παπα-Χρῖστος Κυριακόπουλος
Ἡ Ἐκκλησία μας ὡς κιβωτὸς τῆς ἐθνικῆς μας μουσικῆς παραδόσεως

Ὁμιλία σὲ μουσικὴ ἐκδήλωση γιὰ τὴν ἐνίσχυση τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Παντοπωλείου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κηφισίας, Ἀμαρουσίου καὶ Ὠρωποῦ

Πεύκη, 23 Ὀκτωβρίου 2016

Σεβασμιώτατε,
Σεβαστοὶ πατέρες, φιλόμουσον ἀκροατήριον,

Θὰ προσπαθήσω μὲ κάθε δυνατὴ συντομία νὰ θίξω πτυχὲς ἀπὸ τὸ θέμα: «Ἡ Ἐκκλησία μας ὡς κιβωτὸς τῆς ἐθνικῆς μας μουσικῆς παραδόσεως».

Ὅταν ἀναφερόμαστε στὴν ἐθνική μας μουσικὴ παράδοση, ἐννοοῦμε δύο ξεχωριστὰ θέματα, ποὺ ἔχουν ὅμως στενὴ καὶ ἄῤῥηκτη σχέση μεταξύ τους. Ἐννοοῦμε ἀφ᾿ ἑνὸς τὴν ἐκκλησιαστική μας μουσική, δηλαδὴ τοὺς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου τὴν δημοτική μας μουσική, δηλαδὴ τὰ τραγούδια τοῦ λαοῦ μας.

Εἶναι παρήγορο τὸ γεγονὸς ὅτι πολλὲς ἱερὲς Μητροπόλεις καὶ ἀρκετὲς ἐνορίες ἐνδιαφέρονται σοβαρὰ γιὰ τὴν ἐθνικὴ μας μουσική, τὴν ἐκκλησιαστική καὶ τὴν παραδοσιακή, ὅπως καὶ στὸ παρελθόν συνέβαινε, ἰδίως κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς δουλείας ποὺ ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ἐσκέπαζε κάτω ἀπὸ τὰ φτερὰ της ὅλες τὶς πνευματικὲς καὶ πολιτισμικές δημιουργίες του λαοῦ μας, τὶς καλλιεργοῦσε, κατορθώνοντας ἔτσι νὰ διατηρήσει τὴν Ἐθνική αὐτοσυνειδησία καὶ τὴν πολιτισμική μας ταυτότητα. Στὴν ἐποχὴ μας δὲ τῆς παγκοσμιοποιήσεως, ποὺ τείνει νὰ ἐξαλείψει ὅλες τὶς ἐκλεκτές μας διαφοροποιήσεις, τὰ ἤθη καὶ τὴν ἰδιοπροσωπία μας, ἡ Ἐκκλησία, ὡς σωστικὴ κιβωτός, ἀνοίγει καὶ πάλι τὰ φτερά της, σκεπάζοντας τὸ Γένος μας καὶ βοηθώντας το νὰ κρατηθεῖ στὶς ρίζες του.

Αὐτὴ ἡ πολύτιμη παρακαταθήκη καὶ κληρονομία τοῦ Γένους μας, ἡ ψαλτικὴ καὶ ἡ δημοτική μας παράδοση - πολύτιμο κειμήλιο τοῦ ἐθνικοῦ μας θησαυροφυλακίου- ποὺ ἐπὶ γενεὲς γενεῶν μεταβιβάζεται ἀπὸ πατέρα σὲ παιδὶ καὶ ἀπὸ παιδὶ σ᾿ ἐγγόνι, ὁμοιάζει μὲ ἕνα κατάφορτο ἀμπέλι, καὶ μακάριοι ὅσοι ἐργάζονται σὲ αὐτό, καὶ τρισμακάριοι ὅσοι ξέρουν καὶ μποροῦν νὰ τρυγοῦν καὶ νὰ μεθοῦν ἀπ᾿ τὰ γεννήματα τῆς ἀμπέλου ταύτης.

Ἡ θέση τῶν ἐθνικῶν ᾀσμάτων στὸν ὀρθόδοξο βίο

Ἀναμφίβολα ἡ ἐθνικὴ μουσική μας παράδοση κατέχει περίοπτη θέση ἀνάμεσα στὰ ἰδιαίτερα πολιτισμικὰ στοιχεῖα, ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν ἐθνική μας ταυτότητα. Αὐτὴ ἡ πολύτιμη πατρογονική μας κληρονομιὰ ἐπὶ ἑκατονταετίες τρέφει καὶ γαλουχεῖ ὅλους ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες. Διαπλάθει τὸ ἦθος καὶ τὸν κοινωνικὸ χαρακτήρα μας ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά. Χαρακτηρίζει τὸν τρόπο τῆς ζωῆς καὶ συμβάλλει θετικὰ καὶ οὐσιαστικὰ στὴν διαμόρφωση μιᾶς πολιτισμικῆς μοναδικότητας τοῦ λαοῦ μας, «ἰσοδύναμου μὲ τὴν ἐθνικὴ γλῶσσα».

