Ἡμέρα χαρᾶς καὶ δοξολογίας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ νίκη τῆς ὀρθῆς πίστεως κατὰ τῶν «χριστιανοκατηγόρων» Εἰκονομάχων καὶ ὅλων τῶν αἱρετικῶν. Μεγάλος ἦταν ὁ πόνος τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρέσεως ἐπὶ ἑκατὸν περίπου χρόνια. Καὶ γι᾿ αὐτὸ μεγάλη σήμερα ἡ χαρά της:
«Ἡμέρα χαρμόσυνος, καὶ εὐφροσύνης ἀνάπλεως, πεφανέρωται σήμερον· φαιδρότης δογμάτων γάρ, τῶν ἀληθεστάτων, ἀστράπτει καὶ λάμπει, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, κεκοσμημένη ἀναστηλώσεσιν, Εἰκόνων τῶν ἁγίων νῦν, ἐκτυπωμάτων καὶ λάμψεσι· καὶ ὁμόνοια γίνεται, τῶν πιστῶν θεοβράβευτος» (Προσόμοιον αἴνων Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας).
Ἀλλὰ καὶ ἡμέρα μνήμης τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ Ὁμολογητῶν, οἱ ὁποῖοι δὲ συνεβιβάσθησαν μὲ τὴν αἵρεση καὶ τὴν πολιτικὴ ἐξουσία καὶ τὴ διορισμένη ἀπ᾿ αὐτὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία, ἀλλὰ ἐκράτησαν, ὁμολόγησαν καὶ παρέδωσαν τὴν Ὀρθόδοξο πίστην ὑποστάντες διωγμούς, φυλακίσεις, βασανιστήρια, ἐξορίες, δημόσιες διαπομπεύσεις καὶ ἐξευτελισμοὺς καὶ τελικὰ πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς καὶ μαρτυρικοὺς θανάτους.
«Ἐπὶ τούτοις τοὺς τῆς εὐσεβείας Κήρυκας ἀδελφικῶς τε καὶ πατροποθήτως, εἰς δόξαν καὶ τιμὴν τῆς εὐσεβείας, ὑπὲρ ἧς ἠγωνίσαντο, ἀνευφημοῦμεν καὶ λέγομεν: Γερμανοῦ, Ταρασίου, Νικηφόρου καὶ Μεθοδίου (Πατριαρχῶν) τῶν ὡς ἀληθῶς ἀρχιερέων Θεοῦ, καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας προμάχων καὶ Διδασκάλων αἰωνία ἡ μνήμη» (Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας).
Ἐν συνεχείᾳ μακαρίζονται οἱ ἐκ τῶν Μητροπολιτῶν, Ἀρχιεπισκόπων, Ἡγουμένων καὶ Μοναχῶν Ὁμολογηταί.
Εὐφημοῦνται ἐπίσης οἱ ὀρθόδοξοι βασιλεῖς, καὶ μάλιστα ὅσοι γενόμενοι μοναχοὶ ἀντίλαξαν τὴν ἐπίγεια Βασιλεία μὲ τὴν Οὐράνια.
Ὅμως ἡ Ἐκκλησία θέλει νὰ μὴ λησμονήσουμε καὶ ὅσους αἱρετικοὺς πολέμησαν τὴν Ἀλήθειά της. Αὐτοὺς τοὺς ὑποβάλλει σὲ ἀναθέματα, ἀκολουθώντας τοὺς λόγους τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ᾿ ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. α´ 9).
Εἶναι πολὺ λυπηρό, ὅτι μέλη τῆς Ἐκκλησίας (Πατριάρχαι, Ἀρχιερεῖς, Ἱερεῖς, Ἡγούμενοι, Μοναχοὶ καὶ λαϊκοί) ἐκήρυξαν αἱρετικὲς διδασκαλίες, προσπάθησαν νὰ τὶς ἐπιβάλλουν στὴν Ἐκκλησία καὶ παρέσυραν πλῆθος ψυχῶν στὴν ἀπώλεια. Προέταξαν τὸν ἀνθρώπινο λόγο τοῦ θείου λόγου. Ἔκριναν τὴν Ἀποκάλυψη καὶ τὴ Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας βάσει τῆς κοσμικῆς σοφίας, ἐνῷ ἔπρεπε νὰ κρίνουν τὴ φιλοσοφία μὲ τὰ κριτήρια τῆς ἀποκαλυφθείσης Ἀληθείας καὶ Θεολογίας. Ἔτσι, ἔβγαλαν τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξο Πίστη καὶ ὡς ἐκ τούτου καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία. Τὸ «ἀνάθεμα» ἦταν δική τους ἐπιλογή.
