από το βιβλίο του «Εισοδικόν», έκδοση Ιεράς Μονής Ιβήρων.
«ημών σύμφωνος η γνώμη τη ευχαριστία
και η ευχαριστία βεβαιοί την γνώμην»
Άγιος Ειρηναίος, Ρ.G. 7,1028
Η Θεία Λειτουργία φθάνοντας στην αγία Αναφορά γίνεται μια καθολική δοξολογία: «Άξιον και δίκαιον Σε υμνείν, Σε ευλογείν, Σε αινείν, Σοι ευχαριστείν, Σε προσκυνείν». Μέσα στον αίνο τούτο και την ευχαριστία γνωρίζομε τη θεολογία, αποκαλύπτεται η κοσμογονία.
Τίποτε δικό μας δεν έχομε. Αυτός μας δημιούργησε εκ του μη όντος. Παραπεσόντας μας ανέστησε. Έκαμε τα πάντα μέχρις ότου μας χάρισε τη μέλλουσα Βασιλεία Του.
Αυτή η αίσθηση της ευγνωμοσύνης και η δοξολογία υπέρ πάντων ων ίσμεν και ων ουκ ίσμεν, αποτελεί μια κλίμακα που μας ανάγει στον ουρανό, και μας κάνει να ακούμε τον τρισάγιο ύμνο:
«Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ...» Και ενώνονται οι φωνές μας και οι δοξολογίες μας προς το Θεό της αγάπης:
«Μετά τούτων καί ημείς των μακαρίων δυνάμεων Δέσποτα φιλάνθρωπε βοώμεν και λέγομεν. Άγιος ει και Πανάγιος, Συ και ο μονογενής σου Υιός και το Πνεύμα σου το Άγιον. Άγιος ει και Πανάγιος και μεγαλοπρεπής η δόξα σου· ος τον κόσμον Σου ούτως ηγάπησας, ώστε τον Υιόν σου τον μονογενή δούναι, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται αλλ᾿ έχη ζωήν αιώνιον».
Η δόξα του Θεού φανερώνεται στην αγάπη, την κένωση.
«Δι᾿ υπερβολήν της ερωτικής αγαθότητος έξω εαυτού γίνεται... και προς το εν πάσι κατάγεται κατ᾿ εκστατικήν υπερούσιον δύναμιν ανεκφοίτητον εαυτού» (Διονύσιος Αρεοπαγίτης, P.G. 3, 712 ΑΒ).
Το φως του προσώπου του δεν θαμπώνει αλλά φωτίζει. Η μεγαλοπρεπής του δόξα δεν εξουθενώνει τη μικρότητά μας, αλλά ανακουφίζει και σώζει: Είναι θεϊκή. Δεν μπορεί να μπλεχτή μέσα μας με τίποτε το ανθρώπινο. Δεν βλέπομε τη δόξα του Θεού - δεν μας την παρουσιάζει η Θεία Λειτουργία - στη μορφή του Παντοκράτορος, αλλά μας την αποκαλύπτει όπως φαίνεται στην πράξη της πατρικής προσφοράς και της θυσίας του Υιού. Στην έσχατη ταπείνωση του Δούλου τού Θεού.
Όμοια και η αγιογραφία δεν μας παρουσιάζει το Χριστό, Βασιλέα της δόξης στην Ανάσταση, αλλά κρεμάμενο γαλήνια στο ξύλο του Σταυρού.
«Ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται αλλ᾿ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιω. 3, 16).
Έτσι καθένας που γνωρίζει τον Κύριο λειτουργικά, όπως πράγματι είναι, και πιστεύει σ᾿ αυτόν -Του εμπιστεύεται τη ζωή του - έχει ζωήν αιώνιον, ανώλεθρο.
Τα πάντα αλλάζουν σ᾿ αυτόν από τώρα. Δεν βασανίζεται από καμμιά ταραχή. Ήρεμα βαδίζει μετ᾿ Αυτού επί των κυμάτων. Τα στοιχεία του κόσμου και οι απειλές αναβαίνουσιν έως των ουρανών και καταβαίνουσιν έως των αβύσσων και αυτός μένει αμετακίνητος στην ηρεμία, όντας ταυτόχρονα ευαίσθητος στο κάθε τί. Και η Θεία Λειτουργία συνεχίζεται.
«Ος (ο Υιός) ελθών και πάσαν την υπέρ ημών οικονομίαν πληρώσας, τη νυκτί ή παρεδίδοτο, μάλλον δε εαυτόν παρεδίδου υπέρ της του κόσμου ζωής, λαβών άρτον εν ταις αγίαις αυτού καί αχράντοις καί αμωμήτοις χερσίν, ευχαριστήσας καί ευλογήσας, αγιάσας, κλάσας, έδωκε τοις αγίοις αυτού μαθηταίς καί αποστόλοις ειπών:
Ο ιερεύς εκφώνως: Λάβετε φάγετε τούτό μού εστι το Σώμα το υπέρ υμών κλώμενον εις άφεσιν αμαρτιών.
Ο λαός: Αμήν.
Ο ιερεύς μυστικώς: Ομοίως και το Ποτήριον μετά το δειπνήσαι λέγων.
Ο ιερεύς εκφώνως: Πίετε εξ αυτού πάντες, τούτό εστι το Αίμά μου το της καινής Διαθήκης, το υπέρ υμών και πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών.
Ο λαός: Αμήν.
Βρισκόμαστε πνιγμένοι μέσα στις φανερές και αφανείς ευεργεσίες του. Κυριολεκτικά τα χάνομε μέσα σ᾿ αυτό τον κατακλυσμό του ελέους και της αγάπης Του: προσφέρεται κλώμενος καί εκχυνόμενος σε μας. Δεν ξέρομε τι να κάνωμε. Δεν βρίσκομε τίποτε δικό μας, να Του δώσωμε σαν ευχαριστία· «oυ γαρ εποιήσαμέν τι αγαθόν επί της γης». Γι᾿ αυτό παίρνομε πάντα τα δικά Του και ευγνώμονα τα προσφέρομε:
«Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα».
Αυτή η ολοκληρωτική λειτουργική αντιπροσφορά στον αεί σφαγιαζόμενο Κύριο - πράξη ευχαριστίας και ελευθερίας - αποτελεί το κέντρο του μυστηρίου, την πηγή του αγιασμού του ανθρώπου και των τιμίων δώρων. Αυτή η προσφορά μας απογυμνώνει απ᾿ όλα, απολλύμεθα (Ματθ. 16,25). Παύομε να υπάρχωμε. Πεθαίνομε. Συγχρόνως είναι η στιγμή που γεννιώμαστε στή ζωή· κοινωνούμε της θείας ζωής, με το να προσφέρωμε τα πάντα, με το να γίνωμε μια ευχαριστιακή προσφορά. Έτσι η απώλεια της ζωής μας είναι ταυτόχρονα ανάδυση της υπάρξεώς μας σε κόσμο «καινό και ασύνθετο» όπου παραγενόμενοι είμαστε αληθινά άνθρωποι. (Πρβλ. άγ. Ιγνάτιος, ΒΕΙΙ 2, 276).
Μόνον όταν εξαρθρωθή τελείως ο άνθρωπος και ξανάρθη στην ύπαρξη από άλλη Δύναμη, μπορεί να νοιώση τι είναι ζωή· «oς αν απολέση ούτος ευρήσει» (Ματθ. 16, 25). Ήδη με την εμπειρία αυτή του «σοι προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα» κοινωνούμε της καινής ζωής που είναι προσφορά, κένωση. Όλα εδώ υπάρχουν άλλως, περιχωρούμενα: Συναιροῦνται οι εμπειρίες όλες. Συναιρείται ο άνθρωπος· απλώνεται μέχρι την απώλεια και συνέρχεται στο εν που είναι το παν. Βρίσκει τον Κύριο που είναι το Α και το Ω.
Μιμνησκόμεθα πάντων των γεγενημένων και των γενησομένων. Είναι όλα παρόντα, συγκεκραμένα στο φως του προσώπου Του και το γλυκασμό της αυτού ωραιότητος. Στη στιγμή χωρά η αιωνιότης. Σ᾿ έναν Άγιο μαργαρίτη όλος ο Παράδεισος, ο Χριστός.
