Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι· ταχὺ ἐπάκουσόν μου· πρόσχες τῇ ψυχῇ μου, καὶ λύτρωσαι αὐτήν.
Πόσο συγκλονιστικὴ εἶναι αὐτὴ ἡ ἔκφραση τῆς Ἐκκλησίας μας κατὰ τὴν περίοδο τοῦ τριῳδίου. Μὲ πόνο ψυχῆς ὁ ὑμνογράφος ἀγωνιᾶ, ἱκετεύει, παρακαλεῖ, ὥστε ὁ Κύριος μὴν ἀναγκαστεῖ λόγω των ἀνομιῶν μας, νὰ ἀποστρέψει τὸ προσωπό του, ἀλλὰ νὰ συνεχίζει σὰν τον νοητὸ ἥλιο νὰ φωτίζει τὰ μύχια τῆς ὕπαρξής μας. Μὴ ἀποστρέψεις λοιπόν, ὄχι γιατὶ δὲν σ᾿ ἔχω ἀνάγκη τώρα ποὺ τὰ προβλήματά μου εἶναι λυμένα, τώρα ποὺ εἶμαι ὑγιής, τώρα ποὺ στὴ δουλειά μου πᾶνε ὅλα καλά, μὲ δυὸ λόγια δὲν ἔχω ἰδιαίτερη ἀνάγκη ...ἀλλὰ θλίβομαι ὅταν νοιώθω την ἀπουσία σου. Ναὶ θλίβομαι, μαραζώνει ἡ ψυχή μου, σβήνω, χάνεται ἡ ὕπαρξή μου ἀπὸ την ἀπουσία σου. Ὑπάρχω, γιατὶ πρῶτος ὑπάρχεις Ἐσύ. Σὲ βρῆκα πρὶν ἀπὸ μένα, δὲν σὲ ἔφτιαξα... Σὺ μὲ δημιούργησες. Ἐσὺ μὲ βρίσκεις, ὅταν ἐγὼ χάνομαι στὰ δύσκολα τὰ μονοπάτια, δὲν σὲ ζητῶ τυφλωμένος ὅπως εἶμαι ἀπ᾿ τὰ πάθη μου, ἀλλὰ Ἐσὺ μὲ βρίσκεις καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ μοῦ πληγώνει την καρδιὰ καὶ κάποια στιγμὴ ἀντιδρῶ, δὲν θέλω, εἶναι βλέπεις καὶ ἡ ἄσχημη ζωή μου ποὺ δὲν μ᾿ ἀφήνει, ἀλλά... Θλίβομαι, θλίβομαι ὅταν εἶμαι μακρυά σου. Μὴν ἀκοῦς τί σοῦ λὲν τὰ χείλη μου, ὅταν ἀπὸ ἄσχημη συνήθεια ἀρχίζουν ν᾿ ἀντιδροῦν, ἀλλ᾿ ἄκου τὴν ψυχή μου, ἄκου τοὺς χτύπους της καρδιᾶς μου, θλίβομαι λὲν μαζὶ καὶ τὸ φωνάζουν δυνατά. Οἱ ἄλλοι ὅμως δὲν τ᾿ ἀκοῦν, μόνο Ἐσὺ κι ἐγώ... οἱ δυό μας τὸ ἀκοῦμε. Θλίβομαι, θλίβομαι ὅταν εἶμαι μακρυά σου. Μάταια τοῦ κόσμου οἱ χαρές, καρφιὰ γυρνοῦν νὰ βροῦν γυρνώντας δῶθε ῾κεῖ, τὸν πάτο τῆς καρδιᾶς ζητοῦν νὰ στερεώσουν. Ἀλλὰ πῶς ν᾿ ἀδειάσεις τὸ κενό, χῶρο νὰ βρεῖς, νὰ μπεῖς, νὰ κάτσεις... μόνος μου δὲν τὸ μπορῶ, δὲν τὸ κατόρθωσα ἀκόμη... δῶσ᾿ μου καιρό. Θλίβομαι, θλίβομαι ὅταν εἶμαι μακρυά σου. Κράτα τὸ βλέμμα Σου ἐπάνω μου, μην τύχει καὶ τ᾿ ἀφήσεις. Σὰν χάρη στὸ ζητῶ... σὰν τελευταία χάρη! (Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ὀρθοδοξία).
