Ὁ σύγχρονος μοναστικὸς βίος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ πανάρχαιος καὶ ἀείζωος ποὺ τρέφεται ἀπὸ τὴ λειτουργικὴ θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Συνήθως λέγεται -καὶ ἔτσι εἶναι- ὅτι ἔχομε μιὰ ἀναγέννησι τοῦ μοναχικοῦ βίου στὴν Ἑλλάδα. Αὐτὸ δὲν εἶναι μιὰ ἁπλὴ ἱστορικὴ συνέχεια καὶ ἐξέλιξι ἀλλὰ ὑπαρξιακὴ ἀντίδρασι καὶ φανέρωσι ἑνὸς δυναμισμοῦ κρυμμένου στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὶς ρίζες τῆς Παραδόσεώς μας.
Ἐξηγοῦμαι δι᾿ ὁλίγων.
Περάσαμε τὴ μακρὰ περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας τρεφόμενοι ἀπὸ τὴν πίστι τῶν Πατέρων, τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὅταν ἀρχίσαμε νὰ ἐλευθερωνώμαστε μὲ τὴν ἐπανάστασι τοῦ 1821 ἦλθαν ἔξωθεν οἱ Βαυαροὶ μὲ τὸν Ὄθωνα νὰ διοργανώσουν τὸ νέο κράτος. Οἱ ἄνθρωποι προσέφεραν αὐτὸ ποὺ εἶχαν. Προσπάθησαν νὰ διοργανώσουν τὰ πάντα ἐξ ἀρχῆς σύμφωνα μὲ τὴ ζωή, τὴν παιδεία καὶ τὸν πολιτισμό τους. Ἔτσι ἀρχίζει μιὰ νέα περίοδος τῆς ἱστορίας μας, ποὺ ἐπηρέασε ὅλη τὴ ζωὴ τοῦ τόπου: ἀπὸ τὸ πῶς θὰ κτίζωμε τὰ σπίτια καὶ τὶς ἐκκλησίες· πῶς θὰ εἰκονογραφοῦμε τοὺς ναούς· πῶς θὰ ψάλλωμε, μέχρι τὸ πῶς θὰ διασκεδάζωμε, θὰ τραγουδοῦμε καὶ θὰ χορεύωμε...
Μέσα σὲ ὅλη αὐτὴ τὴν ἀναγέννησι -τὴ διοργάνωσι τῆς παιδείας καὶ τὴ δημιουργία νέου πανεπιστημίου- ὁ μοναχισμὸς ὡς νοοτροπία καὶ πνεῦμα κρίθηκε ὡς κάτι τὸ ξεπερασμένο καὶ περιττό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μὲ ἐπίσημες ἀποφάσεις ἔκλεισαν ὅλα τὰ μοναστήρια, ἐκτὸς ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων.
Ἡ θεολογία ἔγινε ἀκαδημαϊκὴ ἀπασχόλησι καὶ ἐπιστήμη· μιὰ σχολὴ μαζὶ μὲ ὅλες τὶς ἄλλες τοῦ κρατικοῦ πανεπιστημίου. Τὰ κηρύγματα καὶ ἡ κατήχησι διαμορφώθηκαν ἀπὸ τοὺς νέους ἱεροκήρυκες καὶ ἀρχιερεῖς ποὺ ἦσαν ἀπόφοιτοι αὐτῶν τῶν θεολογικῶν σχολῶν.
Μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ κλῖμα σπουδάσαμε θεολογία. Ἀκούσαμε κηρύγματα καὶ κατήχησι. Ἀκούσαμε γιὰ βυζαντινισμοὺς τῆς Παραδόσεώς μας καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ὑποφέραμε ἀπὸ σχολαστικισμούς. Ἔνοιωθες ὅτι κάτι δὲν πήγαινε καλά. Σὰ νὰ πάθαινες πνευματικὴ ἀβιταμίνωσι· ἢ ἐπειδὴ ἡ τροφὴ ποὺ σοῦ ἔδιναν δὲν εἶχε οὐσία, ἢ ἐπειδὴ δὲν τὴν χώνευε τὸ στομάχι σου. Δὲν ὑπῆρχε δυνατότης γιὰ πολλὲς ἐρωτήσεις. Ἔπρεπε νὰ ἀκοῦς αὐτὸ ποὺ σοῦ λέγεται ἀπὸ τοὺς μεγάλους καὶ δασκάλους. Κάτι σὲ ἐνοχλοῦσε, κάτι ἔλειπε. Οἱ ὑπεύθυνοι οὔτε ἤθελαν, οὔτε μποροῦσαν νὰ ἀνεχθοῦν συζητήσεις πέρα ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ εἶχαν μάθει νὰ λένε. Καὶ ἔπρεπε καὶ σύ, γιὰ νὰ εἶσαι καλὸς καὶ χρήσιμος, νὰ μάθῃς νὰ ἀκοῦς νὰ συνεχίζῃς αὐτὴ τὴ γραμμή, τὴ λογική. Νὰ μάθῃς νὰ λὲς αὐτὸ ποὺ ἄκουγες. Αὐτὰ διδαχθήκαμε, εἴδαμε καὶ ἀκούσαμε.
Πηγαίνοντας στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἤλθαμε σὲ προσωπικὴ ἐπαφή -χωρὶς μεσολαβήσεις τρίτων- μὲ τὴν ἴδια τὴ ζῶσα πνευματική μας Παράδοσι.
Βρεθήκαμε σὲ ἕνα κόσμο ἄλλου ἐπιπέδου, ἤθους καὶ λογικῆς. Βρήκαμε κάτι πανάρχαιο, ἀείζωο καὶ πανανθρώπινο. Δὲν εἶχε καμμιὰ σχέσι μὲ αὐτὰ ποὺ εἴχαμε ἀκούσει καὶ εἴχαμε ὑποστῆ.
Ἐδῶ τιμᾶται ὁ ἄνθρωπος. Δὲν ὑποδουλώνεται. Λειτουργεῖ μιὰ ἄλλη σχολή. Δὲν μαθαίνομε ἀλλὰ βιοῦμε τὴ θεολογία.
Εἶσαι ἐλεύθερος νὰ πῇς τὸν ὅποιο λογισμό σου. Δὲν σοῦ κλείνει κανεὶς τὸ στόμα. Ἀλλὰ τὰ χάνεις καὶ μένεις ἄφωνος γιατὶ πρὶν μιλήσῃς σοῦ ἔρχονται ἀπαντήσεις ἀνέλπιστες.
Αὐτοὶ ποὺ προηγήθηκαν εἶναι τόσο ἀληθινοὶ καὶ τολμηροὶ ποὺ ἄνοιξαν διάπλατα δρόμους γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἐπέκτασι. Ζήτησαν νὰ δοῦν τὸν Θεὸ ὄχι ὅσο μποροῦν ἀλλὰ ὅπως ὁ Θεὸς εἶναι.
Βρίσκεις ἄλλη ἑρμηνεία τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς καὶ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ποὺ σοῦ ἀνοίγει θύρα ζωῆς, ἣν οὐδεὶς δύναται κλεῖσαι. Μαθαίνεις ἄλλη θεολογικὴ γλῶσσα.
Κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, τὸ ὅτι ὁ Μωϋσῆς βλέπει τὸν Θεὸ μέσα στὸ γνόφο, τὸ σκοτάδι, σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ φτάσῃ ὁ ἄνθρωπος μὲ καμμιὰ ἀπὸ τὶς δυνατότητες ποὺ ἔχει: γνῶσι, αἴσθησι, διαίσθησι. Ἄρα τὸ ἀληθῶς ἰδεῖν τὸν Θεὸν εὑρίσκεται ἐν τῷ μὴ ἰδεῖν τὸν Θεόν, καὶ ἡ γνῶσις εἰς τὴν ἄγνοια.
Ἐδῶ γίνεται λόγος γιὰ τὸ ξεπέρασμα τῆς ἄγνοιας καὶ τῆς κακίας. Καὶ ὅταν φτάσῃς στὴ γνῶσι καὶ στὴν ἀρετὴ πρέπει νὰ φύγῃς, νὰ πᾶς πέρα ἀπ᾿ αὐτές.
Δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ σταθῆ πουθενά. Κάθε κατάκτησι πνευματικὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ νέας πορείας. Ἡ ζωή του εἶναι μιὰ συνεχὴς πρόοδος.
