Περὶ τοῦ συνεδρίου τοῦ Π.Σ.Ε. γιὰ τὴν ἱεραποστολή

τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου π. Γεωργίου, Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους


Ἀπὸ 9ης ἕως 16ης Μαΐου 2005 συγκαλεῖται στὴν Ἀθήνα τὸ Συνέδριο τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.) μὲ ἀντικείμενο «τὴν ἱεραποστολὴ καὶ τὸν εὐαγγελισμὸ στὸν κόσμο». Ἀπὸ τὴν μελέτη τοῦ προγράμματος καὶ τῶν σκοπῶν τοῦ Συνεδρίου, ὅπως ἔχουν δημοσιευθῆ στὴν ἰστοσελίδα τοῦ Π.Σ.Ε., προκύπτει γιὰ μία ἀκόμη φορὰ τὸ πρόβλημα τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων σε ἕνα διεθνῆ Ὀργανισμὸ ποὺ κυριαρχεῖ ἡ προτεσταντικὴ θεολογία καὶ νοοτροπία.

Οἱ Ὀρθόδοξοι, ποὺ ὡς μειοψηφία συμμετέχουν στὰ ἐκτελεστικὰ σώματα καὶ στὰ συνέδρια τοῦ Π.Σ.Ε., δὲν μποροῦν νὰ ἐπηρεάσουν ἀποτελεσματικὰ τὴν γραμμὴ καὶ τὶς ἀποφάσεις του οὔτε νὰ δώσουν οὐσιαστικὴ Ὀρθόδοξη μαρτυρία, ἐφ᾿ ὅσον μετὰ τὴν Γενικὴ Συνέλευσι τοῦ Νέου Δελχὶ (1961) δὲν τοὺς ἐπιτρέπεται πλέον νὰ καταθέτουν ἰδιαιτέρα δήλωσι ὡς ἐκπρόσωποι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Στὰ Συνέδρια τοῦ Faith and Order στὴν Λωζάννη (1927) καὶ στὸ Ἐδιμβοῦργο (1937), καθὼς καὶ στὶς πρῶτες Γενικὲς Συνελεύσεις τοῦ Π.Σ.Ε. στὸ Ἔβανστον (1954) καὶ στὸ Νέο Δελχὶ (1961), οἱ Ὀρθόδοξοι κατέθεταν ἰδιαιτέρα δήλωσι. Οἱ Ὀρθόδοξες Τοπικὲς Ἐκκλησίες συμμετέχουν πλέον ὡς παραφυάδες (denominations) τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Εἶναι γνωστὲς οἱ ἔντονες διαμαρτυρίες τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ποὺ κατεγράφησαν στὸ ἀνακοινωθὲν τῆς Διορθοδόξου Συναντήσεως τῆς Θεσσαλονίκης (Μάϊος 1998). Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, τὸ Συνέδριο γιὰ τὴν «ἱεραποστολὴ καὶ τὸν εὐαγγελισμὸ στὸν κόσμο», ποὺ συγκαλεῖται στὴν Ἀθήνα, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν ἐκφράζη τὸ πνεῦμα τοῦ Προτεσταντισμοῦ καὶ νὰ μὴν καταλήξη καὶ πάλι νὰ σύρη τοὺς Ὀρθοδόξους πίσω ἀπὸ τὸ προτεσταντικὸ ἅρμα, ὅπως ἔγινε μὲ τὴν ὑπὸ τοῦ Π.Σ.Ε. προώθησι τοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καὶ Ἀντιχαλκηδονίων καὶ τὸν χαρακτηρισμὸ τῶν Μονοφυσιτῶν ὡς Ὀρθοδόξων.

Ὑπάρχουν ἴσως λόγοι πολιτικῆς καὶ σκοπιμότητος ποὺ κάνουν πολλὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νὰ συμμετέχουν στὸ Π.Σ.Ε., ἄσχετα ἂν δὲν ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ ἐκφρασθοῦν καὶ νὰ εἰσακουσθοῦν. Ἐπιτρέπεται ὅμως ἡ θεολογία καὶ ἡ πίστις τῆς Ἐκκλησίας νὰ ὑποτάσσωνται σὲ σκοπιμότητες;

Θὰ σχολιάσουμε κατωτέρω μερικὰ μόνον σημεῖα ποὺ ἀφοροῦν τὸ Συνέδριο τῶν Ἀθηνῶν, στὰ ὁποῖα ἡ ἀντίθεσις τῆς προτεσταντικῆς θεολογίας πρὸς τὴν Ὀρθόδοξο Πίστι μας εἶναι ἐμφανής. Καὶ αὐτὸ γιατί πρέπει νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι τὸ Π.Σ.Ε. προσπαθεῖ νὰ φορέση στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ἕνα ροῦχο ποὺ δὲν τῆς ταιριάζει, δὲν τῆς κάνει καὶ δὲν τὴν ἐκφράζει.

