Ἡ Ἑλληνικὴ γῆ, μὲ τὴν ἁδρὴ καὶ πολύβουνη καὶ πολύγιαλη φύση, καὶ μὲ τὸ δυνατὸ ἀνθρώπινο δέντρο, ποὺ στὰ σπλάχνα της μέσα ριζοβολάει καὶ στὴν ἀγκαλιά της τὴ στοργικὴ ἁπλώνει τὰ πολύφυλλα κλαριά του, ἦταν φυσικὸ καὶ ποίηση λαϊκὴ νὰ γεννάει ἰδιοτυπώτατη καὶ θαυμαστὴ ἀνάμεσα στὰ ἔθνη τῆς Εὐρώπης· διότι, πολὺ αἷμα βρίσκεται καὶ στὴν αἰσθηματικὴ Μεσημβρία καὶ στὴ ζωηροφάνταστην Ἀνατολή. Καὶ εἶναι ἡ ποίηση αὐτὴ συνέχεια ἀδιάπαυτη τῆς ποιητικῆς ζωῆς τοῦ Ἔθνους καὶ τῆς πνευματικῆς του ἐξέλιξης ἀπὸ τὴν Ὁμηρικὴ γιγαντομαχία ἕως τὴ γιγαντομαχία τοῦ 1821 κι᾿ ἀπὸ τότε ἕως σήμερα. Κι᾿ εἶναι ἀκόμη ἀπόδειξη τρανή, πὼς εἶναι συγκρατητὴ καὶ ἀδιάσπαστη στῶν αἰώνων τὴν ἁλυσίδα ἡ ἀρχαία μὲ τὴν νέαν Ἑλληνικὴ ψυχή, τὴν κληρονομιὰ τῆς ἀρχαίας.
Σημαντικὴ ἐκδήλωση τῆς ἑνότητας τῆς ἐθνικῆς ψυχῆς εἶναι τὸ αἴσθημα τοῦ δεσμοῦ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ φύση καὶ ἡ προσωποποίηση τῶν φαινομένων καὶ τῶν δυνάμεών της. Πολλὰ δημοτικὰ τραγούδια ἔχουν τέτοια θέματα. Ὁ Ἥλιος, ὁ ἀφέντης ὁ κυρ-Ἥλιος, ὁ Ἀγέρας, «ὁ κύρ-Βοριὰς ὁ δροσερός», καθὼς καὶ τ᾿ ἄψυχα καὶ τὰ ὑπανθρώπινα ὄντα, ἐνσαρκώνονται, παίρνουν αἰσθήματα καὶ στοχασμὸ καὶ λαλιά, καὶ λαβαίνουν μέρος στὴν ἀνθρώπινη ζωή. «Ὁ Ὄλυμπος κι᾿ ὁ Κίσσαβος, τὰ δυὸ βουνὰ μαλώνουν». Ὁ Παρνασσὸς συνερίζεται μὲ τὸν κάμπο καὶ καυχιέται. Τὰ παιδιά, στοὺς μαύρους χρόνους τῆς σκλαβιᾶς, πηγαίνοντας στὸ κρυφὸ σκολειό, μιλοῦν στὸ φεγγαράκι τὸ λαμπρὸ καὶ τὸ παρακαλοῦν νὰ τὰ φωτίζει. Τὰ λουλούδια φιλονικοῦν «τὸ πιὸ εἶναι τ᾿ ὀμορφήτερο καὶ πιὸ μυρίζει κάλλιο». Ὁ ἥλιος μιλεῖ μὲ τὴ λαβωμένην ἐλαφίνα· Τὰ πουλιὰ «λαλοῦν μ᾿ ἀνθρώπινη λαλίτσα». Τ᾿ ἀηδόνι θρηνεῖ τὸν ἀρματωλό, Τὸ χελιδόνι φέρνει τὸ προμήνυμα τῆς ἄνοιξης, ὅπως στ᾿ ἀρχαῖο χελιδόνισμα. Ὁ ἀητὸς κι ἡ πέρδικα μιλοῦν ἢ θρηνοῦν ἢ συμβουλεύουν ἢ προμαντεύουν. Κι ὅλος ὁ κόσμος τῆς Φύσης, ἐνόργανος καὶ ἀνόργανος, ζεῖ καὶ λαβαίνει μέρος στὸ δράμα τῆς ζωῆς τὸ καθημερινό. Καὶ τὸ κορύφωμα, ὁ παλιὸς Χάρων, ὁ πορθμέας τοῦ βασιλείου τοῦ Πλούτωνα, Χάρος τώρα ἀγριωπός, πάντα ἀνθρωποκαταλύτης καὶ νεκροπομπός.
