παπα Χρῖστος Κυριακόπουλος
Περὶ τῶν Παρακλήσεων τοῦ Δεκαπενταυγούστου

Συνέντευξις στὸν ῥαδιοφωνικὸ σταθμὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος,
ὑπὸ τῆς δημοσιογράφου Εὐαγγελίας Μωραϊτάκη.

Εἰσαγωγή

Τὶς ἡμέρες αὐτὲς τοῦ Δεκαπενταυγούστου ψάλλονται, κάθε ἀπόγευμα στὶς ἐκκλησίες μας, οἱ ὡραῖες καὶ πολὺ κατανυκτικὲς ἀκολουθίες, πρὸς τιμὴν τῆς Παναγίας, οἱ ὁποῖες εἶναι γνωστὲς ὡς «Παρακλήσεις».

Ἴσως ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς ἀγαπητούς μας ἀκροατές νὰ μὴ γνωρίζουν πολλὰ στοιχεῖα γιὰ τὶς ἀκολουθίες αὐτές. Γι᾿ αὐτό, σκεφθήκαμε νὰ ἀφιερώσουμε αὐτὴ τὴν ἐκπομπή καὶ νὰ κάνουμε μία ἀναφορὰ στοὺς δύο Παρακλητικοὺς Κανόνες καὶ ταυτόχρονα μία θεολογικὴ προσέγγιση γιὰ νὰ βοηθήσουμε, κατὰ τὸ δυνατόν, τοὺς ἀγαπητούς μας ἀκροατές νὰ παρακολουθήσουν καὶ νὰ βιώσουν καλλίτερα αὐτὰ τὰ ὑπέροχα δημιουργήματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ποιήσεως καὶ ὑμνογραφίας. Παρακαλέσαμε νὰ ἔλθει σήμερα κοντά μας ὁ πρωτοπρεσβύτερος πατὴρ Χρῖστος Κυριακόπουλος, συνεργάτης τοῦ σταθμοῦ μας, ὁ ὁποῖος ἀσχολεῖται μὲ τὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, γιὰ νὰ μᾶς μιλήσει γιὰ τὶς «Παρακλήσεις» τῆς Παναγίας καὶ νὰ ἀπαντήσει σὲ σχετικὰ ἐρωτήματά μας.

- Πάτερ Χρῖστο, σᾶς καλωσορίζω στὴν ἐκπομπή μας καὶ σᾶς εὐχαριστῶ εἰλικρινῶς, ποὺ ἀνταποκριθήκατε στὴν πρόσκλησή μας.

- Καὶ ἐγώ σᾶς εὐχαριστῶ γιὰ τὴν ἐξαιρετικὴ τιμὴ ποὺ μοῦ ἐκάματε νὰ εἶμαι σήμερα ἐδῶ, ὅπου τὸ περιβάλλον τοῦ ῥαδιοφωνικοῦ σταθμοῦ τῆς Ἐκκλησίας μας μοῦ εἶναι ἀρκετὰ οἰκεῖον, καθ᾿ ὅτι ἐπὶ πολλὰ ἔτη συνεργάσθηκα ὡς ὑπεύθυνος παραγωγῆς ἐκπομπῆς μὲ βυζαντινοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ὕμνους.

Ἐρώτησις

Πρὶν ἀκόμη κάνουμε λόγο γιὰ τοὺς Παρακλητικοὺς Κανόνες θὰ ἤθελα νὰ μᾶς ἐξηγήσετε τὶ σημαίνει ὁ ὅρος «κανόνας» στὴν λειτουργική καὶ θεολογικὴ γλῶσσα;

Ἀπάντησις

Εἶναι σὲ ὅλους γνωστό, ὅτι τὶς ἡμέρες αὐτὲς τοῦ ἱεροῦ Δεκαπενταυγούστου ποὺ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς προετοιμάζει γιὰ νὰ ὑποδεχτοῦμε τὴν μεγάλη καὶ λαμπρὴ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ψάλλονται πρὸς τιμὴν τῆς Παναγίας κάθε ἀπόγευμα, ἐναλλάξ, οἱ δύο «Παρακλητικοὶ Κανόνες», ὁ Μικρὸς καὶ ὁ Μεγάλος.

Ὅπως εἴπατε, προτοῦ ἀναφερθοῦμε στοὺς δύο αὐτοὺς κανόνες, καλὸ θὰ εἶναι νὰ δώσουμε μία σύντομη ἐξήγηση καὶ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημά σας. Στὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ στὴ λειτουργικὴ γλῶσσα, «κανών» εἶναι μία μικρὰ σειρὰ τροπαρίων, εἰκοσιτέσσερα ἕως τριάντα, ἢ καὶ περισσότερα (π.χ. ὁ Μέγας Κανὼν ἔχει περισσότερα ἀπὸ διακόσια), τὰ ὁποῖα εἶναι ταξινομημένα σὲ μικρότερες ὁμάδες τροπαρίων, καλούμενες «ᾠδές». Ὁ ἀριθμὸς τῶν ᾠδῶν τῶν συνήθων κανόνων εἶναι πάντοτε ἐννέα ᾠδές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες κατὰ συνήθεια παραλείπεται ἡ β´ ᾠδή, ἐπειδὴ ἔχει πένθιμο χαρακτῆρα.

Τὰ τροπάρια τῆς κάθε ᾠδῆς εἶναι ὅμοια μεταξύ των ὡς πρὸς τὸν ῥυθμό, τὸ μέτρον καὶ τὸ μέλος. Κάθε ᾠδὴ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸν εἱρμό καὶ ἀπὸ τρία ἢ τέσσερα τροπάρια ποὺ ἀκολουθοῦν καὶ ψάλλονται στὰ μουσικὰ μέτρα καὶ στὸ ῥυθμὸ τοῦ εἱρμοῦ. Ὁ εἱρμός, θὰ λέγαμε ἁπλούστερα, εἶναι τὸ «καλούπι» (ἐκμαγεῖο), τὸ ὑπόδειγμα καὶ ἡ βάσις. Δηλαδή, εἶναι τὸ μετρικὸ καὶ μουσικὸ πρότυπο τῶν τροπαρίων ποὺ ἀκολουθοῦν στὴν ἴδια ᾠδή.

Ἐτυμολογικῶς, ἡ λέξις «εἱρμὸς» παράγεται ἀπὸ τὸ ῥῆμα «εἴρω» ποὺ σημαίνει: συνάπτω, συνδέω, πλέκω καὶ ἐν προκειμένῳ τροπάριο συνδεδεμένο μὲ μέτρο, ῥυθμό καὶ πλοκή. Οἱ ὕμνοι ποὺ ἀκολουθοῦν τὸν εἱρμό, ὅπως εἴπαμε, ὄνομάζονται τροπάρια, προφανῶς ἐπειδὴ τρέπονται σύμφωνα μὲ τὸν εἱρμό, δηλαδὴ ἀκολουθοῦν τὸν τονικὸ, μουσικό καὶ μετρικὸ ῥυθμὸ τοῦ εἱρμοῦ.

