Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης - Ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας


Ἡ Ἐκκλησία μιλᾶ ὅλες τὶς γλῶσσες καὶ μεταδίδει τὸ ἔνα Πνεῦμα, τὴν ἀλήθεια καὶ παράκλησι,

ὅπως συνέβη κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.

Ὁ Λόγος ἔγινε σὰρξ καὶ μίλησε μὲ τὴν παρουσία καὶ τὴν διαγωγή Του.

Διῆλθε ἰώμενος πᾶσαν νόσον καὶ εὐεργετῶν πάντα ἄνθρωπον.

Μίλησε διὰ τῶν πραγμάτων τὴν γλῶσσα τῆς ἀγάπης, τὴν κατανοητὴ ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο.

Καὶ ἔφερε τὸ εὐαγγέλιο τῆς ἐλπίδος, τῆς ὑγείας, τῆς χαρᾶς καὶ τῆς σωτηρίας.

Ἐνῶ ὅμως ὅλους ἐθεράπευσε καὶ εὐεργέτησε, δὲν Τὸν δέχθηκαν ὅλοι.

Ἀλλὰ σ’αὐτοὺς ποὺ Τὸν δέχθηκαν ἔδωσε ἐξουσία νὰ γίνουν τέκνα Θεοῦ.

Νὰ γίνουν Χριστοὶ κατὰ χάριν. Νὰ συνεχίσουν τὸ κήρυγμα, τὸ ἔργο καὶ τὴν εὐεργεσία Του πρὸς ὅλους.

Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία, ὅπως τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, συνεχίζει καὶ μιλᾶ διὰ τῶν τέκνων Της ὅλες τὶς γλῶσσες,

δίδοντας τὸ ἕνα μήνυμα τῆς σωτηρίας.

Καὶ οἱ πιστεύοντες εἰς Αὐτὸν «γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς». Θὰ μιλήσουν καινούργιες γλῶσσες.

Καὶ οἱ καινούργιες γλῶσσες εἶναι οἱ προσωπικές.

Καθένας πρέπει νὰ βρεῖ τὸ δικό του ῥυθμό.

Νὰ κινηθῆ ἐλεύθερα.

Νὰ κάμη τὰ πάντα ὥστε νὰ ἀξιωθῆ συνειδητὰ νὰ βρῆ καὶ νὰ ζήση τὸ Χριστὸ ὡς σωτήρα, λυτρωτὴ καὶ εὐεργέτη.

Τότε μιλᾶ τὴ δική του γλῶσσα, τὴν προσωπικὴ καὶ μοναδική.

Καὶ συνεχίζεται ἡ Πεντηκοστὴ διὰ τῆς προσωπικῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.

Μὲ τὸ νὰ ἀκούση ὁ καθένας τὸν Καλὸ ποιμένα νὰ τὸν καλῆ μὲ τὸ ὄνομά του.

Μὲ τὸ νὰ παίρνη ὑπόστασι τὸ εἶναι του.

Μὲ τὸ νὰ βρῆ ἐν Χριστῷ τὸν ἑαυτό του· καὶ νὰ βγῆ ἀπὸ μέσα του ἕνα «δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».

Τότε καταλαβαίνει ὁ ἄνθρωπος ὅτι καλὰ λίαν ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα.

Καλὰ λίαν γίνονται τῇ εὐλογίᾳ τοῦ Θεοῦ τὰ πάντα.

Ὅλα μᾶς κάνουν καλό. «Τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν».

Καὶ αὐτὴ τὴν εὐεργεσία τῆς σωτηρίας τὴν ἐκφράζει ὁ κάθε εὐεργετημένος καὶ σωσμένος προσωπικά,

μὲ χίλιους τρόπους: μὲ τὸν λόγο, τὴ σιωπή, τὴ διαγωγή, τὴν παρουσία, τὰ ἔργα τῶν χειρῶν καὶ τοῦ νοός του.

Ἔτσι ὅλα μιλοῦν στὴν Ἐκκλησία καὶ μεταδίδουν τὸν ἕνα Λόγο.

Καὶ ἀληθινὰ μιλᾶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ σιωπᾶ καὶ δι’αὐτοῦ μιλᾶ ὁ Θεός.

Ἐὰν περιοριζόμαστε στὸ νὰ λέμε τὶς δικές μας μόνον ἀπόψεις·

ἂν ξεκινᾶμε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὴν προβολὴ τῆς ἐφήμερης ἐπιτυχίας μας,

τότε δὲν φανερώνομε τὸ πνεῦμα τῆς Πεντηκοστῆς,

ὅσο θεολογικὰ καὶ ἂν φαίνεται ὅτι μιλᾶμε,

ἀλλὰ ἐπεκτείνομε τὴν σύγχυσι καὶ τὴν ὀχλαγωγία τῆς Βαβέλ.