Ἡ Ἐκκλησία ἐκφωνεῖ δημόσια τὰ ἀναθέματα, γιὰ νὰ προφυλάξει τὸ Ὀρθόδοξο ποίμνιο ἀπὸ τὴ λύμη καὶ τὶς παγίδες τῶν αἱρετικῶν. Ἡ ἐκφώνησις ἄρα τῶν ἀναθεμάτων ἔχει παιδαγωγικὸ χαρακτῆρα καὶ δὲ πρέπει νὰ παραλείπεται κατὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Συνοδικοῦ της Κυριακῆς της Ὀρθοδοξίας χάριν δῆθεν φιλανθρωπίας.
Οἱ μακαρισμοὶ τῶν Ὀρθοδόξων Ὁμολογητῶν καὶ τὰ ἀναθέματα τῶν αἱρετικῶν μᾶς καθιστοῦν ὅλους προσεκτικούς, ὥστε νὰ μὴν ἐκπέσουμε σὲ κάποια αἵρεση, παλαιὰ ἢ νέα, καὶ χάσουμε τὴ σωτηρία μας. Βοηθοῦν ἀκόμη τὸ ποίμνιο νὰ διατηρεῖ τὴ δογματική του εὐαισθησία. Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ Ποιμαντικὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶχε πάντοτε δογματικὲς καὶ θεολογικὲς βάσεις, ὅπως φαίνεται καὶ στὴ Λατρεία. Ἡ ἀδογμάτιστος, ἀθεολόγητος, ἠθικιστικὴ Ποιμαντικὴ εἶναι ὑπεύθυνη γιὰ τὴν ἀδιαφορία καὶ ἄγνοια τῆς πίστεώς μας ἀπὸ μέρος τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι παρήγορο ὅτι στὰ Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος περιλαμβάνονται γιὰ πρώτη φορὰ καὶ ἀναθέματα κατὰ τῶν αἱρετικῶν. Πρόκειται γιὰ μία πολὺ σωστὴ ἐνέργεια, ποὺ ἐπαναφέρει τὴν Ἐκκλησία σὲ μιὰ πιστότερη βίωση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας. Παρόμοια σωστὴ ἐνέργεια εἶναι καὶ ἡ ἔκδοση ἐμπεριστατωμένης Ἐγκυκλίου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου περὶ μὴ μεταδόσεως τῶν θείων Μυστηρίων σὲ ἑτεροδόξους.
Σήμερα ἔχουμε ν᾿ ἀντιμετωπίσουμε μία ἄλλη Εἰκονομαχία, τὴν πίεση ποὺ ἀσκεῖ ἡ ἐκκοσμικευμένη κοινωνία στὴν Ἐκκλησία νὰ προσαρμοστεῖ στὰ ἰδικά της μέτρα καὶ ἰδεώδη, ὥστε καὶ ἡ Ἐκκλησία νὰ ἐκκοσμικευθεῖ. Ὁ κίνδυνος γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἐκκοσμίκευση εἶναι μεγάλος. Ἀντὶ ἡ Ἐκκλησία νὰ βοηθεῖ τὸν κόσμο νὰ ἐκκλησιοποιηθεῖ, ὁ κόσμος προσπαθεῖ νὰ ἐπηρεάσει τὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ τὴ μεταβάλλει σὲ κόσμο. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία θὰ κρατεῖ τὰ τυπικά της, ἀλλὰ θὰ χάσει τὴν πίστη της. Θὰ πάθει ὅ,τι ἔπαθε ὁ Παπισμός, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἔγραφε:
«Διὰ τοῦ δόγματος τοῦ ἀλαθήτου ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ἀπώλεσε τὴν πνευματικήν της ἐλευθερίαν, ἀπώλεσε τὸν στολισμὸν αὐτῆς, ἐκλονίσθη ἐκ βάθρων, ἐστερήθη τοῦ πλούτου τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ· ἀπὸ πνεύματος δὲ καὶ ψυχῆς κατέστη ἄναυδον σῶμα».
