Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης - Ἀναζητώντας ἕνα σύγχρονο ὀρθόδοξο λόγο
Πρὸς μίαν ἀναδιατύπωση τοῦ λόγου τῆς παραδόσεως

Εἰσήγηση καὶ συζήτηση ἀπὸ τὴν 6η νεανικὴ συνάντηση γνωριμίας καὶ ἐπικοινωνίας,
ποὺ διοργάνωσε ὁ Νεανικὸς Ἐπιμορφωτικὸς Ὅμιλος Σύρου(1), στὴ Ζίτσα Ἰωαννίνων
στὶς 21-26 Ἰουλίου 1991, ὑπὸ τὸν γενικότερο τίτλο «Ἀναζητώντας τὴν ταυτότητά μας»(2)


Νομίζω ὅτι ἐὰν δὲν ἔλεγα τίποτα, θὰ φανταζόσασταν καὶ θὰ ξέρατε αὐτὰ ποὺ ἤθελα νὰ πῶ. Ἀλλὰ ἐπειδὴ πρέπει κάτι νὰ πῶ, τὸ κάνω.

Κατ᾿ ἀρχήν, νὰ ξεκαθαρίσω ὅτι δὲν εἶμαι καθόλου προετοιμασμένος, δὲν ξέρω τί νὰ πῶ. Ἡ παραμονὴ μαζί σας γιὰ δυὸ μέρες ἤτανε πολὺ θετική. Μοῦ ἄρεσαν πολλὰ πράγματα, κυρίως ὅμως οἱ παρουσιάσεις τῶν ὁμάδων ποὺ μετέχουν. Ἰδιαίτερα, αὐτοὶ ποὺ εἶπαν ὅτι ὅταν παίζουν συνήθως ἀποτυχαίνουν. Καὶ ἐπίσης ἡ κοπελιὰ ποὺ εἶπε ὅτι «δὲν νομίζουμε ὅτι ἔχουμε ἀποστολὴ νὰ σώσουμε τὸν κόσμο, ἁπλῶς στὴ συντροφιά μας προσπαθοῦμε νὰ βοηθήσουμε κάθε παιδὶ νὰ προχωρήσει σὲ μία προσωπικὴ συνάντηση μὲ τὸ Χριστὸ καὶ ὅταν πέσουμε θέλουμε νὰ σηκωνόμαστε».

Εἴχατε δίκιο τὴν περασμένη φορά, στὴν Παναγία Σουμελᾶ (3) ὅταν ζητούσατε νὰ παίρνουν τὸ λόγο περισσότερο οἱ νέοι. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἄκουσα τὸν κ. Βασιλειάδη(4) νὰ λέει ὅτι δὲν περιμένουμε κάτι ἀπὸ τοὺς γέρους, οὔτε ἀπὸ τοὺς μεσήλικες ἀλλὰ ἀπὸ ἐσᾶς τοὺς νέους. Ἐγώ, ἐπειδὴ ἀγαπῶ τοὺς νέους καὶ δὲν θέλω νὰ τοὺς ὑποτιμῶ, θὰ ἔλεγα ὅτι δὲν περιμένουμε τίποτε ἀπὸ τοὺς νέους κατὰ τὴν ἡλικία, γιατί ἀλίμονο ἂν τυχὸν περιμέναμε κάτι ἀπὸ μία κατάσταση ποὺ σύντομα θὰ χάσουμε. Ἕνας νέος εἶναι νέος γιὰ λίγα χρόνια. Καὶ ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ εἶναι νέος στὸ διηνεκές. Θέλει νὰ ξεπεράσει τὴ βιολογία, τὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο. Ἔχει παράλογες ἀπαιτήσεις, ὑπεράνθρωπες, ποὺ δὲν ἱκανοποιοῦνται πουθενὰ ἀλλοῦ, παρὰ μόνο μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, ἡ αἰωνία νεότης δίδεται μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἐκεῖ παίρνει νόημα ἡ νεότης, ἡ ὥριμη ἡλικία, τὰ γηρατειὰ καὶ ὁ θάνατος. Καὶ ὁ θάνατος παρουσιάζεται ὡς πλήρωμα ζωῆς.

Ἔτσι λοιπόν, ὁ Ὀρθόδοξος λόγος εἶναι ὁ ἀνθρώπινος λόγος, ὁ θεῖος Λόγος, ὁ ἐν ἀρχῇ Λόγος, ὁ Θεὸς Λόγος «δι᾿ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν» καὶ ὁ ἔσχατος λόγος. Καὶ αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος, Θεὸς ὧν γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο Λόγο εἶναι ὁ «Λογώσας» τὴν ἀλογία ἡμῶν, Αὐτὸς ποὺ μάζεψε τὰ συντρίμματα τῶν λόγων καὶ τῆς ὑπάρξεώς μας καὶ μᾶς ἔκανε νέο ἄνθρωπο καὶ μᾶς διέστειλε καὶ μᾶς ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ γίνουμε κατὰ χάρη χώρα τοῦ ἀχωρήτου.

Ὁπότε ὁ Ὀρθόδοξος Λόγος εἶναι λόγος αἰώνιος, ἐκκωφαντικὸς καὶ ἐν σιγῇ λαλούμενος καὶ προσωπικός. Ὁ Θεὸς Λόγος δὲν ἔγινε σύστημα, ἢ θεολογία, οὔτε φιλοσοφία, ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἔτσι μπορεῖ ὁ κάθε ἄνθρωπος προσωπικὰ νὰ γίνει Λόγος, νὰ γίνει Θεὸς καὶ νὰ ἀνακεφαλαιώσει τὸ ὅλον. Πόσοι θέλησαν νὰ σώσουν τοὺς ἀνθρώπους μὲ ὁλοκληρωτικὰ συστήματα, νὰ τοὺς προσφέρουν μιὰ μαζικὴ σωτηρία; Αὐτὰ τὰ συστήματα, εἴτε θρησκευτικὰ εἴτε ὄχι, ἀποδείχθηκαν καταστροφὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Πόσοι θέλησαν νὰ καταστρέψουν καὶ νὰ κλείσουν τὸ στόμα τοῦ ἑνὸς Λόγου ὁ ὁποῖος ἀκούγεται ἐν σιγῇ; Στὸ τέλος δὲν πέτυχαν τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ ὑπογραμμίσουν τὸ ἀδιάπτωτό του ἑνὸς αὐτοῦ Λόγου. Καὶ πόσοι ἄλλοι θέλησαν νὰ σώσουν τὸ Λόγο καὶ παρουσιάστηκαν σὰν προφῆτες μανιώδεις ποὺ θὰ τὸν κηρύξουν καὶ θὰ τὸν σώσουν; Καὶ δὲν κατάφεραν τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ ὑπογραμμίσουν τὸ τί δὲν εἶναι ὁ Λόγος. Ἔτσι βοήθησαν πάλι τὸν Λόγο, ὁ ὁποῖος σῴζει τὸν ἄνθρωπο.

* * *

Λέει ὁ Κύριος ὅτι «ἔρχεται ὥρα ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ καὶ οἱ ἀκούσοντες ζήσονται». Τὸ θέμα εἶναι ἂν μποροῦμε νὰ ἀκούσουμε τὴ φωνὴ αὐτὴ γιὰ νὰ ζήσουμε προσωπικά. Καὶ ἀφοῦ λέει ὅτι «πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις» θὰ ἀκούσουν αὐτὴ τὴ φωνή, γιὰ νὰ τὴν ἀκούσουμε πρέπει νὰ εἴμαστε κατὰ κάποιον τρόπο πεθαμένοι. Ζητάει ὁ Λόγος μία ἀπέκδυση τοῦ δικοῦ μας θελήματος, τῶν δικῶν μας ἐλπίδων, τῶν δικῶν μας φόβων καὶ τοῦ δικοῦ μας θράσους. Ἂν θέλετε, ὅπως ὁ Μωυσῆς ὅταν βρέθηκε μπροστὰ στὴ φλεγόμενη καὶ μὴ κατακαιομένη Βάτο ἄκουσε μία φωνὴ ποὺ τοῦ ἔλεγε «ἡ γῆ ἐδῶ εἶναι ἁγία καὶ ὁ τόπος ἐδῶ εἶναι ἅγιος καὶ γιὰ νὰ προχωρήσεις πρέπει νὰ λύσεις τὸν ἱμάντα τοῦ ὑποδήματός σου», ἔτσι καὶ ἐμεῖς καλούμεθα νὰ ἀπεκδυθοῦμε τοὺς δερμάτινους χιτῶνες τῆς αὐτοπεποιθήσεως, τῶν δικῶν μας σχεδίων καὶ θελημάτων, παθῶν, ἀρετῶν καὶ ὑπολήψεως καὶ στὴ συνέχεια, ἐὰν εἶναι δυνατόν, νὰ ἀπεκδυθοῦμε καὶ τῆς ἴδιας μας τῆς ὑπάρξεως κι ἔτσι, σὰν ἀνύπαρκτοι, νὰ πλησιάσουμε τὸν ὄντως Ὄντα. Γι᾿ αὐτὸ λέει ὁ Κύριος ὅτι ἂν κάποιος θέλει νὰ σώσει τὴν ψυχή του, θὰ τὴ χάσει. Ἂν τὴ χάσει ἕνεκεν τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ Εὐαγγελίου, θὰ τὴν σώσει. Κι αὐτὴ ἡ σωτηρία καὶ αὐτὴ ἡ εὕρεση τῆς ψυχῆς ἔχει μεγαλύτερες διαστάσεις καὶ ἀντοχὴ ἀπὸ τὴν ἀπώλεια. Καὶ κάτι τὸ ὁποῖο γεννιέται ἀπὸ κάτι θνητό, ἀπὸ κάτι πρόσκαιρο, πρόκειται νὰ χαθεῖ, νὰ διαλυθεῖ. Κάτι ποὺ γεννιέται ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα τοῦ θανάτου, «θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει». Καὶ ἐμεῖς μποροῦμε διὰ τῆς ζωοφόρου νεκρώσεως νὰ ἀπαλλαγοῦμε, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὰ κακὰ θελήματα, τὶς καλὲς καὶ τὶς κακὲς πράξεις, τὴν αὐτοπεποίθηση, τὴν ὕπαρξή μας. Νὰ νοιώσουμε ὅτι πραγματοποιεῖται σὲ μᾶς αὐτὸ ποὺ βλέπουμε στὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως: νὰ νοιώθουμε ὅτι ὁ Θεὸς Λόγος «τὰ τοῦ θανάτου κλεῖθρα διασπάσας» μᾶς τραβᾶ ἀπὸ τὸ χέρι, ὅπως τραβᾶ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, καὶ νὰ μᾶς φέρνει σὲ μία καινὴ πολιτεία, «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος».

Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος ὡς ἐκ νεκρῶν ζῶν πραγματοποιεῖ αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος: «παραστήσατε ἑαυτοὺς τῷ Θεῷ ὡς ἐκ νεκρῶν ζῶντας». Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἐκ νεκρῶν ζῶν, καταλαβαίνει ὅτι ἐνῷ ἐμεῖς πέσαμε, ὁ Θεὸς Λόγος τὰ πάντα ἐποίησε, ἕως ὅτου μᾶς ἀνήγαγε εἰς τὴν Βασιλεία Του καὶ μᾶς χάρισε τὴ ζωὴν τὴν αἰώνιον, τὴν Βασιλείαν τὴν μέλλουσα. Τὸ μεγάλο γεγονὸς εἶναι ὅτι οἱ ἀκούσοντες ζήσονται καὶ ἡ ζωὴ εἶναι αὐτὴ ἡ κατὰ χάρη διαστολή, νὰ πάρει ὁ ἄνθρωπος κατὰ χάρη τὰ μέτρα τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀνακεφαλαιώσει τὸ ὅλον.

Μᾶς λέει: «οἱ ἀκούσαντες ζήσονται». Μποροῦμε νὰ πούμε ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας, ἄσχετα ἂν εἴμαστε ἄνδρες ἢ γυναίκες, μορφωμένοι ἢ ἀμόρφωτοι, νέοι ἢ γέροι εἶναι νὰ ἀκούσουμε τὴ φωνὴ αὐτή. Ἂν τὴν ἀκούσουμε, θὰ ζήσουμε. Καὶ ἐλευθερωμένοι διὰ τῆς ζωοποιοῦ νεκρώσεως, μπαίνουμε στὴν καινὴ πολιτεία τῆς θείας περιχωρήσεως ὅπου ὁ καθένας ἀνακεφαλαιώνει τὸ ὅλον. Γι᾿ αὐτὸ λέγει ὁ Κύριος ὅτι ὁ καλὸς ποιμὴν «καλεῖ τὰ ἴδια πρόβατα κατ᾿ ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτά». Αὐτὴ ἡ κλῆσις τοῦ ὀνόματός μας ἀπὸ τὸν καλὸ ποιμένα εἶναι ἡ ἔξοδος στὴν ἐλευθερία τῆς ἀγάπης καὶ τῆς περιχωρήσεως. Κι ἔτσι μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθεῖ στὴ συνέχεια αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Κύριος, «εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται καὶ νομὴν εὑρήσει». Μποροῦμε νὰ μποῦμε καὶ νὰ βγοῦμε, νὰ βρίσκουμε νομή. Ὅπως λέει ἡ εὐχὴ «ἐν ταῖς ἐξόδοις καὶ ἐν ταῖς εἰσόδοις ἡμῶν εἰς τὸν κόσμον τοῦτον». Καὶ διὰ τῆς θλίψεως καὶ διὰ τῆς χαρᾶς καὶ διὰ τῆς εὐλογίας καὶ διὰ τῆς δοκιμασίας βρίσκουμε νομή, τρεφόμαστε καὶ προχωροῦμε. Καὶ λέει ὁ Κύριος ὅτι προχωρεῖ πάντα ἔμπροσθεν ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς καὶ τὰ ἴδια πρόβατα τὸν ἀκολουθοῦν γιατί γνωρίζουν τὴ φωνή του. «Ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσι, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ᾿ αὐτοῦ». Γιατί οἱ ἀλλότριοι εἶναι ψεύτικοι. Καὶ ἂν τυχὸν γιὰ λίγο θαμπώνουν τοὺς ἀνθρώπους, ἕνας ἄνθρωπος μὲ δυνατὴ κράση θὰ τοὺς ἀφήσει καὶ θὰ φύγει. Ὅταν ἀκολουθεῖς τὸν Καλὸ Ποιμένα, ζεῖς σὲ μία ἀκατάπαυστη συνέχεια ἐκπλήξεων. Καὶ ἡ ζωὴ εἶναι τόσο μεγάλη καὶ «ἡ θύρα ἀνεωγμένη ἣν οὐδεὶς δύναται κλεῖσαι». Καὶ ἡ χαρὰ τόσο μεγάλη ποὺ φαίνεται σὰν θλίψη. Γι᾿ αὐτὸ μιλοῦμε γιὰ πένθος χαροποιόν. Καὶ τὸ φῶς εἶναι τόσο πολύ, ποὺ φαίνεται γνόφος. Καὶ ὁ θάνατος σὰν συμπεπυκνωμένη ζωή. Καὶ τὸ σκότος σὰν συμπεπυκνωμένο φῶς, σὰν πλησμονὴ θείας φωτοχυσίας. Καὶ δὲν τελειώνει αὐτὴ ἡ ἔκπληξις, διὰ τῆς κενώσεως πλουτίζεις καὶ διὰ τῆς ταπεινώσεως ὑψώνεσαι. Ἀκριβῶς σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο δικαιώνεται ὁ μοναχισμός, ἀλλὰ δικαιώνεται καὶ ἡ ὕπαρξη καθενὸς ἀνθρώπου.

* * *

Ὅσα λέμε δὲν εἶναι θεωρίες ἀλλὰ ὁ τρόπος ὑπάρξεως μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὅσο γνώρισα, πουθενὰ δὲν ἔχουμε αὐτὴν τὴ Θεία πολιτεία, πουθενὰ δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ δυνατότητα: ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὄχι ἐπειδὴ εἶναι ἔξυπνος, οὔτε ἐπειδὴ εἶναι καλός, οὔτε ἐπειδὴ εἶναι νέος ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶναι ἄνθρωπος κι ἔχει τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ μέσα του, κι ἔχει ἕνα δικό του ὄνομα, μπορεῖ νὰ ἀνακεφαλαιώνει τὸ ὅλον. Καὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴν εἶναι ἕνα κομμάτι τοῦ ὅλου ἀλλά, ἂν θέλετε, νὰ νοιώθει ὅτι τὸ ὅλον γίνεται ἕνα κομμάτι τοῦ καθενὸς ἀνθρώπου. Ὁπότε ὅταν φτάσει κανεὶς ἐκεῖ νοιώθει ὅτι φτάσαμε στὸ ἕν, τὸ ὁποῖο ἔχει τὰ πάντα. Φτάσαμε σὲ μιὰ ἄλλη πολιτεία. Αὐτὸ σῴζει τὸν ἄνθρωπο, ἄσχετα ἂν εἶναι στὴν Ἀνατολὴ ἢ στὴ Δύση. Ἄκουσα ὅτι ὁ Γκορμπατσὼφ εἶπε στὸ Μητσοτάκη ὅτι αὐτὸ ποὺ μᾶς ἑνώνει εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Κι αὐτὸ ποὺ ἑνώνει τὴ Δύση καὶ τὴν Ἀνατολὴ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Κι αὐτὸ ποὺ ἑνώνει τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Κι αὐτὸ ποὺ ζητάει κάθε ἄνθρωπος, εἴτε πιστὸς εἴτε ἄπιστος, εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Αὐτὸ τὸ ἕνα, τὸ ἐλάχιστο ποὺ δίνει τὰ πάντα καὶ ἀποκαλύπτει στὸν ἄνθρωπο τὴ θεία εὐγένεια καὶ τὴ θεϊκή του ἀποστολή.

Ὁ Θεὸς Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ δώσει τὴ δυνατότητα στὸν κάθε ἄνθρωπο νὰ γίνει Θεὸς κατὰ χάριν. Ὅταν ὁ Ἅγιος Ιγνάτιος ὁ Θεοφόρος πλησίαζε πρὸς τὸ πάθος, στὴν πορεία πρὸς τὴ Ρώμη, ἔγραφε κάποιες ἐπιστολὲς κι αὐτὲς τὸν ἀνέδειξαν περιπτωσιακὸ συγγραφέα ἀλλὰ μέγιστο, στὸ ὕψος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Καὶ παρουσιάζεται ὡς ποιητής, ὡς ποιμήν, ὡς θεολόγος, ὡς ἄνθρωπος ποὺ διαρρηγνύει τὰ γινωσκόμενα καὶ φέρνει τὴν καινὴ λογική. Γι᾿ αὐτὸ οἱ χριστιανοὶ προσπαθοῦσαν νὰ τὸν σώσουν, νὰ τὸν ἔχουν μαζί τους ὅσο γίνεται περισσότερο καὶ νὰ μὴν ἀφήσουν νὰ τὸν κατασπαράξουν τὰ θηρία. Κι αὐτὸς γράφει: «..ἀφῆστε με νὰ πεθάνω γιὰ νὰ ζήσω. Ἐκεῖ παραγενόμενος, ἄνθρωπος ἔσομαι. Ἂν τυχὸν μ᾿ ἀφήσετε νὰ πάθω, Λόγος γενήσομαι Θεοῦ. Ἐὰν ἐρασθῆτε τῆς σαρκός μου, πάλι γενήσομαι ἠχώ. Ἂν τυχὸν μ᾿ ἀφήσετε νὰ πάθω, νὰ μὲ φᾶνε τὰ θηρία, θὰ γίνω Λόγος Θεοῦ, θὰ γίνω Χριστὸς κατὰ Χάρη, θὰ μὲ ἀκοῦτε συνέχεια. Ἂν τυχὸν ἐπέμβετε ἀνθρώπινα καὶ μὲ σώσετε, θὰ γίνω ἕνα σύνολο ἤχων χωρὶς νόημα». Ἀποστολὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ν᾿ ἀκούσει αὐτὴ τὴ φωνὴ προσωπικά, νὰ πεῖ «ναί» στὴ θεία φωνή, ὅπως ἀνταποκρίθηκε ἡ Παναγία στὸν ἀρχαγγελικὸ ἀσπασμό, νὰ εἶναι ὑπάκουος «τῇ οὐρανίῳ ὁπτασίᾳ». Ὅπως λέει στὸν Ἀπόστολος Παῦλος, «ἐσὺ πᾶς νὰ διώξεις τοὺς χριστιανούς. Ἐγὼ σὲ θέλω ἐδῶ. Καὶ ἐπειδὴ σέβομαι τὴν ἐλευθερία σου, σὲ θέλω μαζί μου». Καὶ ὁ Παῦλος εἶπε «οὐκ ἀπειθῇς ἐγενόμην τῇ οὐρανίῳ ὁπτασίᾳ».

