Ο ΔΗΜΗΤΣΑΝΙΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΗΣ
ΙΩΣΗΦ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
ἐθνομάρτυς καὶ ἱερομάρτυς

Γράφει ὁ πρωτ. Χρ. Κυριακόπουλος

Ἀπὸ τὰ χρόνια της μαθητικῆς ζωῆς μου, ὅταν διάβαινα ἀπὸ τὸν περίβολο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους στὴ Δημητσάνα Γορτυνίας, σταματοῦσα εὐλαβικὰ μπροστὰ στὴ μαρμάρινη προτομὴ ἑνὸς ἱεράρχη. Ἐνδιαφέρθηκα νὰ μάθω γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ μαρτύριό του· μὲ συγκλόνιζε ἡ προσωπικότητά του καὶ μὲ γοήτευε ἡ καταγωγή του ἀπὸ τὰ χώματα τῶν προγόνων μου στὴν ὀρεινὴ Ἀρκαδία. Ἀναρωτιόμουν μάλιστα ἐὰν καὶ πόσοι ἀπὸ τοὺς ἐπισκέπτες τῆς τουριστικῆς σήμερα Δημητσάνας γνωρίζουν ὅτι πρόκειται γιὰ τὸν ἐθνομάρτυρα Ἰωσὴφ Ἀντωνόπουλο ἤ, κατ᾿ ἄλλους, Δαλιβήρη, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὴ Δημητσάνα περὶ τὸ 1761.

Ἡ Δημητσάνα ἔχει παράδοση στοὺς γενναίους κληρικοὺς ποὺ θυσιάστηκαν γιὰ τὸν Ἀγώνα τῆς ἐθνικῆς παλιγγενεσίας. Ἰδιαίτερα κατὰ τὴν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας ἀνέδειξε πολλοὺς ἀξιόλογους ἄνδρες, ποὺ ἐργάστηκαν τόσο στὸν ἐκκλησιαστικό, ὅσο καὶ στὸν εὐρύτερα ἐθνικὸ καὶ κοινωνικὸ χῶρο γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Γένους. Ἀπὸ ἐκεῖ, ἄλλωστε, καταγόταν καὶ ὁ Παλαιῶν Πατρὼν Γερμανὸς καὶ ὁ πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε´, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Ἰωσὴφ ἦταν συνομήλικος, ἢ λίγο νεώτερός του.

Ὁ Ἰωσὴφ –τὸ βαπτιστικὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου ἦταν Ἰωάννης– προερχόταν ἀπὸ τὴ γνωστὴ οἰκογένεια τῶν Ἀντωνόπουλων, ἡ ὁποία προσέφερε πολλὰ στὸν ἀγώνα τοῦ 1821. Μέχρι πρόσφατα ὑπῆρχε ἡ ἄποψη ὅτι ἔφερε τὸ ἐπώνυμο Δαλιβήρης, ὥσπου δημοσιεύτηκαν τὰ Ἀπομνημονεύματα τοῦ Κανέλλου Δεληγιάννη, ὅπου ἀναφέρεται, μὲ ἀφορμὴ τὸ γεγονὸς τῆς ἱδρύσεως μπαρουτόμυλων στὴ Δημητσάνα, ὅτι στὴν προσπάθεια αὐτὴ τῶν δύο ἀδελφῶν, τοῦ Νικολάου καὶ τοῦ Σπυρίδωνος Σπηλιωτοπούλου, συνέβαλε σημαντικὰ καὶ ὁ προκριτότερος τῆς πόλεως «Ἀθανάσιος Ἀντωνόπουλος, ἀδελφὸς τοῦ Ἰωσὴφ μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, ὅστις ἐφονεύθη ἀπὸ τὸν σουλτάνον εἰς Κωνσταντινούπολιν μετὰ τοῦ ἀοιδίμου πατριάρχου Γρηγορίου, τοῦ Δέρκων, Ἐφέσου καὶ ἄλλων ἀρχιερέων...».