Καὶ ἡ θέα τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀτελεύτητη πρὸς αὐτὸν πορεία. Ἔτσι ἡ ψυχὴ πάντοτε κτίζεται· καὶ ὅταν ξεπεράσῃ τὰ πάντα, καὶ φτάσῃ στὴν ὑπὲρ νοῦν ἁπλότητα, ἀναπαύεται στὴν ὑπεράρρητη κοίτη τοῦ Θεοῦ Λόγου, γίνεται ἕνα μὲ Αὐτόν. Καὶ τότε γνωρίζει τοὺς λόγους τῶν ὄντων, ἐνῶ «πρὶν νυμφευθῆναι τῷ Λόγῳ καὶ Θεῷ ταῖς διαιρετικαῖς ὑπήγετο μεθόδοις», ἦταν ὑποχείριος στὶς διαιρετικὲς μεθόδους.
Καὶ διὰ τὸ ὑπὲρ εἶναι τὸν Θεὸν ἁρμόζει πιὸ πολὺ τὸ μὴ εἶναι ἀπὸ τὸ εἶναι. Ἄρα ὅταν στὴ Θεία Λειτουργία λέμε ὅτι εἶναι ἄξιον καὶ δίκαιον νὰ ὑμνῆται ὁ Θεὸς ἐπειδὴ εἶναι «ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος», προσθέτεις καὶ «ἀνύπαρκτος» (μὲ ὅποιες δυνατότητες ἔχει ὁ ἄνθρωπος)· γι᾿ αὐτὸ εἶναι «ὁ ὢν καὶ ὁ ὡσαύτως ὤν».
Αὐτὸ τὸ ἀγνοημένο Ἅγιον Ὄρος ἀπέπνεε ἕνα μεγαλεῖο ἀνερμήνευτο στὶς μορφὲς τῶν ναῶν, τῶν εἰκόνων, τῶν ἀκολουθιῶν, τῶν ἀρχαίων μελωδιῶν, τῶν ζώντων γερόντων. Αὐτῶν τῶν ἁπλῶν καὶ αὐθεντικῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶχαν περάσει στὴν ἄλλη πλευρὰ τῆς ἐσχατολογικῆς ἐλευθερίας.
Μέσα στὴ φτώχεια εἶχαν αὐτάρκεια. Μέσα στὴν περιφρόνησι ἕνα θεῖο χαμόγελο. Σὲ ἀγαποῦσαν αὐθόρμητα χωρὶς νὰ τὸ περιμένῃς. Ἀνέδιδαν εὐωδία Ἀναστάσεως χωρὶς νὰ τὸ κατάλαβαίνουν. Ἦταν ριζωμένοι στὴν Παράδοσι τοῦ Τόπου. Καὶ εἶχε ἀνθίσει στὰ πρόσωπά τους κάτι ἀπὸ τὴν εὐπρέπεια τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Τοὺς εἶχε διαμορφώσει τὸ εἶναι ἡ πνευματικὴ μήτρα τῆς Ἐκκλησίας. Τοὺς εἶχε κτυπήσει ἕνας θεῖος ἔρως καὶ τοὺς κατέστησε ἐκστατικούς· γιὰ νὰ ἀγαποῦν τὴν ταπείνωσι, «νὰ θέλουν νὰ φύγουν, νὰ χαθοῦν, νὰ μὴν ὑπάρχουν». Τοὺς ἀνοίχτηκαν πύλες ἀόρατες. Εἰσέρχονται καὶ ἐξέρχονται καὶ νομὴν εὑρίσκουν γιὰ τὸν ἑαυτόν τους καὶ τοὺς ἄλλους. Ζοῦν μόνοι καὶ μαζὶ μὲ ὅλους, ἀφήνοντάς τους ἐλεύθερους καὶ σώους.
Σὰν νὰ μὴν τοὺς ἐνδιαφέρη τί γράφουν τὰ λεξικὰ καὶ τί λένε οἱ σοφοὶ γιὰ τὸν βυζαντινισμό. Τοὺς ἐνδιαφέρει μόνο, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε καὶ μπορεῖ νὰ ζήσῃ ὁ ἄνθρωπος. Ἔχουν ἄλλες ἀπασχολήσεις, θέματα καὶ προβλήματα.
