Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Ἰβηρίτης - Ἡ Σχέση μεταξὺ Ἐπιστήμης καὶ Ὀρθόδοξης Θεολογίας

Συνέντευξη στὸ περιοδικὸ «Παρεμβολή»


Ἐρώτηση: Ποιὰ πιστεύετε ὅτι πρέπει νὰ εἶναι ἡ σχέση μεταξὺ Ἐπιστήμης καὶ Ὀρθόδοξης θεολογίας; Καὶ πιὸ συγκεκριμένα, ποιὰ μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ σχέση μεταξὺ κοσμολογίας, σύγχρονης φυσικῆς καὶ Ὀρθόδοξης θεολογίας;

Ἀπάντηση: Ἡ θεοποίηση τοῦ ἀνθρωπίνου λογικοῦ καὶ τῶν δυνατοτήτων του στὸν χῶρο τῆς ἐπιστήμης εἶναι μία μορφὴ εἰδωλολατρίας. Ἡ λατρεία τῶν κατασκευασμάτων τῶν χειρῶν καὶ τοῦ νοὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἄλλη εἰδωλολατρία, στὸν χῶρο τῆς θρησκείας.

Αὐτὲς οἱ εἰδωλολατρίες, τῆς ἐπιστήμης ποὺ δὲν ἔχει συνείδηση τῶν ὁρίων της καὶ τῆς θρησκείας ποὺ κλείνεται μέσα στὸν κτιστὸ κόσμο, εἶναι φυσικὸ νὰ διαμάχωνται ἄσκοπα καὶ ἄκαρπα.

Ἐὰν γνωρίζεις τὴ θρησκεία διαβάζοντας τὴν ἱστορία τοῦ δυτικοῦ μεσαίωνα μὲ τὶς ἱερὲς ἐξετάσεις καὶ τὰ ἀνθρώπινα ἀλάθητα, τότε ἡ ἐπιστήμη ποὺ ἔχει τὸ σθένος νὰ ξεπερνᾶ τὶς παλαιότερες πεποιθήσεις καὶ θεωρίες της, εἶναι φυσικὸ νὰ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό της σὲ πλεονεκτικότερη θέση.

Ὅταν ἄρχισαν οἱ ἐπιστήμονες νὰ προβληματίζονται, νὰ θέτουν νέα ἐρωτήματα· νὰ προσπαθοῦν νὰ δουν τὰ πράγματα ἔξω ἀπὸ τὸ κλειστὸ σύστημα ποὺ ἐθεωρεῖτο ὡς ἀσυζήτητο «δόγμα»· νὰ μιλοῦν γιὰ σχετικότητα, ἀπροσδιοριστία καὶ ἀβεβαιότητα, δημιούργησαν τὴν πρώτη ρωγμή, ἀπ᾿ ὅπου ἄρχισε νὰ μπαίνει φῶς ἐλπίδος γιὰ τὴ βεβαιότητα. Μίλησαν γιὰ κάποια σχέση καὶ ἀλληλεπίδραση τοῦ ἐρευνῶντος καὶ τοῦ ἐρευνώμενου. Γιὰ κάποια σχέση ποὺ ἔχουν τὰ μέχρι τότε θεωρούμενα ἄσχετα τὸ ἕνα με τὸ ἄλλο στοιχεῖα τοῦ σύμπαντος. Ἔτσι ἔμπαιναν στὴν ἀναζήτηση ἑνιαίας γνώσεως. Καὶ πλησίασαν τὴ φυσικὴ μὲ τὴ μεταφυσική, τὴν κοσμολογία μὲ τὴ θεολογία. Ἐτέθη τὸ ἐρώτημα: «Ποιὸ εἶναι τὸ ὄργανο γνώσεως γιὰ τὸν ἄνθρωπο;»

Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία καὶ ἐμπειρία ἀπὸ τὴν πλευρά της οὔτε σχετίζεται μὲ τὴ λογικὴ καὶ τὴ διαγωγὴ τοῦ δυτικοῦ μεσαίωνα, οὔτε ἐκπλήσσεται ἢ ξενίζεται μὲ τὴν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης. Ἔχει ἄλλο πλοῦτο, τόλμη καὶ προορισμό. Προχωρεῖ ἀπὸ τὸ κτιστὸ στὸ ἄκτιστο. Ἡ κατάρρευση τῶν εἰδωλικῶν ἰνδαλμάτων πραγματοποιεῖται ἀκατάπαυστα μέσα στὴν Ὀρθόδοξη θεολογία καὶ ζωή. Καὶ εἶναι τόση ἡ ἰλιγγιώδης κίνηση, ποὺ φαίνεται στάση. Εἶναι τόσο ἀπερινόητη ἡ πλησμονὴ τῆς ἀκτίστου φωτοχυσίας στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου, ὥστε δὲν λέγεται φῶς, ἀλλὰ σκότος καὶ γνόφος (Δευτερονόμιο δ´ 11). Εἶναι τόσο ἀπαιτητικὴ καὶ ἀπόλυτη ἡ ἔφεση τοῦ Ὀρθοδόξου ἀσκητοῦ γιὰ ἑνότητα, ὥστε ὁ μοναχὸς ὁρίζεται ὡς «ὁ πάντων χωρισθεὶς καὶ πάση συνηρμοσμένος» (Φιλοκαλία, τ. Α´, σ. 187). Ἂν ἑνωθεῖς μὲ κάτι, χωρίζεσαι ἀπὸ τὰ ἄλλα μὲ τὰ ὁποῖα δὲν ἑνώθηκες. Ἀλλά, ἂν θέλεις νὰ ἑνωθεῖς μὲ ὅλα, ὀφείλεις κατ᾿ ἀνάγκη νὰ χωρισθεῖς ἀπὸ ὅλα, γιὰ νὰ ἑνωθεῖς μ᾿ αὐτά. Νὰ βρίσκεσαι στὴν καρδιά τους καὶ ὅλα νὰ βρίσκονται στὴν καρδιά σου.

Ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ δεῖ, νὰ γνωρίσει, νὰ ψηλαφήσει, γιὰ νὰ πιστεύσει. Καὶ ὁ Κύριος δέχεται τὴν ἀπαίτηση τοῦ Θωμᾶ νὰ Τὸν δεῖ καὶ νὰ Τὸν ψηλαφήσει. Ἔτσι ὁ Κύριος μπορεῖ νὰ τοῦ ὑποδείξει τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὸ πλήρωμα λέγοντας: «Ὅτι ἐώρακάς με πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» (Ἰω. κ´ 29). Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔγιναν ὁλόκληροι μία αἴσθηση ἕνας ὀφθαλμός, καὶ δὲν ἔρχονται σὲ μερικὴ ἐπαφὴ χρονικῶς μαζί μου, ἀλλὰ πιστεύουν, γιατὶ ὁλόκληροι βρίσκονται διηνεκῶς μὲ ὅλο τὸν Θεάνθρωπο Κύριο. Ὁπότε, οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες εἶναι οἱ ὄντως ὁρῶντες μὲ ὅλη τους τὴν ὕπαρξη τὸν ἄνω πάσης κτίσεως εὑρισκόμενο, γιατί ἔχουν φθάσει σὲ μία κατὰ χάριν ἀσύγχυτη καὶ ἀχώριστη μὲ αὐτὸν ἕνωση. Βλέπουν μὲ ὅλη τους τὴν ὕπαρξη τὸν ὄντως Ὄντα. Καὶ κερδίζουν τὴν ὕπαρξή τους μὲ τὸ νὰ τὴν χάνουν: «Ὃς ἂν ἀπωλέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν» (Μάρκος 8/η: 35). Ἡ εὕρεσις ἀναδύεται ἀπὸ τὴν ἑκούσια θυσία, τὴν ἀπώλεια. Καὶ ἔτσι βρίσκεις τὸν ὄντως Ὄντα, γιὰ τὸν ὁποῖον πιὸ πολὺ ἁρμόζει τὸ μὴ εἶναι ἀπὸ τὸ εἶναι, διὰ τὸ ὑπὲρ εἶναι (βλ. Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Μυσταγωγία, P.G. 91, 664B). Δηλαδή, μὲ ὁποιαδήποτε ἔννοια τῆς δικῆς μας ὑπάρξεως, δὲν μποροῦμε νὰ συλλάβουμε τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ὅπως οὐσιαστικὰ εἶναι. Γι᾿ αὐτό, στὴ θεία Λειτουργία ὑμνοῦμε τὸν Θεό, γιατί εἶναι «ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος» (Εὐχὴ τῆς Ἀναφορᾶς τῆς Θείας Λειτουργίας, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου). Εὐχαριστοῦμε γιὰ τὶς εὐεργεσίες ποὺ γνωρίζουμε καὶ γιὰ ἐκεῖνες ποὺ δὲν γνωρίζουμε. Καὶ πιὸ πολὺ γνωρίζουμε τὰ ἄγνωστα ποὺ Αὐτὸς ρυθμίζει, ἐνῶ ἀγνοοῦμε τὰ γνωστά, ποὺ τὰ πλησιάζουμε μὲ τὴ σχετικὴ καὶ ἀποσπασματικὴ γνώση ποὺ ἐμεῖς μποροῦμε νὰ ἔχουμε γι᾿ αὐτά. Ἔτσι τὸ σίγουρο καὶ γνωστὸ στὴν ἐξίσωση τῆς ζωῆς εἶναι τὸ ἄγνωστο. Διὰ τοῦ ἀγνώστου, ἀοράτου Θεοῦ, βαίνουμε πρὸς γνῶσιν τοῦ ἀγνώστου ἑαυτοῦ μας.

