αἰχμαλωσία | ὁ ἐπί τι χρονικὸν διάστημα αἰχμαλωτισμὸς τοῦ ψυχικοῦ κόσμου ἀπὸ τὰ πάθη ἢ τοὺς δαίμονας. |
ἀκέφαλος | ἐπίθετο τῆς ὑπερηφανείας. Χαρακτηρίζεται ὡς «ἀκέφαλος», διότι δὲν ἔχει ἀρχὴ καὶ γέννησι ἀπὸ ἄλλο πάθος, ἀλλὰ ἀντιθέτως αὐτὴ εἶναι ἡ γεννήτρια ὅλων τῶν παθῶν. |
ἀλλοίωσις | ἡ διαφοροποίησις τοῦ μοναχοῦ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τῆς θείας χάριτος. Στὸ κη´ 52 ἀναφέρεται «ἀλλοίωσις» ὀφειλομένη στὴν προσευχή. Ὑπάρχει ὅμως καὶ «ἀλλοίωσις» ἀρνητική, «ἐπὶ τὰ χείρω». |
ἀμετεώριστος | ἐκεῖνος ποὺ δὲν αἰωρεῖται ἐδῶ κι ἐκεῖ, ποὺ δὲν μετακινεῖται, ὁ σταθερός. |
ἀντίληψις | ἐνίσχυσις, συνδρομή, βοήθεια. |
ἀντίρρησις | ἐναντιολογία, ἀντιλογία στὴν πρόταση τῶν δαιμόνων. Ὡς «ἀντιρρήσεις» ἐχρησιμοποιοῦσαν συνήθως οἱ ἀσκηταὶ Γραφικὰ ρητά. |
ἀπαράκλητος | ἐστερημένος παρηγορίας, ἀναψυχῆς, ἀνέσεως. |
ἀπαρρησίαστος | συνεσταλμένος, χωρὶς θάρρος νὰ ἀπευθυνθῇ σὲ κάποιον. |
ἀπαρχαί | οἱ πρῶτοι καρποί, ἡ πρώτη προσφορά, οἱ πρῶτες προσευχές. |
ἀπληροφόρητος | ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀμφιβολίες σὲ κάποιο ζήτημα, ποὺ διστάζει, ποὺ εἶναι ἀβέβαιος. |
ἀποταγή | ὁ ἀποχωρισμὸς ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἡ προσχώρησις στὴν μοναχικὴ ζωή. |
ἀπροσπάθεια | ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν «προσπάθεια» (βλ. λ.) |
ἀσπίς | δηλητηριώδης ὄφις. |
ἀτιμία | ὡς ἀρετή: τὸ νὰ μὴ ἐπιζητῆ κανεὶς τιμές, τὸ νὰ δέχεται ὕβρεις καὶ περιφρονήσεις. |
αὐχήν | σβέρκος. |
βασιλίσκος | πολὺ δηλητηριώδης ὄφις. |
βιαστής | ἐκεῖνος ποὺ ἀσκεῖ βία στὸν ἑαυτό του, ἀγωνιστής. |
γνωστικός | ἐκεῖνος ποὺ ἔχει πλήρη θεωρητικὴ γνῶσι καὶ πεῖρα τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς (ἀντίθετο: «πρακτικός»). |
δεξιὸς-πειρασμοὶ ἐκ δεξιῶν | οἱ πειρασμοὶ ποὺ ὑποκρύπτονται στὴν ἄσκησι τῶν ἀρετῶν. |
διακονία | πρακτικὴ ἐργασία, ὑπηρεσία. |
διπλοΐς | ἀρχαῖο ἔνδυμα ποὺ ἐδίπλωνε καὶ περιετύλιγε ὅλο τὸ σῶμα. |
ἐμπαθής | ὁ ὑποδουλωμένος στὰ πάθη, (ἀντίθετο: «ἀπαθής»). |
ἐμπαθῶς | μετὰ πάθους. |
ἐναργής | καθαρός, σαφής, ζωντανός. |