Ἂν ὁ καθένας ψάξει τὴ ζωή του, θὰ δεῖ ὅτι μπορεῖ νὰ ἔχει ἐπιτυχίες ἢ ἀποτυχίες, ἀλλὰ ὑπάρχει κάποια θεία ἐπίσκεψη. Καὶ τότε, νοιώθουμε ὅτι ὁ Καλὸς Ποιμὴν μᾶς καλεῖ κατ᾿ ὄνομα. Ὁ Θεὸς δὲν ἄφησε ἐποχὴ ἀμάρτυρον, σὲ κάθε ἐποχὴ εἶχε τοὺς ἁγίους του. Ὁ Θεὸς δὲν ἄφησε ἀμάρτυρον καὶ χωρὶς ἐπίσκεψη κανέναν ἄνθρωπο. Τὸ θέμα εἶναι νὰ ἔχουμε ὦτα καὶ νὰ ἀκοῦμε τὴν κλήση του. Τὸ κακὸ καὶ ἐπικίνδυνο εἶναι ὅτι μας σέβεται περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι μᾶς πρέπει. Λέει στὴν Ἀποκάλυψη «ἰδοὺ ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω. Ἐάν τις μοῦ ἀνοίξῃ εἰσελεύσομαι» καὶ θὰ δειπνήσω μαζί του. Ἐὰν ὄχι, θὰ φύγω. Ἐμεῖς, ἂν θέλουμε, μπορούμε νὰ ποῦμε: «Θεέ μου ἐγὼ εἶμαι κουφὸς καὶ ἄλαλος, δὲν ἀκούω τίποτα. Γι᾿ αὐτὸ σὲ παρακαλῶ, ὅταν ἔρθεις καὶ χτυπᾷς τὴν πόρτα μου καὶ δὲν ἀνοίγω, νὰ τὴν σπάσεις». Κι ἂν τοῦ τὸ ζητήσουμε, θὰ τὴ σπάσει καὶ θὰ μπεῖ μέσα καὶ τότε θὰ ἀρχίσει μία ἄλλη ζωὴ γιὰ μᾶς. Ὁπότε αὐτὴ ἡ προσωπικὴ συνάντηση μὲ τὸν Θεὸ εἶναι σὰν τὴ φανέρωση τοῦ Κυρίου ποὺ εἶπε: «μὴν πιστεύετε σ᾿ αὐτοὺς ποὺ σᾶς λένε ἰδοὺ ὧδε ἢ ἰδοὺ ἐκεῖ. Ἂν σᾶς ποῦν ἐν τοῖς ταμείοις μὴ πιστεύσετε ὅτι εἶμαι ἐκεῖ καὶ ἐν τῇ ἐρήμῳ μὴ ἐξέλθητε». Γιατὶ ἡ παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου εἶναι σὰν τὴν ἀστραπὴ ποὺ φωτίζει τὴν ὑπ᾿ οὐρανόν. Ὑπάρχουν κάποιες μυστικὲς ἐπισκέψεις ἀνάκουστες, ἀθόρυβες, ποὺ δὲν τὶς παίρνει εἴδηση ὁ κόσμος, σὰν τὴν ἀστραπὴ ποὺ φωτίζει τὴν ὑπ᾿ οὐρανόν μέσα στὸν καθένα. Τὸ θέμα εἶναι νὰ μὴν ξεχάσουμε αὐτὲς τὶς προσωπικὲς συναντήσεις καὶ φανερώσεις, νὰ ἡσυχάσουμε σὲ μία γωνιὰ καὶ νὰ ἀφήσουμε αὐτὴν τὴν ἐμπειρία σὰν προζύμι νὰ ζυμώσει ὅλο τὸ φύραμα. Ὅταν αὐτὸ γίνει, ὁ ἄνθρωπος μὴν κάνοντας τίποτα, τὰ κάνει ὅλα. Καὶ κάνοντας ὅλα, κάνει τὸ ἕνα ποὺ χρειάζεται. Καὶ ὅπως λέει ὁ Ἅγ. Συμεὼν ὁ Θεολόγος, «ὅταν ἀκούει κανεὶς τὸν ἕνα Λόγο τότε ἀκούει ὅλους τοὺς λόγους». Καὶ ὅταν ἀκούει ὅλους τοὺς λόγους δὲν ἀκούει παρὰ τὸν ἕνα Λόγο. Καὶ ὅταν ἀκούει κανεὶς αὐτὸν τὸν ἕνα Λόγο δηλ. ὅλους τοὺς λόγους, τότε καταλαβαίνει τοὺς λόγους τῶν ὄντων, δηλ. τὴν αἰτία καὶ τὸ σκοπὸ τῆς ὑπάρξεως τῶν ὄντων. Τότε νοιώθει ὅτι ὄντας ἀκίνητος τὰ κάνει ὅλα καὶ ὄντας κάπου εἶναι παντοῦ.

Νὰ ἀκούσουμε προσωπικὰ τῆς φωνῆς Αὐτοῦ καὶ νὰ ποῦμε «ναί» στὴ φωνὴ αὐτή. Τὸ δύσκολο καὶ ἐπικίνδυνο εἶναι ὅτι μᾶς σέβεται, χτυπάει σιγὰ τὴν πόρτα καὶ μᾶς λέει ὅτι, ἂν θέλετε μπορεῖτε νὰ μὲ ἀρνηθεῖτε, δὲν διαπληκτίζομαι μαζί σας. Νομίζω ὅτι ἡ θεϊκότης τοῦ σαρκωθέντος Λόγου μπορεῖ νὰ φανερωθεῖ καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι λέει ὁ Κύριος: «ἐάν τις μοῦ ἀκούσῃ τῶν ρημάτων καὶ οὐ πιστεύσει, ἐγὼ οὐ κρίνω αὐτόν. Ὁ Λόγος ὁ ἐμὸς κρινεῖ ὑμᾶς ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ». Ἔχοντας αὐτὴν τὴν παντοκρατορία τῆς ἀγάπης δὲν διαπληκτίζεται. Γι᾿ αὐτὸ σκοπὸς εἶναι νὰ γίνει κανεὶς κατὰ χάριν Λόγος, νὰ γίνει κατὰ χάριν Θεὸς καὶ τότε βλέπει ὅτι ἀποκαθίσταται ἡ ἑνότης τοῦ σύμπαντος κόσμου. Καὶ αὐτὴ ἡ ἑνότης τοῦ σύμπαντος κόσμου δὲν μπορεῖ νὰ διαταραχτεῖ, δὲν μπορεῖ νὰ διασπαστεῖ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ δὲν μπορούμε νὰ μαζευτοῦμε οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως γιὰ νὰ κάνουμε κάτι ἄλλο δικό μας. Ἡ ἑνότης ὑπάρχει, ἡ ζωὴ ὑπάρχει, ἡ αἰωνιότης ὑπάρχει, δὲν διαλύεται, γι᾿ αὐτὸ ὅλοι ἐλπίζουμε -σὲ Ἀνατολὴ καὶ σὲ Δύση. Κι ἂν οἱ Δυτικοὶ εἶναι καλοὶ καὶ τακτοποιημένοι, μὲ γειά τους μὲ χαρά τους. Κι ἂν τυχὸν ἐμεῖς εἴμαστε ἐπιπόλαιοι καὶ διαλυμένοι, μὲ γειά μας μὲ χαρά μας. Δὲν θὰ μᾶς σώσει παρὰ αὐτὴ ἡ ζωηφόρος νέκρωση ποὺ θὰ μᾶς χαρίσει τὴν ἄλλη δύναμη, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Τί νὰ τὴν κάνω τὴν τάξη καὶ τὴν ἐπιτυχία τὴ στιγμὴ ποὺ θά ῾ρθει ὁ θάνατος καὶ θὰ τὰ διαλύσει ὅλα; Ὅταν λέει ὁ Κύριος ὅτι: «πύλαι ᾍδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς (τῆς Ἐκκλησίας)» δὲν μιλάει γιὰ Βατικανό, ὅπως δὲν μιλάει γιὰ Κρεμλίνο. Κρεμλίνο καὶ Βατικανὸ εἶναι τὸ ἴδιο πρᾶγμα, στὴν ἴδια κατηγορία, ὅπως οἱ αὐστηροὶ ἀντιοικουμενιστὲς Προτεστάντες μὲ τοὺς δικούς μας ἀντίστοιχους Ὀρθοδόξους. Μιλάει γιὰ τὴν Ἐκκλησία ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Δεσπότης τῶν ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων, ποὺ πράττει τὰ θεῖα ἀνθρωπίνως καὶ τὰ ἀνθρώπινα θεϊκῶς. Δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἐμεῖς τονίζουμε τὴν Θεότητα τοῦ Κυρίου καὶ οἱ ἄλλοι τὴν Ἀνθρωπότητα τοῦ Κυρίου. Τότε θὰ ἔπαυε νὰ ὑπάρχει Ἐκκλησία. Μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχει αὐτὴ ἡ Θεία Θεανθρώπινη ἰσορροπία. Αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, ἂν τὸ νοιώσουμε, μᾶς ὁδηγεῖ σὲ μία σιωπή, στὸ νὰ παραλύσουν τὰ μέλη ἡμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, στὸ νὰ καταλάβουμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ Πίστη, ἡ παρηγοριὰ καὶ ὁ λόγος δὲν μεταδίδεται μὲ ἀπειλὲς οὔτε μὲ καυχήσεις, ἀλλὰ μεταδίδεται ἀπ᾿ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι εἶναι νεκροὶ καὶ ἀεὶ ζῶντες, ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰγνάτιο τὸ Θεοφόρο, ὁ ὁποῖος θέλησε νὰ πεθάνει γιὰ νὰ ζήσει, νὰ φύγει γιὰ νὰ μείνει πάντα μὲ τὴν Ἐκκλησία, νὰ σταματήσει νὰ μιλᾷ γιὰ νὰ γίνει Λόγος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὑπάρχουν οἱ κεκοιμημένοι οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀεὶ ζῶντες. Καὶ ὑπάρχουν αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἁγιάσει τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα τους. Καὶ αὐτοὶ δὲν παρέρχονται ποτέ.
Αὐτὸ ἔχει νὰ δώσει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὁπότε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι μὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὴν ἔννοια ποὺ ἔχουμε καὶ τὴν ἔννοια ποὺ πολλὲς φορὲς ἐμεῖς μιλᾶμε γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Πολλὲς φορὲς νοιώθω ὅτι ἂν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι αὐτὴ ἡ ὁποία παρουσιάζεται, τότε γιὰ νὰ τὴ βροῦμε τὴν Ἐκκλησία πρέπει νὰ τὴν ἀρνηθοῦμε αὐτὴ τὴν Ὀρθοδοξία. Γιατί ὁ θεὸς δὲν εἶναι Θεός, εἶναι ὑπέρθεος. Στὴ Θ. Λειτουργία, στὴν ἀγία Ἀναφορὰ λέγεται ὅτι εἶναι ἄξιον καὶ δίκαιον νὰ ὑμνεῖται ὁ Θεὸς γιατί εἶναι ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος. Ἂν ἦταν νοητός, καταληπτὸς καὶ ὁρατὸς δὲν θὰ ἄξιζε τὸν κόπο νὰ ὑμνεῖται. Ἀόρατος, ἀκατάληπτος, μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ ἀνύπαρκτος - γι᾿ αὐτὸ ὁ ὄντως ὢν. Εἶναι ἀνύπαρκτος, μὲ ὁποιαδήποτε ἔννοια μποροῦμε νὰ βάλουμε ἐμεῖς τῆς ὑπάρξεως. Αὐτὸς εἶναι λόγος τοῦ Ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ ποὺ λέει: «διὰ τὸ ὑπὲρ εἶναι τὸν Θεὸν» ἁρμόζει πιὸ πολὺ τὸ μὴ εἶναι ἀπὸ τὸ εἶναι. Ἂν πῶ ἐγὼ ὅτι ὁ Θεὸς ὑπάρχει καὶ πιστεύω στὸ Θεὸ μ᾿ ἕνα τρόπο ἀνθρώπινο, ἴσως εἶμαι πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἀπ᾿ αὐτὸν ποὺ λέει δὲν ὑπάρχει Θεός. Γιατί τὸ εἶναι τοῦ Θεοῦ εἶναι ὑπέρ-εἶναι. Ὁπότε ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος, εἶναι μία, ἐλάχιστη ἂν θέλετε, διαλυμένη καὶ ρακένδυτη ἀλλὰ πάμφωτη, ποὺ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ δώσει τὸ προζύμι ποὺ ζυμεῖ ὅλο τὸ φύραμα τῆς Δημιουργίας.

