Ἡ ἁγία μας Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων. Γι᾿ αὐτὸ στὴν Ἐκκλησία μας δὲν αὐτοσχεδιάζουμε οὔτε ἀκολουθοῦμε τὸν λογισμό μας, ἀλλὰ «ἐπόμεθα τοῖς θείοις Πατράσιν» (Δ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος), ὅπως καὶ ἐκεῖνοι ἤποντο τοῖς ἁγίοις Ἀποστόλοις καὶ Προφήταις.
Θὰ πρέπη λοιπὸν καὶ στὸ θέμα τῶν διαθρησκειακῶν σχέσεων καὶ ἐκδηλώσεων νὰ ἀκολουθοῦμε τοὺς Προφήτας, τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς Πατέρας. Ὅπως διδάσκει καὶ ὁ ἱερὸς Ἰωσὴφ Βρυέννιος: « Ἀμήχανον ἄλλως τὴν ἀλήθειαν γνῶναι ἢ θεολογίας ἅπτεσθαι μὴ τοῖς ἁγίοις ἑπόμενον».
Εἶναι γνωστὸν ὅτι τὸ κήρυγμα τῶν Προφητῶν ἦταν κήρυγμα ἀνενδότου καὶ ἀνυποχωρήτου ἀγῶνος κατὰ κάθε μορφῆς ἀναμίξεως ἢ θρησκευτικοῦ συγχρωτισμοῦ μὲ τοὺς περιβάλλοντας τότε τὸν Ἰσραὴλ εἰδωλολατρικοὺς λαούς. Καὶ μόνον τὸ παράδειγμα τοῦ προφήτου Ἠλία, τοῦ ὁποίου κατ᾿ αὐτὰς ἑορτάζουμε τὴν μνήμη, φθάνει νὰ μᾶς πείση γιὰ τὴν ἀλήθεια αὐτή.
Ἀνένδοτοι ἐπίσης ἦσαν καὶ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, ὄχι μόνον κατὰ τῶν εἰδωλολατρικῶν θρησκειῶν ἀλλὰ καὶ κατὰ τοῦ ἀρνουμένου τὸν Χριστὸν ὡς Θεὸν ἐνανθρωπήσαντα καὶ μοναδικὸν Σωτῆρα τῶν ἀνθρώπων Ἰουδαϊσμοῦ. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος κηρύττει: «Πᾶν πνεῦμα ὃ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι· καὶ πᾶν πνεῦμα ὃ μὴ ὁμολογεῖ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι· καὶ τοῦτο ἐστὶ τὸ τοῦ ἀντιχρίστου ὃ ἀκηκόατε ὅτι ἔρχεται, καὶ ἐν τῷ κόσμῳ ἐστὶν ἤδη» (Α´ Ἰωάν. 4, 2-3).
Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐπίστευαν ὡς γνωστὸν ἀκραδάντως ὅτι μόνον ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς σώζει τὸν ἄνθρωπο, ὅτι κάθε παραχώρησις πρὸς τὶς ἄλλες θρησκεῖες ἢ αἱρέσεις ἀποτελεῖ ἄρνησι καὶ προδοσία τοῦ Χριστοῦ καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀκυρώνει τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Λόγῳ τῆς πίστεως αὐτῆς οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐτέλεσαν μεγάλους ἀγώνας κατὰ τῆς εἰδωλολατρίας καὶ κατὰ τῶν λεγομένων μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν, τὶς ὁποῖες θεωροῦσαν ἐξίσου ἐπικίνδυνες μὲ τὴν εἰδωλολατρία καὶ ὡς «μία κεκαλυμμένη ἀσέβεια ποὺ εὐκόλως δύναται νὰ ἀπατήσῃ τὸν νοῦν» (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης).
Ἐτέλεσαν ἐπίσης μεγάλους ἀγώνας κατὰ τῶν αἱρετικῶν παραχαράξεων τῆς ὀρθῆς Πίστεως καὶ ὑπέστησαν χάριν τῆς Ἀληθείας διωγμούς, φυλακίσεις, ἐξορίες, βασανιστήρια καὶ πικροὺς θανάτους. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες μακαρίζονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὡς Ὁμολογηταὶ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ ἰσοστάσιοι μὲ τοὺς ἁγίους Μάρτυρας, παλαιοὺς καὶ νέους.