Σκοπὸς ἐδῶ δὲν εἶναι κανένα ἀνθρώπινο ἔργο. Ἀλλὰ τὸ νὰ βρῆ ὁ ἄνθρωπος τὸν ἑαυτόν του. Νὰ ἁγιάσῃ τὸ σκεῦος του. Νὰ ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὴ φιλαυτία του. Νὰ παραδοθῆ συνειδητὰ στὴ θέλησι τοῦ Πνεύματος. Νὰ πῆ τὸν λογισμό του καὶ νὰ καταλήξη στὸ γενηθήτω τὸ θέλημά Σου.
Μπαίνεις σ᾿ ἕνα χῶρο διαμορφωμένο, ἀρχιτεκτονημένο στὰ κτίσματα καὶ τὸ πρόγραμμα τῆς ζωῆς μὲ τέτοιο τρόπο, ποὺ σὲ ἀναπαύει, σὲ σαγηνεύει. Μπορεῖς νὰ ζήσῃς καὶ νὰ προκόψῃς.
Μέσα στὴν ἀκολουθία, στὸ πρόγραμμα τὸ ἡμερήσιο, τὸ ἑβδομαδιαῖο καὶ τὸ ἐτήσιο· μέσα στὸν προσωπικὸ κανόνα τοῦ μοναχοῦ, στὸ κελλὶ καὶ στὸ διακόνημα, διαμορφώνεται ὁ νέος ἄνθρωπος. Ὅλος ὁ χρόνος εἶναι δικός σου. Καὶ ἀόρατα χέρια τοῦ Πνεύματος σὲ πλάθουν.
Οἱ δάσκαλοι καὶ καθοδηγοὶ δὲν σὲ ὑποτάσσουν στὶς ἀπόψεις καὶ θεωρίες τους, οὔτε σὲ ζαλίζουν μὲ τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ κατορθώματά τους. Ἀλλὰ σὲ παραπέμπουν στὸ Ἅγιο Θυσιαστήριο (στὸ ὁποῖο οἱ ἴδιοι προσφέρθηκαν), ὅπου ὁ Θεάνθρωπος Κύριος «ἅπαξ ἑαυτόν τε προσάξας ἀεὶ σφαγιάζεται, ἁγιάζων τοὺς μετέχοντας».
Αὐτὸς «ἔπαθεν, ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπόγραμμον» (Α´ Πετρ. 2, 21). Ὀφείλομε ἐμεῖς οἱ ζῶντες νὰ μὴν ζοῦμε γιὰ τὸν ἑαυτόν μας, ἀλλὰ διὰ τὸν ὑπὲρ ἡμῶν ἀποθανόντα καὶ ἀναστάντα.Ἐδῶ δὲν ἐπικρατεῖ ἡ λογική: νὰ σὲ φάω γιὰ νὰ ζήσω. Ἀλλὰ ἀκούγεται ἡ προτροπή: Λάβετε, φάγετε τὸ σῶμα μου, καὶ πίετε τὸ αἷμα μου.
Σκοπὸς τῆς ζωῆς εἶναι νὰ φανῆς ἄξιος τῆς Ἀγάπης ποὺ σὲ γέννησε καὶ σοῦ χάρισε τὴν Ἀνάστασι. Νὰ γίνῃ ὁ λόγος καὶ ἡ παρουσία σου, ἡ σιωπὴ καὶ ἡ ἀπουσία σου τροφὴ φαγώσιμη καὶ ποτὸ πόσιμο γιὰ νὰ ζήσῃ ὁ ἄλλος. Νὰ ζήσῃ τελικὰ ὁ ἀληθινὸς ἑαυτός σου.
Μιλοῦμε μὲ ὅρους καὶ γεγονότα ζωῆς, ὄχι μὲ ὁρολογίες δικανικὲς καὶ διοικητικὲς ποὺ διεκδικοῦν γιὰ τὸν ἄνθρωπο μιὰ θέσι μέσα στὸν χῶρο τῆς φθορᾶς.
Ἐὰν ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ καρδιὰ καὶ ἡ ἀνακεφαλαίωσι τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας, ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ποὺ κατάλήγει στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ τὸ Πάσχα εἶναι μιὰ διευρυμένη Θεία Λειτουργία.