Γι᾿ αὐτὸ ὁ Θεοδόσιος ὁ Ἀλεξανδρεύς παρατηρεῖ ὅτι: «ἐὰν τις θέλῃ ποιῆσαι κανόναν, πρῶτον δεῖ μελίσαι τὸν εἱρμόν, εἶτα ἐπαγαγεῖν τὰ τροπάρια ἰσοσυλλαβοῦντα καὶ ὁμολογοῦντα τῷ εἱρμῷ καὶ τὸν σκοπὸν ἀποσώζοντα».

Ἀνακεφαλαιώνοντας λοιπόν, θὰ ἔλεγα μὲ δυὸ λόγια πὼς «κανόνας» στὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας σημαίνει σειρὰ τροπαρίων, ὕμνων μὲ ῥυθμό καὶ μέτρο.

Ἐρώτησις

Μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά, τὰ τόσον ἐνημερωτικά, θεωρῶ ἀπαραίτητο νὰ σᾶς ἐρωτήσω: ποιὸ εἶναι τὸ νόημα τῶν «Κανόνων»καὶ ποιὰ τὰ εἴδη τῶν Κανόνων, ἀφοῦ ἀπὸ τὸν ἐπιθετικὸ προσδιορισμὸ «Παρακλητικοὶ» Κανόνες, ἀντιλαμβανόμεθα ὅτι ὑπάρχουν διάφορα εἴδη Κανόνων.

Ἀπάντησις

Οἱ «κανόνες» ἔχουν ὡς θέμα των τὸ ἑορταζόμενο γεγονός ἢ πρόσωπο, π.χ. τὴ Γέννησι, Ἀνάστασι, Ἀνάληψι, Μεταμόρφωσι τοῦ Χριστοῦ, ἢ τὴν Παναγία, τὶς μνῆμες τῶν Ἁγίων.

Τὸ τελευταῖο ἀπὸ τὰ τροπάρια κάθε ᾠδῆς τῶν κανόνων ποὺ ἀναφέρονται εἰς τοὺς Ἁγίους ἢ καὶ εἰς τὶς Δεσποτικὲς ἑορτές ἀναφέρεται πρὸς τὴν Θεοτόκο, γι᾿ αὐτό καὶ λέγεται «Θεοτοκίον».

Τώρα, ἀναλόγως τοῦ περιεχομένου των, οἱ κανόνες χαρακτηρίζονται πότε ὡς ἀναστάσιμοι, ἐπειδὴ στρέφονται γύρω ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καὶ πότε ὡς Σταυρώσιμοι, ἐπειδὴ ἐξυμνοῦν τὸ σταυρικὸν πάθος τοῦ Θεανθρώπου. Κάποια φορά, ὅταν συνδυάζουν τὸ θεῖο Πάθος, τὸν Σταυρό καὶ τὴν Ἀνάστασι, καλοῦνται «Σταυροναστάσιμοι».

Στὸ Μέγα Εὐχολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας εὑρίσκομε κανόνες, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζονται ὡς «νεκρώσιμοι», ἐἀν ἀναφέρονται στοὺς νεκρούς, «Τριαδικοί», ἐπειδὴ ἀναφέρονται στὴν Ἁγία Τριάδα, «ἱκετήριοι» ἢ «παρακλητικοί» πρὸς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν ἢ τὴν Παναγία καὶ τοὺς Ἁγίους, ἐπειδὴ οἱ πιστοὶ μὲ τοὺς κανόνες αὐτούς, ἱκετεύουν καὶ παρακαλοῦν τὸν Κύριο, τὴν Θεοτόκο ἢ τοὺς Ἁγίους ἀντιστοίχως νἂ ἱκανοποιήσουν καὶ ἐκπληρώσουν τὰ διάφορα αἰτήματα τῶν προσευχῶν των, ἰδίως δὲ ὅταν εὑρίσκωνται σὲ κατάσταση ἀνάγκης, ἕνεκα θλίψεων, ἀσθενειῶν, πειρασμῶν καὶ βασάνων, ὅπως π.χ. οἱ δύο παρακλητικοὶ κανόνες πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τέτοιο περιεχόμενο «περιστάσεις καὶ θλίψεις καὶ ἀνάγκαι».

Ἐπίσης, ἔχομε κανόνες «θεομητορικούς», «κατανυκτικούς» καὶ ἄλλους, ἀναλόγως τοῦ περιεχομένου των.

Ἐρώτησις

Καὶ τώρα πάτερ Χρῖστο, ἂς εἰσέλθουμε καλλίτερα στὸ θέμα μας: Γιατὶ οἱ δύο Παρακλητικοὶ Κανόνες ποὺ ψάλλονται τὸν Δεκαπενταύγουστο, ἐναλλάξ, κάθε ἀπόγευμα, ὀνομάσθηκαν «Μικρός» καὶ «Μεγάλος» ἢ ὅπως ὁ πολύς λαός τὶς ἀποκαλεῖ «Μικρὴ»καὶ «Μεγάλη» Παράκληση; Μήπως ὁ ἕνας κανόνας εἶναι σύντομος καὶ ὁ ἄλλος ἐκτενέστερος (δηλαδὴ ἔχει περισσότερα τροπάρια);

Ἀπάντησις

Ὅπως ἀναφέρει ὁ καθηγητὴς Ἰωάννης Φουντούλης, οἱ δύο κανόνες ὀνομάζονται «Μικρὸς» ὁ α´ καὶ «Μέγας» ὁ β´, ἢ Μικρὰ καὶ Μεγάλη Παράκλησις, ἂν καὶ ἔχουν ἴσον ἀριθμὸ τροπαρίων, τριάντα δύο συνολικῶς ἕκαστος, τέσσερα σὲ κάθε ᾠδή. Ὅμως τὰ τροπάρια καὶ οἱ εἱρμοὶ τοῦ Μεγάλου Κανόνος εἶναι ἐμφανῶς ἐκτενέστερα. Ἀλλ᾿ αὐτό, καθὼς ἀναφέρει ὁ ἴδιος καθηγητής, δὲν εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ αἰτιολογήσῃ τὸ ἐπίθετο «Μέγας» σ᾿ αὐτόν. Ὁ σπουδαιότερος λόγος εἶναι ὅτι ὁ Μέγας αὐτὸς Κανών ἐψάλλετο πανηγυρικώτερα, ἰδιαιτέρως κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Δεκαπενταυγούστου, ὅπως δείχνουν καὶ τὰ ἐξαποστειλάρια: «Ἀπόστολοι ἐκ περάτων συναθροισθέντες ἐνθάδε, Γεθσημανῇ τῷ χωρίῳ κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα, καὶ σύ, Υἱέ καὶ Θεέ μου, παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα». Ἐπίσης, ἡ ἐπανάληψις τῶν δύο τροπαρίων: «Διάσωσον ἀπὸ κινδύνων τοὺς δούλους σου Θεοτόκε, ὅτι πάντες μετὰ Θεὸν εἰς σὲ καταφεύγομεν, ὡς ἄρρηκτον τεῖχος καὶ προστασίαν...» καὶ «Ἐπίβλεψον ἐν εὐμενείᾳ πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπὶ τὴν ἑμὴν χαλεπήν τοῦ σώματος κάκωσιν, καὶ ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τὸ ἄλγος», ποὺ γίνεται στὸ τέλος κάθε ᾠδῆς τοῦ Μεγάλου Κανόνος, ἐνῷ στὸν Μικρό, μόνον στὸ τέλος τῆς Γ´ καὶ Στ´ ᾠδῆς, μαρτυρεῖ μία τάση πρὸς ἔξαρσιν ἐπὶ τὸ πανηγυρικώτερον τοῦ πρώτου, δηλαδὴ τοῦ Μεγάλου.

