Τὸ ΒΗΜΑ, 12/10/1997, Σελ.: A27
Κωδικὸς ἄρθρου: B12450A271
http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=12450&m=A27&aa=1
Ὁ ἄνθρωπος, ἡ κορωνίδα τῆς δημιουργίας, ἔχει μέσα του τὸ ἐπικίνδυνο δῶρο τῆς ἐλευθερίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος εἶναι ἐπικίνδυνος καὶ κουραστικὸς γιὰ ὅλα τὰ συστήματα καὶ τὶς θεωρίες.
Σωτηρία του δὲν εἶναι ἡ ἔξωθεν παροχὴ ἀγαθῶν. Δὲν μπαίνει ὁ ἄνθρωπος σὲ κατασκευασμένο ἀπὸ τρίτους παράδεισο. Ὁ παράδεισος, ὡς ἔκπληξη ζωῆς, ἀνατέλλει ἀπὸ τὸν κάθε ἕνα ἄνθρωπο. «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστι».
Μέσα στὸν ἄνθρωπο κυοφορεῖται τὸ θαῦμα τοῦ «ἐξαίφνης», ἡ ἀλλαγή, ἡ ἔκπληξη, ὁ αἰφνιδιασμός. Μπορεῖ νὰ μετανοήσει, νὰ μεταμορφωθεῖ· νὰ ἀλλάξει νοῦ καὶ μορφή. Σοῦ ἐπιφυλάσσει ἐκπλήξεις. Μπορεῖ ὁ ἔσχατος νὰ γίνει πρῶτος καὶ ὁ πρῶτος ἔσχατος. Δὲν προδιαγράφεται ἡ ζωή του. Δὲν ὑπολογίζεται ἡ ἀξία του. Εἶναι ἕνα ὃν ἐν ἐξελίξει. Βρίσκεται ἐν πορείᾳ. Μένει πάντοτε ὁ ἴδιος, γινόμενος ἐξ ὁλοκλήρου ἄλλος θείᾳ Χάριτι.
Δὲν εἶναι τμῆμα ἑνὸς συνόλου. Εἶναι δυνάμει τὸ ὅλον. Εἶναι ἐν σμικρῷ ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία.
Αὐτὸ τὸ ἔκτακτο, τὸ μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο ποὺ κρύβει μέσα του ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔρχεται καὶ θέλει νὰ σώσει ἡ Ἐκκλησία. Καὶ διὰ τῆς σωτηρίας καὶ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου φωτίζεται καὶ σῴζεται ὁ κόσμος ὅλος καὶ ἡ δημιουργία.
Ἂν ἡ ἀνθρωπικὴ θεωρία τῆς νεωτέρας φυσικῆς καταλήγει στὸ ὅτι τὸ σύμπαν φτιάχθηκε μὲ αὐτὲς τὶς σταθερές, γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ καὶ νὰ ζήσει ὁ ἄνθρωπος, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δημιουργήθηκε γιὰ νὰ προσφέρει τὴ λειτουργικὴ πραγματικότητα ὡς θεανθρώπινη μήτρα ποὺ πλάθει τὸν ἐλεύθερο ἄνθρωπο. Εἶναι ἡ μητέρα καὶ ὄχι ἡ μητριὰ τοῦ ἀνθρώπου. Τὸν κυοφορεῖ, τὸν τιθηνεῖ, τὸν παιδαγωγεῖ, τὸν ὑπομένει, τὸν ἀνέχεται. Τοῦ δίδει τὴ δυνατότητα νὰ ἀναπτυχθεῖ. Νὰ πραγματοποιήσει τὸν σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς του. Θέλει νὰ τὸν δεῖ σωσμένο, καταξιωμένο, ὥριμο, ἐλεύθερο, ἀνεξάρτητο. Καὶ ἐπειδὴ ὁ κάθε ἕνας ἀνακεφαλαιώνει ἐν ἀγάπῃ τὸ ὅλον, ἡ ἀνεξαρτησία τῆς ἐλευθερίας δὲν παραβλάπτει ἀλλὰ ἐπιβεβαιώνει τὴ γνησιότητα τῆς ἑνότητος.
Μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴ λειτουργικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς Ἐκκλησίας ὁ Θεὸς θυσιάζεται γιὰ νὰ μπορέσει νὰ σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀσήμαντος, ὁ περιφρονημένος, ὁ παραστρατημένος καὶ χαμένος. «Ἦλθε ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός».
Καὶ τὸ ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, γενόμενος ἄνθρωπος καὶ ἐπιστρέφων πρὸς τὸν Πατέρα Του, παίρνει μαζί του, πρῶτο οἰκήτορα τοῦ παραδείσου, ὄχι κάποιο μαθητῆ, ἀλλὰ ἕναν ἄγνωστο λῃστή, δείχνει τὸ χαρούμενο μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου: ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μετανοήσει. Καὶ τὴν τελευταία στιγμὴ μπορεῖ νὰ κερδίσει τὸ πᾶν. Μπορεῖ νὰ βρεθεῖ ὁ χαμένος, νὰ θεραπευθεῖ ὁ ἀσθενής, νὰ ἀποχαρακτηρισθεῖ ὁ στιγματισμένος καὶ νὰ ἀναστηθεῖ ὁ νεκρός.
Αὐτὸ συμβαίνει μέσα στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ στὴ Θεία Λειτουργία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Αὐτὴ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ζητοῦσαν καὶ περίμεναν οἱ γενιὲς ποὺ πέρασαν μέσα στὴν ἑλληνικὴ καὶ παγκόσμια παράδοση καὶ ἱστορία. Αὐτὴ τὴν ἀπελευθέρωση ζητεῖ καὶ σήμερα ὁ ἄνθρωπος.
Καὶ ἂν ὁ ἄνθρωπος ἰσορροπήσει ἐν ἐλευθερίᾳ καὶ Χάριτι, ἂν λειτουργήσει ὡς ἱερεὺς τῆς κτίσεως καὶ ἂν εὐχαριστιακὰ δεχθεῖ καὶ χρησιμοποιήσει τὴ δημιουργία ὅλη, τότε παίρνει τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας. Συνειδητοποιεῖ τὴν ἀποστολή του. Ἡ ζωή του γίνεται ἱερουργία καὶ ἡ πνευματική του ἀπασχόληση δράση εὐεργετικὴ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Ἔτσι σῴζεται ὁ ἄνθρωπος καὶ δι᾿ αὐτοῦ ἡ δημιουργία. Διότι «καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τὴν δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 8,21).
Ἂν ὅμως ἐνεργήσει διαφορετικά, ἂν ὑποκύψει στὸν πειρασμὸ τῆς φιλαυτίας καὶ θεοποιήσει τὴν ἀπληστία καὶ δίψα του γιὰ ἐξουσία καὶ κυριαρχία πάνω στοὺς ἀνθρώπους καὶ στὴ δημιουργία, τότε ἡ δική του παράνοια καὶ ἀνισορροπία θὰ συμπαρασύρει στὸν τελικὸ ὄλεθρο καὶ ὁλόκληρη τὴ δημιουργία.
Ἂν σκοπὸ τῆς ζωῆς μας βάλουμε τὴν οἰκονομικὴ σύγκλιση καὶ τὴν αὔξηση τοῦ κατὰ κεφαλὴν εἰσοδήματος, ἂν ἰδανικό μας εἶναι ὁ Homo Oeconomicus, τότε ἡ ἐλευθερία μας εἶναι περιττή. Καὶ αὐτοὶ ποὺ μᾶς καθοδηγοῦν φροντίζουν νὰ μᾶς ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὸ περιττὸ φορτίο τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας.