Ἡ οὐσία τῆς ἐκκοσμικεύσεως εἶναι ὁ ἀνθρωποκεντρισμός. Ἀντιθέτως, ἡ οὐσία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Θεανθρωποκεντρισμός. Ἐὰν ἡ Ἐκκλησία χάσει ἢ ἐλαττώσει τὸ θεανθρωποκεντρικό της χαρακτῆρα, ἐκπίπτει σὲ ἕνα θρησκευτικὸ ἵδρυμα ἢ σὲ μία ἀπὸ τὶς θρησκεῖες τοῦ κόσμου.
Ὁ ἐκκοσμικευμένος ἄνθρωπος δέχεται τὴν Ἐκκλησία ὡς μία ἀπὸ τὶς θρησκεῖες τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ὄχι ὡς τὴ μόνη Ἀλήθεια ποὺ σῴζει τὸν ἄνθρωπο ἐν Χριστῷ. Πρὸς τὸ σκοπὸ αὐτὸ προσπαθεῖ νὰ ἐξισώσει καὶ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μας μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες. Ὁδηγεῖ πρὸς μία πανθρησκεία διὰ τῆς συνεργασίας ὅλων τῶν θρησκειῶν. Σκοπὸς δὲν εἶναι ἡ Ἀλήθεια ποὺ σῴζει, ἀλλὰ ἡ ἐνδοκόσμια εἰρήνη. Φυσικά, αὐτὴ ἡ ἐπιδίωξη συμφέρει τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ αἰῶνος τούτου, ποὺ θέλουν τοὺς λαοὺς ὑποταγμένους στὴν κυριαρχία τους καὶ διὰ τῆς συνεργασίας τῶν θρησκειῶν εἰρηνικοὺς (κατεσταλμένους).
Χάριν τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως, οἱ Ὀρθόδοξοι στὶς διαθρησκευτικὲς συναντήσεις δὲν ὁμολογοῦν τὸ Χριστό. Ἀνέχονται, ἔτσι, νὰ κατατάσσεται ἡ Ἐκκλησία στὶς μονοθεϊστικὲς θρησκεῖες μαζὶ μὲ τὸν Ἰουδαϊσμὸ καὶ τὸ Μωαμεθανισμό. Ἀλλὰ εἶναι θεμελιώδης διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων ὅτι εἶναι ἄθεος ὁ μὴ πιστεύων εἰς Θεὸν Τρισυπόστατον καὶ εἰς τὸν σαρκωθέντα Λόγον τοῦ Θεοῦ. «Ὁ μὴ τιμῶν τοῦ υἱὸν οὐ τιμᾷ τὸν πατέρα τὸν πέμψαντα αὐτόν» (Ἰω. ε´, 23). «Ὁ δὲ ἀπειθῶν τῷ υἱῷ οὐκ ὄψεται ζωήν, ἀλλὰ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ μένει ἐπ᾿ αὐτόν» (Ἰω. γ´, 36). Κατὰ δὲ τὸ Μέγα Βασίλειο: «οὐ πιστεύει δὲ εἰς Πατέρα ὁ μὴ πιστεύσας τῷ Υἱῷ» (Περὶ Ἁγίου Πνεύματος, P.G. 32, 116 AB).
Μὴ ὁμολογοῦντες τὸ Χριστὸ οἱ Ὀρθόδοξοι, ἀδικοῦν τὸν ἑαυτό τους, διότι ἐκπίπτουν τῆς Ὀρθοδόξου ὁμολογίας. Ὁ Κύριος ρητῶς εἶπε ὅτι «ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ι´, 32).