Ἐρώτησις

Μάλιστα! Θὰ ἐπιθυμούσατε νὰ ἐπιμείνουμε στὸ γιατὶ λέγονται «Παρακλητικοὶ» κανόνες καὶ ποιὸ εἶναι τὸ περιεχόμενό των;

Ἀπάντησις

Ὀνομάζονται «Παρακλητικοί» οἱ δύο κανόνες στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἐπειδὴ οἱ πιστοί, τὰ αἰσθήματα τῶν ὁποίων ἐκφράζουν οἱ κανόνες, ἱκετεύουν καὶ παρακαλοῦν τὴν Παναγία μὲ τὶς μεσιτεῖες καὶ πρεσβεῖες της πρὸς τὸν φιλάνθρωπο Θεό καὶ Υἱό της (»πολλὰ γὰρ ἰσχύει δέησις μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου») νὰ ἱκανοποιήσῃ καὶ νὰ ἐκπληρώσῃ τὰ φλέγοντα αἰτήματα τῶν προσευχῶν των πρὸς αὐτήν (»τάχυνον εἰς πρεσβείαν καὶ σπεῦσον εἰς ἱκεσίαν...»).

Τώρα, τὸ περιεχόμενο τῶν δύο αὐτῶν κανόνων εἶναι ἡ ἔκφρασις καὶ ἡ διατύπωσις, ἐκ μέρους τῶν πιστῶν, κραυγαλέων αἰτημάτων ἀπογνώσεως, φόβου, ἀγωνίας καὶ πόνου, ἐπειδὴ εὑρίσκονται σὲ κατάστασι ἀνάγκης καὶ θλίψεως καὶ περιστάσεων δυσμενῶν, βασάνων, πειρασμοῦ καὶ συμφορῶν τοῦ βίου· ἀπευθύνονται δὲ τὰ αἰτήματα αὐτὰ πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἡ ὁποία εἶναι «σκέπη κραταιά, ὅπλον σωτηρίας», «ἐλπὶς ἀπηλπισμένων, ἀσθενῶν συμμαχία, θλιβομένων χαρά καὶ ἀντίληψις» γιὰ νὰ εὕρουν τὴν ταχινὴν καὶ βεβαίαν ἐκπλήρωσιν αὐτῶν.

Μὲ ἄλλα λόγια, οἱ δύο παρακλητικοὶ κανόνες εἶναι σπαραξικάρδιες προσευχές τοῦ πονεμένου καὶ βασανισμένου καὶ ἐμπεριστάτου λαοῦ μας καὶ ἀνθρώπου κάθε ἐποχῆς, πρὸς τὴν Πάναγνο Μητέρα τοῦ Κυρίου, τὴν μόνην ἐλπίδα καὶ ἀντίληψι καὶ «προστάτιν καὶ φρουρὰν ἀσφαλεστάτην», «σκέπην κραταιάν» καὶ «καταφύγιον πάντων τῶν χριστιανῶν», γιὰ νὰ εὕρουν παρηγορία, ἀνακούφισι στοὺς πόνους των, θεραπεία τῶν ψυχικῶν καὶ σωματικῶν ἀσθενειῶν των, ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τοὺς ποικίλους πειρασμοὺς τῆς ζωῆς, σωτηρία καὶ ἔλεος ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ.

Ἐρώτησις

Ἴσως, ἐλάχιστοι ἀπὸ τοὺς ἀκροατές μας νὰ γνωρίζουν τοὺς ποιητές τῶν κανόνων αὐτῶν. Σᾶς παρακαλῶ, λοιπόν, νὰ μᾶς ἐνημερώσετε ἀπὸ ποιοὺς καὶ πότε ἐγράφησαν, καὶ ἀπὸ πότε καθιερώθησαν νὰ ψάλλωνται στὴν Ἐκκλησία μας;

Ἀπάντησις

Ὅσον ἀφορᾶ εἰς τὸν ποιητὴν τοῦ Μικροῦ Παρακλητικοῦ Κανόνος, ὑπάρχουν μερικὰ προβλήματα, τὰ ὁποῖα οἱ μελετητὲς καὶ οἱ εἰδικοὶ βυζαντινολόγοι καὶ λειτουργιολόγοι, μετὰ ἀπὸ εἰδικὴ ἔρευνα, καταλήγουν εἰς τὸ ἑξῆς συμπέρασμα: Ὡς ποιητὴς του Μικροῦ Παρακλητικοῦ Κανόνος θεωρεῖται ἕνας ὑμνογράφος ποὺ φέρεται μὲ τὸ ὄνομα «Θεοφάνης». Στὰ λειτουργικὰ ὅμως βιβλία φέρεται ὡς ποιητὴς αὐτοῦ ἕνας μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα «Θεοστήρικτος». Τὸ πρόβλημα τώρα εἶναι ἐὰν πρόκειται γιὰ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο ἢ γιὰ δύο διαφορετικοὺς ὑμνογράφους. Ὁ μεγάλος νεοέλληνας λογοτέχνης Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης διατυπώνει τὴ γνώμη, ὅτι πρόκειται γιὰ δύο πρόσωπα καὶ ὑποστηρίζει, ὅτι ὁ Μικρὸς Παρακλητικὸς Κανών εἶναι μᾶλλον ἔργον τοῦ Θεοφάνους, διότι «φαίνεται πράγματι ἔργον δοκιμωτάτου ποιητοῦ», ὅπως ὁ Θεοφάνης, ὁ γνωστὸς μεγάλος ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀλλὰ καὶ οἱ σύγχρονοι εἰδικοὶ ἐρευνηταί, πανεπιστημιακοὶ διδάσκαλοι, Νικόλαος Τωμαδάκης – Καθηγητὴς Βυζαντινῆς Φιλολογίας στὸ Πανεπιστήμιον Ἀθηνῶν – καὶ Ἰωάννης Φουντούλης – Καθηγητὴς τῆς Λειτουργικῆς στὸ Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης – διατυπώνουν τὴ γνώμη, ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο, ποὺ φέρει δύο ὄνόματα, τὸ κοσμικόν του ὄνομα Θεοφάνης καὶ τὸ μοναχικόν του ὄνομα Θεοστήρικτος.

