήσεώς των.

Ἐλπίζουμε ὅτι σύντομα θὰ δημοσιευθῆ ἀπάντησις στὴν θεωρία αὐτή, ὥστε αἱ ἱεραὶ Σύνοδοι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἢ ἡ μέλλουσα σύνοδος, ποὺ θὰ διαχειρισθοῦν τὰ συμπεράσματα καὶ τὶς προτάσεις τοῦ Θεολογικοῦ αὐτοῦ Διαλόγου νὰ ἔχουν ὑπ᾿ὄψιν τους ὅτι αὐτὴ δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴν διαχρονικὴ Πίστι τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὴν εὑρίσκουμε καταγεγραμμένη στὰ κείμενα κορυφαίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν Πίστι, οἱ ἀντιχαλκηδόνιοι αἱρεσιάρχαι Διόσκορος καὶ Σεβῆρος ἔχουν αἱρετικὴ Χριστολογία. Στὴν προοπτικὴ ἑπομένως τῆς ἑνώσεώς τους μὲ τὴν Ἐκκλησία οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι πρέπει νὰ ἀποκηρύξουν τὴν Χριστολογία αὐτὴ καὶ τοὺς διδασκάλους της, διότι ἡ ἀποκήρυξίς των μαζὶ μὲ τὴν ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως συνιστοῦν τὸ δογματικὸ περιεχόμενο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Διαφορετικά, μὲ τὴν ψιλὴ ἀποδοχὴ τῶν Συνόδων –χωρὶς δηλαδὴ τὸ δογματικό τους περιεχόμενο– οἰκοδομοῦμε μία ἐπίπλαστη ἑνότητα, ἄγνωστη στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους

+ Ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος

Ἅγιον Ὄρος, 6 Αὐγούστου 2005