Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης - Ἐξ ἀφορμῆς τῆς Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας

Ἰανουάριος 2016


Τώρα καὶ πολλὲς δεκαετίες γίνεται λόγος γιὰ μιὰ μεγάλη Σύνοδο ποὺ ἑτοιμάζεται. Κάποιοι λένε νὰ μὴν γίνῃ. Ἄλλοι προβληματίζονται γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ ὀνομαστῇ, ἢ ποιά εἶναι τὰ θέματα ποὺ πρέπει νὰ ἀντιμετωπίσῃ.

Τὸ χρέος τὸ μεγάλο καὶ ἅγιο τῶν Ὀρθοδόξων δὲν εἶναι νὰ κάνωμε ἁπλῶς κάτι ἀλλὰ νὰ φανερώσωμε τὸν πλοῦτο τῆς χάριτος ποὺ λειτουργικὰ ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸ μένει ἀμετάθετο, ἔστω καὶ ἂν ταράσσεται ἡ οἰκουμένη καὶ μετατίθενται ὄρη εἰς καρδίαν θαλασσῶν.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει τὴ συνείδησι τῆς μιᾶς Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἰσχυρισμός, ἀλλὰ μιὰ εὐλογία ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Θεανθρώπου ποὺ καταλήγει στὴν Ἀνάστασι. Καὶ ἀπὸ τὴ θυσία τῶν ἁγίων ποὺ ἀκολουθοῦν τὸ παράδειγμά του. Ἀποτελοῦν τὸ σῶμα του. Καὶ συγκροτοῦν τὴν Ἐκκλησία, ὡς τὴ μικρὰ ζύμη ποὺ οὐρανώνει τὸ γεῶδες ἡμῶν φύραμα.

Ἡ προτροπὴ τοῦ Κυρίου εἶναι σαφής: «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι» (Ματ. 8, 34). Καί: «Ὅστις οὐ βαστάζει τὸν σταυρὸν ἑαυτοῦ καὶ ἔρχεται ὀπίσω μου οὐ δύναται εἶναί μου μαθητής» (Λουκ. 14, 27).

Σᾶς ἔδωσα παράδειγμα. Ὅποιος θέλει ἂς ἔλθῃ μαζί μου. Σηκῶστε τὸ σταυρό σας καὶ ἀκολουθῆστε με, χωρὶς νὰ ἔχετε παράπονο πρὸς οὐδένα. Ἀλλὰ «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς... « (Λουκ. 6, 27-28).

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος. Αὐτὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ποὺ μᾶς κρατᾶ στὴ ζωή. Γι᾿ αὐτό, τὸ θέμα δὲν εἶναι πῶς νὰ δώσωμε λύσεις σὲ προβλήματα [«Καθὼς ὁ κόσμος δίδωσι» (Ἰω. 14, 27)], ἀλλὰ νὰ ἀφήσωμε νὰ φανῇ πῶς λύνει τὰ προβλήματα ὁ ἐν ἡμῖν ζῶν Κύριος. Ὅταν αὐτὸ συμβῇ, τότε βασιλεύει σὲ ὅλους ἡ γαλήνη.

Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀντισταθῇ στὸν Θεάνθρωπο ποὺ δὲν προκαλεῖ κανένα ἀλλὰ ὁ ἴδιος «πάντα ὑπομένει» γιὰ νὰ σώσῃ ὅλους.

Ἔρχεται γιὰ νὰ θυσιάσῃ τὴν ψυχή του ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τοὺς φίλους του.

Φίλους του θεωρεῖ ὄχι ὅσους τὸν ἀγαποῦν, ἀλλὰ ἐκείνους ποὺ αὐτὸς ἀγαπᾶ. Καὶ τοὺς ἀγαπᾶ ὅλους, καὶ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀρνοῦνται, τὸν μισοῦν καὶ τὸν σταυρώνουν. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐπανάστασι τῆς ἀγάπης, «τὸ μόνον καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον».

Ξέρει ὅτι κατὰ βάθος ὅλοι τὸν ἀγαποῦν καὶ τὸν περιμένουν. Δὲν ὑπάρχει ἀλλοῦ ἡ σωτηρία ἔξω ἀπὸ αὐτὴ τὴ μία ἀγάπη ποὺ τὰ πάντα δημιούργησε. Τὰ πάντα ὑπομένει γιὰ νὰ σώση ὅλους. Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει.

Δὲν παραπονεῖται γιατὶ δὲν δείχνουν κατανόησι. Ξέρει τί συμβαίνει μέσα τους· πῶς βλέπουν τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ ψέμα, τὸν ἑαυτόν τους καὶ τοὺς ἄλλους. Αὐτὸς σηκώνει ὅλο τὸ βάρος.

Ἐάν, σὲ μιὰ σύνοδο, κάποιοι μιλήσουν στηριζόμενοι στὴ δική τους σοφία καὶ σύνεσι, προκαλοῦν τοὺς ἄλλους νὰ ἐνεργήσουν ἀντίστοιχα· μὲ τὴν δική τους σοφία καὶ σύνεσι νὰ προωθήσουν τὶς θέσεις τους, νὰ προβάλουν τὴν ἀνωτερότητά τους καὶ νὰ ἐπιβληθοῦν. Ἔτσι ζοῦμε τὴν πραγματικότητα τοῦ διαπληκτισμοῦ. Μένομε στὸ χῶρο τῆς φθορᾶς καὶ ἀναβιώνομε τὴ γνωστὴ καὶ στεῖρα διαμάχη· ποιὸς θὰ ὑποτάξη ποιόν.

Ὅταν ζητήσωμε νὰ γίνη τὸ θέλημα τοῦ Ἑνός, ὄχι τὸ δικό μας, τὰ πράγματα ἀλλάζουν.

Ἐὰν ὁ τελικός μου λόγος καὶ ἡ ἐπιθυμία βρίσκεται στὴν αἴτησι: «μὴ τὸ θέλημά μου ἀλλὰ τὸ σὸν γινέσθω» (Λουκ. 22, 42), τότε ἠρεμῶ. Δυναμώνω. Μεταδίδω καὶ στοὺς ἄλλους εἰρήνη. Ἀλλὰ καὶ ἂν κάποιοι θέλουν νὰ μὲ κτυπήσουν γιὰ τὸν ὁποιονδήποτε λόγο καὶ μὲ τὸν ὁποιονδήποτε τρόπο, μοῦ κάνουν καλό. Μὲ βοηθοῦν νὰ βρῶ ποιό εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατρός. Καὶ νὰ ἀποφύγω τὴ δική μου ἄποψι, τὴ σχετικὴ καὶ ἀτελέσφορη.

Ὁπότε, στὴν πρώτη περίπτωσι ποὺ θέλω νὰ κάμω τὸ θέλημά μου, φανερώνω τὴν ἀδυναμία μου καὶ αὐτομολῶ στὴν εἱρκτὴ τῆς καταδίκης μου.

Στὴ δεύτερη περίπτωσι, ποὺ ζητῶ νὰ γίνη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐνδύομαι ἄλλη δύναμι καὶ μεταβάλλω τοὺς πάντες, ἑκουσίως ἢ ἀκουσίως, σὲ συνεργάτες ποὺ βοηθοῦν στὸ ἕνα ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ σύμπαντος κόσμου.

Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλὰ ἔρχεται νὰ δώσῃ σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο τὴ μαρτυρία τῆς μελλούσης ζωῆς καὶ βασιλείας. Αὐτὸ πραγματοποιεῖται ἐπειδὴ δὲν κάνει τὸ θέλημά της ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός. Ἡ ὑπακοὴ αὐτὴ ὁρίζει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸν λόγο καὶ τὸν τρόπο τῆς ὑπάρξεώς της.

Ἡ Παρθένος Μαρία στὴ συζήτησί της μὲ τὸν Ἀρχάγγελο Γαβριὴλ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καταλήγει στό· «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου. Γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου» (Λουκ. 1, 38). Καὶ ἀναδεικνύεται Θεοτόκος.

Ὁ Ἰησοῦς στὴ Γεθσημανῆ τελειώνει τὴν προσευχή του μὲ τό: «Μὴ τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ σὸν γινέσθω» (Λουκ. 22, 42). Καὶ νικᾶ τὸν θάνατο διὰ τοῦ θανάτου.

Ἡ Ἐκκλησία ζητᾶ καθημερινῶς μὲ τὴν Κυριακὴ προσευχὴ «γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ματ. 8, 10) καὶ ὁδεύει πρὸς τὸ πλήρωμα τῶν ἐσχάτων. Τὸ «γενηθήτω τὸ θέλημά σου» εἶναι ἡ κατάληξι ἑνὸς προσωπικοῦ ἀγῶνα. Καὶ ἡ ἀρχὴ μιᾶς πορείας μὲ ἄλλη ἀκατανίκητη δύναμι.

Ζοῦμε τὴν πραγματικότητα ποὺ γεννᾶται ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ στὸ θεῖο θέλημα. «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. 6, 33).

Ἐδῶ βρίσκεται τὸ πρωτεῖο. Ἕνα ζητᾶμε, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ἔρχονται.