Χθὲς λέγαμε γιὰ τὰ δεινὰ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ γιὰ τὴν ἄσχημη εἰκόνα ποὺ δίνει στοὺς ξένους μὲ τὸ νὰ ἔχουμε στὸ Παρίσι 5-6 Δεσποτάδες κι ἄλλους τόσους στὴ Ν. Ὑόρκη. Ἐμένα μ᾿ ἀρέσει νὰ μὴν εἶναι καλὴ ἡ Ὀρθοδοξία, γιατί ἂν ἤτανε καλή, θὰ μπλέκαμε τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ εἴδωλο, ἐνῷ τώρα λέμε ὅτι παρουσιάζονται χίλιες ἀδυναμίες ποὺ δείχνουν τὴ δική μας κακομοιριά. Τὸ θαῦμα εἶναι ὅτι παρόλα ταῦτα λειτουργεῖ ἡ Θ. Λειτουργία, ὁ Λόγος σαρκοῦται, ὁ ἄνθρωπος γίνεται κατὰ χάριν Λόγος καὶ ὑπάρχει τὸ χαρμόσυνο μήνυμα: μπορεῖ νὰ ζήσει ὁ ἄνθρωπος. Ἀκριβῶς τώρα γι᾿ αὐτὸ ποὺ λέμε Ἀνατολὴ - Δύση μὲ τὴ δική μου νοοτροπία τὸ βλέπω λίγο διαφορετικά. Εἶχα πάει τὸν Ὀκτώβριο τοῦ ῾89 στὴν Αμερική, εἶδα τὴν Ἑλληνορθόδοξη μειονότητα καὶ λίγο τοὺς Ἀμερικάνους. Νοιώθω ὅτι ἕνας Ὀρθόδοξος αἰσθάνεται ντόπιος σὲ κάθε μέρος ἐπειδὴ καὶ στὴν πατρίδα του αἰσθάνεται ξένος. Ἕνας μόνιμος Ἀμερικάνος εἶναι «ἐμιγκρέ» στὴν Ἀμερική. Ἕνας ἀληθινὰ Ὀρθόδοξος εἶναι ντόπιος καὶ τὸν ἀγαπάει ὁ τόπος καὶ αὐτὸς ἀγαπάει τὸν τόπο. Μιλοῦμε γιὰ τοὺς ἀληθινοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ταπεινοὺς ποὺ εἶναι λόγος Θεοῦ καὶ φωνὴ παρηγοριᾶς γιὰ ὅλους. Στὴ συνέχεια λέμε ὅτι ὁ Θεὸς Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος, δὲν ἔγινε θεολογία, οὔτε σύστημα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ἔγραψε ὁ Κύριος τίποτα.

Σᾶς σέβομαι, λέει ὁ Κύριος, σωματικὰ καὶ πνευματικά. Δὲ σᾶς μιλῶ γιὰ πνευματικά, ἄϋλα ἀφήνοντάς σας στὴ σωματικὴ πείνα, οὔτε σᾶς κοροϊδεύω μὲ τὸ νὰ σᾶς δίδω τὸ ψωμὶ ποὺ φθείρεται καὶ νὰ σᾶς ἀφήνω ἀνοιχτὴ τὴν πεῖνα τὴν αἰώνια. Δίδω τὸ ψωμὶ καὶ τὸ ψάρι ποὺ σᾶς τρέφει καὶ σᾶς στηρίζει τὸ σῶμα καὶ στὴ συνέχεια ἀποκαλύπτει ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ ἄρτος, «ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβᾶς ἵνα ἐξ αὐτοῦ τὶς φάγῃ καὶ μὴ ἀποθάνῃ». Ὄχι σὰν τὸ μάννα τῆς ἐρήμου ποὺ τὸ ἔφαγαν, ἦταν ἕνα θαυματουργικὸ ἔδεσμα καὶ πέθαναν, ἀλλὰ ἕνας ἄρτος ποὺ τὸν τρώει κανεὶς καὶ δὲν πεθαίνει. Ὁπότε στὴ συνέχεια νομίζω πὼς ἕνας ἄνθρωπος ὀρθόδοξος ὅταν ὑπάρχει, ὅταν εἶναι λόγος Θεοῦ, κηρύττει τὴν ὀρθόδοξη θεολογία, ὄχι μὲ ὅρους θεολογικούς, ὅπως καὶ ὁ Κύριος μίλησε μὲ ὅρους ἀνθρώπινους κι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔγινε «τὰ πάντα τοῖς πᾶσι, ἵνα πάντας τινὰς σώσῃ». Ἂν ἕνας εἶναι ταπεινός, ἂν ἕνας ἀγαπᾷ, ἂν εἶναι ἀνίκανος νὰ χτυπήσει, νὰ πληγώσει τὸν ἄλλο, τότε ὁ ἄλλος καταλαβαίνει ὅτι δίπλα του ὑπάρχει κάτι θεϊκό. Καὶ τυφλὸς ἂν εἶμαι, τὴ στιγμὴ ποὺ βρίσκομαι κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο νιώθω τὴ θέρμη τῆς ὑπάρξεώς του σ᾿ ὅλη μου τὴν ὕπαρξη. Ὅταν βρίσκεσαι μπροστὰ σ᾿ ἕναν ἅγιο τέτοιο, τότε καταλαβαίνεις πῶς, ἀπὸ τὴν οὐσία τὴν ἀπρόσιτη τοῦ Θεοῦ, προχέεται ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια ὡς χάρις, ὡς ἀγάπη, ὡς κάλλος.

* * *

Ἤθελα νὰ πῶ λίγα καὶ λέω πολλά. Μιὰ ἐρώτηση ποὺ ἐτέθη χτὲς ἦταν, πῶς θὰ φερθοῦμε στοὺς ἐκτός. Θέλει προσοχὴ μήπως πολλὲς φορὲς οἱ ἐκτὸς εἶναι ἐντὸς καὶ οἱ ἐντὸς εἶναι ἐκτός. Λίγο πολὺ θὰ ἔχετε μία τέτοια πεῖρα. Γνωρίζει κανεὶς ἕναν ἄνθρωπο, καὶ ἡ συμπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ τὸν φανερώνει ὡς ὀρθόδοξο. Βλέπει κανεὶς ἕναν ἄνθρωπο «ἐκτός» νὰ ἔχει μία ταπείνωση, μιὰ σεμνότητα, νὰ σὲ διαλύει καὶ πράγματι νὰ νιώθεις μπροστά σου ὅτι ἔχεις κάποιο ἅγιο, ὁ ὁποῖος μεταλαμπαδεύει, μεταγγίζει μιὰ χάρη. Γι᾿ αὐτὸ λέμε ὅτι δὲν εἶναι ὀρθοδοξία αὐτὸ ποὺ πιθανῶς νομίζουμε. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ὁ ἐκτὸς ἔχει κάτι ἀπὸ τὸ Θεό, ὅπως λέει ὁ Κύριος ὅτι ὑπάρχουν κι ἄλλα πρόβατα, «ἃ οὐκ ἔστι ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης, κακεῖνα δεῖ με ἀγαγεῖν καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσιν». Ὁ καθένας ἔχει τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ μέσα του, στὴν ὀρθοδοξία πράγματι φτάνει κανεὶς στὸ πλήρωμα, ἀλλὰ μπορεῖ ἐγὼ νὰ κατακριθῶ. «Ὁ γνοὺς καὶ μὴ ποιήσας δαρήσεται πολλάς». Πολλὰ εἶδα καὶ δὲν κάνω τίποτε, κι ἕνας ἄλλος μακριὰ ἔχοντας αὐτὴν τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ τὴν αὐξήσει καὶ νὰ ἀποκτήσει μία σεμνότητα, ἕνα ἦθος, μιὰ ταπείνωση, ἡ ὁποία νὰ σὲ συγκλονίζει.

Ὁ Ντοστογιέφσκυ θεωρεῖται ὅτι κάνει μυθιστορήματα. Ὅμως μεταδίδει τὸ ὀρθόδοξο μήνυμα. Δὲν γλυτώνω ἀπὸ τὸν πειρασμὸ νὰ ἀναφέρω κι ἄλλο ὄνομα, «ἐκτός», τοῦ Κάφκα, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι χριστιανός, κι ὅταν τὸν διαβάσεις, νιώθεις ἕναν πόνο. Λένε πολλὰ παιδιά, ἂς μὴν τὸν διαβάσουμε, γιατί εἶναι τόσος ὁ πόνος του ποὺ φέρνει κατάθλιψη. Ἐγὼ νιώθω ὅτι κάθεσαι δίπλα σ᾿ ἕναν ἀδελφὸ συμπαθῆ, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι ἀναιδής, δὲν εἶναι ἐπιθετικός, δὲν νομίζει ὅτι μπορεῖ νὰ διορθώσει τὸν κόσμο καὶ τοῦ ὁποίου τὰ κείμενα εἶναι μία καταγραφὴ ἑνὸς πόνου προσωπικοῦ καὶ τὰ κείμενά του εἶναι σὰ νὰ παίρνεις μπαμπάκι καὶ μαζεύεις τὸ αἷμα μιᾶς πληγῆς καὶ τὸ βάζεις στὴν ἄκρη. Γι᾿ αὐτὸ εἶπε φεύγοντας, κάψτε τα. Δὲν εἶχε ἀποστολὴ νὰ τὰ τυπώσει, ἀλλὰ οἱ γνωστοί του τὰ κράτησαν.
Τελειώνω. Ὑπάρχει δυνατότης νὰ σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Υπάρχει δυνατότης νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴν κακομοιριὰ τῆς ἀνατολῆς. Ὑπάρχει δυνατότης καὶ ἡ Δύση νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν κακομοιριὰ τῆς τάξεως καὶ τῆς ἐπιτυχίας της. Αὐτὸ εἶναι τὸ μήνυμα ποὺ δίδει ὁ Χριστὸς ἀνιστάμενος ἐκ τοῦ τάφου.

