«Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴν σιωπή, σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα λιθάρια, σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς. Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο. Ἡ ρίζα σκοντάφτει στὸ μάρμαρο. Δὲν ὑπάρχει νερό. Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. Ὅλοι μασᾶνε μιὰ μπουκιὰ οὐρανὸ πάνω ἀπὸ τὴν πίκρα τους» Γιάννης Ρίτσος |
Ἡ βυζαντινὴ καὶ ἑνετικὴ καστροπολιτεία Μονεμβασία εἶναι γνωστὴ σὰν τὸ Γιβραλτὰρ τῆς Ἑλλάδας. Τὸ «πέτρινο καράβι» τοῦ Ρίτσου στέκει καρτερικὰ στὸ νότιο - ἀνατολικὸ ἄκρο τῆς λακωνικῆς γῆς, μεταφέροντας τοὺς ἐπισκέπτες σὲ ἕνα ὀνειρικὸ ταξίδι στὸ χρόνο καὶ τὴν ἱστορία. Κάστρα καὶ τείχη, παλιὰ ἀρχοντικά, στενὰ λιθόστρωτα δρομάκια, ἐκκλησιές, παλιὲς χαμηλὲς καμάρες. Ἁψίδες, οἰκόσημα, μαρμάρινοι αὐτοκρατορικοὶ θρόνοι, βυζαντινὲς εἰκόνες (ὁ Ἑλκόμενος Χριστός) δίνουν τὴν ἐντύπωση μιᾶς πόλης φανταστικῆς, ποὺ ἡ πάροδος τοῦ χρόνου δὲν τὴν ἄγγιξε.
Ἡ πόλη, εἶναι ἕνα δυνατὸ φρούριο τὸ ὁποῖο φιλοξένησε περίπου 50.000 Βυζαντινούς κατὰ τὴν περίοδο αἴγλης καὶ ἀκμῆς. Σήμερα, λιγότεροι ἀπὸ 100 ἀνθρώπους ζοῦν μονίμως γύρω ἀπὸ τὸ βράχο τῆς Μονεμβασίας. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς 5.000 κατοίκους τῆς πόλης προτιμοῦν τὸ λιμάνι, ὅπου αὐτοκίνητα, καταστήματα καὶ ἄλλες ἀνέσεις ὑποκαθιστοῦν τὴν ἱστορικὴ ἀτμόσφαιρα.
Οἱ ἑλληνικοὶ ὁδηγοὶ χαρίζουν στὴ Μονεμβασία δυὸ ἀπὸ τὰ τρία ἀστέρια καὶ τὴ χαρακτηρίζουν ὡς ἕνα μοναδικὸ μέρος ποὺ πρέπει νὰ συμπεριληφθεῖ στὸ γύρο τῆς Πελοποννήσου.
Μονεμβασία ἡ ἐπίσημη ὀνομασία, Μονεμβασιὰ στὴν ποιητικὴ ἐκδοχή της, Μονεμβάσια ἢ Μονοβάσια γιὰ τοὺς ντόπιους, Μαλβουαζὶ γιὰ τοὺς Φράγκους καὶ Μαλμζὺ κατὰ τοὺς Ἄγγλους· ἡ ὀνομασία προέρχεται ἀπὸ τὰ συνθετικὰ «μόνη» καὶ «ἔμβαση» καὶ ἐννοεῖ ὅτι ἡ καστροπολιτεία διέθετε μιὰ καὶ μόνο εἴσοδο. Ὁ βράχος ἀποκολλήθηκε ἀπὸ τὴ στεριὰ ἐξαιτίας ἑνὸς δυνατοῦ σεισμοῦ τὸ 375 μ.Χ.