Αὐτὴ ἡ ἐθνική μας μουσικὴ παράδοση, ποὺ ἐπὶ αἰῶνες μεταδίδεται προφορικῶς ἀπὸ στόμα στὸ ἀφτὶ κι ἀπὸ τὸ ἀφτὶ στὸ στόμα κάθε Ἕλληνα, εἴτε ὡς νανούρισμα τῆς μάνας στὸ παιδί, εἴτε ὡς τραγούδι τῆς χαρᾶς ἢ τῆς λύπης, εἴτε ὡς ἡρωϊκὸς παιάνας, εἴτε ὡς μοιρολόι καὶ θρῆνος, εἴτε ὡς παράκληση καὶ ἱκεσία, εἴτε ὡς βυζαντινό τροπάριο καὶ δοξολογία, ἀποτελεῖ τὸν ἀδαπάνητο καὶ ἀνεκτίμητο μουσικό μας θησαυρό.

Εἰδικώτερα τὰ ἐθνικά μας τραγούδια, ποὺ τυγχάνουν δημιουργήματα τῶν Ἑλλήνων τῆς χριστιανικῆς ἐποχῆς, εἶναι ἐν πολλοῖς συνυφασμένα καὶ μὲ θρησκευτικὲς συνήθειες καὶ παραδόσεις. Γιὰ τοῦτο, συχνὴ ἀναφορὰ γίνεται στὰ ὀνόματα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶ Ἁγίων, μὲ κορυφαῖο στὴν δημοτικὴ ποίηση τὸν Ἁη - Γιώργη, καὶ καλοῦν τὰ ἱερὰ πρόσωπα νὰ γίνουν ἀρωγοὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ συμπαραστάτες τους στὶς δυσκολίες τῆς καθημερινότητας, ἢ καὶ νὰ εὐλογήσουν τὰ ἔργα, τοὺς καρποὺς τῆς γῆς, τὰ ποίμνια, τὴν διασκέδαση, τὸ τραπέζι.

Τὸν ἐν Κανᾷ γάμο μᾶς θυμίζει τὸ ἀκόλουθο τραγούδι, ποὺ λέγεται στὸ τραπέζι τοῦ γάμου στὰ ὀρεινὰ χωριὰ τῆς Ῥούμελης:

«Χριστὸς βλογάει τὸ κρασί, Χριστὸς καὶ τὸ τραπέζι,
Χριστὸς βλογάει τὰ νιόνυφα κι ὅλους τοὺς συμπεθέρους».

ἢ σὲ ἕνα ἄλλο ποὺ τραγουδιέται σὲ Πελοπόννησο καὶ Ἤπειρο:

«Σὲ τούτ᾿ τὴν τάβλα ῾ποὺ εἴμαστε, σὲ τοῦτο τὸ τραπέζι,
τὸν ἄγγελο φιλεύουμε, καὶ τὸν Χριστὸ κερνᾶμε,
καὶ τὴν παρθένα Παναγιά, τὴν διπλοπροσκυνᾶμε».

Ἡ γνωστότερη,ἴσως, σχετικὴ παράδοση εἶναι αὐτὴ τοῦ Πάσχα, ὅπου μετὰ τὸν ἑσπερινὸ τῆς ἀγάπης, ἀκολουθεῖ δημόσιος χορὸς μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν ἱερέα καὶ τὶς κεφαλὲς τῆς κοινότητας, μὲ τραγούδια ἡρωικὰ τοῦ γένους καὶ μὲ βαθειὰ ριζωμένη τὴν ἀντίληψη ὅτι δι᾿ αὐτοῦ τοῦ τρόπου τιμοῦν τὴν ἑορτή.

Μά, θὰ ἰσχυρισθῇ κάποιος, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔγραψαν πολλὰ κατὰ τῶν λαϊκῶν ᾀσμάτων καὶ ὀρχήσεων. Ἰδιαιτέρως κατὰ τὸν 4ο καὶ 5ο αἰῶνα, ὅπως ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ Ἁγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἄσκησαν σφοδρὴ πολεμικὴ ἐναντίον ὡρισμένων μουσικοχορευτικῶν πρακτικῶν τῆς ἐποχῆς τους, ποὺ ἔφεραν τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς προελεύσεώς τους ἀπὸ τὸ παρηκμασμένο τότε θέατρο, ἀπὸ λεγόμενα ὀρχηστικὰ ᾄσματα καὶ ἀπὸ εἰδωλολατρικὰ ἔθιμα. Καταφέρονταν, ἐπίσης, ἐναντίον τῶν μιμήσεων, ὅπου μὲ ἄσεμνες κινήσεις, μὲ χυδαίους λόγους, μὲ ἡδυπαθῆ ᾄσματα καὶ μὲ ἡδονικοὺς χορούς, σατιρίζονταν ἀφειδῶς τὰ πάντα, ἀκόμη καὶ ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα καὶ ἱερὲς ἀκολουθίες.

