Ἀνησυχία γιὰ τὴν προετοιμαζομένη ἀπὸ τὸ Βατικανὸ ἕνωσι Ὀρθοδόξων - Ρωμαιοκαθολικῶν

τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου π. Γεωργίου, Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους


Οἱ φιλικὲς ἐκδηλώσεις καὶ φιλοφρονήσεις Ὀρθοδόξων ταγῶν καὶ οἰκουμενιστῶν πρὸς τὸν Πάπα Ρώμης δὲν θὰ ἐνέπνεαν σοβαρὲς ἀνησυχίες σὲ μεγάλο ἀριθμὸ συνειδητῶν Ὀρθοδόξων, ἐὰν συνωδεύοντο ἀπὸ κάποιες ἐνδείξεις ἀλλαγῆς στὴν γραμμὴ τοῦ Βατικανοῦ. Ἀλλαγὴ ὅμως δὲν παρατηρεῖται. Ἀντιθέτως μάλιστα ἡ Οὐνία ἐνισχύεται, τὸ Πρωτεῖον καὶ τὸ Ἀλάθητον διακηρύσσονται ἀπὸ τὸν Πάπα εὐκαίρως ἀκαίρως καὶ ἡ διπλωματία τοῦ Βατικανοῦ κάνει ὅ,τι μπορεῖ γιὰ νὰ προωθήσῃ μία ἕνωσι μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους σύμφωνη μὲ τὸ πνεῦμα τῆς Συνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας καὶ τῆς Β´ Βατικανείου Συνόδου, οἱ ὁποῖες καλοῦσαν τοὺς «ἀπεσχισμένους ἀδελφοὺς» Ὀρθοδόξους νὰ ἐπανέλθουν στὴν Παπικὴ Ἐκκλησία, διότι μόνον ἡ κοινωνία μὲ τὸν διάδοχο τοῦ Πέτρου ἐξασφαλίζει τὴν πλήρη καὶ ἀληθῆ ἐκκλησιαστικότητα.

Ὁ Παπισμὸς εἶναι δεσμευμένος ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις δεκατεσσάρων «οἰκουμενικῶν» Συνόδων, πέρα τῶν ἑπτὰ ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς ἀδιαιρέτου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἄρα δὲν δύναται νὰ συζητήσῃ ἢ ἀναζητήσῃ ἄλλης μορφῆς ἕνωσι πλὴν τῆς «ἐπιστροφῆς» τῶν Ὀρθόδοξων. Ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις μάλιστα τῆς Β´ Βατικανείου διαπιστώνουμε ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ κάποια ἀνώδυνα καὶ ἐπιφανειακὰ ἀνοίγματα τοῦ Βατικανοῦ πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους, τὸ Πρωτεῖον καὶ τὸ Ἀλάθητον ὄχι μόνον δὲν περιορίζονται ἢ τουλάχιστον ἀποσιωπῶνται, ἀλλὰ ἐνισχύονται ἔναντι τῆς Α´ Βατικανείου Συνόδου.

«Ἡ Β´ Βατικάνειος Σύνοδος... δὲν παρέλειψε νὰ ἐξάρη καὶ ἐνισχύση ἀκόμη περισσότερον καὶ τὸ παπικὸν ἀξίωμα, μέχρι τοῦ σημείου μάλιστα ὥστε ὑπό τινων ὑμνητῶν αὐτοῦ ἐν τῇ Συνόδῳ ἐδημιουργήθη ἡ ὑπόνοια ὅτι κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι πλέον ὁ Χριστός, ἀλλ᾿ ὁ Πέτρος καὶ μέσω αὐτοῦ ὁ Πάπας» (Ἰω. Καρμίρη, Ὀρθοδοξία καὶ Ρωμαιοκαθολικισμός, τόμ. I, Ἀθῆναι 1964, σελ. 25)· καί, ὅσον ἀφορᾶ τὰ ἀνοίγματά της, «πρόκειται περὶ μεταβολῆς τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς καὶ ἐμφανίσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, οὐχὶ δὲ περὶ ἐσωτερικῆς μεταβολῆς ἐν τῇ διδασκαλίᾳ αὐτῆς» (Ἰω. Καρμίρη, Ὀρθοδοξία καὶ Ρωμαιοκαθολικισμός, τόμ. II, Ἀθῆναι 1965, σελ. 170).