Ὅπως γίνεται ἀντιληπτό, τὴν προσωπικότητα τοῦ Ἰωσὴφ ἀνασυνθέτουμε ἀπὸ σποραδικὲς εἰδήσεις ποὺ ὑπάρχουν γιὰ τὸ πρόσωπό του, ἐφ᾿ ὅσον δὲν διαθέτουμε κάποια πλήρη βιογραφία του. Κυρίως οἱ πληροφορίες ποὺ διαθέτουμε προέρχονται ἀπὸ τὶς δύο περιόδους, κατὰ τὶς ὁποῖες διετέλεσε συνοδικὸς ἀρχιερέας στὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως. Κατ᾿ αὐτὲς τὶς περιόδους λοιπὸν συναντοῦμε τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Ἰωσὴφ σὲ πολλὰ σπουδαῖα συνοδικὰ ἔγγραφα.

Τὴν πρώτη ἐγκύκλιο παιδεία του ἔλαβε ὁ Ἰωσὴφ πιθανώτατα στὴ γενέτειρά του, ὅπου, ἄλλωστε, καὶ πρὶν τὴ σύσταση τῆς γνωστῆς Ἑλληνικῆς Σχολῆς λειτουργοῦσε ἀνεπίσημα σχολεῖο. Ἄγνωστος παραμένει ὁ τόπος ὅπου συνέχισε τὶς σπουδές του. Μᾶλλον μετέβη στὴ Σμύρνη, ὅπου συνήθιζαν νὰ καταφεύγουν πολλοὶ ἀπὸ τὴν πατρίδα του, ὅπως λ.χ. ὁ Γρηγόριος ὁ Ε´, ἀλλὰ καὶ οἱ ἱδρυτὲς τῆς Σχολῆς τῆς Δημητσάνας. Ἕνας ἄλλος τόπος ποὺ προσέλκυε πολλοὺς νέους προερχόμενους ἀπὸ τὴν Δημητσάνα ἦταν ἡ Κωνσταντινούπολη, ὅπου διέμεναν πολλοὶ πλούσιοι ἔμποροι καταγόμενοι ἀπὸ αὐτή, καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Σὲ κάποιον λοιπὸν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς χώρους ὁ Ἰωσὴφ συμπλήρωσε τὴ μόρφωσή του, τὴν ὁποία ἄλλωστε ὁ μοναχὸς Χριστοφόρος ὁ Προδρομίτης χαρακτηρίζει «ἱκανὴν παίδευσιν, τήν τε θύραθεν καὶ μάλιστα τῶν καθ᾿ ἡμᾶς παιδευμάτων». Ὁ Μανουὴλ Γεδεὼν εὔστοχα τὸν χαρακτηρίζει «πεπαιδευμένον καὶ φιλόμουσον κληρικόν». Ἀργότερα, ὅταν ὁ Γρηγόριος ὁ Ε´ ἀνέρχεται στὸν πατριαρχικὸ θρόνο, συναντοῦμε τὸν Ἰωσὴφ ἀρχιδιάκονο τοῦ μητροπολίτου Ἐφέσου. Ἐνδεικτικὸ τῆς ἀξιόλογης πνευματικότητας ἀλλὰ καὶ τοῦ ὑψηλοῦ ἐπιπέδου τῆς παιδείας τοῦ Ἰωσὴφ ἦταν ἡ στενή του σχέση μὲ τὰ βιβλία καὶ τοὺς συγγραφεῖς. Ἀνῆκε ἀναμφίβολα στὴν κατηγορία τῶν λογίων καὶ μορφωμένων κληρικῶν. Ἡ πατριαρχικὴ σύνοδος ἐκτιμώντας τὰ πνευματικά του προσόντα τὸν διόρισε ἐπιθεωρητὴ τῆς μεταφράσεως τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης. Ἡ τοποθέτησή του αὐτὴ ὡς ἐπιθεωρητὴ τῆς μεταφράσεως δείχνει ὅτι στὸ Πατριαρχεῖο, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐκτίμηση καὶ συμπάθεια μὲ τὴν ὁποία τὸν περιέβαλε ὁ συμπατριώτης του Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε´, ὑπολόγιζαν τὴν μόρφωσή του ἀλλὰ καὶ τὸ αὐθεντικό του ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα.

