Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Θεοφόρος ποὺ ἀσκήτευσε στὰ Κύθηρα
Ἔζησε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Ῥωμανοῦ καὶ πατρίδα του ἦταν ἡ Κορώνη τῆς Πελοποννήσου. Ἡ μητέρα του προηγούμενα ἦταν στεῖρα καὶ ὅταν ὁ Θεὸς τῆς χάρισε παιδὶ τὸ ὀνόμασε Θεόδωρο. Ὁ Θεόδωρος λοιπὸν διδάχτηκε τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ παραδόθηκε ἀπὸ τοὺς γονεῖς του στὸν τότε ἐπίσκοπο Κορώνης, ὁ ὁποῖος τὸν ἔκανε ἀναγνώστη. Ὅταν πέθαναν οἱ γονεῖς του, ὁ Θεόδωρος μπῆκε ὑπὸ τὴν προστασία ἑνὸς ἱερέα τοῦ Ναυπλίου, ποὺ ἦταν φίλος τῶν γονέων τοῦ Ἁγίου. Ὅταν ἔφτασε σὲ κατάλληλη ἡλικία, παντρεύτηκε καὶ ἀπόκτησε δυὸ παιδιά. Ὁ ἐπίσκοπος Ἄργους, βλέποντας τὶς ἀρετές του, τὸν χειροτόνησε Διάκονο. Ἀργότερα ὁ Θεόδωρος πῆγε στὴ Ῥώμη καὶ προσκύνησε τοὺς τόπους τῶν Μαρτύρων. Κατόπιν ἐπέστρεψε στὴ Μονεμβασία, ὅπου παρέμεινε γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα. Ἔπειτα, παρὰ τὶς παρακλήσεις τῆς οἰκογένειάς του νὰ μείνει κοντά της, ὁ Θεόδωρος, ποθῶντας τὰ ἀνώτερα πνευματικὰ ἀγαθά, ἦλθε στὰ Κύθηρα. Ἐκεῖ ἀφοῦ ἔζησε ζωὴ πολὺ ἀσκητικὴ καὶ ἔφτασε σὲ μεγάλα ὕψη ἀρετῆς, ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Μετὰ τὸν θάνατό του, ἔκανε καὶ ἀρκετὰ θαύματα. (Στοὺς Συναξαριστὲς ὁ Ἅγιος αὐτὸς δὲν ἀναφέρεται, τὰ βιογραφικά του στοιχεῖα μαθαίνουμε ἀπὸ τὴν Ἀκολουθία του, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1747 στὴ Βενετία, τὸ 1841 στὴ Σμύρνη καὶ τὸ 1899 καὶ 1961 στὴν Ἀθήνα).
Ἦταν πλούσιος καὶ τὴν περιουσία του χρησιμοποιοῦσε σὲ ἔργα φιλανθρωπικά. Τὴ δὲ ἀρχοντική του θέση διέθετε πάντοτε πρὸς ὑποστήριξη τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἐπιείκειας, χωρὶς ποτὲ νὰ ζητήσει ἐξυπηρέτηση ἀτομικῶν παθῶν καὶ συμφερόντων. Θέλησε ὅμως, νὰ προσηλωθεῖ ἀκόμα περισσότερο στὸ Θεό. Ἐγκατέλειψε λοιπὸν τὸν κόσμο καὶ κατέφυγε στὸ Μαλεό· ἴσως νὰ εἶναι τὸ ἀκρωτήρι τῆς Πελοποννήσου Μαλέα. Ἐκεῖ ἔζησε ζωὴ ἀσκητική, μὲ προσευχή, μελέτη καὶ ψαλμῳδία. Ἀλλ᾿ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπό του, τὸν παρακινοῦσε καὶ κατέβαινε στὶς γύρω περιοχὲς καὶ εὐεργετοῦσε πολὺ κόσμο, ἀφοῦ ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα καὶ νὰ θαυματουργεῖ. Ὁ θάνατος τὸν βρῆκε νὰ εὐεργετεῖ συνεχῶς, διότι καὶ κατὰ τὸ χρόνο τῆς μόνωσής του, προσευχόταν γιὰ ὅλους καὶ κατάρτιζε τὸν ἑαυτό του νὰ γίνεται ἄξιο ὄργανο τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ὠφέλεια τοῦ πλησίον.