«Αινούμεν, ευλογούμεν και δεόμεθα». Όλες οι προσευχές γίνονται μία, τη στιγμή που πεθαίνομε πραγματικά και ζούμε ξενοτρόπως. «Tov θάνατον του Κυρίου καταγγέλλομεν και την ανάστασιν Αυτού ομολογούμεν» (Α´ Κορ. 11, 26).
Ζης την εμπειρία του ψυχορραγούντος, και το σπαρτάρισμα του αρτιγέννητου. Ξεψυχάς και γεννιέσαι. Γίνεσαι άκρως ευαίσθητος και ταυτόχρονα μένεις ασάλευτος σαν απ᾿ αιώνων κεκοιμημένος.
Είσαι ελεύθερος εαυτού, «πάντα αφελών και εκ πάντων απολυθείς». Έχεις άλλους νόμους ζωής, αιωνίου και ακαταλύτου. Είσαι νεκρός και ζωντανός. Ανύπαρκτος και παντοδύναμος. Πέφτεις στο κενό, καταποντίζεσαι, και πλημμυρίζεις ζωή, φτάνεις στην αίσθηση της αιωνίου παρουσίας Του.
Γυρίζοντας στην ανυπαρξία (διά της ολικής προσφοράς), βλέπεις να σε συγκρατούν τα χέρια που υπήρχαν πριν Αβραάμ γενέσθαι (Ιω. 8, 58).
Απεκαλύφ0ησαν τα θεμέλια της οικουμένης. Χάνεις τα πάντα και φανερώνεται στο βάθος της καρδιάς σου πώς ο άνθρωπος έχει δυνάμει τα πάντα μπαίνοντας εδώ, γιατί στη Λειτουργία της σωτηρίας του ο Χριστός, που ουκέτι αποθνήσκει, είναι «o προσφέρων και προσφερόμενος και προσδεχόμενος και διαδιδόμενος».
Είναι ώρα σιωπής απολύτου και λάλου. Σιγά πάσα σαρξ βροτεία, και άκούγεται ο Λόγος.
Το χώρο που κένωσε η προσφορά (ταπείνωση - ευχαριστία) κατέρχεται και πληροί το Άγιο Πνεύμα.
Η ζωή μέσα στη Θεία Λειτουργία είναι σβήσιμο ενσυνείδητο και ολοκληρωτικό, γι᾿ αυτό είναι και αγκάλιασμα ενός μυστηρίου που μας ξεπερνά. Είναι κόπος και ανάπαυση. Είναι θάνατος και ζωή.
Πιστεύεις ότι υπάρχει ζωή γιατί γεννιέσαι, ακατάπαυστα. Έρχεσαι από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Πιστεύεις ότι υπάρχει Θεός γιατί σε κρατά στα ζωντανά Του χέρια. Σε δημιουργεί, σε πλάθει. Αυτός εκ του μη όντος εις το είναι μας παρήγαγε» και μας παράγει, γιατί η δωρεά της χάριτός Του είναι σημαντικώτερο γεγονός και μεγαλύτερη έκπληξη απ᾿ ό,τι η αρχική εκ του μη όντος εις το είναι παραγωγή.
«Παραπεσόντας μας ανέστησεν πάλιν και την βασιλείαν του εχαρίσατο την μέλλουσαν». Και ενώ ήδη όλα μας χαρίστηκαν, και τα μέλλοντα, νοιώθει κανείς ότι ακόμη όλα τα περιμένουμε. Όλα είναι ατέλειωτα, γιατί όλα είναι αληθινά. Όλα δόθηκαν, και όλα έρχονται ακατάπαυστα καινούργια.
Όταν μιλάμε για λειτουργική θεολογία εννοούμε την ενσάρκωση της θεολογίας. Και τούτο το βλέπομε καθαρά στην ευχαριστιακή ιερουργία.
Το πόσο αληθινή είναι η Θεία Λειτονργία μας το αποκαλύπτει η ίδια η φυσιολογία της πνευματικής ζωής: «καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει». Εγκαταλείποντας κανείς τα πάντα στο Θεό, φτάνοντας στην τελική συντριβή και ταπείνωση, δέχεται κατά φυσική λειτουργία των πνευματικών νόμων τη χάρη του Θεού.
Και στη Θεία Λειτουργία, μετά απ᾿ όλη την ευχαριστιακή αναφορά και την κατά πάντα και διά πάντα προσφορά στο Θεο, παρακαλούμε, δεόμεθα και ικετεύομε να έλθη το Πνεύμα το Άγιον εφ᾿ ημάς.
Η ίδια πορεία ακολουθείται. Ο ίδιος νόμος βασιλεύει. Το ίδιο Πνεύμα ζωής διοργανώνει, πλάθει, ορίζει την ευχαριστιακή λειτουργία και τη διάρθρωση του ανθρωπίνου είναι μας. Γι᾿ αυτό ο άνθρωπος όντας μέσα στη Λειτουργία, βρίσκεται στο κλίμα του, που μπορεί να ευδοκιμήση. Στην πατρίδα του, που τα πάντα είναι γνώριμα και οικεία. Μιλιέται η γλώσσα του η μητρική.
Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα ιδική Του και ομοίωση. Ο Κύριος «της λειτουργικής ταύτης και αναιμάκτου θυσίας την ιερουργίαν παρέδωκεν ημίν». Και η μία (η εσωτερική οργάνωση του ανθρώπου) και η άλλη (η λειτουργική θυσία) από το Θεό παραδίδονται. Η πορεία της θυσίας - η πολιτεία της υπακοής του Υιού του Θεού - αποκαλύπτει στη Θεία Λειτουργία την τριαδική ζωή και χάρη. Και έτσι αποκαλύπτει στον άνθρωπο ιερουργικά την αλήθεια της φύσεως του και τού δείχνει το δρομο της ελευθερίας. Τη δυνατότητα της αναλήψεως και θεώσεώς του.
Δεν πρόκειται περί ιερολογίας, αλλά περί ιερουργίας. Δεν μιλάμε, αλλά πράττομε. Τίποτε δεν υπάρχει χωρίς ρίζες βαθειές.
Ό,τι παρουσιάζεται ή ακούγεται εξωτερικά είναι φανέρωση μιας εσωτερικής, προσωπικής, ενσυνείδητης θυσίας.
Η εσωτερική αγάπη εκφράζεται ως ομολογία πίστεως εις την ομοούσιον και αχώριστον Τριάδα. «Αγαπήσωμεν αλλήλους, ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν: Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα...».
Η αίτηση προς τον Πατέρα για την άφεση των πολλών μας προς Αυτόν οφειλημάτων γίνεται με τη συγχώρηση των μικρών οφειλών των άλλων σε μας (Κυριακή προσευχή).
Η παρακατάθεση της ζωής ημών απάσης και της ελπίδος σ᾿ Αυτόν, αποτελεί την εσωτερική, «έργω», επίκληση της χάριτος του Παναγίου Πνεύματος.
Την ώρα της επικλήσεως, η κατά πάντα και διά πάντα προσφορά μας σ’ Αυτόν έλκει τη χάρη, αποτελεί την παράκληση, δέηση και ικεσία προς τον Πατέρα για να καταπέμψη το Πνεύμα το Άγιο.
Καί καταλαβαίνομε πως δεν εκφωνείται απλώς από τον ιερέα, αλλ᾿ ιερουργείται απ᾿ όλο το σώμα της Εκκλησίας η επίκλησις: Είναι ιερουργία επικλήσεως, πράξη αιτήσεως, για τη μεταβολή του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού και για τον αγιασμό των πιστών: την άφεση των αμαρτιών, την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, της βασιλείας των Ουρανών το πλήρωμα, την παρρησία την προς το Θεό και την αποφυγή - εκ του αναξίως μεταλαμβάνειν - του κρίματος ή του κατακρίματος.
Έτσι το γεγονός της μεταβολής και του αγιασμού των τιμίων δώρων και των πιστών ενσυνείδητα και ολοσώματα βιούται. Με την κατά φύσιν ευχαριστιακή του στάση όλος ο άνθρωπος, όλη η λειτουργική κοινότης, και δι᾿ αυτών όλη η δημιουργία, γίνονται μία δέηση, παράκληση, ικεσία και απολαμβάνουν την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος, τη χάρη της Πεντηκοστής και «νεουργείται η σύμπασα και θεουργείται» (Κάθισμα όρθρου 8ης Σεπτεμβρίου).