Στὴ συνέχεια ἀνακηρύχθηκε Μέγας Πρωτοσύγκελλος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐνῶ ἀπὸ τὶς 20 Αὐγούστου τοῦ 1797 ἐξελέγη μητροπολίτης Δράμας (1797-1810). Στὸν ἐν λόγῳ μητροπολιτικὸ θρόνο τὸν ὁδήγησαν ἡ βαθειὰ πίστη του στὸν Χριστό, ἡ ἐργατικότητά του, ἡ λιπαρὰ παιδεία του, ἡ ἀφοσίωσή του στὴν Ἐκκλησία καὶ ὁ πατριωτισμός του. Χειροτονήθηκε μάλιστα ἀπὸ τὸν Γρηγόριο τὸν Ε´. Σημειωτέον πὼς μεταξὺ τῆς γενέτειράς του καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς του ἐπαρχίας ὑπῆρχε ἕνας μυστικὸς στενὸς σύνδεσμος, ἀφοῦ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς συμπατριῶτες του εἶχαν περάσει ἀπὸ τὴ Δράμα, ὅπως π.χ. ὁ Διονύσιος ὁ Α´, τοὐπίκλην «ὁ Σοφός», ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται δεύτερος κτίτωρ τῆς μονῆς τῆς Εἰκοσιφοινίσσης, ὁ Γρηγόριος ὁ Ε´, ὁ ὁποῖος κατέφυγε στὴν ἴδια μονή, ὁ μητροπολίτης Δράμας Ἀθανάσιος (1593-1608), καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Στὸ ἐξώφυλλο μιᾶς χειρόγραφης λειτουργίας τοῦ 1736 μ.Χ. βρίσκουμε μία ἰδιόγραφη σημείωση τοῦ Ἰωσήφ, ποὺ φέρεται ὅτι εἶναι γραμμένη τὸν Μάρτιο τοῦ ἔτους 1800 μ.Χ. Στὴ σημείωση αὐτὴ ἀναφέρονται τὰ ὀνόματα ὅλων των προκατόχων τοῦ Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι προβαίνει σὲ αὐτὴ τὴν ἐνέργεια ἀπὸ σεβασμὸ στὴ μνήμη ὅλων ὅσων ἀρχιεράτευσαν νωρίτερα στὴν ἴδια μητρόπολη καὶ ἰδιαίτερά τῶν συμπατριωτῶν του.

Ὁ Ἰωσὴφ διακρινόταν ἰδιαίτερα γιὰ τὴν μόρφωσή του, τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἐργατικότητά του. Συνέβαλε μάλιστα οἰκονομικὰ στὴν ἔκδοση διαφόρων ἔργων, ὅπως π.χ. τῆς «Ἐπιτομῆς χρονολογικῆς τῆς Γενικῆς Ἱστορίας, ἐκ τῆς Γαλλικῆς εἰς τὴν ἡμετέραν μετενεχθείσης διάλεκτον, μετὰ πλείστων σημειώσεων, ἐπαυξηθείσης ὑπὸ τοῦ φιλογενοῦς Λάμπρου Ἀντωνιάδου, τοῦ ἐκ Μοισίας» καὶ τῆς «Γεωγραφίας» τοῦ Διονυσίου Πύρρου του Θετταλοῦ, ἡ ὁποία ἐκδόθηκε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1818. Ἐπίσης προέτρεψε τὸν ὅσιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη στὴ σύνταξη τοῦ Συναξαριστοῦ, ἑνὸς ἔργου τὴν ἔκδοση τοῦ ὁποίου εἶχε ὑποσχεθεῖ νὰ χρηματοδοτήσει. Πράγματι, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, τὸ 1819, ὁ Ἰωσὴφ ἐκπλήρωσε τὴν ὑπόσχεσή του, ἐπιθυμώντας μόνο νὰ παραμείνει μυστικὴ ἡ προσφορά του. Τέλος, ἐνίσχυσε οἰκονομικὰ καὶ τὴ Σχολὴ τῆς γενέτειράς του.