Στὰ δημοτικὰ τραγούδια μας, κάθε περιοχῆς ποὺ ἔλαμψε ὁ Ἑλληνισμός, καθρεφτίζονται σὰ σὲ καθάριο κρύσταλλο, οἱ στοχασμοί, οἱ πόθοι, ὁ ψυχικὸς κι᾿ ὁ ἠθικὸς κόσμος καὶ τὰ αἰσθήματα τὰ εὐγενικὰ καὶ πλούσια τῆς Ἑλληνικῆς Φυλῆς, ποὺ μένουν ἀμετάβλητα κι᾿ ἀσάλευτα γνωρίσματα τοῦ ἐθνικοῦ χαρακτήρα μέσα στοὺς γύρους τῶν χρόνων.
Ἀναφορά: Ἄγης Θέρος, Τὰ τραγούδια τῶν Ἑλλήνων. Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, ἔτος 1952, Νο. 97 σσ. 205-8.
1. Σήμερα Χριστὸς ἀνέστη
|
Διανύουμε τὸ Πεντηκοστάριον, τὴν περίοδο ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, ποὺ συμπίπτει μὲν μὲ τὴν ἐτήσια ἀνάσταση τῆς φύσεως, μετὰ τὸν χειμώνα, ἀλλὰ δὲν σχετίζεται σὲ τίποτε μὲ ἑορτὲς ἀπὸ θρησκευτικὲς ἐκδηλώσεις τῆς ἀρχαιότητας ἀπερίγραπτου σαρκικοῦ χαρακτήρα, ἀφοῦ τὸ Πάσχα δὲν σχετίζεται μὲ κύκλους ζωῆς τῆς κτίσεως ἀλλὰ ἀναφέρεται στὴν ὀντολογικῶν διαστάσεων σωτηρία ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Οἱ στίχοι τοῦ τραγουδιοῦ «Σήμερα Χριστὸς ἀνέστη» ἀναφέρονται ποιητικὰ στὶς ὄμορφες συνέπειες ποὺ ἔχει τὸ κοσμοσωτήριο μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ὅπως λέει ὁ ὕμνος ὅτι «Νῦν τὰ πάντα πεπλήρωται φωτός, ούρανός τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια», ἔτσι καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀλλάζουν πρὸς τὴν χαρά, τὸ φῶς, τὴν ζωή, ἀγάλλονται, τέρπονται καὶ εὐφραίνονται. Χορός, Καλαματιανός.
Δραστηριότητες τῆς ὑπαίθρου, οἰκοδομικές, νοικοκυρέματα μὲ χαρές, γλέντια καὶ χοροὺς παρουσιάζει τὸ δεύτερο τραγούδι «Κάτω στὸν κάμπο τὸν πλατύ, ποὖν᾿ τὰ πολλὰ λελούδια». Ὅπως -καλὴ ὥρα- σὲ τοῦτο τὸν εὐωδιαστὸ καὶ πολὺ φιλόξενο χῶρο, γεμάτο ἀπὸ κάθε λογῆς καὶ χρώματα γεννήματα τῆς γῆς, ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων, χαρὰ Θεοῦ. Ἐντυπωσιάζει ἡ παρομοίωση τῶν κοριτσιῶν μὲ ἀεικίνητα περιστέρια. Χορός, Καλαματιανός.
Γράφει στὸ Συναξάριον: Τῇ Ἁγίᾳ καὶ Μεγάλῃ Κυριακῇ τοῦ Πάσχα τὴν ζωηφόρον Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου ἑορτάζομεν. Ἡ ὑποτιθέμενη εἰρήνη καὶ ἀνεξιθρησκία ποὺ ἔταξε ὁ σουλτάνος καταπατεῖται διαρκῶς. Καὶ μόνον στὶς Ἐκκλησίες γίνεται Πάσχα; Ὄχι. Ἀκόμη κι οἱ πάντοτε σὲ ἐγρήγορση κυνηγημένοι ἀπὸ τὸν κατακτητὴ κλέφτες πανηγυρίζουν τὴν Ἀνάσταση μὲ ἔνταση καὶ πάθος, παραδειγματιζόμενοι γιὰ τὸν καλὸν ἀγώνα καὶ προσδοκώντας καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Γένους. Ἄλλως τε, οἱ ἴδιοι τὸ ἔλεγαν πάντοτε, ὅτι «τὸ αἶμα μας ἐχύσαμε γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν Ἁγία καὶ τῆς Πατρῖδος τὴν Ἐλευθερία». Ἱστορικὸ τῆς Πελοποννήσου.
