Ὁμιλία τοῦ Ν.Μ. στὰ πλαίσια ἐκδηλώσεως παραδοσιακῆς
μουσικῆς μὲ δημοτικὰ τραγούδια,
ποὺ ἑρμήνευσε ἡ χορωδία Βυζαντινὴ Κυψέλη, ποὺ ἵδρυσε
καὶ διευθύνει ὁ παπα-Χρῖστος Κυριακόπουλος
καὶ ποὺ ἔλαβε χώρα στὸ θέατρο «Παπαδημητρίου»
στὴν Χαλκίδα, τὴν Τετάρτη 24 Ὀκτωβρίου 2007,
στὰ πλαίσια τῶν θρησκευτικῶν καὶ πολιτιστικῶν
ἐκδηλώσεων «Δημήτρια 2007».
Κείμενο, βασισμένο σὲ σχετικὲς μελέτες, ἄρθρα καὶ τὴν δισκογραφία.
Ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν γλυκιὰ ζωὴ εἶναι διαρθρωμένη σὲ ἀκούσιο καὶ ἑκούσιο καθημερινὸ ἀγώνα. Ἀκόμη καὶ στὰ στερνὰ τοῦ βίου, ὁ ἄνθρωπος ἐπιζητεῖ τὴν παράταση. Στὸ τραγούδι αὐτό, ἤδη στὸ ἐπέκεινα τοῦ θανάτου, περιγράφεται ἡ εὐχὴ καὶ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ γυρίσει στὴ ζωή, ἰδιαιτέρως σὲ ἀγαπημένους τόπους καὶ χρόνους ποὺ τὸν σημάδεψαν.
Τὸ θέμα τῆς ἐνέδρας ἀναφέρεται σὲ τραγούδι τοῦ Κάτω Κόσμου, τὴν ὥρα ποὺ ὁ Χάρος μὲ τοὺς ἀποθαμένους θὰ περνοῦσε τῆς Τρίχας τὸ γεφύρι. Τὸ κλέφτικο τραγούδι ἀντικατέστησε τὸ Χάρο μὲ τὸ Βόϊβοντα, καὶ τοὺς ἀποθαμένους μὲ τοὺς Ἀρβανιτάδες. Σύμφωνα μὲ διήγηση τοῦ Γεωργίου Τερτσέτη, τὴν ἡμέρα τῆς Λαμπρῆς ὁ Κολοκοτρώνης μὲ τοὺς συντρόφους του πληροφορήθηκαν ὅτι οἱ Τοῦρκοι θὰ μεταφέρουν ἑκατὸν πενήντα ἁλυσοδεμένους Ἕλληνες. Ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ προέτρεψε τοὺς συντρόφους του νὰ στήσουν ἐνέδρα γιὰ νὰ ἀπελευθερώσουν τοὺς αἰχμαλώτους. Ἔδωσε τὴ συμβουλή του καὶ τραγούδησε καὶ τὸ τραγούδι: «Ἐμεῖς καλὰ καθόμαστε...» Ἡ ἐνέδρα ἐπέτυχε καὶ οἱ σκλαβωμένοι ἀπελευθερώθηκαν.
Ἅγιέ μου Γιώργη Σκυριανέ, μεγαλομάρτυρα τρανέ, # καὶ τοῦ νησιοῦ καμάρι, ἀσημένιε καβαλάρη, # Ψηλὰ εἶν᾿ τὰ σκαλοπάτια σου, στ᾿ ἀστέρια τὰ παλάτια σου # καὶ κάθεσαι στὰ κάστρα γιὰ νὰ γειτονεύεις στ᾿ ἄστρα. Ἀπόδοση τῆς κορυφῆς στὴν ἐκτίμηση τοῦ λαοῦ στὸν ἥρωα τῆς πίστεως Γεώργιο, μὲ γλαφυρὴ ὑπερβολὴ ἀπὸ τὴν δημοτικὴ μοῦσα.
