Τὸ ΒΗΜΑ, 07/06/1998, Σελ.: B01
Κωδικὸς ἄρθρου: B12484B011
http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=12484&m=B01&aa=1
Μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ποὺ σφράγισε τὴν ἐποχή μας ὁλόκληρη μὲ τὴ θεολογική του παρουσία, ὑπεστήριξε μὲ πάθος ὅτι ὁ ἑλληνισμὸς ἔχει καταστεῖ αἰώνια κατηγορία τοῦ χριστιανισμοῦ. Ὄχι ὁ φυλετικὸς ἑλληνισμός, ἀλλὰ ὁ ἑλληνισμὸς τοῦ δόγματος, τῆς λατρείας καὶ τῆς εἰκόνος.
Ζώντας στὸ Ἅγιον Ὄρος, μέσα στὴν ἱερουργία καὶ στὸ μέλος τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ τῶν ἀκολουθιῶν καὶ γνωρίζοντας ἐκεῖ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, συνειδητοποιεῖς τὴ σημασία τῶν λόγων τοῦ μεγάλου Ρώσου θεολόγου γιὰ τὴν ἑλληνικότητα καὶ τὴν καταγωγὴ τοῦ δόγματος καὶ τῆς λατρείας.
Μελετώντας τὸ βιβλίο «Τὰ πορτρέτα τοῦ Φαγιούμ» τῆς κ. Εὐφροσύνης Δοξιάδη ἀντιλαμβάνεσαι καὶ τὸν λόγο γιὰ τὶς εἰκόνες· πόσο καὶ πῶς κατάγονται ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ εἰκαστικὴ παράδοση καὶ τέχνη.
Καὶ ἐνῷ δὲν εἶναι πρωτάκουστες οἱ ἀπόψεις ὅτι τὰ Φαγιοὺμ εἶναι πρόδρομος τῶν εἰκόνων, ὅμως μόνον ἐντρυφώντας στὸ θαυμαστὸ βιβλίο τῆς Εὐφροσύνης Δοξιάδη νιώθεις νὰ ἀναδύεται μπροστά σου μιὰ χαμένη ἀτλαντίδα, νὰ βρίσκεται ὁ κρίκος τῆς ἁλυσίδας ποὺ ἑνώνει τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ τέχνη μὲ τὶς εἰκόνες τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη εὐαισθησία καὶ τέχνη φτάνομε στὴ θεανθρωπία καὶ στὴ λειτουργικὴ εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἱστορικὲς συνθῆκες καὶ ἐξελίξεις φέρνουν τοὺς Ἕλληνες στὴν Αἴγυπτο. Γνωρίζονται καὶ συζοῦν μὲ τοὺς Αἰγυπτίους. Βλέπουν τὴν ἔμφυτή τους θρησκευτικότητα, τὴν πολλή τους ἀπασχόληση μὲ τὸ πρόβλημα τοῦ θανάτου, τὴν ἐπιθυμία καὶ προσπάθεια νὰ ξεφύγουν ἀπὸ αὐτόν. Καὶ βρίσκοντας κάτι συγγενικό με τὴν ἀναζήτηση τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς καὶ τὴ μελέτη τοῦ θανάτου, ἀρχίζουν τὴ συνεργασία τους.
Στὴν τυποποίηση τῆς ἱερατικῆς ἀκινησίας δίδουν οἱ Ἕλληνες τὴ ζωντάνια τῆς προσωπικῆς μορφῆς καὶ κινήσεως. Καὶ τὰ νεκρικὰ προσωπεῖα, μὲ τὴ συμβολική τους σημασία, ἀντικαθιστοῦν μὲ τὰ πορτρέτα ποὺ παρουσιάζουν τὸν συγκεκριμένο ἄνθρωπο μὲ τὸν δικό του πόνο καὶ χαρακτῆρα.
Ἔτσι ἱκανοποιεῖται ἡ αἰγυπτιακὴ ἔφεση. Καὶ φανερώνεται ἡ ἀντίληψη γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸ καλλιτεχνικὸ ἐπίπεδο τῶν Ἑλλήνων.