ἑτερόλεκτον, τό | ἐκεῖνο ποὺ λέγει ἢ προστάζει κάποιος ἄλλος. |
ἡσυχία | ἡ μακρὰν τοῦ Κοινοβίου ἐρημιτικὴ ζωὴ τῆς σιωπῆς καὶ προσευχῆς. |
θαλλία, τά | βλαστοὶ φοινίκων μὲ τοὺς ὁποίους οἱ μοναχοὶ ἔπλεκαν «σπυρίδες» (=καλάθια, ζεμπίλια). |
θεήλατος | αὐτὸς ποὺ τὸν κατατρέχει ὁ Θεός. |
θεωρία-θεωρητικὴ ζωή | ἡ θεολογικωτέρα καὶ πνευματικωτέρα ἀσκητικὴ ζωή (ἀντίθετο: πρᾶξις, πρακτικὴ ζωή). |
ἰδιορρυθμία | τὸ νὰ ζῆ κανεὶς διαφορετικὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους, κατὰ τὴν ἀρέσκειά του. |
καλλίπενθος | ἐκεῖνος ποὺ πενθεῖ κατὰ τρόπον ἀρεστὸ στὸν Θεόν. |
κάρφος, τό | ξυλαράκι, ἄχυρο. Μεταφορικῶς: μικρὸ καὶ ἀσήμαντο παράπτωμα. |
κναφεῖον, τό | λευκαντήριο ὑφασμάτων. |
Κυριακόν, τό | ὁ κεντρικὸς Ναὸς μιᾶς μοναστικῆς κοινότητας. |
κύων | σκύλος. Μεταφορικῶς: δαίμων (πρβλ. ἐκφράσεις: «δίωκε τὸν κύνα», «ἀπώθου τὸν κύνα», «τὸν κύνα τῆς φιληδονίας λιθάζων». |
κύων φιλομάκελλος | ὁ σκύλος ποὺ συχνάζει στὸ κρεοπωλεῖο. Μεταφορικῶς: ὁ νοῦς ποὺ δελεάζεται ἀπὸ τὴν σαρκικότητα καὶ τὴν φιληδονία. |
λαγνεία | σαρκικὴ ἀκολασία. |
λάγνος | ὁ ἔκδοτος στὴν σαρκικὴ ἀκολασία. |
λῆμμα, τό | ἐκεῖνο ποὺ λαμβάνεται. Στὸ κη´ 4 τὸ «λήμματι ἀμνησικακίας» σημαίνει «μὲ τὴν ὕλη τῆς ἀμνησικακίας», «μὲ ἀμνησικακία». |
μαινάς, -άδος | γυναῖκα ποὺ ἐπιδίδεται σὲ μανιώδη βακχικὰ ὄργια, γυναῖκα μανιακὴ καὶ παράφρων. Στὸ ιε´ 1 χαρακτηρίζεται ἔτσι ἡ γαστριμαργία. |
μέτρα, τά | ὁ βαθμὸς τῆς ἀρετῆς, ὁ βαθμὸς τῆς πνευματικῆς προόδου. |
νῆψις | νηφαλιότης, ἄγρυπνος προσευχή, πνευματικὴ αὐτοσυγκέντωσι. |
νοερὰ ἡσυχία | ὑψηλὴ πνευματικὴ κατάστασις, κατὰ τὴν ὁποία ὁ νοῦς, νικητὴς τῶν ἐμπαθῶν λογισμῶν, ἔχει κατακτήσει τὴν εἰρήνη. |
ὀζοθήκη | (χαρακτηρίζεται ἔτσι ἡ κοιλία), χῶρος ὅπου ρίπτονται οἱ ἀκαθαρσίες, κοπρών. |
οἴησις | ὑπερήφανο φρόνημα, ἔπαρσις, ἀλαζονεία. |
οἰκειόπιστον, τό | (λέξις ποὺ ἀπαντᾶται μόνο στὴν Κλίμακα), τὸ νὰ πιστεύη καὶ νὰ βασίζεται κανεὶς στὸν ἑαυτό του. |
παράκλησις | παρηγορία. |
παρρησία | θαρραλέα ἐμφάνισις καὶ ὁμιλία, τὸ θάρρος ποὺ ἔχουν οἱ Ἅγιοι ἀπέναντι στὸν Θεόν. Ἐπὶ κακῆς σημασίας: ἀδιάκριτος καὶ θρασεῖα ὁμιλία καὶ συμπεριφορά, τὸ κακῶς ἐννοούμενο «θάρρος». |
