παπα Χρῖστος Κυριακόπουλος
Θεολογικὲς ῥανίδες στὰ χριστουγεννιάτικα κάλαντα


Τί κι ἂν τὰ χριστουγεννιάτικα κάλαντα ἀποτελοῦν δημοτικὰ εὐχητικὰ καὶ ἐγκωμιαστικὰ ἄσματα ποὺ ψάλλονται ἐθιμικὰ κατ᾿ ἔτος κυρίως τὴν παραμονὴ τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Γεννήσεως τοῦ Θεανθρώπου –ὡς γνωστόν, ἡ λέξη κάλαντα ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὴ λατινικὴ calenda ποὺ σήμαινε τὴν ἀρχὴ τοῦ μήνα–; Ἡ λαϊκὴ μοῦσα δὲν ἀρκέστηκε στὴν ὑπέροχη ἐκκλησιαστικὴ ὑμνογραφία καὶ στὰ μελίρρυτα ποιήματα ἑνὸς Ρωμανοῦ Μελῳδοῦ· διεκδικοῦσε κι αὐτὴ μὲ τὴ σειρά της τὴ συμμετοχὴ στὴν ἐξύμνηση τοῦ ὑπερφυοῦς γεγονότος τῆς Σαρκώσεως τοῦ Λόγου στὴ Βηθλεέμ. Γι᾿ αὐτό, παρὰ τὴν ἀναφορὰ σὲ καθημερινὲς παραστάσεις τῆς Παναγίας ποὺ «κοιλοπονοῦσε» καὶ «παρακαλοῦσε τοὺς Ἀποστόλους», στὰ δημοτικὰ αὐτὰ ἄσματα σώζονται μοναδικὲς ρανίδες θεολογικῆς μαρτυρίας. Κι ὅσο κι ἂν φαίνεται παράδοξο, τὴ θεολογικὴ ἀγγελία τοῦ μηνύματος τῶν ἀγγέλων πρὸς τοὺς ἀγραυλοῦντες ποιμένες συνοδεύουν πλέον παραδοσιακὰ μουσικὰ ὄργανα: τὸ τρίγωνο, τὸ λαοῦτο, τὸ νταοῦλι ἢ τσαμπούνα, καὶ ἡ φλογέρα ἢ αὐλός. Σκοπός τους εἶναι ἡ διατράνωση τοῦ ἰδιαιτέρου μηνύματος τῶν ἁγίων ἡμερῶν, ὥστε ἡ ἀλήθεια νὰ περάσει ἐκλαϊκευμένη στὴ συνείδηση τῶν πιστῶν καὶ νὰ καταστεῖ ἀμεσότερα κατανοητὴ μέσῳ τῆς ἰδιωματικῆς γλώσσας κάθε περιοχῆς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου. Ἐνῶ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν οἱ ἀναφορὲς τῶν καλάντων στὰ ἤθη κάθε τόπου, τὸ θεολογικὸ γεγονὸς προβάλλεται μέσα ἀπὸ τὸ πρῖσμα τῆς τοπικῆς πραγματικότητας καὶ γίνεται ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς κοινωνίας μιᾶς περιοχῆς, ὥστε νὰ ἀγγίζει πιὸ ἄμεσα τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν. Εἶναι προφανὴς ὁ διδακτικὸς χαρακτήρας τῶν καλάντων. Σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις, ὅπως παραδείγματος χάριν στὰ κάλαντα Κοτυώρων τοῦ Πόντου Ἄναρχος Θεός, τόσο ἡ ποιητικὴ κατ᾿ ἀλφάβητον σύνθεση, ὅσο καὶ ἡ θεολογική τους ἀναφορικότητα, μαρτυροῦν κείμενα δουλεμένα σὲ βάσεις «συστηματικές», ποὺ εἶχαν ὁπωσδήποτε ὡς σκοπό τους τὴ δογματικὴ διαπαιδαγώγηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας. Δὲν μᾶς παρουσιάζουν τὸν Χριστὸ μονάχα μὲς στὴν ἁπλότητά Του, ἀλλὰ καὶ μὲς στὸ θάμβος τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐνσάρκου Οἰκονομίας: Ἄναρχος ἀρχὴν λαμβάνει, καὶ σαρκοῦται ὁ Θεός, ὁ Ἀγέννητος γεννᾶται εἰς τὴν φάτνην ταπεινός. Ὁ λαὸς πλέον ποτνιᾶται τῆς παλιγγενεσίας τραγουδώντας τὴν παραμονὴ τῆς Γιορτῆς τὰ κάλαντά του, εἴτε σὲ ἁπλούστερη εἴτε σὲ λογιώτερη γλώσσα, ἔχοντας ὡστόσο στραμμένον τὸν προσανατολισμό του στὴν ποιητικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἑπομένως, ἡ θεολογικὴ ὄψη τῶν ἀσμάτων αὐτῶν εἶναι ἡ ἐπὶ τὸ λαϊκότερον ἀπόδοση τῶν ἱερῶν κειμένων· αὐτὸ τοὺς δίδει μία δυναμικὴ ξεχωριστή, καθὼς ὑφίστανται ὡς μέλος θρησκευτικὸ συνάμα καὶ κοσμικό, ἤγουν καθολικό. Ἡ εἴσοδος τοῦ θρησκευτικοῦ στὸν χῶρο τοῦ κοσμικοῦ ἔχει μιὰ φανέρωση ἠθική, κατάλληλη γιὰ σύναψη μὲ τὶς παιδικὲς καὶ ἀθῶες φωνὲς ποὺ θὰ ἀντηχήσουν στὶς γειτονιές. Δὲν ὑπάρχουν στὰ λόγια αὐτὰ προλήψεις καὶ ὑπόνοιες γιὰ ἀντιμισθία: μόνο καθαρὰ βλέμματα καὶ ζωντανὲς φωνές.