Τίποτε δε γίνεται μηχανικά, μαγικά. Τίποτε δεν είναι θαμπό και σκοτεινό, αν και είναι υπέρ λόγον. Και έτσι τίποτε δεν μένει άσαρκο: τα πάντα προσφέρονται ως άρτος κλώμενος, τροφή φαγώσιμη στον άνθρωπο. Ως αίμα εκχυνόμενον, αίμα που αθόρυβα χύνεται στις φλέβες της ζωής και της ελπίδος μας.
Τα πάντα φανερώνονται εσωτερικά στους πιστούς, και τα πάντα φανερώνουν μυστικά τον Ενεργούντα τά πάντα εν πάσι.
Ήδη η πράξη της εκούσιας προσφοράς των πιστών, ως ενέργεια αντίθετη προς την εγωϊστική στάση και ροπή της πεπτωκυίας φύσεώς μας, είναι κοινωνία και μετοχή στη θεία ζωή που είναι αγάπη άπειρη.
Εδώ μαθαίνομε να ζούμε, να προσφερώμαστε. Ανατέλλει η όντως ελεύθερη ζωή, η μέλλουσα, που μας δόθηκε. Βλέπομε πως η προσφορά είναι αύξηση, η κένωση πλήρωμα, η ταπείνωση δόξα. Μαθαίνομε να ευχαριστούμε. Και «η ευχαριστία εκείνω μεν ουδέν προστίθησιν, ημάς δε οίκειοτέρους αυτώ κατασκευάζει» (Χρυσόστομος, P.G.57, 331).
«Άξιον και δίκαιον σε υμνείν, σε ευλογείν, σε αινείν, σοι ευχαριστείν, σε προσκυνείν. Συ γάρ ει Θεός ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος, αεί ων, ωσαύτως ων».
Ένας ύμνος της αποφατικής θεολογίας. Ένα ξέσπασμα αποφατικό. Ή αλλιώς, ένας ύμνος βγαλμένος από τη σταυροαναστάσιμη ζωή: Τη χαρά και τη ζωή που ήλθε, αναφαίρετα, διά του σταυρού, εν όλω τω κόσμω.
Είναι άξιο και δίκαιο να υμνήται, να ευλογήται, να αινήται, να ευχαριστήται και να προσκυνήται από τον άνθρωπο ο Θεός παντού, γιατί είναι ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος και είναι πάντοτε ο ων και ο ωσαύτως ων.
Αν δεν ήταν αόρατος, ακατάληπτος, δεν θα ήταν Θεός, δεν θα άξιζε τον κόπο να υμνήται. Θα ήταν άδικο να κάναμε κάτι τέτοιο. Τώρα μας κρατά άγρυπνους, νήφοντες, ζωοδοτημένους άπο αφθαρσία.
Τι παρηγοριά φέρνει τούτο το λειτουργικό δώρο! Τι άνοιγμα στη ζωή! Τι νίκη είναι αυτή!
Ευχαριστούμε, υμνούμε, ευλογούμε για τις δυσκολίες, τα απρόσιτα, τα ανεπίτευκτα. Γιατί μόνα αυτά σαν πραγματικότητες, δοκιμασίες και όχι φτιαχτές λογοτεχνίες, χύνουν στις φλέβες της υπάρξεώς μας το αίμα της ελευθερίας και της ζωής, που μας χάρισε και μας χαρίζει ο ζων Θεός.
Είμαστε ένα τίποτε και πέρα από το τίποτε, και Αυτός που είναι το παν και πέρα από το παν, έρχεται και γίνεται ακατάπαυστα ένα με μας: Μια ψυχή, ένα σώμα. Δίδει την ψυχή και το σώμα Του, τη θεότητά Του ολόκληρη και την ανθρωπότητα σε μάς.
Αν δεν ήταν αόρατος, ακατάληπτος, δεν θα ήταν Θεός. Δεν θα μας είχε αναγάγη στον ουρανό. Και δεν θα μπορούσε από τώρα να μας χαρίση τη μέλλουσα Βασιλεία. Και δεν θα μπορούσαμε να ευχαριστήσωμε για τις ευεργεσίες που «ίσμεν και ουκ ίσμεν». Δεν θα μπορούσαμε ποτέ μέσα στο «oυκ ίσμεν», στην άγνοια, στον απλησίαστο για μας χώρο, να βρούμε και να δούμε τις πιο θαυμαστές και ατέλειωτες για μας ευεργεσίες Του.
«Nυv πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός και γη και τα καταχθόνια».
Μόνον Αυτός ο αληθινός Θεός, στην αληθινή Του λατρεία, δημιουργεί τους αληθινούς ανθρώπους.
Έτσι το «Συ γαρ ει Θεός ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος» υψώνεται μπροστά μας «ως αληθώς όρος άναντες καί δυσπρόσιτον» απ᾿ όπου κατέρχεται η άκτιστη αύρα και φουσκώνει τα σπλάγχνα του ανθρώπου και ζωογονεί τα έγκατά του με τη χάρη της ελευθερίας, της απροσδιοριστίας, του επικίνδυνου, του ολοζώντανου.
Και μεις πόσο συχνά θέλομε να κάνωμε το Θεό νοητό, εκφραστό, ορατό, αισθητό κοσμικά. Πόσο θέλομε να λατρεύωμε είδωλα. Να κλειστούμε σε φυλακές σχετικότητος (πλάνης - αιρέσεως).
Αλλά η Θεία Λειτονργία δεν μας αφήνει να κάνωμε κάτι τέτοιο. Γκρεμίζει τα είδωλα του Θεού και υψώνει σωτήρια μπροστά μας την Εικόνα Του, το Λόγο, «ός εστιν εικών του Θεού του αοράτου» (Κολ.1,15). Αρχέτυπο του αληθινού, κεκρυμμένου και θεόπλαστου είναι μας.
Τα πάντα λειτουργημένα μέσα στην Ορθοδοξία έχουν τον ίδιο αποφατικό χαρακτήρα της ελευθερίας:
ανέκφραστος - θεολογία
αόρατος - εικόνα
ακατάληπτος - αγιότης
Η προσφορά στο Θεό καθενός πράγματος κατά πάντα καί διά πάντα μέσα στη λειτουργική ατμόσφαιρα έχει σαν αποτέλεσμα τον αγιασμό του, τη μεταστοιχείωσή του.
Η ζωή και η θέληση που προσφέρεται στο Θεό καθαγιάζεται άμεσα καί αναφαίρετα. Η προσφορά του σχετικού και φθαρτού, με διάθεση ευγνωμοσύνης, φέρει την αύξηση του αγίου, του αιωνίου και πνευματικού. «Δος αυτοίς Κύριε αντί των φθαρτών τα άφθαρτα» (Λειτουργία Μεγ. Βασιλείου). Ετσι όλη η ζωή του πιστού με το να είναι προσφορά, γίνεται αύξηση πνευματική. Δεν καταβάλλεται, αλλά αναγεννάται, γιατί πριν τον καταβάλλει ο χρόνος, τα γεράματα, η αρρώστεια, αυτός τη δύναμη και τη ζωή του έδωσε στο Θεο και πήρε τη χάρη. Αγιάστηκε στην ψυχή και στο σώμα. Και δεν τον πιάνει τώρα ο χρόνος, τα γεράματα, η αρρώστεια· η χαρά, η ζωή και η νιότη του ξεφεύγει από τα χέρια των εχθρών του και οδεύει «επί το αόριστον» της ελευθερίας του Πνεύματος.
Στο τέλος ο θάνατος και το σωματικό θάψιμο του πιστού στη γη είναι η τελευταία επίγεια πράξη καθολικής προσφοράς. Δεν αντιστέκεται μάταια στο θάνατο. Έμαθε οτι η προσφορά είναι αύξηση και ζωή. Τώρα σαν άρτος το σώμα του, ανενέργητο, προσφέρεται στηήν ανεξιχνίαστη θεία βουλή. Δεν θάπτεται σαν νεκρός νικημένος από την ασθένεια ή το χρόνο. Προσφέρεται πιο πολύ ως δώρο λειτουργικό που καθολικά δίδεται. Πέθανε εκούσια κατά τη θέληση, το φόβο, την κακία, πριν πεθάνει βιολογικά. Πέθανε κατά πάντα και διά πάντα, σε όσα αυτός διαφέντευε, για να μπη μέσα του, Νοικοκύρης και Αφεντικό, ο Αιώνιος και Άφθαρτος.