Οἱ ὥριμοι καὶ βασανισμένοι τοῦτοι ζωγράφοι δὲν λένε ψέματα οὔτε ἐμπαίζουν τὸν ἄνθρωπο.
Δὲν παρουσιάζουν τὰ πρόσκαιρα ὡς αἰώνια οὔτε ἱκανοποιοῦνται μὲ τὸ νὰ σχολιάσουν ἐπιπόλαια τὰ ἐφήμερα.
Παραδέχονται τὴν τραγικότητα τῆς πραγματικότητος. Δὲν ἀρνοῦνται τὴν ὕπαρξη τοῦ θανάτου. Καὶ δὲν θέλουν οὔτε νὰ τὸν παρακάμψουν μὲ ἐπίπλαστα τεχνάσματα, οὔτε νὰ προβάλουν τὸν νατουραλισμὸ τῆς φρίκης καὶ τῆς ἀποσυνθέσεως.
Γι᾿ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τὰ πορτρέτα αὐτὰ εἶναι ἁπλῶς ρεαλιστικά. Ἔχουν τὸν δικό τους ρεαλισμὸ καὶ τὸ πνεῦμα. Ἀντιπαραβάλλουν στὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου, τὴν αἰωνιότητα τῆς δίψας τοῦ ἀνθρώπου γιὰ ζωὴ χωρὶς τέλος.
Δὲν προβάλλουν τὸ φθαρτὸ καὶ φευγαλέο, ἀλλὰ μνημειώνουν τὸ αἰώνιο καὶ ἄδυτο.
Παρασυρμένοι ἀπὸ τὸ ὅραμά τους τραβοῦν γραμμές, ρίχνουν χρώματα μὲ ἕνα σκοπό: νὰ ἐπιτύχουν τὸ ζητούμενο, νὰ φτάσουν τὸν στόχο τους· νὰ παραστήσουν καὶ νὰ φανερώσουν ἐκεῖνο τὸ ἀόρατο μυστικό, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι ἀναδύεται ἀπὸ τὰ πορτρέτα αὐτὰ ἡ εὐγένεια τοῦ προσώπου ποὺ πονᾷ· ἡ συγκρατημένη θλίψη καὶ ἡ ἀριστοκρατία τῆς ἐλπίδος· τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς ποὺ δὲν σβήνει.
Δημιουργεῖται αἴσθηση παρουσίας. Φτάνει ἡ ἀνθρώπινη τέχνη σὲ ἔσχατες κορυφώσεις κατακτήσεως.
Τὸ βλέμμα τῶν Φαγιοὺμ σοῦ φανερώνει πιὸ ζωντανοὺς τοὺς πεθαμένους, ποὺ διψοῦν τὴ ζωή, ἀπὸ τοὺς ζωντανοὺς ποὺ δὲν τὴν ὑποψιάζονται.
Σοῦ κάνουν συντροφιὰ καὶ σοῦ μιλοῦν ἐν σιγῇ οἱ ἀπόντες. Σὲ ξυπνοῦν στὴ ζωὴ οἱ ἀπ᾿ αἰῶνος κεκοιμημένοι.
Οἱ ἄνθρωποι τῶν Φαγιούμ, ἐνῷ δὲν περιφρονοῦν τὴν πρόσκαιρη ζωή, προτιμοῦν καὶ ὁραματίζονται τὴν αἰωνιότητα. Εἶναι φροντισμένοι στὴν ἐμφάνιση, στολισμένοι, καλοχτενισμένοι καὶ συχνὰ στεφανωμένοι· ἕτοιμοι γιὰ μία ἱερὴ ἑορτή, ποὺ τελικὸ σκοπὸ ἔχει τὴν ἐπιτυχία τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Ὅλος ὁ ἀνθρώπινος μακρόσυρτος πόνος ἐκβάλλει, σὰν τὰ νερὰ τοῦ Νείλου, στὶς μορφὲς αὐτές. Καὶ μέσα στὴν ἄβυσσο τοῦ πόνου λάμπει τὸ φῶς τῆς ἐλπίδος καὶ τῆς προσμονῆς. Λάμπει ἡ αἰωνιότητα ποὺ ἀναβλύζει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς πρόσκαιρης, ἀλλὰ προσωπικὰ ἀνεπανάληπτης ζωῆς.
