Εἰρήνη, δῶρον τοῦ σταυρωθέντος καὶ ἀναστάντος Χριστοῦ

τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου π. Γεωργίου, Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους


Ἡ ἀπειλὴ τῶν φοβερῶν τρομοκρατικῶν ἐκδηλώσεων σκιάζει τὶς ἐρχόμενες ἑορτὲς τῶν Ἁγίων Παθῶν καὶ τῆς Λαμπροφόρου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας.

Τρομοκράται «νόμιμοι» ἐκ τῶν ἰσχυρῶν καὶ δυναστῶν τῆς γῆς καὶ τρομοκράται παράνομοι ἐκ τῶν καταδυναστευομένων, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου «οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσι αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν» (Μάρκ. 10, 42).

Δυστυχῶς ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ δὲν ἐφαρμόζεται ὄχι μόνον ἀπὸ τοὺς μὴ χριστιανοὺς ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς κατ᾿ ὄνομα Χριστιανούς. «Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος. Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ» (Ματθ. 5, 38-39).

Ἡ ἀντεκδίκησις πολλαπλασιάζει τὸ κακό. Δὲν τὸ περιορίζει, ὅπως νομίζουν ὅσοι τὴν ἐφαρμόζουν.

Λαοὶ ἀλληλοεξοντώνονται καὶ ὁ διάβολος βασιλεύει, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι τοῦ δίδουν τὴν ἐξουσία νὰ τοὺς διαιρῆ καὶ νὰ τοὺς σπείρη τὸ μίσος καὶ τὴν ἐκδίκησι.

Πολλοὶ ὁμιλοῦν γιὰ τὴν εἰρήνη. Ἀλλά, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Εἰρήνη φίλη, τὸ παρὰ πάντων μὲν ἀπαιτούμενον ἀγαθόν, ὑπ᾿ ὀλίγων δὲ φυλασσόμενον» (Λόγος ΚΒ´).

Ἐπειδὴ ἡ εἰρήνη δὲν φυγαδεύεται μόνον μεταξὺ τῶν κρατῶν, τῶν λαῶν καὶ κοινωνικῶν ὁμάδων ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τῶν φίλων, τῶν συγγενῶν, τῶν ὁμοπίστων, τῶν συντοπιτῶν, θεωρῶ ἀναγκαῖον νὰ ἰδοῦμε τί ὁ αἰώνιος λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς διδάσκει.

Εἰρηνικὸ ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο ὁ Πανάγαθος Θεός. Ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, δημιουργήθηκε «ἄμαχος, εἰρηνική, ἀστασίαστος, πρὸς τὲ τὸν Θεὸν καὶ ἑαυτὴν δι᾿ ἀγάπης ἐσφιγμένη» (Ρ.G. 9, 172Β). Ἡ ἁμαρτία ὅμως καὶ ὁ ἐγωϊσμὸς ἔφερε στοὺς ἀνθρώπους τὰ μίση, τὶς διαιρέσεις, τὶς συγκρούσεις, τὸν φθόνο, τὴν ἀλληλοεξόντωσι, τὴν ἐκδικητικότητα, τὴν ἐπιθετικότητα, τὴν μισανθρωπία.

Ὁ ἀνθρωποκτόνος διάβολος ἐκμεταλλευόμενος τὰ πάθη τῶν ἀνθρώπων τοὺς διαιρεῖ καὶ τοὺς στρέφει ἐναντίον ἀλλήλων.

Τὸν μισάνθρωπο καὶ ἀρχηγὸ τῶν πολέμων διάβολο ἦλθε νὰ νικήση ὁ φιλάνθρωπος καὶ εἰρηνάρχης Χριστὸς καὶ νὰ φέρη στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ θὰ τὸν ἐδέχοντο καὶ ἐπίστευαν, τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ.

Γιὰ νὰ εἰρηνεύσῃ ὁ Κύριος τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸν Θεόν, μὲ τὸν ἑαυτόν τους καὶ μεταξύ των, ἀνέβηκε στὸν Σταυρό. Ἡ εἰρήνη ποὺ ἐπηγγέλθησαν οἱ Ἄγγελοι τὴν νύκτα τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου μὲ τὸ «δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη» ἀνέβλυσε ἀπὸ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ».