Έτσι και την τελική θανή που έφτασε στο σώμα του, τη δέχτηκε σαν την επίσκεψη της πατρικής στοργής του Θεού με το σκοπό της ολοκληρωτικής καθάρσεως, αναστάσεως και ελευθερίας.
Όχι μόνο τη θέλησή του, όχι μόνο τα σχέδιά του καί την ελπίδα του, μα κι αυτό το σώμα του προσφέρει τώρα ανενέργητο, νεκρό. Το προσφέρει ευχάριστα μέσα στην ευχαριστία -«ευχαριστούντες Θεώ» (Νεκρώσιμος ακολουθία) - για να ενεργήση και σ᾿ αυτό η καθαγιαστική χάρη του Πνεύματος όπως θέλει. Στη λειτουργική τούτη ώρα έχομε μια κατάδυση και μια ανάδυση. Θάπτεται σώμα σαρκικό και εγείρεται σώμα πνευματικό.
Ο θάνατος και η ταφή είναι ευχαριστιακή πράξη προσφοράς και καθαγιασμού. Δεν είναι στυγνό συμβάν, αλλά επίτευξη τελικής προσφοράς για την ανατολή ξένης ελπίδας και ζωής.
Κάθε μια Ευχαριστία καταγγέλλει το θάνατο του Κυρίου. Κάθε μια Ευχαριστία καταγγέλλει το θάνατο μας καί τον αρραβώνα της αιωνίου ζωής. Και του πιστού ο θάνατος καταγγέλει την Ευχαριστία.
Όσο πιο πολύ είναι θάνατος ή ευχαριστιακή μετοχή, τόσο πιο πολύ κερδίζει μέσα μας χώρο και κράτος η ζωή. Όσο είναι θάνατος εκούσιος, τόσο νικάται ο θάνατος ο αναπόφευκτος που έρχεται. Όσο είναι πράξη ελευθερίας, τόσο μεταστοιχειώνει την αναγκη την έσχατη σ’ ελευθερία αιώνια.
Τίποτε το στατικό δεν υπάρχει στη Θεία Λειτουργία, τίποτε το μεμονωμένο. Τα πάντα ζουν κινούνται αρμονισμένα μέσα στο όλον. Όλα παίρνουν νόημα. Όλα συγκεντρώνονται. Όλα γνωρίζονται. Αποκαλύπτεται η φύση και ο λόγος της υπάρξεώς τους μέσα στη «λογική λατρεία», τη Λειτουργία του Λόγου «δι᾿ ου τα πάντα εγένετο». Και ενώ μιλούμε για όλα, τα βλέπουμε όλα. Τα πάντα γίνονται οικεία, τίποτε δεν είναι ξένο, ουσιαστικά πρόκειται περί ενός: Είναι η ευλογημένη Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος που προσδέχεται και αγιάζει τη δημιουργία. Είναι η άκτιστη χάρη της Αγίας Τριάδος που καινίζει την κτίση.
Με τη δοξολογική εκφώνηση της τρισαγίου Βασιλείας αρχίζει η Θεία Λειτουργία. Στη συνέχεια μόνον αυτή ζητούμε: «Ελθέτω η χάρις, παρελθέτω ο κόσμος» (Διδαχή Αποστόλων). Σ᾿ αυτήν προσφέρονται οι πιστοί κατά πάντα και διά πάντα.
Και γίνεται η Θεία Λειτουργία ο θεολογικός τόπος όπου τα πάντα συναντιῶνται. Έξω άπό τη θέρμη της τα πάντα είναι αγνώριστα, παγερά και μεμονωμένα. Εδώ μέσα βρισκόμενα περιχωρούνται, διακονούν λειτουργικά.
Η ενότης της πίστεως παρουσιάζεται με το πώς το κάθε τι ζωογονείται, μεταμορφώνεται, αφθαρτίζεται από την άκτιστη τριαδική χάρη. Έτσι αναδεικνύεται η βασική ενότης αρχικής καταγωγής, σημερινής οργανώσεως, καί εσχατολογικής εντελεχείας των πάντων, που είναι o Θεός, ως αιτία και τέλος πάντων. «Σοι ενί πάντα μένει· σοι δ᾿ αθρόα πάντα θοάζει. Και πάντων τέλος έσσί» (Γρηγόριος Θεολόγος, Ρ.G. 37,508).
Και διαβεβαιώνει η πείρα της λειτουργικής ζωής: «Είδομεν το φως το αληθινόν (αντανακλώμενον απ᾿ όλο το μεταμορφωμένο κόσμο), ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον».
Ο κατά φύσιν κόσμος μέσα στον οποίο ζή ο άνθρωπος, ως θεανθρώπινη πραγματικότης, είναι ο λειτουργικός. Δεν είναι ούτε η ιστορία σαν χρόνος ούτε η δημιουργία σαν χώρος, ούτε η λογική του πεπτωκότος ανθρώπου, ούτε η τέχνη του παραπαίοντος ατόμου. Μέσα στη Λειτουργία όλα υπάρχουν αλλοιωμένα την καλήν αλλοίωση· δοκιμασμένα (συντετριμμένα και ανορθωμένα), σταυροαναστάσιμα.
Όλος ο κόσμος της Εκκλησίας, η καινή κτίση, είναι θεανθρωπία. Ατρέπτως, αναλλοιώτως και ασυγχύτως ενώνεται ο κτιστός κόσμος με την άκτιστη χάρη, και δεν καταργείται, δεν κατακαίεται, αλλά μεταμορφώνεται και αφθαρτοποιείται: «Όλος γάρ ο νοητός κόσμος όλω τω αισθητώ μυστικώς τοις συμβολικοίς είδεσι τυπούμενος φαίνεται τοις οράν δυναμένοις· και όλος όλω τω νοητώ ο αισθητός γνωστικώς κατά νουν τοις λόγοις απλούμενος ενυπάρχων εστίν» (άγιος Μάξιμος, P.G. 91, 669 C).
Όταν ο θεατής της Αποκαλύψεως γράφη: «Εγώ Ιωάννης ο και αδελφός υμών... εγενόμην εν Πνεύματι εν τη Κυριακή ημέρα... και είδον ουρανόν καινόν και γην καινήν», είναι σαν να μας λέη: Εγώ ο αδελφός υμών Ιωάννης Λειτουργήθηκα. Η Λειτουργία μας φέρνει στο ανοιχτό παράθυρο της αποκαλύψεως, της αφθαρσίας. Μας δίδει τη δυνατότητα να αναπνεύσωμε καθαρό αέρα που ζωογονεί τα σπλάγχνα μας. Μέσα στη Θεία Λειτουργία έχομε αυτό το γεγονός και την εμπειρία. Τα πάντα γίνονται καινά με τη χάρη και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος. Δεν είναι ο ήλιος που φωτίζει τη γή, ούτε η φαντασία που ανοίγει τον ουρανό - «ουρανός και γη παρελεύσονται» (Ματθ. 24, 35) - αλλά η παρουσία του Θεού που καινίζει, αφθαρτίζει, ενοποιεί γη και ουρανό. «Και η πόλις ου χρείαν έχει του ηλίου... » (Αποκ. 21, 23). Τη λειτουργική πραγματικότητα δεν την καταυγάζει φωτισμός που πρόκειται να παρέλθη, «ουδέν γάρ φαινόμενον αγαθόν».
Η αόρατη παρουσία του Κυρίου φωτίζει και αποκαλύπτει τα πάντα.
Η Λειτουργία της Αγίας Τραπέζης φτιάχνει, ρυθμίζει και αποτελεί τα πάντα εν πάσι. Το θαυμαστό και μεγάλο είναι ότι το λειτουργικό πνεύμα ενσαρκώνεται στη ζωή μας. Η λειτουργία της θυσίας του Χριστού που ιερουργείται πάνω στην Άγια Τράπεζα αποτελεί την καρδιά της ζωής και της αυτοσυνειδησίας μας. Αυτή θερμαίνει και συγκροτεί τη ζωή μας. Συνέχει το πρόσωπο του καθ᾿ ενός και τη λειτουργική μας κοινότητα.