Ἡ χερσόνησος ὀνομαζόταν Μινώα καὶ ἴσως ἦταν ναύσταθμος τῶν Μινωιτῶν. Ἐπειδὴ δεχόταν συχνὰ ἐπιδρομὲς Ἀβάρων καὶ Σλάβων, οἱ Ἕλληνες τῆς Λακωνίας τὴν ὀχύρωσαν καὶ τὴ χρησιμοποιοῦσαν ὡς λιμάνι καὶ καταφύγιο. Ἡ ἵδρυση τοῦ οἰκισμοῦ γίνεται ἀπὸ τοὺς Λακεδαιμόνιους τὸν 6ο μ.Χ. αἰώνα, ποὺ ἔχτισαν τὸ κάστρο ὡς ὀχυρό, κατασκεύασαν μιὰ κινητὴ ξύλινη γέφυρα, τὸ ἐνίσχυσαν μὲ τείχη καὶ κατοίκησαν μέσα σὲ αὐτό.. Ἀκολουθεῖ ἡ δημιουργία ἑνὸς οἰκισμοῦ χαμηλότερα καὶ σταδιακὰ ἀναπτύσσεται ἡ πόλη, ἡ ὁποία ἀποκτᾶ μεγάλη στρατηγικὴ σημασία. Στοὺς ἀγῶνες τους ἐναντίον τῶν πειρατῶν, οἱ Μονεμβασίτες μαθαίνουν τὴ ναυτικὴ πολεμικὴ τέχνη καὶ ἀναδεικνύονται μὲ τὸν καιρὸ φοβεροὶ κουρσάροι καὶ κουρσαρομάχοι. Μετὰ ἀπὸ σύντομη παπικὴ κατοχὴ περιέρχεται στὴν Ἑνετικὴ κυριαρχία τὸ 1464. Τὸ 1540 ἀρχίζει ἡ περίοδος τῆς Α´ Τουρκοκρατίας καὶ ἡ παρακμὴ ποὺ εἶχε ἀρχίσει συνεχίζεται ἐντονότερα. Τὸ 1690 ἡ πόλη παραδίδεται στοὺς Ἐνετούς. Τὸ 1715 οἱ Τοῦρκοι τὴν ἀνακαταλαμβάνουν. Τὸ 1821 ἀπελευθερώνεται πρώτη ἀνάμεσα στὶς ὀχυρὲς πόλεις τῆς Πελοποννήσου. Ἡ μεταβυζαντινὴ ἱστορία τῆς Μονεμβάσιας τελειώνει στὶς 21 Ἰουλίου 1821, ὅταν οἱ Τοῦρκοι μετὰ ἀπὸ πολιορκία παραδίδουν τὰ κλειδιὰ τῆς πόλης στὸν Πρίγκιπα Ἀλ. Καντακουζηνό. Ἡ Μονεμβάσια συγκαταλέγεται στὶς πρῶτες ὀχυρωμένες πόλεις τῆς Πελοποννήσου ποὺ ἀπελευθερώθηκε ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες κατὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821.
Ὁλόκληρη ἡ Μονεμβασία εἶναι ἕνα μνημεῖο. Ὁ ἐρυθρωπὸς βράχος, ποὺ ὑψώνεται ἐπὶ 300μ. πάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, συνδέεται μὲ τὴν ἀκτὴ μὲ μιὰ στενὴ γέφυρα, ἡ ὁποία στὴ μεσαιωνική της μορφὴ ἦταν δεκατετράτοξη, τώρα ἔχει δώδεκα καμάρες.