Ἀπὸ τὸ φθινόπωρο πιθανώτατα τοῦ 1808-1809 ὁ Ἰωσὴφ μετεῖχε στὴν Πατριαρχικὴ Σύνοδο ὡς μητροπολίτης Δράμας. Κατὰ τὴν διάρκεια αὐτῆς τῆς περιόδου συναντοῦμε τὴν ὑπογραφή του σὲ διάφορα συνοδικὰ ἔγγραφα μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ στὸ ἔντυπο σιγίλλιο τοῦ πατριάρχου Καλλινίκου Ε´ τὸ 1809, ποὺ συνιστᾶ ὑποταγὴ στὴν ὀθωμανικὴ ἐξουσία, τόσο στοὺς μητροπολίτες ὅσο καὶ στοὺς χριστιανούς. Κατὰ τὸν Νοέμβριο τοῦ 1810 ὁ Ἰωσὴφ μετατέθηκε στὴ Θεσσαλονίκη, γιὰ νὰ διαδεχθεῖ τὸν ἀποθανόντα Γεράσιμο. Ἡ μητρόπολη τῆς Δράμας ἦταν μία πτωχὴ ἐκκλησιαστικὴ περιφέρεια σὲ σχέση μὲ τὴ Θεσσαλονίκη· ἔτσι ἡ προαγωγὴ αὐτὴ ἀποτελοῦσε μιὰ ἔμπρακτη ἀναγνώριση τῆς προσφορᾶς τοῦ Ἰωσήφ.

Ἀπὸ τὴν περίοδο τῆς ποιμαντορίας του στὴ Θεσσαλονίκη διασώζεται μία ἐνθύμηση σὲ ἕνα χειρόγραφο τοῦ 15ου-16ου αἱ., ποῦ ἀναφέρεται σὲ κάποια ἐπίσκεψή του στὴ μονὴ Βλατάδων. Σημειώνεται, λοιπόν, πὼς «͵αωιβ´ (1812) Φεβρουαρίω β´ ἦλθεν ὁ ἅγιος Θεσσαλονίκης κὺρ Ἰωσήφ. Ὁ γράψας σύγκελλος Ἄνθιμος». Ἀργότερα, τὸ 1815, σὲ κώδικα τοῦ 1789 ποὺ ἀνῆκε στὸν ἱερὸ ναὸ τῆς Παναγούδας, βρίσκουμε μία σημείωση ποὺ ἀναφέρει ὅτι ἐθεωρήθη ὁ λογαριασμὸς τοῦ ἐπιτρόπου Γ. Πάϊκου κατὰ τὸν Ἰούνιο τοῦ 1815 μ.Χ. ἐνώπιόν του ἀρχιερέως· στὸ τέλος ὑπάρχει ὑπογραφὴ τοῦ μητροπολίτη: «οὕτως † ὁ Θεσσαλονίκης Ἰωσὴφ ὑποβεβαιοῖ».

