παπα Χρῖστος Κυριακόπουλος
Χειροτονητήριος εἰς πρεσβύτερον λόγος

Ἀναδημοσίευσις ἀπὸ περιοδικὸ τῆς ἐποχῆς, γιὰ τὴν 6η Αὐγούστου 1978


«ΟΙ ΚΑΛΩΣ ΔΙΑΚΟΝΗΣΑΝΤΕΣ»

Ἐν τῷ πανηγυρίζοντι Ναῷ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Κεφαλαρίου (Κηφισίας) ὁ σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ἀττικῆς κ.κ. Δωρόθεος (†1994) ἐχειροτόνησε τὸν σεμνὸν καὶ ἱεροπρεπῆ διάκονον Χρῖστον Κυριακόπουλον εἰς πρεσβύτερον...

Εἰς τὴν πλήρη πατρικῶν νουθεσιῶν καὶ παραινέσεων προσφώνησιν τοῦ σεπτοῦ ποιμενάρχου, ὁ αἰδεσ. πατὴρ Χρῖστος ἀντεφώνησεν ὡς ἑξῆς:

Σεβασμιώτατε Ποιμενάρχα καὶ Πατέρα,

Σεβαστοὶ Πατέρες,

Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

Μοῦ εἶναι πολὺ δύσκολον νὰ ἐκφράσω αὐτὴν τὴν ἀνεπανάληπτον στιγμὴν τὰ συναισθήματα ποὺ πλημμυρίζουν τὴν ψυχήν μου, διότι κατὰ τὴν εὔσημον καὶ «φρικτὴν»ταύτην ὥραν, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, διὰ τῶν σεπτῶν σας, Σεβασμιώτατε, χειρῶν, μὲ εἰσάγει εἰς τὸν δεύτερον βαθμὸν τῆς ἱερωσύνης, τὸν βαθμὸν τοῦ πρεσβυτέρου.

Εὐχαριστίας καὶ δοξολογίας ἀναπέμπω πρὸς τὸν ἐν δόξῃ Μεταμορφωθέντα Κύριον καὶ Θεὸν ἡμῶν, διότι «ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσίν μου» καὶ «πιστόν με ἡγήσατο», διὰ νὰ ἀναδεχθῶ σήμερον τὸ θεῖον καὶ ὑψηλὸν τοῦτο Μυστήριον καὶ νὰ ἀναδειχθῶ εἰς τὸ μέγα τῆς Ἱερωσύνης ὑπούργημα.

Κατὰ τὴν Διακονίαν μου, τὴν ὑπὲρ τριετῆ, πλησίον σας, εἶχον κυρίως τὴν εὐτυχίαν νὰ διδαχθῶ πολλά· συνειδητοποίησα ἔτι περισσότερον τοὺς κινδύνους καὶ τὰς δυσκολίας, τὰς ὁποίας θ᾿ ἀντιμετωπίσω. Καὶ ἀντελήφθην πλήρως, ὅτι ἡ ὁδός, τὴν ὁποίαν ἐπέλεξα εἶναι ἡ «τεθλιμμένη» καὶ πλήρης ἀκανθῶν καὶ μόχθων. Εἶναι ἡ δυσκολωτέρα ὁδός, ἡ ὁποία ὅμως εἶναι καὶ ἡ μόνη ὁδός, ἡ ὑποδειχθεῖσα ὑπὸ τοῦ Κυρίου. Ἀλλ᾿ ὅμως «ἐξελεξάμην παραῤῥιπτεῖσθαι ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ μου», διὰ νὰ λατρεύω Αὐτὸν νύκτα καὶ ἡμέραν καὶ νὰ ποδηγετῶ τὸν ἠγαπημένον λαόν Του εἰς τὴν ὁδὸν τῆς σωτηρίας.

Οἱ καταφανεῖς αὐτοὶ δύο σκοποὶ τῆς ἱερωσύνης εἵλκυσαν τὴν ψυχήν μου καὶ ἠχμαλώτισαν ἀληθῶς τὴν καρδίαν μου. Δέχομαι μετὰ φόβου καὶ τρόμου τὴν τιμὴν αὐτήν, τὴν ὁποίαν «οὐχ ἑαυτῷ τις λαμβάνε»ι, ἀλλὰ καλούμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, καθάπερ καὶ Ἀαρών» (Ἑβρ. ε´ 4) καὶ τὸν δοξολογῶ διηνεκῶς, ἐν τῇ καρδίᾳ μου, δι᾿ αὐτό.