πληροφορία | ἡ ἐκ τῆς Χάριτος προερχομένη σταθερὰ βεβαιότης καὶ πεποίθησις γιὰ κάποιο ζήτημα. |
πρακτικός | ὁ ἀσκούμενος στὴν «πρακτική» μοναχικὴ ζωή. |
πρᾶξις-πρακτική | ἡ ἁπλοϊκωτέρα καὶ σωματικωτέρα ἀσκητικὴ ζωή, χωρὶς ὑψηλὲς μυστικὲς καὶ θεωρητικὲς πτήσεις. |
προλήψεις | κακὲς συνήθειες καὶ ἀναμνήσεις ποὺ ὀφείλονται σὲ ἁμαρτωλὸ παρελθόν. «Πρόληψίς ἐστιν τῶν προτέρων κακῶν μνήμη ἀκούσιος» (Μᾶρκος ἐρημίτης). |
προσπάθεια | ἡ μετὰ πάθους προσκόλλησις, ἡ δέσμευσις τοῦ συναισθήματος σὲ κάτι, (ἀντίθετο: «ἀπροσπάθεια»). |
πυκτεύω | πυγμαχῶ |
πύκτης | πυγμάχος. Χαρακτηρίζεται ἔτσι ὁ ἀγωνιστὴς ὑποτακτικός. |
σάκκος καὶ σποδός | σύμβολα πένθους. Σάκκος=χονδρὸ τρίχινο φόρεμα. Σποδὸς=στάχτη, σκόνη. Κάθημαι ἐπὶ σάκκου καὶ σποδοῦ =κάθομαι στὴν στάχτη (ἢ στὸ χῶμα) ντυμένος σάκκο καὶ πενθῶ. |
σεσοφισμένος | ὁ μετὰ σοφίας καὶ πείρας, αὐτὸς ποὺ ἔγινε συνετός, αὐτὸς ποὺ ἀπεκτήθη κατόπιν σοφῶν προσπαθειῶν, μεθόδων καὶ ἀγώνων. |
σκοτασμός | σκοτείνιασμα. |
σκοτομήνη | νύκτα χωρὶς σελήνη. Στὸ θ´ 17 χαρακτηρίζεται ἔτσι ἡ μνησικακία. |
σμῖλαξ, ὁ | φυτὸ σὰν τὸν κισσὸ ποὺ ἀναρριχᾶται στὰ δέδρα καὶ τὰ περισφίγγει. |
στοχαστικῶς | ὄχι μὲ πεῖρα ἀλλὰ μὲ ὑποθέσεις καὶ εἰκασίες. |
σύννοια | περίσκεψις, βαθειὰ σκέψις, συγκέντρωσις τοῦ νοῦ. |
σύννους | αὐτὸς ποὺ ἔχει «σύννοιαν». |
ταπεινόνους | (ἡ λέξη δὲν ἀπαντᾶται σὲ ἄλλο πατερικὸ κείμενο), ταπεινόφρων. |
τήρησις τοῦ νοός | διατήρησις τοῦ νοῦ σὲ καθαρότητα καὶ σὲ συνεχῆ μνήμη τοῦ Θεοῦ. |
τρυφὴ-τρυφαί | πλούσιες καὶ ἡδυπαθεῖς ὑλικὲς ἀπολαύσεις. |
φαντασία | ὅραμα ποὺ ὀφείλεται σὲ ψευδαίσθησι, φάντασμα. |
φερέπονος | καρτερικὸς στοὺς πόνους. |
φερέπονος αἴσθησις καὶ ἕξις | τὸ νὰ ἐγκαθιδρυθῇ στὴν ψυχὴ ἀνδρεῖο πνεῦμα ὑπομονῆς καὶ καρτερικότητος. |
φιλοκοσμία | φιλία τῶν ματαίων πραγμάτων τοῦ κόσμου. |
φιλομάκελλος | βλέπε λ. «κύων». |
φυλακὴ αἰσθήσεων | διαφύλαξις τῶν αἰσθήσεων ἀπὸ τὶς προκλήσεις τῆς ἁμαρτίας. |
φυλακὴ νοός | περιφρούρησις τοῦ νοῦ ἀπὸ ἀκαθάρτους λογισμούς. |