Ἔτσι σοῦ πληγώνουν τὴν καρδιὰ καὶ σὲ παρηγοροῦν μακάρια. Σὲ φέρνουν σὲ ἐγρήγορση, γιὰ νὰ δεῖς τὴν τραγικότητα ἀλλὰ καὶ τὴν ὡραιότητα τῆς ζωῆς.
Ὅλο τὸ κλίμα εἶναι γεμάτο ἱερὴ καὶ πένθιμη γαλήνη. Ὅλα συναπαρτίζουν μία μήτρα ἀγάπης καὶ κάλλους, ποὺ δημιουργεῖ πολιτισμὸ καὶ γεννᾷ ἀνθρώπους μὲ ὑψηλὲς ἀναζητήσεις. Τὸ ὁλοζώντανο τοῦ πόνου καὶ τοῦ κάλλους ποὺ ξεπερνᾷ τὸν χρόνο καταργεῖ τοὺς χωρισμούς.
Ἡ τέχνη ἀνάγεται σὲ ἐπίπεδο ἱερουργίας καὶ φανερώνει ἀληθινὴ ἀνθρωπιά, ὅπου ἑνώνεται τὸ κάλλος μὲ τὴν καλοσύνη. Συζοῦν οἱ λαοί. Συνεργάζονται οἱ πολιτισμοί. Καὶ συγκατοικοῦν οἱ ζῶντες μὲ τοὺς κεκοιμημένους. Ὁ καθένας παίρνει τὸν ταριχευμένο νεκρὸ στὸ σπίτι του. Καὶ κρατᾷ στὴ ζωή του ἄγρυπνη τὴ μνήμη τοῦ θανάτου.
Δὲν πρέπει ὅμως νὰ ξεχνᾶμε ὅτι στὴν πνευματικὴ ζωὴ ὑπάρχει μία φυσιολογία καὶ λειτουργοῦν νόμοι ἀμετάθετοι:
Ὅταν ἕνας λαός, ἕνας κόσμος ὁλόκληρος, ἀγωνίζεται σὰν ἕνας ἄνθρωπος ὑπομονητικά· ὅταν δὲν αἰτιᾶται κανέναν ἄλλον ὡς ἀφορμὴ τῶν δεινῶν του· ὅταν δὲν αὐθαδιάζει καὶ δὲν φθάνει στὴν ὕβρι, ἀλλὰ περιμένει καρτερικά· τότε ὁπωσδήποτε δέχεται μία ἐσωτερικὴ ἀνάπαυση ὡς ἀνταμοιβή. Ἀπὸ τὸν πολύ του πόνο καὶ τὴν ἀναζήτηση γεννιέται βάλσαμο παρηγοριᾶς. Ἀνατέλλει φῶς χαρούμενο, πού, ἂν δὲν ἀποτελεῖ τὴν πλησμονὴ τῆς ἀναμενόμενης φωτοχυσίας, ὅμως εἶναι μία παράκληση ἑωθινοῦ φάους, ποὺ προμηνύει τὴν ἀνατολή.
Ἔτσι νιώθεις μὲ τὰ πορτρέτα αὐτὰ νὰ ἐντοπίζεται καὶ νὰ ψηλαφᾶται ὁ σπερματικὸς λόγος στὴν τέχνη. Βρισκόμαστε στὴν προετοιμασία τῆς καινῆς κτίσεως.
Οἱ ἄνθρωποι ποὺ μόνοι τους, μὲ τὴν εὐαισθησία καὶ τὴ μαστοριά τους, κατόρθωσαν νὰ ζωγραφίσουν τὰ πρόσωπα τοῦ Φαγιούμ, εἶναι ἕτοιμοι, διὰ τῆς χάριτος τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ἁγιογραφήσουν τὶς λειτουργικὲς εἰκόνες.