Τὴν ἀμετακίνητο ἐμμονὴ τοῦ Παπισμοῦ στὰ δόγματά του βεβαιώνουν κατὰ καιροὺς οἱ Πάπαι τῆς Ρώμης. Ὁ Πάπας Παῦλος ΣΤ´ π.χ. μὲ τὴν πρώτη μετὰ τὴν ἐκλογή του ἐγκύκλιο «Ecclesiam suam» (6/8/1965) διαρκούσης τῆς Β´ Βατικανείου ἐδήλωνε: «ἀπατῶνται ὅσοι πιστεύουσιν, ὅτι ἡμεῖς θὰ ἀποστῶμεν τῶν προνομίων ἡμῶν, τὰ ὁποῖα θεόθεν ἐδόθησαν διὰ τοῦ ἀποστόλου Πέτρου» (Ἰω. Καρμίρη, Ὀρθοδοξία καὶ Ρωμαιοκαθολικισμός, τόμ. II, Ἀθῆναι 1965, σελ. 171). Καὶ ὁ Πάπας Ἰωάννης-Παῦλος Β´ μὲ τὴν ἐγκύκλιό του «Lumen Orientalis» (25/3/1995) κινεῖται στὴν ἴδια γραμμή, ὅπως σχολιάζει ὁ μακαριστὸς καθηγητὴς Ἰωάννης Παναγόπουλος: «Ἡ ἐγκύκλιος ἐπανέρχεται μὲ ἀδιαλλαξία καὶ ἀκαμψία στὶς διακηρύξεις περὶ Οἰκουμενισμοῦ τῆς Β´ Βατικανῆς Συνόδου... Κάθε συζήτηση γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα προϋποθέτει τὴν ἄνευ ὅρων ἀποδοχὴ τοῦ Παπικοῦ πρωτείου, τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς ἵδρυσε ῾ὡς παντοτεινὴ καὶ ὁρατὴ ἀρχὴ καὶ θεμέλιο ἑνότητας᾿» (Ἰω. Παναγόπουλου, Τὸ Βατικανὸ καὶ ἡ Ἕνωση τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν, ἐφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 30/7/1995).

Ὥστε λοιπὸν δὲν πρέπει νὰ τρέφωμε ψευδαισθήσεις ὅτι εἶναι δυνατὴ κάποια συμφωνία ἐπὶ τὴ βάσει τῆς ἀκαινοτομήτου ἀποστολικῆς πίστεως, τὴν ὁποία διακρατεῖ μέχρι σήμερα ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία.

Μελετῶν κάποιος προσεκτικὰ τὰ στάδια ποὺ ἀκολουθοῦνται στὶς σχέσεις Ὀρθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικῶν διακρίνει ὅτι ὑπάρχει σχέδιο τοῦ Βατικανοῦ, τὸ ὁποῖο σταδιακὰ ἐφαρμόζεται μέχρι νὰ πραγματοποιηθῆ ἡ «ἕνωσις». Γιὰ σχέδιο τοῦ Βατικανοῦ πρὸς προώθησιν ἑνώσεως Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν γράφει ὁ μακαριστὸς καθηγητὴς Ἰωάννης Καρμίρης: «Ὁ Πάπας Παῦλος ΣΤ´ καὶ οἱ περὶ αὐτὸν ρωμαιοκαθολικοὶ θεολόγοι ἐξεπόνησαν ἓν καλῶς μελετηθὲν εὐρύτατον πρόγραμμα ρωμαιοκεντρικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, σύμφωνον πρὸς τὴν Λατινικὴν Ἐκκλησιολογίαν» (Ἰω. Καρμίρη, Ὀρθοδοξία καὶ Ρωμαιοκαθολικισμός, τόμ. II, Ἀθῆναι 1965, σελ. 170).