Τῶν Μεγάρων τὸν γόνον καὶ ἀσκητῶν ἐγκαλλώπισμα, τῆς Μονῆς φρουρὸν Σαλαμῖνος, τὸν Λαυρέντιον ὑμνήσωμεν ἅπαντες, ἐν ὕμνοις συμφώνως οἱ πιστοί, βοῶντες πρὸς αὐτὸν εἰλικρινῶς· Σαῖς λιταῖς τὴν σὴν πόλιν καὶ τὴν Μονήν σου Πάτερ διαφύλαττε. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Θεῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ δωρησαμένῳ σε ἡμῖν Πρέσβυν ἀκοίμητον.
Δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι ἡ Ἱ. Μονὴ Φανερωμένης, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς τουρκοκρατίας ἀλλὰ καὶ καθ᾿ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνος, δὲν ὑστέρησε καθόλου σὲ ἐθνικὴ δρᾶσι, καθὼς καὶ ἄλλες ὀνομαστὲς Ἱ. Μονὲς τοῦ Ἄθωνος, τοῦ Μεγ. Σπηλαίου, ἢ τοῦ ὁσίου Λουκᾶ. Σ᾿ αὐτὴν οἱ μαχόμενοι γιὰ τὴν ἀποτίναξι τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ καὶ ἀνάκτησι τῆς ἐλευθερίας, ἀσφάλιζαν τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά τους. Σ᾿ αὐτὴν ἀποθήκευσαν τὰ πολεμοφόδια. Σ᾿ αὐτὴν ἐστέλλοντο πολύτιμα κειμήλια καὶ βιβλία βιβλιοθηκῶν, ὅπως τῆς βιβλιοθήκης, τῆς τότε Κοινότητος Ἀθηνῶν (1822). Σ᾿ αὐτὴν οἱ ὁπλαρχηγοὶ ἔκαναν συσκέψεις, γιὰ τὴν πορεία τῶν πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων. Σ᾿ αὐτὴν ἀποθήκευαν τὶς τροφὲς τῶν μαχόμενων παλληκαριῶν τους. Σ᾿ αὐτὴν συγκέντρωναν τὰ λάφυρα. Σ᾿ αὐτὴν εὕρισκαν περίθαλψι καὶ θεραπεία, οἱ πληγωμένοι στὶς μάχες. Σ᾿ αὐτὴν ἐτροφοδοτοῦντο καὶ συντηροῦντο οἱ γέροντες, οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά. Ὑπῆρξαν ἡμέρες κατὰ τὶς ὁποῖες ἐσιτίζοντο περίπου 75.000 ἄτομα. Τὰ πολυάριθμα αἰγοπρόβατα, τὰ βόδια καὶ οἱ ὄρνιθες τῆς Ἱ. Μονῆς ἐθυσιάσθησαν, γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς συντηρήσεως αὐτῶν ποὺ κατέφευγαν σ᾿ αὐτὴν καὶ τῶν μαχητῶν ποὺ ἠγωνίζοντο ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος. Ἀκόμη καὶ τὸ δάσος τῆς Μονῆς ἐκόπη γιὰ τὴν στέγασι καὶ τὴν θέρμανσι τῶν φιλοξενουμένων. Ἦλθαν ὅμως καὶ μέρες δυστυχίας γι᾿ αὐτούς, ποὺ δὲν βρισκόταν στὶς ἀποθῆκες της οὔτε μία φούχτα ἀλεύρι γιὰ νὰ κάμουν ἕνα πρόσφορο. Οἱ γενναῖοι ἀγωνιστές, εἶναι σημαντικό, ὅτι δὲν ἀπέδιδαν τὴ νίκη ἢ τὴν σωτηρία τους στοὺς ἑαυτούς των, ἀλλὰ στὴν Παναγία τὴν Φανερωμένη ἢ Νεοφανεῖσαν ὅπως ἀλλιῶς τὴν ἔλεγαν.