Δὲν προφταίνει ὁ ἄνθρωπος νὰ συμφιλιωθεῖ μὲ τὸ γεγονὸς τῆς ἐλεύσεως τοῦ Θεανθρώπου ὡς Βρέφους καὶ Παιδίου Νέου, δὲν ἔχει οὔτε χῶρο οὔτε χρόνο γιὰ νὰ συγκρατηθεῖ, παρὰ μόνον παίρνει τοὺς δρόμους, ἀφοῦ τὸ γεγονὸς τῆς ἐνανθρωπίσεως καθορίζει τὸν ρυθμὸ τῆς ζωῆς. Στὰ κάλαντα τῆς Δωδεκανήσου, σὲ ἦχο γ´. καὶ ρυθμὸ δακτυλικό ἑξάσημο, ἀκοῦμε: Aὕτη εἶναι ἡ ἡμέρα, / ὅπου ἦρθ᾿ ὁ Λυτρωτής, / ἀπὸ Μαριὰμ Μητέρα, / ἐκ Παρθένου γεννηθείς. Τι χρειάζονται τὰ ἐπιπλέον; Ἀκόμη καὶ στὰ πανελλήνια ἢ ἀστικὰ λεγόμενα κάλαντα τῶν Χριστουγέννων ἡ ἀλήθεια εἶναι εὔγλωττη, πανανθρώπινη καὶ ποιητικὰ ἀνυπότακτη, γι᾿ αὐτὸ καὶ γίνεται τραγούδι χαρᾶς μὲ ἐκκλησιολογικὴ προτροπή: Χριστὸς γεννᾶται σήμερον / ἐν Βηθλεὲμ τῇ πόλει, / οἱ οὐρανοὶ ἀγάλλονται, / χαίρει ἡ φύσις ὅλη. […] Καὶ σᾶς καληνυχτίζομε, / πᾶτε νὰ κοιμηθῆτε, / ὀλίγον ὕπνο πάρετε, / πάλι νὰ σηκωθῆτε, / στὴν ἐκκλησιὰν νὰ τρέξετε / μὲ ἄκραν προθυμίαν / καὶ τοῦ Θεοῦ ν᾿ ἀκούσετε / τὴν Θείαν λειτουργίαν.

Ἡ λαϊκὴ εὐσέβεια δὲν τιθασεύεται οὔτε ἀπὸ τὰ λαογραφικὰ δρώμενα οὔτε ἀπὸ τὰ ὑμναγιολογικὰ κείμενα. Τὸ χαρμόσυνο γεγονὸς τῆς Γέννας τοῦ Κυρίου ἡμῶν προβάλλει οὐσιαστικὸς ἐνεστώτας ζωῆς καὶ πανηγύρεως, ἀνοιξαντάρι χαρᾶς, καλαντάρισμα εὐγνωμοσύνης καὶ κοινωνικὸ ἄγγελμα πρόσκλησης στὴ μέθη τοῦ ὑπερφυσικοῦ. Ἀντὶ γιὰ μία τυπικὴ εὐχὴ «Καλὰ Χριστούγεννα», ἡ λαϊκὴ μοῦσα συγκλονίζεται μὲ τὴν ὑπόμνηση τοῦ συνωνύμου τῆς ὄντως χαρᾶς: Χριστὸς γεννᾶται σήμερον. Στὴν ἑλληνικὴ λαογραφία τὰ κάλαντα τῶν Χριστουγέννων συναντῶνται σὲ διάφορες παραλλαγές, συνθέτοντας μαζὶ μὲ ἄλλες ἐκδηλώσεις τὸν πλοῦτο τῶν ἐθίμων τοῦ Δωδεκαημέρου. Δεκάδες ἱστορίες, ποὺ ἡ λαϊκὴ φαντασία ἐμπνεύστηκε ἀπὸ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, συνδυάζονται μὲ τὴ θεολογική ἀλήθεια· εὐαγγελικὴ ἱστορία καὶ παράδοση ἑνώνονται ἄρρηκτα μέσα ἀπὸ τὸν στίχο καὶ τὴ μουσική, συμβολισμοὶ καὶ κατάλοιπα τῶν ἀρχαίων παραδόσεων ἀνακαλύπτονται συνυφασμένα μὲ τὸ χριστιανικὸ κοσμοχαρμόσυνο μήνυμα. Ἔτσι, ἀπὸ τὸν Πόντο ὣς τὴν Κρήτη κι ἀπὸ τὰ Ἑπτάνησα ἕως τὴ Μικρὰ Ἀσία τὰ κάλαντα ἄδονται μὲ πίστη καὶ κατάνυξη, διαμορφώνοντας τὸ νοσταλγικὸ κλίμα τῶν Χριστουγέννων σὲ πεῖσμα τῆς καταναλωτικῆς μονομανίας τοῦ κόσμου μας καὶ παρὰ τὶς ἀπόπειρες «ἐκπολιτιστικοῦ» ἐθισμοῦ τοῦ λαοῦ μας στὰ συναισθηματικὰ ἀφελῆ τραγουδάκια τῆς Δύσεως μὲ τὸ γλυκανάλατο μελῳδικὸ ἀπήχημα καὶ τὴν ἐπίπεδη θρησκευτικότητά τους. Ἄλλωστε, ἡ ἱερότητα τῆς γιορτῆς κάνει τὰ πράγματα ἱερά, τὶς ὧρες μεγάλες καὶ τὶς ψυχὲς εὐρύχωρες.