Ὁ Σεβασμ. Μητροπολίτης Περιστερίου κ. Χρυσόστομος διευκρινίζει τὸ εἶδος τῆς σχεδιαζόμενης ἑνώσεως: «οἱ ἀδελφοὶ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἐμμέσως ἢ ἀμέσως ἀφήνουσι νὰ νοηθῆ, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δύναται νὰ ἑνωθῆ μετὰ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς δι᾿ ἑνὸς εἴδους ἑνώσεως ὁμοίου ἢ παραλλήλου πρὸς ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ὑφίσταται μεταξὺ αὐτῆς καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὁμάδων τῶν Οὐνιτῶν» (Χρυσοστόμου-Γερασίμου Ζαφείρη, Μητροπολίτου Περιστερίου, «Ὀρθοδοξία καὶ Ρωμαιοκαθολικισμός. Ὁ ἀρξάμενος Θεολογικὸς Διάλογος. Γεγονότα καὶ σκέψεις», ἐν περιοδ. Θεολογία, τ. 53 (1982), σελ. 77). Ἀλλὰ καὶ ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης εἶχε ἀποκαλύψει ὅτι Ρωμαιοκαθολικὸς ἐπίσκοπος τοῦ εἶχε ἐκμυστηρευθῆ ὅτι κατὰ τὸ σχέδιο τοῦ Βατικανοῦ ἡ ἕνωσις δὲν θὰ γίνῃ ἐκ τῶν ἄνω, δηλαδὴ τῶν ἐπισκόπων, τῶν θεολόγων καὶ τῶν διαλόγων, ἀλλὰ μᾶλλον μέσω τοῦ λεγομένου λαϊκοῦ οἰκουμενισμοῦ, δηλαδὴ τῶν ἀμοιβαίων ἐπαφῶν καὶ τῆς σταδιακῆς ἐφαρμογῆς τῆς μυστηριακῆς διακοινωνίας (intercommunio), ἡ ὁποία τουλάχιστον ἀπὸ τὴν Ῥώμη ἤδη ἐφαρμόζεται (Γεωργίου Καψάνη, Ἡ κρίσις Θεολογίας καὶ Οἰκουμενισμοῦ ἐν Η.Π.Α., Ἀθῆναι 1968, σελ. 17-20).

Συμφώνως πρὸς τὸ πρόγραμμα τοῦ ρωμαιοκεντρικοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔγιναν ἤδη τὰ ἀκόλουθα βήματα:

α) Ἡ ἄρσις τῶν ἀναθεμάτων τοῦ 1054, χωρὶς νὰ ἔχουν ἀρθῆ οἱ δογματικὲς διαφορές.

β) Ἡ ἀνταλλαγὴ ἐπισκέψεων τῶν Προκαθημένων καὶ ἡ παραχώρησις ἐκ μέρους τοῦ Βατικανοῦ ἁγίων Λειψάνων. Ἔτσι δίδεται ἡ ἐντύπωσις ὅτι τὸ Βατικανὸν διάκειται φιλικῶς ἔναντι τῶν Ὀρθοδόξων.

γ) Ἡ ἔναρξις τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου ἀπὸ τῶν ἑνούντων. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ Μικτὴ Θεολογικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ Διαλόγου διὰ σειρᾶς κοινῶν ὀρθοδόξων ἐν πολλοῖς κειμένων, τὰ ὁποῖα ὅμως περιέχουν τὰ σπέρματα ἀμοιβαίας ἀναγνωρίσεως τῆς αὐτῆς Πίστεως, τῶν αὐτῶν εἰσαγωγικῶν Μυστηρίων, τῆς αὐτῆς ἱερωσύνης καὶ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, ἐν γένει τῆς ἀναγνωρίσεως τῶν δυὸ Ἐκκλησιῶν ὡς «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν», ἔφθασε ἐν τέλει μὲ κάθε ἐπισημότητα στὸ συμφωνηθὲν κείμενο τῆς Ζ´ Συνελεύσεως, τὸ «Κείμενο τοῦ Balamand» (23/6/1993), νὰ διακηρύξῃ τὴν ἐκκλησιολογική των ταυτότητα ὡς ἑξῆς: «Ἀπὸ τῆς ἐνάρξεως τῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων καὶ τῆς Β´ Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ, ἡ ἐκ νέου ἀνακάλυψη καὶ ἀξιοποίηση, τόσο ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς Καθολικούς, τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινωνίας, ἄλλαξαν ριζικῶς οἱ προϋποθέσεις καί, ἄρα, καὶ οἱ θεμελιώδεις στάσεις. Καὶ ἀπὸ τὶς δυὸ πλευρὲς ἀναγνωρίζεται ὅτι αὐτὸ ποὺ ὁ Χριστὸς ἐνεπιστεύθη στὴν Ἐκκλησία Του -ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, συμμετοχὴ στὰ ἴδια μυστήρια, πρὸ πάντων στὴ μοναδικὴ Ἱερωσύνη ποὺ τελεῖ τὴ μοναδικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολικὴ διαδοχὴ τῶν ἐπισκόπων- δὲν δύναται νὰ θεωρῆται ὡς ἡ ἰδιοκτησία τῆς μιᾶς μόνον ἀπὸ τὶς Ἐκκλησίες μας. Στὰ πλαίσια αὐτά, εἶναι προφανὲς ὅτι κάθε εἴδους ἀναβαπτισμὸς ἀποκλείεται» (Ἐπίσκεψις, τ. 496/1993).

