Ὁμιλία τοῦ Ν.Μ. στὰ πλαίσια ἐκδηλώσεως παραδοσιακῆς
μουσικῆς
μὲ ἱστορικὰ τραγούδια, ποὺ ἑρμήνευσε ὁ παπα-Χρῖστος Κυριακόπουλος
στὸν Ἅγιο Παντελεήμονα Πτέρης Αἰγίου, τὴν Κυριακή, 10-7-2005.
Κείμενο, βασισμένο σὲ σχετικὲς μελέτες, ἄρθρα καὶ τὴν δισκογραφία.
Ἡ Δημώδης Μουσικὴ (ἢ δημοτικὸ τραγούδι) εἶναι ἕνα σύνθετο λαϊκὸ δημιούργημα τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖται κυρίως ἀπὸ τὴν ποίησιν, τὴν μελῳδία καὶ τὴν ὄρχησιν. Ὑποστηρίζεται ὅτι πίσω ἀπὸ κάθε δημοτικὸ τραγούδι κρύβεται ἕνας δημιουργός.
Τοῦτο ὅμως ἐξ αἰτίας τοῦ σκοποῦ γιὰ τὸν ὁποῖο δημιουργήθηκε, συμπληρώθηκε καὶ τελειοποιήθηκε σὲ μία ἀτελείωτη δημιουργικὴ ἀλληλουχία ἀπ᾿ ὅλο τὸν λαό. Γι᾿ αὐτὸ τὰ δημοτικὰ τραγούδια καθρεφτίζουν τοὺς ἀγῶνες καὶ τοὺς πόθους τοῦ λαοῦ, τὶς δύσκολες στιγμές του, ἀλλὰ καὶ τὰ κλέη του.
Ἐπίσης, τὰ δημοτικὰ τραγούδια καθρεφτίζουν καὶ τὴν εὐγένεια τῆς ψυχῆς του, τὴν ἀνωτερότητά της καὶ περιγράφουν τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα, τοὺς καημοὺς καὶ τοὺς πόθους τῆς ἁπλῆς καθημερινῆς ζωῆς. Στὰ δημοτικὰ τραγούδια διατηρεῖται καὶ συνεχίζεται ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ παράδοση, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ποιητής, ἀνώνυμος ἢ ἐπώνυμος εἶναι καὶ ὁ μελοποιὸς καὶ σὲ πολλὲς περιπτώσεις ὁ ὀρχηστὴς ἢ χορευτής.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ποίηση, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ποιητὴς εἶναι καὶ ὁ μελοποιός, ἑπομένως συνεχίζεται ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ παράδοση καὶ στοὺς δυὸ κλάδους τῆς μουσικῆς τῶν Ἑλλήνων. Οἱ δυὸ αὐτοὶ κλάδοι συμπορεύονται μέσα στὴν ἱστορία, ἔχοντες ὡς ἀφετηρίες τὴν ἀρχαιότητα.
Συγκεκριμένα παρατηρεῖται, ὅτι ὁλόκληρο τὸ σύστημα τῆς ἀρχαίας ρυθμοποιϊας σῴζεται στὰ νεο-Ἑλληνικὰ δημοτικὰ τραγούδια. Χοροὶ ἀρχαιότροποι, ὅπως οἱ ἀτομικὲς ἢ κατὰ ζεύγη ὀρχήσεις, «τὰ βαλλίσματα», ποὺ συναντῶνται στοὺς σημερινοὺς μπάλλους ἢ ὁ πιὸ διαδεδομένος στὴν Ἑλλάδα συρτὸς κυκλικὸς χορός, ποὺ εἶναι γνωστὸς ἀπὸ τὸν 1ον μ.Χ. αἰῶνα, εἶναι ἀπὸ τὰ στοιχεῖα ποὺ συνδέουν αὐτὴ τὴν παράδοση μὲ τὴν ἀρχαιότητα.