Ὅμως ὁ ὑμνογράφος αὐτὸς εἶναι ἀγνώστου ἐποχῆς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ταυτιστῆ μὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς γνωστοὺς ὑμνογράφους, ποὺ φέρονται μὲ τὸ ὄνομα Θεοφάνης. Ὁ δὲ Νικόλαος Τωμαδάκης ὑποστηρίζει ἐπίσης, ὅτι ὁ Μικρὸς Παρακλητικὸς Κανών πρέπει νὰ εἶναι παλαιότερος τοῦ Μεγάλου, τοὐλάχιστον στὰ περισσότερα τμήματα αὐτοῦ. Ὁπότε, καταλήγουμε στὸ συμπέρασμα, μετὰ ἀπὸ ὅλες τὶς ἔρευνες τῶν εἰδικῶν, ὅτι δὲν εἶναι ἀκριβῶς γνωστὸς ὁ χρόνος ποὺ ἔζησε ὁ ποιητής καὶ γράφτηκε ὁ κανόνας.

Γιὰ τὸν ποιητὴ τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος, ἔχουμε σαφεῖς μαρτυρίες καὶ εἶναι γνωστὸ τὸ ὄνομά του, τὸ ὁποῖον φέρεται σὲ ὅλη τὴ χειρόγραφη παράδοση καὶ σὲ ὅλες τὶς ἔντυπες ἐκδόσεις του. Ὁ ποιητὴς λοιπὸν τοῦ μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος εἶναι ὁ Θεόδωρος Β´ Δούκας Λάσκαρις, βασιλεὺς τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νικαίας, ποὺ ἱδρύθηκε μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Φράγκους, ὡς ἀντίστασις στὴν Φραγκοκρατία ποὺ ἐπεβλήθη ἀπὸ τὴν Δ´ Σταυροφορία κατὰ τὰ ἔτη 1204 – 1261.

Ὁ δεύτερος αὐτὸς Κανών, ὅπως γράφουν οἱ ἐρευνητές Νικόλαος Τωμαδάκης καὶ Ἰωάννης Φουντούλης, ἔχει περισσότερο προσωπικὸ χαρακτῆρα καὶ ἀναφέρεται εἰδικῶς στὰ παθήματα καὶ στὶς δυσμενεῖς περιστάσεις τῆς ζωῆς τοῦ πολυπαθοῦς αὐτοῦ βασιλέως, ὁ ὁποῖος ἔπασχε ἀπὸ ἀνίατο ψυχικὸ νόσημα. Ἀναφέρει δὲ ὁ Τωμαδάκης ὅτι: «ἐὰν ἡ περίπτωσις τοῦ Θεοδώρου Λασκάρεως προσαρμόζεται πρὸς τὴν κατάθλιψι καὶ τὶς διακυμάνσεις τῆς ὀργιζομένης καὶ ἁμαρτανούσης καὶ νοσούσης ὑπάρξεως τῶν μυριάδων πιστῶν, αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι καὶ ἡ αἰτία τῆς κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας εἰσαγωγῆς τῆς ποιητικῆς αὐτῆς συνδέσεως, δηλαδὴ τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος, στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκολουθία, πρὸς λειτουργικὴ χρῆσι. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ἀναφέρει ὅτι: «ἐξόριστος, ἀπὸ τῆς βασιλευούσης, ἁλωθείσης ὑπὸ τῶν Λατίνων (Φράγκων), ὁ ἀτυχὴς ἑκεῖνος βασιλεύς, εὐγλώττως ἐκχέει τὰ παράπονά του πρὸς τὴν μόνην πολιοῦχον αὐτῆς καὶ προστάτιδα: «πρὸς τίνα καταφύγω ἄλλην ἁγνήν...»»».

Ὁ χρόνος ἄρα κατὰ τὸν ὁποῖον γράφτηκε ὁ Μέγας Παρακλητικὸς Κανών εἶναι ὁ ΙΓ´ μ.Χ. αἰών καὶ συγκεκριμένως τὸ διάστημα τῶν ἐτῶν ὁπότε ἔζησε ὁ ποιητής του Θεόδωρος Β´ Λάσκαρις, ἤτοι 1204 – 1258 μ.Χ.

Τώρα ὡς πρὸς τὸν χρόνο κατὰ τὸν ὁποῖο οἱ δύο Παρακλητικοὶ Κανόνες πρὸς τὴν Ὑπεραγία θεοτόκο εἰσήχθησαν στὴ λειτουργικὴ χρῆσι, ὁ Νικόλαος Τωμαδάκης διατυπώνει τὴν γνώμη ὅτι ἡ ακολουθία τῶν δύο Παρακλητικῶν Κανόνων εἶναι παλαιοτάτη φανερώνεται δὲ ἐκ τῆς «Λιτῆς», ποὺ ἐτελεῖτο κατὰ τὸν Ε´ αἰῶνα στὴν Παναγία τῶν Βλαχερνῶν, στὴ Μονή αὐτή τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅταν ἐτελεῖτο καὶ τὸ συνηθισμένο θαῦμα ... καὶ ... οὔτε ἧταν δύσκολο, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου νὰ διαμορφωθῆ ἐκτενὴς ἀκολουθία μὲ τὴν προσθήκη νέων τροπαρίων ἢ καὶ τοῦ Μικροῦ Παρακλητικοῦ Κανόνος, ποὺ πιθανῶς ἀντεκατέστησεν κάποιο ὕμνο ἢ κοντάκιο ἢ τὸ ὡς ᾄνωθι συναξάριο τῆς «Λιτῆς». Οὔτε ἦτο ἀδύνατον νὰ ἀναμιχθοῦν σὲ μία ἀκολουθία οἱ δύο Κανόνες, ἤτοι ὁ Μικρὸς καὶ ὁ Μεγάλος, οἱ ὁποῖοι ἔχουν κοινὸ τὸν εἱρμὸ τῆς ΣΤ´ ᾠδῆς «τὴν δέησιν ἐκχεῶ πρὸς Κύριον καὶ αὐτῷ ἀπαγγελῶ μου τὰς θλίψεις ...» καθὼς καὶ τῆς Γ´ ᾠδῆς «οὐρανίας ἁψῖδος, ὀροφουργὲ Κύριε...».

Φαίνεται ἐκ τῶν πραγμάτων, ὅτι ἡ ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ Παρακλητικοῦ Κανόνος, εἰσήχθη στὴ λειτουργικὴ χρῆσι στὴν Ἐκκλησία, πολὺ παλαιότερα, χωρὶς νὰ δυνάμεθα νὰ προσδιορίσουμε τὸν ἀκριβῆ χρόνο, ἴσως ὅπως προσδιορίζεται μὲ τὴν ἀκολουθία τῆς Λιτῆς.

Ἡ δὲ ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος, εἰσήχθη ὁπωσδήποτε στὴ λειτουργικὴ χρῆσι τῆς Ἐκκλησίας μας κατὰ τὴν ἐποχή τῆς συγγραφῆς του, τὸν ΙΓ´ αἰῶνα, ἢ λίγο ἀργότερα, προφανῶς, ὅπως γράφει ὁ Νικόλαος Τωμαδάκης, ἀπὸ κάποια μοναστικὴ κοινότητα, ἡ ὁποία ἐκτιμοῦσε πολὺ τὸν αὐτοκράτορα καὶ ποιητή Θεόδωρο Λάσκαρι.