Στὸ χαμηλὸ ἐπίπεδο τῆς σάτιρας ἐκείνης ὑπέκυπτε ὁ ἁπλὸς λαός, ἀπομνημονεύοντας εὔκολα καὶ μεταποιώντας σὲ δημώδη. Ὅλη ἡ περιγραφεῖσα πράξη εἰσχωροῦσε στὶς ἑορτὲς καὶ συνήθειες τοῦ λαοῦ καὶ ὡς ἐκ τούτου, οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας εἶχαν ὑποχρέωση νὰ διαφωτίσουν καὶ νὰ διαφυλάξουν τὰ λογικὰ πρόβατα τοῦ ποιμνίου τους.

Πιστεύουμε ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες δὲν ἀπέβλεπαν στὸν ἐξοβελισμὸ τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῶν λαϊκῶν στοιχείων θρησκευτικότητας, ποὺ πάντοτε ὑπῆρχαν καὶ ὑπάρχουν, ἀλλὰ προσπάθησαν νὰ κατευθύνουν πρὸς τὰ νέα δεδομένα, ἀφοῦ πρόκειται γιὰ τὴν ἐποχή, ὅπου ἡ Ὀρθοδοξία προσλαμβάνει τὰ στοιχεῖα τοῦ ἑλληνισμοῦ. Ἂν ἐκφρασθοῦμε μὲ τὴν θεολογικὴ γλῶσσα, τὰ προσλαμβάνει δίχως νὰ ὑποστῇ «τροπὴν ἢ φυρμόν».

Ἀλλιῶς ποιό τό νόημα τῶν λόγων τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου:

«Εἰ καὶ ὀρχήσασθαι δεῖ σε, ὡς πανηγυριστὴν καὶ φιλέορτον, ὄρχησαι μὲν, ἀλλὰ μὴ τὴν Ἡρῳδιάδος ὄρχησιν τῆς ἀσχήμονος...».

Ἡ ἀντίθεση, λοιπόν, τοῦ Γρηγορίου ἐπικεντρώνεται στὸ εἶδος τῆς ὀρχήσεως καὶ φυσικὰ ὡς ἕλλην ἱεράρχης ἀποκλείει τὶς ἀνατολικὲς ὀρχήσεις μὲ τὸ ἄσεμνον τῶν κινήσεων καὶ ὄχι τοὺς ἑλληνικοὺς κυκλικούς χορούς, οἱ ὁποῖοι διακρίνονται γιὰ τὴν σοβαρότητα καὶ μεγαλοπρέπειά τους, ὅταν ἀκολουθοῦν τὸν παραδοσιακὸ τρόπο ἐκτελέσεως.

Οἱ κατὰ τόπους Ἀρχιερεῖς, μαρτυρεῖται ὅτι στὴν πλειονότητά τους στήριζαν πάντοτε τὶς ἐθνικές μας παραδόσεις διὰ πολλῶν τρόπων καὶ κυρίως τὴν ἐποχὴ τῆς τουρκοκρατίας διὰ τῶν σχολείων ποὺ διηύθυναν.

Ὁ Μητροπολίτης Τραπεζοῦντος Χρύσανθος (†1949), ὁ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, ἀπέλυσε κάποιον δάσκαλο στὴν Τραπεζοῦντα, ὅταν κατὰ τὶς ἐξετάσεις διεπίστωσε, ὅτι τὰ παιδιὰ δέν ἐγνώριζαν ἐπαρκῶς ἐθνικοὺς χορούς.

Ἀλλὰ καὶ ἡ φωτογραφία πού σώζεται τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, Ἁγίου τοῦ αἰῶνα μας, ποὺ τὸν εἰκονίζει ἐν μέσῳ ἑορταστικῆς ὁμηγύρεως, στὴν ὁποία μετέχουν καὶ οἱ ὀργανοπαῖκτες (γύρω στὰ 1900, ἔξω ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου Κύμης), μόνον ἀποστροφὴ καὶ ἀντίθεση τοῦ Ἁγίου πρὸς τὶς μουσικοχορευτικές μας παραδόσεις δὲν φανερώνει.