Κατὰ τὰ ἔτη 1819-1821, ὁ Ἰωσὴφ μετεῖχε καὶ πάλι στὴν Πατριαρχικὴ Σύνοδο, αὐτὴ τὴν φορὰ βέβαια ὡς μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Ἔτσι συναντοῦμε τὴν ὑπογραφή του σὲ ἀρκετὰ συνοδικὰ ἔγγραφα καὶ γράμματα, ὅπως στὴν ἐγκύκλιο τοῦ 1820, τὴν ὁποία ἀπευθύνει ὁ Γρηγόριος ὁ Ε´ πρὸς τὸν μητροπολίτη, τοὺς ἐπισκόπους καὶ τὸν λαὸ τῆς Θεσσαλονίκης, μὲ σκοπὸ νὰ μὴν παρασυρθοῦν ἀπὸ τὸ κίνημα τοῦ Ἀλῆ, ἀλλὰ νὰ παραμείνουν πιστοὶ στὸν Σουλτάνο. Ἐπίσης, τὸ 1821 ὁ Ἰωσὴφ ὡς συνοδικὸς ὑπογράφει καὶ τὴν ἀφοριστικὴ ἐπιστολὴ τῶν πρωταγωνιστῶν τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνος. Αὐτὲς οἱ ἐνέργειες τοῦ Ἰωσὴφ δὲν πρέπει, ὅπως ἔχει ἀποδειχθεῖ ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ ἔρευνα, νὰ ἐκληφθοῦν σὰν προδοτικές, ἀλλὰ νὰ ἑρμηνευθοῦν σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ ὅλο κλίμα τῆς περιόδου, καὶ κυρίως μὲ τὸν δύσκολο ρόλο ποὺ εἶχε ἀναλάβει τὸ πατριαρχεῖο ὡς προστάτης τοῦ χριστιανικοῦ πληθυσμοῦ. Ἀλλιῶς, ἐπιπόλαιες ἐνέργειες ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ θὰ ἀπέβαιναν μοιραῖες γιὰ τὸν χριστιανικὸ πληθυσμό· ὁ Τοῦρκος δυνάστης ἀναζητοῦσε τὴν εὐκαιρία γιὰ κήρυξη γενοκτονίας τοῦ χριστιανικοῦ καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ.

Μετὰ τὴν ἔκρηξη τῆς ἐπανάστασης στὶς παραδουνάβιες περιοχές, ὁ πατριάρχης διατάχθηκε διὰ φιρμανίου στὶς 9 Μαρτίου νὰ στείλει στὴν Πύλη κάποιους ἀπὸ τοὺς προκρίτους ἀρχιερεῖς. Ἴσως ὅμως αὐτὸ νὰ συνέβη ὅταν γνωστοποιήθηκε στὸν Σουλτάνο ἡ ἐξέγερση τῆς Πελοποννήσου, ὁπότε καὶ τοῦ ζητήθηκαν συγκεκριμένα πρόσωπα, διαφορετικὰ θὰ ὄφειλε νὰ θέσει καὶ τὸν ἑαυτό του στὴν ὁμάδα τῶν ἀποσταλέντων ἀρχιερέων στὴν Πύλη. Ἰδοὺ πῶς ἔλαβαν χώρα τὰ δραματικὰ περιστατικὰ: «Περὶ δὲ τὰ μέσα τῆς δ´ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν ἔρχεται διάταγμα πρὸς τὸν Πατριάρχην νὰ στείλῃ εἰς τὴν Πύλην τρεῖς ἐκ τῶν Ἀρχιερέων, τὸν Θεσσαλονίκης, τὸν Ἀδριανουπόλεως, καὶ τὸν Τουρνόβου, διὰ νὰ σταθῶσι μετὰ τῶν ἄλλων καὶ αὐτοὶ ὡς ἐνέχυροι ἀσφαλείας. Καὶ μετεκάλεσεν αὐτοὺς ὁ Πατριάρχης· οἱ δὲ ἦλθον περὶ τὸ γεῦμα· καὶ ἀφ᾿ οὗ συνέφαγε μετ᾿ αὐτῶν, μετά τινας περὶ τῶν παρόντων κακῶν ὀδυνηρὰς συνομιλίας, ἀναστὰς μὲ φωνὴν τεθλιμμένην, «Ἀδελφοί, (λέγει) οὕτως ἠθέλησεν ὁ Κύριος νὰ δείξει εἰς ἡμᾶς πολλὰ καὶ σκληρά. Ἄρτον ὀδύνης ἡμᾶς ψωμίζει καὶ ποτίζει οἶνον κατανύξεως. Ἰδοὺ τοῦτο τὸ διάταγμα προσκαλεῖ καὶ τοὺς τρεῖς ὑμᾶς νὰ ὑπάγετε σήμερον κατ᾿ εὐθεῖαν εἰς τὴν Πόρταν, κακεῖθεν εἰς τὴν φυλακὴν μετὰ τῶν ἄλλων ἀδελφῶν νὰ σταθῆτε ὡς ἐνέχυρα. Τί δὲ τὸ ἀποβησόμενον, καὶ εἰς μαρτύριον, δὲν θέλω πάντως βραδύνει νὰ σᾶς ἀκολουθήσω κἀγώ». Καὶ ταῦτα εἰπὼν ἔκλαυσε πικρῶς· συνεθρήνουν δὲ μετὰ τῶν Ἀρχιερέων τοῦ Πατριάρχου τὸν τελευταῖον ἐπὶ γῆς ἐν Χριστῷ ἀσπασμόν, καὶ κλίναντες τὰς κεφαλάς, ἀπῆλθον εἰς τὸν πρὸς ὃν ὅρον».

