Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ κεφάλαιο «Τί
εἶναι αἵρεσις», τοῦ βιβλίου
«Ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις μας καὶ οἱ πλάνες τῶν Ἰεχωβιτῶν»,
ἔκδοσις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 2002
Εἶναι σὲ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς γνωστὸ πὼς ὁ πανάγαθος Πλάστης καὶ Πατέρας μας μετὰ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου οἰκονόμησε τὴν σωτηρία μας, μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ μονογενοῦς Του Υἱοῦ, τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
[...] Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ξαναγυρίσει ὁ ἄνθρωπος στὸν Παράδεισο, στὴν κοινωνία τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐὰν δὲν ἀπέβαλε τὸν ἐγωισμὸ καὶ δὲν ἀποκτοῦσε καὶ πάλι μὲ τὴν μετάνοια τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀγάπη.
Εἶχε ὅμως τόσο πολὺ ὁ ἄνθρωπος ἀρρωστήσει, ποὺ ἦταν ἀδύνατο μὲ τὶς δικές του δυνάμεις νὰ θεραπευθεῖ. Ἔπρεπε νὰ ἔλθει ἕνας καλὸς γιατρὸς νὰ τὸν σώσει. Τέτοιος γιατρὸς δὲν ὑπῆρχε μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Ὑπῆρχε ὅμως στοὺς οὐρανούς. Ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἦλθε, πῆρε ἐπάνω τοῦ τὴν ἀρρώστειά μας καὶ μᾶς θεράπευσε. Ἀπὸ τότε, ὅποιος θέλει νὰ σωθεῖ, γνωρίζει τὸν γιατρὸ καὶ τὸ φάρμακο. Εἶναι ἡ μετάνοια, καὶ ἡ ἕνωσις μὲ τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ μεταδίδει ζωὴ καὶ ἀφθαρσία σὲ ὅσους ἑνωθοῦν μαζί Του μὲ τὸ Βάπτισμα, τὴν Μετάνοια, τὴν Ἱερὴ Ἐξομολόγηση, τὴν Θείαν Εὐχαριστία καὶ τὰ ἄλλα ἅγια Μυστήρια.
Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ γίνῃ θεὸς μόνος του, ὅπως πίστευσε ὁ Ἀδάμ. Μόνο ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ἡ γέφυρα, ποὺ μᾶς συνδέει μὲ τὸν Πατέρα. Αὐτὸ εἶναι τὸ μήνυμα τῆς σωτηρίας, ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
Ὅμως τὸ δράμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὅτι, ἐνῶ ἦλθε ὁ Σωτὴρ καὶ μᾶς δίδαξε πὼς νὰ σωθοῦμε κοντά Του, ἐμεῖς μένουμε ἀκόμη μακρυὰ ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ προσπαθοῦμε νὰ σωθοῦμε μὲ τὶς δικές μας δυνάμεις. Ἔτσι τελικὰ μένουμε ἀλύτρωτοι.
Ὁ ἀνθρωποκεντρισμὸς μετὰ τὴ σάρκωση τοῦ Χριστοῦ πλήττει τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ πολλὰ μέσα: Τὴν εἰδωλολατρία, στὴν ὁποία ἔχουμε μία φανερὴ λατρεία τῶν κτισμάτων ἀντὶ τοῦ Κτίστου, τὴν φιλοσοφία, στὴν ὁποία ἔχουμε μία προσπάθεια νὰ ἀντικατασταθεῖ ὁ θεῖος λόγος ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο λόγο, καὶ τέλος τὶς αἱρέσεις, στὶς ὁποῖες τὸ κέντρο τῆς σωτηρίας, ὕπουλα καὶ συγκεκαλυμμένα μεταφέρεται ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστὸ στὸν ἄνθρωπο. Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία τῶν παλαιῶν καὶ νέων αἱρέσεων, ἂν ἐξετασθοῦν βαθύτερα.
Τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ παραμερίζει σήμερα ὁ παπισμός, τοποθετώντας ὡς κέντρο καὶ ὁρατὴ κεφαλὴ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ἕναν ἄνθρωπο, τὸν «ἀλάθητο» πάπα.
Τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ παραμερίζουν καὶ οἱ προτεστάντες, ποὺ ἀπέρριψαν τὸν ἕνα πάπα τῆς Ρώμης, γιὰ νὰ γίνῃ κάθε προτεστάντης πάπας, ἀφοῦ κάθε προτεστάντης, ὡς ἄτομο, εἶναι κριτήριο τῆς ἀλήθειας καὶ μπορεῖ χωρὶς τὴν Ἱερὰ Παράδοση καὶ τὴν Ἐκκλησία νὰ ἑρμηνεύει τὴν Ἁγία Γραφή.
Τέκνα τοῦ προτεσταντισμοῦ εἶναι καὶ οἱ δυστυχεῖς μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, οἱ ὁποῖοι ξεπέρασαν τὸν πνευματικό τους πρόγονο κατὰ πολύ, καὶ ὄχι ἁπλῶς παραμέρισαν τὸν Θεάνθρωπο, ἀλλὰ καὶ τὸν ὑποβίβασαν σὲ τέλειο ἄνθρωπο, κτίσμα καὶ ἀρχιδοῦλο τοῦ Πατρός.
Ἐπιστρέφουν δηλαδὴ στὴν αἰώνια ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Ἰούδα καὶ ὅλων τῶν ἀλυτρώτων ἀνθρώπων, τὴν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρωποκεντρισμοῦ καὶ τῆς σωτηρίας μόνο διὰ τοῦ ἀνθρώπου.
Ἐὰν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν εἶναι Θεάνθρωπος, ἀλλὰ μόνο τέλειος ἄνθρωπος, ὅπως λέγουν οἱ Ἰεχωβίτες, τότε ὁ ἄνθρωπος δὲν σώζεται διὰ τοῦ Θεανθρώπου, ἀλλὰ διὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἴδιος δηλαδὴ σώζει τὸν ἑαυτό του. Καὶ φυσικὰ διερωτᾶται κανείς: Τί χρειαζόταν ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Χριστοῦ, ἐὰν ὁ ἄνθρωπος μποροῦσε νὰ σωθεῖ μὲ τὶς δικές του δυνάμεις;
Ὁ ἀνθρωποκεντρισμὸς δηλαδὴ εἶναι ἡ οὐσία καὶ τῆς αἱρέσεως τῶν μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ [...].