Πρὶν μπεῖτε μέσα παρατηρῆστε τὰ λείψανα τῶν τειχῶν ποὺ κατηφορίζουν ὡς τὴ θάλασσα καὶ διατηροῦν ἀκόμη τὸ μεγαλεῖο τους. Τὰ τείχη αὐτὰ ἦταν διπλὰ σὲ σχῆμα Π ἀναποδογυρισμένο καὶ κατέληγαν σὲ δυὸ πύλες: τὴ μεγάλη, ποὺ ἡ ἐπένδυσή της μὲ σιδερένιες πλάκες εἶναι διάτρητη ἀπὸ σφαῖρες, ὁρατὲς καὶ σήμερα, καὶ τὴν ἐπάνω πύλη. Μπαίνοντας στὴν πόλη θὰ γοητευτεῖτε ἀπὸ τὰ στενὰ λιθόστρωτα δρομάκια. Προχωρώντας στὴν πόλη παρατηρῆστε τὴν ἔντονη βενετσιάνικη ἐπιρροὴ στὴ διακόσμηση, ἀκόμα καὶ στὶς καμινάδες τῶν σπιτιῶν, ποὺ εἶναι χτισμένα στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ μὲ ἐξῶστες, ὥστε νὰ βλέπουν στὴ θάλασσα. Ἀπὸ τὴ νέα Μονεμβασία πρὸς τὸ κάστρο ἐκτελοῦνται δρομολόγια μὲ δημοτικὸ λεωφορεῖο, πυκνὰ κατὰ τοὺς θερινοὺς μῆνες.
«Ἡ Μονεμβάσια εἶναι ἕνας Μυστρᾶς ποὺ ζεῖ ἀκόμα!» εἶπε κάποτε ὁ Στρατὴς Μυριβήλης.
Ὁ οἰκισμὸς διαιρεῖται σὲ δυὸ τμήματα, καθένα ἀπὸ τὰ ὁποῖα βρίσκεται σὲ διαφορετικὰ ἐπίπεδα καὶ ἔχει ξεχωριστὴ ὀχύρωση.
Στὴν Πάνω Πόλη, κτισμένη στὸ πλάτωμα τῆς κορυφῆς τοῦ βράχου, ἀκατοίκητη σήμερα, ὑπάρχουν λείψανα πολυάριθμων κτηρίων βυζαντινῶν καὶ μεταβυζαντινῶν χρόνων. Ἐδῶ βρίσκεται καὶ ἡ Ἁγία Σοφία, ὀκταγωνικὸς ναὸς μὲ τροῦλο ποὺ ταυτίζεται ἀπὸ τοὺς ἐρευνητὲς μὲ τὴ Μονὴ Ὁδηγήτριας τοῦ 1150.
Ἡ κάτω πόλη εἶναι κτισμένη στὴν ἀνωφερῆ βάση τῆς νοτιανατολικῆς πλευρᾶς τοῦ βράχου.
Καὶ οἱ δυὸ πόλεις περιβάλλονται μὲ τείχη καὶ ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους μὲ μιὰ σκάλα λαξευμένη στὸν βράχο καὶ καλὰ ὀχυρωμένη. Τὸ κάστρο διατηρεῖται σὲ ἀρκετὰ καλὴ κατάσταση, ἰδίως στὴν κάτω πόλη. Ἡ σημερινὴ κατάστασή του ἔχει διαμορφωθεῖ ἀπὸ ἐπισκευὲς καὶ προσθῆκες Βενετῶν καὶ Τούρκων πάνω στὰ βυζαντινὰ θεμέλια.
Ἕνα κεντρικὸ πλακόστρωτο σοκάκι σᾶς ὁδηγεῖ στὶς ὀμορφιὲς τῆς μεσαιωνικῆς καστροπολιτείας. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ βρίσκονται καταστήματα μὲ ἐνθύμια, μικρὰ καφὲ ποὺ τὰ μπαλκονάκια τους «βλέπουν» στὴ θάλασσα, ταβέρνες μὲ τοπικὲς νοστιμιὲς καὶ παραδοσιακοὶ ξενῶνες. Περπατώντας στὸ κεντρικὸ καλντερίμι θὰ συναντᾶτε στὰ δεξιά σας στενὰ σοκάκια, τὰ περισσότερα μὲ σκαλάκια, ποῦ ὁδηγοῦν σὲ ξέφωτα πρὸς τὴ θάλασσα. Τὰ παλιὰ ἀρχοντικὰ μὲ τὰ οἰκόσημα καὶ τὶς ἁψίδες, τὰ λιθόστρωτα δρομάκια μὲ τὶς χαμηλὲς καμάρες, οἱ περίπου σαράντα παλιὲς ἐκκλησιές, δημιουργοῦν ἕνα σκηνικὸ ἡρεμίας, γαλήνης καὶ νοσταλγίας.