Ἀπὸ τὴν παρηγοριὰ τῆς ἀνθρωπιᾶς φθάνομε στὸ πλήρωμα τῆς θεανθρωπίας. Σαρκοῦται ὁ Λόγος. Κατέρχεται τὸ Πνεῦμα, ἀνέρχεται ὁ χούς. Δημιουργεῖται ἡ Ἐκκλησία.
Ὅλα ὅσα ὡς ἐν ἐσόπτρῳ βλέπαμε ἀπὸ μακριά, τώρα τὰ ζοῦμε συνειδητὰ ὡς δῶρο μὲ ὅλη μας τὴν ὕπαρξη. Μπαίνομε στὸν λειτουργικὸ παράδεισο τῆς Ἐκκλησίας. Φθάνομε στὴν ἐκπλήρωση τῆς προθεσμίας (Πεντηκοστή). Στὸ φῶς ποὺ γεμίζει οὐρανό, γῆ καὶ καταχθόνια.
Ὁ Θεάνθρωπος Κύριος φέρνει στὸν ᾍδη τῶν κεκοιμημένων τὸ Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας. Καὶ ἕλκει τὶς σειρὲς τῶν πεπεδημένων πρὸς τὸ ἄχρονο φῶς.
Αὐτοὶ ποὺ τόσο ἀγωνίστηκαν, πόνεσαν καὶ ἔκλαψαν, ἦταν ἀσφαλῶς ἕτοιμοι νὰ δεχθοῦν τὸ εὐαγγέλιο τῆς Ἀναστάσεως. Νὰ μποῦν στὸ πανηγύρι τῆς χαρᾶς, νὰ ζοῦμε ὅλοι μαζὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ Λόγου. Τοῦ Θεοῦ Λόγου, ποὺ γίνεται ἄνθρωπος, γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο, ποὺ θυσιάζεται γιὰ ὅλους, ποὺ τὰ προσφέρει ὅλα καὶ ἀγκαλιάζει τοὺς πάντας, καὶ αὐτοὺς ποὺ Τὸν σταυρώνουν, γιὰ νὰ συσταθεῖ ἡ μία Ποίμνη μὲ τὸν ἕνα Ποιμένα, ὁ ὁποῖος συνέχεια ἐγκαταλείπει τὰ ἐνενήκοντα ἐννέα πρόβατα, ζητώντας τὸ ἕνα, τὸ ἀπολωλός.
Αὐτὴ ἡ ἔξοδος ἀπὸ τὴ μάνδρα γιὰ τὴν ἀναζήτηση τοῦ ἑνὸς φανερώνει τὴν ἁγιότητα, τὴν οἰκουμενικὴ ἀποστολὴ καὶ τὴν εὐρυχωρία τῆς μίας μάνδρας ὅλων μας. Παρηγορεῖ τὴν ψυχὴ τοῦ καθενὸς καὶ κάνει νὰ δουλεύει στὰ ἔγκατα τοῦ ἀνθρώπου τὸ προζύμι τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἡ καῦσις τῆς καρδίας καὶ ἡ ἐλεημοσύνη τῆς ἀγάπης γιὰ κάθε ἄνθρωπο, γιὰ κάθε κτίσμα καὶ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν διάβολο, κατὰ τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ.
Μέσα στὰ πρόσωπα τοῦ Φαγιούμ, σὰν σὲ χορὸ ἀρχαίας τραγῳδίας, διακρίνεις ὅλη τὴν ἀγωνία τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς καὶ ἱστορίας. Ταυτόχρονα βλέπεις ρῖγος συγκινήσεως νὰ διατρέχει τὸ πρόσωπό τους, σὰν νὰ βλέπουν τὸν Καλὸν Ποιμένα νὰ πλησιάζει.