Ὅλα τὰ προβλήματα εἶναι λυμένα, ἐνῶ φαίνονται ἄλυτα. Ἐπειδὴ βρίσκεται μαζί μας ὁ Ἀναστημένος Κύριος, ποὺ μᾶς κοινοποιεῖ τὴ χάρι τῆς τριαδικῆς θεότητος.

Οὔτε μᾶς ἐγκαταλείπει ὀρφανούς, χωρὶς τὴν παρουσία τοῦ Πνεύματος· οὔτε μᾶς λύνει τὰ προβλήματα μηχανικά, ὑποτιμῶντας τὴν ὕπαρξί μας.

Τὸ μεγάλο χρέος τῶν Ὀρθοδόξων δὲν εἶναι νὰ κάνωμε ἢ νὰ μὴν κάνωμε μιὰ γενικὴ Σύνοδο. Ἀλλὰ νὰ ἀφήσωμε νὰ φανῇ ἡ ἀέναος Σύνοδος τῶν ἐπουρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων, ποὺ λειτουργικὰ ζοῦμε ὡς θεολογικὴ μυσταγωγία. Καὶ εἶναι δῶρο τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας.

Δὲν ὑπάρχει μὲ ἄλλο τρόπο ἡ τριαδικὴ θεότης καὶ μὲ ἄλλο τρόπο ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότης. «Καθὼς σὺ Πάτερ ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσι» (Ἰω. 17, 21).

Δὲν ὑπάρχει μὲ ἄλλο τρόπο ἡ Ἐκκλησία καὶ μὲ ἄλλο τρόπο διδάσκει ἢ θεολογεῖ. Ὁ τρόπος τῆς ὑπάρξεώς της φανερώνει τὴν πηγή τῆς ζωῆς της καὶ κηρύττει τὴ θεολογία της. Ἡ θεολογία εἶναι μία μαρτυρία πίστεως. Καὶ ἡ Ἐκκλησία, μιὰ βεβαίωσι ὅτι ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὸν κόσμο.

Δὲν εἶναι ἄλλος ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἄλλος ὁ τρόπος τῆς ζωῆς κάθε πιστοῦ. Ὅπως στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι ἡ «τελευταία ἑορτὴ καὶ ἐπαγγελίας συμπλήρωσις», εἶναι ἡ γενέθλιος ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας· ἔτσι καὶ στὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ σκοπὸς δὲν εἶναι οἱ ἀρετὲς ἀλλὰ ἡ ταπείνωσι ποὺ γεννᾶται ἀπὸ τὶς ἀρετές, ἡ ὁποία ἕλκει τὴ χάρι τοῦ Πνεύματος (Ἀββᾶς Ἰσαὰκ Σύρος). Οἱ ἀληθινοὶ ἅγιοι διὰ τῆς ταπεινώσεως ἀξιώνονται νὰ ζήσουν ὡς γενέθλια ἡμέρα τὴν ἐλευθερία τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.

Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔχομε τὴν πρώτη λειτουργικὴ σύνοδο, τὴ δημουργία τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἔλλαμψι τοῦ Πνεύματος σὲ κάθε Ἀπόστολο.

Πάντες ἄρχονται φθέγγεσθαι ξένοις δόγμασι, ξένοις ρήμασι, ξένοις διδάγμασι τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτὰ τὰ ξένα καὶ ἀλλότρια εἶναι οἰκεῖα καὶ κατανοητά. Ὅλοι ἀναπαύονται καὶ τρέφονται πνευματικά. Ἀκούει ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ.

Στὴ Βαβὲλ ἡ ὕβρις τῆς πυργοποιίας ποὺ θὰ ἔφτανε στὸν οὐρανό, ἐπέφερε τὴ σύγχυσι τῶν γλωσσῶν καὶ τὸ χωρισμὸ τῶν ἀνθρώπων. Στὴν Πεντηκοστὴ οἱ πύρινες γλῶσσες τοῦ Πνεύματος ἥνωσαν τὰ ἔθνη πρὸς θεογνωσίαν.

«Τότε κατειργάσθη ἡ ἀφωνία πρὸς τιμωρίαν· ἄρτι καινουργεῖται ἡ συμφωνία πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν».

Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι μιὰ δωρεὰ εὐλογίας γιὰ ὅλους, πάνω ἀπὸ λόγια καὶ στοχασμούς. «Ὑπερίπταται Θεοτόκε ἁγνὴ τὸ θαῦμα σου τὴν δύναμιν τῶν λόγων».

Ἔχει ἐνσωματώσει στὴ λειτουργική της ζωὴ ὅλη τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεανθρώπου· τὴ σάρκωσι, τὸν σταυρό, τὴν Ἀνάστασι, τὴν Ἀνάληψι. Τὸ διακρίνεις αὐτὸ πάνω στὸ μεταμορφωμένο σῶμα τῆς ὑπάρξεώς της.

Ὅλα ἀλλοιώνονται μὲ τὴ θεία χάρι: ἡ θεολογία τῶν θεολόγων, ἡ εἰκονογραφία τῶν ἁγιογράφων, τὸ μέλος τῶν μελωδῶν, ἡ ζωὴ τῶν πιστῶν. Αὐτὴ ἡ θεία ἀλλοίωσι, ὡς συνέπεια τῆς τριαδικῆς συστάσεως τῆς Ἐκκλησίας, πείθει τοὺς πεινασμένους τὴν ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐγκαταλείπει ἀλλὰ ἀγαπᾶ τὸν κόσμο, καθὼς ἀγαπᾶ τὸν μονογενῆ Του Υἱό.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πορεύεται μέσα στὴν ἱστορία ὡς ὁ Ἀναστημένος Χριστός, ποὺ προχέει εἰρήνη καὶ χαρά.

Πρέπει νὰ νοιώθης πεινασμένος καὶ διψασμένος γιὰ τὰ αἰώνια καὶ ἀδιάφορος γιὰ τὰ ἐφήμερα. Τότε θὰ τὸν δῆς ὡς τέλειο Θεὸ καὶ τέλειο ἄνθρωπο, ποὺ σὲ ὁδηγεῖ στὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς τῆς νῦν καὶ τῆς μελλούσης.

«Ὅλος ἦν ἐν τοῖς κάτω καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος. Συγκατάβασις γὰρ θεϊκή, οὐ μετάβασις δὲ τοπικὴ γέγονε».

Μᾶς προσφέρει αὐτὸ ποὺ εἶναι. Μᾶς ὑψώνει ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται.

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς θεολογίας. Δὲν εἶναι «μετάβασι τοπικὴ» ποὺ παρακολουθεῖς μὲ τὶς αἰσθήσεις, ἐλέγχεις μὲ τὴ σκέψι καὶ ρυθμίζεις μὲ τὴ θέλησί σου. Ἀλλὰ «συγκατάβασι θεϊκὴ» ποὺ ἀλλοιώνει καὶ μεταμορφώνει τὴ ζωή σου.

Ἡ θεϊκὴ συγκατάβασι σοῦ χαρίζει τὴν εὐλογία τῆς ἀναλήψεως ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὸ μεγαλεῖο τῆς ταπεινώσεως.

Εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ γίνεται τέλειος ἄνθρωπος. Ἔχει νὰ φέρη ὄχι κάτι σχετικὸ καὶ ἐφήμερο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἴχαμε, ἀλλὰ κάτι θεϊκό, ἀΐδιο καὶ τετελειωμένο ἐν Πνεύματι. «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν» (Λουκ. 12, 49).

Αὐτὸς εἶναι ὁ νέος τρόπος ποὺ φέρνει τὴ ζωὴ καὶ τὴν εἰρήνη στὸν κόσμο. Κάθε ἀληθινὸς ἅγιος μὲ τὴν ταπείνωσι καὶ τὴ χάρι τοῦ Πνεύματος εἶναι μιὰ θεία ἐπίσκεψι καὶ παρηγοριὰ γιὰ ὅλους τοὺς ἀδυνάτους.

Ὁ Κύριος κατεβαίνει στὸ ἐπίπεδό μας. Μιλᾶ τὴ γλῶσσα μας. Ἀκούει τὸν πόνο καὶ λύνει τὰ προβλήματά μας. Χορταίνει τὴν πείνα μας. Ἀνασταίνει τοὺς νεκρούς μας. Μᾶς παρηγορεῖ. Μᾶς θεραπεύει τὶς ἀρρώστιες. Μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα.

Δὲν μένει ἐκεῖ. Κατεβαίνει στὸν ᾍδη. Καταργεῖ τὸν θάνατο. Ἀνιστᾶ ὅλους τοὺς κεκοιμημένους. «Καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐπὶ μνήματος».

Μᾶς ἑνώνει ὅλους στὴν εὐρυχωρία τῆς ἐλευθερίας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.

Μετὰ τὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασι βρίσκει τοὺς φοβισμένους μαθητὲς κλεισμένους σὲ χώρους στενούς. Τοὺς δίδει εἰρήνη καὶ χαρά. Τὸν βλέπουν καὶ χαίρονται. Πιστεύουν γιατὶ τὸν ψηλάφησαν (Λουκ. 24, 39).