Τὸ ὡραιότερο καὶ πιὸ ρομαντικὸ ἴσως σημεῖο τῆς Κάτω Πόλης εἶναι ἡ πλατεία μπροστὰ ἀπὸ τὸν ναὸ τοῦ Ἑλκομένου Χριστοῦ μὲ τὸ κανόνι. Οὐσιαστικὰ εἶναι ἕνα μεγάλο μπαλκόνι μὲ θαυμάσια θέα πρὸς τὴ θάλασσα. Τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ βράχου τῆς Μονεμβασιᾶς εἶναι ἕνας πέτρινος λαβύρινθος καὶ ἡ περιπλάνηση σὲ αὐτὸν ἐπιφυλάσσει ἐκπλήξεις.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ παλιὰ ἀρχοντικὰ ἡ Μονεμβασιὰ διαθέτει περίπου σαράντα βυζαντινὲς ἐκκλησίες. Ἡ σπουδαιότερη εἶναι ὁ ναὸς τοῦ Ἑλκόμενου Χριστοῦ τοῦ 13ου αἰῶνα. Ἐνδιαφέρουν παρουσιάζουν ἐπίσης οἱ ναοὶ τῆς Ἁγίας Ἄννας, μιᾶς βασιλικῆς τοῦ 14ου αἰῶνα, τῆς Παναγίας τῆς Χρυσαφίτισσας, τοῦ Ἁγίου Νικολάου, τῆς Παναγίας τῆς Κρητικιᾶς, τοῦ Ἁγίου Στεφάνου καὶ τοῦ Ἁγίου Παύλου τοῦ 10ου αἰῶνα.
Ἡ ἐπάνω πόλη, ἐγκαταλελειμμένη σήμερα καὶ ἐρειπωμένη, διατηρεῖ, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ τείχη καὶ τὴν ὀχυρωμένη πύλη της, μεγάλες στέρνες γιὰ τὴν ὕδρευση, γραφικὲς βίλες καὶ φυλάκια, τὰ λείψανα τῆς κατοικίας τοῦ Βενετοῦ προβλεπτῆ (ἔχει σωθεῖ κι ἕνα μαρμάρινο στόμιο πηγαδιοῦ μὲ τὰ ἀρχικὰ τοῦ προβλεπτῆ Σεβαστιανοῦ Ρενιέρι). Ὁ ἐπισκέπτης σήμερα μπορεῖ νὰ διαβεῖ λιθόστρωτα δρομάκια, νὰ δεῖ ἀρχοντικὰ μὲ ἁψίδες, βυζαντινὲς ἐκκλησίες, ἑνετικὰ οἰκόσημα, ἐνῶ δὲν πρέπει νὰ παραλείψει νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸ σπίτι τοῦ μεγάλου ποιητῆ Γιάννη Ρίτσου, ὅπου βρίσκεται καὶ ἡ προτομή του, ἀκριβῶς μετὰ τὴν πύλη. Στὸ κοιμητήριο τοῦ κάστρου βρίσκεται ὁ τάφος τοῦ γνωστοῦ ποιητῆ, ὁ ὁποῖος ἐτάφη στὴ γενέτειρά του.