Καὶ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἔχουν γίνει κοινωνοὶ τῆς αἰωνίου ζωῆς αὐτοὶ ποὺ τόσο τὴν πόθησαν καὶ ἀποτυπώθηκε ἀνεξίτηλα στὰ πρόσωπά τους.
Δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἔχουν βρεῖ τὸν ἑαυτό τους μέσα στὸν παράδεισο τῆς ἀγάπης αὐτοὶ ποὺ καὶ νεκρὸ πῆραν τὸν συγγενῆ τους συγκάτοικο στὸ σπίτι τους.
Γι᾿ αὐτὸ νιώθεις νὰ εἶναι μία ἀδιάσπαστη γενιὰ οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζωγράφισαν τὰ πορτρέτα τοῦ Φαγιοὺμ καὶ ἁγιογράφησαν ἀργότερα τὶς εἰκόνες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου νοεῖται καὶ βιοῦται ὡς ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν ἀσχήμια τῶν παθῶν καὶ συγκατάμειξη μὲ τὸ θεῖο κάλλος.
Γι᾿ αὐτό, ὅταν ἀργότερα ἐνσκήπτει στὴν Ἐκκλησία ἡ λαῖλαψ τῆς εἰκονομαχίας, ὅταν ἔρχεται ἡ πλάνη αὐτὴ νὰ ἀρνηθεῖ τὶς προϋποθέσεις τῆς σωτηρίας, τὴ θεοτοκία τῆς Παρθένου, τὴν τιμὴ τῶν Ἁγίων, τὴν προσκύνηση τῶν εἰκόνων, ὅλη τη θεανθρώπινη ζωὴ καὶ λειτουργικὴ πραγματικότητα, τὴν ὕλη ποὺ κατέστη ἔμπλεως τῆς θείας χάριτος, τότε ἀντιδρᾷ ὁλόκληρο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, γιατὶ τοῦ ἀρνοῦνται τὸν λόγο τῆς ὑπάρξεώς του.
Τραντάζεται σύγκορμα καὶ ἀντιστέκεται ὅλο τὸ δέντρο τῆς Παραδόσεως, ἀπὸ τὶς ρίζες ὡς τὰ κλαδιά. Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὅλοι, ἀπὸ τοὺς ζωγράφους τῶν Φαγιοὺμ μέχρι τὸν τελευταῖο ἁγιογράφο καὶ πιστό, ἔλαβαν μέρος, μὲ τὸν δικό τους τρόπο, στὸν ἀγῶνα αὐτόν. Ὅλοι εἶπαν, ἀνάλογα μὲ τὴν αἴσθηση καὶ τὴν ἐμπειρία τους, ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ σωθεῖ.
Ἀπὸ τὶς ρίζες τῆς προσμονῆς καὶ τῆς προετοιμασίας (οἱ ζωγράφοι τῶν Φαγιοὺμ) μέχρι τὰ κλαδιὰ ποὺ γέννησαν καὶ ἀπόλαυσαν τὸν γλυκὸ καρπὸ τοῦ πληρώματος τῆς σωτηρίας εἶπαν ὄχι στὴν ἄρνηση τῶν εἰκόνων.
Εἶπαν ναὶ στὴν πραγματικότητα τῆς δίψας καὶ ἀναζητήσεως τῆς σωτηρίας. Εἶπαν ναὶ στὸ γεγονὸς ὅτι πέτυχαν τὸ αἰτούμενο. Τὰ ἀόρατα ὡράθη, τὰ ἀναφῆ ἐψηλαφήθη. Καὶ βιοῦται ἡ σωτηρία, ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴ διαβεβαίωση τοῦ ὑμνογράφου: «Καὶ ἔσωσας ὅλον με τὸν ἄνθρωπον».
Εἶναι τώρα γενικὰ παραδεκτὸ ὅτι τὰ πορτρέτα τοῦ Φαγιοὺμ εἶναι ἑλληνικὴ τέχνη. Καὶ τὰ καλύτερα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἔργα Ἑλλήνων ζωγράφων.