Καὶ ὅλον τοῦτο, δηλαδὴ ἡ ὑπὸ τῶν Ὀρθοδόξων ἀναγνώρισις τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς ὡς πλήρους καὶ ἀληθοῦς Ἐκκλησίας, ἔγινε παρὰ τὴν ἐπιμελῆ διατήρησι τῶν δογματικῶν διαφοροποιήσεών της ἀπὸ τὴν Πίστι τῆς Ὀρθοδόξου Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας!

δ) Ἡ μετὰ τὴν διακοπὴ τοῦ Διαλόγου, λόγω τοῦ προβλήματος τῆς Οὐνίας (Η´ Συνέλευσις, Βαλτιμόρη 2000), ἐπανέναρξις τοῦ Διαλόγου χωρὶς νὰ λυθῆ τὸ πρόβλημα τῆς Οὐνίας καὶ μάλιστα μὲ τὴν συμμετοχὴ τῶν Οὐνιτῶν στὸν Διάλογο ὡς νομίμων συνομιλητῶν τῶν Ὀρθοδόξων. Εἶναι ἡλίου φαεινότερον ὅτι ἡ Οὐνία καταδικάζεται μὲν διὰ τῶν λόγων ὡς μέθοδος ἑνώσεως, ἐπιβάλλεται ὅμως ὑπὸ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ὡς μοναδικὴ ὁδὸς πραγματώσεως τῆς ἑνώσεως, συμφώνως πρὸς τὰς ἀρχὰς τῆς Β´ Βατικανείου, καὶ γίνεται ἀνεκτὴ ὑπὸ τῶν Ὀρθοδόξων. Ἀνεξαρτήτως δὲ τῶν συμφωνουμένων στὸν Διάλογο οἱ Πάπαι ὑποστηρίζουν τὴν Οὐνία. Εἶναι γνωστὴ ἡ σκανδαλώδης ὑπὲρ τῆς Οὐνίας παπικὴ παρέμβασις στὸ ἔργο τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας ἐναυάγησε ὁ Διάλογος στὴν Βαλτιμόρη. Ὁ νῦν Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ´ δι᾿ ἐπιστολῆς του πρὸς τὸν Οὐνίτη Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Οὐκρανίας Λιουμπομὶρ Χούζαρ ἐγκωμίασε τοὺς ἀγῶνες τῶν Οὐνιτῶν γιὰ τὴν διατήρησι τῆς ἰδιοπροσωπίας των καὶ προσέθεσε ὑπὲρ τῆς Οὐνίας τὰ ἑξῆς: «μέσα στὴν κοινωνία μὲ τοὺς Διαδόχους τῶν Ἀποστόλων, τῶν ὁποίων τὴν ὁρατὴ ἑνότητα τὴν ἐγγυᾶται ὁ Διάδοχος τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ἡ Οὐκρανικὴ Καθολικὴ Κοινότητα, κατόρθωσε νὰ διατηρήσει ζωντανὴ τὴν Ἱερὴ Παράδοσι, στὴν ἀκεραιότητά της. Γιὰ νὰ παραμείνει ἄθικτη σὲ ὅλο της τὸν πλοῦτο ἡ πολύτιμη αὐτὴ κληρονομιὰ τῆς «Παραδόσεως» ἐπιβάλλεται νὰ ἐξασφαλίσουμε τὴν παρουσία καὶ τῶν δυὸ μεγάλων φορέων τῆς μοναδικῆς Παραδόσεως τοῦ (λατινικοῦ καὶ τοῦ ἀνατολικοῦ)... Διπλὴ εἶναι ἡ ἀποστολὴ ποὺ ἔχει ἀνατεθεῖ στὴν Ἑλληνοκαθολικὴ Ἐκκλησία, ποὺ βρίσκεται σὲ πλήρη κοινωνία μὲ τὸν Διάδοχο τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου: ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ νὰ διατηρήσει ὁρατὴ μέσα στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία τὴν ἀνατολικὴ παράδοση· ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ νὰ εὐνοήσει τὴ σύγκλιση τῶν δυὸ παραδόσεων, μαρτυρώντας ὅτι αὐτὲς ὄχι μόνο συνδυάζονται μεταξύ τους, ἀλλὰ καὶ ἀποτελοῦν μία βαθιὰ ἑνότητα μέσα στὴν ποικιλία τοὺς» (Ἐφημ. Καθολική, φ. 3046/18-4-2006).