Ἔχω συναίσθησιν, ὅτι λαοῦμαι νὰ γίνω «Θεοῦ συνεργός», διὰ τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερωσύνης, ὄχι διὰ τὴν ἀρετήν μου καὶ τὴν δικαιοσύνην μου, ἀλλὰ διὰ τὴν ἄπειρον ἀγάπην Του καὶ τὴν ἀσύλληπτον συγκατάβασίν Του πρὸς ἐμέ, καὶ νὰ διαχειρίζωμαι τὴν χάριν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν καὶ νὰ ἐξαγγέλλω τὸν θεῖον λόγον Του, διὰ νὰ προσφέρω μὲ τὸν ἔργον μου αὐτὸ τὴν λυτρωτικήν Του δωρεὰν εἰς τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς ἐνθαῤῥύνω, (χωρὶς ποτὲ νὰ ἀποθαῤῥύνωμαι ἀπὸ τὴν πνευματικὴν δυσκινησίαν τὴν ὁποίαν ἀτυχῶς παρουσιάζουν), νὰ δέχωνται αὐτὴν τὴν μετὰ χαρᾶς γενομένην προσφορά μου καὶ νὰ ζοῦν ἐν εὐγνωμοσύνῃ πρὸς τὸν Λυτρωτὴν Κύριον, ὁδεύοντες τὴν ὁδὸν τῆς λυτρώσεως.

Καλοῦμαι σήμερον νὰ ὑπηρετήσω ἐπαξίως τὸν Κύριον καὶ διὰ τοῦ δευτέρου αὐτοῦ βαθμοῦ τῆς ἱερωσύνης, ἐν ταπεινοφροσύνῃ καὶ ζήλῳ ἱερῷ, διὰ νὰ ἔχω πλουσίαν Του τὴν συμπᾶράστασιν, ὥστε νὰ ἀποβῶ τίμιος ἐργάτης Του καὶ «ἄξιος ἐν πᾶσιν», ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.

Ἀπετέλει δι᾿ ἐμὲ ἀνέκαθεν τὸ ἔργον τῆς ἱερωσύνης κλίσιν (καὶ κλῆσιν) Θεοῦ καὶ ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων ἔζων τὴν ἐπιθυμίαν τῆς ἱερωσύνης ζωηρὰν καὶ παραμένει τώρα πλέον, ὅτε ἀπέκτησα τὴν ἱερωσύνην ζωηρά, ἡ ἐπιθυμία μου, νὰ διακονήσω καλῶς αὐτήν.