Εἶναι ἐπίσης γνωστό, καὶ γενικὰ παραδεκτό, ὅτι ὅλη ἡ εἰκονοκλαστικὴ ἔρις ἦταν μία διαμάχη μεταξὺ τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος, ποὺ σέβεται καὶ εἰκονογραφεῖ τὸ πρόσωπο, καὶ τοῦ πνεύματος τῆς Ἀνατολῆς, ποὺ ἀγνοεῖ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο καὶ ἐκφράζεται μὲ γεωμετρικὰ σχήματα καὶ ἀραβουργήματα.
Ἀλλὰ καὶ ἡ Δύση δὲν κατάλαβε πλήρως καὶ δὲν συμμετεῖχε στὸν ἀγῶνα τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ἀντελήφθη περὶ τίνος ἐπρόκειτο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κάρολος ὁ Μέγας, ποὺ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ γενάρχης τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, ἑπτὰ χρόνια μετὰ τὴν Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (787), συγκάλεσε τὴ σύνοδο τῆς Φραγκφούρτης (794), ἡ ὁποία κατεδίκασε τὴν Ζ´ Σύνοδο καὶ ἀπέρριψε τὴ διδασκαλία της.
Τὸ τί σημαίνει αὐτὴ ἡ ἀπόρριψη καὶ ποιὲς συνέπειες εἶχε γιὰ τὴ Δύση, μποροῦμε νὰ τὸ δοῦμε, ἐὰν συγκρίνωμε ἕνα ἀπὸ τὰ κλασικὰ πρόσωπα τοῦ Φαγιοὺμ μὲ μιὰ «Μαντόνα» τῆς Ἀναγεννήσεως.
Ἔτσι ἀποδεικνύεται ὅτι οἱ Ἕλληνες ζωγράφοι τῶν Φαγιούμ, πρὸ Χριστοῦ καὶ ἐκτὸς Ἐκκλησίας, εἶναι πιὸ κοντὰ στὴ λειτουργικὴ εἰκόνα ἀπὸ ὅ,τι οἱ καλλιτέχνες τῆς Δύσεως μετὰ ἀπὸ δεκαπέντε αἰῶνες χριστιανισμοῦ.
Ὑπάρχει μία αἴσθηση στὸν Ἕλληνα, ποὺ μετατρέπεται σὲ μοῖρα καὶ ἀποστολή. Αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι ποὺ τοποθετεῖ τοὺς Ἕλληνες παραπάνω ἢ παρακάτω. Εἶναι ἁπλῶς τὸ χρέος ποὺ τοὺς δόθηκε. Γεννήθηκαν μὲ αὐτὴ τὴν ὑποχρέωση. Εἶναι καταδικασμένοι νὰ εἶναι δοῦλοι μιᾶς οἰκουμενικῆς ἀποστολῆς, ποὺ διακονεῖ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει ἀπαιτήσεις.
Ὑπάρχουν κάποια πράγματα ποὺ δὲν χάνονται. Ὅσο καὶ ἂν ταφοῦν στὸν χρόνο ἢ στὸ χῶμα, φανερώνεται πῶς ζοῦν. Κυκλοφοροῦν μεταξύ μας. Κυκλοφοροῦν στὸ αἷμα μας.
Ἕνας βαθύς, ὑποδόριος πόνος διατρέχει ὅλο τὸ σῶμα τοῦ ἑλληνισμοῦ. Αὐτὸς κάνει τὰ πορτρέτα τοῦ Φαγιοὺμ νὰ εἶναι γιὰ τὸν Ἕλληνα σύγχρονα ἔργα, ὡς διαχρονικά.
Τὰ βλέπει νὰ ζοῦν μέσα στὴν ἀναζήτηση τοῦ Ἡρακλείτου, στὴν ἀγωνία τῆς τραγῳδίας, στὸν πόνο τῶν δημοτικῶν καὶ στὸ παράπονο τῶν λαϊκῶν τραγουδιῶν, στὸ χαροποιὸ πένθος τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καὶ τοῦ Πάσχα.