Ὑπάρχει μία ἀπόγνωση (ποὺ ὁδηγεῖ στὴ γνώση) γιὰ τὴ δική μου προκοπὴ [«χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω. ιε´ 5)]· καὶ μία ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη σ᾿ Αὐτὸν ποὺ μὲ ἀγαπᾶ ἀναιτίως καὶ ἀδίκως (χωρὶς νὰ τὸ ἀξίζω). Ἔτσι ἐγκαταλείπεις τὸν ἑαυτό σου σ᾿ Αὐτόν. Καὶ ζητώντας νὰ γίνει τὸ θέλημά Του στὴ ζωή σου, ἡσυχάζεις. Γιατί μέσα στὴν πράξη τῆς ἐναποθέσεως τῶν πάντων σ᾿ Αὐτὸν βρίσκεται ἡ ἀπάντηση δοσμένη. Μὲ τὸ «σοὶ παρακατατιθέμεθα τὴν ζωὴν ἡμῶν ἅπασαν καὶ τὴν ἐλπίδα» (Θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου. Εὐχὴ πρὸ τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς). Τὸ μέλλον καὶ ἡ ἐλπὶς ἔφθασαν ὡς παρὼν παράδεισος. Καὶ ζοῦμε τὸν Κύριο ὡς τὸ Α καὶ τὸ Ω. Καταργεῖται ἡ ἀπόσταση τοῦ χρόνου, ὁ χωρισμὸς τοῦ γνωστοῦ καὶ ἀγνώστου, τοῦ λόγου καὶ τῆς σιωπῆς, τῆς εὐλογίας καὶ τῆς δοκιμασίας, τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ὅλα καταγλαΐζονται ἀπὸ ἄφατη παρουσία φωτὸς ἀκτίστου. Τότε νοιώθεις ὅτι ἡ αἰωνιότης χωρᾶ σὲ μία στιγμή, καὶ ὁ παράδεισος τῆς ἐλευθερίας σὲ ἕναν ἅγιο μαργαρίτη (σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ). Φτάνεις μὲ τὴν ταπείνωση στὸ μὴ ὄν: ὁ ταπεινὸς εἶναι «ὡς ἄνθρωπος μὴ ἐλθῶν εἰς τὸ εἶναι» (Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Ἔκδ. Σπετσιέρη σ. 311). Καὶ διεστάλης κατὰ χάριν, γενόμενος χώρα τοῦ ἀχωρήτου μυστηρίου.

