ὁμιλία εἰς Γλυφάδα, 1 Ἰουνίου 2016
σεβασμιώτατε μητροπολῖτα Γλυφάδας κ. Παῦλε,
σεβαστοὶ πατέρες, ἐκλεκτοὶ προσκεκλημένοι,
θὰ προσπαθήσω μὲ κάθε δυνατὴ συντομία νὰ θίξω πτυχὲς ἀπὸ τὸ δοθὲν θέμα, τὸ ὁποῖον ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἡ Ἐκκλησία μας ὡς κιβωτὸς τῆς ἐθνικῆς μας μουσικῆς παραδόσεως».
Ὅταν ἀναφερόμαστε στὴν ἐθνική μας μουσικὴ παράδοση, ἐννοοῦμε δύο ξεχωριστὰ πράγματα, ποὺ ἔχουν ὅμως στενὴ καὶ ἄῤῥηκτη σχέση μεταξύ τους. Ἐννοοῦμε ἀφ᾿ ἑνὸς τὴν ἐκκλησιαστική μας μουσική, τὴν καλουμένη βυζαντινή, δηλαδὴ τοὺς θρησκευτικοὺς ὕμνους τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου τὴν δημοτική μας μουσική, δηλαδὴ τὰ τραγούδια τοῦ λαοῦ μας.
Αὐτὴ ἡ πολύτιμη παρακαταθήκη καὶ κληρονομία τοῦ γένους μας, ἡ ψαλτικὴ καὶ ἡ δημοτική μας παράδοση -πολύτιμο κειμήλιο τοῦ ἐθνικοῦ μας θησαυροφυλακίου- ποὺ ἐπὶ γενεὲς γενεῶν μεταβιβάζεται ἀπὸ πατέρα σὲ παιδὶ καὶ ἀπὸ παιδὶ σ᾿ ἐγγόνι, ὁμοιάζει μὲ ἕνα καταστάφυλλο ἀμπέλι, καὶ μακάριοι ὅσοι ἐργάζονται σὲ αὐτό, καὶ τρισμακάριοι ὅσοι ξέρουν καὶ μποροῦν νὰ τρυγοῦν καὶ νὰ μεθοῦν ἀπ᾿ τὰ γεννήματα τῆς ἀμπέλου ταύτης.
Ἡ θέση τῶν ἐθνικῶν ᾀσμάτων στὸν ὀρθόδοξο βίο
Ἀναμφίβολα ἡ ἐθνικὴ μουσική μας παράδοση κατέχει περίοπτη θέση ἀνάμεσα στὰ ἰδιαίτερα πολιτισμικὰ στοιχεῖα, ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν ἐθνική μας ταυτότητα. Αὐτὴ ἡ πολύτιμη πατρογονική μας κληρονομιὰ ἐπὶ ἑκατονταετίες τρέφει καὶ γαλουχεῖ ὅλους ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες. Διαπλάθει τὸ ἦθος καὶ τὸν κοινωνικὸ χαρακτήρα μας ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά. Χαρακτηρίζει τὸν τρόπο τῆς ζωῆς καὶ συμβάλλει θετικὰ καὶ οὐσιαστικὰ στὴν διαμόρφωση μιᾶς πολιτισμικῆς μοναδικότητας τοῦ λαοῦ μας, «ἰσοδύναμου μὲ τὴν ἐθνικὴ γλῶσσα» (Σίμων Καράς).
Αὐτὴ ἡ ἐθνική μας μουσικὴ παράδοση, ποὺ ἐπὶ αἰῶνες μεταδίδεται προφορικῶς ἀπὸ στόμα στὸ ἀφτὶ κι ἀπὸ τὸ ἀφτὶ στὸ στόμα κάθε Ἕλληνα, εἴτε ὡς νανούρισμα τῆς μάνας στὸ παιδί, εἴτε ὡς τραγούδι τῆς χαρᾶς ἢ τῆς λύπης, εἴτε ὡς ἡρωϊκὸς παιάνας, εἴτε ὡς μοιρολόι καὶ θρῆνος, εἴτε ὡς παράκληση καὶ ἱκεσία, εἴτε ὡς μεγαλυνάριο καὶ δοξολογία, ἀποτελεῖ τὸν ἀδαπάνητο καὶ ἀνεκτίμητο μουσικό μας θησαυρό.