Πιστεύουν γιατὶ τὸν εἶδαν (Ἰω. 20, 29). Πιστεύουν γιατὶ ζοῦν (Ἰω. 14, 19). Μένουν πάντα μαζί. Τοὺς ἀποστέλλει στὸν κόσμο νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο.

Στὴ Θεία Λειτουργία βρίσκουν τὴν Ἐκκλησία ὡς μία θεοφάνεια ἔνσαρκη. «Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ... ἀνελήφθη ἐν δόξῃ» (Α´ Τιμ. 3, 16). Καὶ μένει ἀδιαστάτως μαζί μας διὰ Πνεύματος Ἁγίου.

Ἦλθε καὶ μᾶς ἐπισκέφθηκε. Ἔφυγε καὶ τότε φανερώθηκε. Ἁγιάστηκε ἡ ἄφιξι καὶ ἡ ἀναχώρησι, ἡ ἐνσάρκωσι καὶ ἡ ἀνάληψι, ἡ παρουσία καὶ ἡ ἀπουσία.

Ὅταν ζητᾶς νὰ γίνη τὸ θέλημά Του· ἄχρονο φῶς καταυγάζει τὴ ζωή σου. Καταργεῖ χωρισμοὺς καὶ ἀποστάσεις. Ἀκοῦς τὸν Κύριο μέσα στὴν τρικυμία τῶν προβλημάτων νὰ λέη: «Ἐγώ εἰμι. Μὴ φοβεῖσθε».

Ἁπλώνεται γαλήνη γύρω καὶ μέσα σου. Δὲν ἀνησυχεῖς γιὰ τίποτε. Ἔχεις ἐμπιστοσύνη στὴν ἀγάπη του. Ἡ ζωή σου καὶ ἡ ζωὴ ὅλων εἶναι Αὐτός.

Τὸ ψεύτικο εἶναι ταραγμένο καὶ ἀνεδαφικό, γιατὶ ζητᾶ τὰ δικά του, ὄχι τὰ τῶν πολλῶν ὅπως σωθῶσι. Τὸ ἀληθινὸ εἶναι ἤρεμο καὶ παντοδύναμο, γιατὶ γεννᾶται ἀπὸ τὴ θυσία τῶν πάντων.

Ἕνας πιστὸς ἔχει συνείδησι τῆς δικῆς του ἀδυναμίας καὶ τῆς ἰσχύος τῆς ἀγάπης τοῦ Δυνατοῦ. Δὲν διερωτᾶται γιὰ τὸ πῶς θὰ ἐξελιχθοῦν τὰ πράγματα, γιατὶ ζῶντας ἐν Χριστῷ βρίσκεται στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας καὶ στὸ τέλος.

Μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν ἀναπολοῦμε ἱστορικὰ γεγονότα, ἀλλὰ ζοῦμε λειτουργικὰ τὴ σωτηρία ποὺ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο καὶ γίνεται. Συνεορτάζουν τὰ ἐπουράνια καὶ τὰ ἐπίγεια.

«Νῦν αἱ Δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σὺν ἡμῖν ἀοράτως λατρεύουσιν ... Ἰδοὺ θυσία μυστικὴ τετελειωμένη δορυφορεῖται» (Θεία Λειτουργία Προηγιασμένων Δώρων).

Δορυφορεῖται καὶ περιβάλλεται ὑπὸ τῶν ἐν πίστει τετελειωμένων Προπατόρων, Πατέρων, Πατριαρχῶν ... καὶ παντὸς πνεύματος δικαίου.

Εἶναι παρόντες ὅλοι οἱ ἀληθινοί, ποὺ ἅγιασαν προσφερόμενοι ὁλοκληρωτικὰ στὸν Θεὸν τῆς ἀγάπης.

Ζῆς σὲ ἀναλλοίωτο κόσμο καὶ ἀντιμετωπίζεις διαφορετικὰ τὰ ἀλλοιούμενα.

Ὅταν συνέρχεται ἡ Ἐκκλησία σιγᾶ πᾶσα σὰρξ βροτεία. Καὶ ἀκούγεται ὁ σαρκωθεὶς Θεὸς Λόγος διὰ Πνεύματος Ἁγίου ποὺ ἦν ἀεὶ καὶ ἔστι καὶ ἔσται.

Αὐτοὶ ποὺ λένε: κάποτε ὑπῆρχαν μεγάλοι Πατέρες καὶ θεολόγοι, σήμερα ὄχι, μιλοῦν ὡς ἀλειτούργητοι. Οἱ ὄντως ἀληθινοὶ ἐν Πνεύματι ἂν μιὰ φορὰ ὑπάρξουν, δὲν χάνονται ποτέ. Μπαίνουν στὸ συλλείτουργο τῆς ἀειζωΐας. Εἶναι πάντοτε παρόντες. Ὅσο ἀπομακρύνονται χρονικά, τόσο μᾶς πλησιάζουν ἐναργέστερα.

Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ φιμώση αὐτὸν ποὺ μιλᾶ σιωπῶντας. Οὔτε νὰ ἀκυρώση τὴν παρουσία αὐτοῦ ποὺ κυκλοφορεῖ ἀπουσιάζοντας.

Αὐτὸ ζοῦμε καὶ ψάλλομε ὅλοι στὴ Θεία Λειτουργία. Ὁ ἱερεὺς τῇ δυνάμει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

-ἐνδεδυμένος τὴν χάριν τῆς ἱερωσύνης,

-περιστοιχούμενος ἀπὸ τὸν πιστὸ λαό, χωρὶς τὸν ὁποῖο δὲν τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία

-περιβαλλόμενος ἀπὸ τὴν οἰκουμένη, ὑπὲρ τῆς ὁποίας προσφέρεται ἡ Θεία Λειτουργία· ἱερουργεῖ (δὲν ἱερολογεῖ) τὸ μυστήριο.

Μεταγγίζει ἀθόρυβα αἷμα ζωῆς σὲ ὅλο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ βρίσκει ὁ ἄνθρωπος τὴ θέρμη τῆς κατανοήσεως ποὺ κυοφορεῖ τὴν κεκρυμμένη ἐλπίδα τῆς τελικῆς ἐλευθερίας.

Ἔχεις ἐμπιστοσύνη σ᾿ Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἀγάπη. Μένεις στὸ χῶρο τῆς θείας στοργῆς καὶ ὡριμάζεις. Σιωπᾶς καὶ μαθαίνεις νὰ μιλᾶς. Σοῦ λύνονται τὰ προβλήματα πρὶν τὰ διατυπώσεις. Ἀμείβεσαι γιὰ ἐργασία ποὺ δὲν ἔκαμες.

Σὲ ἄλλη περίπτωσι, ἔξω ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία, δὲν βρίσκεις λύσεις, γιατὶ λανθασμένα τοποθετεῖσαι. Ζητᾶς νὰ γίνη τὸ θέλημά σου.

Ἡ συνειδητὴ κατάληξι τῆς ἀγωνίας σου στὸ «γενηθήτω τὸ θέλημά Σου» ἀνοίγει τὸ δρόμο τῆς ζωῆς.

Ὁ καλὸς Ποιμὴν καλεῖ τὰ ἴδια πρόβατα κατ᾿ ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτά. Αὐτὴ δὲ ἡ ἔξοδος εἶναι συγχρόνως εἴσοδος σὲ ἄλλο χῶρο, εὐρύτερο καὶ φωτεινότερο.

Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἕνας ἐσμὸς κοσμικῶς ἐπιτυχημένων καὶ καλῶς διοργανωμένων γιὰ τὴν πρόσκαιρη ζωή. Ἀλλὰ τὸ σύνολο τῶν ἀληθινῶν καὶ ἀπεγνωσμένων ἀπὸ τὶς κοσμικὲς ἐπιτυχίες καὶ εὐτυχίες, ποὺ εἶναι ἀνάξιες τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ καταφεύγουν στὸ Ζωοδότη ποὺ εἶναι «ἡ βοήθεια τῶν ἀβοηθήτων, ἡ ἐλπὶς τῶν ἀπηλπισμένων, ὁ τῶν χειμαζομένων σωτήρ, ὁ τῶν πλεόντων λιμήν, ὁ τῶν νοσούντων ἰατρός».

Μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ἀνατροπῆς τῆς κοσμικῆς θεωρήσεως τῶν πραγμάτων, μέσα στὸ «οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν» τοῦ Κυρίου (Ματ. 20, 26) βρίσκεται τὸ τοῦ Ἀποστόλου: «Ὅταν ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι». Καὶ ἡ ὁμολογία τοῦ πρωτείου ποὺ τοῦ ἀνήκει (ὄχι τῆς ἐξουσίας ἀλλὰ τῆς συντριβῆς). «Χριστὸς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτος εἰμὶ ἐγὼ» (Α´ Τιμ. 1, 15).