Ἡ παραπάνω διήγηση ἐπιβεβαιώνει περίτρανα τὴν ἐξέχουσα θέση τοῦ Μητροπολίτου Ἰωσήφ, μιὰ καὶ συμπεριλαμβάνεται ἀνάμεσα στοὺς πρώτους συλληφθέντες ἱεράρχες ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰωσὴφ ἀντιμετωπίζει τοὺς κινδύνους ποὺ συνεπαγόταν ἡ ἱερή του ἀποστολή, μὲ ἀποφασιστικότητα καὶ ἀπαράμιλλο θάρρος, συμπληρώνοντας ὡς ἑξῆς τοὺς λόγους τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου στὴν τελευταία τους συνάντηση : «Δὲν ἐχρειάζετο ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ διὰ νὰ μᾶς καταδείξει ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἐνώπιόν μας... Εἰς ταύτην τοῦ Βοσταντζῆ τὴν εἱρκτὴν δὲν θέτονται, εἰμὴ οἱ διὰ θάνατον, εἶπεν ὁ Θεσσαλονίκης» καὶ συμπλήρωσε ὁ Τυρνάβου Ἰωαννίκιος λέγοντας «Τὸν περιμένομεν ἀσμένως καὶ εἴθε τὸ αἷμα μας μόνον νὰ ἐπαρκέσῃ πρὸς τελεσφόρησιν τοῦ μεγίστου τούτου ἔργου...». Ἡ πρόβλεψη τοῦ Ἰωσὴφ γιὰ τὶς δοκιμασίες καὶ τὰ βασανιστήρια τὰ ὁποῖα θὰ ὑφίσταντο, ἐπαληθεύονται στὸ ἀγνώστου συγγραφέως βιβλίο «Περὶ τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε´», ὅπου καταγράφονται τὰ ἀκόλουθα: «Ἐντὸς ὑγροῦ ἠμιϋπογείου, φωτιζομένου ἀμυδρῶς ἐκ κρεμαμένης κανδήλας, ἔκειντο χαμαὶ ἄνευ στρωμνῶν ἁλυσοφόροι, πενιχροί, κατακονιορτισμένοι καὶ μὲ χάσκοντα τραύματα, οἱ ἀρχιερεῖς ὁ Διονύσιος Καλλιάρχης ὁ Ἐφέσου, ὁ Δέρκων Γρηγόριος, ὁ Νικομηδείας Ἀθανάσιος, ὁ Θεσσαλονίκης Ἰωσήφ, ὁ Τυρνόβου Ἰωαννίκιος, ὁ Ἀδριανουπόλεως Δωρόθεος ὁ Πρώιος, ὁ Ἀγχιάλου Εὐγένιος, καὶ διάφοροι ἄλλοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑπηρέται».