Ὁ ἴδιος Πάπας ἐδέχθη τὸν ἐν Ἑλλάδι οὐνίτη ἐπίσκοπο Γρατιανουπόλεως, μετὰ τῆς ὁμάδος τῶν ῥωμαιοκαθολικῶν Ἑλλήνων ἐπισκόπων, φωτογραφηθέντα μαζί τους ἐν ἐμφανίσει Ὀρθοδόξου ἀρχιερέως (Ἐφημ. Καθολική, φ. 3060/14-11-2006). Ἐπίσης ἀπὸ τὴν Ἔφεσο κατὰ τὴν τελευταία ἐπίσκεψί του στὴν Τουρκία καὶ τὸ Φανάρι ὑπεστήριξε τὴν Οὐνία λέγων ὅτι: «κατ᾿ αὐτὸν ὁ καλύτερος τρόπος διὰ τὴν ἑνότητα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν εἶναι αὐτὸς τῆς Οὐνίας» (Ἐφημ. Ὀρθόδοξος Τύπος, 8/12/2006).

Δυστυχῶς, καίτοι οἱ Ὀρθόδοξοι στὴν Γ´ Πανορθόδοξο Σύνοδο ἐδήλωσαν ὅτι «Οὐνία καὶ Διάλογος εἶναι ἀσυμβίβαστα ταυτοχρόνως» (Δήλωσις Ὀρθοδόξου ἀντιπροσωπείας στὴν Γ´ Πανορθόδοξο Διάσκεψι, βλ. Ἰω. Καρμίρη, Ὀρθοδοξία καὶ Ρωμαιοκαθολικισμός, II, Ἀθῆναι 1965, σελ. 38), ἀπ᾿ αὐτῆς τῆς ἐνάρξεως τοῦ ὀρθοδόξου-ρωμαιοκαθολικοῦ διαλόγου γίνονται ἀνεπίτρεπτες ὑποχωρήσεις στὶς ἀπαιτήσεις τοῦ Βατικανοῦ:

Ἡ ἐπιμονὴ τοῦ Παπισμοῦ ὄχι μόνο νὰ διατηρῆ τὴν Οὐνία ἀλλὰ καὶ νὰ τὴν δραστηριοποιῇ ἐν μέσαις Ἀθήναις μέσω τῆς Οὐνιτικῆς ἐνορίας τῆς Ἁγίας Τριάδος ὑπὸ τὴν ἡγεσία Οὐνίτου ἐπισκόπου (ὡς νὰ μὴ ἔφθανε ὁ Λατίνος ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ ὁ νούντσιος τοῦ Πάπα) ἀποτελεῖ σκάνδαλο γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους, ὄχι μικροτέρας σημασίας ἀπὸ τὸ σκάνδαλο τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως καὶ τῆς συνυπάρξεως κοσμικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας στὸ πρόσωπο τοῦ Πάπα παρὰ τὴν ρητὴ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου «ἀπόδοτε οὖν τὰ καίσαρος καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ».

Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Παπισμὸς ἐγκατέστησε οὐνιτικὲς «ἐκκλησίες» καὶ μεταξὺ ὅλων τῶν ἀρχαίων ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς (Κοπτῶν, Ἀρμενίων, Μελχιτῶν, Συροϊακωβιτῶν, Ἀβησσυνῶν) ἀποδεικνύει, πέραν τῆς δολιότητος τῶν ἱδρυσάντων καὶ διατηρούντων τὴν Οὐνία, καὶ τὴν πρόθεσι τοῦ Παπισμοῦ νὰ διατηρήσῃ τὴν Οὐνία ὡς μέθοδο, πρότυπο, «ἑνώσεως» καὶ ἐπανόδου τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν λοιπῶν ἀνατολικῶν Χριστιανῶν στὴν Ρώμη, παρὰ τὴν φραστικὴ καταδίκη της.