Ἂν καὶ χίλια ξένα στοιχεῖα πουριτανισμῶν καὶ διανοητισμῶν μὲ μορφὴ τέχνης, θεωρίας, μουσικῆς καὶ χορῶν... κάποιοι προσπάθησαν ἢ προσπαθοῦν νὰ ἐγκεντρίσουν στὸ σῶμα τοῦ ἑλληνισμοῦ, ὁ ὀργανισμός του ἢ τὰ ἀφομοιώνει ἢ τὰ ἀποβάλλει ὡς ξένα σώματα.
Καὶ φανερώνεται νὰ ὑπάρχει κάτι δυναμικὸ καὶ ἀείζωο, ποὺ ὁρίζει καὶ σῴζει τὴ συνέχεια τοῦ τόπου. Κάτι ποὺ ἔχει τὸ δικό του ἀναλλοίωτο ἦθος· τὸ σταυροαναστάσιμο καὶ πένθιμα χαρούμενο.
Αὐτὸ τὸ βλέπεις, ὅταν ζεῖς τὸν Ἐπιτάφιο Θρῆνο, ὄχι ὡς συμφορά, ἀλλὰ ὡς προεόρτια της Ἀναστάσεως· καὶ ὅταν ἐκφράζεις τὴν ἀνείπωτη χαρὰ τοῦ Πάσχα, ὄχι μὲ σκηνοθεσίες μελοδράματος, ἀλλὰ μὲ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» σὲ ἀργὸ μέλος, ποὺ ἀκούγεται ὡς θρῆνος βαρὺς καὶ μοιρολόι.
Ἔτσι παρέχεται χῶρος καὶ δυνατότητα ζωῆς σὲ χαρούμενους καὶ θλιμμένους, σὲ ζωντανοὺς καὶ πεθαμένους.
Ὅταν καταστρέφεσαι καὶ τὰ χάνεις ὅλα, ἐλπίζεις. Καὶ ὅταν βρίσκεσαι στὴν πλησμονὴ τῆς χαρᾶς, μένεις σεμνὸς καὶ συγκρατημένος.
Τὰ τῆς ζωῆς σου ἱερουργοῦνται σὲ βάθος σημαντικῆς σιγῆς, ὅπου καμιὰ ταραχὴ δὲν θολώνει τὴν εὐκρίνεια τοῦ Λόγου, οὔτε θίγει τὴ μεταμορφωτικὴ δύναμη τῆς σαρκωθείσης Ἀλήθειας, ποὺ κυβερνᾷ τὸν κόσμο.
Ὁποιοδήποτε ξεροβόρι ἢ φωτιὰ καὶ ἂν κατακάψει τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, οἱ ρίζες μένουν καὶ ἑτοιμάζουν νέα βλάστηση.
Ὅταν περιμένεις, ἔστω καὶ νεκρός, μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ ἐλπίδα, πάντοτε ἔρχεται ἔσωθεν καὶ ἄνωθεν - ποὺ εἶναι τὸ ἴδιο - ἡ λύτρωση ποὺ ἀπευθύνεται σὲ ὅλους.
Τὰ πρόσωπα τοῦ Φαγιοὺμ σοῦ εἶναι οἰκεία καὶ κοντινά. Εἶναι σύγχρονα καὶ ζωντανά. Εἶναι πρόσωπα δικά σου, τῆς οἰκογένειάς σου, καὶ τῆς οἰκουμένης ὁλόκληρης. Γιατί δὲν χωρίζουν, ἀλλὰ ἑνώνουν.
Δὲν ὑπογραμμίζουν τὴν ἑτερότητα τοῦ φύλου - «οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ» - ἀλλὰ τὴν ταυτότητα τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ ποὺ κρύβουμε ὅλοι μέσα μας.