Μελετώντας τοὺς βίους τῶν Ἁγίων ποὺ ἦρθαν σὲ ἐπαφὴ καὶ συζητήσεις μὲ τοὺς Μουσουλμάνους, ὅπως ὁ ἅγιος Φώτιος καὶ ὁ μαθητής του Κωνσταντῖνος (μετέπειτα ἅγιος Κύριλλος, ἀπόστολος τῶν Σλάβων), ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ἱερὸς Γεννάδιος ὁ Σχολάριος, διαπιστώνουμε ὅτι ἐνῶ ἡ μουσουλμανικὴ πλημμυρίδα ἀπειλοῦσε τὸ Βυζάντιο, οἱ θεοφόροι αὐτοὶ ἄνδρες στὶς συζητήσεις τους μὲ τοὺς μουσουλμάνους ἐτόνιζαν ὅτι ἀληθὴς Θεὸς εἶναι ὁ Τριαδικὸς Θεός, ὅτι μόνος Σωτήρας τῶν ἀνθρώπων εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ὅτι ὁ Μωάμεθ εἶναι ψευδοπροφήτης.
Τὶς ἀλήθειες αὐτὲς ὑπεστήριξαν γιὰ νὰ μὴν ἀθετήσουν τὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ καὶ φανοῦν ἔνοχοι ἀρνήσεώς Του, ἀλλὰ καὶ ἐξ ἀγάπης πρὸς τοὺς μουσουλμάνους μήπως τυχὸν πιστεύσουν στὸν Χριστὸ καὶ σωθοῦν.
Στοὺς συγχρόνους διαλόγους δίδεται δυστυχῶς ἡ ἐντύπωσις ὅτι τὸ θέμα τῆς Πίστεως εἶναι δευτερεῦον ἢ καὶ μπορεῖ τελείως νὰ παρασιωπᾶται, προκειμένου νὰ ἐπιτύχουμε πρακτικοὺς σκοπούς, ὅπως εἶναι ἡ συνεργασία γιὰ τὴν εἰρήνη ἢ τὴν οἰκολογία.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες τονίζουν ὅτι ὅπου ὑπάρχει ἀληθινὴ καὶ ζῶσα πίστις, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ὁμολογῆται ὁ Τριαδικὸς Θεὸς καὶ ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. «Θρησκείαν οἶδα καὶ τῶν δαιμόνων σέβας. Ἡ δ´ εὐσέβεια, προσκύνησις τῆς Τριάδος», γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (ποίημα ΛΔ´). Μάλιστα ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης στὴν «Ἐπιστολὴν στηρικτικὴν» γράφει πρὸς τοὺς ὑποδουλωθέντας Χριστιανοὺς τὶς παραμονὲς τῆς πτώσεως τῆς Θεσσαλονίκης, ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ «πρὸ πάντων ἀναγκαιότερον φυλάσσειν αὐτοῦ καθαρὰν καὶ ἀκλινῆ τὴν ὁμολογίαν. Χωρὶς γὰρ τούτου τὰ πάντα εἰσὶ νεκρά... Οὕτω χωρὶς τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεως οὐδὲν ὄφελος ἔσται...» καὶ «ὃ δοκεῖ ἐνεργεῖν (χωρὶς τὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ) τοῦ πονηροῦ ἐστι ἐξαπάτη καὶ τῆς πλάνης ὑπάρχει καρπός». Καὶ ἀκόμη «οὐδὲ ἀγαθὰ εἰσὶν ἃ δοκεῖ ποιεῖν ὁ ἄπιστος ἀγαθά, πονηρία δὲ μᾶλλον καὶ εἰς Θεοῦ παραλύπησιν» (Ἅγ. Συμεών, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Ἔργα Θεολογικά, Ἀνάλεκτα Βλατάδων, 1981, σελ. 113).
Ἡ πίστις καὶ ὁμολογία τῶν ἁγίων Πατέρων περὶ τῆς μοναδικότητος τῆς σωτηρίας διὰ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἑνὸς τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀπηχεῖ τὴν διδασκαλία τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου: « Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι᾿ ἐμοῦ» (Ἰω. ιδ´, 6) καὶ «ὁ μὴ ὢν μετ᾿ ἐμοῦ σκορπίζει» (Λουκ. ια´, 23).
Θὰ πρέπη νὰ ληφθῆ σοβαρὰ ὑπ᾿ ὄψιν ποιοὶ καὶ γιὰ ποιοὺς λόγους προωθοῦν τὶς πανθρησκειακὲς ἐκδηλώσεις:
α) Ἡ Ὑπερδύναμις ποὺ στοχεύει στὴν κατάκτησι τοῦ κόσμου καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ κρατᾶ τοὺς λαοὺς ὑποτεταγμένους καὶ χωρὶς θρησκευτικοὺς καὶ ἄλλους ἀνταγωνισμούς.
β) Τὸ Βατικανὸ ποὺ δι᾿ αὐτῶν προβάλλει τὸν Πάπα ὡς κορυφὴ ὄχι μόνον ὅλων τῶν Χριστιανῶν ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν θρησκειῶν. Αὐτὸ φάνηκε καὶ στὴν τελευταία ἐκδήλωσι τῆς Ἀσσίζης.