Ὁ Κύριος ζήτησε νὰ εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ ἕνα τριαδικὸ τρόπο. Νὰ ζοῦμε συνοδικῶς, ζητοῦντες νὰ γίνεται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι γευόμαστε τὴ χαρὰ τοῦ Παραδείσου. Αὐτὸ μόνο του ἀφώνως μιλᾶ καὶ πείθει τὸν κόσμο γιὰ τὴν ἀξία τῆς ζωῆς.

Ἐὰν ἡ ζωή μας δὲν δίδει τὴ μαρτυρία τῆς σωτηρίας, οὔτε ὁ λόγος μας πείθει γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς θεολογίας μας.

Δὲν νοεῖται σύνοδος, οὔτε Ἐκκλησία, ἔξω ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία. Δὲν κάνομε στὴν ἀρχὴ καὶ στὸ τέλος τῶν ἐργασιῶν μας Θεία Λειτουργία καὶ ἀφήνομε ἀλειτούργητη τὴ θεολογία καὶ τὴ ζωή μας. Δηλαδή, τὰ τακτοποιοῦμε ὅλα μὲ τὴν δική μας λογική.

Τὸ ἐὰν θὰ ὀνομαστῆ μιὰ σύνοδος οἰκουμενικὴ ἢ ὄχι καὶ τὸ ποιά θέσι θὰ πάρη στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι θέμα ἀνθρωπίνης ἀποφάσεως, ἀλλὰ ἔργο τῆς ζώσης ἐν Πνεύματι Ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως, ποὺ κρίνει καὶ κατατάσσει ἀπλανῶς κάθε Σύνοδο καὶ κάθε Θεολόγο στὴ θέσι ποὺ τοῦ ἀνήκει (παράδειγμα μέγα οἱ σύνοδοι τοῦ δεκάτου τετάρτου αἰῶνα μὲ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ).

Τὸ θέμα εἶναι ἂν μποροῦμε νὰ λειτουργούμεθα ὅταν λειτουργοῦμε.

Ἂν μποροῦμε (ὅσο γίνεται) νὰ λέμε ὅπως ὁ Ἀπόστολος: «ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δὲ ἐν ἐμοὶ ὁ Χριστός».

Ἂν μποροῦμε μετὰ παρρησίας, ἀκατακρίτως, νὰ τολμοῦμε νὰ ἐπικαλούμεθα τὸν ἐπουράνιον Θεὸν Πατέρα καὶ νὰ λέμε: «...γενηθήτω τὸ θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς».

Τότε ζοῦμε τὴ σύνοδο τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ἡ ὁποία ἀενάως ἱερουργεῖται στὴν Ἐκκλησία ποὺ ὁμολογεῖ: «Ἡμῖν σύμφωνος τῇ γνώμῃ ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ εὐχαριστία βεβαιοῖ τὴν γνώμην» (Ἅγ. Εἰρηναῖος, κατὰ αἱρέσεων). Τότε αὐθόρμητα λέμε: «Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν». Καὶ συνεχίζομε τὴ μία παράδοσι ἐν ὑπερώῳ λειτουργικῷ τόπῳ, ὅπου ἀνήγαγε ὁ Θεάνθρωπος τὴν Ἐκκλησία Του.

Ἐὰν ἐπιθυμῆς πράγματα ἐφήμερα καὶ πρωτοκαθεδρίες, σοῦ λέει δὲν ξέρεις τί ζητᾶς (Μαρκ. 10, 36-38). Ἐὰν ζητᾶς τὰ τίμια, ποὺ ἀφοροῦν τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου· τότε σὲ συνοδεύει καί, μέσα ἀπὸ πολλὰ βάσανα, σὲ φέρνει στὸ φῶς. Καταλαβαίνεις αὐτὸ ποὺ εἶπε: «ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ» (Λουκ. 24, 26).

Ἔπρεπε καὶ σὺ νὰ πάθης· νὰ περάσης ὅλες τὶς δοκιμασίες ποὺ συχνὰ σὲ γονάτισαν. Γιὰ νὰ καταλάβης ὅτι ἦταν μαζί σου καὶ ὅταν τὸ ἀγνοοῦσες.

Τώρα Τὸν γνωρίζεις στὴν κλάσι τοῦ Ἄρτου καὶ στὸ σπάσιμο τῆς ἀντοχῆς σου νὰ φανερώνεται ὡς ὁ Ἀναστημένος. Καὶ σὺ ἀλλοιώνεσαι μὲ τὴ μυστικὴ ἔλλαμψι. Ἀποκτᾶς ἄλλη αἴσθησι καὶ βεβαιότητα. Συνεχίζεται ἡ ζωή.

Ὅλα μεταμορφώνονται καὶ ἑνώνονται. Δὲν σταματᾶ ἡ πορεία ποὺ φαίνεται στάσι, οὔτε ὁ λόγος ποὺ συμπτύσσεται στὴ σιωπή. Ὅλα συγκεντρώθηκαν στὸ ἐλάχιστο ποὺ εἶναι μέγιστο. Σὲ μιὰ στιγμὴ ποὺ εἶναι αἰωνιότης. Σὲ ἕνα ἅγιο μαργαρίτη ποὺ εἶναι ὅλος ὁ Χριστός.

Ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τὸ ἕνα ποὺ ζητᾶ, ὅταν μιὰ στιγμὴ τοῦ ἀποκαλύπτωνται τὰ πάντα· ὅταν βγῆ στὴ λειτουργικὴ κορυφὴ («ἕως ἡμᾶς εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνήγαγε») καὶ γνωρίση τὸν Κύριο ὡς Θεάνθρωπο. Τότε βλέπει μέσα στὴν ἀστραπὴ τῆς θεότητος ὅσα προηγήθηκαν καὶ ὅσα ἀκολουθοῦν. Βρίσκεται διὰ μιᾶς παντοῦ. Σφραγίζεται τὸ ἦθος του. Ἠρεμεῖ ἡ καρδιά του. Γνωρίζει αὐτὸν ποὺ εἶναι τὸ Α καὶ τὸ Ω. Ταπεινώνεται ἀπὸ χαρὰ ὡς ἀνάξιος γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ τοῦ γίνεται, νὰ δῆ τὰ ἀθέατα. Καὶ νὰ τοῦ ἑρμηνευτοῦν τὰ ἀκατανόητα τῆς θείας ἀγάπης.

Ὅταν ὁ Κύριος εἰς Ἐμμαοὺς ἔγινεν ἄφαντος στὴν κλάσι τοῦ ἄρτου, δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν «παραβιάσουν» νὰ μείνη μαζί τους. Γιατὶ δὲν «προσεποιεῖτο» (Λουκ. 24, 28) ὅτι πηγαίνει ἀλλοῦ, ὅπως συνέβη προηγουμένως, ἀλλὰ πράγματι ἔφυγε καὶ ἔμεινε μαζί τους μὲ τὴν ἴδια πρᾶξι ὡς ὁ Ἀναστημένος. Ἔφτασαν στὸ τέλος· ἐκεῖ ποὺ τοὺς ὁδηγοῦσε ὁ Ἄγνωστος. Ἔφτασαν σ᾿ Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος.

Τώρα πραγματοποιεῖται αὐτὸ ποὺ ζήτησε: «Θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσι μετ᾿ ἐμοῦ» (Ἰω. 17, 24).

Τώρα πραγματοποιεῖται καὶ τὸ ἄλλο αἴτημά του πρὸς τὸν οὐράνιο Πατέρα: Δὲν ζητῶ νὰ τοὺς πάρης ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ νὰ τοὺς προφυλάξης ἀπὸ τὸν πονηρὸ (πρβλ. Ἰω. 17, 15)· ἀπὸ τὸν κίνδυνο νὰ προσπαθοῦν νὰ νοοῦν τὰ οὐράνια τῆς καινῆς κτίσεως καὶ θεολογίας μὲ κοσμικὸ τρόπο.

Τώρα καταλαβαίνεις τὸν πατερικὸ λόγο: «ὅπου ἂν ᾖ Χριστὸς Ἰησοῦς ἐκεῖ καὶ ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία» (Ἅγ. Ἰγνάτιος, πρὸς Ἐφεσίους). Ὅλα ὑπάρχουν καὶ ἐννοοῦνται μὲ ἄλλο τρόπο.

Ἡ ἀξία τῆς ζωῆς δὲν ὑπολογίζεται ἀνθρώπινα μὲ στοιχεῖα μετρούμενα, ἀλλὰ ἐντοπίζεται διὰ τῆς χάριτος στὸ ἐλάχιστο ποὺ διαστέλλεται στὸ ἀπεριόριστο.

Δέχεσαι τὸ λίγο ποὺ σοῦ χαρίζει καὶ ἀπολαμβάνεις τὸ πᾶν ποὺ «ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α´ Κορ. 2, 9).

Τὸ πολὺ δὲν βρίσκεται οὔτε αὐξάνεται μὲ τὴν ποσότητα ἀλλὰ ἀφθαρτίζεται μὲ τὴν εὐχαριστία.

Κερδίζεις αὐτὸ ποὺ χάνεις προσφέροντάς το ἀπὸ ἀγάπη σ᾿ αὐτὸν ποὺ εἶναι ἀέναος προσφορά.