ε) Ἡ προετοιμασία, προβολὴ καὶ ὑποστήριξις καινοφανῶν θεωριῶν, μὲ τὶς ὁποῖες τὸ Filioque, τὸ Πρωτεῖον καὶ τὸ Ἀλάθητον ἑρμηνεύονται ἀπὸ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς κατὰ τρόπον ποὺ νὰ γίνουν ἀποδεκτὰ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους (Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, «Καινοφανεῖς θεολογικὲς ἀπόψεις ἐν ὄψει τῶν διαλόγων», περιοδ. Παρακαταθήκη, τ. 43/2005. Ἐπίσης βλ. Ἱερομ. Δημητρίου Γρηγοριάτου, «Ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Clarification (Διασάφησις) ἐπαναβεβαιώνει τὸ Filioque», περιοδ. Παρακαταθήκη, τ. 52/2007).

Πρὸ τεσσαράκοντα περίπου ἐτῶν συμμετεῖχα σὲ σύναξι Ὀρθοδόξων θεολόγων ἐν Ἀθήναις, στὴν ὁποία προσκληθεὶς ὁ γνωστὸς Ῥωμαιοκαθολικὸς κληρικὸς καὶ στέλεχος τοῦ Βατικανοῦ Πιὲρ Ντυπρὲ μᾶς εἶπε: «Τὸ Πρωτεῖον θὰ τὸ διατυπώσουμε μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε θὰ τὸ δεχθῆτε». Τοῦ παρετήρησα ὅτι δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ διατύπωσις ἀλλὰ ἡ οὐσία τοῦ Πρωτείου. Δὲν πρόκειται νὰ δεχθοῦμε Πρωτεῖον μὲ τὴν ἔννοια ποὺ τὸ κατέχει ὁ Πάπας τῆς Ρώμης.

στ) Ἡ διοργάνωσις κοινῶν ὀρθοδοξο-ρωμαιοκαθολικῶν θεολογικῶν συνεδρίων, ὡς τοῦ Bose, τὰ ὁποῖα, ἐνῶ προβάλλουν τὴν Ὀρθόδοξο δῆθεν πνευματικότητα, καλλιεργοῦν τὴν ἰδέα τῆς ἑνότητος παρὰ τὶς δογματικὲς διαφορές.

Ὁ Παπισμὸς χρησιμοποιεῖ τὴν παιδεία γιὰ νὰ ἐπηρεάση τὸ φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων νέων καὶ μάλιστα τῶν μορφωμένων. Εἶναι γνωστὸ ὅτι ὁ Πάπας Γρηγόριος ΙΓ´ τὸ 1575 ἵδρυσε στὴν Ῥώμη τὸ ἑλληνικὸ Κολλέγιο τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, τὸ ὁποῖο σύμφωνα μὲ τὸ ἐπίσημο παπικὸ ἔγγραφο εἶχε ὡς σκοπὸ «πρῶτα νὰ ἐπιδιώξει τὴν πνευματικὴ ἄνοδο τῶν Ἑλλήνων...· ἔπειτα ἀπέβλεπε στὴ διδασκαλία τῶν δογμάτων τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἐπαναφορὰ τῶν ῾σχισματικῶν᾿ ὀρθοδόξων στοὺς κόλπους της» (Ζαχαρία Ν. Τσιρπανλῆ, Οἱ Μακεδόνες σπουδαστὲς τοῦ Ἑλληνικοῦ Κολλεγίου Ρώμης καὶ ἡ δράση τους στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Ἰταλία, ἔκδ. Ἑταιρείας Μακεδονικῶν Σπουδῶν, Θέσ/νίκη 1971). Μαθηταὶ τοῦ Κολλεγίου διεσκορπίσθησαν στὴν τουρκοκρατούμενη Ἑλλάδα καὶ ἐργάσθησαν γιὰ τὸν ἐξουνιτισμὸ Ὀρθοδόξων συμπατριωτῶν τους.

Εἶναι ἐπίσης γνωστὸ ὅτι σήμερα ἐκτὸς ἀπὸ τὶς χορηγούμενες ὑποτροφίες σὲ θεολόγους γιὰ σπουδὲς σὲ παπικὲς θεολογικὲς σχολὲς στὴν Ρώμη, λειτουργοῦν στὴν Ἑλλάδα ἀρκετὰ παπικὰ σχολεῖα πρώτης καὶ δευτέρας βαθμίδος.

Ἡ χαραχθεῖσα ἀπὸ τὸ Βατικανὸ γραμμὴ ἀκολουθεῖται μὲ πιστότητα. Ἐτονίζετο μέχρι σήμερα καὶ ἀπὸ Ὀρθοδόξους θεολόγους ὅτι ὑπάρχουν δογματικὲς διαφορὲς μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, χωρὶς ἐπίλυσι τῶν ὁποίων δὲν ἠμπορεῖ νὰ γίνῃ ἡ ἕνωσις. Τώρα τονίζεται καὶ ἀπὸ Ὀρθοδόξους ὅτι ἔχουμε κοινὴ πίστι, κοινὴ παράδοσι, καὶ ὅτι ὑπὸ ὡρισμένες προϋποθέσεις θὰ ἠδυνάμεθα νὰ δεχθοῦμε τὸ Πρωτεῖον: «῾Ἔχουμε τὴν ἰδία πίστι καὶ τὴν ἰδία παράδοσι. Τὸ κύριο πρόβλημα ποὺ πρέπει νὰ λύσουμε, εἶναι τὸ πρωτεῖο τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, δηλαδὴ ὁ ρόλος τοῦ Πάπα᾿, ἐδήλωσε ὁ Μητροπολίτης [Περγάμου] Ἰωάννης. ῾Πιστεύω ὅτι μποροῦμε νὰ βροῦμε μία λύσι. Πρόκειται περὶ τοῦ ἐπακριβοῦς καθορισμοῦ τῆς θέσεως τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης στὴν δομὴ τῆς παγκοσμίου Ἐκκλησίας. Οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι ἕτοιμοι νὰ δεχθοῦν τὴν ἰδέα ἑνὸς παγκοσμίου πρωτείου καί, κατὰ τοὺς κανόνας τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης ἦταν ὁ «primus» [...] Ἡ ἀσυμφωνία ἐμφανίζεται σὲ ἕνα θεμελιῶδες θέμα: Μπορεῖ ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης νὰ παρεμβαίνη στὴν ζωὴ τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν;᾿, ἐδήλωσε ἐπὶ πλέον καὶ προσέθεσε: ῾Δὲν μπορεῖ νὰ παρεμβαίνη χωρὶς ἀπόφασι εἰλημένη ἀπὸ κοινοῦ μὲ τοὺς ἄλλους ἐπισκόπους. Μὲ λίγα λόγια, ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης πρέπει πάντοτε νὰ ἐνεργῆ ἐν συμφωνίᾳ μετὰ τῆς συνόδου᾿» (Περιοδ. S.Ο.Ρ. 318/2007).

Θὰ ἤθελα κατ᾿ ἀρχὴν ἐδῶ νὰ παρατηρήσω ὅτι ἡ συνείδησις τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας οὐδέποτε ἀπεδέχθη ὅτι μετὰ τὸ Σχίσμα Ὀρθόδοξοι καὶ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἔχουμε κοινὴ Πίστι καὶ κοινὴ Παράδοσι. Μάρτυρες τῆς συνειδήσεως αὐτῆς εἶναι μεγάλοι ἱεράρχαι καὶ θεοφόροι Πατέρες, ὡς ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ Ἅγιος Μάρκος Ἐφέσου, ὁ Ἅγιος Μελέτιος ὁ Πηγᾶς, ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, ὁ Δοσίθεος Ἱεροσολύμων, καὶ ἄλλοι πολλοί, καθὼς καὶ οἱ Συνοδικὲς ἀποφάσεις τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν κατὰ τὰ ἔτη 1848, 1868, 1895. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἁπλοῦς Ὀρθόδοξος λαός, παρὰ τὰ δεινὰ τῆς Τουρκοκρατίας καὶ παρὰ τὴν συστηματικὴ λατινικὴ προπαγάνδα καὶ τὶς πιέσεις ποὺ κατὰ καιροὺς ὑπέστη ἀπὸ τὴν Οὐνία, δὲν ἐξώμοσε -ἐκτὸς ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων- ἀλλὰ ἔμεινε πιστὸς στὰ δόγματα καὶ τὴν πίστι τῆς Ἐκκλησίας του.

Ἔπειτα ἡ ἕνωσις ποὺ ἐπιχειρεῖται, ἔστω καὶ ἐὰν καλῶς προετοιμάζεται ἐδῶ καὶ ἀρκετὲς δεκαετίες ἀπὸ τὸ Βατικανό, δὲν θὰ γίνῃ ἀποδεκτὴ ἀπὸ πολλοὺς Ὀρθοδόξους καὶ θὰ συντελέση στὴν διάσπασι τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐπειδὴ θὰ γίνῃ χωρὶς νὰ ἐπιλυθοῦν οὐσιαστικὰ οἱ δογματικὲς διαφορές, χωρὶς οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ νὰ ἀπαρνηθοῦν τὰ αἱρετικὰ δόγματα (Filioque, Πρωτεῖον, Κτιστὴ Χάρις κ.λπ), ἀλλὰ μὲ ἐπανερμηνεία των κατὰ τρόπο ἀνώδυνο γιὰ τὸ Βατικανὸ καὶ ἀποδεκτὸ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους.

Βέβαια ἡ ἐκκοσμικευμένη κοινωνία μας, ποὺ γαλουχεῖται μὲ τὰ συνθήματα τῆς Παγκοσμιοποιήσεως καὶ τῆς Νέας Ἐποχῆς δὲν ἔχει τὴν δογματικὴ εὐαισθησία τῶν Ὀρθοδόξων ποὺ κάποτε ἀπεδοκίμασαν τὶς ἀποφάσεις τῆς «ἑνωτικῆς» Συνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας. Ὑπάρχει ἐν τούτοις καὶ σήμερα λαὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ προφητικὸν λείμμα συνειδητῶν Ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀντισταθοῦν σὲ κάθε μορφὴ ἑνώσεως, ἡ ὁποία δὲν θὰ γίνῃ ἐν τῇ ἀληθείᾳ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ἡ ἀνησυχία πολλῶν Ὀρθοδόξων γιὰ ὅσα συνέβησαν τελευταῖα, ἀποδεικνύει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος συνείδησις λειτουργεῖ.

Ἂς προσέξουν λοιπὸν οἱ σπεύδοντες πρὸς τὴν ἕνωσι, μήπως ἀντὶ νὰ ἑνώσουν τὰ διεστῶτα διασπάσουν τὸ ἡνωμένο Ὀρθόδοξο ποίμνιο. Τὸ δράμα τῶν ἀλλεπαλλήλων διασπάσεων, ποὺ ἠκολούθησαν τὴν ἐν σπουδῇ ἐπιβολὴ τοῦ νέου ἡμερολογίου στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, πρέπει νὰ προβληματίση τοὺς ἐκκλησιαστικούς μας ἠγέτας. Καὶ ἀκόμη πρέπει νὰ μᾶς διδάξη ἡ σύνεσις πολλῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες διακρατοῦν τὸ παλαιὸ ἡμερολόγιο γιὰ νὰ μὴ σχίσουν τὸ ποίμνιό τους.

Ἀνακοινώθηκε ὅτι ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης προσεκάλεσε τὸν Πάπα νὰ παραστοῦν στὴν προσεχῆ Συνέλευσι τῆς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν στὴν Ῥαβέννα (Περιοδ. S.Ο.Ρ. 318/2007). Τὰ θέματα θὰ εἶναι σοβαρά. Παρ᾿ ὅτι ἀνησυχοῦμε γιὰ ὅ,τι πρόκειται νὰ ἀποφασισθῇ, ἐλπίζουμε ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν θὰ ὑποκύψουν στὶς προαιώνιες παπικὲς ἀξιώσεις, δὲν θὰ ἀμνηστεύσουν τὴν Οὐνία, δὲν θὰ ἀναγνωρίσουν στὸν Πάπα κάποια μορφὴ πρωτείου ἐξουσίας καὶ παγκοσμίου δικαιοδοσίας, οὔτε θὰ δεχθοῦν νὰ συνεργασθοῦν στοὺς Βατικάνειους σχεδιασμοὺς γιὰ ἕνωσι ποὺ ἄμεσα ἢ ἔμμεσα θὰ παραθεωρῆ τὴν ἀκαινοτόμητο Ὀρθόδοξο Πίστι.

Ἅγιον Ὄρος, 20 Ἰουνίου 2007

Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ «Παρακαταθήκη», Μάιος-Ἰούνιος 2007