Ἀντιθέτως, ἂν εἴμαστε ἀπαιτητικοί, ἂν ζητοῦμε τὸ γνήσιο, ἔστω καὶ ἐλάχιστο, ποὺ σπᾷ τὶς ἁλυσίδες κάθε σκλαβιᾶς καὶ ρίχνει τὰ φράγματα κάθε ἀποκλεισμοῦ, ἂν θέλουμε νὰ φθάσουμε στὴ «θύραν ἣν οὐδεὶς δύναται κλεῖσαι» καὶ νὰ προχωρήσουμε στὴν ἀτελεύτητη ἐπέκταση πρὸς τὸ μυστήριο τῆς κοινωνίας τῶν ἀγαπωμένων προσώπων καὶ ὄχι στὴν κόλαση τῶν ἀντιμαχομένων ἀτόμων, τότε λύση εἶναι ἡ «καινὴ κτίσις» καὶ ἡ λογική της Θείας Λειτουργίας, ἡ λογικὴ καὶ ἡ ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Εἶναι ἀπόλυτα εἰλικρινὴς ὁ Σαρτρ καὶ ἀντιπροσωπεύει ἕναν πολιτισμὸ καὶ μία στάση ζωῆς, ὅταν λέει ὅτι ἡ κόλασή του εἶναι οἱ ἄλλοι. Καὶ εἶναι ἀντίστοιχα ἀπόλυτα εἰλικρινὴς καὶ ἀντιπροσωπεύει ἕναν ἄλλον πολιτισμὸ ὁ ἀββὰς τοῦ Γεροντικοῦ ποὺ λέει: «Εἶδες τὸν ἀδελφόν σου, εἶδες Κύριον τὸν Θεόν σου».
Ἂν δεῖς μέσα ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία τὴν Εὐρώπη καὶ τὸν ἄνθρωπο, αὐθόρμητα λές: Ναὶ καὶ Ὄχι.
Διακρίνεις πρόοδο καὶ στασιμότητα· πλοῦτο καὶ ἔνδεια. Κάτι ὑπάρχει μέσα στὴν ἱστορία της ποὺ δὲν τὸ ἀνέχεσαι. Κάτι λάμπει ποὺ δὲν εἶναι χρυσός. Κάτι κρύβεται ποὺ εἶναι ὕποπτο. Ὅλη ἡ ζωὴ στὴν Εὐρώπη διοργανώνεται διαφορετικά. Ἡ ζωντάνια τοῦ ἀνθρώπινου αὐθορμητισμοῦ πάει στὸ περιθώριο. Ἡ θεολογία γίνεται σχολαστικισμός, ἡ Ἐκκλησία κράτος, ἡ πνευματικὴ ζωὴ σκυθρωπιάζει. Ὁ ἄνθρωπος διαμαρτύρεται. Καὶ δικαιολογεῖς τὶς φωνὲς τῶν ἀντιφρονούντων. Δὲν ὑποφέρεις τὴν ἐπιβαλλόμενη τάξη. Λὲς ναὶ στὶς κραυγὲς πρὸς ἐλευθερία. Νιώθεις κοντὰ στοὺς ἀμφισβητίες, ποὺ ἀντιπροσωπεύουν κάτι βαθὺ καὶ ἀνθρώπινο· ἀγωνίζονται ἀπεγνωσμένα γιὰ τὸ σπάνιο καὶ δυσεύρετο ποὺ τοὺς στεροῦν.
Καὶ μέσα στὴν ἐξωλειτουργικὴ αὐτὴ παράδοση ὁ ἄνθρωπος συνθλίβεται. Τὰ προβλήματα λύνονται μὲ δυναμικὲς ἐπεμβάσεις τῶν ἰσχυρῶν: γιὰ νὰ κρατήσουν καθαρὴ τὴν «πίστη» τους, στέλνουν στὴν πυρὰ τοὺς αἱρετικούς. Γιὰ νὰ κρατήσουν καθαρή τη ράτσα τους, κάνουν ἄλλους σαποῦνι. Γιὰ νὰ ἐπιβάλουν στὸν λαὸ τὸν παράδεισο ποὺ ἐπινόησαν, κλείνουν ἑκατομμύρια στὰ κάτεργα.
Καὶ ἡ Δύση δὲν ξεπέρασε αὐτὸν τὸν πειρασμό· τὴν εὔκολη λύση τοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ. Τῆς ἦταν ἀνέκαθεν μεγάλο βάσανο ὁ ἄνθρωπος. Τὸν βρῆκε πολὺ ἀσυμβίβαστο, ἀπροσάρμοστο καὶ ἐνοχλητικό.