Ἄρα, τὸ ὄργανο διὰ τοῦ ὁποίου ἐπιτυγχάνουμε τὴν ὄντως γνώση δὲν εἶναι ἕνα τμῆμα τοῦ ἑαυτοῦ μας (αἴσθησι λογική, νόηση...), ἀλλὰ ὁ ὅλος ἄνθρωπος, ὅταν ἀξιωθεῖ νὰ γίνει ὅλος μία αἴσθηση καὶ νὰ βλέπει καὶ νὰ ἀκούει τὸν ἕνα Λόγο, διὰ τοῦ ὁποίου τὰ πάντα ἐγένετο (Ἰωάννης 1/α: 3). Καὶ γνωρίζει ἑνιαίως τὰ πάντα διὰ κοινωνίας ζωῆς.

Καὶ γιὰ νὰ φθάσει ὁ ἄνθρωπος σ᾿ αὐτὴ τὴν κοινωνία ζωῆς, καλεῖται, κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο, νὰ ξεπεράσει τὴν ἄγνοια καὶ τὴν κακία. Στὴ συνέχεια, ἂν εἶναι ἐπιτρεπτὸ νὰ ποῦμε, νὰ ξεπεράσει τῶν ἐγνωσμένων ἀγαθῶν (καλῶν) τοὺς ὅρους. Νὰ προχωρήσει πέρα ἀπὸ τὴ γνώση καὶ τὴν ἀρετή. Καὶ τότε ἡ ψυχή, ἀπὸ ὅλα τὰ αἰσθητὰ καὶ νοητὰ ἐλευθερωθεῖσα, παραδίδεται καὶ ἀναπαύεται εἰς τὴν ἄρρητον καὶ μακαρίαν κοίτην τοῦ Θεοῦ Λόγου. Καὶ τότε, ἕνα γενομένη ἡ ψυχὴ μὲ τὸν Θεὸν Λόγον (ὅλη ἐν ὅλῳ τῷ Λόγῳ ὑπάρχουσα, καὶ ὅλος ὁ Λόγος ἐν ὅλῃ τη ψυχή), θὰ γνωρίσει τοὺς λόγους καὶ τὶς αἰτίες τῶν ὄντων. Ἐνῶ πρὶν νυμφευθεῖ τὸν Θεὸν Λόγον, ἦταν ὑποχείρια στὶς διαιρετικὲς μεθόδους (Βλ. Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ Μυσταγωγία, P.G. 91, 681Β).

* * *

Ἐφ᾿ ὅσον ἄρχισε ἡ μία κατάρρευση, ἡ διάψευση μιᾶς ἐπιστημονικῆς θεωρίας (κλασικὴ φυσική), θὰ ἀκολουθήσει καὶ ἄλλη, καὶ ἄλλη. Καὶ μετὰ τὴν κατάρρευση ὅλων τῶν σχετικῶν θεωριῶν θὰ φθάσουμε στὰ ὅρια τῆς Ἀλήθειας, ποὺ δὲν ἀπειλεῖται μὲ κατάρρευση γιατί εἶναι μία ἐκούσια κατάρρευση θυσία, προσφορά. Εἶναι ἀγάπη καὶ μόνο. Ἡ ζωὴ ἀνίσταται ἐκ τοῦ τάφου. Ἡ Ἀγάπη, ὡς προσφορὰ ἀνενδεής, εἶναι ἡ δύναμη ποὺ ὑποστασιοποιεῖ τὰ μὴ ὄντα. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Καὶ τὸ big bang εἶναι φανέρωση αὐτῆς τῆς ἀγάπης.

Ἂν ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι μία ἰδέα ἢ μία ἄποψη, ἀλλὰ ἕνα πρόσωπο ποὺ εἶναι μόνο ἀγάπη· καὶ ἂν οἱ ἐπιστήμονες δὲν θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους κομπιοῦτερ σκεπτόμενο, ἀλλὰ εἶναι ὄντως ἀπαιτητικοὶ καὶ τολμηροὶ ἐρευνῶντες ἄνθρωποι, ποὺ τὰ θυσιάζουν ὅλα, καὶ τὸν ἑαυτό τους, γιὰ τὴν Ἀλήθεια, τότε βρίσκονται σὲ σωστὸ δρόμο. Θὰ βρίσκονται σὲ διαρκῆ ἐξέλιξη καὶ ἔκπληξη. Τότε θὰ ἱερουργοῦν σωστὰ τὸ διακόνημά τους μέσα στὸ παγκόσμιο συλλείτουργο.