Ἡ χρήση καὶ προπαντὸς ἡ χρησιμότητα τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς στὴν ὀρθόδοξη λατρευτικὴ πράξη, καθὼς καὶ τῆς δημοτικῆς μουσικῆς στὶς ἐκδηλώσεις τοῦ οἰκογενειακοῦ καὶ κοινοτικοῦ βίου, εἶναι ἀναγκαῖα καὶ ἀνυπέρθετα, ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ, στὴν θρησκευτικὴ πρακτικὴ καὶ τὴν πολιτισμικὴ λαϊκὴ παράδοση.
Εἶναι γεγονός, ὅτι γιὰ τὸ θέμα τοῦτο ὑπῆρξαν καὶ ὑπάρχουν διάφορες γνῶμες στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο, ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ τὴν ἄρνηση καὶ φθάνουν ἕως τὴν ἀποδοχὴ τῆς ἐθνικῆς ᾀσματικῆς παραδόσεως μετὰ τῶν ὑπολοίπων παραδόσεώ μας, πλὴν βεβαίως τῶν παγανιστικῶν καὶ ἀσέμνων στοιχείων αὐτῶν.
Εἰδικώτερα τὰ ἐθνικά μας τραγούδια, ποὺ τυγχάνουν δημιουργήματα τῶν Ἑλλήνων τῆς χριστιανικῆς ἐποχῆς, εἶναι ἐν πολλοῖς συνυφασμένα καὶ μὲ θρησκευτικὲς συνήθειες καὶ παραδόσεις. Γιὰ τοῦτο, συχνὴ ἀναφορὰ γίνεται στὰ ὀνόματα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶ Ἁγίων, μὲ κορυφαῖο στὴν δημοτικὴ ποίηση τὸν ἉηΓιώργη, καὶ καλοῦν τὰ ἱερὰ πρόσωπα νὰ γίνουν ἀρωγοὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ συμπαραστάτες τους στὶς δυσκολίες τῆς καθημερινότητας, ἢ καὶ νὰ εὐλογήσουν τὰ ἔργα, τοὺς καρποὺς τῆς γῆς, τὰ ποίμνια, τὴν διασκέδαση, τὸ τραπέζι.
Τὸν ἐν Κανᾷ γάμο μᾶς θυμίζει τὸ ἀκόλουθο τραγούδι, ποὺ λέγεται στὸ τραπέζει τοῦ γάμου στὰ ὀρεινὰ χωριὰ τῆς Ῥούμελης:
«Χριστὸς βλογάει τὸ κρασί, Χριστὸς καὶ τὸ τραπέζι,
Χριστὸς βλογάει τὰ νιόνυφα κι ὅλους τοὺς συμπεθέρους».
ἢ σὲ ἕνα ἄλλο ποὺ τραγουδιέται σὲ Πελοπόννησο καὶ Ἤπειρο:
«Σὲ τούτ᾿ τὴν τάβλα ῾ποὺ εἴμαστε, σὲ τοῦτο τὸ τραπέζι,
τὸν ἄγγελο φιλεύουμε, καὶ τὸν Χριστὸ κερνᾶμε,
καὶ τὴν παρθένα Παναγιά, τὴν διπλοπροσκυνᾶμε».
Θὰ μπορούσαμε νὰ παραθέσουμε πλῆθος παρομοίων στίχων ἐκ τῆς ᾀσματικῆς μας παραδόσεως, ποὺ φανερώνουν τὸν σύνδεσμό τους μὲ τὴν ὀρθόδοξη πίστη μας. Ἡ γνωστότερη -ἴσως- σχετικὴ παράδοση εἶναι αὐτὴ τοῦ Πάσχα, ὅπου μετὰ τὸν ἑσπερινὸ τῆς ἀγάπης, ἕπεται δημόσιος χορὸς μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν ἱερέα καὶ τὶς κεφαλὲς τῆς κοινότητας, μὲ τραγούδια ἡρωικὰ τοῦ γένους καὶ μὲ βαθειὰ ριζωμένη τὴν ἀντίληψη ὅτι δι᾿ αὐτοῦ τοῦ τρόπου τιμοῦν τὴν ἑορτή. Σὲ ἀρκετὲς περιοχὲς ξεκινᾷ μὲ τὸ πασχάλιο τραγούδι:
«Σήμερα Χριστὸς ἀνέστη καὶ ταχιὰ ἀληθῶς ἀνέστη...
Σήμερα καὶ οἱ παπᾶδες λειτουργοῦν σὰ δεσποτάδες...»
Μά, θὰ ἰσχυρισθῇ κἄποιος, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔγραψαν πολλὰ κατὰ τῶν λαϊκῶν ᾀσμάτων καὶ ὀρχήσεων. Ἰδιαιτέρως κατὰ τὸν 4ο καὶ 5ο αἰώνα, ὅπως ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἄσκησαν σφοδρὴ πολεμικὴ ἐναντίον ὡρισμένων μουσικοχορευτικῶν πρακτικῶν τῆς ἐποχῆς τους, ποὺ ἔφεραν τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς προελεύσεώς τους ἀπὸ τὸ παρηκμασμένο τότε θέατρο, ἀπὸ λεγόμενα ὀρχηστικὰ ᾄσματα καὶ ἀπὸ εἰδωλολατρικὰ ἔθιμα. Καταφέρονταν ἐπίσης ἐναντίον τῶν μιμήσεων, ὅπου μὲ ἄσεμνες κινήσεις, μὲ χυδαίους λόγους, μὲ ἡδυπαθῆ ᾄσματα καὶ μὲ ἡδονικοὺς χορούς, σατιρίζονταν ἀφειδῶς τὰ πάντα, ἀκόμη καὶ ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα καὶ ἱερὲς ἀκολουθίες.
Στὸ χαμηλὸ ἐπίπεδο τῆς σάτιρας ἐκείνης ὑπέκυπτε ὁ ἁπλὸς λαός, ἀπομνημονεύοντας εὔκολα καὶ μεταποιώντας σὲ δημώδη. Ὅλη ἡ περιγραφεῖσα πράξη εἰσχωροῦσε στὶς ἑορτὲς καὶ συνήθειες τοῦ λαοῦ καὶ ὡς ἐκ τούτου, οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας εἶχαν ὑποχρέωση νὰ διαφωτίσουν καὶ νὰ διαφυλάξουν τὰ λογικὰ πρόβατα τοῦ ποιμνίου τους.
Πιστεύουμε ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες δὲν ἀπέβλεπαν στὸν ἐξοβελισμὸ τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῶν λαϊκῶν στοιχείων θρησκευτικότητας, ποὺ πάντοτε ὑπῆρχαν καὶ ὑπάρχουν, ἀλλὰ προσπάθησαν νὰ κατευθύνουν πρὸς τὰ νέα δεδομένα, ἀφοῦ πρόκειται γιὰ τὴν ἐποχὴ ὅπου ἡ Ὀρθοδοξία προσλαμβάνει τὰ στοιχεῖα τοῦ ἑλληνισμοῦ. Ἂν ἐκφρασθοῦμε μὲ τὴν θεολογικὴ γλῶσσα, τὰ προσλαμβάνει δίχως νὰ ὑποστῇ «τροπὴν ἢ φυρμόν». Διαφορετικά, τί νόημα θὰ εἶχαν οἱ λόγοι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμο, συμφώνως πρὸς τοὺς ὁποίους:
«Οὕτω γοῦν ἡμῶν ἡ φύσις πρὸς τὰ ᾄσματα καὶ τὰ μέλη ἡδέως ἔχει καὶ οἰκείως, ὡς καὶ τὰ ὑπομάζια παιδία κλαυθμυριζόμενα καὶ δυσχεραίνοντα, οὕτω κατακοιμίζεσθαι. ... Διὰ τοῦτο καὶ ὁδοιπόροι πολλάκις κατὰ μεσημβρίαν ἐλαύνοντες ὑποζύγια, ᾄδοντες τοῦτο ποιοῦσι, τὴν ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ταλαιπωρίαν ταῖς ᾠδαῖς ἐκείναις παραμυθούμενοι. Οὐχ ὁδοιπόροι δὲ μόνον, ἀλλὰ καὶ γηπόνοι ληνοβατοῦντες, καὶ τρυγῶντες, καὶ ἀμπέλους θεραπεύοντες, καὶ ἄλλο ὁτιοῦν ἐργαζόμενοι, πολλάκις ᾄδουσι. Καὶ ναῦται κωπηλατοῦντες τοῦτο ποιοῦσιν. Ἤδη δὲ καὶ γυναῖκες ἱστουργοῦσαι, καὶ τῇ κερκίδι τοὺς στήμονας συγκεχυμένους διακρίνουσαι, πολλάκις μὲν καὶ καθ᾿ ἑαυτὴν ἑκάστη, πολλάκις δὲ καὶ συμφώνως ἅπασαι, μίαν τινὰ μελῳδίαν ᾄδουσι. Ποιοῦσι δὲ τοῦτο καὶ γυναῖκες, καὶ ὁδοιπόροι, καὶ γηπόνοι, καὶ ναῦται, τῷ ᾄσματι τὸν ἐκ τῶν ἔργων πόνον παραμυθήσασθαι σπεύδοντες, ὡς τῆς ψυχῆς, εἰ μέλους ἀκούσειε καὶ ᾠδῆς, ῥᾷον ἅπαντα ἐνεγκεῖν δυναμένης τὰ ὀχληρὰ καὶ ἐπίπονα.»
Ἢ τί νόημα θὰ εἶχαν οἱ λόγοι Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου:
«Εἰ καὶ ὀρχήσασθαι δεῖ σε, ὡς πανηγυριστὴν καὶ φιλέορτον, ὄρχησαι μὲν, ἀλλὰ μὴ τὴν Ἡρῳδιάδος ὄρχησιν τῆς ἀσχήμονος, ἧς ἔργον Βαπτιστοῦ θάνατος· ἀλλὰ τὴν Δαβὶδ ἐπὶ τῇ καταπαύσει τῆς κιβωτοῦ, ἣν ἡγοῦμαι τῆς εὐκινήτου καὶ πολυστρόφου κατὰ Θεὸν πορείας εἶναι μυστήριον.».
Ἡ ἀντίθεση λοιπὸν τοῦ Γρηγορίου ἐπικεντρώνεται στὸ εἶδος τῆς ὀρχήσεως καὶ φυσικὰ ὡς ἕλλην ἱεράρχης ἀποκλείει τὶς ἀνατολικὲς ὀρχήσεις μὲ τὸ ἄσεμνον τῶν κινήσεων καὶ ὄχι τοὺς ἑλληνικοὺς κυκλίους χορούς, οἱ ὁποῖοι διακρίνονται γιὰ τὴν σοβαρότητα καὶ μεγαλοπρέπειά τους, ὅταν ἀκολουθοῦν τὸν παραδοσιακὸ τρόπο ἐκτελέσεως. Ἀλλὰ καὶ βραδύτερον, κατὰ τὸν ιβ´ αἰῶνα, ὅπως ἐξάγεται ἀπὸ τὶς ἑρμηνεῖες τοῦ Βαλσαμῶνος καὶ τοῦ Ζωναρᾶ στοὺς ἐκκλησιαστικοὺς κανόνες, ἡ μουσικὴ καὶ τὰ ᾄσματα ἀναγνωρίζονται ὡς στοιχεῖο ἀπαραίτητο τοῦ γάμου, οἱ δὲ μετὰ μουσικῶν ὀργάνων ᾄδοντες θυμελικοὶ ἀπαλλάσσονται τῆς ἀτιμίας, ἡ ὁποία τοὺς περιέβαλλε πρότερον καὶ καθίστανται ἔντιμοι.