Καὶ Αὐτὸς ποὺ φανερώνεται μὲ τὸ νὰ γίνεται ἄφαντος σὲ παίρνει μαζί Του στὴν καινὴ πολιτεία.

Σαρκοῦται ὁ Λόγος καὶ βιοῦται ἡ θεολογία διὰ τοῦ «φρονοῦντες καὶ πράττοντες» λειτουργικά.

Ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου εἶναι μιὰ θεοφάνεια. «Ἐγὼ γὰρ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον καὶ ἥκω· οὐδὲ γὰρ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ ἐλήλυθα, ἀλλ᾿ ἐκεῖνός με ἀπέστειλε» (Ἰω. 8, 42). Σᾶς μεταφέρω τὴ ζωὴ καὶ τὴ χάρι τῆς τριαδικῆς θεότητος. «Καθὼς ἠγάπησέ με ὁ Πατήρ, κἀγὼ ἠγάπησα ὑμᾶς· μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ» (Ἰω. 15, 9).

Δὲν ἔρχομαι καθὼς ὁ κόσμος, νὰ φέρω εἰρήνη ἐφήμερη καὶ ἀγάπη ἐπίπλαστη. Ἦλθα νὰ φέρω τὴν ὑγεία καὶ τὴ ζωὴ τὴν αἰώνια. «Ὁ ὢν ἐκ τῆς γῆς, ἐκ τῆς γῆς ἐστι καὶ ἐκ τῆς γῆς λαλεῖ· ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐρχόμενος ἐπάνω πάντων ἐστὶ καὶ ὃ ἑώρακε καὶ ἤκουσε τοῦτο μαρτυρεῖ» (Ἰω. 3, 31-32).

Θέλω νὰ σᾶς κοινοποιήσω αὐτὰ ποὺ εἶδα καὶ ἄκουσα ἀπὸ τὸν Πάτερα μου: «ἃ ἑώρακα παρὰ τῷ Πατρί μου λαλῶ» (Ἰω. 8, 38). Καὶ «ἃ ἤκουσα παρὰ τοῦ Πατρός μου ἐγνώρισα ὑμῖν» (Ἰω. 15, 5).

«Πάτερ ἅγιε», θέλω νὰ δοῦν τὴ δόξα ποὺ μοῦ ἔδωσες, γιατὶ μὲ ἀγάπησες πρὸ καταβολῆς κόσμου.

Νὰ δοῦν τὴ σχέσι τῆς δόξας μὲ τὴν ἀγάπη. Νὰ ἀπολαύσουν τὴ χάρι τῆς ἐλευθερίας διὰ τῆς ὑπακοῆς. Νὰ εἶναι ἕνα, ὅπως ἐμεῖς εἴμαστε ἕνα. Νὰ βλέπουν τὴ δόξα ποὺ εἶχα πρὸ καταβολῆς κόσμου καὶ ποὺ θὰ ἔχω ἀφοῦ περάση ὁ κόσμος. Καὶ εἶναι ἡ ἴδια μὲ τὴν ὁποία θὰ ἔλθω «κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς».

Νὰ δοῦν τὴ δόξα μου, γιὰ νὰ χορτάσουν τὴν πεῖνα τους. «Χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναί μοι τὴν δόξαν σου» (Ψαλ. 16, 15).

Νὰ πεισθοῦν γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς ἀγάπης. Καὶ νὰ ἀναπαυθοῦν μετὰ τὸν κόπο καὶ τοὺς σταυροὺς τῆς ζωῆς.

Νὰ ἀστράψη τὸ φῶς. «Ὅσοις ἔπνευσεν ἡ θεόρρυτος χάρις...»

Νὰ μὴν τοὺς δοθῆ κάτι ἀπατηλό, ποὺ δὲν σβήνει τὴ δίψα τοῦ ἀνθρώπου.

Νὰ ἐγκεντρισθῇ τὸ μπόλι τῆς ὑπάρξεώς τους στὴν καλλιέλαιο τῆς ἀγάπης ποὺ οὐδέποτε ἐκπίπτει. Νὰ σωθῆ «τὸ μέγα τραῦμα, ὁ ἄνθρωπος» (Δοξαστικὸ Ἑσπερινοῦ Ἀντίπασχα).

* * *

Ἕνας ἀληθινὸς ἅγιος, ἐνῶ φαίνεται ἐξαίρεσι στὴν καθαρότητα τοῦ πνεύματος καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀποστολῆς του, μὲ τὴν ταπείνωσι ποὺ τὸν διακρίνει γίνεται μιὰ θεία ἐπίσκεψι καὶ παρηγοριὰ γιὰ ὅλους τοὺς ἀδύνατους καὶ περιφρονημένους.

Δὲν ἐπαίρεται γιὰ τὰ κατορθώματά του, ἀλλὰ ταπεινώνεται γιὰ τὴν χάρι ποὺ τὸν ἀλλοίωσε. Μεταφέρει τὴν ἐμπειρία του Παραδείσου ποὺ ζῆ. Καὶ παρηγορεῖ ὅλους μὲ μόνη τὴν ὕπαρξί του. Συμμετέχει στὸν πολυμέριμνο ἀγῶνα τῆς καταλλαγῆς τῶν διεστώτων, ἐνῶ δὲν φαίνεται πουθενά.

Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν τριαδική της ὕπαρξι ἐκπέμπει μηνύματα ζωῆς καὶ ἐλπίδος. Καὶ τὰ παίρνουν αὐτοὶ ποὺ ἔχουν πραγματικὴ ἀνάγκη.

Ὑπάρχουν πολλοὶ ἀληθινὰ πονεμένοι στὸν κόσμο ποὺ ζητοῦν τὰ τίμια καὶ ὑφίστανται τὰ πάνδεινα. Ὅταν αὐτοὶ πάρουν τὸ μήνυμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι εὐλογία γιὰ ὅλους.

Ὑπάρχουν πολλοὶ σφαγμένοι καὶ σφαγιαζόμενοι. Αὐτοὶ ἐντοπίζουν τὸν Σωτῆρα ποὺ «ἅπαξ ἑαυτόν τε προσάξας ἀεὶ σφαγιάζεται ἁγιάζων τοὺς μετέχοντας».

Καὶ Αὐτὸς τοὺς ἐντοπίζει ἐκεῖ ποὺ δὲν φανταζόμαστε καὶ ὁμολογεῖ: «οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον» (Λουκ. 7, 9). Εἶναι θεϊκὲς οἱ διαστάσεις τῆς Ἐκκλησίας.

Τὸ ἀληθινὸ (ἔστω ἐλάχιστο) τὸ βρίσκουν καὶ τὸ παίρνουν ἀπὸ μακρυὰ οἱ πεινασμένοι. Τὸ ψεύτικο (ὅσο κι ἂν διαφημίζεται) τὸ ἀπορρίπτουν οἱ ἀληθινοί.

Ὁ ἅγιος κινεῖται καὶ μιλᾶ μὲ ἄλλο τρόπο, ἀσυνήθιστο καὶ σωτήριο. Λέει: «Θέλω νὰ φύγω, νὰ χαθῶ, νὰ μὴν ὑπάρχω», νὰ ἀποτύχω. Δὲν μὲ χωρᾶ ἡ δόξα ποὺ φεύγει οὔτε ἡ ἐπιτυχία τοῦ κόσμου ποὺ μὲ βάζει ἐπάνω ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Δὲν μοῦ σβήνει τὴ δίψα. Δὲν μοῦ χορταίνει τὴν πείνα.

Δὲν θέλω νὰ δοξασθῶ, νὰ σώσω τὴν ψυχή μου, μὲ τὶς ἱκανότητές μου στὸ χῶρο τῆς φθορᾶς. Θέλω νὰ τὴν χάσω χάριν τοῦ Ἑνὸς Θεοῦ Λόγου, ποὺ τὰ πάντα ὑπομένει γιὰ νὰ σώση ὅλους. Ποὺ φανερώνεται μὲ τὸ νὰ γίνεται ἄφαντος. Καὶ τιμᾶται στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς Βασιλεὺς τῆς Δόξης, ἤρεμα Ἐσταυρωμένος καὶ ὕπτιος, νεκρὸς στὸν Ἐπιτάφιο.

Θέλω νὰ χαθῶ, νὰ μὴν παριστάνω τὸν ἅγιο μὲ τὶς φάρσες τῶν κατορθωμάτων μου, ἀλλὰ νὰ ἀξιωθῶ τῆς δικῆς Σου χάριτος.

«Ὃς ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν τοῦ Κυρίου, οὗτος σώσει αὐτήν» (Λουκ. 9, 24). Ἡ σωτηρία, ἡ ἄξια γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἔχει τὶς διαστάσεις τῆς ἀπωλείας.

Ἡ ἀπώλεια τὸν περιβάλλει μητροπρεπῶς. Καὶ ἡ σωτηρία ποὺ τοῦ χαρίζεται τὸν ἀναλαμβάνει σὲ ἄλλο ἐπίπεδο καὶ τὸν κατεβάζει κοντά μας.

Εἶναι μία εὐλογία γιὰ ὅλους τοὺς πονεμένους, ποὺ μαζεύονται δίπλα του. Καὶ γι᾿ αὐτὸν ὅλα τὰ βάσανα εἶναι εὐλογία.

Ἕνας ἅγιος, ποὺ βρίσκει τὴν ψυχή του μὲ τὸ νὰ τὴν χάνη ἕνεκεν τοῦ Κυρίου, ἡσυχάζει ἐν Πνεύματι. Δὲν διαπληκτίζεται μὲ κανένα, γιατὶ ξεπερνοῦν τὴ δύναμι τῶν λόγων τὰ βιούμενα. Τοῦ ἔχουν λυθῆ οἱ ἀπορίες.

Δέχεται ἐσωτερικὰ τὴν ξένη ἀλλοίωσι καὶ ἐκπέμπει ἀπὸ ὅλη του τὴν ὕπαρξι ἄρρητη εὐωδία ποὺ τρέφει τὸν κόσμο. «Ἐτρεφόμεθα δὲ πάντες ὁσμῇ ἀνεκδιηγήτῳ ἥτις οὐκ ἐχόρτασεν ἡμᾶς» (Μαρτύριον Ἁγίας Περπετούας).

* * *

Ὑπάρχουν ἄλλοι πού, ἐνῶ παριστάνουν τοὺς θεολόγους ἢ τοὺς θαυματουργούς, εἶναι ταραγμένοι καὶ σκοτισμένοι. Αὐτὴ τὴ σκότωσι τῆς ταραχῆς δὲν μποροῦν νὰ τὴν συγκρατήσουν, ἀλλὰ τὴν διαχέουν ὡς ἀτμόσφαιρα συγχύσεως, μὲ μορφὴ θεολογίας ποὺ σοῦ σφίγγει τὴν καρδιὰ καὶ σοῦ δημιουργεῖ δυσφορία. Δὲν σὲ ὁδηγεῖ στὴν πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀναπαύσεως.

Ἀντὶ νὰ πάρουν τὴν ἀνθρώπινή τους ἀναπηρία καὶ τὸ βάρος τῆς καρδιᾶς ὡς ἀφορμὴ μετανοίας, τὴν θεωροῦν ὡς δυνατότητα θεολογικῆς μαρτυρίας. Ἀντὶ νὰ καταφύγουν στὸν Ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, προβάλλουν τὴν ψυχική τους ἀρρώστια ὡς πνευματικὴ ἀνησυχία ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὴν ἀπομάκρυνσι τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀλλὰ τὸ ψέμα φαίνεται καὶ ἡ ἀρρώστια δὲν κρύβεται. Ὅλα αὐτὰ δὲν ἔχουν καμμιὰ σχέσι μὲ τὴν ἀνάπαυσι ποὺ προχέει ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν ἐσταυρωμένων Ἁγίων της.

Δὲν βρίσκεται ἔτσι ἡ λύσι τῶν προβλημάτων οὔτε ἡ θεραπεία τῆς ἀρρώστιας μας.

Ὁ λόγος τῆς σωτηρίας τοῦ ἑνὸς Θεοῦ Λόγου ἔρχεται ὡς παράκλησι τοῦ Πνεύματος ποὺ ζωογονεῖ ὅλο τὸν κόσμο καὶ σώζει τὸν χαρακτῆρα του. Ὅλοι ἔχομε ἀνάγκη ἀπὸ τὸ ἀνεξιχνίαστο ἔλεος τοῦ Θεανθρώπου, ὄχι ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες ἐνέργειες καὶ ἐπεμβάσεις.

Ὁ πιστὸς λαὸς ζῆ στὴν ἀταραξία τοῦ τετελειωμένου μυστηρίου, ἄσχετα ἐὰν ἔρχωνται καὶ φεύγουν κοσμοκρατορίες καὶ ἰδεολογίες ποὺ ἀπείλησαν καὶ βασάνισαν τὸν κόσμο. Καὶ πίστεψαν ὅτι θὰ ἀλλάξουν γιὰ πάντα τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων.

Ἐὰν σήμερα κάποιοι τρομοκρατοῦν τὸν κόσμο μὲ ἐπιθέσεις θανάτου καὶ ἐπιδείξεις σφαγῶν· ὁ Θεάνθρωπος μένει ἀναλλοιώτως ὁ Παντοκράτωρ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς κατανοήσεως. Εἶναι ἡ τελικὴ λύσι ὅλων τῶν προβλημάτων μας, ὅσο καὶ ἂν ἡ ἐπιπολαιότητά μας τὸ ἀγνοῆ.

Δέχεται εἰρηνικὰ «ὅλην τὴν σπεῖραν» (Μαρ. 15, 16) τῆς ἱστορίας ποὺ τὸν ἐμπαίζει, τοῦ βάζει ἀγκάθινο στεφάνι. Ἀντιμετωπίζει μὲ ἀγάπη ὅλους ποὺ ἔρχονται ἐναντίον του.

Δὲν κτυπᾶ κανένα, παρὰ μόνο τὸ μῖσος καὶ τὴν ἔχθρα. Σὲ κάθε ἐγκληματία βλέπει θύμα ἄλλων ἐγκλημάτων καὶ διαστροφῆς πνευματικῆς. Πρᾶγμα στὸ ὁποῖο εἴμαστε ὅλοι ὑπεύθυνοι.

Δὲν θεωρεῖ ἀθώους αὐτοὺς πού, σὰν τὸν Πιλᾶτο, νίπτουν τὰς χεῖρας καὶ ὁμολογοῦν «ἀθῶος εἰμὶ ἐκ τοῦ αἵματος τούτου» (Ματθ. 27, 24).

Ἦλθε νὰ σταματήσῃ τὴν ὑποκρισία καὶ τὴν κατρακύλα τῆς φθορᾶς, τὴν ἀκατάσχετη ὁρμὴ τοῦ θανάτου.

«Ρύμην τοῦ θανάτου καὶ φθορὰν σοῦ τῷ ζωηφόρῳ θανάτῳ καθεῖλες Δέσποτα».

Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει τὴν εὐρυχωρία τοῦ Πνεύματος ποὺ ἀγκαλιάζει τὴν οἰκουμένη. Αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς της.

Δι᾿ αὐτῆς τῆς Λειτουργίας ἀντιμετώπισε βάσανα δοκιμασιῶν καὶ ἀπειλῶν. Κινδύνους ληστῶν, κινδύνους ἐξ ἐθνῶν, κινδύνους ἐν ψευδαδέλφοις. Τὰ ξεπέρασε ὅλα. Ἔμεινε εὐγνώμων γιὰ τὶς δοκιμασίες. Χαίρει μὲ τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὰ βάσανα.

Καὶ αὐτοὶ ποὺ ἦλθαν ἐναντίον της, μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο ἢ προθέσεις γιὰ νὰ τὴν κτυπήσουν, νὰ τὴν ἀλλοιώσουν καὶ νὰ ἐπιβληθοῦν, τοὺς βλέπει ὡς θύματα πλάνης. Τοὺς βλέπει ὡς ἀδελφοὺς ἀδύνατους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη βοηθείας.

Ἔμαθε μόνο νὰ ἀγαπᾶ. Ἔζησε καὶ ζῆ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀνοχὴ τοῦ Θεανθρώπου. Δέχτηκε οὐράνια τροφὴ καὶ ἀγωγή.

* * *

Φτάνομε στὴ σημερινὴ ἐποχή. Ζοῦμε τὴν περίοδο τῶν διαλόγων. Προσπαθοῦμε οἱ χριστιανοὶ νὰ ἀναβιώσωμε τὴν ἑνότητα ποὺ μᾶς χαρίζει καὶ εὔχεται ὁ Θεανθρώπος.

Ὑπάρχουν μεταξύ μας οἱ λεγόμενοι προοδευτικοὶ καὶ πρόθυμοι γιὰ διάλογο. Καὶ οἱ θεωρούμενοι συντηρητικοὶ ποὺ γενικὰ ἀρνοῦνται τὶς ἐπαφές.

Ἐδῶ κρίνεται ἡ γνησιότητα καὶ ἡ δύναμι τῆς πίστεώς μας, γιατὶ οὔτε τὴν ἀλήθεια σώζομε καταρώμενοι τοὺς πεπλανημένους οὔτε προσφέρομε αὐτὸ ποὺ ζητᾶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ ψεύτικες φιλοφροσύνες.

Ἐδῶ χρειάζονται οἱ ἀληθινοὶ ἥρωες τῆς πίστεως, ποὺ σώζουν τὴν ψυχή τους μὲ τὸ νὰ τὴν χάνουν ἕνεκεν τοῦ Κυρίου (Λουκ. 9, 24).

Αὐτοὶ ἡσυχάζουν ὡς ἀνύπαρκτοι. Χαίρονται ὡς μὴ ὄντες. Καὶ τότε βλέπουν ὅτι ὑπάρχει Αὐτὸς ποὺ καλεῖ τὰ «μὴ ὄντα (τοὺς ἀνύπαρκτους), ἵνα τὰ ὄντα καταργήση» (Α´ Κορ. 1, 28), ἀπὸ τὴν φανταστική τους ἐπιτυχία, ποὺ εἶναι φενάκη ζωῆς καὶ ἀλήθεια ἀρρώστιας.