Ὅταν μιλᾶ ὁ νεκρὸς ἑαυτός μας, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τότε εἴμαστε ζωντανοί.

Μιλᾶ ὁ Θεός, μιλᾶ ὁ ἑαυτός μας ὁ ἀληθινός.

Καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζητοῦν τὴν ἀλήθεια ἀκοῦνε τὸ λόγο μας,

γιατὶ δι’αὐτοῦ ἀκοῦνε τὸν ἕνα Λόγο.

Καὶ ὁ νεκρὸς γιὰ τὸν ἑαυτό του ἄνθρωπος καὶ ζῶν ἐν τῷ Θεῷ ἀκούει καὶ σέβεται τὸ λόγο ὅλων τῶν ἀνθρώπων,

ἀκούει τὸ λόγο τῶν ὄντων καὶ δι’αὐτῶν ἀκούει τὸν ἕνα Λόγο,

διὰ τοῦ ὁποίου ἐγένετο τὰ πάντα καὶ χωρὶς Αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονε.

Καταλαβαίνει, δέχεται, καὶ ταυτόχρονα διὰ τῆς αὐτῆς πράξεως κοινοποιεῖ τὸ λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγιναν τὰ πάντα.

Καὶ αὐτὸς ὁ λόγος εἶναι νὰ συμμετάσχουν στὸν παράδεισο τῆς λογικῆς λατρείας,

τῆς μιᾶς συμπαντικῆς Λειτουργίας, ὅπου ὁ εἷς σαρκωθεὶς Θεὸς Λόγος, ὁ ἐκ σιγῆς προελθών,

εἶναι ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος καὶ προσδεχόμενος καὶ διαδιδόμενος.

Τότε, ὅταν ὅλα Ἐκεῖνος τὰ πράττη,

δίδει τὴν δυνατότητα καὶ παρέχει τὴν τιμὴ καὶ σὲ μᾶς τοὺς μηδαμινοὺς

νὰ μποῦμε στὸ συλλείτουργο καὶ νὰ λειτουργήσωμε

προσφέροντας τὴν ἐλάχιστη συμβολή μας μὲ τὸ λόγο, τὴ σιωπή, τὴν πρᾶξι καὶ τὴν ἡσυχία μας.

Ὁ Λόγος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὸ συλλείτουργο

ὅπου ἐναρμονίως συνάδουν ὅλοι οἱ λόγοι τῶν προσώπων καὶ τῶν ὄντων.

Τίποτε δὲν ὑπάρχει ἀληθινὰ ἔξω ἀπὸ αὐτὸ τὸ συλλείτουργο,

τὴ μία Λειτουργία ποὺ λογοποιεῖ τὸν ἄνθρωπο, τὸν καθιστᾶ λόγο Θεοῦ καὶ εὐλογία γιὰ ὅλη τὴ δημιουργία.

Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο κάθε πιστός, ὁ πιὸ ἐλάχιστος καὶ μικρός,

δὲν εἶναι τμῆμα τοῦ ὅλου, ἀλλὰ ἀνακεφαλαιώνει τὸ ὅλον.

Εἶναι ἐν σμικρῷ Ἐκκλησία. Εἶναι ἐν σμικρῷ ὁλόκληρος ὁ κόσμος.

Συχνὰ λέγεται ὅτι πρέπει νὰ προσφέρωμε στὸν κόσμο τὸν θεολογικὸ λόγο τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀλλὰ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ ξεχνᾶμε ὅτι θεολογικὸς λόγος δὲν εἶναι ἡ μεταπρατικὴ χρῆσι τῶν πατερικῶν ῥήσεων καὶ ἡ μηχανικὴ ἐπανάληψη κάποιας θεολογικῆς ὁρολογίας.

Θεολογία εἶναι ἡ σάρκωσι τῆς ἀλήθειας ἄθελά μας.

Ἡ φανέρωσι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ποὺ γίνεται χωρὶς καμμιὰ προσπάθεια ἀπὸ τοὺς συντετριμμένους.

Τὸ ἀληθινὸ γίνεται καὶ διατυπώνεται ἀκόπως. Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ ἀκόπως βαστάσασα Χριστόν.

Καὶ γιὰ νὰ φθάσης σ’αὐτὸ τὸ «ἀκόπως», τὸ ἀληθινὸ καὶ αὐθόρμητο,

ποὺ εἶναι δῶρο Θεοῦ καὶ ἄνωθεν προσφερόμενο χάρισμα,

πρέπει πολὺ νὰ κουρασθῆς, νὰ κλάψης, νὰ ἀσκηθῆς, νὰ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ ὅλα.