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ποὺ ἀσκήτευσε στὸ ὄρος Μαλαιό
Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀγάπησε ὁλόψυχα τὸν Κύριο. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ γονεῖς του, παρὰ τὴν θέλησή του, θέλησαν νὰ τὸν παντρέψουν, ὁ Γεώργιος ἔγινε μοναχὸς καὶ ἐπιδόθηκε μὲ ὅλη του τὴν δύναμη σὲ κάθε εἴδους ἄσκηση, δηλαδὴ νηστεία, σκληραγωγία, προσευχή, μελέτη τῶν θείων Γραφῶν καὶ ἄλλα. Πολλοὶ ποὺ προσέτρεχαν στὸν Ὅσιο, φωτίζονταν καὶ ἐπέστρεφαν διὰ τῆς μετανοίας στὸν Χριστό. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἦταν πολλοὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν, δὲν τὸν ἄφηναν ἥσυχο νὰ προσευχηθεῖ καὶ ὁ Ὅσιος ἀποσύρθηκε στὸ ὄρος Μαλαιὸ ὅπου ἡσύχαζε. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ μαζεύτηκε πλῆθος Μοναχῶν, τοὺς ὁποίους ὁ Ὅσιος καθοδηγοῦσε μὲ προσευχὴ καὶ ἄσκηση. Τόσο δὲ πρόκοψε στὴν ἀρετή, ὥστε ἔγινε ξακουστὸς καὶ θαυμαστὸς καὶ στοὺς ἄρχοντες, ἀκόμα καὶ στοὺς βασιλεῖς, στοὺς ὁποίους εἶχε γράψει πολλὲς καὶ ἀξιόλογες συμβουλευτικὲς ἐπιστολὲς γιὰ διάφορα ζητήματα. Τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, προεῖπε ὁ Ὅσιος πρὶν τρία χρόνια. Ἔτσι ἀφοῦ ἀσθένησε γιὰ λίγο, μάζεψε τοὺς μοναχοὺς τοῦ ὄρους Μαλαιό, καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδωσε θεῖες συμβουλὲς παρέδωσε τὴν δικαία ψυχή του στὸν Θεό, ποὺ τόσο ἀγάπησε ἀπὸ βρέφος.
Ὁ Ὅσιος Λεόντιος ποὺ μόνασε στὴν Ἀχαΐα
Γεννήθηκε στὴν Μονεμβασία τῆς Πελοποννήσου ἀπὸ τὸν Ἀνδρέα καὶ τὴν Θεοδώρα.Ὁ πατέρας του ἦταν ἀρκετὰ πλούσιος καὶ ἐπίσημος ἄνδρας. Ὁ βασιλιὰς Ἀνδρόνικος Β´, ὁ Παλαιολόγος (1283-1328) ἀνέθεσε σ᾿ αὐτὸν σπουδαία θέση στὴν κεντρικὴ διοίκηση τοῦ Μοριά.Ὁ Λέων λοιπόν, ἔτσι ὀνομαζόταν πρίν, ἔτυχε μεγάλης φροντίδας ἀπὸ τοὺς γονεῖς του καὶ σπούδασε στὴν Κωνσταντινούπολη ξένες γλῶσσες, φιλοσοφία καὶ θεολογία. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, ἐπέστρεψε στὴ Μονεμβασία καὶ φρόντισε τὴν μητέρα του. Κατόπιν ἡ μητέρα του ἀποσύρθηκε σὲ μοναστήρι καὶ ὁ Λέων μὲ τὴν εὐχή της παντρεύτηκε. Ὑπῆρξε πρότυπο συζύγου, οἰκογενειάρχη καὶ κοινωνικοῦ εὐεργέτη. Ἔπειτα ὅμως ἦλθαν καὶ οἱ μεγάλες δοκιμασίες. Πέθανε ἡ γυναῖκα του, κατόπιν τὰ παιδιά του καὶ ἔτσι ὁ ἴδιος ἀποφάσισε νὰ γίνει μοναχός. Ἔγινε λοιπὸν μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Λεόντιος καὶ πῆγε κοντὰ σ᾿ ἕνα ἔμπειρο ἀσκητή, τὸν Μενίδη, ὅπου ἔμεινε κοντά του γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα. Στὴ συνέχεια πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔλαβε ἀρκετὰ μεγάλη ἀσκητικὴ ἐμπειρία καὶ ἐπέστρεψε πάλι στὴν Πελοπόννησο.