Ὅσο καὶ ἂν φαίνεται ὅτι οἱ ἐπιπόλαιοι οἰκουμενιστὲς καὶ οἱ φανατικοὶ ζηλωτὲς ἔχουν ἀντίθετες τοποθετήσεις, στὴν πραγματικότητα βρίσκονται στὴν ἴδια ἔνδεια· εἶναι κλεισμένοι στὴν ἴδια φυλακή. Ξεκινοῦν καὶ τελειώνουν στὴ δική τους ἀντίληψι. Τοὺς λείπει ἡ τόλμη τῆς πίστεως καὶ ἡ ἀλήθεια τῆς ἀγάπης.

Βασανίζουν καὶ βασανίζονται, προσφέροντες ἀπειλὲς χωρὶς νόημα ἢ φιλοφροσύνες χωρὶς περιεχόμενο. Ἡ παρουσία τοῦ ἑνὸς τρέφει τὴν ὕπαρξι τοῦ ἄλλου. Καὶ δὲν σταματᾶ ἡ ταραχὴ τῆς διαμάχης τῶν κατὰ φαντασία αὐθεντιῶν.

Καὶ πρὸς τὶς δύο πλευρὲς ἀκούγεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: «οὐκ ἀπέστειλα αὐτοὺς καὶ οὐκ ἐνετειλάμην αὐτοῖς καὶ οὐκ ἐλάλησα πρὸς αὐτούς· ὅτι ὁράσεις ψευδεῖς ... καὶ προαιρέσεις καρδίας αὐτῶν αὐτοὶ προφητεύουσιν ὑμῖν» (Ἱερ. 14, 14).

* * *

Ἂν δοῦμε τὰ πράγματα ἤρεμα· στὸ διάλογο μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν σκοντάψαμε:

- μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, ὅταν φτάσαμε στὸ θέμα τῆς οὐνίας

- μὲ τοὺς Προτεστάντες, ὅταν βλέπης νὰ χωρίζωνται ἀσταμάτητα, νὰ δημιουργοῦνται ἀτέλειωτες ὁμολογίες. Τότε ἀνθρωπίνως ὁμολογεῖς τὴν ἀδυναμία σου. Ἀλλὰ «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λουκ. 18, 27).

Ἂν κάνωμε μιὰ σύντομη ἀναδρομή, βλέπομε τὸ γεγονὸς τοῦ σχίσματος. Ἀκολουθεῖ ἡ προσπάθεια προσηλυτισμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων. Δὲν κατορθώνονται πολλὰ πράγματα. Γεννᾶται ἡ Οὐνία, μιὰ φάσι χαρακτηριστικὴ τῆς ἱστορίας.

Σὰν νὰ ἀπευθύνεται πρὸς τὴν ὀρθόδοξη πλευρὰ ἡ Δύσι καὶ λέει:

Ἰσχυρίζεσαι ὅτι ἔχεις τὸν Χριστὸ μαζί σου. Ὅλο τὸ κλίμα τῆς Παραδόσεώς σου φανερώνεται μὲ μιὰ ἀλλοίωσι. Ψηλαφᾶται σὲ ἕνα κόσμο μεταμορφωμένο.

Αὐτὸ ὅλο ποὺ φαίνεται καὶ ψηλαφᾶται εἶναι γεμᾶτο μὲ θεία χάρι. Τὴ χάρι δὲν μπορῶ νὰ τὴ συλλάβω, νὰ τὴν φυλακίσω.

Θέλω νὰ σοῦ πῶ: Ἐγὼ εἶμαι μεγάλη δύναμι. Δὲν θὰ πειράξω αὐτὸ ποὺ φαίνεται· μάλιστα, θὰ σοῦ τὸ ἐξασφαλίσω. Μόνο σοῦ ζητῶ κάτι ἐλάχιστο: νὰ πιστεύης ὅτι ἐγὼ τὰ ρυθμίζω ὅλα ἀλαθήτως: (ἔτσι τὸ ἀντιλαμβάνομαι καὶ τὸ ζῶ μὲ τὸν δικό μου τρόπο).

Σοῦ ἀφαιρῶ τὸ ἐπικίνδυνο τῆς ἐλευθερίας καὶ τὸ βάσανο τῆς εὐθύνης ποὺ δημιουργοῦν προβλήματα.

Ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ βλέπεις καὶ ἔχεις θὰ τὰ διατηρήσωμε πανομοιότυπα. Δὲν θὰ μπορῆς νὰ βρῆς καμμιὰ διαφορά. Μόνο δὲν θὰ βλαστάνουν ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ εἶναι σου. Δὲν θὰ γεννᾶται ὅλη αὐτὴ ἡ δημιουργία ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς σου· νὰ τὰ θυσιάζης ὅλα ἕνεκεν τοῦ Κυρίου. Καὶ νὰ τὰ βλέπης νὰ ἀνασταίνωνται ἄφθαρτα. Μόνο αὐτὸ δὲν θὰ ἔχῃς. Θὰ ἔχῃς ὅμως τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως.

Ἐγὼ θὰ σοῦ ζωγραφίσω τὴν ὡραιότερη Ἀνάστασι ποὺ ὑπάρχει, γιὰ νὰ μὴν ξεχνᾶς αὐτὸ ποὺ εἶχες. Θὰ σοῦ τυπώνω τὰ καλύτερα ἀντίγραφα. Θὰ τὰ τιμᾶς. Δὲν θὰ εἶναι δημιουργήματα τῆς ζωῆς σου. Θὰ καλύπτεσαι ὅμως ἀπὸ τὴ δύναμι τῆς Ρώμης. Ἔτσι, σὰν ἑνωμένοι ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ θὰ ἀντιμετωπίσωμε τοὺς κοινοὺς ἐχθρούς.

Ἡ ἀντίδρασι ἐκ μέρους τῆς ὀρθοδόξου συνειδήσεως σὲ μιὰ τέτοια πρότασι εἶναι ἀναπόφευκτη, ἀπὸ ἀγάπη καὶ πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους:

Αὐτὸ εἶναι ἐμπαιγμὸς καὶ ἄρνησι τῆς καινῆς πολιτείας ποὺ χαρίζει στὸν κόσμο ὅλο ἡ Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ὅλοι γινόμαστε ἀντίγραφα ἀνθρώπων, ὄχι ἀληθινοὶ καὶ ἐλεύθεροι ἐν Χριστῷ.

Αὐτὸ ποὺ ζῆ καὶ λέει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ὅτι ὑπάρχει ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ μᾶς καλεῖ καὶ μᾶς δωρίζει τὴ ζωή: «ὁ διψῶν ἐρχέσθω, καὶ ὁ θέλων λαβέτω ὕδωρ ζωῆς δωρεάν» (Ἀποκ. 22, 17).

Μόνοι μας χωριζόμαστε σὲ ἀτέλειωτα κομμάτια, τὰ ὁποῖα δὲν παύουν νὰ πληθύνωνται. Ὁ Ἀναστημένος Χριστὸς μένει ἡ σωτηρία ὅλων μας. Μόνοι μας, παρ᾿ ὅλη τὴν καλή μας διάθεσι, δὲν μποροῦμε νὰ τὰ μαζέψωμε.

Ἄλλωστε, τὸ δρᾶμα τῶν διαιρέσεων, ποὺ θέλομε νὰ θεραπεύσωμε, προῆλθε ἀπὸ «καλὴ διάθεσι».

Κάποιοι θεώρησαν «καλοδιάθετα» τὸν ἑαυτό τους ἀλάθητο. Αὐτὸ ἄλλαξε τὴ συμπεριφορὰ καὶ τὶς ἀπαιτήσεις τους.

Οἱ ἄλλοι ἀντέδρασαν, γιὰ νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὴν ὑποτέλεια, τὴν ἄγνωστη στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Δημιουργήθηκαν νέες ὁμάδες μὲ ἐπὶ μέρους ἀλάθητες ἀτομικότητες.

Καὶ φτάσαμε στὴν σημερινὴ κατάστασι. Ἡ λύσι εἶναι ὁ Χριστός.

Εἶναι φυσιολογικὴ ἡ ἀντίδρασι τῶν Διαμαρτυρομένων. Εἶναι δεῖγμα ὑγείας πνευματικῆς, καὶ ὠφέλιμη πρὸς ὅλους, ἐφόσον ἀντιμετωπισθῇ μὲ σύνεσι «κατὰ Χριστόν».

Ὁ ἄνθρωπος ζητᾶ τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἐλευθερία, γιὰ νὰ πετύχη τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς ποὺ εἶναι ἡ ἀγάπη.

Αὐτὸ προσφέρεται διὰ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου τρεφόμεθα ἀπὸ τὸν οὐράνιον Ἄρτον τὸν μελιζόμενον καὶ μὴ διαιρούμενον.

Ζοῦμε τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν διαιρεῖται ὁ Θεάνθρωπος. Καὶ δὲν χωρίζεται ἡ Ἐκκλησία Του. Χαιρόμαστε τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἐλευθερία.