Κατὰ τὴν ἄνοιξη ἀρχίζει ἡ μετακίνηση τῶν ποιμένων καὶ τῶν ποιμνίων τους πρὸς τοὺς ὀρεινοὺς βοσκοτόπους. Μιὰ εἰδυλλιακὴ σκηνὴ περιγράφεται στὸ γνωστὸ τραγούδι «Πάνω σὲ ψηλὴ ραχούλα», σὲ ῥυθμὸ δίσημο.
«Ἄσπρο τριαντάφυλλο» ποὺ ὑπονοεῖ τὸ λευκὸ χρῶμα καὶ στιλπνότητα τοῦ νεανικοῦ προσώπου. «Λουλουδάκι μου γαλάζιο» ποὺ παραπέμπει στὸ σαγηνευτικὸ χρῶμα τῶν ὀφθαλμῶν τῆς αἰσθητηριακῆς αἰτίας ποὺ ἐνέπνευσε τὸν ποιητὴ τοῦ ἠπειρώτικου τραγουδιοῦ ποὺ ἀκολουθεῖ. Ἑρμηνεύει ὁ ἐξ Ἰωαννίνων Γεώργιος Παντούλας.
Κλήση καὶ πρόσκληση γιὰ γλέντι στὴν ὕπαιθρο, μὰ καὶ ἀφορμὴ γιὰ περαιτέρω γνωριμίες καὶ κοινωνικὲς ἀλληλεπιδράσεις, εἶναι τὸ γνωστὸ τραγούδι ἀπὸ τὴν Θράκη «Δῶ στὰ λιανοχορταρούδια» ποὺ παρουσιάζεται μὲ τὴν χαρακτηριστικὴ τοπικὴ προφορά. Χορός Ζωναράδικος.
Τὸ φυτὸ Ἴον τὸ εὔοσμον, καὶ τὸ λουλούδι του, τὸ γιούλι, ὁ Μενεξές, ἔχουν πολυτραγουδηθεῖ. Ἡ διάχυτη σαφὴς παρομοίωση τῆς ἕλξεως ποὺ γεννᾶ τὸ ἕτερον ἥμισυ μὲ τὸ συναίσθημα ποὺ ἐπιφέρει τὸ μεθυστικὸ ἄρωμα τῆς ἀνθισμένης βιολέττας. Στὴν Δημοτική μας Παράδοση οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις περιγράφονται μὲ εἰκόνες ζωντανὲς καὶ χαρούμενες, μὲ γλυκύτητα, διακριτικότητα, ἀνθρωπιά. Μέρος τῆς φύσεως ὅμως καὶ οἱ ἄνθρωποι, μὲ σχέσεις ποὺ πλέον συχνὰ ξεκινοῦν καὶ σταματοῦν ἀπότομα, ὅσον ἀφορᾷ σὲ ἐκφράσεις, στάσεις, συμπεριφορὲς καὶ ἀναπόφευκτες δυσάρεστες συνέπειες καὶ φθορά. Ἂς παραδειγματιζόμαστε λοιπὸν καὶ ἀπὸ τὶς εὐγενικὲς καὶ διακριτικὲς προσεγγίσεις, ποὺ ζωγραφοῦν οἱ ἀνώνυμοι ποιητὲς τοῦ λαοῦ μας καὶ ποὺ καθόλου δὲν ὑστεροῦν σὲ συναρπαστικὰ σκιρτήματα καὶ χαρούμενες καθημερινὲς συμπορεύσεις. Κεφαλλονίτικος Μπάλλος.
Στὰ χωριὰ δὲν ἔπαυσε ἴσως ποτέ, ἡ συνήθεια τοῦ στολισμοῦ μὲ πλῆθος ἀπὸ ἄνθη, εἴτε στὸ ἔδαφος φυτεμένα, εἴτε σὲ γλάστρες τοποθετημένες γύρω ἀπὸ τὸ σπίτι. Στὸ ἑπόμενο τραγούδι, ἕνα νεράντζι ῥίπτεται ὡς σῆμα καὶ πρόσκληση ἐπικοινωνίας μὲ τὴν κόρη ποὺ μένει σὲ ἀντικρινὸ σπίτι. Τὸ «θύμα»τῆς βολῆς εἶναι ἡ γλάστρα -τῳόντι πολὺ φροντισμένη- μὲ ἀρωματικὰ φυτά, μόσχο, γαρύφαλλο καὶ μακεδονίσι (μαϊντανό). Χορὸς Συρτός.