Σεβασμιώτατε,

Ἂν καὶ γνωρίζω καλῶς, ὅτι ἡ ψυχή σας ἀποποιεῖται τὸν λιβανωτὸν τῶν ἐπαίνων, ὅμως ἐπιτρέψατέ μου, μετὰ θάῤῥους, νὰ ὁμολογήσω τὴν ἀγάπην καὶ τὴν στοργὴν ποὺ μοῦ ἐδείξατε, ἡ ὁποία μόνον μὲ τὴν πατρικὴν δύναται νὰ συγκριθῇ. Ἀπὸ τότε ποὺ σᾶς ἐγνώρισα καὶ μοῦ ἐδώσατε τὰς πατρικὰς εὐχὰς καὶ συμβουλάς σας, τὸν καιρὸν ποὺ μὲ εἰσηγάγετε εἰς τὰς τάξεις τοῦ κλήρου, κατάλαβα νὰ ἀλλάζῃ ἡ ζωή μου. Εἰς τὸ πρόσωπόν σας εὗρον τὸν Πατέρα, τὸν Διδάσκαλον, τὸν ἄνθρωπον μὲ τὴν καρδίαν γεμάτην καλωσύνην, τὸν κατ᾿ ἐξοχὴν Ποιμενάρχην. Τόσον εἰς τὸν ἱερὸν Ναὸν τῆς Εὐαγγελιστρίας Νέων Λιοσίων, ὅπου ὑπηρέτησα περὶ τὰ δυόμισυ καὶ πλέον ἔτη, ὅσον καὶ εἰς τὸν παρόντα Ναόν, εἰς τὸν ὁποῖον μέχρι σήμερον ὑπηρετῶ, προσεπάθησα νὰ φανῶ ἀντάξιος τῶν προσδοκιῶν σας, καὶ ὅλαι μου αἱ ἐνέργειαι νὰ ἀποβαίνουν πρὸς δόξαν Θεοῦ καὶ τῆς Ἁγιωτάτης μας Ἐκκλησίας. Βεβαίως αἱ ἀδυναμίαι μου συνετέλεσαν, ὥστε ἡ ὑπηρεσία μου νὰ ἔχῃ ἐλλείψεις καὶ ἡ διακονία μου νὰ μὴν εἶναι ἐν τῇ συνειδήσει μου παντελῶς ἀκατηγόρητος, δι᾿ αὐτὸ καὶ μετ᾿ ὀλίγον, τὸ ἅγιον στόμα σας, θὰ ἀπαγγέλῃ τοὺς γνωστοὺς λόγους τῆς χειροτονίας: «ἡ θεία χάρις, ἡ πάντοτε τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα...» μαζὶ μὲ τὴν ιδικήν σας προσευχητικὴν φωνὴν καὶ ἡ ἰδική μου πτωχὴ φωνὴ μετὰ συγκινήσεως θὰ ἐπαναλαμβάνῃ τοὺς λόγους σας μυστικῶς, εἰς τὰ βάθη τῆς καρδίας μου, καὶ θὰ ἱκετεύῃ τὸν Κύριον νὰ παραβλέψῃ τὰς ἐλλείψεις τοῦ παρελθόντος καὶ νὰ μὴν ἐπιτρέψῃ ἡ Χάρις Του τὴν ἐπανάληψιν οἱωνδήποτε ἀστοχιῶν.

Ἀξία ἀναμνήσεως εἶναι τώρα καὶ πάντοτε καὶ ἡ ποικιλότροπος πρὸς ἐμὲ ὑλικὴ βοήθεια ὑμῶν, τὴν ὁποία μοῦ παρέσχετε, διὰ τῆς τοποθετήσεώς μου ὡς ὑπευθύνου ὑπαλλήλου εἰς τὸ Οἰκοτροφεῖον «Φιλιππίδειος Παιδικὴ Πολιτεία», εἰς τὸ ὁποῖον ἐπεδίωξα, κατὰ τὸ δυνατόν, νὰ προσφέρω καὶ εἰς τὸν τομέα αὐτὸν τὰς ὑπηρεσίας μου μὲ ἀγάπην καὶ προθυμίαν. Καὶ ἦτο αὐτὴ ἡ στάσις μου ἡ προσπάθειά μου νὰ φανῶ ἄξιος τοῦ ἰδικοῦ σας αὐτοῦ ἐνδιαφέροντος μὲ τὸ ὁποῖον καὶ ὑλικῶς μὲ ἐξυπηρετούσατε ἐν τῇ πολλῇ σας ἀγάπῃ.

Αἰσθάνομαι ἀκόμη ὑποχρέωσιν, κατὰ τὴν παροῦσαν πανίερον στιγμὴν τῆς ζωῆς μου, νὰ ἀπευθύνω δύο λόγια εὐχαριστίας καὶ εὐγνωμοσύνης εἰς ὅλα ἐκεῖνα τὰ πρόσωπα, τὰ ὁποῖα, ἀπὸ τὴν γέννησίν μου μέχρι σήμερον, ἐστάθησαν δίπλα μου συμπαραστάται καὶ μὲ ἐβοήθησαν σὲ κάθε βῆμα τῆς ζωῆς μου.