Ἀλλὰ καὶ σὲ παραστάσεις ἀγγείων ἢ ἄλλων ἀρχαιολογικῶν εὐρημάτων, ἢ σὲ παραστάσεις κατοπινές της χριστιανικῆς ἐποχῆς, ζωγραφισμένες ἀπὸ ἁγιογράφους, ἀναγνωρίζει κανεὶς σημερινοὺς ἑλληνικοὺς χορευτικοὺς τρόπους ἢ λαϊκὰ μουσικὰ ὄργανα, ποὺ χρησιμοποιοῦν ἀκόμα οἱ Ἕλληνες λαϊκοὶ ὀργανοπαῖκτες. Τὰ ὡς ἄνω τρία βασικὰ στοιχεῖα (ποίησις, μελῳδία, ὄρχησις) ἐμπεριέχουν καὶ ἄλλα στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα προσδίδουν τὴν ἰδιαιτερότητα, τόσο τὴν τοπική, ὅσο καὶ τὴ γενικώτερη στὸν ἑλληνικὸ χῶρο, π.χ. ἡ ποίησις ἐμπεριέχει, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, πληροφορίες ἱστορικές, γεωγραφικές, λαογραφικὲς καὶ κυρίως τὶς γλωσσικὲς ἰδιαιτερότητες τοῦ τόπου ἀπὸ τὸν ὁποῖο προέρχεται.
Οἱ μελῳδίες μὲ τὶς ὁποῖες εἶναι ἐπενδεδυμένη ἡ ποίηση στὴν δημώδη μουσικὴ παρουσιάζουν μεγαλύτερη ποικιλία καὶ εὖρος ἀπ᾿ ὅτι στὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ διασῴζουν ζωντανὰ ὅλον τὸν μυστικὸ πλοῦτο τοῦ ἑνιαίου κορμοῦ τῆς Ἐθνικῆς Ἑλληνικῆς μουσικῆς (ἤτοι κλίμακες, διαστήματα, χρόες, ἤχους, φθορές, γένη, συστήματα κ.λ.π.). Ἐπειδὴ συνοδεύονται καὶ μὲ ὄργανα, εἶναι ἰδιαίτερα ἀναπτυγμένες, ὡς «ἐτεροφωνίες», κατὰ τοὺς ἀρχαίους (δηλ. ὀργανικὲς μελῳδίες ποὺ συνοδεύουν τὸ τραγούδι). Πολλὲς δὲ φορὲς παρουσιάζονται καὶ χωρὶς κείμενο. Εἶναι οἱ λεγόμενες ὀργανικὲς μελῳδίες. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος δανείζονται τὴ βυζαντινὴ μουσικὴ γραφή, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ, θὰ λέγαμε, καὶ τὴ γλῶσσα τους.
Δημοτικὰ γραμμένα σὲ βυζαντινὴ παρασημαντικὴ εὑρίσκουμε ἀπὸ τὴ μεταβυζαντινὴ κυρίως ἐποχὴ καὶ ἐντεῦθεν. (π.χ. χειρόγραφα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους). Ὕστερα, ποὺ μεταρρυθμίστηκε ἡ γραφή, ὅσοι καταγίνονται μὲ τὴ μουσικὴ καταγραφὴ δημοτικῶν τραγουδιῶν, προτιμοῦν τὴν βυζαντινὴ μουσικὴ σημειογραφία ὡς πληρεστέρα τῆς δυτικῆς.
Ἀκριτικὰ Δημοτικὰ τραγούδια, Παραλλαγές, Ἱστορικὰ Τραγούδια, Κλέφτικα, Τραγούδια τοῦ καθημερινοῦ βίου, Μοιρολόγια, & τὰ λεγόμενα κάλαντα.