Ἐρώτησις

Ποία ἡ ποιητικὴ καὶ λογοτεχνικὴ ἀξία τῶν δύο παρακλήσεων τῆς Παναγίας;

Ἀπάντησις

Ἡ ποιητικὴ καὶ λογοτεχνικὴ ἀξία τῶν δύο Παρακλητικῶν Κανόνων εἶναι πολὺ μεγάλη. Διαπνέονται ἀπὸ ὑψηλή καὶ θείαν ἔμπνευσι, ἀπὸ μεγάλη ποιητικὴ πνοή καὶ χαρακτηρίζονται ὅλως ἰδιαιτέρως γιὰ τὴν αὐθόρμητη καὶ πηγαία ἔκφρασι τῆς ποιητικῆς δυνάμεως καὶ δεινότητος τοῦ λόγου. Δὲν εἶναι κατασκευάσματα περίτεχνα καὶ ἐπιτηδευμένα, ὅπου ἡ ποιητική δεινότης εἶναι μόνον ἐξωτερική, ἀλλὰ ἡ ποίησις τῶν κανόνων αὐτῶν ἀναβλύζει πηγαῖα καὶ αὐθόρμητα, ὅπως ἡ πηγὴ τὸ κρυστάλλινο νερό, ποὺ μᾶς θυμίζει τὸ λόγο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μας πρὸς τὴ Σαμαρείτιδα, ὅτι ὁ λόγος Του εἶναι «ὕδωρ ἁλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον». Ἔτσι καὶ ἡ ποίησις τῶν δύο Κανόνων αὐτῶν, εἶναι καρπὸς καὶ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διότι οἱ ποιητὲς τῶν κανόνων αὐτῶν, ὅπως καὶ οἱ ὑμνογράφοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ἦσαν θεόπνευστοι καὶ «δοχεῖα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» καὶ «ὄργανα ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πληττόμενα καὶ κρουόμενα», ὅπως γράφει ὁ Ἅγιος Γργόριος ὁ Θεολόγος ὁ Ναζιανζηνός.

Οἱ κανόνες αὐτοὶ δὲν διακρίνονται μόνον γιὰ τὸ πηγαῖον τῆς ποιητικῆς ἐκφράσεως καὶ τὴ θεία των ἔμπνευσι καὶ πνοή, ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὰ ἐξωτερικὰ λογοτεχνικὰ στοιχεῖα δὲν ὑστεροῦν σὲ τίποτε. Περιέχουν ὡραιότατες εἰκόνες, σχήματα λόγου, ζωηρὲς περιγραφὲς συναισθημάτων καὶ βιωμάτων, ἀντιθέσεις, παρομοιώσεις, πλούσια χρήση ἐπιθετικῶν προσδιορισμῶν καὶ πολλὰ ἄλλα λογοτεχνικὰ στολίδια. Ἔτσι, καθὼς γράφει ὁ Ἰωάννης Φουντούλης, οἱ δύο κανόνες «ἁμιλλῶνται στὴν ἐκλογὴ ὡραίων εἰκόνων, λεπτοῦ καὶ εὐγενοῦς τρόπου ἐκφράσεως τῆς δεήσεως, ζωηρᾶς περιγραφῆς τῶν θλίψεων καὶ τῶν αἰσθημάτων πίστεως, πόνου ἀλλὰ καὶ ἐλπίδος καὶ ἐγκαρτερήσεως. Ὁ θρῆνος τοῦ πιστοῦ δὲν εἶναι ἔκφρασις ἀπογνώσεως καὶ ἀπελπισίας, ἀλλ᾿ αἴτησις τοῦ θείου ἐλέους καὶ τῆς βοηθείας τῆς Θεοτόκου, γιὰ τὴ συνέχιση τοῦ ἀγῶνος τοῦ βίου καὶ γιὰ τὴ νικηφόρο ἀντιμετώπισι τῶν πειρασμῶν».

Ὡς δὲ γράφει ὁ Νικόλαος Τωμαδάκης, ἡ ποίησις τῶν δύο αὐτῶν Παρακλητικῶν Κανόνων εἶναι ἔκφρασις πόνου καὶ κραυγὴ ἀγωνίας πρὸς τὴν Παναγία, ποὺ αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικὰ ἀποτελοῦν ἔνδειξι μεγάλου ποιητοῦ, ὅπως π.χ. «ἐπίβλεψον ἐν εὐμενείᾳ πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπὴν τοῦ σώματος κάκωσιν καὶ ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τὸ ἄλγος», ἢ «ἵνα τί με ἀπώσω ἀπὸ τοῦ προσώπου σου τὸ φῶς τὸ ἄδυτον καὶ ἐκάλυψέ με τὸ ἀλλότριον σκότος τὸ δείλαιον», ἢ «ἀλλ᾿ ἐπίστρεψόν με καὶ πρὸς τὸ φῶς τῶν ἐντολῶν σου τὰς ὁδούς μου κατεύθυνον, δέομαι» καὶ ἄλλα πολλά.

Ἐὰν συγκρίνωμε τώρα τὴν ποιητικὴν ἔκφρασι τοῦ πόνου, τῆς ἀγωνίας, τῆς θλίψεως καὶ τῆς κραυγαλέας ὀδύνης τῶν δύο αὐτῶν παρακλητικῶν κανόνων, πρὸς τὴ σύγχρονη ἐξομολογητικὴ ποίησι τῶν καιρῶν μας, θὰ διαπιστώσωμε τὰ ἑξῆς: ὅτι στὴν ἐξομολογητικὴ ποίησι τοῦ συγχρόνου κόσμου, ὁ ποιητής ἐκχέει πρὸς τὸ κενόν τὸν σπαραγμόν τῆς καρδίας του, τὸ ἐσωτερικό του ἄλγος, χωρὶς νὰ περιμένῃ ἀπὸ κανέναν τὴν διόρθωσιν τῆς καταστάσεώς του, ἐφ᾿ ὅσον δὲν πιστεύει, οὔτε ἐλπίζει σὲ κάτι. Ἔτσι, ὁ ποιητής αὐτὸς ἀφήνει χαίνουσες, δηλαδὴ ἀνοικτές τὶς πληγὲς τῆς ψυχῆς του μὲ ἀπόγνωσι καὶ ἀπογοήτευσι, χωρὶς τὴν ἐλπίδα γιὰ τὴν θεραπείαν τῆς ἀσθενείας του. Ἐνῷ ἀντιθέτως ἡ ποίησις τῶν δύο Παρακλητικῶν Κανόνων, ὅπως καὶ ὅλων τῶν ὕμνων τῆς Ἐκκλησίας μας, παρὰ τὴν ἔκφρασι τοῦ πόνου, τῆς θλίψεως, τῆς ἀσθενείας, τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν βασάνων, δὲν κυριεύεται ἀπὸ ἀπόγνωσι καὶ ἀπελπισία, ἀλλὰ μὲ πίστη καὶ ἐλπίδα ἐκλιπαρεῖ τὴν εὐσπλαχνίαν καὶ τὴν πρεσβείαν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τὸ θεῖον ἔλεος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὲ θάρρος καὶ αἰσιοδοξία γιὰ νὰ συνεχίσῃ τὸν ἀγῶνα, μὲ τὴ βοήθεια ἐκείνων, γιὰ τὴ διόρθωσιν ὅλων τῶν δεινῶν του.