Τὸ θέμα τῆς ἡρωικῆς κόρης ποὺ τὴν κυνηγοῦν οἱ ἐχθροὶ γιὰ νὰ τὴν ἀτιμάσουν, τὸ συναντοῦμε σὲ πολλὰ δημοτικὰ τραγούδια. Ἡ Λάμπρω, ἡρωικὴ κλεφτοπούλα, παρακαλεῖ τὸν Ἅη Γιώργη, τὸν πολεμικὸ καὶ πρωτοκαβαλλάρη Ἅγιο νὰ τὴ γλυτώσει ἀπὸ τοὺς Τούρκους ποὺ τὴν κυνηγοῦν, τάζοντάς του μεγάλες ποσότητες ἁγιοτικῶν προσφορῶν. Στὴν περίπτωση ποὺ καμιὰ ἀνθρώπινη βοήθεια δὲν μπορεῖ νὰ σώσει αὐτοὺς ποὺ κινδυνεύουν, τότε ἡ θερμὴ ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου καὶ τὸ συνοδευτικὸ τάξιμο ὑπαινίσσονται τὴ βεβαιότητα τῆς θαυματουργικῆς σωτηρίας τους.
N-ἰσεῖς πουλιά μ᾿ πιτού-νoύ-μινα, πιτάτι στὸν ἀέρα # Χαμπέρ᾿ νὰ πάτι στὸ Μορηᾶ, χαμπέρι στὴν Ἑλλάδα # Τοῦρκοι τὴν Πόλι πή-νή-ρανι, πῆραν τὴ Σαλονίκη # Πῆραν κι τὴν Ἁγιὰ Σοφιὰ τὸ μέγα μοναστήρι # Πό ῾χει τρακόσια σήμαντρα κι ῾ξήντα δυὸ καμπάνις # Κάθι καμπάνα κι παπά, κάθι κιλὶ κι διάκο. Ἡ ἀναγγελία τῆς διαχρονικῶς φοβερότερης εἴδησης τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἔγινε τραγούδι σὲ ὅλες τὶς περιοχές του. Ἐδῶ ἡ Σερραίικη ἐκδοχή.
Τὸ τραγούδι περιγράφει μὲ τρόπο ποιητικὸ καὶ ἐπιγραμματικὴ πυκνότητα πολύνεκρη γιὰ τοὺς Τούρκους μάχη ποὺ ἔγινε μεταξὺ τῆς Γορτυνιακῆς Ἀράχοβας καὶ τῆς Παλιο-Μπαρμπίτσας τῆς Λακωνίας. Τὸ ἀποτέλεσμα περιέχεται καὶ στὸ τραγούδι: «Τί ἔχουν τῆς Μάνης τὰ βουνά;». Γιὰ τὰ τρία Κλεφτόπουλα ποὺ λείπουν οἱ στιχουργοὶ ἔχουν ἐπινοήσει διαφορετικὲς δικαιολογίες. Στὸ τραγούδι ποὺ ἐξετάζεται ἐδῶ, τὰ τρία Κλεφτόπουλα ἀπουσιάζουν γιὰ προμήθειες, ἐνῶ στὸ τραγούδι τοῦ Ἰσοὺφ Ἀράπη ἔχουν πάει σὲ γάμους καὶ πανηγύρια.
Ἡ ᾀσματική, νεο-δημοτικὴ ἐκδοχὴ τῆς μεγάλης ἰδέας. Παρὰ τὶς ἀντιξοότητες, ἡ ἐπιμονὴ καὶ ὑπομονὴ κατακλύζουν τὸ γένος, ἐκζητοῦν δὲ θεία βοήθεια γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ περιπόθητου στόχου. Ὑπῆρξε ἐποχή, ἕως πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια, ὅπου σὲ ὁρισμένες περιοχές, τὰ παιδιὰ τὸ τραγουδοῦσαν ἀντὶ γιὰ τὰ κάλαντα τῆς πρωτοχρονιᾶς.