* * *

1. Ἡ ἱκετευτικὴ κραυγὴ «Ἐλθὲ Ἅγιον Πνεῦμα, ἴασαι καὶ συμφιλίωσε», ὡς κεντρικὸ θέμα τοῦ Συνεδρίου, ἀποκαλύπτει ἕνα ἀπολύτως προτεσταντικὸ «ἐκκλησιολογικό» προβληματισμό, ποὺ δὲν ἀγγίζει τὸ Ὀρθόδοξο πλήρωμα. Φανερώνει τὴν προσδοκία τῶν Προτεσταντῶν γιὰ ἐξωτερικὴ ἑνότητα παρὰ τὴν διαφορετικότητα στὴν πίστι καὶ τὸ ἦθος. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει τὴν αὐτοσυνειδησία ὅτι εἶναι ἡ Μία Ἁγία. Τὸ ἦθος της εἶναι πάντοτε καὶ ἀναλλοιώτως τὸ εὐαγγελικὸ ἦθος. Οἱ ἁμαρτίες τῶν μελῶν της δὲν προσβάλλουν οὔτε τὴν μοναδικότητά της, οὔτε τὴν ἁγιότητά της, ἐπειδὴ αὐτὲς οἱ ἰδιότητες ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν μοναδικότητα καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς αἰωνίας Κεφαλῆς της. Ἡ δογματικὴ πολυδιάσπασις, ποὺ συντηρεῖται στὸ πλαίσιο τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ ἀποτελεῖ κεντρικὸ ἄξονα γιὰ τὴν ὕπαρξί του, εἶναι ἡ καλλιτέρα ἀπόδειξις ὅτι ἡ ἐπιζητουμένη ἴασις καὶ συμφιλίωσις δὲν πρόκειται νὰ εἶναι οὔτε ἐν Χριστῷ οὔτε διὰ Πνεύματος Ἁγίου. Ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου: «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα» (Ἐφ. δ´ 5) συνιστᾶ θεμελιώδη ὅρο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας, στὸν ὁποῖο δὲν ἀνταποκρίνεται ἡ προτεσταντικὴ προσδοκία.

2. Ἀπὸ τὴν διερεύνησι τοῦ προγράμματος ἐργασιῶν τοῦ Συνεδρίου τῆς Ἀθήνας προκύπτει ὅτι καὶ πάλιν ἡ προτεσταντικὴ μεθοδολογία θὰ φιμώση τὴν φωνὴ τῶν Ὀρθοδόξων Θεολόγων, οἱ ὁποῖοι ἐνδέχεται νὰ συμμετάσχουν μὲ τὶς καλλίτερες τῶν προθέσεων. Ὅπως δυστυχῶς ἐπεβλήθη νὰ γίνεται στὶς συνελεύσεις τοῦ Π.Σ.Ε. ἀπὸ τὸ 1961 καὶ ἐντεῦθεν, οἱ Ὀρθόδοξοι Ἀντιπρόσωποι συμμετέχουν ὡς μονάδες σκορπισμένες μέσα στὸ πλῆθος τῶν ἑκατοντάδων Προτεσταντῶν συναδέλφων τους. Αὐτὸ τὸ καθεστὼς συμμετοχῆς δὲν ἐπιτρέπει στοὺς Ὀρθοδόξους νὰ ἐκφράζωνται ὡς ἐκπρόσωποι τῆς Μιᾶς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς καὶ ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας, οὔτε στὴν φωνή τους νὰ ἐπηρεάζη σημαντικὰ τὶς ἀποφάσεις τῶν κεντρικῶν ὀργάνων τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ νὰ ἀκούγεται ὡς ἡ φωνὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Ἀντιθέτως οἱ Ὀρθόδοξοι Θεολόγοι, ποὺ συμμετεῖχαν στὰ συνέδρια τοῦ Faith and Order καὶ τοῦ Π.Σ.Ε. μέχρι τὸ 1961 στὸ Νέο Δελχί, ἐξέφραζαν μὲ παρρησία καὶ σαφήνεια τὴν διαφωνία τους γιὰ τὴν ἔννοια τῆς ἑνώσεως τῶν χριστιανικῶν «ἐκκλησιῶν» καταθέτοντες ἰδιαιτέρα δήλωσι ὡς ἐκπρόσωποι τῆς Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Διετύπωναν ἐπίσης εὐθαρσῶς καὶ τὶς Ὀρθόδοξες ἀπόψεις γιὰ τὰ συζητούμενα θέματα καὶ γιὰ τὶς μεθόδους, μὲ τὶς ὁποῖες αὐτὰ ἐπελύοντο. Παραθέτουμε μερικὰ ἀντιπροσωπευτικὰ ἀποσπάσματα:

Στὴν Λωζάννη τὸ 1927 κατέθεσαν μεταξὺ ἄλλων τὴν ἄρνησί τους νὰ ὑπογράψουν τὶς κοινὲς ἀποφάσεις τοῦ Συνεδρίου: «οὐχὶ ἄνευ λύπης παρετηρήσαμεν, ὅτι αἱ τεθεῖσαι βάσεις πρὸς διατύπωσιν κοινῶν προτάσεων καὶ ἐπιψήφισιν αὐτῶν ὑπὸ τοῦ Συνεδρίου ἀποκλίνουσιν ἐν πολλοῖς τῶν ἀρχῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν ἀντιπροσωπεύομεν. Ἐντεῦθεν καὶ θεωροῦμεν ἔργον συνειδήσεως, ὅπως ἀπόσχωμεν τῆς ἐπιψηφίσεως τῶν γενομένων ἐκθέσεων». Καὶ κατωτέρω: «ἐν τοῖς ζητήμασι πίστεως καὶ θρησκευτικῆς συνειδήσεως, κατὰ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, οὐδεὶς χωρεῖ συμβιβασμός, οὐδὲ εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποκρύπτωνται ὑπὸ τὰς αὐτὰς λέξεις δυὸ νοήματα καὶ δυὸ διάφοροι ἀντιλήψεις καὶ ἐξηγήσεις τῶν κοινὰ παραδεκτῶν γενομένων προτάσεων. Οὐδὲ δύναται ποτὲ ὀρθόδοξος νὰ ἐλπίση ὅτι ἕνωσις στηριζομένη ἐπὶ διφορουμένων προτάσεων εἶναι παραμόνιμος».