Μάλιστα οἱ συλλήψεις τῶν ἀρχιερέων ἔγιναν σταδιακά· πρῶτος συνελήφθη καὶ φυλακίσθηκε ὁ Ἐφέσου Διονύσιος, ἀφοῦ δὲν συναντοῦμε τὴν ὑπογραφή του σὲ κανένα ἀπὸ τὰ πατριαρχικὰ ἔγγραφα ποὺ ἀποκηρύσσουν τὸ κίνημα. Μετὰ ἀκολούθησαν ὁ Νικομηδείας Ἀθανάσιος καὶ ὁ Ἀγχιάλου Εὐγένιος ποὺ θανατώθηκαν μαζὶ μὲ τὸν πατριάρχη Γρηγόριο τὸν Ε´. Μετὰ τὴν 10η Ἀπριλίου ἢ κατ᾿ αὐτὴν συνελήφθησαν καὶ φυλακίσθηκαν στὸν Φοῦρνο τοῦ Μποσταντζήμπαση ὁ Δέρκων Γρηγόριος, ὁ Τυρνόβου Ἰωαννίκιος, ὁ Ἀδριανουπόλεως Δωρόθεος καὶ ὁ Θεσσαλονίκης Ἰωσήφ. Ἡ φυλάκιση τῶν ἀρχιερέων διήρκεσε γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα, διότι «ἐκ περιτροπῆς ἀνακρινόμενοι μόνον μὲ τοὺς διακόνους των οἱ ἀρχιερεῖς ἠδύναντο νὰ ἐπικοινωνῶσιν». Οἱ ἀρχιερεῖς ὑφίσταντο παντοειδεῖς στερήσεις.

Παραδίδεται ἱστορικὰ βάσει ἀντικειμενικῶν πηγῶν ὅτι 80 ἐπίσκοποι καὶ 8000 περίπου κληρικοὶ συνολικὰ ἔχυσαν τὸ αἷμα τους γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς πατρίδας μας ἀπὸ τὸν τυραννικὸ ὀθωμανικὸ ζυγὸ τῶν 400 χρόνων περίπου. Ὁ Ἰωσὴφ μαζὶ μὲ ἄλλους ἕξι ἀρχιερεῖς, μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου, ὑπέστησαν τὸν δι᾿ ἀγχόνης θάνατο γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν πατρίδα, δύο περίπου μῆνες μετὰ τὸν ἴδιο θάνατο τοῦ ἐθνομάρτυρος καὶ νεομάρτυρος οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε´. Τὰ γεγονότα ποὺ ὁδήγησαν τοὺς ἀρχιερεῖς στὸ μαρτύριο, ἦταν τὰ ἀκόλουθα:

Στὶς 27 Μαΐου, ὅταν ὁ Σουλτάνος πληροφορήθηκε τὴν πυρπόληση τοῦ τουρκικοῦ δικρότου στὴ Λέσβο, διέταξε πρὸς ἀντεκδίκηση τὴν θανάτωση τῶν φυλακισμένων. Ἔτσι, τὴν αὐγὴ τῆς Παρασκευῆς 3 Ἰουνίου τὰ θύματα μαζὶ μὲ τὸν δήμιό τους μεταφέρθηκαν στὴν εὐρωπαϊκὴ παραλία τοῦ Βοσπόρου, γιὰ νὰ ἐκτελεσθοῦν. Πρῶτος ἀπαγχονίσθηκε ὁ Τυρνόβου Ἰωαννίκιος στὸ Ἀρναούτκιοϊ, μετὰ ὁ Ἀδριανουπόλεως στὸ Μεγάλο Ρεῦμα, τρίτος ὁ Ἰωσὴφ στὸ Νεοχώρι καὶ τέλος ὁ Δέρκων στὰ Θεραπειά. Ἐπίσημη αἰτία τῆς θανατώσεως ἦταν ὅτι διετέλεσαν μέλη τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας. Ὁ Θεσσαλονίκης Ἰωσὴφ ἀπηγχονίσθη στὸ Νεοχώριο. «Παραδίδεται ὅτι βαδίζοντες πρὸς τὸν θάνατον οἱ ἀρχιερεῖς παρηγόρουν ἀλλήλους καὶ ἔψαλλον μόνοι δι᾿ ἑαυτοὺς τὴν νεκρώσιμον ἀκολουθίαν, ἀπαγγείλαντες τὰς εὐχὰς ὑπὲρ ἀλλήλων».