Τὴν αἴγλη τῶν Κολοκοτρωναίων ὡς ἀρματολῶν καὶ κλεφτῶν ἐξυμνοῦν πολλὰ δημοτικὰ τραγούδια ποὺ ἀναφέρονται στὴ ζωὴ καὶ τὴ δράση τους, ὄχι μόνο κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν προεπαναστατικὴ περίοδο. Κυρίως καὶ προπάντων ἐξυμνεῖται ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ὁ Θρυλικὸς «Γέρος τοῦ Μοριᾶ» ποὺ τὸ ὄνομά του ἔγινε σύμβολο τοῦ ἑλληνικοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγώνα τοῦ 1821. Στὸ ἑπόμενο τραγούδι ἐξαίρεται ἡ λαμπρὴ ἐμφάνιση, ὁ ἐντυπωσιακὸς ὁπλισμὸς καὶ προπαντὸς ἡ ὑπερηφάνεια τῶν Κολοκοτρωναίων. Τὸ τραγούδι εἶναι ἀπὸ τὰ πλέον δημοφιλῆ σὲ ὅλη τὴν Πελοπόννησο, γι᾿ αὐτὸ καὶ δικαίως θεωρεῖται ὡς ὁ «τοπικὸς ὕμνος» τοῦ Μοριᾶ.
Τὸ λέρωσε ἡ ξενιτιά, τὰ ἔρημα τὰ ξένα· πέντε ποτάμια τὄπλεναν, καὶ βάψαν καὶ τὰ πέντε. Τὸ γνωστὸ Ἠπειρώτικο τραγούδι ποὺ ἀναφέρεται στὸν καημὸ τοῦ ξενιτεμοῦ, ποὺ χαρακτήρισε ὅλη τὸν Ἑλληνισμό, ἀλλὰ κυρίως περιοχὲς ποὺ ἀπέδιδαν λίγα στοὺς θεματοφύλακές τους. Μοιρολόγια σὲ κάθε περίσταση, ἀκόμη καὶ στὶς οἰκογενειακὲς χαρές, ἀφοῦ ἡ ἄμεση ἐπικείμενη ἀναχώρηση τῶν δουλευτάδων, ὑπενθύμιζε τὴν σκληρὴ πραγματικότητα. Τὴν μονωδία ἐκτελεῖ μὲ τὸ χαρακτηριστικὸ ἠχόχρωμα ὁ ἐξ Ἠπείρου Γεώργιος Παντούλας.
Ἕνα ἀπὸ τὰ γεγονότα ποὺ σημάδεψαν σὲ κάθε πτυχὴ τὸ Γένος ἦταν ἡ ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 1453. Μιὰ μορφὴ δημιουργίας ποὺ χρησιμοποιήθηκε γιὰ νὰ ἐκφράσει τὰ συναισθήματα τοῦ ἔθνους ἦταν καὶ ἡ ποιητικὴ -κυρίως δημώδης, δημιουργία. Εἶναι ἄξιο προσοχῆς καὶ σεβασμοῦ τὸ πῶς ἐκφράζονται τὰ συναισθήματα τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ γιὰ ἕνα πολιτισμὸ ποὺ ἔδυσε μετὰ ἀπὸ μία ἀξιοσημείωτη ἱστορικὴ πορεία καὶ πῶς ἐκφράζονται μέσα ἀπὸ συμβολισμοὺς τῆς τότε ἐποχῆς κρύβοντας καὶ ἐνίοτε καὶ πολιτικὰ μυνήματα. Παρὰ τὸ ὅτι τὸ τραγούδι εἶναι μεταγενέστερο τοῦ 15ου αἰώνα καὶ καθαρὰ ἐρωτικό, ἡ ἔμμεση ἀναφορὰ στὴν Ἅλωση ἐνυπάρχει μὲ τὸν στῖχο: «τὸ καραβάκι πὤρχεται, ἀπὸ μέσ᾿ ἀπὸ τὴν Πόλη, κλαίει ἡ καρδιὰ μ᾿ καὶ δὲ μερώνει...» Ἄλλωστε, ἡ προέλευσή του εἶναι τὰ νησιὰ τῆς Προποντῖδος, πρῶτοι ναυτικοὶ προορισμοὶ στὰ δυτικὰ τοῦ Βοσπόρου πρὸς τὸν Ἑλλήσποντο, τόπος καταγωγῆς τοῦ ὁμιλοῦντος, τόπος πεφιλημένος.
Στὴ συνέχεια ἕνα τραγούδι μὲ ἄμεση ἀναφορὰ στὰ Ἀλάτσατα. Ἀναπτύσσεται μὲ ἐξαίσια γυρίσματα ποὺ λειτουργοῦν σὰν λυτρωτικὲς τοῦ πόθου προτροπές. Οἱ στίχοι συναντῶνται αὐτούσιοι καὶ σὲ ἄλλα τραγούδια.
Κλήση καὶ πρόσκληση γιὰ γλέντι στὴν ὕπαιθρο, μὰ καὶ ἀφορμὴ γιὰ περαιτέρω γνωριμίες καὶ κοινωνικὲς ἀλληλεπιδράσεις, εἶναι τὸ γνωστὸ τραγούδι ἀπὸ τὴν Θράκη «Δῶ στὰ λιανοχορταρούδια» ποὺ παρουσιάζεται μὲ τὴν χαρακτηριστικὴ τοπικὴ προφορά.
Μακεδονικῆς προελεύσεως τὸ τραγούδι αὐτό, μὲ φωτεινὲς καὶ χαρούμενες περιγραφὲς ἀπὸ τὴν παραδοσιακὴ καθημερινότητα: χωριό, βρυσούλα, τραγούδι, χορός. Τώρα ποὺ στῆσαν τὸ χορό, Μαρία μου. Στὴν Μαρία μου, ἀφιερωμένο.
Ποιητικὴ περιγραφὴ τῶν συνθηκῶν ἑνὸς τραγικοῦ θανατηφόρου ἀτυχήματος. Ὁ ἄνθρωπος, τόσο μικρὸς καὶ ἀνήμπορος ἀπέναντι στὰ στοιχεῖα τῆς φύσης. Ἐπίκαιρο, ἀφοῦ στὴν ἐποχή μας, ἄνευ προηγουμένου, ἔχει ἀτονήσει ὁ ἰσορροπημένος δεσμός μας μὲ τὸ περιβάλλον, ἐνῶ ἡ ἀλαζονικὴ διαχείριση τῶν φυσικῶν πόρων προχωρεῖ σὲ ἀκατάσχετη καταστροφὴ τῶν ζωτικῶν ἀλυσίδων.
Ἀκολουθοῦν Αἰγαιοπελαγίτικες ἀρμυρὲς μουσικὲς πινελιές, μὲ ἄξονα γιὰ μία ἀκόμη φορὰ τὴν διακαῆ ἔννοια γιὰ τὸν ξενιτεμένο, τὸν ναυτικό.
Τραγούδι τοῦ γάμου ἀπὸ τὴν Κύπρο
Πολίτικο.
Μὲ ἀφορμὴ τὰ 250 χρόνια ἀπὸ τὴν γέννηση τοῦ σπορέα τῆς ἐλευθερίας Ῥήγα Βελεστινλῆ, θὰ ἀκούσουμε τὴν σὲ τρίτο ἦχο ᾀσματικὴ ἐκδοχὴ τοῦ Θουρίου, ὅπως ἠχογραφήθηκε στὸν ὁμώνυμο δίσκο τοῦ 1998, στὴν ἐπέτειο τότε τῶν 200 ἐτῶν ἀπὸ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Θετταλοῦ ἐθνεγέρτη.