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Κολοσσαεῖς ἐπιστολή του γράφει ὅτι ὁ Θεὸς εὐδόκησε «δι᾿ αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ) νὰ συμφιλιώση μετὰ τοῦ ἑαυτοῦ του τὰ πάντα, τόσον τὰ ἐπίγεια, ὅσον καὶ τὰ ἐπουράνια, ἀφοῦ ἔφερε τὴν εἰρήνην μὲ τὸ αἷμα τοῦ σταυροῦ του. Καὶ σεῖς κάποτε ἤσαστε ἀποξενωμένοι καὶ ἐχθρικῆς διαθέσεως, καὶ τὰ ἔργα σας ἦσαν πονηρά, ἀλλὰ τώρα ὁ Θεὸς σᾶς συμφιλίωσε διὰ τοῦ θανάτου «ἐν τῷ σώματι τῆς σαρκὸς αὐτοῦ…» (1, 20–22).

Τόσο μεγάλη καὶ ἀγεφύρωτος ἦταν ἡ ἔχθρα τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸν Θεό, τῶν ἀνθρώπων μεταξύ των καὶ μέσα των, ὥστε χρειάσθηκε νὰ χύση τὸ αἷμα του ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς γιὰ νὰ μᾶς εἰρηνεύσῃ.

Δῶρο λοιπὸν τοῦ Σταυρωθέντος Χριστοῦ ἡ εἰρήνη. Δῶρο ποὺ δὲν μᾶς δίδεται κατὰ ἕνα μαγικὸ τρόπο, ἀλλὰ προϋποθέτει τὸν ἰδικό μας ἀγώνα νὰ δεχθοῦμε τὸ δῶρο καὶ νὰ τὸ ἀξιοποιήσουμε. Χρειάζεται κι ἐδῶ συνέργεια. Οὔτε μόνοι μας χωρὶς τὸν Σταυρωθέντα Χριστὸ ἠμποροῦμε νὰ κατακτήσουμε τὴν ἐσωτερικὴ καὶ ἐξωτερικὴ εἰρήνη, οὔτε πάλι ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ μᾶς τὴν δώσῃ χωρὶς τὸν δικό μας ἀγώνα, γιατί ἔτσι θὰ καταργοῦσε τὴν ἐλευθερία μας.

Ἂν ἀκόμη καὶ στὴν ἁγία Ἐκκλησία ὑπεισέρχεται ὁ πειρασμὸς καὶ ἐκμεταλλευόμενος τὰ πάθη μας φυγαδεύει τὴν εἰρήνη, ὅμως ἡ Ἐκκλησία στὸν ἐσώτερο πυρήνα της εἶναι πάντα «τὸ ἄσυλον τῆς εἰρήνης ἀνάκτορον» (Ἅγιος Μάξιμος) καὶ ὁ θυσιαζόμενος στὴν Ἁγία Τράπεζα Κύριος εἶναι ἡ πηγὴ αὐτῆς τῆς εἰρήνης. Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἐπάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα βρίσκεται ἐσφαγμένος ὁ Χριστός. Σφάχτηκε γιὰ νὰ φέρη τὴν εἰρήνη ἀνάμεσα στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ, γιὰ νὰ σὲ κάνη φίλο μὲ τοὺς ἀγγέλους, γιὰ νὰ σὲ συμφιλιώση μὲ τὸν Θεὸ τῶν ὅλων. Γιὰ νὰ κάνη φίλο μὲ τοῦ Θεοῦ ἐσένα ποὺ εἶσαι ἐχθρὸς καὶ ἀντίπαλός του… Γιὰ νὰ ἔχῃς εἰρήνη μὲ τὸν ἀδελφό σου ἔγινε ἡ θυσία αὐτή» (Ρ.G. 49, 382-2).

Ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκεται πάντα σὲ ἕνα διαρκῆ ἀγώνα, σὲ μία διαρκῆ πορεία εἰρήνης μὲ ἐπικεφαλῆς τὴν Παναγία μας, τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς Μάρτυρας, τοὺς Ὁσίους τοὺς εὐσεβεῖς εἰρηνικοὺς καὶ εἰρηνοποιοὺς Χριστιανοὺς ὅλων τῶν αἰώνων.

Ἡ πορεία αὐτὴν δὲν προβάλλεται, δὲν διατυμπανίζεται, ἀλλὰ μυστικὰ ἀκτινοβολεῖ τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο. Ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ «οὐκ ἔρχεται μετὰ παρατηρήσεως (Λουκ. 17, 20), δηλαδὴ μὲ ἐξωτερικὸ θόρυβο.

Αὐτὴ τὴν εἰρήνη μᾶς ἄφησε ὁ Κύριος ὡς πολύτιμη κληρονομία μετὰ τὴν ἁγία Του Ἀνάστασι. Αὐτὴ εἶναι «τὸ ἐξιτήριον δῶρον τοῦ εἰρηνικοῦ», κατὰ τὸν ἅγιον Γρηγόριον τὸν Θεολόγον (Ρ.G. 35, 1149). Οἱ πρῶτες λέξεις τοῦ Ἀναστάντος ἦταν «εἰρήνη ἡμῖν» (Λουκ. 24, 37).