Στὸ Ἐδιμβοῦργο τὸ 1937 ἐτόνισαν τὴν ἀντίθεσί τους στὴν σύνταξι θεολογικῶν κειμένων μὲ διφορούμενη ὁρολογία: «Ἡμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι τονίζομεν τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ἀκριβείας καὶ τοῦ συγκεκριμένου ἐν τῇ διατυπώσει τῆς πίστεως, […] Ἀντιτιθέμεθα εἰς ἀορίστους καὶ ἀφηρημένους ὅρους, οἵτινες χρησιμοποιοῦνται, ὅπως ταυτίσωσι πρὸς ἀλλήλας πραγματικῶς διαφόρους ἀντιλήψεις καὶ διδασκαλίας».

Στὸ Ἔβανστον τὸ 1954 διεκήρυξαν: «Ἐν συμπεράσματι, ὀφείλομεν νὰ διαδηλώσωμεν τὴν βαθείαν πεποίθησιν ἡμῶν, ὅτι μόνον ἡ ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διεφύλαξε τὴν ἅπαξ παραδοθεῖσαν τοῖς ἁγίοις πίστιν ἐν πάσῃ τὴ πληρότητι καὶ καθαρότητι αὐτῆς».

Καὶ ἐν τέλει στὸ Νέο Δελχὶ τὸ 1961, πάλιν ὡς ἀντιπρόσωποι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, θέτουν μὲ σαφήνεια τὴν ὁριοθετικὴ γραμμὴ μεταξὺ προτεσταντικῆς καὶ τῆς Ὀρθοδόξου ἀντιλήψεως περὶ χριστιανικῆς ἑνότητος: «Τὸ οἰκουμενικὸν πρόβλημα, κατὰ τὴν συνήθη αὐτοκατανόησιν τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, εἶναι πρωτίστως πρόβλημα τοῦ προτεσταντικοῦ κόσμου. Τὸ κύριον πρόβλημα ἐν τῇ συναρτήσει ταύτῃ εἶναι τὸ τῆς κατατετμημένης ὁμολογιακῆς μορφῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ (Denominationalismus). Συνεπείᾳ τούτου, τὸ πρόβλημα τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος ἢ τῆς χριστιανικῆς ἐπανενώσεως ἐξετάζεται συνήθως ὡς ζήτημα πανομολογιακῆς τινὸς συμφωνίας ἢ ἀποκαταστάσεως. Ἐν τῷ προτεσταντικῷ κόσμῳ τῆς ἀδεσμεύτου ἀνταλλαγῆς γνωμῶν μία τοιαύτη τοποθέτησις εἶναι τελείως φυσική. Διὰ τοὺς Ὀρθοδόξους ὅμως τὸ θεμελιῶδες οἰκουμενικὸν πρόβλημα εἶναι τὸ τοῦ Σχίσματος. Οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν δύνανται νὰ δεχθῶσι τὴν ἰδέαν μιᾶς ὁμοτιμίας (ἐξισώσεως) τῶν χριστιανικῶν ὁμολογιακῶν ὁμάδων (Denominationen), οὔτε ἐπίσης νὰ φαντασθῶσι τὴν χριστιανικὴν ἐπανένωσιν ὡς, οὔτε ὀλίγον οὔτε πολύ, πανομολογιακὴν συγκόλλησιν (παράθεσιν, adjustment). Ἡ ἑνότης ἔχει διασπασθῆ καὶ δέον ὅπως κερδιθῆ ἐκ νέου. Διότι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν εἶναι μία ὁμολογία, μία ἐκ τῶν πολλῶν, μία μεταξὺ τῶν πολλῶν. Διὰ τοὺς Ὀρθοδόξους ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ (καθαυτό) Ἐκκλησία».

3. Ἀπὸ τοὺς στόχους (objectives) ποὺ ἔχει θέσει ἡ ἐπιτροπὴ γιὰ τὴν «Ἱεραποστολὴ καὶ τὸν Εὐαγγελισμὸ στὸν κόσμο» γίνεται ἀντιληπτὸ ὅτι ἡ «ἱεραποστολή» συνίσταται στὴν προσπάθεια συμμορφώσεως τῶν συνέδρων στὸ προτεσταντικὸ ἦθος ποὺ ἔχει προσδιορισθῆ ἐκ τῶν προτέρων καὶ θὰ καλλιεργηθῆ ἀπὸ τὰ συμβουλευτικὰ κλιμάκια στὶς ὁμάδες ἐργασίας. Ἐπιδίωξις τῆς ἐπιτροπῆς εἶναι νὰ ἀποφοιτήσουν μετὰ ἀπὸ 10ήμερο συστηματικὸ «εὐαγγελισμό» οἱ παράγοντες («ἱεραπόστολοι») ποὺ θὰ ἐργασθοῦν γιὰ νὰ καλλιεργήσουν στὸν χριστιανικὸ κόσμο τὴν ἰδέα τῆς «ἑνότητος ἐν τῇ ποικιλίᾳ» [τῶν δογμάτων καὶ τῶν ἠθῶν], νὰ προωθήσουν μία «ὁλιστικὴ ἱεραποστολή»1.

Οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν μποροῦν νὰ ἀνεχθοῦν μία τέτοιου εἴδους ἱεραποστολὴ μέσα στὸν χῶρο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἀφ᾿ ἑνὸς γιατί ἤδη ἀποτελεῖ πρόβλημα ἡ δράσις αἱρετικῶν ὁμάδων καὶ κυρίως τῶν πεντηκοστιανῶν, καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου γιατί ἡ ἱεραποστολὴ ἔχει ἐντελῶς ἄλλο περιεχόμενο καὶ σκοπὸ κατὰ τὴν Ὀρθόδοξο Θεολογία.

Μεταξὺ τῶν «ἱεραποστολικῶν» στόχων τοῦ Συνεδρίου εἶναι ἡ «μεταμόρφωσις τῶν προσώπων» μέσα ἀπὸ τὴν διαδικασία τῆς «ἰάσεως καὶ τῆς συνδιαλλαγῆς». Γιὰ τοὺς Προτεστάντες ποὺ ἀγνοοῦν τὸν μεταμορφωμένο ἐν Χριστῷ ἄνθρωπο, τὸν ἅγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁ στόχος αὐτὸς φαίνεται πολὺ ἑλκυστικός, καθὼς ἡ ὀδύνη τῆς διασπάσεως ἔχει δημιουργήσει τὸ ὅραμα τῆς συνδιαλλαγῆς καὶ τῆς καταξιώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου μέσα ἀπὸ τὴν διαδικασία τῆς συμφιλιώσεως τῶν μέχρι τοῦδε ἀλληλο-ὑποβλεπομένων καὶ ἀλληλο-ἐχθρευομένων.

Γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους ὅμως ὁ στόχος τοῦ Συνεδρίου εἶναι παραπλανητικός, καθὼς ἡ ἀναζητουμένη μεταμόρφωσις τῶν προσώπων δὲν ἔχει ὀρθόδοξο προοπτική, δηλαδὴ τὴν ἁγιότητα. Μεταμορφωμένος ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς ποὺ μέσα στὸν χῶρο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ μέσῳ τῆς ἁγιοπατερικῆς ὁδοῦ τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεώσεως φθάνει στὴν ἕνωσί του μὲ τὸν Θεὸν ἐν Χριστῷ. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι τὸ θαβώριον ὄρος τῆς ἰδικῆς μας μεταμορφώσεως ἐν τῷ Ἀκτίστῳ Φωτὶ τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐλπίδα τῶν Ὀρθοδόξων καὶ αὐτὴν προβάλλουν ὡς τὴν ἐλπίδα τοῦ σύμπαντος κόσμου.

Ἡ προτεσταντικὴ ἀντίληψις, ἡ ὁποία ἀρνεῖται αὐτὴ τὴν πραγματικότητα καὶ προσβλέπει σὲ μία ἐσχατολογικὴ μόνο πραγματοποίησί της, εἶχε ἐπισύρει τὸν σχολιασμὸ τῶν Ὀρθοδόξων Θεολόγων στὸ Ἔβανστον διὰ τῶν ἑξῆς λόγων: «Πιστεύομεν ἀκραδάντως, ὅτι εἶναι ἀνάγκη νὰ τονισθῆ μετὰ τῆς αὐτῆς ἐμφάσεως καὶ ἡ ἐνεστῶσα πραγματικὴ παρουσία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ […] Οὐδὲν παρέλιπεν ὁ Θεὸς τὸ ἀναγκαιοῦν διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν καὶ τὴν ἄμεσον μεταμόρφωσιν τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Τοιουτοτρόπως ἡ συμμετοχὴ ἡμῶν ἐν τῇ ἀνακαινισθείσῃ ζωῇ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ εἶναι παροῦσα πραγματικότης καὶ μέλλουσα ὁλοκλήρωσις». Ποία ἐποφείλεται νὰ εἶναι ἡ ἀντίδρασις τῶν Ὀρθοδόξων σήμερα, ὁπότε ὡς «μεταμόρφωσις» τοῦ προσώπου φαίνεται νὰ νοῆται ἡ συμμόρφωσις στὸν δογματικὸ πλουραλισμὸ καὶ στὴν ἠθικὴ ἀνεκτικότητα;

4. Ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὸ πρόγραμμα ποὺ ἔχει δημοσιευθῆ στὴν ἰστοσελίδα τοῦ Π.Σ.Ε., ἡ συμπροσευχὴ θὰ εἶναι καθημερινὸ φαινόμενο. Οἱ Ἱεροὶ Κανόνες ὅμως ὁρίζουν «ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἢ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι», «μὴ συγχωρεῖν τοῖς αἱρετικοῖς εἰσιέναι εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ, ἐπιμένοντας τῇ αἱρέσει» καὶ «εἴ τις ἀκοινωνήτω κἂν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, οὗτος ἀφοριζέσθω» (λγ´ καὶ στ´ Λαοδικείας, Ι´ ἁγ. Ἀποστόλων).