Καὶ πρῶτον, βεβαίως, εὐχαριστῶ τοὺς σαρκικούς μου γονεῖς, οἱ ὁποῖοι μοῦ χάρισαν, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν «τὸ ζῆν», ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ καὶ τὴν χριστιανικὴν διαπαιδαγώγησιν. Ἕπειτα εὐχαριστῶ τὸν ἀγαπητόν μου κατὰ σάρκα ἀδελφὸν Κυριᾶκον, ὁ ὁποῖος μὲ ὡδήγησε εἰς τὴν Ῥιζάρειον Σχολὴν καὶ τοὺς ἐν γένει διδασκάλους καὶ καθηγητάς μου, οἱ ὁποῖοι μοῦ χάρισαν «τὸ εὖ ζῆν» καὶ τὰ ἐφόδια, ἀπὸ πλευρᾶς μορφώσεως διὰ νὰ διευκολύνωμαι εἰς τὸ ἔργον μου, ἐκ τῶν ὁποίων ἐπιθυμῶ νὰ κατονομάσω διὰ λόγους εὐγνωμοσύνης τούς: Ἀντώνιον Κατσικερόν, Ἀρχιμ. Μάξιμον Δασκαλάκην, Νικηφόρον Καχριμάνην καὶ Μιχαὴλ Μαυρουδῆν, καθὼςς καὶ τοὺς διδασκάλους μου εἰς τὴν Μουσικὴν Δημήτριον Παναγιωτόπουλον-Κοῦρον, ὁ ὁποῖος ἐπὶ πενταετίαν ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτόν του διὰ νὰ μοῦ ἐμφυτεύσῃ τὴν πατροπαράδοτον τέχνην τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς τῆς ὁποίας καὶ σεῖς, Σεβασμιώτατε, τυγχάνετε γνώστης καὶ ἔνθερμος θαυμαστής. Ἐπίσης, εὐχαριστῶ τὸν μουσικοσυνθέτην Σωκράτην Βενάρδον, ὁ ὁποῖος μὲ ἐβοήθησε πολὺ εἰς τὰς εὑρυτέρας μου μουσικὰς σπουδὰς εἰς τὸ ᾠδεῖον. Παρακαλῶ δὲ τὸν Θεὸν νὰ ἀνταπωδώσῃ εἰς αὐτοὺς τὸ καλόν, τὸ ὁποῖον εἰς ἐμὲ αὐτοὶ εἰργάσθησαν ἐν τῇ ἀγάπῃ των. Δὲν μπορῶ ὅμως νὰ μὴν ὁμολογήσω τὴν ἀνάγκην ὅτι αἰσθάνομαι ὑποχρεωμένος νὰ εὐχαριστήσω καὶ τὴν πιστὴν σύντροφον τῆς ζωῆς μου, Σταυρούλα, μὲ τὴν ὁποίαν ὁ Θέὸς μὲ συνέδεσε μὲ τὰ τίμια δεσμὰ τοῦ γάμου. Τὸ γεγονὸς ὅτι συμπορεύεται μετ᾿ ἐμοῦ μὲ συναίσθησιν καὶ ἀγωνίζεται νὰ διευκολύνῃ εἰς τὸ ἔργον μου, μὲ ὑποχρεώνει νὰ τὴν ἐνθυμηθῶ σήμερον καὶ νὰ τὴν εὐχαριστήσω διὰ τὴν προσφοράν της αὐτήν.

Τέλος, δημοσίᾳ ἐπιθυμῶ νὰ εὐχαριστήσω καὶ τοὺς ἱερεῖς ἐκείνους, μετὰ τῶν ὁποίων μέχρι τοῦδε διηκόνησα καὶ εἶχον τὴν εὐτυχίαν πλησίον των νὰ ὑπηρετήσω τὸν Θεὸν εἰς τὰ πρῶτα αὐτὰ βήματα τῆς ἱερωσύνης μου. Εἶναι δὲ οὗτοι, οἱ ἱερεῖς τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ Εὐαγγελιστρίας Ν. Λιοσίων, ἀπ᾿ ὅπου καὶ ἤρχισα τὴν διακονικήν μου στδιοδρομίαν, π. Ἰωάννης Ζερβάκης, π. Ἀναστάσιος Βερρόπουλος, π. Θεμιστοκλῆς Σταυρόπουλος· οἱ ἱερεῖς τοῦ παρόντος ἱεροῦ Ναοῦ π. Νικόλαος Δημητρακόπουλος, ὁ καὶ ἐκπρόσωπος ὑμῶν εἰς τὰ τῆς διοικήσεως, καὶ ὁ π. Σπυρίδων Παπαφλωρᾶτος· σὺν τούτοις εὐχαριστῶ καὶ τὸν π. Ἰωάννην Παπανικολάου, Διευθυντὴν τῆς Φιλιππιδείου Παιδικῆς Πολιτείας, εἰς τὴν ὁποίαν καὶ ἐγὼ μέχρι τοῦδε ὑπηρετῶ. Ἐν τῷ προσώπῳ των εὗρον πολυτίμους ἐμπνευστὰς καὶ στοργικοὺς ἀδελφούς. Εἰς συμπλήρωσιν δὲ τῆς μέχρι τοῦδε πρὸς ἐμὲ στοργικῆς των αὐτῆς συμπεριφορᾶς, τώρα, ἐξαιτοῦμαι τὰς εὐχὰς καὶ προσευχάς των, διὰ νὰ διακονήσω τὸν Θεὸν ἐπιτυχῶς καὶ ἀπὸ τῆς νέας σκοπιᾶς, εἰς τὴν ὁποίαν ἡ ἀγάπη σας μὲ τοποθετεῖ κατᾶ τὴν παροῦσαν ὥραν.