Ἡ παράδοση διατηρεῖ κάποιες λεπτομέρειες ἀναφερόμενες στὸ τέλος τῶν μητροπολιτῶν, οἱ ὁποῖες ὅμως πιθανώτατα πηγάζουν ἀπὸ τὴ φαντασία καὶ τὸ θαυμασμὸ τῶν ἁπλῶν χριστιανῶν. Ὁ Ἰωσὴφ γνώρισε θάνατο ἐθνομάρτυρος. Ἂν καὶ δὲν ὑπάρχει ἐπίσημη πράξη ἀνακηρύξεως τῆς ἁγιότητάς του ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἐπειδή, ὅπως εἶναι φυσικό, κάτι τέτοιο θὰ προκαλοῦσε ἔντονες ἀντιδράσεις ἀπὸ μέρους τοῦ τουρκικοῦ κράτους, ἐν τούτοις κρίθηκε σκόπιμο νὰ περιληφθεῖ καὶ στὸ Ἁγιολόγιο τῆς Θεσσαλονίκης, ἀφοῦ ἔχει καθιερωθεῖ στὴ συνείδηση τοῦ χριστιανικοῦ πληρώματος ὄχι μόνο ὡς ἐθνομάρτυς, ἀλλὰ καὶ ὡς ἱερομάρτυς. Ἡ Ορθόδοξη Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὴν ἁγία μνήμη του στις 3 Ἰουνίου καὶ τοιχογραφία του σώζεται στὸν Ι. Ν. Ἄγ. Δημητρίου Θεσσαλονίκης.

Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἰωσὴφ ἡ περιουσία του δημεύθηκε καὶ ἔτσι στερήθηκε καὶ ἡ Σχολὴ τῆς πατρίδας του τὴν οἰκονομικὴ ἐνίσχυση ποὺ δεχόταν ἀπὸ αὐτόν. Τὸν Ἰούλιο τοῦ ἴδιου ἔτους στὸ μητροπολιτικὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης μετατέθηκε ὁ Αἴνου Ματθαῖος, ὁ ὁποῖος παρέμεινε μέχρι τὸ 1824.

Μὲ τέτοια ἀναστήματα ἄνθισε τὸ δένδρο τῆς ἐλευθερίας καὶ λαμπρύνθηκε ἡ γῆ τῆς πατρίδος μας. Γι᾿ αὐτὸ ἀναρωτήθηκα πόσοι ἐξ ἡμῶν γνωρίζουν καὶ τιμοῦν τὴν μνήμη τοῦ γενναίου καὶ ἁγίου κληρικοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ μορφὴ ἀτενίζει κατάματα τὸν ἐπισκέπτη. Ἄραγε μᾶς ὑπομιμνήσκει ἀρκούντως τὸ χρέος μας πρὸς τὴν ἱστορία καὶ τὴν Ἐκκλησία;

 

Βιβλιογραφικὴ σημείωση: Τὶς περισσότερες πληροφορίες ἀντλήσαμε ἀπὸ τὰ δημοσιεύματα τοῦ Τ. Ἀθ. Γριτσόπουλου, «Ὁ ἐθνομάρτυς Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ἰωσὴφ Δαλιβήρης ὁ ἀπὸ Δράμας», Μακεδονικὰ 4 (1955-60) σελ. 470-494, Τοῦ ἰδίου, «Ἰωσήφ, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης», ΘΗΕ 7 (1965) στήλ. 128-129, Τοῦ ἰδίου, «Θεσσαλονίκης Ἰωσήφ, ὁ ἐθνομάρτυς (1797-1821)· Ἡ εἰς τὴν γενέτειραν Δημητσάναν ἱδρυθεῖσα προτομή του», ΓΠ 43 (1960) σελ. 469-470. καὶ ἀπὸ τὸν ἐπετειακὸ συλλογικὸ τόμο τῶν Δημητρίων λ´ (Θεσσαλονίκη 19…) ποὺ ἀφιερώθηκε στὴ μνήμη του, ἐπιμ. Θ. Ἀγγελόπουλου.