Συζήτηση

Ἐρώτηση: Γέροντα, εἴπατε ὅτι πρέπει νὰ σεβόμαστε τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Κάποιες φορὲς στὶς συντροφιές μας, μπερδευόμαστε ὅταν φερόμαστε πρὸς τοὺς ἔξω, οἱ ὁποῖοι, ὅπως εἴπατε, πολλὲς φορὲς εἶναι μέσα στὴν ἐν Χριστῷ κοινωνία, ἴσως χωρὶς ἐμεῖς νὰ τὸ καταλαβαίνουμε καὶ προσπαθοῦμε νὰ τοὺς πείσουμε μὲ τὸ ζόρι, νὰ τοὺς φέρουμε κοντὰ στὴν ἐκκλησία, νὰ τοὺς κολλήσουμε στὸν τοῖχο. Πέστε μας μιὰ πιὸ σοφὴ στάση ἀπέναντι σὲ αὐτοὺς πού, ἴσως νὰ μὴν εἶναι συνειδητοποιημένα μέλη τῆς ἐκκλησίας καὶ ἐμεῖς προσπαθοῦμε νὰ τοὺς μιλήσουμε. Μὲ ποιὸν τρόπο μποροῦμε νὰ τοὺς πλησιάσουμε;

Ὁμιλητής: Ἐὰν εἴμαστε ταπεινοὶ καὶ καθαροί, δὲν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ συμβουλὲς γιὰ τὸ τρόπο προσέγγισης κάποιου. Ὁ καθένας θὰ μιλήσει μὲ τὸ δικό του τρόπο καὶ ὅλοι αὐτοὶ οἱ τρόποι εἶναι διάφοροι. Καὶ ὅταν αὐτὸ βγαίνει αὐθόρμητα, τότε ὁ ἄλλος παίρνει θετικὸ μήνυμα. Κάποιος μπορεῖ νὰ μὴν πεῖ τίποτε καὶ ἡ σιγή του θὰ εἶναι πράγματι λόγος καὶ κάποιος ἄλλος μπορεῖ νὰ βάλει τὶς φωνές, ὅπως πολλὲς φορὲς ἡ μάνα βάζει φωνὲς στὸ παιδί. Δὲ σημαίνει ὅτι δὲν εἶναι μάνα. Ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶναι μάνα καὶ ἀγαπᾷ, βάζει φωνὲς στὸ παιδί.

Λέω λοιπόν, ὅτι ἔχουμε ἕνα ἔργο μόνο νὰ κάνουμε. Νὰ γινόμαστε ὀρθόδοξοι, νὰ γινόμαστε λόγος Θεοῦ καὶ στὴ συνέχεια, τὸ πῶς θὰ κινηθεῖ κανεὶς εἶναι θέμα δικό του. Ἄλλωστε νομίζω ὅτι, γιὰ νὰ φτάσουμε νὰ ἀκούσουμε τὴ φωνὴ αὐτή, ποὺ ἀνασταίνει τοὺς νεκρούς, θὰ πρέπει νὰ τελειώσουμε τὴν «ἐγκύκλιο μόρφωση». Θὰ πρέπει νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴν ἀγωγὴ ποὺ μᾶς δίδεται καὶ νὰ βροῦμε διὰ τῆς μετανοίας, ὁ καθένας, τὸ δικό του ρυθμὸ καὶ τὸ δικό του τρόπο ἔκφρασης καὶ ὁμιλίας, ἐσωτερικῆς καὶ ἐξωτερικῆς.

Ὅταν εἴμαστε στὸ σχολεῖο παρακολουθοῦμε μαθήματα ποὺ τὰ ἔχουν ὁρίσει ἄλλοι καὶ δίνουμε ἐξετάσεις ποὺ σχεδιάζουν ἄλλοι, καὶ μᾶς κρίνουν μέσα ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐξετάσεις. Ἄλλοι πετυχαίνουν, οἱ πιὸ εὐαίσθητοι κατακρεουργοῦνται ψυχολογικά. Ξέρετε ὅμως ὅτι δὲν εἶναι οἱ ἀριστοῦχοι αὐτοὶ ποὺ τελικὰ μᾶς παρηγοροῦν. Στὴ χώρα μας ἔχουμε ἕναν ἀποτυχημένο φοιτητὴ τῆς θεολογίας, ὁ ὁποῖος ἔχει κάνει ἔξω φρενῶν τὸν πατέρα του ἐπειδὴ δὲν ἔχει πάρει πτυχίο. Ἐμᾶς ὅμως μᾶς παρηγορεῖ καὶ μᾶς ἀναπαύει. Λέγεται Παπαδιαμάντης.

Ξέρετε, εἶναι δύσκολο ἕνας δάσκαλος ἢ ἕνας γέροντας νὰ δίνει ἐλεύθερη ἀγωγὴ στὸν καθένα. Μπορεῖ νὰ γίνει ἕνας δικτάτορας, ἂν θέλετε ἐντὸς εἰσαγωγικῶν, ἢ καὶ ὁ δικτάτορας παίζει τὸ ρόλο τοῦ γέροντα, ἀλλὰ τὰ ἁπλοποιεῖ γιατὶ ἰσοπεδώνει τοὺς ἄλλους. Ἂν τυχὸν θέλεις νὰ σεβαστεῖς τὸν καθένα σὰ γέροντας πρέπει νὰ εἶσαι συνέχεια σταυρωμένος ὄρθια καὶ ἀνάποδα, καὶ αὐτὸς ὁ σταυρὸς εἶναι ἡ τελικὴ ἀνάπαυση καὶ ἡ τελικὴ βοήθεια ποὺ σοῦ δίνουν αὐτοὶ στοὺς ὁποίους δίνεις ἀγωγή, εἶναι ἡ ἐλευθερία ἀπὸ κάποια πάθη διὰ τῆς σταυρώσεως ποὺ σοῦ προσφέρουν.

Τὸ θέμα εἶναι ἐμεῖς νὰ ἡσυχάσουμε σ᾿ ἕναν τόπο. Ὁ πρῶτος λόγος τοῦ Κυρίου ἦταν μετανοεῖτε. Νὰ μποροῦμε νὰ μετανοοῦμε, νὰ μποροῦμε νὰ λέμε ἕνα Κύριε ἐλέησον, νὰ νιώσουμε ὅτι τὸ κεφάλαιο ποὺ ἔχουμε εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπᾷ προσωπικὰ καὶ στὴ συνέχεια νὰ νιώθουμε ὅτι εἴμαστε χάλια. Εἶμαι χάλια, ἀλλὰ ὅμως στέκομαι στὰ πόδια μου, γιατί κάποιος ὑπάρχει ποὺ κι ἐμένα, τὸν ἄθλιο, μὲ ἀγαπᾷ. Κι ἐφ᾿ ὅσον μ᾿ ἀγαπᾷ καὶ τὸν βρῆκα αὐτὸν μέσα στὴν ἐκκλησία, ἂν πῶ κάτι σὲ κάποιον ἄλλον ποὺ ἀγαπῶ θὰ βγεῖ κάτι καλό. Ἐὰν δὲν ἀγαπῶ, ἀλλὰ ἁπλῶς νοιώθω ὅτι ὁ ἄλλος ἀνήκει σὲ ἄλλο κόμμα, σὲ ἄλλη παράταξη, καὶ προσπαθῶ νὰ τὸν πάρω στὴν δική μου παράταξη γιὰ νὰ τὴν αὐξήσω κατὰ ἕνα νούμερο, τότε δὲν κάνω καλὸ οὔτε στὸν ἑαυτό μου, οὔτε στὸν ἄλλον.

Βλέπετε πολλὲς φορὲς μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς λέμε ὅτι εἶναι 600 ἑκατομμύρια, οἱ ὀρθόδοξοι 200. Μά, νὰ εἶναι καὶ δισεκατομμύρια! Δὲν μετρῶνται ἔτσι τὰ θέματα τῆς πίστης. Μετρῶνται μὲ ὀνόματα. Ὁ ἱερεὺς δὲ μνημονεύει 2000, ἀλλὰ ὀνόματα συγκεκριμένα. Εἶναι ὁ Παῦλος, ἡ Μαρία, ὁ Νικόλαος. Ξέρει ὁ Θεὸς καὶ εἶναι ἡ μνήμη τῶν ὀνομάτων. Ἕνα ὄνομα, δυὸ ὀνόματα σῴζουν τὴν οἰκουμένη. Καὶ ἂν εἴμαστε χάλια, διὰ τῆς χάριτος τῶν ἁγίων ποὺ διεστάλλησαν, σῳζόμαστε. Αὐτοὶ τιμοῦν τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ μᾶς δείχνουν τὸ δρόμο καὶ εἶναι οἱ πολικοὶ ἀστέρες.

Ἂν τυχὸν νιώθω ὅτι ὑπάρχει αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾷ τὸν κόσμο, ὑπάρχει αὐτὸς ποὺ εἶναι ὁ δεσπόζων τῶν ἐπουρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων, ὑπάρχει αὐτὸς ὁ ὁποῖος στὴ λειτουργία τοῦ σύμπαντος κόσμου εἶναι ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος καὶ διαδιδόμενος καὶ βλέπω ἕναν ἀδελφὸ ὁ ὁποῖος πονάει, τότε τὸν πλησιάζω καὶ τοῦ μιλῶ. Καὶ ὁ Θεὸς θὰ δώσει τὴ συνέχεια.