Ἡ Ἀρχαιολογικὴ Συλλογὴ τῆς Μονεμβασίας παρουσιάζει στοιχεῖα τῆς μνήμης ἀλλὰ καὶ τῆς γνώσης μας γιὰ τὴν ταυτότητα τοῦ «περιώνυμου ἄστεως» τῆς Μονεμβασίας, ἡ παρουσία τῆς ὁποίας στὴ βραχώδη ἄκρη τῆς Πελοποννήσου μαρτυρεῖται ἀπὸ τὸν 6ο μ.Χ. αἰώνα. Ἡ ἐπίκαιρη θέση τῆς Μονεμβασίας στοὺς θαλάσσιους δρόμους, ὁ στόλος της ποὺ κυριαρχοῦσε στὰ γνωστὰ λιμάνια τῆς Μεσογείου ἀλλὰ καὶ σ᾿ αὐτὰ τοῦ Εὐξείνου Πόντου, τὰ φημισμένα προϊόντα της (ὅπως ὁ ἐξαίρετος Μαλβάζιος οἶνος), τὰ μέλη τῆς κοινωνίας της ποὺ διακρίθηκαν στὸ ἐμπόριο, σὲ «τεχνῶν ἀσκήσεις» καὶ σὲ ἄλλες πνευματικὲς δραστηριότητες, ἡ τοπικὴ ἐκκλησία της ποὺ ἀνέδειξε σημαντικὲς προσωπικότητες, ἀλλὰ καὶ ἡ εὔνοια ποὺ τῆς παρασχέθηκε μὲ αὐτοκρατορικὰ χρυσόβουλα, σφυρηλάτησαν τὸ κύρος καὶ τὴ φήμη της. Μέσα στὸν ἀνοικτὸ μουσειακὸ χῶρο τῆς Μονεμβασίας τὰ ἱστάμενα μνημεῖα της (φρούριο, τείχη, σημαντικοὶ ναοί, σπίτια, δημόσια κτίρια, χαμάμ, στέρνες), ποὺ εἶχαν τύχει καὶ τῆς προσοχῆς τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας, ἀποτελοῦν τεκμήρια τοῦ παρελθόντος της καὶ σηματοδοτοῦν καὶ τὴν ἱστορική της διαδρομή.
Τὸ μοναδικὸ σωζόμενο ἀκέραιο μνημεῖο τῆς ἐπάνω πόλεως ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ ἐποχή, ἀλλὰ καὶ τὸ σημαντικότερο μνημεῖο τῆς Μονεμβασίας εἶναι ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἀνήκει στὸν λεγόμενο ὀκταγωνικὸ τύπο, ὅπως καὶ τὸ Δαφνί, ὁ Ὅσιος Λουκᾶς κ.ἄ. Ἡ σύγκριση τῆς κατόψεως τῆς Ἁγίας Σοφίας μὲ ἄλλους ὀκταγωνικοὺς ναοὺς τὴν δείχνει ἁπλούστερη ἀπὸ τοῦ Δαφνίου (περίπου 1100) καὶ πιὸ σύνθετη ἀπὸ τῶν Ἁγίων Θεοδώρων τοῦ Μυστρᾶ (1296): ἔτσι μπορεῖ νὰ χρονολογηθεῖ στὰ τέλους τοῦ 12ου αἰ. ἢ ἀρχὲς 13ου. Στὴ νότια πλευρά του ὁ ναὸς ἔχει μιὰ διπλὴ στοὰ (τέτοιες στοὲς συναντῶνται συχνὰ στὶς ἐκκλησίες τοῦ Μυστρᾶ) μὲ θαυμάσια θέα πρὸς τὸ πέλαγος. Ὁ ναὸς διατηρεῖ λίγες ἐξαιρετικῆς ποιότητας τοιχογραφίες. (Στὸ τύμπανο, ἐπάνω ἀπὸ τὴν πύλη τοῦ κυρίως ναοῦ, ὑπῆρχε τοιχογραφία τοῦ Παντοκράτορα, κατεστραμμένη ὅμως σὲ μεγάλη ἔκταση ἀπὸ μεταγενέστερο ἄνοιγμα, γιατί ὁ ναὸς ἀκολούθησε τὶς τύχες τῆς πόλεως: στὴ βενετοκρατία μετετράπη σὲ ναὸ δυτικοῦ δόγματος καὶ προστέθηκε στὴ δυτικὴ πλευρά του βαρὺ διώροφο κτίριο, στὴν τουρκοκρατία ἔγινε τζαμὶ καὶ σκεπάστηκαν μὲ σουβὰ οἱ τοιχογραφίες). Παρὰ τὶς ταλαιπωρίες του ὅμως ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Σοφίας παραμένει τὸ σημαντικότερο μνημεῖο τῆς Μονεμβασίας μὲ τὶς ὡραῖες ἀναλογίες του καὶ τὸν ἐσωτερικὸ μεγαλοπρεπῆ καὶ δοξολογικό του χῶρο. Ἡ τοπικὴ παράδοση τὸν θέλει κτίσμα τοῦ αὐτοκράτορα Ἀνδρονίκου.