Ἀρχίζομε μὲ τὸ Τριώδιο. Φτάνομε στὸ τριήμερο· τρεῖς μέρες τῆς ἀπόλυτης ἀσιτίας, κατὰ τὴ δύναμι ἑκάστου. Κοινωνοῦμε τῶν ἀχράντων μυστηρίων κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων.
Συνεχίζεται ἡ Τεσσαρακοστή. Φτάνομε στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα μὲ τὶς ἡμερονύχτιες ἀκολουθίες, ὅπου τὰ φοβερὰ τελεσιουργεῖται.
Ἐδῶ δὲν παρακολουθοῦμε μαθήματα θεολογίας καὶ ἱστορίας. Μετέχομε στὸ δρᾶμα τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, ποὺ δὲν εἶναι ἡ ἀρχαία τραγωδία ὅπου δρᾶ ἡ ἀνθρώπινη εὐφυΐα καὶ καλλιτεχνία, ἀλλὰ εἶναι ἡ Θεία Μυσταγωγία ὅπου ὅλα θεοπρεπῶς ἱερουργοῦνται, καὶ γνωρίζεται ὁ Θεάνθρωπος Κύριος ὡς ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας.
Ἐδῶ δὲν χρησιμοποιεῖται, ἀλλὰ σώζεται ὁ ἄνθρωπος.
Ὁ ἀρχηγὸς τῆς πίστεως «τὰ πάντα προσίεται, ἵνα σώσῃ τὸν ἄνθρωπον» (Μεγάλη Δευτέρα). Ὅταν σωθῇ ὁ ἄνθρωπος σώζεται καὶ ὁ κόσμος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγνοῆται, παραποιῆται καὶ μισερώνεται, τότε ὑποφέρει ὅλος ὁ κόσμος. Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ σωθῆ μὲ καμμία δική του ἐνέργεια. Εἶναι τόσο μεγάλες οἱ ἀπαιτήσεις του καὶ ἀνοικονόμητες οἱ ἐπιθυμίες του. Ζητᾶ τὸ ἀνέφικτο καὶ τὸ ἀκατόρθωτο. Καὶ αὐτὸ εἶναι θεμιτὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
Γι᾿ αὐτὸ «ἐδεήθημεν Θεοῦ σαρκουμένου καὶ νεκρουμένου, ἵνα ζήσωμεν» (Ἁγ. Γρηγόριος Θεολόγος). Χρειαστήκαμε νὰ γίνῃ ἄνθρωπος ὁ Θεὸς καὶ νὰ πεθάνῃ γιὰ νὰ ζήσωμε.
Εἶναι τόσο μεγάλα τὰ γεγονότα τῆς σωτηρίας ποὺ μόνο ἀπὸ μακρυὰ φαίνονται καθαρά. Οἱ Προφῆτες πρὶν γίνουν τὰ ζοῦν καὶ τὰ περιγράφουν. Οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες μετὰ τὴν Πεντηκοστή, διὰ Πνεύματος Ἁγίου τὰ γνωρίζουν καὶ μᾶς τὰ κοινοποιοῦν.
Ὅσοι βρίσκονται κοντὰ στὸν πορευόμενο πρὸς τὸ Πάθος Κύριο δὲν ξέρουν τί ζητοῦν. Ἀσχημονοῦν. Τὸν ὑβρίζουν, τὸν ἐμπτύουν, τὸν ἐμπαίζουν. Καὶ Ἐκεῖνος οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ. Ξέρει τί ὑποφέρουν. Τοὺς ἀφήνει νὰ ἐνεργήσουν ἐλεύθερα. Νὰ ἐκδηλωθοῦν ὅπως νομίζουν, νὰ ἐκτονωθοῦν. Καὶ αὐτὸς ἔχει τὴ δύναμι νὰ τὰ ἀνεχθῆ ὅλα, νὰ τὰ ὑποστῇ· γιὰ νὰ σώσῃ ὅλους.
«Νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου». Καὶ αὐτὴ σὲ συνθλίβει γιατὶ δὲν σὲ κρίνει. Δὲν κρίνει τὸν κόσμο, ἀλλὰ ἀφήνει νὰ κριθῆ ἀπὸ τὸν κόσμο.