Ὑπάρχει μία συγγραφέας ἡ Σιμὸν Βέιλυ, ὄχι ἡ πρόεδρος τῆς ΕΟΚ, ἀλλὰ μία Ἑβραία συγγραφέας στὴν κατοχή, ἡ ὁποία ἔζησε πολλὰ χρόνια στὴ φυλακὴ ἐπὶ κατοχῆς καὶ ἤθελε νὰ γίνει χριστιανὴ καὶ εἶχε ἀλληλογραφία μὲ ἕναν καθολικὸ παπά. Ὁ καθολικισμὸς δὲν τὴ χωροῦσε τὴ Σιμὸν Βέιλυ καὶ καλὰ ἔκαμε καὶ δὲν μπῆκε σ᾿ αὐτὴ τὴ φυλακή. Ἂν τυχὸν δὲν ἀλληλογραφοῦσε μὲ τὸν καθολικὸ παπά, ἀλλὰ μὲ τὸ Γρηγόριο Νύσσης ἢ τὸν Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ θά ῾βρισκε τὴ σωτηρία της. Δὲν μποροῦσε αὐτὴ νὰ μπεῖ ἀπὸ φυλακὴ σὲ φυλακή, ἀλλὰ στὴν ὀρθοδοξία θὰ ἔμπαινε. Λοιπόν, νὰ εἴμαστε ὀρθόδοξοι κι εἴτε μιλᾶμε εἴτε σιωποῦμε, εἴτε εἴμαστε ζωντανοί, εἴτε εἴμαστε πεθαμένοι, βοηθᾶμε ὅλο τὸν κόσμο καὶ βοηθιόμαστε ἀπὸ ὅλους. Εἴτε μιλᾶμε ἐπιεικῶς, εἴτε αὐστηρά, μεταδίδουμε τὴν ἴδια χάρη ποὺ σῴζει τὸν κόσμο.

Ἐρώτηση: Πῶς θὰ ἀνοίξουμε τὰ αὐτιά μας γιὰ νὰ ἀκούσουμε τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας;

Ὁμιλητής: Νὰ τὸ πεῖτε ἐσεῖς αὐτό. Νὰ τὸ ποῦν αὐτοί. Κάποιος νὰ ἀπαντήσει. Μὰ λέει «πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ». Νομίζω ὅτι μποροῦμε νὰ ἀκούσουμε ἐὰν μπορέσουμε νὰ εἴμαστε κεκοιμημένοι καὶ πεθαμένοι καὶ ἀνύπαρκτοι. Ὅταν ἕνας εἶναι ἀνύπαρκτος, δηλαδὴ ὄντως ὤν, τότε, ὅπως λέει τὸ Γεροντικό, ὅλη του ἡ ὕπαρξη γίνεται μία αἴσθηση καὶ δι᾿ ὅλων ἀκούει τὸν ἕνα Λόγο. Κι ὅταν ἀκούει τοὺς λόγους τῶν ὄντων ἀκούει τὸν ἕνα Λόγο. Κι ὅταν ἀκούει τὶς παραλογίες τοῦ παραμορφωμένου λόγου, δι᾿ αὐτῶν πάλι γνωρίζει τὸν ἕνα Λόγο.

Τὸ ἔργο τῆς ζωῆς μας εἶναι τὸ ἔργο τῆς μετανοίας ἐν εἰλικρίνειᾳ καὶ ἐν ἐλευθερίᾳ. Νὰ ἀπεκδυόμαστε σιγὰ-σιγὰ τοὺς δερμάτινους χιτῶνες τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ἀπάτης ποὺ μοιάζουνε μὲ ἐπιτυχία, ποὺ μοιάζουν μὲ παρηγοριὰ καὶ δὲν εἶναι οὔτε ἐπιτυχία, οὔτε παρηγοριά. Κι ὅταν κανεὶς ἀπεκδυθεῖ αὐτὲς τὶς φιλοδοξίες, αὐτὲς τὶς ἐλπίδες καὶ τοὺς φόβους, τότε γίνεται εὐαίσθητος στὸ νὰ ἀκούει τὸν ἕνα Λόγο. Ἀλλὰ εἴπαμε ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι λόγοι μᾶς ὁδηγοῦν στὸν ἕνα Λόγο.

Ἐρώτηση: Εἴπατε, γέροντα, ὅτι ἂν εἴμαστε κουφοὶ καὶ δὲν ἀκοῦμε, νὰ παρακαλέσουμε τὸ Θεὸ νὰ σπάσει τὴν πόρτα καὶ νὰ μπεῖ μέσα. Κι ἂν παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ νὰ σπάσει τὴν πόρτα καὶ δὲν τὴν σπάει τί γίνεται;

Ὁμιλητής: Θὰ τὴ σπάσει. Παρακαλέστε καὶ νὰ εἶστε σίγουρος ὅτι θὰ μπεῖ.

Ἐρώτηση: Θὰ ξαναγυρίσω στὸ ὅτι πολλοί, ποὺ εἶναι ἔξω θεωρητικά, εἶναι μέσα. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι θέλουν νὰ μᾶς προσεγγίσουν ὁπωσδήποτε. Τί γίνεται ὅμως ὅταν μᾶς ζητήσουν νὰ συμπροσευχηθοῦμε; Λέμε ὅτι εἶναι σχισματικοί, ἀπέχουν ἀπὸ μᾶς, δὲν μποροῦμε νὰ προσευχηθοῦμε. Εἶναι ὅμως μία ἀνάγκη. Εἶναι ὅ,τι πιὸ φυσικὸ θὰ μποροῦσε νὰ ζητήσει κανείς: νὰ μιλήσουν δυὸ ἀδελφοὶ στὸ Θεὸ καὶ ἡ προσευχὴ νὰ τοὺς ἑνώσει. Θὰ θυμίσω τὸ παράδειγμα τοῦ π. Γεωργίου Δράγα, ἀπὸ τὸ Durham τῆς Ἀγγλίας, ποὺ εἶχε μιλήσει στὴ Θεσσαλονίκη καὶ εἶπε ὅτι τὸν παρακαλοῦν νὰ κάνει λειτουργία κάποιοι εὐαγγελιστὲς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὴν τελέσει. Ὁ π. Γεώργιος Δράγας ἔχει πολλὲς προσκλήσεις ἀπὸ εὐαγγελικούς. Θέλουν νὰ γνωρίσουν τὸν λειτουργικὸ πλοῦτο. Ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ τελέσει λειτουργία καὶ νὰ συμπροσευχηθεῖ μ᾿ αὐτούς. Τί ἀπαντᾶμε σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἀδελφούς μας;

Ὁμιλητής: Νὰ ποῦμε ἀρχικὰ ὅτι ἡ ζωή μας εἶναι ἕνας σταυρός. Ὅταν λέμε ὅτι οἱ ἐκτὸς ἔχουν κάτι, πολλὲς φορές, μιὰ χάρη ποὺ μᾶς κρίνει, αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ μᾶς κρίνει καὶ μᾶς καταδικάζει. Αὐτὸ ποὺ ἔχουν ἀνάγκη, ἄσχετα ἂν τὸ ξέρουν ἢ ὄχι, εἶναι ὅτι θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ φυσήξουμε μὲ τέχνη τὴν ἐλάχιστη ἀλλὰ ἀληθινὴ φλόγα ποὺ διακρίναμε μέσα στὴν ψυχή τους, ὥστε νὰ αὐξηθεῖ, νὰ γίνει πυρκαϊά. Καὶ αὐτὴ ἡ πυρκαϊὰ πραγματοποιεῖται καὶ γίνεται κανεὶς παρανάλωμα τοῦ πυρὸς τῆς Πεντηκοστῆς, τῆς χαρᾶς τῆς ἀλήκτου, μόνο μπαίνοντας μέσα στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἐὰν βλέπω ἕναν ἀδελφό μου ἐκτὸς κι ἔχει ἕνα χάρισμα ποὺ μοῦ πονάει, μοῦ πληγώνει τὴν καρδιὰ καὶ παρασυρθῶ ἀπὸ αὐτόν, τότε καὶ αὐτὸν κατέστρεψα καὶ τὸν ἑαυτό μου. Αὐτὸς περιμένει ἐμᾶς, ποὺ ἔχουμε γίνει κοινωνοὶ -ἔστω καὶ ἐλάχιστα- τοῦ πληρώματος, νὰ τὸν βοηθήσουμε γιὰ νὰ προχωρήσει πρὸς τὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι μὴ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Δηλαδὴ εἶναι ἡ ὄντως Ἐκκλησία, τὴν ὁποία δὲν μποροῦμε νὰ καταλάβουμε ἀνθρωπίνως ἐμεῖς. Κι αὐτὸ ποὺ λέω μή-ὀρθόδοξη ἐκκλησία, τὸ λέω ζώντας ὄχι μὲ ἱεροκήρυκες ἀλλὰ μὲ τοὺς ἁγίους, τὸ Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, τὸν Ἅγ. Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο, τὸ Γρηγόριο Νύσσης.

Νομίζω ὅτι μιλᾶμε ἀδελφικὰ καὶ ὅ,τι λέγεται, λέγεται μὲ ἀγάπη. Ἡ γνώμη μου δὲν ἔχει καμιὰ ἀξία. Ἡ ὁμιλία τοῦ κ. Βασιλειάδη χτὲς μοῦ ἄρεσε πολύ. Εἶναι μερικὲς ὅμως φράσεις οἱ ὁποῖες χτυποῦν ἄσχημα ὅπως «ἡ ἐπανάκτηση τῆς καθολικότητας τῆς ἐκκλησίας», «πρὸς μία σύνθεση ἀνατολῆς καὶ δύσεως». Δὲν μοῦ ἀρέσει, γιατί δὲν ἀναπαύει τοὺς καθολικούς. Δηλαδὴ δὲν σῴζει τὸν ἄνθρωπο. Οὔτε νὰ συναντηθοῦμε οἱ δυὸ παραδόσεις. Δυνάμει τὸ σύνολο βρίσκεται μέσα στὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησία. Αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι ποὺ μᾶς δίδει ἀφορμὴ νὰ καυχώμεθᾳ μὲ τρόπο ἀπαράδεκτο, ἀλλὰ νὰ καυχώμεθᾳ μὲ τὸ νὰ διαλύσουμε τὴ ζωή μας. Νὰ φτάσουμε διὰ τῆς ταπεινώσεως εἰς τὸ μὴ εἶναι καὶ δι᾿ αὐτοῦ τοῦ τρόπου νὰ δεχτοῦμε τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ γίνουμε λόγος Θεοῦ, ποὺ νὰ χαροῦμε κι ἐμεῖς τὴ ζωή μας καὶ δι᾿ αὐτῆς τῆς χαρᾶς νὰ δοθεῖ ἕνα μήνυμα χαρᾶς, αἰσιοδοξίας καὶ ἀπελευθερώσεως τοῦ ἀνθρώπου παντοῦ, ὅπου βρίσκεται.
Νομίζω ἐπίσης ὅτι θὰ πρέπει νὰ διακρίνουμε τὸ «ὀρθοδοξία» καὶ «ὀρθόδοξοι» ἢ «ρωμαιοκαθολικοί» καὶ «ρωμαιοκαθολικισμός». Ἕνας ρωμαιοκαθολικὸς μπορεῖ νὰ βαπτισθεῖ καὶ νὰ γίνει ὀρθόδοξος. Ὁ ρωμαιοκαθολικισμός, τὸ Βατικανό, δὲ βαπτίζεται. Εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «τῷ νόμῳ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑποτάσσεται κάποια λογική, οὐδὲ γὰρ δύναται». Αὐτὸ φανερώνεται ξεκάθαρα σήμερα, μὲ τὶς ἀλλαγὲς στὶς ἀνατολικὲς χῶρες καὶ μὲ τὴν προώθηση μὲ μεσαιωνικότατο τρόπο τῆς οὐνίας ἐκ μέρους τοῦ Βατικανοῦ. Ὁπότε φάνηκε τί εἶναι οἱ θεολογικοὶ διάλογοι καὶ οἱ διάλογοι τῆς ἀγάπης οἱ ὁποῖοι διεξάγονται ἐκ μέρους τοῦ Βατικανοῦ. Μέσα στὸ Ρωμαιοκαθολικισμὸ ὑπάρχουν ἑκατομμύρια εὐαίσθητοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ δὲν εἶναι οἱ ὑπάλληλοι τοῦ Βατικανοῦ οἱ ὁποῖοι βαπτίζονται. Αὐτοὶ εἶναι θύματα ἑνὸς καθεστῶτος. Ὅπως ἤτανε θύματα τοῦ καθεστῶτος στὸ Βορρᾶ ἄλλοι ὑπεύθυνοι.