Καὶ σήμερα, ποὺ τὴν Ἑνωμένη Εὐρώπη συγκροτοῦν δημοκρατικὰ καθεστῶτα, ἡ Δύση δὲν μπορεῖ νὰ χρησιμοποιήσει τὰ καθαρῶς παραδοσιακὰ μέσα. Ἀλλά, ὅταν δὲν ἔχεις μάθει ἄλλον τρόπο νὰ σκέφτεσαι, νὰ μιλᾷς καὶ νὰ διοργανώνεις, ὅταν ἐκ παραδόσεως ἔχεις δώσει λύσεις παρεμφερεῖς, εἶναι ἑπόμενο νὰ γυρίζεις ἀναπόφευκτα στὸν ἴδιο τρόπο τοῦ ἐγχειρήματός σου. Αὐτὸς σὲ ἔχει σφραγίσει, σὲ ἔχει πλάσει.
Ἀλλὰ ὅταν ἡ Εὐρώπη θεωρεῖται δυνατή, μὲ οἰκονομικὴ εὐρωστία καὶ τεχνικὴ πρόοδο, ὅταν θεωρεῖται φοβερὴ ἀπὸ ὅλους καὶ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους Ἕλληνες, ὅταν τόσοι ἄλλοι γείτονες βλέπουν τὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση μὲ δέος καὶ θέλουν νὰ μποῦν σ᾿ αὐτήν, ὅταν ὅλα αὐτὰ συμβαίνουν, νιώθει ὅτι μπορεῖ καὶ ὀφείλει νὰ προχωρήσει μὲ τὴ δική της λογική, ἐφαρμόζοντας τὰ ἴδια συστήματα διακριτικὰ καὶ μὲ κάποια ἐπίφαση δημοκρατικῆς εὐπρεπείας· δὲν θὰ μιλᾷ γιὰ περιορισμό, ἀλλὰ γιὰ προστασία τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ θὰ ἀξιοποιήσει φυσικὰ στὸ ἔπακρο τὴ σημερινὴ ἡλεκτρονικὴ τεχνολογία, πού, ἂν τὴν εἶχε παλαιότερα, θὰ εἶχε κάνει θαύματα, δίδοντας ριζικὲς λύσεις καὶ ἄλλη ἴσως τροπὴ στὴν ἱστορικὴ ἐξέλιξη τῆς κοινωνίας.
Ὁπότε δὲν στέκουν οἱ ἀπόψεις ὅτι ὑπάρχουν κάποιοι πλούσιοι καὶ δυνατοὶ ποὺ ἀδικοῦν ἐμᾶς, τοὺς φτωχοὺς καὶ λίγους της «θρησκευτικῆς καὶ πολιτιστικῆς μειονότητος». Εἶναι ψέμα αὐτό. Εἴμαστε οἱ πλούσιοι, οἱ δυνατοὶ καὶ πολιτισμένοι, ποὺ ἀδικοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους. Ἔχουμε τὴν ἰσχὺ τοῦ Πνεύματος καὶ κληρονομιὰ ἀκατάλυτη, ποὺ μᾶς καθιστᾷ ὑπευθύνους γιὰ τὴν προστασία τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας καὶ ἀξιοπρέπειας.
Τὰ κροκοδείλια δάκρυά μας δὲν θὰ μᾶς ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὴν εὐθύνη. Εἴμαστε ὀφειλέται. Καὶ θὰ μᾶς ζητήσουν λόγο οἱ ἄνθρωποι, οἱ χιλιάδες, τὰ ἑκατομμύρια ποὺ ἀδικήθηκαν, κάηκαν, σάπισαν στὰ κάτεργα καὶ αὐτοὶ ποὺ σήμερα ζοῦν μέσα στὸν λιμὸ τῆς εὐμαρείας καὶ στὴν εἱρκτὴ τῆς «ἐλευθερίας», ποὺ τοὺς ὁδηγεῖ στὴ νάρκωση καὶ τοὺς πνίγει.