Ἡ κάτω πόλη, ποὺ διατηρεῖται στὴ ζωή, κρατεῖ τὸν μεσαιωνικό της χαρακτήρα μὲ τὰ ψηλὰ συμπαγῆ σπίτια της, μὲ τοὺς στενοὺς γραφικοὺς δρόμους καὶ μὲ τὶς πολυάριθμες ἐκκλησίες. Ἡ γνωστότερη καὶ μεγαλύτερη εἶναι τοῦ Ἑλκομένου Χριστοῦ, ποὺ ὀφείλει τὴ φήμη της στὴν περίφημη εἰκόνα τοῦ Ἑλκομένου Χριστοῦ, ποὺ ἀφήρεσε καὶ μετέφερε στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ Ἰσαάκιος Ἄγγελος. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς βενετοκρατίας σώζονται οἱ ἐκκλησίες τοῦ Ἁγίου Νικολάου (1703), κτίσμα τοῦ ἰατροφιλοσόφου Λικινίου, ἡ ὁποία συνδυάζει στοιχεῖα τῆς ὀρθόδοξης παραδόσεως μὲ βενετσιάνικα· στὴν ἴδια ἐποχὴ ἀνήκει καὶ ἡ Παναγία ἡ Μυρτιδιώτισσα (παλαιότερα τὴν ὀνόμαζαν Κρητικιά, ἀπὸ τὴ συνοικία τῶν Κρητικῶν ὅπου βρισκόταν), στὴν ὁποία ἐπίσης ἀναμιγνύονται βυζαντινὰ καὶ βενετσιάνικα στοιχεῖα. Ἀπὸ τὶς μικρότερες ἐκκλησίες σημειώνουμε τὴν Ἁγία Ἄννα, τὸν Ἅγιο Δημήτριο, τὸν Ἅγιο Στέφανο, τὸν μισογκρεμισμένο Ἅγιο Ἀνδρέα μὲ ἴχνη τοιχογραφιῶν. Μερικὲς ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες αὐτὲς ἔχουν δυὸ κόγχες μὲ θυσιαστήρια γιὰ τὸ ὀρθόδοξο καὶ γιὰ τὸ ρωμαιοκαθολικὸ τυπικό.
Ἡ θάλασσα ποὺ ἁπλώνεται μέχρι τὸν ὁρίζοντα γύρω ἀπὸ τὴν Παλιὰ Πόλη εἶναι τὸ Μυρτῶο Πέλαγος. Μιὰ νοητὴ γραμμὴ κατευθείαν ἀνατολικά, μᾶς βγάζει στὴν Μῆλο τῶν Κυκλάδων. Ἡ βουνοσειρὰ στὰ ΝΔ διακρίνεται μέχρι τὸ ἀκρωτήριο Καμήλα. Νοτιότερα τὰ βουνὰ καταλήγουν στὸν Κάβο-Μαλιᾶ.
Ἀπέχει 84 ναυτικὰ μίλια ΝΝΔ ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ, ταξίδι ποὺ γίνεται μὲ ἱπτάμενα δελφίνια ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ (μαρίνα Ζέας). Ἐπικοινωνῆστε μὲ τὸ Λιμεναρχεῖο γιὰ περισσότερες πληροφορίες, διότι τὰ δρομολόγια ἀλλάζουν ἀνάλογα μὲ τὴν περίοδο (τηλ. Λιμεναρχείου 210 4226000-4).