Τώρα φεύγουμε λίγο ἀπὸ τὸ θέμα. Στὴ Σοβιετικὴ Ἕνωση οἱ ἄνθρωποι πίστεψαν στὸ σύστημα ὡς σὲ θρησκεία. Εἴχανε τὰ δόγματά τους, εἴχανε τὶς τελετές τους, εἴχανε τοὺς ἁγίους τους. Μιὰ στιγμὴ ἔρχεται κάποιος, ὁ Γκορμπατσώφ, καὶ ἀρχίζει νὰ τὰ ξηλώνει ὅλα αὐτά. Ἄλλος λέει ὅτι δὲν τὰ ξηλώνει αὐτός, ἀλλὰ συνέπεσαν οἱ ἱστορικὲς συνθῆκες. Θὰ μποροῦσε ὅμως νὰ ἀκολουθήσει π.χ. τὴ γραμμὴ τοῦ Τσαουσέσκου, ἢ νὰ ἦταν ἕνας ἠπιότερος Μπρέζνιεφ. Ἀλλά, αὐτὸς τὰ διαλύει. Καὶ βλέπουμε νὰ συναντᾶται ὁ πάπας μὲ τὸν Γκορμπατσὼφ στὸ Βατικανό: ὁ ἄθεος ἀρχηγὸς τοῦ ἀθεϊστικοῦ καὶ κοσμικοῦ συστήματος καὶ ὁ βικάριος τοῦ Χριστοῦ στὴ γῆ. Τί εἰρωνεία ἀλήθεια! Ὁ μὲν ἄθεος εἶναι ἔνθεος, ὁ δὲ ἔνθεος εἶναι δαίμονας ἐνόσω διατηρεῖ αὐτὸ τὸ ὁποῖο διαλύει καὶ διαιρεῖ τοὺς ἀνθρώπους.

Αὐτὴ ἡ συνάντηση ποὺ γίνεται αὐτὴ τὴ στιγμὴ ἐδῶ δὲ θὰ χωροῦσε στὸ Βατικανό. Τὸ ξέρετε; Ἤρθατε ἐδῶ καὶ λέτε μὲ ἐλευθερία τὰ δικά σας. Οἱ φωνές σας, οἱ φωνὲς τῶν ὑπευθύνων τῆς συνάντησης... Πολλὲς φορὲς λέω στὰ παιδιὰ ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ λέω ἐπειδὴ εἶμαι ὀρθόδοξος μοναχὸς καὶ αὐτὰ ποὺ σᾶς λέω σὰν μοναχός, ἔχουμε μία σχέση μὲ τὴν ἐκκλησία. Καὶ ἡ Θ. Λειτουργία ἔχει μία σχέση μὲ τὸν τρόπο ὑπάρξεως τῆς ἐκκλησίας. Τὰ λάθη μας τονίζουν τὴν ἀνοχὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι πατέρας μας καὶ δὲν μᾶς παίρνει στὰ σοβαρά. Καὶ τὸ ἐπικίνδυνο εἶναι ὅτι μᾶς ἀγαπάει. Μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ κλίμα μποροῦμε νὰ ἁμαρτάνουμε, δηλαδὴ μποροῦμε νὰ μετανοήσουμε. Ὅταν κάτι γίνεται μὲ τὸ ζόρι, ὅταν δὲν ὑπάρχει ἕνα περιθώριο νὰ σφάλλει κανείς, τότε δὲν ὑπάρχει περιθώριο νὰ διορθωθεῖ, νὰ κλάψει καὶ νὰ πεῖ «Κύριε ἐλέησον». Καὶ διὰ τοῦ «Κύριε ἐλέησον», τοῦ «μνήσθητί μου Κύριε» νὰ μπεῖ στὸν Παράδεισο.

Τὸ Βατικανὸ εἶναι μιὰ κατάρα μεγαλύτερη ἀπὸ τὸ Κρεμλίνο. Γιατί τὸ Κρεμλίνο, ἐξ ἀρχῆς, παρουσιάστηκε ὅτι κάνει ἀλλοιώσεις στὴν ἱστορία. Ἐδῶ θεωρεῖ ὁ πάπας ὅτι ἐξουσιάζει τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ. Μὰ αὐτὰ εἶναι θέματα τὰ ὁποῖα βασανίζουν ἐκατομμύρια ἀνθρώπους. Αὐτοὶ εἶναι οἱ καταδυναστευόμενοι. Κι ἂν θέλει κανεὶς νὰ δεῖ τὴ σάρκωση τῆς ἀπιστίας, ἂς πάει στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Πέτρου στὴ Ρώμη: ὅλο τὸ συγκρότημα καὶ τὸ σύστημα πάει νὰ ἐπιβληθεῖ μὲ τὴ δύναμη, σὰν τὸ Μουσολίνι. Καὶ μπαίνοντας μέσα στὸ ναὸ ἔχει γραμμὲς καὶ λέει, ἐδῶ τελειώνει ἡ Παναγία τῶν Παρισίων, ἐδῶ ὁ καθεδρικὸς ναὸς τοῦ Λονδίνου* καὶ μετράει τὸ μέγεθος καὶ τὸ κάλλος τοῦ ναοῦ μὲ τὰ μέτρα. Θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους καλύτερο, ἐπειδὴ ἔχουν περισσότερα μέτρα. Μὰ αὐτὰ εἶναι χαμένα πράγματα! Μὰ τότε δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ π.χ. ἡ Παναγία τῶν Παρισίων μὲ ἕνα ξωκλῆσι ὀρθόδοξο.

Χθές, πήγαμε σ᾿ ἕνα χωριὸ ποὺ ἔχει σὰν ἐκκλησία τὸ καθολικὸ μιᾶς μονῆς. Ἐκεῖ εἴδαμε μία κυρὰ-Βασίλω, γιαγιά, ἡ ὁποία εἶναι γριὰ παντοδύναμη. Βγαίνει πάνω στὰ κατσάβραχα, ἐξυπηρετεῖ ὅλους τοὺς γείτονες, μεταφέρει νερὸ ἀπ᾿ τὴν πηγή, γιὰ νὰ μὴν πίνουν ζεστὸ νερό, σκάβει τοὺς κήπους ὅλων, δὲν τὴν ξέρει κανείς. Γιὰ μένα ἡ κυρὰ-Βασίλω εἶναι μέλος τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἡ κυρὰ-Βασίλω εἶναι μιὰ ἐλπίδα σωτηρίας τοῦ σύμπαντος κόσμου, γιατί ζεῖ ὡς ἄνθρωπος. Ζεῖ κενωτικά. Ἔχει διαγράψει τὸν ἑαυτό της, ζεῖ γιὰ τὰ παιδιά της, γιὰ τὰ ἐγγόνια της καὶ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Διαλύει τὸν ἑαυτό της. Καὶ ἐφόσον διαγράφει τὸν ἑαυτό της καὶ ζεῖ γιὰ τὸν ἄλλο, ὅλοι ζοῦν γι᾿ αὐτὴ καὶ ὁ Θεὸς δὲν τὴν ἀφήνει. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἦθος ποὺ σῴζει καὶ ἐλευθερώνει τὸ πρόσωπο.

Εἶπε ὁ κ. Βασιλειάδης χθὲς ὅτι, πολλὲς φορές, γνωρίζουμε μὲ δυτικὸ τρόπο τὴν ὀρθοδοξία, γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τοὺς δυτικοὺς θὰ πρέπει νὰ γίνουμε ὀρθόδοξοι. Ἀλλὰ τὸ νὰ γίνει κανεὶς ὀρθόδοξος, εἶναι τόσο δύσκολο ὅσο τὸ νὰ πάψει κανεὶς νὰ ζεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ ζεῖ μόνο γιὰ τὸν ὑπὲρ ἡμῶν ἀποθανόντα καὶ γιὰ τοὺς ἀδελφούς του. Ἀλλά, ἐνῷ εἶναι τόσο δύσκολο, δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος κι ἄλλη πόρτα ποὺ νὰ μᾶς μεταφέρει στὴν ὄντως αἰώνια ζωή. Κι αὐτὴ ἡ αἰώνια ζωὴ δὲν εἶναι ἡ ζωὴ ποὺ θὰ ἀρχίσει μετὰ τὸ θάνατο. Εἶναι ἡ ζωὴ ποὺ ἄρχισε ἀπὸ τώρα. Δὲν εἶναι ἡ ζωὴ τῶν ἐσχάτων καὶ δὲν εἶναι τῆς ἱστορίας εἶναι αὐτὴ ἡ ζωὴ ποὺ ἁγιάζει τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα. Γι᾿ αὐτὸ βλέπετε ὅτι οἱ ἅγιοί μας, ἐὰν τυχὸν μὲ πάθος ὑπεστήριξαν τὴ θεότητα τοῦ Κυρίου, μὲ τὸ ἴδιο πάθος ὑπεστήριξαν καὶ τὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Κυρίου. Λέει ὁ Ἅγ. Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, ὅτι ὁ Χριστὸς παρουσιάστηκε στοὺς μαθητὲς μετὰ τὴν ἀνάσταση καὶ εἶπε: «ἐλάτε νὰ μὲ ψηλαφίσετε καὶ νὰ δεῖτε, ὅτι ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄσαρκο δαιμόνιο, νὰ μὴν ἔχω σάρκα καὶ ὀστά». Ἔχω σάρκα καὶ ὀστά, ὁπότε, νιώθει ὁ πιστός, ὁ ταπεινὸς ὅτι εἶναι ἐλεύθερός του χώρου καὶ τοῦ χρόνου καὶ ταυτόχρονα ἔχει καταποθεῖ τὸ θνητὸν ἀπὸ τὴν ἀθανασίαν καὶ τὸ φθαρτὸ ἀπὸ τὴν ἀφθαρσία καὶ ἔχει γεμίσει ἡ κτίστη μὲ ἄκτιστη χάρη. Καί, ὅπως λέει ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἡ ὕλη εἶναι πλήρης χάριτος καὶ οἱ λίθοι κεκράξονται, ποὺ λέει ὁ Κύριος, ἂν τυχὸν αὐτοὶ σιωπήσουν. Οἱ λίθοι ἤδη κράζουν καὶ κάθε κίνησις ὑλικὴ ἔχει πνευματικὸ περιεχόμενο. Καὶ λέει πάλι ὁ Ἅγ. Ἰγνάτιος ὅτι ἐσεῖς χριστιανοὶ ὅσα κατὰ σάρκα πράσσετε, πνευματικά ἐστι, ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ γὰρ πάντα πράσσετε. Ὅσα κάνετε κατὰ σάρκα σωματικὰ εἶναι πνευματικά, γιατί τὰ πράττετε ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ, ὁ ὁποῖος εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος.