Αὐτὴ τὴν εἰρήνη μᾶς χορηγεῖ ἡ Ἁγία Ἐκκλησία μὲ τὰ ἱερά της Μυστήρια καὶ τὴ θεία Λατρεία της. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Ἡ μὲ προσευχὲς καὶ ψαλμωδίες καθημερινὴ συνομιλία μὲ τὸ Θεὸ καὶ ὅλες τὶς ἐπιδρομὲς (τῶν παθῶν) καταπραΰνει καὶ τὶς ἀλλάζει (πρὸς τὸ καλό), καὶ τὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες ἀναχαιτίζει, καὶ τὴν πλεονεξία περιορίζει, καὶ τὴν κούφια ἔπαρση χαμηλώνει, καὶ τὸ φθόνο ἐξαφανίζει, καὶ τὸ πάθος τοῦ θυμοῦ μετριάζει, καὶ τὴ μνησικακία ἐξαφανίζει, καὶ ἀφοῦ παραμερίση τὴν πικρία (τῆς ψυχῆς) καὶ τὴ φιλονεικία, παρέχει τὴν εἰρήνη καὶ τὴν εὐνομία καὶ τὴν εὐμάρεια καὶ στὶς πόλεις καὶ στὰ σπίτια, καὶ στὶς ψυχὲς καὶ στὰ σώματα, καὶ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν τὴ συζυγικὴ ζωὴ καὶ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν διαλέξει τὸν μοναχικὸ βίο» (Ὁμιλία ΝΑ´).

Ὅσον ὁ Χριστιανὸς ἀγωνίζεται κατὰ τοῦ ἐγωϊσμοῦ, τῆς φιλαυτίας καὶ τῶν παθῶν του καὶ προάγεται στὴν ἀγάπη, τὴν φιλοθεΐα καὶ τὴ φιλανθρωπία, εἰρηνεύει ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικά. Λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: «ἐὰν εἰρήνη ᾖ, καὶ ἀγάπη ἔσται· ἂν ἀγάπη, καὶ εἰρήνη ἔσται» (Ρ.G. 62, 174).

Ὅπως δὲ ἔγραψε ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης: «Ψυχὴ ἁμαρτωλός, αἰχμάλωτος τῶν παθῶν, δὲν δύναται νὰ ἔχῃ εἰρήνην καὶ χαρὰν ἐν τῷ Κυρίῳ καὶ ἔστω καὶ ἂν κατέχη ὅλα τὰ πλούτη τῆς γῆς, ἔστω καὶ ἂν βασιλεύη ἐφ᾿ ὅλου του κόσμου».

Ὁ εἰρηνεύσας μὲ τὸν Θεό, μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ μὲ τοὺς συνανθρώπους του Χριστιανὸς μεταδίδει τὴν εἰρήνη καὶ στὸ περιβάλλον του. Γίνεται εἰρηνοποιὸς καὶ ἀναπαύει τοὺς συνανθρώπους του μὲ τὴν εἰρηνικὴ κατάστασι τῆς ψυχῆς του. Ἀντίθετα ὁ ἀνειρήνευτος ἄνθρωπος μεταδίδει ταραχὴ καὶ ἄγχος.

Δὲν θὰ ἦταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς ὁ Ἄρχων τῆς Εἰρήνης, ἐὰν δὲν νικοῦσε τὸν διάβολο καὶ τὸν θάνατο μὲ τὸ Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάστασί Του. Οἱ ἀπελπισμένοι αἰχμάλωτοι τοῦ θανάτου δὲν ἠμποροῦν νὰ εἰρηνεύσουν.

Ποθοῦμε τὴν εἰρήνη γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Ζητοῦμε τὴν Χάρι τοῦ Σταυρωθέντος καὶ Ἀναστάντος Κυρίου γιὰ νὰ γινώμεθα καὶ ἡμεῖς μὲ τὸν καθημερινό μας ἀγώνα μέτοχοι τῆς ἰδικῆς Του ἀληθινῆς καὶ θείας εἰρήνης. Ὁμολογοῦμε καὶ ἡμεῖς μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο: «Αὐτὸς γὰρ ἐστὶν ἡ εἰρήνη ἡμῶν» (Ἐφ. 2, 14).

Καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸν εὐχαριστοῦμε, τὸν προσκυνοῦμε καὶ τὸν δοξάζομε.

Χριστὸς Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!

Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς
τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους
Ἀρχιμ. Γεώργιος
Ἅγιον Πάσχα 2004