Ἐρώτησις

Ἂς ἐξετάσουμε ποία εἶναι ἡ θεολογικὴ ἀξία καὶ τὸ θεολογικὸ περιεχόμενο τῶν δύο αὐτῶν Παρακλητικῶν Κανόνων.

Ἀπάντησις

Ἡ θεολογικὴ ἀξία τῶν δύο αὐτῶν Παρακλητικῶν Κανόνων εἶναι ἀξιοσημείωτα μεγάλη γιὰ δύο λόγους:

Α´. Ἔχει σὲ πολλὰ σημεῖα δογματικό, θεολογικό, Μαριολογικό, ἀκόμη καὶ χριστολογικὸ χαρακτῆρα. Ἡ Παναγία εἶναι πρέσβειρα, μεσίτις, ἀληθὴς Θεοτόκος, Θεομήτωρ, Θεονύμφευτος, Ἀειπάρθενος. Ὁ Χριστός εἶναι Σωτήρ καὶ Λυτρωτὴς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ ὅλα τὰ δεινὰ καὶ συμφορές, κυρίως δὲ ἀπὸ το χειρότερο, τὸν θάνατο, ὅπως χαρακτηριστικῶς ἀναφέρεται στὸ τροπάριο τῆς ΣΤ´ ᾠδῆς τοῦ Μικροῦ Παρακλητικοῦ Κανόνος: «Θανάτου καὶ τῆς φθορᾶς ὡς ἔσωσεν, ἑαυτόν ἐκδεδωκὼς τῷ θανάτῳ, τὴν τῇ φθορᾷ καὶ θανάτῳ μου φύσιν, κατασχεθεῖσαν Παρθένε δυσώπησον τὸν Kύριόν σου καὶ Υἱόν, τῆς ἐχθρῶν κακουργίας με ρύσασθαι».

Ἡ θεολογικὴ ἀξία τῶν κανόνων ἔγκειται περισσότερο στὴν ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ καλλιέργεια, ἐνίσχυσι καὶ ἀρωγή (βοήθεια) τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἔχουν ἐπομένως ἀμιγῶς ἠθικὸ καὶ πνευματικὸ χαρακτῆρα. Οἱ κανόνες εἶναι φλογερὲς προσευχὲς τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι χειμαζόμενοι ἀπὸ πολλὰ βάσανα, θλίψεις, συμφορές, ἀνάγκες καὶ πειρασμούς, δὲν εὑρίσκουν πουθενὰ ἀλλοῦ παρηγοριά καὶ καταφύγιο καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀπευθύνονται καὶ καταφεύγουν πρὸς τὸν Χριστό καὶ τὴν Παναγία καὶ ζητοῦν τὸ ἔλεός των καὶ τὴν βοήθειά των, ὅπως γράφεται στὸν εἱρμὸ τῆς ς´ ᾠδῆς τοῦ Μικροῦ Παρακλητικοῦ Κανόνος: «Τὴν δέησιν, ἐκχεῶ πρὸς Κύριον, καὶ αὐτῷ ἀπαγγελῶ μου τὰς θλίψεις, ὅτι κακῶν ἡ ψυχή μου ἐπλήσθη, καὶ ἡ ζωή μου τῷ ᾅδη προσήγγισε· καὶ δέομαι ὡς Ἰωνᾶς· Ἐκ φθορᾶς ὁ Θεός με ἀνάγαγε» (ἀπευθύνεται στὸν Χριστό καὶ στὴν Παναγία). Καὶ ὅπως γράφεται σὲ ἕνα τροπάριο τῆς δ´ ᾠδῆς: «Τῶν παθῶν μου τὸν τάραχον, ἡ τὸν κυβερνήτην τεκοῦσα Κύριον, καὶ τὸν κλύδωνα (τρικυμία) κατεύνασον, τῶν ἑμῶν πταισμάτων Θεονύμφευτε».

Ἔτσι, οἱ Κανόνες αὐτοὶ τονίζουν τὸν τρόπον ζωῆς τοῦ πιστοῦ ὅτι πρέπει νὰ εἶναι χριστοκεντρικὸς καὶ θεοκεντρικός, δηλαδὴ ὅτι κέντρον τῆς ζωῆς μας πρέπει νὰ εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία, διὰ τῶν πρεσβειῶν της πρὸς Αὐτόν, καὶ μόνον τότε μποροῦμε νὰ ὑπερνικήσουμε ὅλες τὶς ἀντιξοότητες, τοὺς πειρασμούς, τὰ βέλη τῶν πονηρῶν πνευμάτων καὶ τὶς δυνάμεις τοῦ κακοῦ, ὅταν κατφύγουμε στὸ Θεό, ὥστε νὰ πραγματοποιηθεῖ αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος - ὁ ὁποῖος καὶ αὐτὸς ἐδοκίμασε πολλοὺς καὶ θλίψεις – καὶ ὅτι: «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι με Χριστῷ», δηλαδὴ ὅλα δύναμαι νὰ τὰ ὑπερνικήσω μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ.

Ἐρώτησις

Ποιὰ εἶναι τὰ κυριώτερα ἐπίθετα καὶ ἐπωνύμια τὰ ὁποῖα ἀποδίδονται στὴ Θεοτόκο μέσα ἀπὸ τοὺς δύο αὐτοὺς Παρακλητικοὺς Κανόνες;

Ἀπάντησις

Πολλὰ εἶναι τὰ ἐπίθετα, τὰ ἐπωνύμια ἢ οἱ ἐπιθετικοὶ προσδιορισμοί ποὺ ἀποδίδονται μέσα ἀπὸ τοὺς δύο Παρακλητικοὺς Κανόνες πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ποὺ φανερώνουν, ὅπως εἰπαμε προηγουμένως καὶ τὴ μεγάλη ποητική καὶ λογοτεχνική τους ἀξία.

Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρουμε «πρεσβεία θερμή, τεῖχος ἀπροσμάχητον, ἐλέους πηγή, τοῦ κόσμου καταφύγιο, ἡ μόνη ταχέως προστατεύουσα, Θεονύμφευτος, Πάναγνος, Θεομήτωρ, ἐλπίς καὶ στήριγμα, τῆς σωτηρίας τεῖχος ἀκράδαντον, Πανύμνητος, Ἁγνή, Παρθένος, Θεοτόκος, προστάτις τῆς ζωῆς, φρουρὰ ἀσφαλέστατος, τεῖχος καταφυγῆς, τῆς ψυχῆς παντελὴς σωτηρία, Δέσποινα, ἄχραντος, προστασία τῶν Χριστιανῶν ἀκαταίσχυντος, μεσιτεία πρὸς τὸν Ποιητὴν ἀμετάθετος, ἀγαθή, θησαυρῶν σωτηρίας, πηγὴ ἀφθαρσίας, πύργος ἀσφαλείας, θύρα μετανοίας, Θεογεννήτρια, λιμὴν καὶ προστασία, καταφυγὴ καὶ σκέπη, ὑψηλοτέρα τῶν οὐρανῶν, καθαρωτέρα λαμπηδόνων ἡλιακῶν, Κεχαριτωμένη, θλιβομένων ἡ χαρά, ἀδικουμένων προστάτις, πενομένων τροφή, ξένων παράκλησις, βακτηρία τυφλῶν, ἀσθενούντων ἐπίσκεψις, καταπονουμένων σκέπη καὶ ἀντίληψις, ὀρφανῶν βοηθός, ὁ γλυκασμὸς τῶν ἀγγέλων, χριστιανῶν ἡ προστάτις, μεσίτρεια, χρυσοπλοκώτατος πύργος, δωδεκάτοιχος πόλις, ἡλιοστάλακτος θρόνος, καθέδρα τοῦ Βασιλέως, ἀκατανόητον θαῦμα, θερμὴ προστασία, θερμὴ ἀντίληψις, ἀληθὴς Θεοτόκος, Μητροπάρθενος, ἀπόρθητον τεῖχος, προστασία βοηθὸς καὶ σωτηρία καὶ ἄλλα πολλά.

Παρατηροῦμε ὅτι τὰ περισσότερα ἐπίθετα καὶ ἐπωνύμια, πρὸς τὴν Θεοτόκο προέρχονται ἀπὸ τὸν Μικρὸ Παρακλητικὸ Κανόνα καὶ ὀλιγώτερα ἀπὸ τὸν Μεγάλο Παρακλητικὸ Κανόνα. Μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπίθετα καὶ ἐπωνύμια ὁ ποιητὴς ἐκφράζει τὴν μεγάλη τιμὴ ποὺ ἀποδίδει ὁ λαός μας στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο ποὺ ἐνῷ χρησιμοποιεῖ ἀναρίθμητα τέτοια ἐπωνύμια, δὲν ἱκανοποιεῖται ὁ διακαὴς πόθος του νὰ ἐξυμνεῖ τὴν Θεοτόκο συνεχῶς καὶ γι᾿ αὐτὸ λέγει: «οὐ σιωπήσω τοῦ βοᾶν τρανώτατα, τὰ μεγαλεῖα τὰ σά Κόρη»· ἀλλοῦ πάλι λέγει: « Πῶς ἐξειπεῖν, σοῦ κατ᾿ ἀξίαν δυνήσομαι, τοὺς ἀμέτρους οἰκτιρμούς, ὦ Δέσποινα».

Ἐρώτησις

Πῶς ὁ εὐσεβὴς λαός μας ἐκφράζει τὴν τιμή, τὴν εὐλάβειά του καὶ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἔξω ἀπὸ τὴ λατρεία, ἐννοῶ δηλαδὴ στὴν καθημερινή του ζωή.

Ἀπάντησις

Ἡ τιμή, ἡ εὐλάβεια, ἡ ἀφοσίωσις καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Ὀρθοδόξου Ἑλληνικοῦ λαοῦ πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο εἶναι πολὺ μεγάλη καὶ ἐκδηλώνεται καθημερινῶς σὲ κάθε στιγμή τῆς ἰδιωτικῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς του.

Τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας συγκινεῖ βαθύτατα κάθε ὀρθόδοξο Χριστιανό. Δὲν ὑπάρχει Χριστιανικὸς ναός ποὺ νὰ μὴν στολίζεται μὲ τὴν σεπτὴ εἰκόνα της. Ἡ φωτεινὴ λοιπὸν καὶ ἁγία μορφή της δεσπόζει στὸν ὀρθόδοξο χῶρο καὶ χιλιάδες ἱεροὶ ναοί καὶ μοναστήρια φέρουν τὸ ὄνομά της. Ἐξόχως δέ, οἱ εἴκοσι μονές, οἱ πολλὲς σκῆτες καὶ τὰ κελλιά τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τιμοῦν ὅλως ἰδιαιτέρως τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, μέχρι σημείου ὅπου αὐτὴ ἡ μοναστικὴ κοινοπολιτεία τοῦ Ἁγίου Ὄρους, νὰ ὀνομάζεται «Περιβόλι τῆς Παναγίας». Δὲν ὑπάρχει μοναχός, ἀλλὰ καὶ οὐδεὶς πιστός, ἄνδρας ἢ γυναίκα, γέροντας ἢ παιδί, ποὺ νὰ μὴν προφέρουν μὲ σεβασμὸ τὸ ὄνομά της ἢ νὰ ἐπικαλοῦνται τὸ ὄνομά της σὲ ὧρες πειρασμῶν καὶ θλίψεων καὶ συμφορῶν.

Ἀναρίθμητοι Χριστιανοὶ λαμβάνουν κατὰ τὴν ὥρα τοῦ βαπτίσματος τὸ ὄνομά της, Μαρία, Δέσποινα, Παναγιώτα, Μάριος, Παναγιώτης κλπ. Ἐπίσης, ἄπειρα στόματα ψάλλουν καθημερινῶς τοὺς ἀναρίθμητους ὕμνους ποὺ ἀναφέρονται στὴ Θεοτόκο, ἰδιαιτέρως δὲ τοὺς Χαιρετισμούς καὶ τὴ Μικρή καὶ τὴ Μεγάλη Παράκληση. Ὁ λαός μας ἐκφράζοντας τὴ μεγάλη εὐλάβειά του πρὸς αὐτην, τῆς ἔχει ἀποδώσει πάρα πολλὰ ὀνόματα καὶ ἐπωνύμια, ὅπως προαναφέραμε.

Ὁ ναυτικὸς στὴ φουρτουνιασμένη θάλασσα, εὑρισκόμενος «ἐν κινδύνοις καὶ θλίψεσι καὶ ἀνάγκαις», αὐτὴν ἐπικαλεῖται γιὰ νὰ μὴν καταποντιστεῖ μέσα στὸν ὑδάτινο τάφο.

Ὁ στρατιώτης στὴν μάχη, ὅταν οἱ ὀβίδες πέφτουν σὰν βροχή καὶ τὰ βόλια σφυρίζουν δίπλα στ᾿ αὐτιά του καὶ ἡ ζωή του κινδυνεύει, τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας ἐπικαλεῖται γιὰ νὰ τὸν σώση μὲ τὶς πρεσβεῖες της πρὸς τὸν Κύριον. Ὅπως π.χ. στοὺς μεγάλους ἀγῶνες τοῦ ἔθνους μας, (στὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821-28, στὴν Μικρὰ Ἀσία τοῦ 1921-22, στὴν Ἀλβανία τοῦ 1940-41), ἔχουμε ἀναρίθμητες ἀξιόπιστες μαρτυρίες ἀνθρώπων, ποὺ εἶδαν ζωντανὰ θαύματα ἐπικαλούμενοι τὴ βοήθεια τῆς Παναγίας.

Τὸ ὀρφανὸ παιδὶ ποὺ νιώθει ἐγκαταλελειμμένο μέσα στὸν κόσμο, χωρὶς καμμία προστασία, στὴν Παναγία καταφεύγει, διότι τὴν θεωρεῖ στοργικὴ μητέρα του καὶ προστάτιδα μέσα στὸ πέλαγος τῆς ζωῆς.