Συνθέτει και συγκρατεί τα πάντα εντός μας και γύρω μας. Ενσαρκώνει και φέρνει κοντά και μέσα μας, ενσυνείδητα και απτά, τα αόρατα και άκτιστα. Μεταμορφώνει και αγιάζει τα ορατά και ασήμαντα. Ζούμε την ασύγχυτη περιχώρηση του άκτιστου και κτιστού. Της ζωής και του θανάτου. Της κινήσεως και της στάσεως. Του μυστηρίου και της λογικής. Του θαύματος και του νόμου. Της ελευθερίας και της φύσεως.
Τα αόρατα αοράτως ορώνται. Τα ανείπωτα αρρήτως εκφράζονται. Τα απρόσιτα, τα πέραν και επέκεινα, σκηνώνουν εν ημίν. Κι εμείς είμαστε κάτι ελάχιστο (ανύπαρκτο) που χωρεί κάτι το απεριόριστο και ανέφικτο. Και όσο προχωρεί κανείς εκούσια στη σμίκρυνση και εξαφάνιση της μικρότητος, τόσο και η απρόσιτη δόξα λάμπει, ουσιοποιεί και εξάγει από το μη ον στο φως ατέλειωτες νέες δημιουργίες και χαρές.
Δεν ξέρει στο τέλος κανείς αν τα αόρατα είναι πιο αισθητά από τα κτιστά ή αν τα δεύτερα πιο άγια από τα πρώτα. Τα πάντα υπάρχουν και αξίζουν γιατί το Πνεύμα το Άγιο τά καταλάμπει.
Και η ζωή μας όλη έχει μόνo τότε νόημα όταν καταλάμπεται από το φως της τριαδικής αγάπης και χάριτος. Σώζει την ελευθερία της, όταν έχη παραδοθή στην τριαδική ιερουργία. Δεν αποσυντίθεται στον ανήλιο χώρο του μικρού, όταν διαστέλλεται από το τάνυσμα στο σταυρό της θυσίας που αποκαλύπτει η Άγια Τράπεζα. Η ζωή τότε μας παρηγορεί, όταν βασανίζεται από το πνεύμα της ελευθερίας που όπου θέλει πνεί. Υπάρχομε διαστελλόμενοι ακατάπαυστα από την αιώνιο ζωή, όταν παραδώσωμε τα όπλα της δειλίας μας (δηλ. του ιδίου θελήματος) και αφήσωμε στη βουλή του ενσαρκωθέντος Θεού την τύχη μας ολόκληρη, «την ζωήν ημών άπασαν και την ελπίδα».
Η ζωή που δεν έχει τις άπειρες, τις απεριόριστες διαστάσεις του θανάτου, είναι νέκρα καί θάνατο. Γι᾿ αυτό η ζωή που είναι κραταιά ως o θάνατος έχει σαν πύλη της το θάνατο του κάθε φθαρτού· την απώλεια της ίδιας της ψυχής μας, για να τη βρούμε σε χώρο ανοιχτο και απέραντο· απελεύθερο από κάθε στένωση και άγχος. Γι᾿ αυτό έχοντας σύντροφο, σύζυγο το θάνατο, συνουσιούμεθα με τη ζωή.
Όποιος δεν έχει τα πάντα, δεν έχει τίποτε. Γιατί και το ένα, το ελάχιστο να πης ότι εχεις αληθινά, τούτο σημαίνει πως τα έχεις όλα. Γιατί εν τη χάριτι τη αγία, (εν τη οποία υπάρχουν και παίρνουν νόημα τα πάντα) τα πάντα συνυπάρχουν, αντικατοπτρίζονται και ανακεφαλαιώνονται εν ενί εκάστω. Αλλά ποτέ δεν αποκτάς τα πάντα (δηλαδή ένα πράγμα αληθινά), αν δεν θυσιάσης τα πάντα γι᾿ Αυτόν.
Βάλε τα πάντα να δοκιμαστούν μέσα στο πυρ της Θείας Λειτουργίας. Ό,τι μείνει θα τα έχη όλα δυναμικά, με τρόπο ασύλληπτο από τη φθορά: «Παντί τω έχοντι δοθήσεται· από δε του μη έχοντος και ο έχει αρθήσεται απ᾿ αυτού» (Λουκ. 19,26).
Πνεύματι Αγίω και πυρί βαπτίζει η Θεία Λειτουργία τον άνθρωπο, τη φύση, το χρόνο. Και βγαίνουν οι Άγιοι, ο παράδεισος, η αιωνιότης.
Γυμνά δοκιμάζονται μέσα στο πυράκτωμα της παρατεταμένης Πεντηκοστής και δροσίζονται αψευδώς. Ένα μας ενδιαφέρει: Αυτός να κάμη ό,τι θέλει. Να γίνη το θέλημά Του. Και αυτό είναι ατελεύτητος Παράδεισος για τον άνθρωπο.
Δεν θέλω, δεν επιθυμώ να ζήσω πολύ. Θέλω να ζήσω με Σένα. Το πολύ, το ζωντανό και ατέλειωτο είσαι Εσύ. Έλα και κάμε το θέλημά Σου σε μένα. Έλα όπως θέλεις και όταν κρίνης. Έλα σαν αύρα, σαν ευλογία, αν το νομίζης σωστό. Έλα σαν κεραυνός δοκιμασίας και κατάσκαψέ μου το είναι, αν νομίζης ότι έτσι πρέπει. Ξέρω ότι αυτό που θα ακολουθήση την επίσκεψή Σου, μ᾿ οποιοδήποτε τρόπο κι αν έλθης, θα είναι αυτό το βαθύτατο που επιθυμώ και δεν μπορώ να το εκφράσω, και δεν μπορώ να το βρώ πουθενά, έξω από Σένα. Γι᾿ αυτό Εσένα ζητώ και περιμένω. |
Έχω απογοητευθή από τον εαυτό μου. Μόνο Εσύ μένεις. Και έρχομαι προς Σε τον ιατρό, το φωτισμό και τον αγιασμό των ψυχών και των σωμάτων. Έρχομαι άρρωστος, όπως είμαι, και εγκαταλείπω σε Σένα τη ζωή μου άπασα και την ελπίδα.
Η Θεία Λειτουργία δεν είναι μάζεμα ανθρώπων σ᾿ ένα στενό πρόγραμμα, σχέδιο, αντίληψη, απασχόληση ή αποστολή. Λειτουργία είναι ελευθερία του ανθρώπου «η Χριστός ημάς ηλευθέρωσεν» (Γαλ. 5,1). Γι᾿ αυτό παρακαλούμε το θέλημα του Θεού να γίνη στη ζωή του καθενός. Το Χριστό να έχη ο καθένας συνοδοιπόρο, σύμπλοο, «συγκοιταζόμενον και συνανιστάμενον, καταγλυκαίνοντα τη ζωή του» (ευχή Μεγάλου Σχήματος).
Και αυτός ο γλυκασμός της κοινωνίας της ζωής εν Χριστώ μας συγκεντρώνει, μας ενώνει εν υπερώω τόπω. Αποτελεί το χώρο και τον τρόπο και το σχέδιο της ζωής μας.
Ας πορεύεται ο καθένας ελεύθερα στο δρόμο της ζωής του.
Ας πλέη ο καθένας στο πέλαγος της περιπετείας του.
Αυτό που θέλει η Θεία Λειτουργία δεν είναι να ανακόψη τα σχέδια, τις ελπίδες και τη ζωή μας, αλλά να τα επικυρώση, ενισχύση, ευλογήση. Και γι᾿ αυτό παρακαλεί:
«Τοις πλέουσι σύμπλευσον,
Τοίς οδοιπορούσι συνόδευσον,
Τους νοσούντας ίασαι ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών».
Είμαστε μαζί με τους αδελφούς μας εν Χριστώ, όχι με το να είμαστε στριμωγμένοι κάπου, αλλά με το να χαιρώμαστε εν Χριστώ Ιησού τη ζωή μας, «εv παντί τόπω της δεσποτείας Αυτού».