Οἱ ἱερεῖς τῶν χωρίων μας, εὐλογοῦντες τὶς ἐργασίες, τοὺς καρποὺς τῆς γῆς καὶ τὰ ποίμνια, μετέχοντες στὶς χαρὲς καὶ τὶς λύπες τῶν συγχωριανῶν τους καὶ πρωτοστατοῦντες στὶς κοινωνικὲς καὶ ἐθιμικὲς ἐκδηλώσεις τοῦ μικροῦ ποιμνίου, παραδίδουν τὸ ἀληθὲς νόημα τῆς ἐνοριακῆς ζωῆς, τὴν προσήκουσα ἐπισημότητα στὶς ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις καὶ ἀποτρέπουν τὴν πιθανὴ διείσδυση καποίων ἐθίμων ἀντιθέτων πρὸς τὰ χριστιανικὰ ἤθη.

Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἔκλεισε τὶς πύλες της στὶς πέραν αὐτῆς πνευματικὲς ἀξίες. Ἡ ποίηση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἡ ἰατρικὴ καὶ ἡ φυσιογνωσία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, οἱ ἱστορικογραμματολογικὲς ἐπιδόσεις τοῦ Μεγάλου Φωτίου καὶ τοῦ Εὐσταθίου Θεσσαλονίκης, οἱ μουσικὲς ἐπιτεύξεις τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, οἱ ἐπιστημονικὲς ἀναζητήσεις τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως καὶ τοῦ Νικηφόρου Θεοτόκη, ἢ οἱ σκανδαλιστικὲς γιὰ πολλοὺς ἐνασχολήσεις μοναχῶν μὲ τὴν ἀντιγραφὴ ἀρχαίων ἔργων καὶ μάλιστα συγγραφέων ὡς ὁ Ἀριστοφάνης, ἐνσαρκώνουν τὴν καθολικότητα καὶ θεανθρωπότητα τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἡ ἐκκλησιαστική μας μουσικὴ καὶ ἡ δημοτική μας μουσικὴ παράδοση, ἐκτός τῶν ἄλλων, εἶναι καὶ κοινὰ πολιτιστικὰ ἀγαθὰ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτελέσουν ἰδιοκτησία, πολὺ δὲ περισσότερο μέσον πλουτισμοῦ κανενός.

Αὐτὴ εἶναι ἡ παράδοση τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων. Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἑλληνορθόδοξος βίος συνυφασμένος μὲ τὴ λειτουργικὴ ζωή, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμά του καὶ τὴν τραγουδιστική του παράδοση (ποίηση, μελωδία καὶ ποικίλη ὄρχηση) ἡ ὁποία κατὰ κοινὴ ὁμολογία Ἑλλήνων καὶ ξένων ἐρευνητῶν εἶναι ὑψηλῆς ἀξίας.

Μακάρι αὐτὴ τὴν παράδοση ποὺ μᾶς ἐκληροδότησαν οἱ πατέρες μας νὰ τὴν διατηρήσουμε ἀλώβητη καὶ νὰ τὴν παραδόσουμε στὶς ἐπερχόμενες γενεές. Τότε θὰ ἀποκαλούμεθα ἄξιοι συνεχιστὲς αὐτῆς τῆς ὑψηλῆς παραδόσεως, ἡ ὁποία δὲν ἔχει σημασία στατική, ἀλλὰ δυναμική, ποὺ ἐπεκτείνεται εἰς τὸ μέλλον, στηριζομένη ὅμως καὶ στὸ παρελθόν, διότι ὅπως ἔγραψε καὶ ἕνας ξένος στοχαστής, δὲν δυνάμεθα νὰ κτίσουμε τὸ μέλλον, παρὰ μόνον μὲ τὰ ὑλικὰ τοῦ παρελθόντος. Αὐτὰ θὰ εἶναι τὰ θεμέλιά μας καὶ οἱ ἀντιστάσεις μας ἔναντι τοῦ κινδύνου τῆς ἀλλοτριώσεως καὶ τῆς ἀπωλείας.

Ἡ ἀποψινὴ συναυλία, ποὺ ἀφορᾷ στὴν ἐνίσχυση τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Παντοπωλείου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας συνιστᾷ μικρὴ συμβολὴ καὶ ἀναφορὰ στὴ μεγάλη παραδοσιακὴ μουσικὴ σχολὴ τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολῆς. Ἂς συνευωχηθοῦμε καὶ ἂς συνευφρανθοῦμε ᾄδοντες καὶ ἀπολαύοντες τὰ ἐξαίσια ᾄσματα ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν ἀμέσως, τὰ ὁποῖα γαλούχησαν γενεὲς καὶ γενεὲς Ἑλλήνων.