Ἀκόμη καὶ ἡ πονεμένη χήρα μάνα, στὴν Παναγία ἐμπιστεύεται τὸ ξενιτεμένο παιδί της, διότι πιστεύει βαθιά ὅτι ἡ Μεγαλόχαρη στέκεται κοντὰ σὲ κάθε πονεμένο.

Ὁ γεωργὸς τὴν Παναγία ἐπικαλεῖται γιὰ νὰ ἀνταπεξέλθει ἡ σπορά ἄπέναντι στὶς καιρικὲς ἀντιξοότητες, νὰ εὐοδωθεῖ καὶ ν᾿ ἀποδώσῃ καρπούς.

Ὁ βοσκὸς ἐπίσης, τὴν Παναγία ἱκετεύει γιὰ νὰ φυλάῃ τὸ κοπάδι του ἀπὸ κινδύνους καὶ ἀρρώστιες καὶ ἀπὸ κάθε ἐχθρό καὶ ν᾿ ἀποδώσῃ πολλὰ καὶ εὐλογημένα ἀγαθά.

Ὁ ψαρᾶς ὅταν ρίχνει τὰ δίχτυα του στὴ θάλασσα, στὴν Παναγία δέεται νὰ εὐλογήσῃ, ὥστε αὐτὸς νὰ τὰ ἀνασύρῃ γεμάτα ψάρια.

Ὁ ἀσθενὴς στὸ κρεββάτι τοῦ πόνου πάλι στὴν Παναγία ἀπευθύνεται γιὰ νὰ τοῦ δώσῃ παρηγορία καὶ νὰ τὸν θεραπεύσῃ ἀπὸ τὴν ἀσθένειά του.

Γενικῶς, ὁ εὐσεβὴς λαός μας σὲ κάθε χαρά, σὲ κάθε πανήγυρι, σὲ κάθε ἑορτή, σὲ κάθε γλέντι καὶ σὲ κάθε ἐκδήλωσι τῆς ζωῆς του, τὴν Παναγία ἐπικαλεῖται γιὰ νὰ τὸν βοηθήσῃ, νὰ τὸν ἐνισχύσῃ, νὰ τὸν εὐλογήσῃ. Ἀναφέρουμε χαρακτηριστικὰ στὸ σημεῖο αὐτό, μερικὰ παραδείγματα ὅπως ὅταν ὁ λαὸς παντρεύει τὰ παιδιά του, τὸ πρῶτο τραγούδι ποὺ θὰ τραγουδήσουν στὸ γλέντι καὶ στὸ χορό, ἀναφέρεται στὴν Παναγία γιὰ νὰ εὐλογήσει τὸ νέο ζευγάρι: «Ὦ Παναγία Δέσποινα».

Ἐρώτησις

Πάτερ Χρῖστο, γνωρίζουμε ὅτι ἀσχολεῖσθε ἐκ παραλλήλου μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς καὶ μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἑλληνικῆς παραδοσιακῆς Μουσικῆς. Θὰ ἠθέλατε νὰ μᾶς κάμετε τὴ χάρι νὰ μᾶς τραγουδήσετε ἐνδεικτικῶς, μερικὰ τέτοια τραγούδια τοῦ λαοῦ μας, ὥστε νὰ λάβουν οἱ ἀκροατές μας μία ἄμεση ἀκουστικὴ ἀντίληψι τῶν ὅσων εἴπαμε ὡς τώρα;

Ἀπάντησις

Εὐχαρίστως, θὰ σᾶς τραγουδήσω τρία παραδοσιακὰ τραγούδια ἀπὸ τρεῖς διαφορετικὲς περιοχὲς τῆς πατρίδος μας: «Τὰ Εὐζωνάκια», «Ὦ Παναγία Δέσποινα», «Ἔλα κατέβα Παναγιά».

Ἐπίλογος

Θὰ ἠθέλατε νὰ κλείσετε μὲ κάποια εὐχὴ γιὰ τοὺς ἀκροατές μας;

Πρέπει νὰ σημειώσουμε ἀγαπητοὶ ἀκροατές, ὅτι ἡ μεγάλη εὐβλάβεια πρὸς τὴν Παναγία μας, ὅπως γράφει ὁ σεβαστὸς καθηγητὴς Εὐάγγελος Θεοδώρου, ὀφείλεται καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶναι ζωντανὸ ἠθικὸ πρότυπο πρὸς μίμησι, ποὺ θὰ πρέπει νὰ ἐμπνέῃ καὶ νὰ ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιο τοῦ ὑγιοῦς φεμινιστικοῦ κινήματος.

Μακάρι, ἡ Παναγία μας νὰ γίνῃ γιὰ ὅλους μας πρότυπο ζωντανῆς πίστεως, βαθείας ταπεινοφροσύνης, ἠθικῆς ἁγιότητος, ἁγνότητος καὶ καθαρότητος, ὑπομονῆς καὶ ἐγκαρτερήσεως, στοργῆς καὶ ἀγάπης, μητρότητος καὶ ἀφοσιώσεως.

Τέλος, εὔχομαι ἡ Παναγία νὰ προστατεύει τὸ εὐλογημένον ἔθνος μας ἀπὸ κάθε κίνδυνο καὶ κάθε ἐπίβουλο ἐχθρό, τὴν Ἐκκλησία μας ἀπὸ τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα, ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦκακοῦ καὶ τὶς ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ· τὸν δὲ ὀρθόδοξο καὶ εὐσεβὴ λαό μας ἀπὸ κάθε κίνδυνο, ἀσθένεια, ἀνάγκη, θλίψι, καὶ νὰ μεσιτεύει δεομένη συνεχῶς πρὸς τὸν Κύριον καὶ Ὑιόν της, τὸν Ἰησοῦ Χριστό γιὰ τὴ σωτηρία μας.

Εὐχαριστία

Πάτερ Χρῖστο, σᾶς εὐχαριστοῦμε πολύ.

Ἀπάντησις

Σᾶς εὐχαριστῶ καὶ ἐγὼ ποὺ μοῦ δώσατε τὴν εὐκαιρία νὰ παρουσιάσω καὶ νὰ ἀναπτύξω στὴν ἐκπομπή σας τὸ τόσον σοβαρό καὶ ἐπίκαιρο θέμα: «Ἡ Παναγία στοὺς Παρακλητικοὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας». Καὶ νὰ εὐχηθῶ, ὁ σταθμὸς τῆς Ἐκκλησίας μας πάντοτε νὰ ἐκπληροῖ τὸν προορισμόν του μὲ ἐκπομπὲς πνευματικοῦ καὶ ψυχαγωγικοῦ περιεχομένου πρὸς ὄφελος ὅλων τῶν πιστῶν ἀκροατῶν μας.

Ἠλεκτρονικὴ ἐπιμέλεια κειμένων: Νεκτάριος Γ. Μαμαλοῦγκος,
16 Νοεμβρίου 2001, μνήμη Ματθαίου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ.