Δύο ὁμιλίες σὲ ἀντίστοιχες ἐκδηλώσεις
(Εἰσήγηση στὸ σύλλογο Ἱεροψαλτῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος, Κυριακὴ 29 Ἀπριλίου 2001)
Ἀγαπητοὶ Ἱεροψάλτες,
Σᾶς εὐχαριστῶ θερμὰ γιὰ τὴν ἐξαιρετικὴ τιμὴ ποὺ μοῦ ἐκάνατε γιὰ νὰ παρευρεθῶ ἀπόψε στὴν πνευματικὴ σύναξη ποὺ εἶναι ἀφιερωμένη στοὺς φίλους ἱεροψάλτες, οἱ ὁποῖοι εἶναι τὸ ζωντανὸ κύτταρο μέσα στὴν ἐκκλησία μας καὶ νὰ καταθέσω τὴ μαρτυρία μου, σχετικὰ μὲ τὸ θέμα ποὺ μοῦ ἔχει ἀνατεθεῖ.
Θὰ ἤθελα νὰ γνωρίζετε ἐκ τῶν προτέρων ὅτι τιμῶ ἐξαιρετικὰ τὴν τάξη τῶν Ἱεροψαλτῶν καθότι προέρχομαι ἀπ᾿ αὐτήν, ἀλλὰ καὶ ὡς ἕνας ἁπλὸς διδάσκαλος τῆς ψαλτικῆς τέχνης στὴ σχολὴ βυζαντινῆς μουσικῆς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἀττικῆς, στὴν ὁποία ὑπηρετῶ.
Μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ Ἀναστάσιμο κλίμα τῶν ἡμερῶν, ποὺ εἶναι λουσμένες ἀπὸ τὸ «Ἀνέσπερο Φῶς» τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας καὶ τοὺς ὡραίους βυζαντινοὺς ὕμνους ποὺ ἀκούσαμε καὶ ποὺ ἀπέδωσαν μὲ θαυμαστὴ ἐπιτυχία οἱ εὐλαβέστατοι Ἱεροψάλτες, ἴσως περίττευε κάθε λόγος. Δέχτηκα ὅμως τὴν πρόσκληση τοῦ Ἐπισκόπου σας, χάριν ὑπακοῆς, ὄχι τόσο γιὰ νὰ σᾶς διδάξω, ἀλλὰ γιὰ νὰ διδαχτοῦμε ὅλοι μαζὶ καὶ νὰ γευτοῦμε τοὺς ἀγλαοὺς καὶ ἀστείρευτους καρποὺς ποὺ μᾶς παρέχει ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία καὶ ἡ λατρεία μας.
Τὸ θέμα τὸ ὁποῖο μοῦ ἀνετέθη εἶναι: «Ἡ παρουσία τοῦ Ἱεροψάλτου στὰ τελούμενα ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ». Βέβαια, ἐπειδὴ τὸ θέμα εἶναι εὐρύ, θὰ θίξω βασικὲς πτυχές του καὶ θὰ προσπαθήσω νὰ εἶμαι ὅσο γίνεται σύντομος.
Ὅπως γνωρίζουμε ὁ ψάλτης χαρακτηρίζεται ὡς Ἱεροψάλτης, ὅρος ποὺ δηλώνει εὐθὺς τὸ ἔργο του, ποὺ εἶναι ἡ Ἱερὰ ψαλμῳδία τῶν ὕμνων τῆς ἐκκλησίας μας, ὅπως αὐτοὶ ψάλλονται μέσα στοὺς ἱεροὺς ναούς, τοὺς ὁποίους ἁγιασμένοι καὶ θεόπνευστοι ὑμνογράφοι ἔγραψαν καὶ μᾶς παρέδωσαν. Μὲ τὸν ὅρο Ψαλμῳδία «ἐκφράζεται προσφυέστερα καὶ πληρέστερα τὸ περιεχόμενο καὶ ὁ χαρακτήρας τοῦ ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ ᾄσματος καὶ διαστέλλεται τοῦτο ἀπὸ κάθε ἄλλη θρησκευτικὴ μουσική. Ἡ ὀρθόδοξος ψαλμῳδία εἶναι αὐστηρὰ ἐκκλησιαστικὸ μέλος (ποίηση καὶ μουσική) ἱερατικοῦ καὶ λειτουργικοῦ χαρακτῆρος.» (Μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος, «Ἡ βυζαντινὴ μουσική», Κοζάνη 1969, σ.3». Μὲ τὴ λέξη Ψαλμῳδία γίνεται φανερὸ ἀκόμη ὅτι τὸ ἀδόμενο ποιητικὸ κείμενο προσφέρεται διὰ τῆς ζώσης φωνῆς τῶν Ἱεροψαλτῶν, μὲ κάποια μουσικὴ ἐπένδυση (Γρηγόριος Στάθης).
Στὴν προκειμένη περίπτωση, οἱ ὕμνοι-προσφέρονται διὰ τῆς ψαλμῳδίας τῶν ἱεροψαλτῶν ἐπενδεδυμένοι μὲ τὴ βυζαντινὴ μουσική. Ὁ σκοπὸς τῆς ψαλμῳδίας εἶναι «ἡ προσευχητικὴ κοινωνία καὶ ἀναφορὰ τοῦ πιστοῦ πρὸς τὸν Τριαδικὸ Θεό...» (Ἀθανάσιος Βουρλῆς). Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος βλέπει στὴν ψαλμῳδία τὴν ἰσοτιμία καὶ τὴν κοινὴ προσφορὰ ὅλων. «Μιὰ φωνὴ ἀπὸ διάφορες γλῶσσες ἀναπέμπεται στὸ Δημιουργὸ τῆς Οἰκουμένης». Ὁ Μ. Βασίλειος τονίζει ὅτι ἡ ψαλμῳδία σὰν μία φωνή, ποὺ ἀπευθύνουμε πρὸς τὸν Θεὸ δημιουργεῖ τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἀγάπη. Ὅλος ὁ λαὸς γίνεται ἕνας χορὸς ποὺ συμψάλλει. Ἡ βυζαντινὴ μουσικὴ ὑπηρετεῖ κυρίως τὸν λόγο, δίνεται δηλαδὴ προτεραιότητα στὸ ποιητικὸ κείμενο, γι᾿ αὐτὸ εἶναι φωνητικὴ καὶ μονοφωνική, δηλαδὴ δὲν συνοδεύεται ἀπὸ μουσικὰ ὄργανα, ἐπειδὴ ἡ παρουσία τους δὲν συμβιβάζεται μὲ τὸ ὅλο πνεῦμα τῆς «λογικῆς» χριστιανικῆς λατρείας. Ὅλοι συμψάλλουν μὲ μιὰ φωνή, χωρὶς νὰ χρησιμοποιοῦν πολυφωνία. Ἔτσι προέχει ὁ λόγος καὶ μὲ τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ἱεροπρέπεια τῆς μουσικῆς δημιουργεῖται κλίμα κατανυκτικό, ἀτμόσφαιρα μυσταγωγίας, μέσα στὴν ὁποία οἱ ὕμνοι ἐκπληρώνουν τὸ θεολογικό τους καὶ διδακτικό τους σκοπό.
Ἀντιλαμβανόμαστε λοιπὸν ὅτι ἡ παρουσία τοῦ ἱεροψάλτου εἴναν σημαντικὴ καὶ ἱερή. Οἱ ψάλτες εἶναι μιμητὲς τῶν ἀγγελικῶν χορῶν, μάλιστα ἡ τοποθέτησή τους καθιερώνεται μὲ χειροθεσία ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἐπίσκοπο καὶ ἀνήκουν στοὺς κατώτερους βαθμοὺς τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου.
Ὡς κατώτερος λοιπὸν κληρικὸς ὁ ἱεροψάλτης ὀφείλει νὰ γνωρίζει, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ μουσική, καὶ τοὺς εἰδικοὺς Ἱεροὺς κανόνες καὶ τῆς θείας λατρείας. Ἡ ψαλτική του ἑρμηνεία δὲν πρέπει νὰ εἶναι ποτὲ εἰς βάρος τοῦ λόγου, νὰ μὴν εἶναι μόνο ἕνα εὐχάριστο ἄκουσμα, ὅπως συμβαίνει μὲ ἕνα κοσμικὸ ᾆσμα, ἀλλὰ νὰ ὑπηρετεῖ τὸν λόγο καὶ τὸν διδακτικό, θεολογικὸ καὶ ποιμαντικὸ σκοπὸ τῆς θείας λατρείας. Αὐτὸ σημαίνει πὼς ἡ βυζαντινὴ μουσικὴ δὲν πρέπει νὰ γίνεται ποτὲ αὐτοσκοπὸς ἐκ μέρους τῶν ἱεροψαλτῶν καὶ νὰ ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ποίηση καὶ λατρεία. Ὁ ἱεροψάλτης ὅταν ψάλλει δὲν κινεῖ μόνο τὰ χείλη του, ἀλλὰ ἑρμηνεύει ὄχι τόσο τὸ μουσικὸ κείμενο ὅσο τὸ λόγο ποὺ εἶναι κάτω ἀπὸ τὰ σημαδόφωνα καὶ ὁ ὁποῖος φθάνει καλλίτερα στὶς ἀκοὲς τῶν πιστῶν καὶ μπαίνει στὶς ψυχές τους μέσῳ τῆς καλῆς ἑρμηνείας τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς ἡ ὁποία «ἀποτελεῖ τὸ ἠχητικὸ ἔνδυμα τοῦ λόγου» (Γρ. Στάθης) καὶ «ἑρμηνεύει τὴν τῶν λεγομένων διάνοιαν» (Γρ. Νύσσης). Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ μουσικὴ καλύπτει τὸν λόγο ὁ ὁποῖος ἔχει οἰκοδομηθεῖ ἀριστουργηματικὰ καὶ ἔχει γίνει ἕνας ὕμνος (τροπάριο, ἀντίφωνο, ἰδιόμελο, προσόμοιο, δοξαστικὸ κλπ).
«Σ᾿ αὐτὴ τὴν ἀμεσότητα τῆς ἀναφορᾶς δὲν εἶναι ἀπαραίτητες οἱ πολυφωνικὲς ἐπιτηδεύσεις, διότι ἐξασθενίζουν τὴν προσωπικὴ πληρότητα τοῦ κάθε πιστοῦ καὶ δὲν χρειάζεται ὄργανα, διότι ἐμποδίζουν ἢ ἀποκλείουν τὸ λόγο, καὶ ὁπωσδήποτε παρεμβάλλονται ἀνάμεσα στὸν πιστὸ καὶ τὸ Θεό, καταστρέφοντας τὴν ἀμεσότητα στὴ σχέση αὐτί]» (Γρ. Στάθης). Οἱ πατέρες τῆς ἐκκλησίας δίνουν θαυμάσιες ἐξηγήσεις στοὺς ψαλμοὺς τῶν αἴνων καὶ παραλληλίζουν ἀλληγορικὰ τὰ διάφορα μουσικοὶ ὄργανα μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὰ διάφορα μέλῃ τοῦ σώματός του καὶ μὲ τὴν ἁρμονία τῶν καλῶν τοῦ πράξεων (Γρ. Στάθης PG.55 Ἱ. Χρυσοστόμου 462b - 463). Ὅταν ψάλλει ὁ ἄνθρωπος συμμετέχει ὅλο τὸ εἶναι του, τὸ ὑποκείμενο, ἐνῷ τὸ ὄργανο εἶναι ἕνα ἀντικείμενο, κάτι τὸ ἄψυχο. Τὸ καλλίτερο ὄργανο γιὰ νὰ ὑμνήσει τὸ Θεὸ εἶναι τὸ ὄργανο ποὺ ὁ θεὸς ἐπροίκισε τὸν ἄνθρωπο, ἡ φωνή. Ἡ λατρεία δὲν εἶναι θέατρο, ἀλλὰ προσευχὴ πρὸς τὸν Τριαδικὸ Θεό, ἡ ὁποία ποτὲ δὲν πρέπει νὰ γίνεται μὲ τὴν παρεμβολὴ ὀργάνων ἢ ἄλλων μέσων ἀλλὰ διὰ ζώσης φωνῆς γιὰ νὰ μὴν καταστρέφεται ἡ ἄμεση ἐπικοινωνία καὶ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό.
Ὅπως ἀναφέραμε προηγουμένως τὸ τυπικό της ΜΧΕ στὸ περὶ ψαλτῶν προλογικὸ σημείωμά του, ἀναφέρει ὅτι πρέπει νὰ ψάλλουν «οἱ μουσικῆς ἔμπειροι καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως γνώσται» (ΙΕ´ Κανὼν τῆς ἐν Λαοδικείᾳ τοπικῆς Συνόδου), τότε ἐπικρατεῖ «εὐταξία καὶ συγκίνησις» ἐνῷ ὅταν τὴν ψαλμῳδία ἀναλαμβάνει ὁ «τυχὼν ἀμαθὴς καὶ ἄμουσος», τότε ἡ «ἀταξία καὶ ἡ χασμωδία» προκαλοῦν τὴν εὔλογο δυσφορία καὶ τὶς δικαιολογημένες διαμαρτυρίες τοῦ ἐκκλησιάσματος. (Γ. Ἀγγελινάρας).
Οἱ πρόχειροι καὶ ἄτεχνοι αὐτοσχεδιασμοί, οἱ παραποιήσεις μουσικῶν κειμένων, δυσφημίζουν τὴ μουσικὴ τῆς ἐκκλησίας μας καὶ ἐπιφέρουν ἀνυπολόγιστες βλάβες σ᾿ αὐτὴ τὴ μεγάλη μουσικὴ κληρονομιὰ τοῦ Ἔθνους καὶ τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ ἐγωισμός, ἡ ὑπερηφάνεια, ἰδιόρρυθμα φωνητικὰ τεχνάσματα, αὐθαίρετες διασκευὲς καὶ ὑπερβολικοὶ μελῳδικοὶ γλυκασμοί, ὅπως ἔλεγε ὁ λόγιος Πατριάρχης Μελέτιος ὁ Πηγᾶς, δὲν εὐφραίνουν τὴν ψυχὴ καὶ δὲν κρατοῦν νηφάλιο τὸ πνεῦμα τοῦ προσευχομένου, διότι προκαλοῦν τὴν ἀποχαύνωση καὶ τὴ διάσπαση τῆς προσοχῆς. Ὁ πιστὸς δὲν μπορεῖ νὰ παρακολουθήσει τὸ θεολογικὸ μήνυμα τοῦ ψαλλομένου ὕμνου, τὸν ὁποῖο ἐκλαμβάνει ὡς ἕνα εὐχάριστο ἄκουσμα, ἀλλὰ χωρὶς κανένα πνευματικὸ περιεχόμενο. Πολλοὶ ἱεροψάλτες καὶ μουσικοδιδάσκαλοι ποὺ διαθέτουν ζῆλο ἄνευ ἐπιγνώσεως, χάριν δῆθεν ποικιλίας παραχαράσσουν καὶ ἀλλοιώνουν βάναυσα τὶς ἀπὸ αἰώνων καθιερωμένες μελῳδίες τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνονται ὅτι διαπράττουν «μουσικὴν κακουργίαν», κατὰ τὴν ρῆσιν τῶν παλαιῶν μουσικοδιδάσκαλων. (Γ. Ἀγγελινάρας). Δὲν πρέπει νὰ μετατραπεῖ τὸ ἔργο του, τὸ διακόνημά του σὲ ἐπάγγελμα καὶ δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾷ ὅτι ἡ ψαλτικὴ τέχνη εἶναι λειτούργημα καὶ ὅτι σκοπός του εἶναι νὰ ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους στὸ Θεό. Ἄλλως ὑπηρετεῖ ἀρνητικὰ τὴ λατρεία καὶ κινδυνεύει νὰ ἀποβεῖ «χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον» καὶ ἀντὶ νὰ προσελκύει τοὺς πιστοὺς στὴν κοινὴ λατρεία καὶ προσευχή, τοὺς ἀπωθεῖ μέχρι τέτοιου σημείου ὥστε νὰ φύγουν ἀπ᾿ τὴν ἐκκλησία. Καὶ ἔτσι ἁμαρτάνει ὁ ἴδιος, ἡ προσευχὴ τοῦ δηλαδὴ μετατρέπεται σὲ ἁμαρτία: «καὶ ἡ προσευχὴ αὐτοῦ γενέσθω εἰς ἁμαρτίαν...» (Ψαλμ. ΡΗ, 7). Περιττὸ νὰ τονίσουμε ὅτι ὁ ἱεροψάλτης πρέπει νὰ ἔχει χριστιανικὸ ἦθος καὶ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα ὥστε νὰ ἑρμηνεύει σωστὰ τὸ ἦθος καὶ τὸ φρόνημα τῶν ὕμνων τοὺς ὁποίους ψάλλει καὶ νὰ εἶναι ὑπόδειγμα καλοῦ χριστιανοῦ μέσα στὸ πλήρωμα τῆς ἐκκλησίας. Ἔτσι ἡ ἐπίδρασή του εἶναι ἄμεση καὶ δυναμική, διότι δὲν φτάνει νὰ ψάλλει ὡραῖα καὶ κατανυκτικὰ τὰ τροπάρια τῆς ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ νὰ βιώνει καὶ νὰ ἐφαρμόζει στὴ ζωή του τὰ ἠθικά τους παραγγέλματα καὶ νοήματα, Γιὰ νὰ ἀποφευχθοῦν οἱ ἀκρότητες, οἱ αὐτοσχεδιασμοὶ καὶ οἱ αὐθαιρεσίες, θὰ ἦτο εὐχῆς ἔργον - ὅπου ὑπάρχουν δυνατότητες - νὰ καλλιεργηθεῖ ἡ ἀπὸ χοροῦ ψαλμῳδία, ἡ συγκρότηση δηλαδὴ πολυμελῶν βυζαντινῶν χορῶν. Ἡ χορικὴ ψαλμῳδία ἐκ μέρους τῶν ψαλτῶν θὰ ἀποβεῖ μία ὑψηλὴ διακονία στὸν Ἱερὸ Ναὸ καὶ στὰ τελούμενα ἐντὸς αὐτοῦ.
Ἰσχυρίζονται ἀρκετοὶ ὅτι ἡ ὑμνῳδία, ἡ ψαλμῳδία πρέπει νὰ εἶναι ἁπλή, λιτή. Μερικοὶ μάλιστα ὑποστηρίζουν πὼς πρέπει νὰ τὴν ἀλλάξουμε ἢ νὰ τὴν συγχρονίσουμε. Αὐτὲς οἱ ἰδέες εἶναι ἐπιπόλαιες καὶ ἐπικίνδυνες, ποὺ μποροῦν νὰ ἀποβοῦν ζημιογόνες. Ἀνανέωση μπορεῖ νὰ γίνει σὲ μερικὰ πράγματα ἀλλὰ ὄχι νὰ ἀλλάξουμε τὴν ὑμνολογία, διότι στὴν οὐσία θὰ καταργήσουμε τὸ πλοῦτο τῆς ὑμνογραφίας ποὺ τόσους αἰῶνες διατήρησε ἡ ἐκκλησία. Οὔτε πάλι μποροῦμε ν᾿ ἀλλάξουμε τὴ γλῶσσα τῶν ὕμνων καὶ τῆς λατρείας, διότι τὰ ποιητικὰ κείμενα εἶναι γραμμένα μὲ ρυθμοτονικὸ μέτρο (δηλαδὴ τὸ μέτρο καθορίζουν ὁ ἀριθμὸς τῶν συλλαβῶν καὶ ὁ τόνος τους καὶ ὄχι ἡ προσῳδία - μακρὰ ἢ βραχεία συλλαβή) καὶ ἂν μεταφραστοῦν σὲ πεζὸ λόγο δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ψάλλουν καὶ θὰ χάσουν τὴν ἐμπνευσμένη λογοτεχνική τους καὶ ποιητική τους ἀξία. Ἁπλότης ναί, βαρύτητα στὸ λόγο ναί, βαρύτητα στὴν προσευχὴ ναί, προσοχὴ ὅμως νὰ μὴ φτάσουμε στὸ ἀντίθετο ἄκρο καὶ ἡ μουσική μας νὰ γίνει ξηρότης. Ἄλλοι ὑποστηρίζουν τὴν ἁπλότητα γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ συμψάλλει καὶ ὁ λαός. Ὁ λαὸς μπορεῖ νὰ συμψάλλει ὅπου εἶναι δυνατὸν π.χ. στὴ Θεία Λειτουργία, τὰ Κύριε Ἐλέησον, τὰ τυπικά, ταῖς πρεσβεῖες, σῶσον ἡμᾶς, ἀπολυτίκια, Ἅγιος ὁ Θεός, στὰ λειτουργικὰ τὰ ὁποῖα δὲ χρειάζονται νὰ λέγονται ὡς ἀμανέδες ἢ καντάδες παρὰ νὰ ψάλλονται ἁπλὰ ἢ τὰ κατὰ παράδοσιν γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ τὰ λέει καὶ ὁ λαός. Ἡ ἁπλότης λοιπὸν δὲ σημαίνει ξηρότης, διότι θὰ καταντήσουμε σὰν τοὺς Δυτικοὺς ποὺ ἔχουν κάνει τὴ λατρεία τους καὶ τοὺς ὕμνους τους σὰν τραγουδάκια. Καὶ αὐτὸ θὰ εἶναι ὅ,τι χειρότερο γιὰ τὴ λατρεία μας. Γιὰ νὰ κρατήσουμε τοὺς ὕμνους καὶ τὴν αὐθεντικὴ ψαλμῳδία πρέπει νὰ μορφώσουμε τοὺς ψάλτες. Ὁ ὑμνολογικὸς λόγος ὅσο καὶ νὰ εἶναι σὲ μερικὰ τροπάρια δυσνότητος χρειάζεται ὑμνολογικὴ ἀνάλυση καὶ παιδεία, ἑρμηνεία θεολογικὴ καὶ ὄχι ἐκχυδαϊστικὴ ὑπεραπλούστευση. Ὁ λόγος τῆς ὑμνολογίας εἶναι ἀκόμη καὶ μάθημα γλωσσικῆς παιδείας. Ἀκόμα ἂς μελετήσουμε τὴ γραπτὴ παράδοσή μας καὶ θὰ βροῦμε ποικιλία μαθημάτων, ἂς μὴ ψάλλουμε μόνο τὶς διασκευὲς καὶ τὰ μαθήματα τῶν συγχρόνων μελοποιῶν ἀλλὰ ἂς ἐντρυφήσουμε στὸν πλοῦτο τῶν κλασικῶν μας μελοποιῶν καὶ διδασκάλων (Πέτρο Λαμπαδάριο, Ἰωάννη Πρωτοψάλτη, Κωνσταντῖνο Πρωτοψάλτη, Γεώργιο Ῥαιδεστηνό, Ἰάκωβο Πρωτοψάλτη κ.ἄ.) καὶ ἂν θέλει κάποιος νὰ γράψει κάτι καινούργιο, μπορεῖ νὰ τὰ κάνει, ἀρκεῖ νὰ ἔχει ὑπόψη του τοὺς παλαιοὺς διδασκάλους, γιὰ νὰ ἔχει πλοῦτο γνώσεων καὶ νὰ κινεῖται μέσα στὰ πλαίσια τῆς παραδόσεως.
Ἕνα ἄλλο θέμα ποὺ θὰ ἤθελα νὰ θίξω στὴν ἀγάπη σας εἶναι νὰ ἀποφεύγουμε τὴ χρήση τοῦ ἠλεκτρονικοῦ ἰσοκράτη, ποὺ τελευταῖα ἔχει εἰσχωρήσει σὲ κεντρικοὺς ναοὺς τῶν Ἀθηνῶν, δυστυχῶς μὲ τὴν ἀνοχὴ τῶν Ἱερέων καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν συμβουλίων, παρὰ τὴ ῥητὴ ἀπαγόρευση τῆς εἰδικῆς ἐγκυκλίου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. «Ἐδῶ ἀρχίζει νὰ διαγράφεται ἀκόμη ἕνας σοβαρὸς κίνδυνος, τῆς μηχανοποίησης τῆς ψαλμῳδίας μέσα στὴν ἐκκλησία...ὁ τρόπος αὐτὸς τῆς ψαλμῳδίας μέσα στὸν Ἱερὸ Ναὸ μὲ τὴ συνοδεία τοῦ ἠλεκτρονικοῦ ἰσοκράτη, διασαλεύει τὴν τάξη στὴν ὅλη λειτουργικὴ διαδικασία, ἀφοῦ ἀλλοιώνει τὸ χαρακτῆρα καὶ τὴ μορφὴ τῆς ψαλμῳδίας. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό. Ἀρχίζοντας μὲ τὸν Ἰσοκράτη, ποὺ ἐντελῶς αὐθαίρετα καὶ ἐπιπόλαια χρησιμοποιοῦν μερικοὶ ψάλτες, εἶναι μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια βέβαιο ὅτι θὰ ἀκολουθήσει ἡ κατασκευὴ καὶ ἄλλων ἠλεκτρονικῶν ὀργάνων, ποὺ ὄχι μόνο θὰ συνοδεύουν τὸν ψάλτη κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ψαλμῳδίας, ἀλλὰ σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις θὰ τὸν ἀντικαθιστοῦν ἐξ ὁλοκλήρου!» (Λεξ. Βυζ. μουσικῆς, Λ. Οἰκονόμου). Ἔτσι θὰ ἔχουμε ὁλοκληρωτικὴ παραποίηση καὶ ἐκκοσμίκευση στὴ μυστηριακὴ δομὴ καὶ φυσιογνωμία τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ.
Ἡ καλλιφωνία καὶ ἡ ὀρθοφωνία ἀποτελοῦν, ἀναμφισβήτητα πολὺ σημαντικὰ προσόντα γιὰ ἕνα καλὸ ἱεροψάλτη. Ὅμως δὲν εἶναι ἀρκετά. Χρειάζεται γνώση τῆς μουσικῆς αὐτῆς καθ᾿ ἑαυτῆς, τῆς ὑμνολογίας καὶ τῆς λειτουργικῆς πράξεως, ποὺ θὰ τὸν βοηθήσουν νὰ κατακτήσει τὴ σοφία τῆς μουσικῆς του παραδόσεως καὶ νὰ ἀνακαλύψει τὶς προσφορότερες μεθόδους γιὰ τὴ σωστὴ ἄσκηση τοῦ λειτουργήματός του. Ὀφείλει ἀκόμη νὰ γνωρίζει πολὺ καλὰ τὸ χῶρο τῆς λατρείας, τὸν Ἱερὸ Ναὸ καὶ τὰ τελούμενα σ᾿ αὐτόν, μὲ ὅλους τοὺς συμβολισμούς τους γιὰ νὰ ξέρει ποιὰ εἶναι ἡ θέση του καὶ πῶς πρέπει νὰ συμπεριφέρεται μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ χῶρο. Ὀφείλει ἐπίσης νὰ γνωρίζει ὁ ἱεροψάλτης ὅτι ἡ μουσικὴ στὴ λατρεία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας δὲν ἀποτελεῖ αὐτοσκοπό, τέχνη γιὰ τὴν τέχνη, ἀλλὰ μέσον γιὰ τὴν κατάνυξη τῶν ψυχῶν καὶ τὴν ἐπικοινωνία τους μὲ τὸ Θεό. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ μουσικὴ πρέπει νὰ ἐπενδύει διακριτικὰ τὸ ποιητικὸ κείμενο καὶ νὰ βοηθᾷ στὴν ἀνάδειξη τῶν βαθύτερων νοημάτων του, νὰ ἑρμηνεύει «τὴν τῶν λεγομένων διάνοιαν», ὅπως λέει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Τὸ ὑπερβολικὰ καλλωπισμένο μέλος καὶ τὰ πολλὰ μελῳδικὰ στολίδια ἐκθηλύνουν τὴν ψαλμῳδία καὶ τὴν καθιστοῦν γλυκεῖα καί, ἑπομένως, ἀπαράδεκτη πρὸς τὸ δωρικὸ χαρακτῆρα τῆς ὅλης λατρείας. Ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν συνθέσεων τῶν παλαιῶν μελοποιῶν διαπιστώνουμε ὅτι οἱ μελο3δίες εἶναι ἁπλές, χωρὶς μουσικοὺς ἀκροβατισμοὺς καὶ μετατροπίες σὲ ἄλλους ἤχους. Οἱ πολλὲς μετατροπίες δείχνουν ἀδυναμία τοῦ ψάλτη νὰ βρεῖ διεξόδους μέσα ἀπὸ τὸν ἴδιο ἦχο τοῦ ὕμνου. Ὀφείλει ἐπίσης νὰ σέβεται τὶς συνθέσεις τῶν παλαιῶν μελοποιῶν καὶ νὰ μὴν τὶς ἀλλοιώνει γιὰ νὰ τὶς φτιάξει δῆθεν καλλίτερες.
Ἡ θέση τοῦ ἱεροψάλτη εἶναι περίοπτη καὶ εὔκολα, κατὰ τὸ κοινῶς λεγόμενο, μποροῦν «τὰ μυαλά του νὰ πάρουν ἀέρα». Γι᾿ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾷ ὅτι κατέχει αὐτὴ τὴ θέση ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ λαοῦ γιὰ νὰ ἀναφέρει τὶς προσευχὲς ὅλων τῶν πιστῶν στὸ Θεό. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν ψάλλει γιὰ τὸν ἑαυτό του, γιὰ τὴ δική του εὐχαρίστηση, ἀλλὰ ἐξ ὀνόματος τῶν πιστῶν, τοὺς ὁποίους ὀφείλει νὰ ὑπηρετεῖ καὶ νὰ ἐκφράζει μὲ πολλὴ σεμνότητα καὶ φόβο Θεοῦ, ἔχοντας πάντοτε κατὰ νοῦν ὅτι, λόγω ἀκριβῶς τῆς περίοπτης θέσεώς του, ὅλοι τὸν παρατηροῦν καὶ ὅλοι προσέχουν τὴ συμπεριφορὰ τοῦ (τὴ στάση του, τὶς κινήσεις του, ἂν κάνει τὸ σταυρό του, ἂν κοινωνεῖ κλπ.
Γιὰ νὰ μπορέσει ὁ ἱεροψάλτης νὰ ὁδηγήσει τοὺς πιστοὺς σὲ κατάνυξη καὶ ἐπικοινωνία μὲ τὸ Θεό, πρέπει πρῶτος αὐτὸς νὰ νοιώσει τὴν ἀληθινὴ κατάνυξη. Μὲ τὴν κατάνυξη καὶ τὴ ζεστασιὰ τῆς ψυχῆς του θὰ ζεστάνει στὴ συνέχεια τὶς ψυχὲς ὅλων τῶν πιστῶν καὶ θὰ τὶς βοηθήσει νὰ ἀποβάλουν τὸ «ἐγώ», δηλαδὴ τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴ φιλαυτία τους καὶ νὰ γίνουν «ἐμεῖς» δηλαδὴ νὰ γίνουν σῶμα Χριστοῦ, νὰ ἐκκλησιοποιηθοῦν καὶ νὰ ἐπιτύχουν μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο τὴ σωτηρία τους ποὺ εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ἐκκλησίας μας. Ἔτσι ἑνωμένοι θὰ ἐπικοινωνήσουν μὲ τὸ Σωτῆρα καὶ Λυτρωτή τους. Τὸ ἔργο ἑπομένως τῆς ψαλτικῆς εἶναι ἔργο πολὺ ὑψηλό· δὲν εἶναι ἐπάγγελμα· εἶναι λειτούργημα· καὶ αὐτὸ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ τὸ ξεχνᾷ ὁ ἱεροψάλτης. (Γ. Ἁμαργιανάκης).
Πρωτοπρεσβύτερος
Χρῖστος Δ. Κυριακόπουλος
Ἔγραψα στὴ Δημητσάνα,
19 Ἀπριλίου 2001
(Εἰσήγηση στὸ Συνέδριο τῶν Ἱεροψαλτῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἀττικῆς, 2 Μαρτίου 2002 στὴν Ἀνωτέρα Ἐκκλησιαστικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν)
Ἀγαπητοὶ Ἱεροψάλτες,
Σᾶς εὐχαριστῶ θερμὰ γιὰ τὴν ἐξαιρετικὴ τιμὴ ποὺ μοῦ ἐκάματε μὲ τὸ νὰ εἶμαι εἰσηγητὴς στὴν σημερινή μας πνευματικὴ σύναξη ποὺ εἶναι ἀφιερωμένη στοὺς φίλους Ἱεροψάλτες τῆς Μητροπόλεώς μας, οἱ ὁποῖοι εἶναι τὸ ζωντανὸ κύτταρο μέσα στὴν τοπική μας ἐκκλησία καὶ νὰ καταθέσω τὶς ταπεινές μου σκέψεις, σχετικά μὲ τὸ θέμα ποὺ μοῦ ἔχει ἀνατεθεῖ.
Θὰ ἤθελα νὰ γνωρίζετε ἐκ τῶν προτέρων ὅτι τιμῶ ἐξαιρετικὰ τὴν τάξη τῶν Ἱεροψαλτῶν καθότι προέρχομαι ἀπ᾿ αὐτήν, ἀλλὰ καὶ ὡς ἕνας ἁπλὸς διδάσκαλος τῆς ψαλτικῆς τέχνης στὴ σχολὴ βυζαντινῆς μουσικῆς τῆς Μητροπόλεώς μας.
Μέσα στὴν κατανυκτικὴ περίοδο τοῦ Τριῳδίου ποὺ διανύουμε, καὶ ἡ ὁποία εἶναι πολὺ προσφιλὴς στοὺς Ἱεροψάλτες μας καὶ σὲ ὅλους τοὺς πιστούς, ἴσως περίττευε κάθε ἄλλος λόγος. Δέχτηκα ὅμως τὴν πρόσκληση, χάριν ὑπακοῆς, ὄχι τόσο γιὰ νὰ σᾶς διδάξω, μολονότι οὔτε σπουδαῖος εἶμαι, οὔτε σπουδαῖα καὶ πρωτάκουστα πράγματα πρόκειται ν᾿ ἀκούσετε, ἀλλὰ γιὰ νὰ διδαχτοῦμε ὅλοι μαζὶ καὶ νὰ γευτοῦμε τοὺς ἀγλαοὺς καὶ ἀστείρευτους καρποὺς ποὺ μᾶς παρέχει ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία καὶ ἡ λατρεία μας.
Τούτη ἡ προσλαλιὰ μοῦ δίδει τὴν εὐκαιρία νὰ ἀναφερθῶ δι᾿ ὀλίγων στὴν «παρουσία τοῦ Ἱεροψάλτου στὰ τελούμενα ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ». Βέβαια, ἀπὸ τὸ μεγάλο αὐτὸ θέμα θὰ θίξω βασικὲς πτυχές του, ἄλλωστε ἀπευθύνομαι πρὸς «εἰδότας ψάλλειν», καὶ θὰ προσπαθήσω νὰ εἶμαι ὅσο γίνεται σύντομος, γιὰ νὰ ἔχουμε καὶ στὴ συνέχεια τὸ χρόνο γιὰ ἕναν ἐποικοδομητικὸ διάλογο.
Ἐν πρώτοις ὀφείλω νὰ ἀναφερθῶ στὴν μακρὰ βυζαντινὴ μουσικὴ παράδοση, βασικὴ ἀρχὴ τῆς ὁποίας εἶναι, ὅτι ὁ Ἱεροψάλτης, ἐξ αὐτῆς τῆς ἀποστολῆς του, ἔχει τοποθετηθεῖ στὴν ὑπηρεσία τῆς λατρείας. Ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος διδάσκει, ὅτι μὲ τὸν ὅρο Ψαλμῳδία «ἐκφράζεται προσφυέστερα καὶ πληρέστερα τὸ περιεχόμενο τοῦ ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ ᾄσματος καὶ διαστέλλεται τοῦτο ἀπὸ κάθε ἄλλη θρησκευτικὴ μουσική. Ἡ ὀρθόδοξος ψαλμῳδία εἶναι αὐστηρά ἐκκλησιαστικὸ μέλος (ποίηση καὶ μουσική) ἱερατικοῦ καὶ λειτουργικοῦ χαρακτῆρας...» Οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ὕμνοι προσφέρονται διὰ τῆς ψαλμῳδίας τῶν ἱεροψαλτῶν ἐπενδεδυμένοι μὲ τὴ βυζαντινὴ μουσική. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος βλέπει στὴν ψαλμῳδία τὴν ἰσοτιμία καὶ τὴν κοινὴ προσφορὰ ὅλων. «Μιὰ φωνὴ ἀπὸ διάφορες γλῶσσες ἀναπέμπεται στὸ Δημιουργὸ τῆς Οἰκουμένης».
«Καὶ ὁ ψάλλων ψάλλει μόνος· κἂν πάντες ὑπηχῶσιν, ὡς ἐξ ἑνὸς στόματος ἡ φωνὴ φέρεται». (Κι αὐτὸς ποὺ ψέλνει, ψέλνει μόνος του· ἀκόμα κι ἂν ὅλοι σιγοψέλνουν, σὰν ἀπὸ ἕνα στόμα βγαίνει ἡ φωνή.) Συμβαίνει μερικὲς φορὲς νὰ συμψάλλει ὅλος ὁ λαός, ὅπως κατὰ τὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια. Σήμερα ἡ ἀπόδοσις τῶν Ἱερῶν κειμένων εἶναι μονοφωνικὴ ἢ καὶ διὰ τοῦ διευθυνομένου χοροῦ χορωδιακὴ (ὅλοι συμψάλλουν μὲ μιὰ φωνὴ τὴν ἴδια μουσικὴ γραμμή, χωρὶς νὰ χρησιμοποιοῦν πολυφωνία) καὶ ποτὲ ἐνόργανη. Στὸ ἀναλόγιο κυριαρχεῖ ἡ προσωπικότης τοῦ Ἱεροψάλτου, ἡ παρουσία τοῦ ὁποίου καθιερώνεται διὰ χεφοθεσίας, διότι κατὰ κάποιο τρόπο καὶ ὡς ἕνα βαθμὸ ὁ ἱεροψάλτης ἐντάσσεται μεταξὺ τῶν κληρικῶν.
Ἀκριβῶς σ᾿ αὐτὴν τὴν ἀρχὴ στηρίζεται τὸ ὅτι ὁ ἱεροψάλτης εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς παράγοντες γιὰ τὰ τελούμενα ἐντὸς τοῦ ναοῦ. Ἑπομένως, ὑποχρεώνεται νὰ γνωρίζει καὶ νὰ τηρεῖ ὁρισμένες ὑπαγορεύσεις. Ἀντιστρόφως, ὑπάρχουν ἀπαγορευτικὲς παράγραφοι στὴν ἱερὰ ἀποστολὴ τοῦ ἱεροψάλτου. Ἂν καὶ ὅλα αὐτὰ εἶναι γνωστά, καλὸν εἶναι νὰ ἀναφερθοῦν σ᾿ αὐτὴν τὴν εὐκαιρία ἐπικοινωνίας ἱεροψαλτῶν σὲ ὑψηλὸ ἐπίπεδο.
Καὶ πρῶτα-πρῶτα, κατωτέρου βαθμοῦ στέλεχος τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου ὁ ἱεροψάλτης γνωρίζει, τηρεῖ, σέβεται καὶ ἐφαρμόζει τὶς διατάξεις τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ὅπως ἀναγράφονται στὴν προθεωρία τοῦ Μ. Τυπικοῦ της Μ.Χ.Ε. Βασικὴ ἀπαίτησις εἶναι νὰ εἶναι οἱ ἱεροψάλτες πεπληρωμένοι πνεύματος. Εἰδικότερα ὁ 75ος κανὼν τῆς πενθέκτης στὸν Τροῦλλο Οἰκουμενικῆς Συνόδου παραγγέλλει:
«Τοὺς ἐπὶ τῷ ψάλλειν ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις παραγινομένους, βουλομεθα μήτε βααῖς ἀτάκτοις κεχρῆσθαι καὶ τὴν φύσιν πρὸς κραυγὴν ἐκβιάζεσθαι, μήτε τι ἐπιλέγειν τῶν μὴ τῇ Ἐκκλησίᾳ ἁρμοδίων τε καὶ οἰκείων· ἀλλὰ μετὰ πολλῆς προσοχῆς καὶ κατανύξεως τὰς ψαλμῳδίας προσάγειν τῷ τῶν κρυπτῶν ἐφόρω Θεῷ». Μὲ ἄλλα λόγια οἱ κανόνες προτρέπουν τοὺς ψάλτες νὰ ψάλλουν μὲ προσοχὴ καὶ κατάνυξη, ἀλλὰ νὰ μὴ λένε πράγματα ἀνάρμοστα καὶ ξένα πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Ἐπίσης ἕνας ἄλλος κανόνας δὲν ἐπιτρέπει νὰ ψάλλει ὁ ὁποιοσδήποτε στὸ ἀναλόγιον παρὰ μόνο οἱ κανονικοὶ ψάλτες, ἐπιτάσσει μάλιστα τὴν «ἀπὸ διφθέρας» καὶ ὄχι τὴν «ἀπὸ στήθους» ψαλμωδία.
Ὅταν ὁ ἱεροψάλτης ἀπομακρύνεται ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς θεῖες καὶ ἱερὲς ἐπιταγές, ἀλλοιώνεται ἡ φύση τῆς λειτουργικῆς μας παραδόσεως. Εἶναι φανερὰ ἡ ἀπαίτησις τῶν Κανόνων καὶ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, ποὺ εἶναι βασικὴ καὶ αὐστηρά. Ἡ ἀποστολὴ τοῦ ἱεροψάλτου εἶναι σαφής. Κρατεῖ ἀνὰ χεῖρας τὰ κείμενα τῶν ἱερῶν ὑμνῳδῶν. Δὲν καλεῖται νὰ τὰ διαβάσει μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο καὶ μάλιστα τροχάδην. Μὲ τὴ μουσικὴ ἐπένδυση καλεῖται νὰ ἐκτελέσει τὰ κείμενα μὲ τὴν σπουδαία του τέχνη, ὥστε ὁ ἔμμετρος καὶ ἐμμελὴς λόγος νὰ γίνει κτῆμα- κοινὸν τοῦ πιστοῦ μὲ τὸν πλέον ἁρμονικὸ τρόπο. Ἑπομένως, ὅταν ἐκτελεῖ τὸν ὕμνο ὁ ἱεροψάλτης μὲ τὸ μουσικὸ βιβλίο ἀνὰ χεῖρας, ἑρμηνεύει τὸ περιεχόμενο αὐτοῦ. Μεταδίδει καθαρὰ καὶ ἀπὸ τὸν πιστὸ εὐπρόσδεκτα τὴν ἱερὰ ὑμνῳδία, ὥστε νὰ μετέχει στὸ βάθος τῶν ὑψηλῶν νοημάτων, σχεδὸν νὰ συλλαμβάνει τὴν ἔμπνευση τοῦ ὑμνογράφου διὰ τῆς μουσικῆς ἐκτελέσεως καὶ σχεδὸν ἀθελήτως νὰ προσεύχεται. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ ἀποκλειστικὸς σκοπὸς τῶν τελουμένων ἐντὸς τοῦ ναοῦ, νὰ κατορθώνει ὁ πιστὸς τὴν ἕνωσή του μὲ τὸ Θεό, Θὰ μποροῦσα νὰ ἰσχυριστῶ ὅτι ὁ ἱεροψάλτης στὴν ἐκτέλεση τῶν ὑψηλῶν καθηκόντων του μετέχει πρῶτος αὐτὸς στὰ τελούμενα, ψάλλει προσευχόμενος καὶ προσεύχεται ψάλλοντας. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ καταξίωσίς του, ποὺ δὲν συγκρίνεται μὲ καμία ἄλλη ψυχῆς εὐωχία. Σὲ τελικὴ ἀνάλυση, ἡ συμμετοχὴ τοῦ ἱεροψάλτου γίνεται σοβαρὰ συμβολὴ στὴ ἐπιτυχία τῶν διδακτικῶν, θεολογικῶν καὶ ποιμαντικῶν σκοπῶν τῆς Θ. Λειτουργίας.
* * *
Στὴ συνέχεια θ᾿ ἀναφερθῶ στὸν πλοῦτο τῆς Θ. Λειτουργίας καὶ λατρείας μέσα στὸν ὀρθόδοξο ναό, ὅπου πρωταγωνιστὴς στὰ τελούμενα εἶναι ὁ Ἱερεὺς καὶ ἀμέσως ἑπόμενος ὁ ἱεροψάλτης. Ὡς γνωστόν, ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ὁ χριστιανικὸς ναός, μὲ τὴν ἀρχιτεκτονική του διαμόρφωση εἶναι γεμάτος συμβολισμοὺς καὶ πᾶν ὅ,τι τελεσιουργεῖται γίνεται ὑπὸ τὸν θόλον τοῦ ναοῦ, ποὺ συμβολίζει τὸν οὐρανόν. Οἱ καταγραφὲς ἐπιφάνειες τοίχων, τόξων, καμάρων μὲ ἀπόδοση τῆς δογματικῆς διδασκαλίας σὲ σειρὰ πινάκων καὶ φορητῶν εἰκόνων, καθὼς καὶ τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας (βίος Παναγίας, μαρτύρια ἁγίων, Θ. Λειτουργία, μεγάλα γεγονότα, ὅπως Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι κλπ. ἀποτελοῦν γιὰ τὸν ἐκκλησιαζόμενο ὀρθόδοξο χριστιανὸ τὴν ἀναπαράσταση τοῦ μεγάλου οἰκοδομήματος τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου λατρεύεται ὁ Τριαδικὸς Θεός. Ξυλόγλυπτες διακοσμήσεις στὸ τέμπλο, στὰ προσκυνητάρια, στὰ στασίδια, φῶτα καὶ πολύφωτα πολυελαίων, καμπάνες, εξαπτέρυγα, προσωπικό, προσδίδουν μεγαλοπρέπεια ἐντὸς τοῦ ναοῦ καὶ καθιστοῦν τὸν πιστὸ ὑπεύθυνον ἐνώπιον τοῦ μεγαλείου τοῦ Θεοῦ. Μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε τὴν ἀποκάλυψη ἑνὸς φωταγωγημένου ναοῦ ποὺ νὰ εὐωδιάζει ἀπὸ ἁγνὸ λιβανωτό. Ἀλλὰ μέσα σὲ αὐτὴ τὴν φαντασμαγορικὴ ἀτμόσφαιρα κυριαρχεῖ ἡ βροντώδης φωνὴ τοῦ ἱεροψάλτου, συμπορευομένου μὲ τὸν λειτουργοῦντα Ἱερέα (ὕμνοι, δεήσεις, ἀντιφωνήσεις, ἁρμονικὴ συμφωνία). Ὅλα αὐτὰ σημαίνουν Θ. Λειτουργία σὲ ὀρθόδοξο ναὸ καὶ δι᾿ αὐτῆς λατρεία τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ. Καὶ μέσα στὰ διαδραματιζόμενα τελετουργικὰ ὁ πιστὸς προσευχόμενος. Αὐτὸς εἶναι ὁ ρόλος ἑνὸς γοητευτικοῦ, κατηρτισμένου καὶ καλλιφώνου ἱεροψάλτου.
Ὁ πάσης φύσεως ἐξοπλισμὸς τοῦ ἱεροψάλτου ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς ἕνα πολὺ ἐνδιαφέρον στοιχεῖον στὴ γενικότερα ἐξέταση τῆς ἀποστολῆς του ὡς λειτουργικοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας. Στὸν ἐξοπλισμὸ περιλαμβάνονται ὅσα χαρίσματα φέρει ἐξ αὐτῆς τῆς φύσεως τῆς ἀποστολῆς του καὶ ὅσα ἐκ Θεοῦ ἀναδεικνύουν τὸν ἱεροψάλτη ὡς ἠθικὴ καὶ πρακτικὴ προσωπικότητα» ποὺ γεμίζει τὸ ἀναλόγιο καὶ ραμφίζει τὸ θόλο τοῦ ναοῦ. Ἀφοῦ δεχόμεθα, ὅτι ἡ ἀποστολὴ τοῦ ἱεροψάλτου εἶναι νὰ ὑμνεῖ τὸ Θεὸ «ἐν παντὶ καιρῷ καὶ πάσῃ ὥρᾳ» ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τοῦ ναοῦ καὶ σὲ κάθε λειτουργικὴ ἐκδήλωση καὶ νὰ βοηθεῖ - ἂς πῶ νὰ ἐπιβάλλει -στὸν χριστιανὸ νὰ προσεύχεται, πρῶτο καὶ βασικὸ χάρισμα Θεοῦ εἶναι νὰ ἔχει ὡραία φωνή. Ἡ φωνὴ εἶναι ὄργανο, εἶναι δῶρο Θεοῦ καὶ χρησιμοποιεῖται εἰς δόξαν Θεοῦ· χρησιμοποιεῖται ὅμως ἐντέχνως. Ὁ ἱεροψάλτης εἶναι μουσικός, δὲν αὐτοσχεδιάζει. Ἡ Μουσικὴ ἐκφράζεται μὲ σημαδόφωνα καὶ κινεῖται μὲ κανόνες, ποὺ ὑπηρετοῦν τὴν ἁρμονία καὶ ὑπάρχει ἡ σοβαρὰ δέσμευσις ὅτι τὰ στοιχεῖα τῆς ὑψηλῆς αὐτῆς Τέχνης εἶναι θρησκευτικά· ἑπομένως γίνονται ἐπενδύτης στὰ Ἱερὰ κείμενα. Συνάπτεται λοιπὸν ἡ Ποίησις -ἡ Ἐκκλησιαστική- ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὸν ἔμμετρο λόγο, μὲ τὴ βυζαντινὴ παρασημαντικὴ δηλαδὴ τὴ γνωστὴ ὀκτωηχία μὲ ὅλη τη θαυμαστὴ ποικιλία τῶν μουσικῶν διαστημάτων καὶ κοντὰ στὸν λόγο ἀκολουθεῖ τὸ μέλος· καὶ τὸ μέλος δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νὰ εἶναι ἐκκλησιαστικόν, ὥστε ὁ μουσικὸς ἐπενδύτης νὰ αἰσθητοποιεῖ τὸ Ἱερὸ περιεχόμενο τοῦ ὕμνου, νὰ γίνεται μ᾿ ἄλλα λόγια ἠχητικὸ ὄργανο τοῦ ἐμμέτρου λόγου.
Ἂν καὶ περιττεύει, ἂς σημειωθεῖ, ὅτι στὴν Ψαλτικὴ πρόχειροι καὶ ἄτεχνοι αὐτοσχεδιασμοί, παραποιήσεις μουσικῶν κειμένων, δυσφημίζουν τὴ μουσικὴ τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἐπιφέρουν ἀνυπολόγιστες βλάβες σ᾿ αὐτὴν τὴν μεγάλη μουσικὴ κληρονομία τοῦ Ἔθνους καὶ τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐγωισμός, ὑπερηφάνεια, ἰδιόρρυθμα φωνητικὰ τεχνάσματα, αὐθαίρετες διασκευὲς καὶ ὑπερβολικοὶ μελῳδικοὶ γλυκασμοί, ὅπως ἔλεγεν ὁ λόγιος Πατριάρχης Μελέτιος ὁ Πηγᾶς, δὲν εὐφραίνουν τὴν ψυχὴ καὶ δὲν κρατοῦν νηφάλιο τὸ πνεῦμα τοῦ προσευχομένου, διότι προκαλοῦν τὴν ἀποχαύνωση καὶ τὴ διάσπαση τῆς προσοχῆς. Ὁ πιστὸς καταδικάζεται νὰ παρακολουθήσει τὸ θεολογικὸ μήνυμα τοῦ ψαλλομένου ὕμνου, ὡς ξηρὸ ἄκουσμα, χωρὶς τὸ ὑψηλὸ πνευματικὸ περιεχόμενό του, χωρὶς νὰ τὸ ἀπολαμβάνει ὡς καλλίστευμα λόγου καὶ μέλους.
Τὸ ἀμέσως ἑπόμενο στοιχεῖο στὸν ἐξοπλισμὸ τοῦ ἱεροψάλτου εἶναι τὸ ἦθος. Πρῶτον χαρακτηριστικὸν εἴπαμε, εἶναι γιὰ ἕναν ψάλτη ἡ φωνή, μὲ τὴν ὁποία τὸν ἐπροίκισε ὁ Θεός. Δεύτερον ἡ τέχνη, ποὺ σπουδάζεται ὡς γνῶσις καὶ ἐκτέλεσις ἢ ἑρμηνεία. Τρίτον τὸ ἦθος γιὰ τὸν ἱεροψάλτη μὲ σχετικὴ ἀνάλυση τοῦ ὄρου. Πρῶτον δὲ ἀπὸ τὰ πολλὰ στοιχεῖα τοῦ ἤθους εἶναι ἡ εὐπρέπεια. Ἐνδυμασία καθαρὰ καὶ καλῇς διατηρήσεως. Ἀκολούθως ράσο κλειστό. Στὸ στασίδι στάσις σεμνή, ἀπηλλαγμένη ἀπὸ ἄσκοπες, περιττές, νευρικὲς ἢ ἐπιδεικτικὲς κινήσεις, χειρονομίες, ψιθυρισμούς. Στὸ ἦθος ὑπάγεται καὶ τὸ ὕφος. Τοῦτο κατὰ τὸ πλεῖστον εἶναι ἔμφυτον, ἀλλὰ συμπορεύεται ἐπίσης μὲ τὸν σεμνὸν χαρακτήρα τοῦ ἱεροψάλτου καὶ μὲ τὴν ὀρθὴν ἑρμηνείαν τῆς μουσικῆς σημειογραφίας. Οἱ ὕμνοι ἔχουν καθένας χωριστὰ καὶ πολλοὶ μαζὶ φρόνημα καὶ ἐξαρτοῦν τὴ μουσικὴ ἐκτέλεση ἀπὸ τὸ φρόνημα τοῦ ἱεροψάλτου, ποὺ ἀπαραιτήτως πρέπει νὰ εἶναι αὐστηρὰ ἐκκλησιαστικό, σεμνό, ἄνευ ἐπιδείξεων καὶ ἀσεβῶν χειρονομιῶν ἢ μορφασμῶν ἢ μεμψιμοιριῶν.
Ὅταν βεβαίως ἀναφερόμαστε στὸ ὕφος τῆς Μ.Χ.Ε., δὲν ἐννοοῦμε ὑποχρεωτικῶς νὰ κατάγεται κάποιος ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολι, ἀλλὰ κυρίως τὴν ἔκφραση τοῦ βυζαντινοῦ μέλους καὶ τὴν συνεπὴ, κατὰ τὴν παράδοσι, ἀπόδοση τῶν σημαδοφώνων.
Γιατί ὅλες αὐτὲς οἱ ἀπαιτήσεις; Ἁπλούστατα, γιὰ νὰ ἐξασφαλιστεῖ ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξις, νὰ μὴ διασπαστεῖ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ πιστοῦ, μὲ κίνδυνο νὰ παρασυρθεῖ σὲ συμπεριφορὰ ποὺ ἔχει θέση ἐντὸς κοσμικοῦ κέντρου. Ὁ πιστὸς ἐντὸς τοῦ ναοῦ δὲν ἀπασχολεῖται μὲ ἐξωεκκλησιαστικὰ ζητήματα, δὲν συνομιλεῖ μὲ τὸν παραπλεύρως αὐτοῦ εὑρισκόμενον. Ἦλθε νὰ προσευχηθεῖ καὶ ὁ καλὸς ψάλτης τὸν δρομολογεῖ νὰ προσευχηθεῖ. Ψάλτης ποὺ δὲν ἐκτελεῖ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, ἢ ποὺ δὲν συμμετέχει στὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἀποβαίνει κάκιστο παράδειγμα γιὰ τὸν ἐκκλησιαζόμενο πιστό.
Στὸν ἴδιο τομέα ἤθους ὑπάγονται καὶ ἄλλα ζητήματα. Θὰ μποροῦσα π.χ. νὰ ἀναφερθῶ στὸν ἠλεκτρονικὸ ἰσοκράτη· καὶ σπεύδω ἀμέσως νὰ συστήσω τὴν ἀποφυγὴ χρήσεως τοῦ ἠλεκτρονικοῦ ἰσοκράτη, ποὺ τελευταῖα ἔχει εἰσχωρήσει σὲ κεντρικοὺς ναοὺς τῶν Ἀθηνῶν, δυστυχῶς μὲ τὴν ἀνοχὴ τῶν Ἱερέων καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν συμβουλίων, παρὰ τὴ ρητὴ ἀπαγόρευση τῆς εἰδικῆς ἐγκυκλίου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Μὲ αὐτὴ τὴ νέα ἐμφάνιση σίγουρα διαγράφεται ἕνας σοβαρὸς κίνδυνος γιὰ μηχανοποίηση τῆς ψαλμῳδίας μέσα στὴν Ἐκκλησία... ὁ τρόπος αὐτὸς τῆς ψαλμῳδίας μέσα στὸν Ἱερὸ Ναὸ μὲ τὴ συνοδεία τοῦ ἠλεκτρονικοῦ ἰσοκράτη, διασαλεύει τὴν τάξη στὴν ὅλη λειτουργικὴ διαδικασία, ἀφοῦ ἀλλοιώνει τὸ χαρακτῆρα καὶ τὴ μορφὴ τῆς ψαλμῳδίας. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό. Ἀρχίζοντας μὲ τὸν ἰσοκράτη, ποὺ ἐντελῶς αὐθαίρετα καὶ ἐπιπόλαια χρησιμοποιοῦν μερικοὶ ψάλτες, εἶναι, μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια βέβαιο, ὅτι θὰ ἀκολουθήσει ἡ κατασκευὴ καὶ ἄλλων ἠλεκτρονικῶν ὀργάνων, ποὺ ὄχι μόνο θὰ συνοδεύουν τὸν ψάλτη κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ψαλμωδίας, ἀλλὰ σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις θὰ τὸν ἀντικαθιστοῦν ἐξ ὁλοκλήρου!» Ἔτσι θὰ ἔχουμε ὁλοκληρωτικὴ παραποίηση καὶ ἐκκοσμίκευση στὴ μυστηριακὴ δομὴ καὶ φυσιογνωμία τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, μὲ πρωταγωνιστὴ τῶν νεωτερισμῶν τὸν Ἱεροψάλτη, ποὺ θὰ ἀναδεικνύεται ἀντιπαραδοσιακός, χωρὶς σεμνότητα καὶ ἦθος ἐκκλησιαστικό.
Μήπως θὰ προχωρήσουμε καὶ σὲ ἐφαρμογὴ ψηφιακῆς ἐκφωνητικῆς ἀνάγνωσης κειμένου; Σημειώνεται ὅτι τέτοια δυνατότητα παρέχεται δωρεὰν ὡς συνοδευτικὸ λογισμικὸ τῶν καρτῶν ἤχου σὲ κάθε ὑπολογιστή. Θὰ περάσουμε λοιπὸν καὶ στὸν ἠλεκτρονικὸ ἀναγνώστη; Θὰ καταργήσουμε λοιπὸν καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἀναγνώστη; Μήπως βαθμιαῖα φθάσουμε καὶ στὸν ἠλεκτρονικὸ ψάλτη; Ἄλλως τε παρέχεται ἡ δυνατότητα ἀναπαραγωγῆς ὕμνων, ἡ ὁποία σὲ καμία περίπτωση δὲν προσεγγίζει τὴν ποιότητα καὶ χροιὰ τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς, διότι παράγεται μέσω λογισμικῶν ἀπὸ τὶς διαφοροποιήσεις κάποιων ἀρχικῶς μαγνητοφωνημένων φωνητικῶν δειγμάτων.
Ἀτελείωτος μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ λόγος γιὰ ὅσα τελετουργοῦνται ἐντὸς κάθε ὀρθοδόξου ἱεροῦ τεμένους, ἀλλὰ πρὶν ἐγκαταλείψω τὸ βῆμα, συγχωρῆστε μου νὰ κάμω σύνοψη τῶν ὅσων ἔθιξα σὲ μία τελευταία, σύντομη ἀνάλυση.
Μέσα στὸ ναὸ ἐπιτυγχάνεται ἡ ἀπευθείας κοινωνία τοῦ πιστοῦ μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό. Ὁ ναὸς εἶναι καταστόλιστος μὲ ὅσα ἔργα παράγει ὁ πολιτισμός, ἀλλὰ γίνεται μοναδικὸς τόπος προσευχῆς ὅταν τελεῖται ἡ Θ. Λειτουργία. Ὁ πιστὸς λατρεύει τὸν Δημιουργό Του, Παντοδύναμο Θεό, ἐν παντὶ καιρῷ καὶ πάσῃ ὥρᾳ, ἀλλὰ τὴν ὥρα ποὺ τελεῖται ἡ ἀναίμακτη θυσία ἀπὸ τὸν λειτουργὸ Ἱερέα ἐνώπιον τοῦ Θυσιαστηρίου, ὁ ἱεροψάλτης χειραγωγεῖ τὸν πιστό, μὲ τὴν ἑρμηνεία τῶν τροπαρίων, ὥστε νὰ αἰσθάνεται πὼς εὑρίσκεται σὲ μυσταγωγία, κατάνυξη, προσευχὴ καὶ ἐπικοινωνία μὲ τὸ Θεό.
Σὲ ἔξαρση χριστιανικὴ εὑρισκόμενος πρῶτος ὁ ἱεροψάλτης, συμβάλλει θετικά, ἀποφασιστικὰ καὶ μοναδικὰ νὰ νοιώθει τὸ ἐκκλησίασμα πὼς εἶναι ἑνωμένο εἰς ἕνα μὲ τὸν σεμνὸ ἱεροψάλτη καὶ μάλιστα ἀνάμεσα στὰ μέλη τῆς χορωδίας του.
Ὁ Θεὸς εὐλογεῖ αὐτὸ τὸ λειτούργημα. Κανένας ἱεροψάλτης δὲν ἰσχυρίσθη ποτὲ ὅτι εἶναι ἐπαγγελματίας. Ὁ Ἱερεὺς λειτουργεῖ, ὁ ψάλτης εἶναι συλλειτουργός! Τὸ ἐκκλησίασμα ὑποκλίνεται ἔναντι ἀμφοτέρων τῶν παραγόντων τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ.
Σᾶς εὐχαριστῶ ποὺ ἀκούσατε,
Πρωτοπρεσβύτερος
Χρῖστος Δ. Κυριακόπουλος
Κηφισιά, 2 Μαρτίου 2002