Αὐτὸ τὸ γεγονὸς καὶ ἡ συμπεριφορὰ τοῦ Κυρίου -ὁ ὁποῖος «διὰ τὸ κεκακῶσθαι οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ» (Ἡσ. 53,7)- ἔχει σφραγίσει καὶ ἔχει διαμορφώσει τὴν καρδιὰ τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Αὐτὸ μᾶς δέχθηκε. Καὶ ἐμεῖς νοιώσαμε ἀνάξιοι αὐτῆς τῆς χάριτος, αὐτοῦ τοῦ Νυμφῶνος καὶ τῆς χαρᾶς ποὺ εἶναι τὸ Πάθος τοῦ Κυρίου.
«Τὸν νυμφῶνα σου βλέπω, σωτήρ μου, κεκοσμημένον...»
Νυμφὼν εἶναι τὸ Πάθος. Καὶ εἶναι κεκοσμημένος μὲ τὶς ἀδυναμίες, τοὺς ἐμπτυσμούς, τὰ ραπίσματα, τὶς μικρότητές μας.
Νυμφίος εἶναι ὁ πάσχων Κύριος. Βασιλεὺς τῆς Δόξης δὲν εἶναι ὁ Ἀναστημένος ἀλλὰ ὁ Ἐσταυρωμένος καὶ ὁ ὕπτιος νεκρὸς ἐπάνω στὸν ἐπιτάφιο.
Αὐτὴ εἶναι ἡ μυστικὴ δόξα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους ποὺ σὲ συγκλονίζει. Καὶ προσφέρεται γιὰ ὅλους τοὺς ἀπεγνωσμένους καὶ διαλυμένους ποὺ τὸ ἀγνοοῦν.
Ἀπὸ αὐτὴ τὴ Δόξα τοῦ Ἐσταυρωμένου ἀνατέλλει τὸ ἦθος καὶ τὸ κάλλος ποὺ φανερώνεται σ᾿ ὅλο τὸν λειτουργικὸ κόσμο τῶν εἰκόνων, τῶν ναῶν, τῆς ὑμνολογίας...
Γνωρίζοντας τελικά, ἔσωθεν, αὐτὸ ποὺ λέμε βυζαντινὸ πολιτισμὸ στὴ θεολογία καὶ στὴ ζωὴ βλέπομε καθαρὰ περὶ τίνος πρόκειται. Εἶναι μιὰ ἔκρηξι «ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας» (Πραξ. 2,2) ποὺ διαλύει καὶ ἐξαφανίζει κάθε ψευτιὰ καὶ παραποίησι, καταλήγοντας στὴν ἀπόλυτη γαλήνη καὶ βεβαιότητα τῆς πίστεως. Εἶναι μιὰ θεοφάνεια ὡς ζῶσα συνέπεια τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ τῆς θεώσεως τοῦ προσλήμματος.
Καὶ αὐτὸ ποὺ ἔχει νὰ προσφέρη τὸ Βυζάντιο ὡς ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν εἶναι κάτι τὸ ἀνθρώπινο (προτερήματα ἢ ἐλαττώματα) ἀλλὰ κάτι τὸ θεανθρώπινο, ἡ ζύμη ποὺ ζυμοῖ ὅλο τὸ φύραμα τῆς ἱστορίας. Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι ἀνθρώπινο κατόρθωμα ἀλλὰ δωρεὰ τοῦ Πνεύματος.
Οὔτε τὰ ἐλαττώματα ἀρνεῖται. Οὔτε τὰ προτερήματα θεοποιεῖ. Δίδει τὸ πρωτεῖο σὲ ἕνα Πνεῦμα ποὺ τὰ πάντα δοκιμάζει, καθαίρει καὶ ζωοποιεῖ.
Ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν κατάρα τῆς ἄγνοιας καὶ τῆς κακίας. Καὶ τὸν ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴ φενάκη τῆς γνώσεως καὶ τῆς ἀρετῆς, χαρίζοντάς του τὴν ἀτελεύτητη πορεία καὶ διαστολὴ ἐπὶ τὸ ἀόριστον τῆς ἀνυποτάκτου ἐλευθερίας.
Ἡ φυλακὴ μὲ σιδερένια ἢ μὲ χρυσὰ κάγκελα εἶναι τὸ ἴδιο - κόλασι. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ζητᾶ βελτίωσι τῶν ὅρων τῆς καταδίκης ἀλλὰ τὴν κατάργησι τοῦ θανάτου.