Ἀλλὰ καὶ ἀργότερα ἐπὶ τουρκοκρατίας οἱ ἐθνικὲς μουσικοχορευτικές μας παραδόσεις ἐπευλογοῦνταν ἀπὸ τὸν Πατριάρχη καὶ τοὺς Ἐπισκόπους. Εἶναι ἡ γνωστὴ περιγραφὴ τοῦ Καισαρίου Δαπόντε (†1748) κατὰ τὴν ὁποία ὅταν ἑωρτάζετο τὸ Πάσχα στὴν Πόλη «μὲ τὴν ἀπόλυση τῆς θείας καὶ πατριαρχικῆς λειτουργίας, ἀνεβαίνοντας ὁ πατριάρχης μετὰ πάντων τῶν Ἀρχιερέων εἰς τὸ συνοδικόν, καὶ πίνοντες τὸν καβέ, ἀνέβαιναν καὶ οἱ παρευρεθέντες εἰς τὴν λειτουργίαν χριστιανοί, καὶ ἐφιλοῦσαν τὸ χέρι τοῦ Πατριάρχου, καὶ ὁ Πατριάρχης τοὺς ἔδιδε μὲ τὸ χέρι του ἀπὸ δύο ἀβγὰ τὸν καθένα· καὶ κατεβαίνοντες στην αὐλήν, ἀρχινοῦσαν τὸν χορὸν ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖον, καὶ χορεύοντες ὅσον ἤθελον μέσα, εὔγαιναν καὶ ἐχόρευαν καὶ ἔξω εἰς τὰ σοκάκια, δίχως ὅμως γυναῖκα· εἶτα ἐρχόμενα τὰ τάγματα (δηλ. οἱ διάφορες συντεχνίες) ἀνέβαιναν καὶ αὐτοί, καὶ προσκυνοῦντες, καὶ πολυχρονοῦντες τὸν Πατριάρχην, καὶ ὁ Πατριάρχης δίνοντάς τους τ᾿ αὐγά, τοῦ ἐφιλοῦσαν τὸ χέρι· καὶ οὕτω κατεβαίνοντες, εὐθὺς ἀρχινοῦσαν τὸν χορό, καὶ χορεύοντες εὔγαιναν, καὶ χορεύοντες πήγαιναν οὕτως ἐγίνετο τρεῖς ἡμέρες, καὶ ἐστέκοντο καὶ τοὺς ἔβλεπον πλῆθος καὶ Τούρκων, καὶ ἄλλων φυλῶν, ἐρχόμενοι ἀπὸ τὸν Γαλατᾶ καὶ ἀλλαχόθεν».
Οἱ κατὰ τόπους Ἀρχιερεῖς, μαρτυρεῖται ὅτι, στὴν πλειονότητά τους στήριζαν πάντοτε τὶς ἐθνικὲς μας παραδόσεις διὰ πολλῶν τρόπων καὶ κυρίως τὴν ἐποχὴ τῆς τουρκοκρατίας διὰ τῶν σχολείων ποὺ διηύθυναν.
Ὁ Μητροπολίτης Τραπεζοῦντος Χρύσανθος (†1949), ὁ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, ἀπέλυσε κάποιον δάσκαλο στὴν Τραπεζοῦντα, ὅταν κατὰ τὶς ἐξετάσεις διεπίστωσε, ὅτι τὰ παιδιὰ δεν ἐγνώριζαν ἐπαρκῶς ἐθνικοὺς χορούς.