Δὲν θὰ μᾶς σώσει κανένα ἄλλοθι ὅταν σταθοῦμε στὴν τελικὴ κρίση, ὅταν θὰ προσπαθοῦμε καὶ δὲν θὰ μποροῦμε νὰ δικαιολογήσουμε τὸ γιατί δὲν ζήσαμε καὶ δὲν δώσαμε τὴ μαρτυρία τῆς Παραδόσεώς μας, ποὺ προσφέρει σαρκωμένη καὶ ἔμπρακτη λύση στὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς κοινωνίας του· στὸ πρόβλημα τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς καὶ τῆς συνεχείας της.
Ἂν οἰκονομικὰ εἴμαστε ὑποδεέστεροι συγκρινόμενοι μὲ ἄλλους λαοὺς καὶ ἂν δὲν διαθέτουμε τὰ κεφάλαια τῆς Εὐρωπαϊκῆς Τραπέζης, ἔχουμε ὅμως κάποια ἄλλα, μοναδικά, ἀδαπάνητα λειτουργικὰ κεφάλαια κάποιας ἄλλης Ἁγίας Τραπέζης, ποὺ εἶναι ἱκανὴ νὰ θρέψει τὴν οἰκουμένη μὲ τὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ νικᾷ τὸν θάνατο:
«Ἡ Τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ὁ μόσχος πολύς, μηδεὶς ἐξέλθη πεινῶν. Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως. Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος» (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Κατηχητικὸς λόγος τοῦ Πάσχα).
Τὸ χρέος μας εἶναι μεγάλο, συγκεκριμένο καὶ οἰκουμενικό. Καὶ τὸ ὅτι ἡ ἐλάχιστη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ μικρὴ ἀριθμητικὰ καὶ ἀδύνατη ἀνθρωπίνως, προκαλεῖ κάποια ἀντίδραση - γιατί αὐτὴ σῴζει τὸν ἄνθρωπο - φανερώνεται καὶ στὶς ἐκδηλώσεις καὶ ἐνέργειες ἀνθρώπων «δυνατῶν καὶ ὑπευθύνων», ποὺ κανονικά, ἂν ἦταν ἀμελητέα ποσότης, ἔπρεπε ἁπλῶς νὰ τὴν ἀντιπαρέρχονται διὰ τῆς σιωπῆς, ἐνῷ συμβαίνει τὸ τελείως ἀντίθετο:
Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, ἀπὸ τὰ κέντρα ἐξουσίας καὶ «ἀπὸ τοὺς δοκοῦντας ἄρχειν τῶν ἐθνῶν», ἐκφράζεται μία ἀνησυχία. Ὁ κ. Χάντινγκτον μὲ τοὺς ἐπιτελεῖς του στὸ Χάρβαρντ ἐπισημαίνει ὅτι ἡ παρουσία τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς ξένης λογικῆς της συνιστᾷ ἐπικίνδυνη ἀνωμαλία στὴν ἀνατολικὴ περιοχὴ τῆς Μεσογείου.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ὁ παλιὸς μελετητὴς καὶ γνώστης τῆς ἱστορίας καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σὲρ Στίβεν Ράνσιμαν δηλώνει ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἐπιζήσει κατὰ τὸν ἐρχόμενο αἰῶνα.
Ὁ Ρωμαιοκαθολικισμὸς καὶ ὁ Προτεσταντισμὸς ἔχουν τὴν ἴδια λογικὴ καὶ κινοῦνται στὸ ἴδιο πλαίσιο καὶ στὴν ἴδια ὁλοκληρωτικὴ τακτική, ὅπου ὁ ἄνθρωπος ἀγνοεῖται, ὑποτιμᾶται.
Καὶ οἱ δυὸ πλευρὲς ἔχουν δίκιο. Ἂν καὶ ξεκινοῦν ἀπὸ διαφορετικὲς προϋποθέσεις, καταλήγουν στὸ ἴδιο: ἐντοπίζουν τὴν ἴδια πραγματικότητα, ποὺ εἶναι γιὰ ἄλλους ὀσμὴ ζωῆς εἰς ζωὴν καὶ γιὰ ἄλλους ὀσμὴ θανάτου εἰς θάνατον (Β´ Κορ. 2,16).