γ) Ἡ Νέα Ἐποχὴ ποὺ στοχεύει στὴν πανθρησκεία καὶ στὴν παγκοσμιοποίησι.
Στὴν προώθησι πανθρησκειακῶν ἐκδηλώσεων συντελεῖ καὶ ὁ πλουραλισμὸς ποὺ χαρακτηρίζει τὸν ἐκκοσμικευμένο σύγχρονο ἄνθρωπο. Ὁ πλουραλισμὸς ἀπαγορεύει σὲ κάθε πίστι νὰ διεκδικήση τὸ πλήρωμα τῆς Ἀληθείας καὶ νὰ ἰσχυρισθῇ ὅτι εἶναι ἡ μόνη ὁδὸς σωτηρίας. Σωστὰ παρατηρήθηκε ὅτι μόνο γιὰ τὴ δική του ἰδεολογία δὲν ἐπιτρέπει ὁ πλουραλισμὸς κάποια ἀμφισβήτησι ἢ σχετικοποίησι.
Τὸ πνεῦμα τοῦ θρησκευτικοῦ πλουραλισμοῦ ἐξέφραζε ὁ Πρόεδρος τῶν Η.Π.Α. Ἀϊζενχάουερ: «εἶναι χρήσιμο νὰ πιστεύης σὲ κάποια θρησκεία, δὲν ἔχει σημασία σὲ ποιὰ θρησκεία».
Ἡ πρόκλησις γιὰ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἄνδρες νὰ ἀποδείξουν τὸν Χριστιανισμὸ χρήσιμο καὶ ἀποτελεσματικὸ γιὰ τὸν ἐκκοσμικευμένο σύγχρονο ἄνθρωπο εἶναι προφανής. Ἔτσι κινδυνεύουμε νὰ συμβιβασθοῦμε μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου τούτου καὶ νὰ θυσιάσουμε τὴν πιστότητά μας πρὸς τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν ἁγία πατερική μας παράδοσι, ὁπότε καὶ ὁ κατήφορός μας θὰ εἶναι συνεχής.
Αὐτὸ ἔπαθαν οἱ ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ οἱ προτεστάντες.
Ὁ εὐσεβὴς ἀλλὰ δοκιμασμένος λαός μας ἔχει ἀνάγκη νὰ τὸν στηρίξουμε στὴν πατροπαράδοτο εὐσέβεια. Πολλὰ γύρω του τὸν ἐπηρεάζουν ἀρνητικά. Οἱ Χριστιανοί μας κινδυνεύουν ἀπὸ τὸ διαδιδόμενο γενικότερα συγκρητιστικὸ πνεῦμα. Ἂς μὴν τοὺς προκαλοῦμε σύγχυσι καὶ ἂς μὴ συντελοῦμε στὴν ἄμβλυνσι τῆς δογματικῆς τους εὐαισθησίας μὲ τὶς διαθρησκειακὲς ἐκδηλώσεις, ἀλλὰ ἂς τοὺς βοηθήσουμε νὰ πιστεύουν ἀκράδαντα ὅτι: «Οὗτος (ὁ Χριστός) ἐστὶν ὁ λίθος ὁ ἐξουθενωθεὶς ὑφ᾿ ὑμῶν τῶν οἰκοδομούντων (τῶν ἀρχόντων τοῦ Ἰσραήλ) ὁ γενόμενος εἰς κεφαλὴν γωνίας καὶ οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία· οὐδὲ γὰρ ὄνομα ἐστὶν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις, ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. δ´, 12).
Ἀντὶ ἐπιλόγου καὶ συμπεράσματος θὰ παραθέσω τοὺς λόγους τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ποὺ πρέπει νὰ χαρακτηρίζουν κάθε Ὀρθόδοξο Ποιμένα: «Τὰ πρόβατα τὰ ἐμὰ τῆς φωνῆς μου ἀκούει, ἧς ἤκουσα παρὰ τῶν θείων λογίων, ἣν ἐδιδάχθην παρὰ τῶν ἁγίων πατέρων, ἣν ἐδίδαξα κατὰ πάντα καιρὸν ὁμοίως, οὐ συμμορφούμενος τοῖς καιροῖς, καὶ διδάσκων οὐ παύσομαι, μεθ᾿ ἧς ἐγεννήθην καὶ ᾗ συναπέρχομαι» (Λόγος ΛΓ´, Πρὸς Ἀρειανοὺς καὶ εἰς ἑαυτόν).
ΠΗΓΗ: Περιοδικὸ «Παρακαταθήκη», τ.28