Ὁδικῶς ἡ διαδρομὴ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα (320χλμ) καλύπτεται μὲ αὐτοκίνητο σὲ περίπου τεσσεράμισι ὧρες, ἐνῶ ἂν ἐπιλεγεῖ τὸ λεωφορεῖο τῶν ΚΤΕΛ (Κηφισοῦ 100 τηλ. 210 5124913) ἡ διάρκεια θὰ ὑπερβεῖ τὶς ἕξι ὧρες, ἀφοῦ οἱ στάσεις σὲ πολλὰ χωριουδάκια μετὰ τὴν Σπάρτη εἶναι συχνές. Ἡ προτεινόμενη ὁδικὴ διαδρομὴ, ὡς ἀσφαλέστερη καὶ συντομότερη εἶναι αὐτὴ μέσῳ τῆς ἐθνικῆς ὁδοῦ Ἀθηνῶν - Κορίνθου καὶ ἐν συνεχείᾳ Κορίνθου – Τριπόλεως, περνώντας τὴ σήραγγα τοῦ Ἀρτεμισίου. Μεταξὺ Τρίπολης καὶ Σπάρτης (58 χλμ.) ἡ ὄμορφη ὀρεινὴ διαδρομὴ ἔχει ἀρκετὲς στροφές, μὰ καὶ εὐκαιρίες στάσεων γιὰ φαγητὸ καὶ νὰ ἀπολαύσεεως τοῦ τοπίου. Στὸ τμῆμα Σπάρτη-Μονεμβάσια (94χλμ) ὑπάρχουν καὶ πάλι στροφὲς σὲ ἀρκετὰ σημεῖα, μολονότι γίνονται βελτιώσεις, διαπλατύνσεις καὶ νέες χαράξεις.
Ὁδηγώντας στὸν ἐπαρχιακὸ δρόμο ποὺ σᾶς ὁδηγεῖ στὴ Μονεμβασιά, ἀντικρίζετε ἀπέναντι ἀπὸ τὴν ἀκτὴ τὸν πελώριο βράχο, ποὺ συνδέεται μὲ τὴν ξηρὰ μέσω ἑνὸς στενοῦ δρόμου. Ἀμέσως μετὰ μπαίνετε στὴ Νέα Μονεμβασιά, στὸ χωριὸ τὸ ὁποῖο βρίσκεται λίγα μόλις μέτρα ἀπὸ τὴν προκυμαία.
Ἐκεῖ, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ πανέμορφα σπίτια τῶν ντόπιων ὑπάρχουν ἐνοικιαζόμενα δωμάτια, ξενοδοχεῖα, ἑστιατόρια, ταβέρνες δίπλα στὸ κύμα, καφὲ καὶ πολλὰ μικρὰ μαγαζιὰ ποὺ πωλοῦν τοπικά, παραδοσιακὰ προϊόντα. Ἀκολουθώντας τὸν κεντρικὸ δρόμο φτάνετε στὴν προκυμαία καὶ μπροστά σας ὑπάρχει ἡ γέφυρα ποὺ ὁδηγεῖ στὸ κάστρο, τὴν Παλιὰ Μονεμβασιά.
Μπορεῖτε νὰ ἀφήσετε τὸ αὐτοκίνητο στὴ Νέα Μονεμβασιὰ καὶ νὰ περπατήσετε ἕως τὸ κάστρο γιὰ περίπου 15 λεπτά, μπορεῖτε νὰ χρησιμοποιήσετε τὸ μικρὸ λεωφορεῖο ποὺ ἐκτελεῖ συχνὰ δρομολόγια, ἢ νὰ συνεχίσετε μὲ τὸ αὐτοκίνητό σας, τὸ ὁποῖο ὅμως θὰ χρειαστεῖ νὰ ἀφήσετε ἔξω ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ κάστρου.