Καταργούνται οι αποστάσεις: Ο ιερεύς μυστικώς παρακαλεί: «Βασιλεύ αόρατε... έπιδε επί τους υποκεκλικότας Σοι τας εαυτών κεφαλάς... τοις πλέουσι σύμπλευσον, τοις οδοιπορούσι συνόδευσον, τους νοσούντας ίασαι ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών». Ο χώρος είναι η οικουμένη. Σαν να ’ναι μέσα στο ναό με σκυμμένο κεφάλι αυτοί που ποντοπορούν, οδοιπορούν, αλγούν. Δεν μιλά για τους λίγους, τους παρόντες αισθητά, μα για όλους, τους απανταχού. «Τους κοσμικώς διεσπαρμένους ομοχώρους ποιεί» το μυστήριο της Θείας Λειτουργίας.
Έτσι, όταν ο ιερεύς δέεται υπέρ των «μετά πίστεως ευλαβείας και φόβου Θεού εισιόντων εν τω αγίω οίκω τούτω» είναι σαν να προσεύχεται «υπέρ της οικουμένης, υπέρ πάσης πόλεως και χώρας και των πίστει οικούντων εν αυταίς». «Ότι... του αισθητού κόσμου εστίν εικών η αγία του Θεού Εκκλησία... ως ουρανόν μεν το θείον ιερατείον έχουσα, γην δε την ευπρέπειαν του ναού κεκτημένη» (αγίου Μαξίμου, Μυσταγωγία P.G. 91,672 Α).
Η Λειτουργία από την αρχή με τη δοξολογία της Βασιλείας της τρισυποστάτου θεότητος, με την αίτηση υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου, ανοίγει τους ορίζοντες και τα ενδιαφέροντα του πιστού.
Μόνον έτσι, φροντίζοντας ο πιστός για όλα, για τα μεγάλα, τα παγκόσμια, τα καθολικά, λατρεύοντας Αυτόν που εκ του μη όντος μας δημιούργησε και ενθυμούμενος τη δευτέρα παρουσία Του, τακτοποιεί τα θέματά του, τα συγκεκριμένα, τα προσωπικά, τα μικρά, τα εν χρόνω και τόπω. Ο κάθε άνθρωπος έχει τέτοια καταγωγή και προορισμό, που δεν μπορεί αλλού να βρή τον εαυτό του και τη σωτηρία του παρά μέσα στην ειρήνη του σύμπαντος κόσμου και τη σωτηρία των ψυχών όλων των αδελφών του, για τα οποία παρακαλεί η Θεία Λειτουργία. Και συγχρόνως δεν μπορεί να κάνη κανείς κάτι σωστό, να πη κάτι αληθινό για τα μεγάλα και καθολικά προβλήματα και αιτήματα του σύμπαντος κόσμου, δεν μπορεί να αγαπήση, αν δεν έχη τακτοποιήσει τον εαυτό του, αν δεν έχη βαπτισθή, λειτουργηθή και ισορροπήσει προσωπικά με την επώδυνη μετάνοια.
Εικονίζομε τα χερουβείμ, δηλαδή ταυτιζόμαστε μ᾿ αυτά· είμαστε «μυστικώς», δηλαδή εσωτερικά, λειτουργικά, άρα αληθινά χερουβείμ.
Η εικόνα του Θεού που βρίσκεται στη βάση της φύσεως του ανθρώπου τον ανεβάζει στην κατά χάριν θέωση. Ο Υιός του Θεού, που είναι η τέλεια Εικόνα του Πατρός, είναι ομοούσιος μ᾿ Αυτόν.
Η εικόνα για την ορθοδοξία είναι ασύγχυτη ταύτιση. Ο «εικονισμός» και το «εικονίζω» αναφέρονται στην πιο βαθιά σχέση των προσώπων και των πραγμάτων· και στο μεγαλύτερο σεβασμό των ιδιαιτέρων προσωπικών ιδιοτήτων.
«και τη ζωοποιώ Τριάδι τον τρισάγιον ύμνον πτοσάδοντες»: Προσάδομε τον τρισάγιο Ύμνο ιερουργούντες το μυστήριο. Και η ιερουργία μόνη αναδίδει τον ύμνο. Ο ύμνος ο τρισάγιος είναι λόγος εκ της σιγής της πράξεως προελθών, γι᾿ αυτό είναι επινίκιος, ασίγητος και ανάκουστος.
«Πάσαν την βιοτικήν αποθώμεθα μέριμναν»: Αποτίθεται κάθε μέριμνα. Απωθείται, εγκαταλείπεται, «ως τον Βασιλέα των όλων υποδεξόμενοι». Και επειδή ο Βασιλεύς αυτός είναι (το καταλαβαίνομε μετά από πολλή πείρα) ο πάντοτε ερχόμενος, είναι πάντοτε απωθημένη η μέριμνα. Είναι παντού απλωμένη η Θεία Λειτουργία. Είναι όλη μας η ζωή λειτουργημένη, κεκλημένη στους γάμους του Αρνίου: η «μέριμνα ή αμέριμνος», η ψυχή και το σώμα, η ζωή και η τελευτή μας, ο νυν και ο μέλλων αιών.
Με το να διώξης τη μέριμνα κάνεις τη δουλειά (όλες τις δουλειές) άνετα· τις κάνει ο Θεός ο ίδιος. Απωθούμε τη μέριμνα, καί υποδεχόμαστε το Βασιλέα των όλων.
Ή το ένα θα κάνωμε ή το άλλο. Η μέριμνα είναι σύγχυση, Βαβέλ· είναι πύρινος Μολώχ πού κατακαίει τον άνθρωπο σώματι και πνεύματι. Ο Βασιλεύς των όλων είναι ο πάντοτε ερχόμενος και αναγεννών. Η συνάντησή του μέσα στον τρισάγιο ύμνο και τον εικονισμό των χερουβείμ, ήδη φέρνει τον άνθρωπο στην εσχατολογική ελευθερία, και του χαρίζει τα πάντα ξένως και αναφαιρέτως.
Τα στοιχεία του κόσμου ροιζηδόν παρέρχονται (Β´ Πετρ. 3,10). Και τα πάντα ενδύονται το φως και την ύπαρξη ως ιμάτιον. Υπάρχουν, ουσιούνται. Εικονίζοντες τα χερουβείμ μέσα στην ιερουργική υμνωδία του τρισαγίου ύμνου αναγόμεθα (είτε εν σώματι είτε εκτός του σώματος ουκ οίδαμεν, ο Θεός οίδεν) εις τον ουρανόν και προσάδομεν μετα των μακαρίων Δυνάμεων τον επινίκιον ύμνον. Όντας εκεί - πάνω από χώρο και χρόνο - μπαίνομε στην εσχατολογία. Αρχίζει η υποδοχή του Κυρίου «ταις αγγελικαις αοράτως δορυφορουμένου τάξεσιν.» Έτσι ο λειτουργημένος, ο αναληφθείς («εις τον ουρανόν ανήγαγε») αποκτά νέες αισθήσεις. Βλέπει την ιστορία όχι από την απατηλή πλευρά, που είναι το κτιστό και παρερχόμενο, αλλά από την αληθινή, αιώνια, και φωτεινή πλευρά, που είναι ο μέλλων αίών. Και τότε χαίρεται και τούτο τον κόσμο, γιατί ζη ο πιστός τη σχέση που τούτος έχει με εκείνον τον αιώνιο και ακατάλυτο. Έχει μια τριαδική οργάνωση και αρμονία. η κτίση ολόκληρη. Στα σπλάχνα της άδεται ο τρισάγιος ύμνος από την «κοινωνία των Αγίων», την Εκκλησία.
Και ο τρισάγιος ύμνος αδόμενος ιερουργικά μέσα στη Θεία Λειτουργία νικά το θόρυβο και κάνει τα πάντα να λειτουργούν, να συνάδουν εν απολύτω σιγή και καταπαύσει, τη του μέλλοντος αιώνος. Πράγμα που δείχνει ότι ήδη έχομε δεχθή τον αρραβώνα της μελλούσης ζωής και Βασιλείας.