Τὰ ἐν λόγῳ τραγούδια διατηροῦνται ἀκόμη στὰ χείλη τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ καὶ φυλάσσονται μὲ ἰδιαίτερη ἀγάπη στὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά του. Μ᾿ αὐτὰ συνοδεύει τὶς ἑορτάσιμες στιγμὲς τοῦ βίου του, τὶς Ἐθνικές του ἑορτές, ἀλλὰ καὶ τὶς πένθιμες ὧρες του. Ἀκόμη καὶ κατὰ τὰ θρησκευτικὰ πανηγύρια τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων ἀποτελοῦν τὴν προέκταση τῆς θείας λατρείας, διότι ὅλο τὸ Ἐκκλησίασμα, «ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μία καρδία», παλαιότερα τουλάχιστον, ἐχόρευε, συνήθως χωρὶς ὄργανα, πέριξ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν ἱερέα, ἄδοντας Ἀκριτικὰ καὶ Ἱστορικὰ ᾄσματα μὲ βαθειὰ ριζωμένη τὴν ἀντίληψη, ὅτι ἔτσι τιμοῦν τὸν ἑορτάζοντα ἅγιο ἢ τὸ ἑορταζόμενο γεγονός.
Αὐτὴ εἶναι ἡ παράδοση τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων, αὐτὸς εἶναι ὁ Ἑλληνορθόδοξος βίος συνυφασμένος μὲ τὰ ἤθη, τὰ ἔθιμά του καὶ τὴν τραγουδιστική του παράδοση (ποίηση, μελῳδία καὶ ποικίλη ὄρχηση) ἡ ὁποία κατὰ κοινὴ ὁμολογία Ἑλλήνων καὶ ξένων ἐρευνητῶν εἶναι ὑψηλῆς ἀξίας.
Γιὰ τὰ Δημοτικά μας τραγούδια πολλὰ ἔχουν γραφεῖ καὶ ἀρκετὰ ἔχουν λεχθεῖ. Οἱ εἰδικοὶ ποὺ ἀσχολήθηκαν ἢ ἀσχολοῦνται μὲ αὐτὰ ἔχουν καταλήξει ὅτι εἶναι ἀριστουργήματα λόγου καὶ τέχνης, ἕνας ἀνεκτίμητος καὶ πολυδιάστατος θησαυρὸς τοῦ Ἔθνους μας, μία σπουδαία κληρονομιὰ ποὺ πρέπει νὰ διατηρηθεῖ ἀνόθευτη. Δὲν γνωρίζω κατὰ πόσον ἡ Πολιτεία τὸ γνωρίζει ἢ τὸ ἔχει συνειδητοποιήσει, διότι μέχρι τώρα δὲν ἔχουμε ἔμπρακτες ἀποδείξεις. Μᾶλλον εὑρίσκεται σὲ μακάριο ὕπνο, ὡσὰν ὁ λαὸς τοῦτος, μὲ τὴν μακραίωνη παράδοσή του, δὲν ἔχει ρίζες, καμιά οὐσία καὶ ἀξία.
Τὰ λεγόμενα Μέσα Μαζικῆς Ἐπικοινωνίας, ἡ πλειονότητα τῶν ῥαδιοτηλεοπτικῶν δικτύων, ἔχουν ἀπορρίψει σχεδὸν ὁλοκληρωτικὰ τὸ δημοτικὸ τραγούδι, διότι ὅπως φαίνεται δὲν «πουλάει» κατὰ τὴ σύγχρονη ἔκφραση. Ἀρέσκονται νὰ προβάλλουν τὸν ἀνεύθυνο τρόπο ζωῆς καὶ νὰ δηλητηριάζουν τοὺς ἀκροατὲς μὲ φρικτὰ ἀκούσματα, ποὺ προκαλοῦν φόβο καὶ τρόμο, καθ᾿ ὅλα ξένα πρὸς τὶς Ἑλληνικὲς καὶ Χριστιανικές παραδόσεις μας. Φωτεινὴ ἐξαίρεση ἀποτελοῦν μερικοὶ ἰδιωτικοὶ ῥαδιοφωνικοὶ σταθμοὶ τῆς ἐπαρχίας, οἱ ὁποῖοι διανθίζουν πολλὲς ἐκπομπές μὲ τὴ μετάδοση παραδοσιακῶν σκοπῶν καὶ ᾀσμάτων.