Ἀλλὰ ἀδικοῦν καὶ τοὺς ἑτεροθρήσκους, στοὺς ὁποίους δίνουν τὴν ἐντύπωση ὅτι τὸν ἴδιο Θεὸ ἔχουμε καὶ ἄρα δὲν πειράζει ποὺ δὲν πιστεύουν στὸ Χριστό. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφερόμενος στοὺς Νεομάρτυρας γράφει ὅτι εὐσπλαχνίσθηκαν τοὺς ἀλλοπίστους γιὰ τὴν ἀπώλειά τους καὶ μὲ τὴν ὁμολογία τους ἔδωσαν εἰς αὐτοὺς τὴν εὐκαιρία νὰ πιστεύσουν στὸ Χριστό: «…πολλοὶ ἐκ τῶν Μαρτύρων τούτων ἐλεήσαντες τὴν ἀπώλειαν τῶν ἀλλοπίστων, ἐπῆγαν ἐπὶ τούτου εἰς τὸ Μαρτύριον καὶ ἐκήρυξαν εἰς αὐτοὺς τὴν ἀλήθειαν, διδάσκοντές τους νὰ ἀφήσουν τὸ σκότος εἰς τὸ ὁποῖον εὑρίσκονται, καὶ νὰ προστρέξουν εἰς τὸ φῶς τῆς τοῦ Χριστοῦ θεοσεβείας καὶ πίστεως, ἵνα μὴ κατακριθῶσιν ἐν τῷ ἀσβέστῳ πυρὶ τῆς Κολάσεως. Ἀλλὰ αὐτοὶ οἱ ἄθλιοι τυφλωθέντες ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, καὶ ἀπὸ τὰ πάθη, δὲν ἠμπόρεσαν νὰ ἀνοίξουν τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς καὶ νὰ ἰδοῦν τὴν ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ τῆς τῶν Χριστιανῶν πίστεως· καθὼς λέγει ὁ Παῦλος «ὁ Θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου ἐτύφλωσε τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων, εἰς τὸ μὴ αὐγᾶσαι αὐτοῖς τὸν φωτισμὸν τοῦ Εὐαγγελίου τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ» (Β´ Κορ. δ´, 4)· ὅθεν καὶ ἔχουν νὰ μείνουν ἀναπολόγητοι ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως· καθότι καὶ τὸ κήρυγμα ἀκούσαντες τῶν νέων τούτων Μαρτύρων, καὶ τὰ τόσα καὶ τόσα φοβερὰ μαρτύρια τούτων ἰδόντες, καὶ δι᾿ αὐτῶν γινόμενα τοῦ Θεοῦ θαυμάσια, δὲν ἐπίστευσαν, ἀλλὰ πάλι ἔμειναν μὲ τὸ σκότος· «ἀπετύφλωσε γὰρ αὐτοὺς ἡ κακία αὐτῶν, καὶ οὐκ ἔγνωσαν μυστήρια Θεοῦ» (Σοφ. Σολ. β´, 21-22)». Ἔτσι, ἄλλωστε, ἀντελήφθησαν τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου οἱ ἅγιοι Μάρτυρες, παλαιοὶ καὶ νέοι καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες Μέγας Φώτιος, Γρηγόριος Παλαμᾶς καὶ Γενάδιος Σχολάριος, ποὺ μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους ἔκαναν Διάλογο μὲ τοὺς Μουσουλμάνους καὶ ὁμολόγησαν τὸ Χριστὸ ὡς Θεό.
Ὑπάρχουν καὶ ἄλλες ἐπιπτώσεις ἀπὸ τὴ συμμετοχὴ Ὀρθοδόξων στὶς διαθρησκειακὲς καὶ πανθρησκειακὲς συναντήσεις. Οἱ πιστοὶ Ὀρθόδοξοι σκανδαλίζονται βλέποντας τοὺς ποιμένας τους νὰ συμφύρωνται μετὰ τῶν ποικίλων ἐκπροσώπων τῶν ἄλλων θρησκειῶν, ἀκόμη καὶ τῶν παγανιστικῶν, καὶ μάλιστα ὅταν λαμβάνουν χώρα κάποιες συμβολικὲς πράξεις λατρείας, ὅπως τὸ ἄναμμα κεριῶν στὸ Θεὸ ποὺ κάθε ἕνας πιστεύει. Οἱ δὲ ἀδιάφοροι καὶ χλιαροὶ Ὀρθόδοξοι ἑδραιώνονται στὴν πλάνη τους, ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι τὸ ἴδιο. Ἔτσι, προάγεται ὁ θρησκευτικὸς συγκρητισμός, μὲ ἐπίδραση μάλιστα ποὺ ἀσκοῦν τὰ Μ.Μ.Ε., τὰ ὁποῖα προβάλλουν τὰ διαθρησκευτικὰ αὐτὰ συνέδρια.