Ἐκεῖ διάλεξε τόπο διαμονῆς του τὸ βουνὸ ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸ Αἴγιο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πήγαινε σὲ πόλεις τῆς Ἀχαΐας καὶ κήρυττε τὸν Θεῖο λόγο. Κοντά του πῆγαν καὶ ἄλλοι ζηλωτὲς τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς, ποὺ ἀργότερα, πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς διέπρεψαν στὸν ἱερὸ κλῆρο.Ὁ Λεόντιος ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ καὶ ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς του παρέμεινε καὶ μετὰ τὸν θάνατό του. Οἱ δὲ ἀδελφοὶ Παλαιολόγοι, Θωμᾶς καὶ Θεόδωρος, πρὸς τιμὴν τοῦ ὁσίου, ἔκτισαν Μονὴ στὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του, στὸ ὄνομα τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαήλ.
Εἰκάζεται ὅτι εἶναι ἡ τελευταία Αὐτοκράτειρα τοῦ Βυζαντίου (1390-1450 μ.Χ.). Λεγόταν Ἑλένη Δραγάση καὶ εἶναι ἡ μοναδικὴ Σλάβα, ποὺ ἔγινε αὐτοκράτειρα τοῦ Βυζαντινοῦ θρόνου. Ἐπίσης, ἦταν κόρη τοῦ ἡγεμόνα τῆς Βορειοανατολικῆς Μακεδονίας Κωνσταντίνου Δραγάση καὶ σύζυγος τοῦ Μανουὴλ Β´ Παλαιολόγου. Εἶναι ὅπως γράφουν οἱ Ἱστορικοί, ἡ «Πολύπαις καὶ Καλλίπαις», μητέρα, μὲ ὀκτὼ παιδιά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὁ Ἰωάννης Η´ Παλαιολόγος αὐτοκράτορας (1425-1448) καὶ ὁ Κωνσταντῖνος ΙΑ´, ὁ Ἐθνομάρτυρας τελευταῖος Αὐτοκράτορας (1448-1453, 29 Μαΐου, μαύρη ἡμέρα ἁλώσεως τῆς Βασιλεύουσας). Ἡ Ἁγία Ὑπομονή, εἶχε τὸ ὄνομα τῆς μητέρας τοῦ Πρώτου αὐτοκράτορα Ἁγίου Κωνσταντίνου, τῆς Ἁγίας Ἑλένης: (Κωνσταντῖνος, υἱὸς Ἑλένης ἵδρυσε τὴν Πόλη καὶ Κωνσταντῖνος, υἱὸς Ἑλένης ἔπεσε μαχόμενος ὑπὲρ τῆς Πόλεως αὐτῆς!). Ὁλόκληρη ἡ ζωή της ἦταν ζωὴ ἁγιότητας καὶ προπάντων ζωὴ ἀγῶνος μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερικότητα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της (1425), ἔγινε Μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Ὑπομονή. Εἶναι ἐκείνη, ποὺ μέσα σ᾿ ὅλα τὰ καθήκοντά της, ὡς Αὐτοκράτειρα, ὡς σύζυγος, ὡς Μητέρα πολλῶν παιδιῶν ἄσκησε ἔντονα καὶ τὸ ἔργο τῆς φιλανθρωπίας, μὲ τὴν ἵδρυση καὶ συντήρηση στὸ Μοναστήρι ποὺ ἐφυλάσσετο τὸ ἱερὸ Λείψανο τοῦ Ὁσίου Παταπίου, Γηροκομεῖο μὲ τὸ ὄνομα «Καθίδρυμα τῆς Ἐλπίδος τῶν Ἀπηλπισμένων». Τὸ φιλομόναχο ἰδεῶδες, δὲν τὸ ἔζησε μόνον ἡ ἴδια, ἀλλὰ τὸ μετέδωκε σ᾿ ὁλόκληρη σχεδὸν τὴν οἰκογένειά της. Ὁ σύζυγός της Μανουὴλ παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ θρόνο του καὶ ἐτελείωσε τὴν ζωήν του ὡς Μοναχός. Ἡ πενθερά της, ἡ κουνιάδα της, τὰ ἀγόρια της Θεόδωρος, Ἀνδρόνικος καὶ Δημήτριος ἐτελείωσαν τὴν ζωή τους ὡς Μοναχοί. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἐγγονή της, κόρη τοῦ γιοῦ της Θωμᾶ, Ἑλένη, ἔγινε Μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Ὑπομονὴ στὴ Λευκάδα. Ἡ Ἁγία Ὑπομονὴ ἔζησε σὰν μοναχὴ περίπου 25 χρόνια μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ συζύγου της καὶ ἡ ἴδια ἐκοιμήθη τὸ 1450. Μόνασε στὴ Μονὴ τῆς Κυρᾶς Μάρθας, ποὺ μετὰ τὴν ἅλωση καταστράφηκε, ὅπως καὶ πολλὰ ἄλλα Μοναστήρια καὶ Ναοί. Εἰκόνα της εὑρίσκεται στὴν Ἱ. Μονὴ ὁσίου Παταπίου στὸ Λουτράκι Κορινθίας.
...
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νεομάρτυρας ἀπὸ τὴν Μονεμβασιά
Ἦταν γιὸς ἱερέα καὶ γεννήθηκε στὸ χωριὸ Γεράκι τῆς Μονεμβασιᾶς. Τὸ 1770 ὅταν οἱ Ἀλβανοὶ ἦλθαν στὴν Πελοπόννησο, ἔσφαξαν τὸν πατέρα του, καὶ αὐτὸν μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του ἀπήγαγαν στὴ Λάρισα. Ἦταν τότε ὁ Ἰωάννης 15 χρονῶν. Ἐκεῖ πουλήθηκε μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του σὲ κάποιο Τοῦρκο. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Τοῦρκος αὐτὸς δὲν εἶχε παιδιά, θέλησε νὰ υἱοθετήσει τὸν Ἰωάννη ἀφοῦ τὸν ἐξισλαμίσει. Οἱ τεράστιες καὶ ποικίλες προσπάθειες τοῦ Τούρκου γιὰ νὰ ἐξισλαμίσει τὸν Ἰωάννη, δὲν ἔφεραν κανένα καρπό. Ὁ νέος με ὑψηλὸ φρόνημα, διαρκῶς ἔλεγε: «ἐγὼ Τοῦρκος δὲν γίνομαι, ἐγὼ εἶμαι χριστιανὸς καὶ χριστιανὸς θέλω νὰ πεθάνω». Τότε ὁ Τοῦρκος, μέσα στὸ σπίτι του, ἄρχισε νὰ βασανίζει σκληρὰ τὸν Ἰωάννη. Τὴν περίοδο τοῦ Δεκαπενταύγουστου τὸν πίεζε νὰ καταλύσει, καὶ μάλιστα εἶχε βάλει καὶ τὴν μητέρα του νὰ τὸν παρακαλέσει νὰ φάει ἀπὸ τὰ δελεαστικὰ φαγητά. Ἀλλ᾿ ὁ Ἰωάννης ἀπάντησε: «ἐγὼ εἶμαι γιὸς παπὰ καὶ πρέπει νὰ φυλάττω καλύτερα ἀπὸ τοὺς γιοὺς τῶν λαϊκῶν τοὺς νόμους καὶ τὰ ἔθιμα τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας». Ἐξαγριωμένος ὁ σκληρὸς Τοῦρκος ἀπὸ τὴν στάση τοῦ Ἰωάννη, τὸν μαχαίρωσε στὴν καρδιά, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πεθάνει στὶς 21 Ὀκτωβρίου 1773.