Ἀρκετοὶ σύλλογοι κατακλύζουν μὲ διάφορες ἐκδηλώσεις τὴν ἐπαρχία, ἰδίως τοὺς καλοκαιρινοὺς μῆνες ποὺ ἔχουμε πολλὲς ἑορτὲς καὶ θρησκευτικὲς πανηγύρεις, ὄχι γιὰ νὰ διασκεδάσουν καὶ νὰ ψυχαγωγήσουν τοὺς λίγους ἐναπομείναντες συμπατριῶτες μας, ἀλλὰ νὰ τοὺς σκανδαλίσουν καὶ νὰ καταργήσουν τὰ ὡραῖα ἤθη καὶ ἔθιμα, τὰ ὁποῖα οἱ πρόγονοί μας διεφύλαξαν μὲ εὐλάβεια. Κι ἔτσι παρατηρεῖται τὸ τραγικὸ φαινόμενο, κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Δεκαπενταυγούστου, ποὺ ὁ λαός μας προετοιμάζεται πνευματικῶς, μὲ νηστεία καὶ προσευχή, οἱ σύλλογοι καὶ πολλὲς φορὲς οἱ ἀρχὲς νὰ διοργανώνουν μουσικοχορευτικὲς ἐκδηλώσεις, τὴν ὥρα ἀκριβῶς ποὺ ἡ καμπάνα προσκαλεῖ τοὺς πιστοὺς γιὰ τὶς παρακλήσεις ἡ τὸν Ἑσπερινό τῆς Παναγίας καὶ νὰ παρέχουν ἀφειδῶς κρέας στοὺς πιστούς, ὡς «προσφορά» τοῦ συλλόγου! Αὐτὲς δὲ τὶς ἐκδηλώσεις τὶς ἀποκαλοῦν ...«πολιτιστικές»! Καὶ ἀκούει κανεὶς δημοτικοφανῆ τραγούδια, ἄγευστα μελωδίας καὶ στίχου, ἐκκωφαντικοὺς ἤχους σκληροῦ ρὸκ καὶ ἄλλες σειρῆνες τῆς Δύσεως, μὲ κακὲς ἀπομιμήσεις καὶ εὐτελεῖς ἐκτελέσεις.
Δυστυχῶς ζοῦμε στὴν ἐποχὴ ποὺ κυριαρχεῖ ἡ νοθεία καὶ ἡ παραχάραξη. Ἀγνοοῦμε ὅτι πανηγύρι σημαίνει Ἐκκλησιά, Θεία Λειτουργία, προέκταση τῆς ὁποίας εἶναι τὸ γλέντι, ἡ διασκέδαση, ὁ παραδοσιακὸς χορὸς μὲ τὰ ἀντίστοιχα παραδοσιακὰ ὄργανα. Εἶναι ἡ λεγομένη «Λειτουργία μετὰ Λειτουργίαν», ὅπου ἀρχίζει ὁ χορὸς καὶ σὲ ἀρκετὰ μέρη τῆς πατρίδας μας τὴν πρώτη στροφὴ τὴ φέρει ὁ παπὰς γιὰ νὰ εὐλογήσει τὸ πανηγύρι. Αὐτὲς οἱ παραδόσεις διατηρήθηκαν χάριν τῆς Ἐκκλησίας μας.