Ὁ τὸν ἀμπελῶνα φυτεύσας, καὶ τοὺς ἐργάτας καλέσας, ἐγγὺς ὑπάρχει Σωτήρ· δεῦτε οἱ τῆς Νηστείας ἀγωνισταί, μισθὸν ἀπολαύσωμεν, ὅτι πλούσιος ὑπάρχει, ὁ δοτὴρ καὶ ἐλεήμων· μικρὸν ἐργασάμενοι, κομισώμεθα, τὸ τῆς ψυχῆς ἔλεος.
Ὁ Κύριος στὴν παραβολὴ τοῦ ἀμπελῶνα παρουσιάζει τὸν κόσμο καὶ τοὺς ἀνθρώπους σὰν ἀμπελῶνα τὸν ὁποῖο φύτεψε ὁ Θεὸς καὶ τὸν παρέδωσε σὲ ἐργάτες νὰ τὸν φροντίζουν. Ὅμως αὐτοὶ ὅταν ἦρθε ὁ καιρὸς τῶν καρπῶν ἀντὶ νὰ ἀποδώσουν αὐτὸ ποὺ ἔπρεπε στὸ ἀφεντικό τους, κυνήγησαν τοὺς ἀπεσταλμένους του καὶ στὸ τέλος ἔφτασαν στὸ σημεῖο νὰ θανατώσουν τὸν γιό του. Στὴ συνέχεια ὁ Κύριος διδάσκει ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι τὸ ἀμπέλι καὶ οἱ μαθητὲς καθὼς καὶ ὅλοι οἱ πιστοὶ ἀποτελοῦν τὰ κλήματα τὰ ὁποῖα μποροῦν νὰ παράγουν καρποὺς μόνο ἂν μείνουν συνδεδεμένοι μαζί του καὶ δέχονται τὴ βοήθεια τὴν ἐνέργεια καὶ τὴν χάρη του.
Πολυχρόνιον ποιήσαι Κύριος ὁ Θεός, τὸν Σεβασμιώτατον καὶ Πανιερώτατον ἡμῶν Πατέρα καὶ Δεσπότην, τὸν θεοπρόβλητον Μητροπολίτην ἡμῶν, τὸν Ἅγιον Μεγάρων καὶ Σαλαμῖνος, κύριον κύριον Βαρθολομαῖον. Κύριε, διὰ τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ Ὁσιωτάτου αὐτῆς θεράποντος Λαυρεντίου τοῦ Μεγαρέως, σκέπε, φρούρει, φύλαττε αὐτόν, εἰς πολλὰ ἔτη. Σὺν τούτῳ διαφύλαττε Τρισάγιε Κύριε, τόν τε Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος, κύριον κύριον Ἱερώνυμον, τοὺς ἁγιωτάτους Ἀρχιερεῖς, τοὺς φιλοχρίστους Ἄρχοντας, μετὰ παντὸς τοῦ κλήρου καὶ ἁπαξάπαντος τοῦ λαοῦ, ἐν εἰρήνῃ καὶ ἐν τῷ ἐλέει Σου, εἰς αἰῶνας. Ἀμήν.
Τώρα ῾ν᾿ Ἁγιὰ Σαρακοστή, τώρα ῾ν᾿ Ἅγιες ἡμέρες.
Καλό ῾ναι τ᾿ Ἅγιος ὁ Θεός, καλό ῾ναι κι ἂς τὸ λένε.
Ὅποιος τὸ λέει σώνεται κι ὅποιος τ᾿ ἀκούει ἁγιάζει,
κι ὅποιος τὸ καλοαφουγκραστεῖ, Παράδεισο θὰ λάβει. ...
Σ᾿ οὐρανοὺς χορὸς καὶ σχόλη, τὸν κρατοῦν οἱ Ἀποστόλοι.