Ὑπάρχουν κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι φρονοῦν ἐσφαλμένως ὅτι οἱ Κανόνες αὐτοὶ ἔχουν καιρικὸ χαρακτήρα καὶ γι᾿ αὐτὸ σήμερα δὲν ἰσχύουν. Οἱ ἱεροὶ αὐτοὶ Κανόνες δὲν εἶναι ἀθεολόγητα νομοτεχνικὰ κείμενα, ἀλλὰ ἐκφράζουν τὴν Ὀρθόδοξο θεολογία καὶ ἐκκλησιολογία. Ἡ μυστηριακὴ κοινωνία καὶ ἡ «κοινωνία ἐν ταῖς προσευχαῖς» προϋποθέτουν τὴν κοινὴ πίστι. Εἶναι ὁ καρπὸς τῆς ἑνότητος ἐν τῇ πίστει καὶ ὄχι ἡ ὁδὸς γιὰ νὰ φθάσουμε σὲ αὐτήν. Ἀκόμη οἱ ἱεροὶ Κανόνες ἀσφαλίζουν τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ μὴ συγχέεται μὲ τὶς αἱρέσεις καὶ τὶς ἑτεροδιδασκαλίες.

Ἐκτὸς τούτου οἱ συμπροσευχὲς καὶ μάλιστα οἱ κοινὲς λατρευτικὲς συνάξεις Ὀρθοδόξων καὶ ἑτεροδόξων συντελοῦν στὴν περαιτέρω χαλάρωσι τῆς δογματικῆς εὐαισθησίας τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος, τὸ ὁποῖο καθίσταται ἔτσι εὐάλωτο στὸν συγκρητισμὸ καὶ στὸν προσηλυτισμὸ ἀπὸ τοὺς ἑτεροδόξους.

5. Στὸ Συνέδριο ἔχουν κληθῆ νὰ συμμετάσχουν καὶ Πεντηκοστιανοί, οἱ ὁποῖοι προφανῶς θὰ λαμβάνουν μέρος στὶς συμπροσευχὲς καὶ θὰ ὀργανώνουν συνάξεις προσευχῆς κατὰ τὰ τυπικά τους.

Εἶναι δυνατὸν νὰ ἀγνοήσουμε ὅτι στὶς συνάξεις τῶν Πεντηκοστιανῶν δὲν ἐνεργεῖ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἀλλὰ τὸ πονηρὸ πνεῦμα καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀκολουθοῦν φαινόμενα ποὺ μόνο τὸ εἰρηνικὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν μπορεῖ νὰ προκαλέση;

Εἶναι ἀκόμη δυνατὸν νὰ ἀγνοήσουμε ὅτι στὴν Χώρα μας οἱ Πεντηκοστιανοὶ ἔχουν παρασύρει πολλοὺς Ὀρθοδόξους, τοὺς ὁποίους βαπτίζουν ὡσὰν νὰ εἶναι ἀβάπτιστοι, γιὰ νὰ λάβουν δῆθεν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα; Καὶ ἀκόμη ὅτι ἱδρύουν ὄχι μόνο πεντηκοστιανὲς ὁμάδες σὲ πόλεις καὶ χωριὰ ἀλλὰ καὶ εὐκτηρίους οἴκους, ὅπως ἔκαναν σὲ κωμοπόλεις ποὺ γειτνιάζουν στὸ Ἅγιον Ὄρος; Εἶναι πολὺ λυπηρὸ τὸ φαινόμενο, πρώην Ὀρθόδοξοι πιστοὶ (ἀκόμη καὶ ἡλικιωμένα πρόσωπα) ποὺ μέχρι τοῦ προσηλυτισμοῦ των ἀκολουθοῦσαν μὲ ἁπλότητα τὴν Ὀρθόδοξο εὐσέβεια, τώρα νὰ ἔχουν γίνει φανατικοὶ ἀντορθόδοξοι καὶ γενίτσαροι κατὰ τῆς μητρὸς Ἐκκλησίας των.

Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς χῶρες ποὺ δραστηριοποιοῦνται Ὀρθόδοξοι Ἱεραπόστολοι (ὅπως στὸ Κολουέζι τοῦ Κογκό) πληροφορούμεθα ὅτι οἱ Πεντηκοστιανοὶ «ἱεραπόστολοι» προσπαθοῦν νὰ ἁρπάξουν τοὺς Ὀρθοδόξους πιστούς με τὶς γνωστὲς δημόσιες θεατρικὲς ἐμφανίσεις τους, ποὺ περιλαμβάνουν χορούς, τραγούδια καὶ ψευδοθεραπεῖες ἀσθενῶν.

Γιὰ τὰ «χαρίσματα» τῶν Πεντηκοστιανῶν καὶ τὶς μεθόδους ποὺ τὰ ἀποκτοῦν γράφει ὁ π. Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος: «Οἱ ἐμπειρίες τῶν πεντηκοστιανῶν δὲν εἶναι καρποὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δημιουργοῦνται μὲ εἰδικὲς τεχνικές. […] Ἡ τεχνικὴ ποὺ ἐφαρμόζει ἡ ὁμάδα δημιουργεῖ περιβάλλον καὶ καταστάσεις ὑποβολῆς. […] Μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο δημιουργεῖται ἐσωτερικὸς πόθος γιὰ τὴν ἐπίτευξη τέτοιων καταστάσεων. Πρόκειται γιὰ ἰδιαίτερη μέθοδο προσευχῆς σὲ εἰδικὴ ἐκστατικὴ ἀτμόσφαιρα καὶ σὲ κλίμα, στὸ ὁποῖο ὁ ἐνθουσιασμὸς ἀφήνεται ἐλεύθερος. Ἡ ἀναγκαιότητα αὐτῶν τῶν ἐμπειριῶν προκαλεῖ ἀτμόσφαιρα ψυχολογικῆς πιέσεως […] Ὅμως μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐξαφανίζονται τὰ σύνορα μεταξὺ τῆς δράσης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ δημιουργεῖ γνήσιες πνευματικὲς ἐμπειρίες σὰν ἐκείνη τοῦ ἀποστόλου Παύλου (Α´ Κορ. ιβ´ 1-3) καὶ ὑποκειμενικῶν ἢ καὶ δαιμονικῶν καταστάσεων, ποὺ ὁδηγοῦν σὲ ἐμπειρίες»2.