Ἡ Γέφυρα εἶναι γεμάτη ξενοδοχεῖα, ἐνοικιαζόμενα δωμάτια καὶ διαμερίσματα γιὰ κάθε γοῦστο καὶ βαλάντιο. Διατίθενται νεόκτιστοι καὶ ἀνακαινισμένοι χῶροι φιλοξενίας στὸν νέο καὶ τὸν παλαιὸ οἰκισμό. Ἡ ἀστυνομία καὶ τὰ γραφεῖα τουρισμοῦ μποροῦν ἐπίσης νὰ βοηθήσουν καὶ αὐτὰ γιὰ τὴν ἀνεύρεση καταλύματος τὶς ἡμέρες ὑψηλῆς ζητήσεως.
Παραλίες θαλασσίων λουτρῶν προτείνονται ἐκτὸς τῆς Γέφυρας, στὸ Πορί, τὴν Ἁγία Παρασκευή, τὰ Νόμια, τὸν Ἅγιο Στέφανο, τὴν Ἐλιά, τὴν Πλύτρα, στὸν Ξιφία καὶ στὴν Καστέλλα.
Ὁ Δῆμος Μονεμβασιᾶς ἐκτὸς ἀπὸ τὴν τουριστική του ἀνάπτυξη, ἔχει καὶ ἀξιόλογη ἀγροτικὴ παραγωγὴ (ἐλαιόλαδο, ἑσπεριδοειδή), μικρὴ βιοτεχνία παραδοσιακῶν ἀμυγδαλωτῶν, ζαχαρωτῶν, σαμουσάδων ἐξαιρετικῆς ποιότητας καθὼς καὶ χειροποίητων ζυμαρικῶν. Ἐξαιρετικὰ εἶναι τὰ τοπικὰ κρασιὰ (χῦμα καὶ τυποποιημένα) μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα παράγονται καὶ μὲ βιολογικὴ καλλιέργεια.
Νοστιμότατα μαγειρευτὰ φαγητὰ σὲ γραφικὲς ταβερνοῦλες μέσα στὸ κάστρο, ἀρκετὸ καὶ νόστιμο ψάρι σὲ πολὺ περισσότερες ἐπιλογὲς ἐκτὸς κάστρου σὲ κοντινὴ ἢ καὶ λίγο πιὸ μακρινὴ ἀπόσταση.
Δοκιμάστε τὰ καλτσούνια ἢ σαΐτια, χωριάτικο φύλλο σὲ σχῆμα φακέλου γεμιστὸ μὲ χόρτα. Σερβίρεται μὲ τριμμένο τυρὶ καὶ φρέσκο ἐλαιόλαδο.
Μὴν παραλείψετε νὰ φᾶτε γκόγκες ἢ γόγκλες, θαυμάσιο χειροποίητο ζυμαρικό. Δοκιμάστε το μὲ καυτὸ βούτυρο. Θὰ τὸ βρεῖτε σὲ ἀρκετὲς ταβέρνες τῆς Μονεμβασιᾶς ἀλλὰ καὶ τῶν γύρω χωριῶν.
Φημισμένα εἶναι καὶ τὰ ἀμυγδαλωτά της Μονεμβασιᾶς ἀλλὰ καὶ οἱ δίπλες.
Μεγάλη εἶναι ἡ πολιτιστικὴ δραστηριότητα ποὺ ἔχει ἀναπτύξει ὁ Δῆμος τὰ τελευταῖα χρόνια σὲ ὁλόκληρη τὴν περιοχή. Κορυφαία ἐκδήλωση ἡ τοπικὴ ἑορτὴ γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς πόλεως στὶς 23 Ἰουλίου (1821), καθὼς καὶ τὸ Συμπόσιο Ἱστορίας καὶ Τέχνης ποὺ γίνεται τὴν ἴδια ἐποχή.
Κυριακὴ καὶ Δευτέρα τοῦ Θωμᾶ τελεῖται τὸ πανηγύρι τῆς Παναγίας τῆς Χρυσαφίτισσας, πολιούχου Μονεμβασίας.