Ὄχι ἡ ἀρετὴ ἀλλὰ ἡ ταπείνωσι ποὺ γεννᾶται ἀπὸ τὴν ἀρετὴ κάνει τὸν ἄνθρωπο πνευματοφόρο καὶ ἐλεύθερο, «ὡς μὴ ἐλθόντα εἰς τὸ εἶναι» (Ἀββᾶς Ἰσαὰκ Σύρος). Ὄχι τὸ μανθάνειν ἀλλὰ τὸ πάσχειν τὰ θεῖα χαρίζει στὸν ἄνθρωπο τὴν αἰωνιότητα τῆς ἀτελευτήτου ἐπεκτάσεως.
Αὐτὸ τὸ θαῦμα τῆς σωτηρίας σαρκοῦται στὰ πρόσωπα τῶν ταπεινῶν, τῶν δοσμένων στὴ χάρι τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ χάρι γαληνεύει τὸν ἄνθρωπο. Προχωρεῖ «εἰς πάντας ἁρμούς, εἰς νεφρούς, εἰς καρδίαν», τοῦ χαρίζει τὴ θεϊκὴ πληρότητα ποὺ κάνει τὸν μελῳδὸ τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἀναφωνῆ: «ἔσωσας ὅλον με τὸν ἄνθρωπον».
Σώζεται ὅλος ὁ ἄνθρωπος ἐπειδὴ σώζεται «τὸ ἀνθρώπινον σύμπαν» (Συναξάριον τοῦ Πάσχα) μὲ τὴν Ἀνάστασι. Ἀκούγεται ὁ κατηχητικὸς λόγος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Καὶ γιὰ νὰ ἐνωτισθῆς τὰ ἄρρητα ρήματα τοῦ Χρυσορρήμονος καὶ νὰ ἐμποτιστῆς μὲ τὴν οὐράνια παράκλησι ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο πρέπει νὰ ἔχῃς περάσει ὅλη τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ τῶν δοκιμασιῶν τῆς ζωῆς.
Τότε καταλαβαίνεις ὅτι ὄχι ἡ γνῶσι ἀλλὰ ἡ ἀπόγνωσι σὲ κάνει κοινωνὸ τῆς αἰωνίου μακαριότητος (Ἀββᾶς Ἰσαὰκ Σύρος).
Καὶ δι᾿ ὅλων αὐτῶν δὲν κολακεύονται κάποιοι εὐνοούμενοι, καὶ ἄλλοι μένουν ἔξω. Ἀλλὰ ὅλοι κρινόμαστε ἐξ ἴσου ἀπὸ τὴν ἄφατη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν ἐξαιρεῖ κανένα.
Ἡ αἵρεσι, ὡς ἀνθρώπινη ἄποψι καὶ κατασκεύασμα, εἶναι εὔκολη λύσι, ἀλλὰ ὀλέθρια γιὰ τὸν ἄνθρωπο, γιατὶ ἀγνοεῖ τὴ δίψα καὶ τὶς ἀπαιτήσεις του.
Ἡ Ὀρθοδοξία, ὡς σεσαρκωμένη Ἀλήθεια, εἶναι ἀνυπόφορη μὲ σταυροὺς καὶ θανάτους, ἀλλὰ ζωηφόρος γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἐπειδὴ τὸν φέρνει στὸ θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως.
Ἡ πνευματικὴ ζωὴ εἶναι ἐνδιαφέρουσα ἐπειδὴ εἶναι ἐπικίνδυνη. Ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ μπορεῖ νὰ γίνουν οἱ ἔσχατοι πρῶτοι, καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι.