Αὐτὸς ὁ πολιτισμός, αὐτὸς ὁ πλοῦτος, αὐτὲς οἱ παραδόσεις μας ποὺ ξεκινοῦν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ἱστορίας μας, ἄντεξαν διαμέσου τῶν αἰώνων καὶ μάλιστα σὲ δύσκολα χρόνια δουλείας. Σήμερα, δυστυχῶς, κινδυνεύει ἢ νὰ χαθεῖ τελείως ἢ ν᾿ ἀλλοτριωθεῖ καὶ νὰ νοθευτεῖ. Στὸν τόπο μας κυκλοφοροῦν στὸ ἐμπόριο χιλιάδες νόθα τραγούδια μὲ τὴ σφραγίδα τοῦ «σύγχρονου» δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, τὰ περισσότερα ἠχογραφημένα σὲ πανηγύρια! Τί θὰ ἔλεγαν ἄρα γε οἱ κορυφαῖοι τῆς λαογραφίας μας, ἂν ζοῦσαν σήμερα καὶ ἔβλεπαν αὐτὸν τὸν εὐτελισμὸ τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν μας; Ἀσφαλῶς θὰ ἔτριζαν τὰ κόκκαλα τοῦ Νικολάου Πολίτη, τοῦ Στίλπωνος Κυριακίδου, τοῦ Γεωργίου Μέγα, τοῦ Γεωργίου Σπυριδάκη. Τί θὰ ἔλεγε ὁ Φώτης Κόντογλου ποὺ τὰ ἀποκαλοῦσε «Ἀμάραντα λουλούδια τοῦ Ἔθνους»; Τί θὰ ἔλεγαν οἱ μεγάλοι μελετητὲς τῆς Ἑλληνικῆς μουσικολογίας, Σίμων Καράς, Κωνσταντῖνος Ψάχος, Μέλπω Μερλιέ, Εὔα Σικελιανοῦ-Πάλμερ, Σαμουὴλ Μπὼντ-Μποβύ, Κλαύδιος Φωριέλ;
Ὅταν ἡ Ὀρθοδοξία μένει προσηλωμένη στὴν ἑλληνικὴ παράδοση γεννῶνται σπάνια ἀριστουργήματα. Τὰ παραδοσιακὰ δημοτικά μας τραγούδια βρίσκουν τὴν καταγωγή τους στοὺς βυζαντινοὺς ἤχους, μέσα ἀπὸ τὴ χαρισματικὴ φωνὴ ἑνὸς ἱερέα καὶ ἡ μουσικὴ βρίσκει τὸν ἀρχικό της δρόμο: «νὰ ἐξευγενίζει τὰ ἤθη».
Ὁ ἱερέας Χρῖστος Κυριακόπουλος εἶναι ἕνας ἀκούραστος πνευματικὸς ἐργάτης, ὁ ὁποῖος ἱερουργεῖ στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στὴν Κηφισιά. Ἐδῶ καὶ τριάντα χρόνια καταγράφει καὶ διασώζει τὸν θησαυρὸ τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν τοῦ τόπου μας, ἐνῶ παραδίδει μαθήματα μουσικῆς στὴν ἐνορία του. Παράλληλα εἶναι καθηγητὴς θεολογίας καὶ μουσικῆς στὸ Πειραματικὸ Γυμνάσιο Ἀναβρύτων.
Ὁ π. Χρῖστος ἔχει ἱδρύσει τὴ Σχολὴ Βυζαντινῆς Μουσικῆς, μὲ ἕδρα τὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Ἡ σχολὴ ἔχει σήμερα περίπου 200 μαθητές. Ἡ χορωδία «Βυζαντινὴ Κυψέλη» ποὺ συγκρότησε μὲ ἀποφοίτους καὶ μαθητὲς τῆς σχολῆς, τὸ 1984, ἔχει παρουσιάσει ἀρκετὲς παραστάσεις σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα.
Μὲ τὴ συνοδεία τῶν μαθητῶν του, ἔχει ἑρμηνεύσει σπάνια δημοτικὰ τραγούδια καθὼς καὶ τὸν Θούριο τοῦ Ρήγα σὲ πέντε παραλλαγές. Μολονότι τὸ ἔργο του ἔχει ἠχογραφηθεῖ σὲ ψηφιακοὺς δίσκους, ὁ ἴδιος δὲν ἀποκομίζει καθόλου ὑλικὰ κέρδη, παρὰ μόνο αὐτὸ τῆς ἠθικῆς ἱκανοποίησης ἀπὸ τὴν προσφορά του στὴν παραδοσιακὴ μουσική.