Τὸν κρατοῦν καὶ τὸν χορεύουν, τὸν Παράδεισο γυρεύουν.
Δώδεκά ῾ ναι εἰς τὸ μέτρος· σέρνει τὸν χορὸν ὁ Πέτρος.
Οἱ Προφῆται τραγουδοῦσι, ψάλλουν καὶ κανοναρχοῦσι.
Ὁ Δαβὶδ παίζει λαοῦτο, Ἡσαΐας τὸ φλαοῦτο·
τὸ κανόνι ὁ Ζαχαρίας, ἅρπα παίζει Ἱερεμίας.
Κι ὅλοι τοῦτοι τραγουδοῦσι, ἄκουες τὸ τί λαλοῦσι:
Δόξα νά ῾χῃ πᾶσα ἡμέρα, ὁ Υἱὸς μὲ τὸν Πατέρα,
σὺν Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ, τῷ Ζωοποιῷ καὶ θείῳ.
Δόξα νά ῾χουν καὶ τὰ τρία καὶ ἡ Δέσποινα Μαρία...
Ὅ,ποιος κάνει τὸ Σταυρό του ἅρματά ῾χει στὸ πλευρό του.
Κι ὅποιος κάνει ἐλεημοσύνη, ἔχει τοῦ Θεοῦ εἰρήνη...
Ὡς πότε παλικάρια, νὰ ζοῦμε στὰ στενά,
μονάχοι σὰ λεοντάρια, σταῖς ράχαις στὰ βουνά;
Σπηλιαῖς νὰ κατοικοῦμε, νὰ βλέπωμεν κλαδιά,
νὰ φεύγωμ᾿ ἀπ᾿ τὸν κόσμον, γιὰ τὴν πικρὴ σκλαβιά;
Ἐπῳδός: Καλλίτερα μιᾶς ὥρας ἐλεύθερη ζωή,
παρὰ σαράντα χρόνια, σκλαβιὰ καὶ φυλακή.
Νὰ χάνωμεν ἀδέλφια, πατρίδα καὶ γονεῖς,
τοὺς φίλους, τὰ παιδιά μας, κι ὅλους τοὺς συγγενεῖς;
Ἐλᾶτε μ᾿ ἕναν ζῆλον, σὲ τοῦτον τὸν καιρόν,
νὰ κάμωμεν τὸν ὅρκον, ἐπάνω στὸν Σταυρόν.
Ἐπῳδός: Καλλίτερα μιᾶς ὥρας ἐλεύθερη ζωή,
παρὰ σαράντα χρόνια, σκλαβιὰ καὶ φυλακή.
Σ᾿ ἀνατολὴ καὶ δύσι, καὶ νότον καὶ βοριᾶ,
γιὰ τὴν πατρίδα ὅλοι, νἄχωμεν μιὰ καρδιά.
Γιὰ τὴν ἐλευθερίαν, νὰ ζώσωμεν σπαθί,
πῶς εἴμαστ᾿ ἀντριωμένοι, παντοῦ νὰ ξακουσθῇ.
Ἐπῳδός: Καλλίτερα μιᾶς ὥρας ἐλεύθερη ζωή,
παρὰ σαράντα χρόνια, σκλαβιὰ καὶ φυλακή.
Τὴν αἴγλη τῶν Κολοκοτρωναίων ὡς ἀρματολῶν καὶ κλεφτῶν ἐξυμνοῦν πολλὰ δημοτικὰ τραγούδια ποὺ ἀναφέρονται στὴ ζωὴ καὶ τὴ δράση τους, ὄχι μόνο κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν προεπαναστατικὴ περίοδο. Κυρίως καὶ προπάντων ἐξυμνεῖται ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ὁ Θρυλικὸς «Γέρος τοῦ Μοριᾶ» ποὺ τὸ ὄνομά του ἔγινε σύμβολο τοῦ ἑλληνικοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγώνα τοῦ 1821. Στὸ ἑπόμενο τραγούδι ἐξαίρεται ἡ λαμπρὴ ἐμφάνιση, ὁ ἐντυπωσιακὸς ὁπλισμὸς καὶ προπαντὸς ἡ ὑπερηφάνεια τῶν Κολοκοτρωναίων.