Εἰκόνες ἀπὸ τὸ ζωϊκὸ καὶ τὸ φυτικὸ βασίλειο προσωποποιοῦνται γιὰ νὰ παραστήσουν τὴν εὐχάριστη καὶ εὐαγῆ κοινωνία καὶ συμπόρευση στὶς οἰκογένειες, μὰ καὶ τὰ προβλήματα ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τὶς ἀπομακρύνσεις καὶ τὴν μοναξιά, ἀκούσια καὶ ἑκούσια: «Οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον». «Ὅλα τὰ πουλάκια μονὰ ζυγά, τὰ χελιδονάκια ζευγαρωτά. Μά, τὸ ἔρημο τ᾿ ἀηδόνι τὸ μοναχό, περπατεῖ στοὺς κάμπους μὲ τὸν καημό». Χορός, Καλαματιανός.
Τὸ χτίσιμο τῆς φωλιᾶς, οἱ συνεχεῖς κινήσεις, τῆς πέρδικας, τῆς τριανταφυλλιᾶς, φέρνουν στὸ νοῦ τὸν ἀναβρασμὸ κατὰ τὴν γαμήλια προετοιμασία. Συγκινητικὴ μελωδία καὶ εἰκόνες. Ζαγορίσιο.
Ἐκθειάζονται στὴν συνέχεια οἱ χάρες, τὸ τάλαντο ποὺ χαρίστηκε στ᾿ ἀηδόνι καὶ τὰ παινέματα ποὺ αὐτοδικαίως δέχεται ἀπὸ τὴν βασιλοπούλα. Παρουσιάζεται ὅμως καὶ ἡ ἀντίθεση στὶς βιοτικὲς συνθῆκες μεταξὺ τῶν δύο, ὡς κίνητρο ποιοτικῶν ἐπιδόσεων καὶ ποσοτικῶν ἀποδόσεων. Στὴν πραγματικότητα, ὁ μισθὸς δὲν εἶναι ποτὲ ἐπαρκὴς γιὰ τὴν προσφερομένη ἐργασία. Χορὸς συρτός. Ῥυθμὸς τετράσημος.
Πρασινίζουν οἱ κάμποι, ἀλλὰ καὶ κοκκινίζουν ἐπίσης. Χάρμα ἰδεῖν ἕνα ἀνοικτὸ λιβάδι κεντημένο μὲ χιλιάδες ζωηρόχρωμες παπαροῦνες. Ρούμελης.
Παρ᾿ ὅτι οἱ καθομολογούμενες κλιματολογικὲς ἀλλαγὲς περιορίζουν τὶς χειμωνιάτικες χιονοπτώσεις, ἡ λευκότητα τοῦ χιονιοῦ εἶναι πάντοτε τὸ μέτρον τῆς ἁγνότητας, τῆς ἀληθείας, τῆς εἰλικρινείας, τῆς καθαρότητας. Τὸ πρῶτο μέρος τῆς ἐκδηλώσεως κλείνει μὲ τὸν Μοραΐτικο Ὕμνο γιὰ τοὺς Κολοκοτρωναίους «Λάμπουν τὰ χιόνια στὰ βουνά». Ρυθμὸς ἑξάσημος.
Ἀκολουθεῖ σειρὰ χορευτικῶν ἀσμάτων:
1. Τὸ καραβάκι
2. Ἔχε γειά, πάντα γειά
3. Μῆλο μου κόκκινο
4. Τώρα ποὺ στῆσαν τὸ χορό (Μαρία μου)
5. Καράβι-καραβάκι
6. Ἀγώνι
7. Θαλασσάκι
8. Τὸ λουλουδάκι
Ἐνορχήστρωση, διεύθυνση: παπα-Χρῖστος Κυριακόπουλος. Χορωδία: Βυζαντινὴ Κυψέλη. Τραγούδι: Σταυρούλα Δαλιάνη. Ὀρχήστρα: Γιῶργος Δαλιάνης (κλαρίνο-φλογέρα), Χρῆστος Δαλιάνης (βιολί), Ἀντώνης Κουτελιέρης (λαοῦτο), Ἀλέκος Σταματόπουλος (κρουστά).