Κάθε πιστός, μὲ τὴ θεία Κοινωνία, δέχεται ὅλο τὸν Χριστὸ μέσα του. Καὶ ὅλη ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.

Οἱ διεσπαρμένοι ... οὐ μὴ πλανηθῶσιν, ἀλλὰ θὰ εἶναι συνηγμένοι ὑπὸ Κυρίου (πρβλ. Ἡσ. 35, 8-10). Ἡ διασπορὰ ἔχει τὴ χάρι τῆς συναγωγῆς καὶ ἡ ἑνότης τὴν ἐλευθερία τοῦ Πνεύματος.

«Τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος αἰτησάμενοι, ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα» (Θεία Λειτουργία).

Μιλᾶμε τὴ μητρικὴ γλῶσσα τοῦ ἀνθρώπου, τὴ γλῶσσα τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ἀγάπης, ποὺ σώζει τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἑνότητα ὡς προϋπόθεσι ζωῆς.

Ὅταν λέμε ὅτι στὰ ἅγια τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας βρίσκεται ἡ μία ἀλήθεια, ὁ Χριστός, ποὺ φανερώνεται μὲ τὸ νὰ γίνεται ἄφαντος· αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι ποὺ κάποιους κολακεύει καὶ κάποιους ὑποτιμᾶ (τότε ὅλους θὰ μᾶς ἐνέπαιζε).

Δὲν ὑπάρχει ἀντιπαράθεσι ποὺ δημιουργεῖ νικητὲς καὶ νικημένους· αὐτὰ εἶναι πάθη τοῦ παρόντος αἰῶνος. Ἐδῶ ὑπάρχει ἡ ἀγάπη τοῦ Ἑνὸς ποὺ σώζει ὅλους.

Δὲν νικοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι στὸ διάλογο· νικᾶ ὁ Θεάνθρωπος, ποὺ νίκησε τὸν θάνατο διὰ τοῦ θανάτου Του, πρὸς σωτηρίαν ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.

Οἱ ὀρθόδοξοι εἶναι οἱ νικημένοι (ἔτσι τὸ ζοῦμε λειτουργικὰ) ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ ἅγιοι δὲν ζοῦν αὐτοί, ἀλλὰ ζῆ ἐν αὐτοῖς ὁ Χριστός. Αὐτοὶ ἔχουν τελειώσει. Εἶναι ὁ Χριστὸς τὰ πάντα ἐν πᾶσι. Αὐτὸς εἶναι ἡ ζωή τους, ὄχι ἡ βιολογική τους ὕπαρξι ἢ κοσμικὲς ἐπιδιώξεις.

Ζῆς τὴν πραγματικότητα ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἡ Ἀνάστασι, ἐγὼ εἶμαι ἡ πτῶσι. Αὐτὸς εἶναι ἡ μία ἀλήθεια τῆς ζωῆς καὶ τῆς θυσίας. Προσφέρεται ὡς χαρὰ γιὰ νὰ νικήσουν ὅλοι, νὰ χαροῦν, νὰ θεωθοῦν. Νὰ μὴν μείνη κανεὶς ἔξω ἀπὸ τὸ συμπόσιο τῆς πίστεως καὶ τὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου. Νὰ μὴν χάση κανεὶς τὴν δυνατότητα νὰ προσφέρη τὸ ἐλάχιστο ποὺ ἔχει, γιὰ νὰ ἀπολαύση, «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις», τὸ πᾶν ποὺ δὲν περιγράφεται.

Κανεὶς δὲν εἶναι ἄβουλο πλάσμα, οὔτε ἐξάρτημα μηχανῆς. Ὅλοι εἴμαστε κατὰ χάριν τέκνα Θεοῦ. Πάντα ὅσα ἔχει ὁ Θεὸς ἀποκτᾶ κατὰ χάριν ὁ ἄνθρωπος, ἐκτὸς τῆς κατ᾿ οὐσίαν ταυτότητος.

Τὸ ἱερὸ χρέος τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι νὰ φανερώνωμε τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας ποὺ ἀενάως ἱερουργεῖται διὰ τῆς παρουσίας τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου, ποὺ εἶναι ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος στὴ μία Λειτουργία τῆς σωτηρίας τοῦ σύμπαντος κόσμου.

Αὐτὸ εἶναι μιὰ εὐλογία ποὺ προχέεται πρὸς κάθε ἀληθινὰ διψασμένο καὶ πεινασμένο τὴν ἀλήθεια τῆς ζωῆς.

Καὶ ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου ἐνεργεῖ φιλάνθρωπα καὶ δραστικά. Εὐλογεῖ καὶ κρίνει τοὺς πάντας.

Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ σβήση τὸν ἥλιο πετῶντας πέτρες στὸν ἀέρα. Καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀκυρώση τὶς ἐνέργειες τοῦ Ἰατροῦ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων μὲ τὴν ὁποιανδήποτε ἐπιπολαιότητα ἢ κακότητά του.

Ἡ ἤρεμη παρουσία Του δρᾶ θεραπευτικὰ καὶ βέβαια μέσα στὴν ἱστορία ἐλευθερώνοντας τὸν ἄνθρωπο. Ὅλα τὰ θεραπεύει. Ἀρκεῖ νὰ μὴ βιαστοῦμε καὶ δώσωμε δικές μας λύσεις.

Τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ὄντως τὸ χαρούμενο μήνυμα, γιατὶ λέει ὅλη τὴν ἀλήθεια. Οὔτε ἀποκρύπτει τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες. Οὔτε ἀγνοεῖ τὴ σωτήρια παρουσία τοῦ Θεανθρώπου.

Ὁ Ἰούδας, μετὰ τὴν προδοσία τοῦ Διδασκάλου, μεταμεληθεὶς βιαστικὰ ἔδωσε τὴ δική του λύσι, «καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο» (Ματ. 27, 5).

Ὁ Πέτρος, μετὰ τὴν πτῶσι του, ἔδωσε ἄλλη λύσι. Βρῆκε ἕνα τόπο καὶ ἔκλαυσε πικρῶς. Δέχτηκε τὴν ἀνάπαυσι τῆς ἀφέσεως. Καὶ ἔγινε ἡ πέτρα τῆς πίστεως, ἐπειδὴ ἔλειωσε ἀπὸ τὸ κλάμα.

Τὰ θέματα εἶναι ἁπλᾶ, ἐφόσον πιστεύομε στὸν Χριστὸ καὶ ἐναποθέτομε σ᾿ Αὐτὸν ὅλη μας τὴ ζωή.

Σοῦ προκαλεῖ δέος ἡ παντοκρατορία τῆς ἀγάπης Του καὶ ἡ λεπτότητα τῆς συμπεριφορᾶς Του· νὰ φεύγη, μόλις φανῇ ὅτι δὲν ἐπιθυμεῖς τὴν παρουσία Του.

Καὶ ὅταν πῆγε στὴ γῆ τῶν Γεργεσηνῶν, ὅπου οἱ δαιμονισμένοι γύριζαν γυμνοὶ καὶ ἦταν τὸ φόβητρο τοῦ κόσμου, δὲν τοὺς ἐπέπληξε γιὰ ἀνάρμοστη συμπεριφορά, ποὺ προκαλοῦσε τὴ φρίκη, οὔτε τοὺς διετύπωσε θεολογικὲς ἀλήθειες. Αὐτοὶ ὄχι μόνο δὲν ἔπαιρναν ἀπὸ λόγια, ἀλλὰ τὰ ροῦχα τους ἔσχιζαν καὶ τὶς ἁλυσίδες ἔσπαζαν.

Τοὺς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα καὶ κάθησαν δίπλα Του ἱματισμένοι καὶ σωφρονοῦντες. Καὶ ὅταν ἐπέτρεψε στὴ λεγεῶνα τῶν δαιμονίων νὰ μπῆ στὴν ἀγέλη τῶν χοίρων καὶ νὰ πνιγῆ στὴ θάλασσα, οἱ κάτοικοι τῆς περιχώρου φοβήθηκαν «φόβῳ μεγάλῳ» καὶ ζήτησαν ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ ἀπομακρυνθῆ «ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν» (Ματ. 8, 34). Γιατὶ ἡ παρουσία του προκαλοῦσε καταστροφὴ παραγωγικῶν μονάδων καὶ οἰκονομικὴ ὕφεσι.

Ὁ Κύριος δὲν τοὺς μίλησε γιὰ δική τους παρεκτροπή, ἀλλὰ μπῆκε στὸ πλοιάριο καὶ ἔφυγε. Αὐτὴ ἡ συμπεριφορὰ μᾶς κρίνει καὶ μᾶς σώζει.

Εἴθε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς φωτίση νὰ ἀντιμετωπίσωμε τὴν παρουσία τοῦ Ἰησοῦ ὄχι μὲ τὴν ἀπορία «τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ᾧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;» (Ματ. 8, 29), ἀλλὰ μὲ τὴν αἴσθησι ὅτι Αὐτὸς εἶναι ποὺ ἔρχεται νὰ μᾶς ἀπαλλάξη ἀπὸ τὰ βάσανα.