Νὰ ξεπεράσης τὰ πάθη σου μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ.

Νὰ ξεπεράσης τὶς ἀρετές σου, ὅπως θέλει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής.

Νὰ μὴν ἔχεις καμμιὰ ἰδέα γιὰ τὶς ἀρετές, τὶς ἱκανότητες ἢ τὴν ἁγιότητά σου.

Νὰ φθάσης στὸ μὴ ὄν.

Τότε ὁ Θεὸς ἔρχεται καὶ χαρίζει δωρεὰν τὰ ὑπὲρ φύσιν καὶ αἴσθησιν.

Καὶ τὰ χαρίζει στοὺς ταπεινούς, τὰ μωρά, τὰ ἀσθενῆ, τὰ ἀγενῆ, τὰ ἐξουθενημένα καὶ τὰ μὴ ὄντα.

Γιατὶ τὰ μὴ ὄντα, ὡς μὴ ἔχοντα καμμιὰ ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό τους, δὲν νοθεύουν τὰ ἅγια, ἄσπιλα καὶ τίμια.

Ἐνῶ oἱ «ἐνάρετοι», αὐτοὶ ποὺ παρ’ ὅλες τὶς ἀρετὲς ἢ τὶς γνώσεις τους

ἢ ἐξ αἰτίας αὐτῶν καὶ τῆς μεγάλης ἰδέας ποὺ ἔχουν γιὰ τὸν ἑαυτό τους

(καὶ ἡ οποία ὑπογραμμίζεται καὶ φαίνεται εὐκρινέστερα μὲ τὴν δῆθεν προσπάθεια νὰ τὴν ἀποκρύψουν)

γιὰ ὅλα αὐτὰ καὶ μὲ ὅλα αὐτὰ μολύνουν καὶ νοθεύουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ·

τὸν ἀνακατεύουν μὲ τὶς δικές τους τοξίνες καὶ τὸν κάνουν ἀχώνευτο

καὶ ἀποῤῥιπτέο ἀπὸ τὸ στομάχι τοῦ πεινασμένου ἀνθρώπου.

Ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ φανέρωσι τῆς ἀναπαύσεως καὶ τῆς παρακλήσεως τοῦ Πνεύματος,

ποὺ προσφέρεται δωρεὰν ἀπὸ τοὺς ταπεινοὺς καὶ κεκαθαρμένους, ποὺ δὲν ὑπολήπτονται τὸν ἑαυτό τους.

Ἔτσι δωρεὰν προσφέρουν τὰ τίμια, ἐπειδὴ τὰ ἔλαβαν.

Καὶ τοὺς εἶναι ὁ κόσμος εὐγνώμων, ἐνῶ αὐτοὶ ἐλεεινολογοῦν ἔσωθεν τὸν ἑαυτό τους.

Τὸν βλέπουν ὑπὸ κάτω πάσης κτίσεως, χειρότερο πάντων τῶν ἀνθρώπων

καὶ κατώτερο ὅλων τῶν κτηνῶν καὶ τῶν ἑρπετῶν.

Καὶ θαυμάζουν μόνο τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὴ σοφία καὶ τὴν ἄῤῥητή Του πρόνοια γιὰ ὅλη τὴ δημιουργία

καὶ γι’ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους καὶ ἄξιους πάσης καταδίκης.

Τελικὰ φαίνεται ὅτι κάνουν θεολογία οἱ μὴ θεολόγοι,

οἱ ἀληθινοί, οἱ ταπεινοὶ καὶ γνήσιοι ἄνθρωποι (ποὺ ἐνίοτε μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ θεολόγοι).

Αὐτοὶ ποὺ μέσα ἀπὸ ὅλα τὰ βάσανα, τοὺς κόπους καὶ τὶς δοκιμασίες,

φθάνουν σὲ ἕνα ἐκ βαθέων «δόξα τῷ Θεῷ».

Καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ τὸ περιεχόμενο τῆς ζωῆς τους καὶ τὴν ἀνωστικὴ δύναμι

ποὺ συνέχεια τοὺς φέρνει πρὸς τὸν Θεὸ καὶ καθιστᾶ τὸ λόγο καὶ τὴν παρουσία τους εὐλογία γιὰ τὸν κόσμο καὶ τοὺς ἀδελφούς τους.

ΥΓ. Τὸ κείμενο ἔχει δημοσιευθεῑ στὸ τεῦχος 66 (ΑΠΡΙΛΙΟΣ-ΙΟΥΝΙΟΣ 1998) τοῦ περιοδικοῦ «ΣΥΝΑΞΗ».