Τοὺς νιώθεις συγγενεῖς σου, ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφές σου, ὄχι γιατί τοὺς μοιάζεις ἐξωτερικὰ ἢ ἀνήκεις στὴν ἴδια φυλὴ - «οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ἰουδαῖος... βάρβαρος, Σκύθης...» (Κολ. 3, 11) - ἀλλὰ γιατί μέσα τους λάμπει τὸ φῶς τῆς ἴδιας ἐλπίδας καὶ ὁ πόνος τῆς ἴδιας ἀνθρωπιᾶς, ποὺ κρατᾷ τὸν κόσμο στὴ ζωὴ καὶ βάζει σὲ δεύτερη μοῖρα τὰ ἐξωτερικὰ γνωρίσματα καὶ χαρακτηριστικά.
Ἔτσι ἀποδεικνύονται συγγενεῖς σου οἱ ἄγνωστοι. Καὶ σοῦ κάνουν συντροφιὰ οἱ πεθαμένοι, ποὺ γεμίζουν τὸν χῶρο μὲ παρουσία ζωῆς.
Τελειώνοντας μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τὸ εἰδικὸ βάρος ἑνὸς πολιτισμοῦ φανερώνεται ἀπὸ τὸ πῶς ἀντιμετωπίζει τὸ πρόβλημα τοῦ θανάτου.
Ἡ δική μας ταλαίπωρη ἐποχή, ἡ προοδευμένη καὶ πλούσια, παρουσιάζεται πολιτιστικὰ φτωχὴ καὶ ζαλισμένη. Διαθέτει πολὺ φτιασίδωμα καὶ στρουθοκαμηλισμό.
Δὲν τολμοῦμε νὰ δοῦμε κατάματα τὴν ἀλήθεια τοῦ θανάτου, γι᾿ αὐτό:
- Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, εἴτε σκεπάζομε τὸ πρόσωπο τοῦ νεκροῦ γιὰ νὰ μὴν τὸ ἀντικρύσωμε, εἴτε τὸ μακιγιάρουμε γιὰ νὰ τὸ παραστήσωμε ψεύτικα ζωντανό.
- Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, προβάλλομε τὸν τρόμο καὶ τὴ φρίκη τοῦ θανάτου σὰν τέχνη. Καὶ τὴν ἐμπορευόμαστε ὡς θέαμα καὶ ἀνάγνωσμα.
Ἀλλὰ ἡ ἀνθρώπινη σοβαρότητα τῶν προσώπων τοῦ Φαγιοὺμ καὶ ἡ θεϊκὴ γαλήνη τῶν εἰκόνων τῆς Ἐκκλησίας μᾶς παρηγοροῦν, γιατί ἀποκαλύπτουν τὴ βαθύτερή μας φύση, ἑνότητα καὶ ἀντοχή.
Πιστοποιοῦν αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὅτι ὄχι μόνο κάθε ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη φύση «ἡ ἀπὸ τῶν πρώτων μέχρι τῶν ἐσχάτων διήκουσα μία τὶς τοῦ ὄντος ἐστὶν εἰκών». Εἶναι μία εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ὅλη ἡ ἀνθρώπινη φύση. «Διὰ τοῦτο εἷς ἄνθρωπος κατωνομάσθη τὸ πᾶν». Ἕνας ἄνθρωπος εἶναι ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Αὐτὴ ἡ μιὰ εἰκόνα τῆς τριαδικῆς θεότητος μᾶς ἑνοποιεῖ καὶ μᾶς ἐλευθερώνει. Αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴν ἀείζωη φλόγα ποὺ μᾶς ζωογονεῖ καὶ μᾶς κατευθύνει.
Γι᾿ αὐτὸ ἐλπίζομε ὅτι ἐν τέλει θὰ νικήσει ἡ ἀλήθεια τῆς φύσεώς μας. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ συμβολὴ τῆς ἀληθινῆς μας δίψας θὰ φθάσωμε τὴ γνήσια ἀνθρωπιὰ ποὺ ποθοῦμε καὶ θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ γίνωμε κοινωνοὶ τῆς λειτουργικῆς θεανθρωπίας καὶ αἰώνιας ζωῆς, γιὰ τὴν ὁποία πλαστήκαμε.