Οἱ Ὀρθόδοξοι πρέπει νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες καὶ πρὸς τὶς δυὸ πλευρὲς (προπαντὸς πρὸς τὴν πρώτη) γιατὶ μᾶς στέλνουν τὸ ἴδιο μήνυμα: δὲν μποροῦμε ἀτιμωρητὶ νὰ κοιμόμαστε.
Τὸ συμπέρασμα:
- Δὲν εἴμαστε λίγοι, εἴμαστε πολλοί. Τὸ πλῆθος καὶ ἡ δύναμή μας βρίσκονται στὸν δυναμισμὸ τοῦ προζυμιοῦ τῆς ἐλευθερίας τοῦ Πνεύματος.
- Δὲν θὰ μᾶς φᾶνε. Ὀφείλουμε νὰ φαγωθοῦμε γιὰ νὰ δώσουμε στοὺς πεινασμένους «τὸν οὐράνιον ἄρτον, τὴν τροφὴν τοῦ παντὸς κόσμου», ποὺ μελίζεται καὶ δὲν διαιρεῖται· ἐσθίεται καὶ οὐδέποτε δαπανᾶται. Ἔτσι βρίσκουμε τὸν ἑαυτό μας, ἀποκτοῦμε δύναμη καὶ ἐξοφλοῦμε τὸ χρέος μας.
- Δὲν φοβόμαστε καὶ δὲν τὰ χάνουμε. Ὄχι ἐπειδὴ εἴμαστε δυνατοί, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶναι δυνατὸς Αὐτὸς ποὺ μᾶς ἀγαπᾷ καὶ ἀγαπᾷ τὸν κάθε ἄγνωστο καὶ ἀνώνυμο ἄνθρωπο μὲ τὴν ἀγάπη ποὺ ἀγαπᾷ τὴν οἰκουμένη.
- Ἢ ἐποχή μας εἶναι κρίσιμη, ἄρα καλή, ἂν τὴ δοῦμε μέσα ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Λειτουργίας, τῆς Ἱερᾶς Ἀποκαλύψεως· εἶναι μιὰ ἀφορμὴ μετανοίας καὶ σωτηρίας ὅλων μας. Ἂν θὰ ἤμασταν καλὰ κατὰ φαντασίαν καὶ ἀνθρωπίνην ἐπίνοιαν, ἂν δὲν εἴχαμε προβλήματα ἢ νομίζαμε ὅτι δὲν εἴχαμε, θὰ ἤμασταν σὲ κατάσταση ἐπικινδύνου νάρκης, ὕπνου καὶ ψευδαισθήσεως.
- Δὲν ἀμυνόμαστε. Κάνουμε ἐπίθεση. Καὶ ἡ ἐπίθεση γίνεται πρὸς ὄφελος ἐκείνων πρὸς τοὺς ὁποίους ἐπιτιθέμεθα.
Καὶ ἂν θέλετε καὶ γιὰ τὴ Συνθήκη τοῦ Σένγκεν καὶ τὸ φακέλωμα, τὸ ὄχι ἔρχεται ἀπὸ μόνο του. Καὶ τὸ ὄχι αὐτὸ λέγεται ἀπὸ ἀγάπη καὶ γιὰ τὸ καλὸ περισσότερο τῶν Εὐρωπαίων (ἐκείνων ποὺ νομοθετοῦν καὶ παίρνουν ἀποφάσεις - ὅπως τὶς παίρνουν - καὶ ἐκείνων ποὺ τὶς ὑφίστανται). Ὄχι τόσο γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους· αὐτοὶ εἶναι δοκιμασμένοι καὶ παρηγορημένοι μέσα στὰ ἀτελείωτα ἱστορικά τους μαρτύρια καὶ στὴν οὐράνια παράκληση τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἔτσι καὶ οἱ πιὸ μεγάλες ἐλευθερίες εἶναι ἀνεπαρκεῖς γιὰ τὶς ἀπαιτήσεις τους καὶ ἡ βαρύτερη σκλαβιὰ ἀνίκανη νὰ θίξει τὴν ἐλευθερία τους.