Το ώσαύτως έχον αεί, το αναυξές, το αμείωτον, το προς πάσαν μεταβολήν την τε προς το κρείττον και προς το χείρον επίσης ακίνητον (του μεν γαρ χείρονος ήλλοτρίωται, το δε κρείττον ουκ έχει) το δε παντός ανενδεές ετέρου, το μόνον ορεκτόν, και παρά παντός, μετεχόμενον και εν τη μετουσία των μετεχόντων ουκ ελαττούμενον, τούτό εστι αληθώς το όντως ον και η τούτου κατανόησις η της αληθείας γνώσίς εστι. (Γρηγόριος Νύσσης, S.C. 1bis 38 - 39).
Συ γάρ ει Θεός ανεκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος, αεί ων, ωσαύτως ων.
Ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος, ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος, αλλά τους μετέχοντας αγιάζων.
«Το παρά παντός μετεχόμενον και εν μετουσία των μετεχόντων ουκ ελαττούμενον τούτό εστίν αληθώς το όντως ον».
Η τριαδική αγάπη διαστέλλει το χώρο σε παράδεισο: Παράδεισο ελευθερίας απαλλαγμένο από μέριμνα, φόβο και μίσος. Καταργείται η αδιαφάνεια. Τα πάντα λάμπουν ως κρύσταλλον. Καταργείται το αδιαχώρητο. Οι πάντες χωρούν άνετα: «Γέγονε ως επεταξας και ιδού τόπος εστί» (Λουκ. 14,22). Κάθε μια νέα παρουσία δεν είναι στρίμωγμα - κέντημα καχυποψίας - αλλά εύρυνση, παροχή νέου χώρου και χαράς. «Χαρά ότι εγεννήθη άνθρωπος εις τον κόσμον» (Ιω.16,21). Γιατί δεν έχομε συνωστισμο όχλου, αλλά περιχώρηση αγαπωμένων προσώπων. Οι πάντες βρίσκονται μέσα στους πάντες. (Ακραία αντίθεση σ᾿ αυτό, η υποδοχή του Ιησού από τον Ηρώδη και η σφαγή των νηπίων).
Αλήθεια είναι αυτή που γευόμαστε στη λειτουργική πείρα και κοινωνία. Και τη γευόμαστε με την ψυχή και το σώμα. Είναι ο Κύριος ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος, ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος αλλά τους μετέχοντας αγιάζων. Αυτός είναι «o ουράνιος άρτος η τροφή του παντός κόσμου». Αυτή είναι η τροφή που τρέφει τον άνθρωπο. Αυτή είναι η μόνη ελπίδα που τον σώζει. Αυτή είναι η μόνη χαρά που φωτίζει όλο του το βάθος και το πλάτος. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος ζωής που φέρνει τον άνθρωπο στην ακατάπαυστη ανανέωση και θέωση.
Κάτι που δεν τρέφει όλους, κάτι που δεν είναι χαρά όλων - «παντί τω λαώ» - δεν είναι ούτε δική σου: Μια δική σου χαρά -και η πιο μεγάλη - όταν δεν είναι χαρά, τροφή και ανακούφιση για όλους, δεν είναι και για σένα παρά άρνηση και σαράκι. Αν η χαρά σου μελιζομένη διαιρείται ή έσθιομένη δαπανάται, είναι κόλαση. Άφησέ την και γύρεψε κάτι άλλο. Γιατί αντί να θρέψη τον μέσα και αληθινό σου άνθρωπο, θα σε δαπανήση μάταια και αναπόφευκτα. Θα σε διαβρώση, θα σε καταφάη.
Μέσα στη Θεία Λειτουργία βρίσκομε την τροφή, τη ζωή και τη χαρά, που μοιράζεται κομμένη και δεν διαιρείται, αλλά ενώνει· που μετέχεται, τρώγεται και δεν δαπανάται, αλλά ενσωματώνει και αγιάζει.
Αυτός ο οργανικός μας δεσμός μ᾿ όλους τους άλλους γίνεται αντιληπτός σαν μέγα προσόν και βεβαίωση της καθολικής, προσωπικής σωτηρίας του ανθρώπου. Αυτό τελεσιουργείται μέσα στην ορθόδοξη Θεία Λειτουργία και ολοφάνερα αποκαλύπτεται ως δωρεά και αντικατάπεμψη της θείας χάριτος.
Όποιος δεν αγαπά, αρνείται τη φύση του. Καταστρέφει την αίσθηση και δυνατότητα για τη γνώση, που είναι αιωνιότης. Όποιος δεν βλέπει τον εαυτό του να αυξάνη όταν ελαττούται και χάνεται για τον άλλο, βασανίζεται. Καταδικάζει τον εαυτό του σε κάτεργα απάνθρωπα.
Μέσα στη Θεία Λειτουργία είναι διαφορετικά: Μαθαίνομε να αγαπάμε.
Δεν είσαι μεμονωμένος και χωρισμένος από τους άλλους και τα άλλα. Δεν κλείνεσαι στη φυλακή του χώρου. Δεν ασφυκτιάς στην καταδίκη του χρόνου. Η ζωή σου δεν είναι ένα ποτήρι νερό που αν το πιης μένεις το ίδιο διψασμένος όπως πριν· και αν δεν το πιης θά σαπίση μπροστά στα μάτια σου. Δεν είσαι ένα τμήμα μηχανικό ενός απέραντου σύμπαντος, ούτε άτομο μέσα σε ανώνυμο πλήθος. Ο Αρχηγός της ζωής σύντριψε τα κλείθρα του μηχανικώς υπάρχειν.
Είσαι οργανικό μέλος ενός θεανθρώπινου μυστηρίου. Έχεις μία διακονία συγκεκριμένη, μικρή, ελάχιστη, που σε κάνει κοινωνό του όλου. Μέσα στο είναι, το χαρακτήρα σου, ανακεφαλαιώνεται και ενεργείται το μυστήριο τής ζωής. Είσαι εικόνα του Θεού. Δεν αξίζεις γι᾿ αυτό που έχεις αλλά γι᾿ αυτό που είσαι. Και είσαι αδελφός του Υιού. Έτσι, όλοι μπαίνομε στο πανηγύρι των πρωτοτόκων.
Γνωρίζεις τον επί πάντων Θεό στην ίδια την υφή του προσώπου σου, στη διάρθρωση του είναι σου. Τον βλέπεις να εμπεριπατή. Και διακρίνεις τα ίχνη Του μέσα στην ακόρεστη δίψα σου για ζωή και την αγάπη σου. Ο αγώνας να τον φτάσης, είναι η ίδια η όραση του προσώπου Του. Είναι η στοιχείωση του είναι σου.
Η Λειτουργία δεν είναι ένα σκέτο κήρυγμα. Δεν είναι ένα άκουσμα. Ούτε ένα θέαμα. Η Λειτουργία δεν παλιώνει ποτέ. Δεν στειρεύει το πόμα της. Δεν μπορεί να πη κανείς ότι την έμαθε ή τη συνήθισε. Αν μια φορά την καταλάβη, αν μια φορά παρασυρθή από την έλξη της.
Οι πιστοί δεν παρακολουθούν σαν θεατές και ακροατές κάτι που τους συγκινεί λίγο ή πολύ. Οι πιστοί μετέχουν στη Θεία Λειτουργία. Μέσα στον κάθε πιστό και σ᾿ όλη τη λειτουργική κοινότητα, ιερουργείται το μυστήριο. Δεν βλέπομε το Χριστό εξωτερικά, τον συναντούμε μέσα μας. Μορφούται εν ημίν ο Χριστός. Γίνονται οι πιστοί Χριστοί κατά χάριν...
Γίνεται μία θαυμαστή κατά χάριν περιχώρηση και ασύγχυτη ταύτιση. Ο άνθρωπος ολόκληρος, σώματι και πνεύματι, μπαίνει μέσα στον ασύνθετο
κόσμο της ακτίστου τριαδικής χάριτος. Και συγχρόνως δέχεται μέσα του το Χριστό συν Πατρί και Πνεύματι. Όλος ο Θεός προσφέρεται στον άνθρωπο, «μονήν παρ᾿ αυτώ ποιεί» (Ιω. 14, 23). Και όλος ο άνθρωπος προσφέρεται στο Θεό· «εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα»· «Θεός θεοίς ενούμενος και γνωριζόμενος» (άγιος Γρηγόριος Θεολόγος, Ρ.G.36, 317 C).