Καὶ τώρα, Σεβασμιώτατε Δέσποτα, αἰσθανόμενος τὴν πτωχείαν μου, καὶ τὴν ἀσθένειάν μου ἀπέναντι εἰς τὸν Λυτρωτὴν τῶν ψυχῶν ἡμῶν, παραδίδω ἀνεπιφυλάκτως τὸς ἑαυτόν μου εἰς τὸ πέλαγος τοῦ θείου ἐλέους καὶ παρακαλῶς τὸν Κύριον νὰ μὲ ἐνδυναμώνῃ μὲ τὴν πανσθενουργὸν δύναμίν Του καὶ νὰ μοῦ παρέχῃ πάντοτε τὴν εὐτυχίαν νὰ εἶμαι ἐργάτης Του τίμιος, εὐσυνείδητος, πρόθυμος πάντοτε καὶ ἐν παντί, θαῤῥαλέος πρὸ τῶν ἀπαιτουμένων θυσιῶν, ὥστε νὰ διεξάγεται διὰ τῆς ἀναξιότητός μου, ὑπὸ τῆς παντοδυνάμου δεξιᾶς Του, τὸ ἔργον Του, τὸ ὁποῖον ἀποβλέπει εἰς τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου.

Τὸ ἐνδιαφέρον μου αὐτὸ τὸ αἰσθάνομαι ζωηρόν, διότι εἶναι ἔργον μεγάλης σημασίας, ὡς ὁ Ἅγιος Φώτιος τὸ σκιαγραφεῖ διὰ τῶν ἑξῆς συγκλονιστικῶν ἐκφράσεών του: Κύριον ἔργον καὶ κύριος στόχος τοῦ ὀρθοδόξου Ποιμένος εἶναι «Τοὺς ἀστηρίκτους στηρίξαι, τοὺς ἀμαθεῖς ἐκδιδάξαι, τοὺς ἀπαιδεύτους παιδεῦσαι, τοὺς θρασεῖς ἑλκῦσαι, τοὺς βλακώδεις ἀνδρῶσαι, φιλαργύρους πεῖσαι χρημάτων ὑπερφρονεῖν καὶ φιλοπτώχους εἶναι, τοὺς φιλοτίμους (=φιλοδόξους) χαλιναγωγῆσαι, τοὺς ὑπερηφάνους κατασπᾶσαι καὶ μετριοφρονεῖν παρορμῆσαι, τοὺς ἀδικοῦντας κωλῦσαι καὶ δικαιοπραγεῖν παρασκευάσαι, τοὺς ὀργίλους ἡμερῶσαι, τοὺς ὀλιγοψύχους παραμυθήσασθαι...»

Αὐτὸ τὸ ἐνδιαφέρον μου, διὰ τὸ τόσον σπουδαῖον καὶ μεγάλον ἔργον ποὺ ἀναλαμβάνω ὡς πρεσβύτερος, εἴθε ὁ Θεός, διὰ τῶν εὐχῶν σας, Σεβασμιώτατε, νὰ τὸ διατηρήσῃ μέχρι τέλους ἀμείωτον. Ἀμήν.