«Δὲν ἀποσκοποῦμε οὔτε στὴν εἴσπραξη χειροκροτημάτων, οὔτε χρημάτων. Θεωρῶ ὅτι ὅσα κάνω εἶναι μέρος τῶν καθηκόντων μου, ἔφ᾿ ὅσον ἔχω σπουδάσει βυζαντινὴ μουσική. Ἡ ἑλληνορθόδοξη παράδοση ἔχει βυζαντινὰ τροπάρια καὶ δημοτικὰ τραγούδια, τὰ ὁποῖα εἶναι ἕνας ἀνεκτίμητος πολιτιστικὸς θησαυρός», λέει ὁ πατέρας Χρίστος καὶ συμπληρώνει: «Μέσα σὲ αὐτὰ καθρεφτίζονται οἱ ἀγῶνες καὶ οἱ περιπέτειες τῶν Ἑλλήνων. Περιγράφονται ὅλα τὰ ἀνδραγαθήματα καὶ τὰ συναισθήματα τῶν ἀνθρώπων».
Ὅπως λέει, τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴ διάσωση τῶν τραγουδιῶν τῆς λαϊκῆς μας παράδοσης ἔγινε ἔντονο ὅταν διαπίστωσε ὅτι πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ στὴν πραγματικότητα ἀποδίδονται κακοποιημένα σὲ διάφορες σύγχρονες ἐκδηλώσεις. Ἀναζήτησε ἀνθρώπους μεγάλης ἡλικίας ποὺ γνώριζαν σπάνιες παραλλαγὲς τῶν τραγουδιῶν καὶ στὴ συνέχεια μελέτησε ἄλλες πηγὲς ὥστε νὰ βεβαιωθεῖ γιὰ τὴ γνησιότητα τῶν στίχων.
«Τὰ δημοτικά μας τραγούδια εἶναι λουλούδια ἀμάραντα, ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ Φώτης Κόντογλου. Μεράκι μου εἶναι νὰ κάνω ὅ,τι μπορῶ γιὰ νὰ μὴ μαραθοῦν. Δυστυχῶς, πολὺ συχνὰ στὶς μέρες μας παρουσιάζονται λειψὰ ἀπὸ στίχο, μουσική, ἦθος. Στὴ Ριζάρειο Σχολὴ εἶχα δάσκαλο ἕναν σπουδαῖο φιλόλογο, τὸν κ. Νικηφόρο Καχριμάνη, ποὺ μοῦ μεταλαμπάδευσε τὸ πάθος του γιὰ τὸ δημοτικὸ τραγούδι. Εἶναι ἡ ψυχή τοῦ λαοῦ, μᾶς ἔλεγε».
Ἀκολουθεῖ τὸ μουσικὸ πρόγραμμα ποὺ παρουσιάζει τὸ συγκρότημα παραδοσιακῆς μουσικῆς τοῦ Γεωργίου Δαλιάνη, ἱδρυτοῦ τοῦ πολιτιστικοῦ συλλόγου «Ἡ Ῥωμηοσύνη» ποὺ δραστηριοποιεῖται στὴν διάσωση καὶ προβολὴ τῆς παραδοσιακῆς μουσικῆς, σὲ πλῆθος ἐκδηλώσεων στὴν Ἑλλάδα καὶ στὸ ἐξωτερικό. Οἱ ἀξιόλογες καὶ ἀναγνωρισμένες προσπάθειές τους, καταγράφονται στὴν δισκογραφία καὶ στὸ μουσεῖο φυσικῆς ἱστορίας καὶ λαογραφίας, ποὺ λειτουργεῖ στὸν Βύρωνα Ἀττικῆς. Ἀναπόσπαστοι καὶ ἄξιοι συνοδοιπόροι στὴν καλλιτεχνικὴ αὐτὴ διαδρομή, εἶναι τὰ παιδιά του, ταλαντοῦχοι καὶ δεξιοτέχνες ἤδη, Χρῆστος Δαλιάνης στὸ βιολί, στὸ τραγούδι ἡ Σταυρούλα Δαλιάνη, λαοῦτο: Μιλτιάδης Παπαϊωάννου καὶ κρουστά: Ἀλέκος Σταματόπουλος
Τὸ πρῶτο μέρος περατώνεται μὲ τὸ τραγούδι: Στὴ βρύση στὰ Τσερίτσιαινα (ἡ ἱστορία τῆς Τζαβέλαινας) ἀπὸ τὸν ἑνδεκάχρονο Νικόλα Δαλιάνη.