Το να βλέπης το Χριστό εξωτερικά εξ αντικειμένου, να τον αγαπάς χωρίς μετάνοια, να κλαίς από συμπόνια, σαν τις θυγατέρες της Ιερουσαλήμ (Λουκ. 23,28), οδηγεί στον παραπλανητικό, εξωλειτουργικό συναισθηματισμό. Αντίθετα, η αθόρυβη λειτουργική ιερουργία δίδει τη σωστή ορθόδοξη αγωγή και το ήθος της κατανύξεως. Ούτε η χαρά καγχάζει και πληγώνει τον θλιμμένο, ούτε ο πόνος στυγνάζει και απογοητεύει τον αδύνατο. Παντού βασιλεύει η κατάνυξη που μυστικά και αστείρευτα παρηγορεί, χαροποιεί και αδελφώνει τους πάντας.
Άλλο είναι συναισθηματισμός ανθρώπινος και άλλο κατάνυξη λειτουργική. Το ένα επιδερμικά ερεθίζει και βιολογικά βασανίζει τον άνθρωπο, το άλλο καθηλώνει και παρηγορεί, αποκαλύπτοντας στις οριακές περιοχές της υπάρξεως τη θεοειδή φύση μας. Κάτι που σε φορτώνει με βαρύ χρέος και ταυτόχρονα σε φτερώνει με ακατανίκητη ελπίδα. Ο άνθρωπος στα άγνωστα βάθη του κρύβει ένα θεϊκό θαύμα. Ούτε όταν στεναχωρείται, απογοητεύεται μέσα στην Εκκλησία, ούτε όταν χαίρεται, ταράσσεται από το μικρο και άτακτο φρόνημα. Και η λύπη και η χαρά, διακονούν λειτουργικά. Είναι εξ ίσου ιερατικές, έχουν την ίδια σεμνή εμφάνιση και αποστολή γιατί και οι δύο μπορούν να οδηγήσουν τον πιστό στην παράκληση της Βασιλείας.
Ανασταίνονται βαθειές και άγνωστες δυνατότητες που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος. Συγκεντρώνονται τα πάντα στην «ψυχή» του· την πυρακτωμένη πνοή ζωής που ενεφύσησε από τα σπλάγχνα Του, ο Θεός.
Δεν στηριζόμαστε σε σχήματα σαθρά, δεν τρεφόμαστε από θνητή τροφή, «ουχ ηδόμεθα τροφή φθοράς» (Άγιος Ιγνάτιος, Β.Ε.Π. 2, 276). Δεν παλεύομε με το σχετικό και εφήμερο. Δεν ελπίζομε τίποτε από το πρόσκαιρο. Δεν μιλάμε τη γλώσσα της Βαβέλ. Δεν μπαίνομε μέσα στην κόλαση της ειδωλολατρείας, στη βασιλεία του σκότους, του χωρισμού, της απάτης. Εκεί οι λατρεύοντες και οι λατρευόμενοι «οφθαλμούς έχουσιν και ουκ όψονται, ώτα έχουσι και ουκ ενωτισθήσονται...» (Ψαλμ. 134, 16-17).
Μυστικά και άφραστα ο πιστός, ο βαπτισμένος, ο λειτουργημένος, εγεύθη κάτι άλλο και ησύχασε, ανεπαύθη. «Εις μάτην ταράσσεται πας άνθρωπος».
Μέσα στην ορθόδοξη Θεία Λειτουργία έχομε την αποκάλυψη των δύο αληθειών: Πόσο ο Θεός είναι αόρατος, ακατάληπτος. Και πόσο είναι κοντά μας, μέσα μας.
Πάντα μένει ως Θεός και άνθρωπος δίπλα μας και μέσα μας. Και ως Θεός και ως άνθρωπος εις τον απρόσιτο θρόνο του Πατρός.
Αυτό εκφράζει η ευχή: «Πρόσχες, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, εξ αγίου κατοικητηρίου Σου και από θρόνου δόξης της Βασιλείας Σου, και ελθέ εις το αγιάσαι ημάς, ο άνω τω Πατρί συγκαθήμενος και ώδε ημίν αοράτως συνών...».
Απευθύνεται ο λειτουργός εις τον Ιησούν, τον συγκαθήμενον τω Πατρί εις τον θρόνον της δόξης της Βασιλείας Του.
Είναι τόσο κοντά τώρα ο Θεός της δόξης. Είναι τόσο οικεία, ομογενής η ατμόσφαιρα που βασιλεύει μέσα στη λειτουργική καθαγιασμένη πραγματικότητα με τον κόσμο της δόξης της Βασιλείας Του, τον μακρυνό, τον «άνω». Και είναι τόσο κοντά αυτός ο απρόσιτος κόσμος, ώστε συνυπάρχει με το δικό μας. Ενώνονται, γίνονται ένα. Γι᾿ αυτό τόσο απλά μιλούμε για τα τόσο μεγάλα, και τόσο χαμηλόφωνα («μυστικώς») απευθυνόμεθα εις τον Θεόν τον «άνω».
Συγχρόνως ο Χριστός είναι μακρυά μας. Είναι «o ώδε αοράτως συνών». Δηλαδή δεν υπάρχει κοσμικά, δεν τον βλέπομε σαρκικά με τα βιολογικά μας μάτια και συναισθήματα, ούτε διακρίνεται με τη λάμψη των κεριών, του ηλίου ή της ευφυΐας μας. Αόρατος, άγνωστος και ασύλληπτος μένει σ᾿ όλα αυτά τα κτιστά στοιχεία.
Μέσα στη Θεία Λειτουργία βρίσκεται αληθώς ο Κύριος ως Θεάνθρωπος. Και οι πιστοί, βαπτισμένοι και λειτουργημένοι, βρίσκονται αψευδώς εν Αυτώ. Έτσι, όταν η ευχή αναφέρη ότι «αοράτως σύνεστι» μεταξύ μας, μας διαβεβαιώνει ότι «oρατώς» υπάρχει, αλλά με το φως της χάριτος του Αγίου Πνεύματος και για τις καινές αισθήσεις της πίστεως (ψυχικές και σωματικές). Δηλαδή ο Κύριος υπάρχει πραγματικά, «ενυποστάτως ορώμενος», παρηγορώντας τα έγκατά μας και σώζοντας τη φύση μας ολόκληρη με την «άυλόν τε θείαν έλλαμψιν και χάριν την ορωμένην αοράτως και νοουμένην αγνώστως» (άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, Χρήστου, τόμος 1,545), και όχι «εκδειματούμενος φάσμασιν» αισθητοίς (ευχή μικρού Αγιασμού) τη φθαρτή και βιολογική μας ύπαρξη.
Ο πιστός, ευρισκόμενος μέσα στη Θεία Λειτουργία, έχει ξεπεράσει τον κόσμο της φθοράς.
Ζη και σκιρτά διαστελλόμενος πέρα από την απειλή του χρόνου, έξω από τη φυλακή του χώρου. Ενώ αυτά υπάρχουν (χώρος και χρόνος), ο άνθρωπος τρέφεται μυστικά από το «κεκρυμμένο μάννα», από μιαν άλλη πραγματικότητα· προγενέστερη του χρόνου και ανώτερη του χώρου. Και όταν αυτά πάψουν να υπάρχουν, το ίδιο ο άνθρωπος μπορεί να ζη και θα ζη.
Τότε κατεβαίνοντας από το όρος της λειτουργικής εμπειρίας, της μετοχής στο όντως ον, κυκλοφορεί διαφορετικά ο άνθρωπος μέσα στη κτίση. Στρατεύεται διαφορετικά μέσα στο χρόνο. Είναι δυναμική παρουσία ως κόκκος σινάπεως. Μαρτυρία της Βασιλείας.
Όλοι περιμένομε, έχομε ανάγκη από την παρουσία αυτών που θα έρχωνται από τη θλίψη τη μεγάλη (Αποκ.7,14) και δεν θα τους κυριεύη πια θάνατος. Θα έχουν βαπτιστή «εν τω θανάτω» και θα έχουν μεταβή εις την ζωήν. Όλοι περιμένομε την ευλογία των λειτουργημένων μορφών. Αυτών που η ύπαρξη θα σκιρτά λέγοντας: «είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν πνεύμα επουράνιον, εύρομεν πίστιν αληθή, αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες· αύτη γαρ ημάς έσωσεν».