Μὲ τὴν ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων ἡ Ἐκκλησία ἐξακολούθησε νὰ ἀποκαλύπτεται ὡς κοινωνία προσώπων ἐν Χριστῷ. Δὲν ἐπεκράτησαν οἱ μονοφυσίζοντες Εἰκονομάχοι. Τὸ πρόσωπον (ὑπόστασις) τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ποὺ προσέλαβε τελεία ἀνθρωπίνη φύση γιὰ νὰ τὴν ἑνώσει μὲ τὴ θεία φύση, ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι τὸ κέντρο τῆς πίστεώς μας καὶ τοῦ κόσμου (διακόσμου) τῶν Ναῶν μας. Τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου περιβάλλουν τὰ πρόσωπα τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν Ἁγίων. Κάθε πιστὸς στὴν Ἐκκλησία σῴζεται ὡς πρόσωπο. Ἡ Ἐκκλησία δὲ μπορεῖ τελικὰ νὰ γίνει μᾶζα ἢ ἰδεολογία ἢ θρησκεία, ὅπως θέλει ἡ ἐκκοσμίκευσις. Οἱ Εἰκονομάχοι, καταργήσαντες τὶς ἱερὲς εἰκόνες, δὲ φανέρωναν τὴν Ἐκκλησία ὡς κοινωνία προσώπων καὶ ἔτσι δὲ βοηθοῦσαν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας νὰ γίνονται πρόσωπα, εἰκόνες κατ᾿ εἰκόνα τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Πρότυπα τῶν Εἰκονομάχων ἦταν οἱ ἑβραϊκὲς συναγωγὲς καὶ τὰ μουσουλμανικὰ τεμένη.
Βέβαια οἱ Εἰκονομάχοι χαρακτήριζαν τοὺς Ὀρθοδόξους ὡς φανατικούς, εἰδωλολάτρες, ἀκραίους, (μὲ σύγχρονη ὁρολογία φονταμενταλιστές). Ὅμως οἱ «φανατικοὶ» εἰκονόφιλοι παρέδωσαν στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸν κόσμο ὄχι μόνο τὴ δυνατότητα νὰ λειτουργοῦν οἱ Χριστιανοὶ ὡς πρόσωπα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνεπανάληπτη τέχνη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωγραφικῆς. Ἔχουν σκεφτεῖ ἄραγε οἱ ἐκσυγχρονισταὶ ποὺ σήμερα συντάσσονται μὲ τὸ πνεῦμα τῶν εἰκονομάχων, τί θὰ ἔχανε ἡ θεολογία καὶ ὁ πολιτισμός, ἐὰν ἐπικρατοῦσαν οἱ Εἰκονομάχοι;
Οἱ Εἰκονομάχοι ἦταν οἱ ἐκκοσμικευμένοι Χριστιανοὶ τῆς ἐποχῆς τους. Ἡ ἐκκλησία μὲ αἱματηροὺς ἀγῶνες τοὺς ἀπέκρουσε. Τὸ ἴδιο πρέπει νὰ γίνει καὶ σήμερα. Οἱ ποιμένες καὶ ὁ εὐσεβὴς λαὸς νὰ κρατήσουμε μὲ ἄγρυπνη συνείδηση τὴν πίστη μας καθαρὰ ἀπὸ κάθε στοιχεῖο ἐκκοσμικεύσεως (ὅπως εἶναι ὁ πανθρησκειακὸς συγκρητισμὸς καὶ ὁ δογματικὸς μινιμαλισμὸς καὶ πλουραλισμός).
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν Ἐκκλησία, τὴν κατευθύνει πάντοτε πρὸς πᾶσαν τὴν Ἀλήθειαν καὶ ἡ Ἐκκλησία, παρὰ τὶς τρικυμίες τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν καὶ αἱρετικῶν παρεκκλίσεων ποὺ προσπαθοῦν νὰ τὴν καταβυθίσουν, συνεχίζει τὸν πλοῦν της πρὸς τὸν ἀκύμαντο λιμένα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.