Μεγάλοι δὲν εἶναι οἱ θορυβοποιοὶ ποὺ προβάλλονται ὡς πνευματικοὶ ἡγέτες ἢ προφῆτες, γιὰ νὰ καταπλήξουν καὶ νὰ καταπνίξουν τὸν κόσμο. Μεγάλοι εἶναι οἱ ταπεινοὶ καὶ «ἀνύπαρκτοι», ποὺ ἔχουν δεχθῆ τὴν παράκλησι τοῦ Πνεύματος καὶ ἀποτελοῦν τὴν παρηγοριὰ ὅλου τοῦ κόσμου. Τοὺς ἀρκεῖ ἡ χάρις (Β´ Κορ. 12, 4). Καὶ αὐτὴν ἐκπέμπουν ἀενάως, μὲ ἀκτινοβολία ποὺ τρέφεται ἀκατάπαυστα ἀπὸ τὴ συντριβὴ τῆς καρδιᾶς καὶ τὴν αἴσθησι ποὺ ἔχουν ὅτι μολύνουν τὸν τόπο μὲ τὴν παρουσία τους. Ἐνῶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι εἶναι εὐλογία γιὰ ὅλη τὴ δημιουργία καὶ ὅταν ζοῦν, καὶ ἀφοῦ παρέλθουν, γιατὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο δίδει νόημα καὶ λόγο στὴν παρουσία καὶ τὴν ἀπουσία τους.
Ἀντίθετα, μόλις πιστέψῃς ὅτι κάτι εἶσαι στὴν ἀρετὴ ἢ στὴ γνῶσι, τότε τὰ χάνεις ὅλα καὶ γίνεσαι ἀφορμὴ μολύνσεως ἄσχετα ἂν νομίζῃς ἐσύ -ἢ καὶ κάποιοι ἄλλοι- ὅτι εἶσαι ὑπόδειγμα ἀρετῆς καὶ ἀνανεώσεως τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Αὐτὸ ποὺ ἔχουν οἱ Ἅγιοι δὲν εἶναι τὰ ἀνθρώπινα ταλέντα ἢ προτερήματα· σοφίας, ρητορικῆς ἢ ποιήσεως. Ἀλλὰ ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ ἅγιασαν προσφέροντάς τα στὸν Θεό. Καὶ δι᾿ αὐτῶν φανερώνεται ἡ χάρις ποὺ παρηγορεῖ καὶ θεώνει τὸν ἄνθρωπο.
Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια τῆς σωτηρίας, καὶ τὸ πῶς διὰ τοῦ Σταυροῦ ἔρχεται χαρὰ σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο, ἔχει μπῆ στὴ συνείδησι τοῦ πιστοῦ λαοῦ.
Στὰ χωριὰ τῆς Κρήτης ἡ εὐχὴ τοῦ ἁπλοῦ κόσμου πρὸς ἕνα μοναχὸ ἢ μιὰ μοναχὴ εἶναι: νὰ χαίρεσαι τὸν σταυρό σου.
Ἐὰν γιὰ τοὺς γονεῖς χαρὰ εἶναι τὰ παιδιά τους, γιὰ ἕνα μοναχὸ χαρὰ εἶναι ὁ σταυρός του. Καὶ αὐτὸ δείχνει τὸ θεολογικὸ ἐπίπεδο καὶ τὴ σχέσι ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τοῦ πιστοῦ λαοῦ καὶ τοῦ Μοναχισμοῦ.
Ὅλος ὁ κόσμος ποὺ ζῆ καὶ πονᾶ, ζητᾶ μιὰ ἀπάντησι στὰ προβλήματα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ πόνου του.
Οἱ ἁπλοὶ μοναχοὶ καὶ οἱ μοναχές, τῶν πολλῶν μοναστηριῶν ποὺ λειτουργοῦν σήμερα, φαίνονται ἴσως σὲ πολλοὺς σὰν χαμένοι καὶ ἀνύπαρκτοι ἔξω ἀπὸ τὰ προβλήματα τοῦ κόσμου. Ἀλλὰ αὐτοὶ ζοῦν ἤρεμα, μέσα στὴ λειτουργική τους ζωὴ καὶ ἀφιέρωσι, τὴ λύσι τῶν προβλημάτων τοῦ κόσμου ὅλου, καὶ τὴν κοινοποιοῦν μὲ τὴν ὕπαρξί τους. Μεταφέροντας τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ θάνατος καταργήθηκε.
Αὐτοὶ οἱ «ἀνύπαρκτοι» εἶναι παρόντες μεταξύ μας. Καὶ εὔχονται νὰ πηγαίνουν καλὰ οἱ μελέτες καὶ ἡ ζωὴ ὅσων ἀσχολοῦνται μὲ τὸ Βυζάντιο καὶ τὸν βυζαντινισμό.