Ὅταν οἱ ἐπιστήμονες τῆς συγχρόνου φυσικῆς βλέπουν ὡς θρησκεία τὸ παρουσιαζόμενο ἀπὸ τὸν δυτικὸ σχολαστικισμό, δὲν βλέπουν τὴν ἀλήθεια τῆς θρησκείας, ἀλλὰ τὴν ἔκπτωσή της. Ἔτσι δὲν βοηθοῦνται στὴν πορεία τους γιὰ γνῶσι ἀλλὰ ἐμποδίζονται, γιατὶ δὲν ταπεινώνονται, «δὲν ἔρχονται εἰς αἴσθησιν τῆς οἰκείας ἀσθενείας». Νομίζουν ὅτι πετυχαίνουν κάτι παραπάνω ἀπ᾿ ὅ,τι πράγματι συμβαίνει. Ἔτσι βλάπτεται ἡ ἐξέλιξη στὴν ἐπιστήμη, ἡ ὁποία τελικὰ καταξιώνεται μὲ τὸ ξεπέρασμα τῆς ἐπιστήμης.

Ἡ μεγάλη βοήθεια καὶ προωθητικὴ δύναμη γιὰ τοὺς συγχρόνους φυσικοὺς θὰ εἶναι ἡ συνειδητὴ γνώση καὶ τὸ πλησίασμά τους μὲ τὴν ἀπαιτητικὴ τόλμη καὶ τὸ ξεπέρασμα τῶν πάντων, ποὺ ἱερουργεῖται μέσα στὴν Πατερικὴ θεολογία καὶ ζωή. Ὅπου ὁ ἀληθὴς ἐραστὴς τοῦ Θεοῦ ζητᾶ νὰ τὸν δεῖ, ὄχι ὅπως ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ, ἀλλὰ ὅπως ὁ Θεὸς εἶναι (Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης). Ἄρα, ἡ ἀληθὴς ἔξοδος ἀπὸ τὸν κλειστὸ χῶρο τοῦ κτιστοῦ καὶ ἡ εἴσοδος στὸν χῶρο τῆς ὄντως γνώσεως καὶ ἐλευθερίας θὰ πραγματοποιηθεῖ ἂν γνωρίσουν τὴν ἀνυπόφορη -καὶ γι᾿ αὐτό, σωτήρια- ἀπαίτηση καὶ ἐπίτευξη τοῦ ἀνεπίτευκτου ἀνθρωπίνως, ποὺ συντελεῖται μέσα στὴν Ὀρθόδοξη πατερικὴ ἀγωγή, ὅπου ὁ ἄνθρωπος δὲν φθάνει στὸ νὰ γνωρίσει ἁπλῶς ποιὰ εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ ποιὸ τὸ τέλος τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ὁ ἴδιος γίνεται, ὡς ἅγιος, «κατὰ χάριν ἄναρχος καὶ ἀτελεύτητος». Φτάνει εἰς τὴν ἄγνωστον γνῶσιν καὶ τὴ θέωσι ἐν ἑαυτῷ περιέχων τὸ ὅλον μυστήριον. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ φέρει στὰ σπλάγχνα τοῦ ὡς «βάσανο» καὶ δυνατότητα, δὲν εἶναι τμῆμα ἑνὸς μηχανικοῦ σύμπαντος. Ἀλλὰ τὸ σύμπαν, ἂν μποροῦμε νὰ ποῦμε, εἶναι τμῆμα τοῦ καθενὸς ἀνθρώπου.

Καὶ ἡ τόλμη τῆς ἀναζητήσεως τῶν ἐπιστημόνων, εἶναι φανέρωση τοῦ θεοπλάστου εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ζητᾶ τὰ ἀνεπίτευκτα, ποὺ εἶναι τὰ ρεαλιστικὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο.

* * *

Οἱ ἀληθινὰ τολμηροὶ ἐπιστήμονες θὰ ἀναπαυθοῦν, μόνον ὅταν γίνουν Ὀρθόδοξοι θεολόγοι...