Ἀλλὰ καὶ ἡ φωτογραφία ποὺ παραθέτουμε τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, ἁγίου τοῦ καιροῦ μας, ποὺ τὸν εἰκονίζει ἐν μέσῳ ἑορταστικῆς ὁμηγύρεως στὴν ὁποία μετέχουν καὶ οἱ ὀργανοπαῖκτες (γύρω στὰ 1900, ἔξωθεν τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Κύμης), μόνον ἀποστροφὴ καὶ ἀντίθεση τοῦ Ἁγίου πρὸς τὶς μουσικοχορευτικές μας παραδόσεις δὲν φανερώνει.
Οἱ ἱερεῖς τῶν χωρίων μας, εὐλογοῦντες τὶς ἐργασίες, τοὺς καρποὺς τῆς γῆς καὶ τὰ ποίμνια, μετέχοντες στὶς χαρὲς καὶ τὶς λύπες τῶν συγχωριανῶν τους καὶ πρωτοστατοῦντες στὶς κοινωνικὲς καὶ ἐθιμικὲς ἐκδηλώσεις τοῦ μικροῦ ποιμνίου, παραδίδουν τὸ ἀληθὲς νόημα τῆς ἐνοριακῆς ζωῆς, τὴν προσήκουσα ἐπισημότητα στὶς ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις καὶ ἀποτρέπουν τὴν πιθανὴ διείσδυση καποίων ἐθίμων ἀντιθέτων πρὸς τὰ χριστιανικὰ ἤθη.
Πρέπει δὲ νὰ γνωρίζουμε ὅτι οἱ διάφορες μορφὲς τῶν λαϊκῶν μας παραδόσεων καὶ ἑπομένως καὶ ἡ ἐθνική μας ᾀσματικὴ παράδοση δὲν ἀποτελεῖται ἀπὸ θεολογικὰ κείμενα δογματικοῦ ἢ ἄλλου ἐκκλησιαστικοῦ περιεχομένου, ὥστε νὰ ἔχουν καὶ ἀναλόγη ἀντιμετώπιση. Εἶναι λαϊκὰ κείμενα, ἡρωικά, ἱστορικὰ κ.ἄ. μὲ ἄλλο σκοπὸ καὶ προορισμό. Καὶ ὅπως καλὰ γνωρίζουν οἱ τῆς ἐκκλησιαστικῆς παιδείας μετέχοντες, ἀρκετὰ ὑμνογραφικὰ κείμενα ὑπερβαίνουν τὰ ἐσκαμμένα τῶν θείων Γραφῶν, χωρὶς ὅμως νὰ σκανδαλίζουν κανέναν.
Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἔκλεισε τὶς πύλες της στὶς πέραν αὐτῆς πνευματικὲς ἀξίες. «Ἡ ποίηση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἡ ἰατρικὴ καὶ ἡ φυσιογνωσία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, οἱ ἱστορικογραμματολογικὲς ἐπιδόσεις τοῦ Μεγάλου Φωτίου καὶ τοῦ Εὐσταθίου Θεσσαλονίκης, οἱ μουσικὲς ἐπιτεύξεις τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, οἱ ἐπιστημονικὲς ἀναζητήσεις τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως καὶ τοῦ Νικηφόρου Θεοτόκη, ἢ οἱ σκανδαλιστικὲς γιὰ πολλοὺς ἐνασχολήσεις μοναχῶν μὲ τὴν ἀντιγραφὴ ἀρχαίων ἔργων καὶ μάλιστα συγγραφέων ὡς ὁ Ἀριστοφάνης, ἐνσαρκώνουν τὴν καθολικότητα καὶ θεανθρωπότητα τῆς Ὀρθοδοξίας».