Στὸ Συνέδριο θὰ συμμετέχουν καὶ ἄλλοι Προτεστάνται ποὺ ἀσκοῦν ἔντονο προσηλυτισμὸ στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο. Ὁ προτεσταντικὸς ραδιοσταθμὸς ἀκούγεται εὐκρινῶς σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα (ἐνῶ οἱ Ὀρθόδοξοι σταθμοὶ δὲν ἀκούγονται). Στὴν προτεσταντικὴ Κλινικὴ «Ἅγιος Λουκᾶς» τῆς Θεσσαλονίκης οἱ Ὀρθόδοξοι ἀσθενεῖς εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ ἀκοῦνε καθημερινῶς τὰ προτεσταντικὰ κηρύγματα. Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἄφθονα χρήματα ἔρχονται ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ γιὰ τὴν ἐνίσχυσι τοῦ προσηλυτισμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων. Πολὺ φοβούμεθα ὅτι μὲ τὶς συμπροσευχὲς καὶ μὲ τὴν συνεργασία Ὀρθοδόξων καὶ Προτεσταντῶν θὰ δοθῆ στὸ Ὀρθόδοξο πλήρωμα τὸ μήνυμα ὅτι ὁ Προτεσταντισμὸς ὄχι μόνο γίνεται ἀνεκτὸς ἐν Ἑλλάδι ἀλλὰ καὶ εὐπρόσδεκτος ὡς χριστιανικὴ διδασκαλία, ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν μᾶς χωρίζουν οὐσιαστικὲς διαφορές.

6. Εἶναι γνωστὸ ὅτι ὁ δυτικὸς Χριστιανισμὸς καὶ μάλιστα ὁ Προτεσταντισμὸς περνᾶ βαθειὰ κρίσι πίστεως. Ὁ σημερινὸς Προτεσταντισμὸς δὲν εἶναι πλέον αὐτὸς τῶν πρώτων μεταρρυθμιστῶν. Κατὰ τὸν λόγο τοῦ Προτεστάντου Ρὰ Τααῆ(?), ἡ Μεταρρύθμισις ὑπῆρξε κέρδος καὶ ζημία. Κέρδος, γιατί ἀπέρριψε τὶς ἀντιευαγγελικὲς παπικὲς ἀξιώσεις· ζημία, γιατί μαζὶ μὲ τὸν παπισμὸ ἀπέρριψε καὶ βασικὰ στοιχεῖα τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καὶ παραδόσεως.

Δυστυχῶς ἡ πορεία τοῦ Προτεσταντισμοῦ βαίνει ἔκτοτε ὅλο καὶ περισσότερο σὲ ἀμφισβήτησι βασικῶν ἄρθρων τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως. Ἡ θεωρία τῆς «ἀπομυθεύσεως» καὶ «θεολογίες», ὅπως αὐτὴ τοῦ «θανάτου τοῦ Θεοῦ», βεβαιώνουν γιὰ τὴν συνεχιζομένη ραγδαία ἀπομάκρυνσι ἀπὸ τὰ θεμελιώδη χριστιανικὰ δόγματα. Τὸ ἐκκλησιαστικὸ κήρυγμα δὲν μένει ἀνεπηρέαστο. Ἀκόμη καὶ ἀρχιεπίσκοποι ἀμφισβητοῦν ἀπὸ ἄμβωνος τὴν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ ἢ τὴν ἐκ Παρθένου γέννησί Του.

Ἀλλὰ καὶ ἡ ἔκπτωσις τῶν ἠθῶν εἶναι ἐμφανής. Διακηρυγμένοι ὁμοφυλόφιλοι γίνονται δεκτοὶ ὡς κληρικοὶ καὶ μάλιστα ἐπίσκοποι, ἀλλὰ καὶ ἐκκλησιαστικοὶ κύκλοι εἰσηγοῦνται τὴν καθιέρωσι εἰδικῆς ἀκολουθίας γιὰ εὐλογία συνοικήσεως (γάμου;) ὁμοφυλοφίλων. Στὸ ἐπίσημο ὄργανο τοῦ Π.Σ.Ε. «Τὸ Ἐη`ηόοαήὰ Rοάαόή» δημοσιεύεται σχετικὴ εὐχή, συνταχθεῖσα ἀπὸ ἐπιτροπὴ τῆς Σουηδικῆς Ἐκκλησίας, στὴν ὁποία μεταξὺ ἄλλων λέγεται: «Θεέ, … ἐρχόμαστε σὲ σένα μὲ τὴν χαρά μας στὰ ἀνθρώπινα πρόσωπα ποὺ μπορεῖ τὸ ἕνα νὰ ἀγαπᾷ τὸ ἄλλο καὶ νὰ μεταμορφώσουμε τὸν κόσμο ἐν τῷ φωτί σου […] Θεέ, ἐσὺ μᾶς δίνεις ζωὴ καὶ τὴν δύναμι νὰ ἀγαπᾶμε. Βοήθησέ μας νὰ ζοῦμε κοντά σου πάντοτε. Ἀμήν»3. Ὁ ἐπισκοπελιανὸς ἐπίσκοπος J`ο Sα`οῶ ἐκφράζοντας τὴν ἴδια νοοτροπία γράφει γιὰ τὸ ἴδιο θέμα: «Καλούμαστε νὰ παραμερίσουμε τὸν φόβο μας καὶ νὰ εἴμαστε ἀνοιχτοὶ σὲ… ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δὲν συμφωνοῦν μὲ τὸν στενὸ ἐκκλησιαστικὸ ὁρισμὸ τῆς σεξουαλικῆς ἠθικῆς… Ἐὰν ἡ Ἐκκλησία ἐπιθυμεῖ νὰ ἔχει κάποια ἀξιοπιστία ὡς ἕνας ὑπολογίσιμος θεσμός, αὐτὴ πρέπει νὰ βλέπει τὰ ζητήματα τῶν ἀγάμων, τῶν διεζευγμένων, τῶν ἐγγάμων, τῶν ὁμοφυλοφίλων καὶ τῶν λεσβιῶν ἀπὸ μία ἄποψη ἀπομακρυσμένη ἀπὸ τὰ πατριαρχικὰ πρότυπα τοῦ παρελθόντος»4.

Σοβαρότατο ἐπίσης θέμα τίθεται γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους μετὰ τὴν ἀπόφασι γιὰ χειροτονία γυναικῶν στοὺς βαθμοὺς τοῦ πρεσβυτέρου καὶ τοῦ ἐπισκόπου ὑπὸ τὴν ἐπίδρασι τοῦ φεμινιστικοῦ κινήματος. Ἔσπευσαν δυστυχῶς καὶ ἐλάχιστοι Ὀρθόδοξοι θεολόγοι νὰ δικαιολογήσουν τὴν καινοτομία αὐτὴ ὑποστηρίζοντες ὅτι δὲν ὑπάρχουν ἰσχυροὶ θεολογικοὶ λόγοι ποὺ ἀπαγορεύουν τὴν χειροτονία γυναικῶν, ὡσὰν ἡ παράδοσις τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων καὶ ἡ πράξις τῆς Ἐκκλησίας τῶν δυὸ χιλιάδων ἐτῶν νὰ μὴ ἀποτελῆ ἰσχυρὸ θεολογικὸ ἐπιχείρημα κατὰ τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν. Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Κυρία Θεοτόκος δὲν ἐδέχθη χειροτονία οὔτε ἐζήτησε ποτὲ νὰ ἐπιτελῆ ἀποστολικὸ καὶ ἱερατικὸ λειτούργημα δὲν εἶναι ἰσχυρὸς θεολογικὸς λόγος;

Διερωτώμεθα, πῶς μετὰ ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς ἀντιευαγγελικὲς καινοτομίες καὶ παρεκτροπὲς εἶναι δυνατὸν Ὀρθόδοξοι ἱεράρχαι καὶ ἱερεῖς νὰ συμπροσεύχωνται καὶ νὰ συνεργάζωνται «ἐπὶ ἴσοις ὅροις» μὲ τὸν ἐκπεσόντα προτεσταντικὸ κόσμο, σὰν νὰ μὴ συμβαίνη τίποτε; Καὶ τί εἴδους ἱεραποστολὴ θὰ κάνουν ὅσοι βαρύνονται μὲ τὰ παραπτώματα αὐτά; Καὶ πῶς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ ἔλθη νὰ θεραπεύσῃ αὐτοὺς ποὺ ἐμμένουν στὶς παρεκτροπὲς αὐτὲς καὶ μάλιστα τὶς υἱοθετοῦν ἐπισήμως ὡς ἐκκλησιαστικοὺς θεσμούς;

* * *

Τὶς ἐπιφυλάξεις τῶν Ὀρθοδόξων σχετικὰ μὲ τὴν συμμετοχὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σὲ ἕνα Ὀργανισμὸ ποὺ προϋποθέτει προτεσταντικὲς ἐκκλησιολογικὲς ἀρχὲς ἀσύμβατες πρὸς τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιολογία, διετύπωσε τὸ 1960 ὡς ἑξῆς ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς π. Ἰωάννης Meyendorff, ὁ ὁποῖος συμμετεῖχε ἐνεργὰ στὴν οἰκουμενικὴ κίνησι:

«(Οἱ Ὀρθόδοξοι) αἰσθάνονται ὅτι συμμετέχουν εἰς μίαν ἐπιχείρησιν, τὴν ὁποίαν δὲν ἐλέγχουν καὶ ἡ ὁποία κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν Προτεσταντικὴν σκέψιν… Ὀρθόδοξοι καὶ Προτεστάνται ἁπλῶς δὲν βλέπουν τὸ ἴδιον πράγμα εἰς τὸ Π.Σ.Ε. […] Πολλοὶ Προτεστάνται ἠγέται ἐπιμένουν πάλιν καὶ πολλάκις εἰς τὰς συζητήσεις των διὰ τὸ θέμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅτι εἶναι ἀναγκαῖον διὰ τὰς ἐκκλησίας νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν ἀποκλειστικὸν δογματισμόν των καὶ τὴν ἔμφασιν διὰ τὰ δογματικὰ ἐμπόδια… Εἶναι φανερὸν ὅτι μία θεολογία αὐτοῦ τοῦ εἴδους… δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνῃ ἀποδεκτὴ ὑπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»5.

Οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν μποροῦμε νὰ συμμετέχουμε σὲ ἕνα Συνέδριο ποὺ στοχεύει σὲ μία προτεσταντικὴ «ἱεραποστολή» καὶ προωθεῖ ἕνα προτεσταντικὸ «εὐαγγελισμό» στὸν κόσμο. Ἡ «ἴασις» καὶ ἡ «συμφιλίωσις», ποὺ τὸ Συνέδριο ἐπαγγέλλεται σὲ πρόσωπα καὶ σὲ «ἐκκλησίες», δὲν ἀποβλέπει στὴν ἑνότητα ἐν Χριστῷ ποὺ προσφέρει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα (Ἐφ. δ´ 4-16) καὶ πραγματοποιεῖται στὴν Ὀρθόδοξο Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ συντηρεῖ καὶ ἐπεκτείνει τὸν δογματικὸ ὑποκειμενισμό-σχετικισμὸ καὶ τὴν ἀντιευαγγελικὴ ἠθική. Ἡ συμμετοχὴ Ὀρθοδόξων στὸ Συνέδριο σημαίνει ὅτι ἀμφισβητοῦμε τὴν μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἠθικῆς της.

Ἐὰν ἐπρόκειτο ἡ συμμετοχή μας νὰ προσφέρη κάτι στὸ Συνέδριο τῆς Ἀθήνας, αὐτὸ θὰ ἦταν ἡ μαρτυρία ὅτι ὁ κόσμος σήμερα, ὅπως καὶ σὲ κάθε ἐποχή, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ἁγιότητα. Ἁγιότης ὅμως ἐκτὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, χωρὶς Ὀρθοδοξία καὶ χωρὶς εὐαγγελικὴ διαγωγή, δὲν ὑπάρχει. Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος εἶναι σαφής: «Ἅπας γὰρ τῶν ἁγίων ἔπαινος καὶ μακαρισμὸς διὰ τῶν δυὸ τούτων συνίσταται, διά τε τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τοῦ ἐπαινετοῦ βίου, καὶ διὰ τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τῶν χαρισμάτων αὐτοῦ. Τοῖς γὰρ δυσὶ τούτοις τὸ τρίτον συνέπεται. Ἐν γὰρ τῷ βιῶσαι τινὰ καλῶς τε καὶ θεοφιλῶς μετὰ φρονήματος ὀρθοδόξου καὶ ἐν τῷ χαριτωθῆναι ἀπὸ Θεοῦ καὶ δοξασθῆναι διὰ τῆς τοῦ Πνεύματος δωρεᾶς, συνέπεται αὐτῷ ὁ ἔπαινος καὶ ὁ μακαρισμὸς παρὰ πάσης τῆς ἐκκλησίας τῶν πιστῶν καὶ παρὰ πάντων τῶν διδασκάλων αὐτῆς. Πίστεως δὲ καὶ ἔργων ἀνελλιπῶς μὴ καταβληθέντων ἀδύνατόν ἐστι τὴν παρουσίαν γενέσθαι ποτὲ τοῦ προσκυνητοῦ καὶ θείου Πνεύματος καὶ τὴν δωρεὰν αὐτοῦ λαβεῖν τινα τῶν ἀνθρώπων»6.

Β´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν 2005
Μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου
ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ Παλαμᾶ,
τοῦ καὶ Ὁμολογητοῦ


Σημειώσεις

1. Οἱ ἀνωτέρω Δηλώσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἀντιπροσωπειῶν στὶς πρῶτες Συνελεύσεις τοῦ Π.Σ.Ε. περιλαμβάνονται στὸ ἔργο τοῦ Ἰω. Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. ΙΙ, Αὐστρία 1968, σελ. 963-979 [1061-1077].

2. π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζοπούλου, Πεντηκοστιανοὶ καὶ Ὀρθοδοξία, Ἀθήνα 1995, σελ. 19-22.

3. Τhe Ecumenical Rewiew, ed. W.C.C. vol. 50 n.1 (1998).

4. Frank Shcaeffer, Ἀναζητώντας τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη στὸν αἰώνα τῶν ψεύτικων θρησκειῶν (χορεύοντας μόνος), ἔκδ. «Μακρυγιάννης», β´ ἔκδοσις, Κοζάνη 2004. Στὸ βιβλίο αὐτὸ τοῦ Frank Shcaeffer, τοῦ ἐπωνύμου ἀμερικανοῦ Προτεστάντου ποὺ μετὰ ἀπὸ πολυετῆ καὶ σκληρὴ προσωπικὴ ἀναζήτησι ἔγινε Ὀρθόδοξος, ὑπάρχουν πολλὰ ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα ποὺ ἀποκαλύπτουν τὴν ἔκπτωσι τοῦ προτεσταντισμοῦ ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.

5. John Meyendorff, The Orthodox Church, Darton 1962, σελ. 220-221.

6. Ἁγ. Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Λόγος Κατηχητικός Ι´ (10ος).