Τὸ τραγούδι εἶναι ἀπὸ τὰ πλέον δημοφιλῆ σὲ ὅλη τὴν Πελοπόννησο, γι᾿ αὐτὸ καὶ δικαίως θεωρεῖται ὡς ὁ «τοπικὸς ὕμνος» τοῦ Μοριᾶ.
«Λάμπουν τὰ χιόνια στὰ βουνὰ κι ὁ ἥλιος στὰ λαγκάδια.
Ἔτσι λάμπει κ᾿ ἡ κλεφτουριά, οἱ Κολοκοτρωναῖοι,
Πὄχουν τ᾿ ἀσήμια τὰ πολλά, τὶς ἀσημένιες πάλες.
Αὐτοὶ δὲν καταδέχονται τὴ γῆς νὰ τὴν πατήσουν.
Καβάλα πᾶν᾿ στὴν Ἐκκλησιά, καβάλλα προσκυνᾶνε,
Καβάλα παίρνουν ἀντίδερο ἀπ᾿ τοῦ Παπᾶ τὸ χέρι.
Φλουριὰ ρίχνουν στὴν Παναγιά, φλουριὰ ρίχνουν στοὺς ἅγιους
καὶ στὸν ἀφέντη τὸ Χριστὸ ρίχνουνε τ᾿ ἅρματά τους».
Γράφει ὁ Μακρυγιάννης γιὰ τὴν μάχη στὸ Φάληρο: Ἄναψε ὁ πόλεμος πολύ· ἦρθε κι᾿ ὁ Καραϊσκάκης. Τότε τοῦ λέγω: «Σύρε ὀπίσου νὰ πάψῃ ὁ πόλεμος, ὅτι τὸ βράδυ θὰ κινηθοῦμεν. – Μοῦ λέγει, στάσου αὐτοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους κ᾿ ἐγὼ φέγω». Τότε σὲ ὀλίγον μαθαίνω ὅτι βαρέθη ὁ Καραϊσκάκης. Πάγω ἐκεῖ· μαζευόμαστε, τηρᾶμεν· ἤτανε βαρεμένος εἰς τ᾿ ἀσκέλι παραπάνου, εἰς τὰ φτενά. Μαζωχτήκαμεν ὅλοι ἐκεῖ. Μᾶς εἶπε μὲ χωρατά· «Ἐγὼ πεθαίνω· ὅμως ἐσεῖς νὰ εἶστε μονοιασμένοι καὶ νὰ βαστήξετε τὴν πατρίδα». Τὸν πῆγαν εἰς τὸ καράβι. Τὴν νύχτα τελείωσε καὶ τὸν πῆγαν εἰς τὴν Κούλουρη καὶ τὸν τάφιασαν.
Παρασκευὴ ξημέρωμα,
Καραϊσκάκη μου,
μὴν εἶχε ξημερώσει,
ποὺ ρίξαν καὶ σὲ λάβωσαν
στὴ μέση τοῦ Φαλήρου,
σήκω νὰ πᾶς στή Κούλουρη
καὶ στὴ Φανερωμένη
γιὰ νὰ σοῦ γειάνει τὴν πληγή.
Ἕνας περίφημος κλεφταρματωλὸς ἦταν ὁ παπᾶ-Γιώργης «ντελῆ-παπᾶς». Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Μαυραναῖοι Γρεβενῶν καὶ ἦταν συγγενὴς τῶν Ζιακαίων, ἔδρασε γύρω στὰ 1834 - 1854. Ξεχώρισε γιὰ τὶς διοικητικές του ἱκανότητες, τὴν πολεμική του πονηριά, τὸ παράτολμο θάρρος του, ἀλλὰ καὶ τὴ σωματική του ρώμη. Τακτικὲς μάχες μὲ τὸν Τουρκικὸ στρατὸ ἔδωσε στὸ Μετσοβο καὶ τὸ Κουτσελιό. Ἦταν ἄριστος γνώστης ὅλων τῶν περασμάτων τοῦ Σμόλικα, καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν ἐξυπνάδα ποὺ διέθετε, ὥστε νὰ κρατᾶ ὑπὸ ἔλεγχο ὅλες αὐτὲς τὶς διαβάσεις τῆς Βόρειας Πίνδου, ὁπότε ἀποτελοῦσε τὸ συνεχὲς ἐμπόδιο σ᾿ ὅλα τὰ περάσματα τῶν Τουρκαλβανῶν. Γι᾿ αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς ἰδιότητες οἱ Τοῦρκοι τὸν ὀνόμασαν ντελῆ παπᾶ (τρελλοπαπᾶ). Τὸ 1854 μὲ τοὺς δικούς του ἄνδρες, ἑνώθηκε μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ Θ. Ζιάκα ποὺ μπῆκαν στὴ Δυτ. Μακεδονία καὶ πῆρε μέρος στὴν μάχη στὸ Μέγα Σπήλιο Γρεβενῶν. Οἱ δραστηριότητές του αὐτὲς ἦσαν καὶ ἡ αἰτία ποὺ ἡ «λαϊκὴ μοῦσα» τὸν ἔκανε τραγούδι, τὸ ὁποῖο ἀκούγεται καὶ στὶς ἡμέρες μας.
῾Κούγω τὸν ἄνεμο κι ἀχάει,
μωρὲ παπᾶ ἂχ Ντελῆ παπᾶ.
Τὸν κούγω νὰ μαλώνει,
ντελῆ παπᾶ, λεβέντη.
Τὸν κούγω νὰ μαλώνει,
ντελῆ παπᾶ, λεβέντη.
Μὲ τὰ βουνὰ ἐμάλωνε,
μωρὲ παπᾶ ἂχ Ντελῆ παπᾶ.
Καὶ μὲ τὰ δέντρα ἠχοῦσε,
ντελῆ παπᾶ, λεβέντη.
Καὶ μὲ τὰ δέντρα ἠχοῦσε,
ντελῆ παπᾶ, λεβέντη.
Ἐσεῖς βουνὰ τῶν Γρεβενῶν,
μωρὲ παπᾶ ἂχ Ντελῆ παπᾶ.
Καὶ πεῦκα τοῦ Μετσόβου,
ντελῆ παπᾶ, λεβέντη.
Καὶ πεῦκα τοῦ Μετσόβου,
ντελῆ παπᾶ, λεβέντη.
Ἐσεῖς καλὰ ἂχ τὸν ξέρετε,
μωρὲ παπὰ ἂχ Ντελῆ παπᾶ.
Αὐτὸν τὸν παπᾶ Γιώργη,
ντελῆ παπᾶ, λεβέντη.
Αὐτὸν τὸν παπᾶ Γιώργη,
ντελῆ παπᾶ, λεβέντη.
Ποὺ ἦταν μικρὸς στὰ γράμματα,
μωρὲ παπᾶ ἂχ Ντελῆ παπᾶ.
Μικρὸς στὰ πινακίδια,
ντελῆ παπᾶ, λεβέντη.
Μικρὸς στὰ πινακίδια,
ντελῆ παπᾶ, λεβέντη.
Δώδεκα χρόνους ἔκαμε,
μωρὲ παπᾶ ἂχ Ντελῆ παπᾶ.
στοὺς κλέφτες καπετάνιος,
ντελῆ παπᾶ, λεβέντη.
Στοὺς κλέφτες καπετάνιος,
ντελῆ παπᾶ, λεβέντη.
Καὶ τώρα στὰ γεράματα,
μωρὲ παπᾶ ἂχ Ντελῆ παπᾶ.
Ἀρματολὸς καὶ κλέφτης
ντελῆ παπᾶ, λεβέντη.
Ἀρματολὸς καὶ κλέφτης
ντελῆ παπᾶ, λεβέντη.