Γι᾿ αὐτὸ μέσα μου ὑπάρχει μία ἀντίδραση, ὅταν ἀκούω ὅτι ἐμεῖς ἔχουμε τὸ μισὸ καὶ οἱ ἄλλοι τὸ μισό. Δὲν εἶναι ἔτσι! Καὶ ἀντιδρῶ ὄχι γιατί προσβαλλόμεθα ἐμεῖς, ἀλλὰ γιατί βασανίζουμε τοὺς μή-ὀρθοδόξους. Ὅταν λέμε ἀγαπῶ τὸν μὴ ὀρθόδοξο καὶ τὸν τιμῶ καὶ ἡ συμπεριφορά του καὶ ἡ χάρη του μὲ κατακρίνει δὲ σημαίνει ὅτι θὰ διαλύσω τὴν ὀρθοδοξία. Ἔχω χρέος ἀπέναντι σ᾿ αὐτοὺς τοὺς πεινασμένους καὶ εὐαίσθητους, οἱ ὁποῖοι δὲ χωροῦν ἐκεῖ ποὺ βρίσκονται καὶ ὁ Θεὸς ξέρει γιατί τοὺς ἔβαλε ἐκεῖ καὶ ὁ Θεὸς ξέρει τί θὰ γίνει, ὀφείλω μ᾿ ἕνα τρόπο ἀγάπης, ποὺ θὰ ρυθμιστεῖ ἀπὸ μένα προσωπικὰ νὰ τοὺς δείξω τὸ δρόμο ποὺ φέρνει στὴν ἐλευθερία ἡ ὁποία δὲν εἶναι χάος καὶ στὴν ἑνότητα ἡ ὁποία δὲν εἶναι σκλαβιά. Νὰ τὸν φέρω στὴ θεανθρωπία τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας ἡ ὁποία εἶναι μία ἐκκλησία.

κ. Βασιλειάδης: Θὰ ἤθελα νὰ δώσουμε μία διευκρίνηση. Παραδέχτηκα στὸν π. Βασίλειο, ὅτι ἡ χθεσινή μου διατύπωση, ἡ ὁποία ἀναφέρεται καὶ στὸ κείμενο τὸ ὁποῖο ἔχετε, ἴσως νὰ δημιουργήσει καὶ δημιούργησε ὅπως φαίνεται, παρανοήσεις. Καταλαβαίνω τὶς ἔννοιες παράδοση ἀνατολική, καὶ παράδοση δυτική, ὄχι ὀρθόδοξη παράδοση καὶ ρωμαιοκαθολικὴ ἢ δυτικοχριστιανικὴ παράδοση, διαφορετικά. Αὐτὸ τὸ ὁποῖο ὁ π. Βασίλειος ὀνομάζει ὀρθοδοξία, τὸ ὀνομάζω ἐκκλησία. Ὅ,τι καταλαβαίνω ἐγὼ μὲ τὸν ὅρο ἐκκλησία ποὺ περιβάλλει τὰ πάντα καὶ εἶναι καθολική.

Ὁμιλητής: Μὰ ἡ ὀρθοδοξία εἶναι ἐκκλησία.

κ. Βασιλειάδης: Ἀκριβῶς. Ὅ,τι ὀνομάζουμε ἐκκλησία, ὑπολογίστε το σὰν ὀρθοδοξία. Ἀλλὰ ἡ διαφορὰ μεταξὺ παραδόσεων ἀνατολῆς καὶ δύσεως -ὄχι ὀρθοδοξίας καὶ μὴ ὀρθοδοξίας- εἶναι δεδομένη. Ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν ἄποψη δὲν διαφωνῶ καθόλου μὲ ὅ,τι εἶπε ὁ π. Βασίλειος. Ἂν χρησιμοποιοῦσα ὡς κεντρικὸ ὅρο, καὶ νομίζω ὅτι ὁ π. Βασίλειος χρησιμοποιεῖ ὡς κεντρικὸ ὅρο γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὑφαίνει τὴν ὁμιλία του, τὸν ὅρο ὀρθοδοξία, ἀκριβῶς αὐτὰ τὰ πράγματα θὰ ἔλεγα. Χρησιμοποιῶ ὡς κεντρικὸ ὅρο αὐτὸ ποὺ λέγεται ἐκκλησία καὶ ὑπονοῶ ὅτι ἡ ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἐκκλησία. Δὲν εἶναι τὸ μισὸ τῆς ἐκκλησίας ποὺ χρειάζεται κάποια συνάντηση μὲ τὸ ἄλλο μισό. Εἶναι ἡ καθολικὴ ἐκκλησία. Ἀλλὰ ὑπάρχει παράλληλα μιὰ παράδοση στὸν ἀνατολικὸ χῶρο ὅπως καὶ ὑπάρχει μία παράδοση στὸ δυτικὸ χῶρο. Μερικὲς φορὲς εἶναι μπλεγμένη αὐτὴ ἡ παράδοση. Ἄλλο αὐτὸ καὶ συνάντηση τῶν παραδόσεων καὶ ἄλλο τῶν θεολογικῶν ἢ τῶν ὀρθοδόξων καὶ καθολικῶν παραδόσεων.

κ. Βουλγαράκης(5): Θὰ ἤθελα νὰ κάνω κι ἐγὼ μία ἐρώτηση; Στὸ πρόγραμμα γράφεται σὰν τίτλος τῆς εἰσήγησής σας «Ἀναζητώντας ἕνα σύγχρονο ὀρθόδοξο λόγο (πρὸς μία ἀναδιατύπωση τοῦ λόγου τῆς παραδόσεως)». Ἤθελα νὰ ρωτήσω ἀνεξάρτητα, ἂν εἶναι δικός σας ὁ τίτλος ἢ ὄχι, ποιὰ εἶναι τὰ κριτήρια ποὺ πρέπει νὰ λάβουμε ὑπόψη μας, γιὰ νὰ ἀναπτύξουμε ἕνα σύγχρονο ὀρθόδοξο λόγο καὶ γιὰ νὰ ἀναδιατυπώσουμε τὸ λόγο τῆς παραδόσεως. Τί παράγοντες θὰ λάβουμε ὑπόψη μας σήμερα, γιὰ νὰ προχωρήσουμε σ᾿ αὐτὴ τὴν ἀναζήτηση καὶ τὴν ἀναδιατύπωση;

Ὁμιλητής: Ἡ διατύπωση δὲν εἶναι δική μου εἶναι τῶν ὀργανωτῶν τῆς συνάντησης καὶ δὲν τὴν πολυχωνεύω. Αὐτὴ ἡ ἐπαναδιατύπωση τοῦ ὀρθοδόξου λόγου μοῦ θύμιζε κάτι ποὺ εἶχα ἀκούσει στοὺς καθολικούς, ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς θεολογίας σήμερα εἶναι νὰ διατυπωθεῖ ὄχι μὲ σχολαστικὴ ὁρολογία, ἀλλὰ μὲ περσοναλιστική. Βλέπετε ὅτι, γιὰ νὰ βρισκόμαστε σὲ δουλειὰ καὶ νὰ τρῶμε τὴν ὥρα μας αὐτὰ δὲν τελειώνουν ποτέ. Ἐγὼ λέω ἁπλῶς νὰ ζοῦμε, νὰ μετανοοῦμε, νὰ ἡσυχάζουμε, νὰ δροῦμε καὶ νὰ γινόμεθα θεολόγες ψυχές. Ποὺ λέει θεολόγος ψυχή, καὶ ὁ Λόγος ἔγινε σὰρξ καὶ καθένας μπορεῖ νὰ γίνει μεγάλος καὶ μπορεῖ νὰ γίνει θεολόγος καὶ διὰ τῆς ζωῆς του, διὰ τῆς διαγωγῆς του, διὰ τῆς σιωπῆς του, νὰ ἐπαναδιατυπώνει συνέχεια μ᾿ ἕνα νέο, πρωτάκουστο, προσωπικὸ τρόπο, τὸν ἕνα καὶ αἰώνιο Λόγο ποὺ σῴζει ὅλους.

Ἐδῶ, σὲ γραπτὴ ἐρώτηση, ἔχει γράψει κάποιος: «Οἱ πετυχεμένοι ἔχουν ἐλπίδα;» Ἔχει δίκιο. Τὸ πετυχημένοι τὸ ἔχει «πετυχεμένοι». Ἔχει δίκιο ποὺ τὸ ρωτάει, γιατί καὶ ἐγὼ τὸ λέω λίγο παράξενα. Δὲν εἶναι κακὸ ἡ ἐπιτυχία. Κι ἐγὼ σᾶς εὔχομαι καλὴ ἐπιτυχία καὶ νὰ πᾶτε ὅλοι καλὰ στὰ μαθήματα καὶ νὰ εἶστε ἀριστοῦχοι. Μόνο νὰ καταλάβουν οἱ πετυχημένοι ὅτι ἡ ἐπιτυχία τους εἶναι ἀποτυχία καὶ νὰ πᾶνε παραπέρα.

κ. Βουλγαράκης: Νὰ ἐπανέλθουμε στὸ ἀρχικὸ ἐρώτημα σχετικὰ μὲ τὸ ἂν ὁ π. Δράγας, ἐπιτρέπεται νὰ κάνει τὴ λειτουργία ποὺ τοῦ ζητοῦν καὶ νὰ εἶναι ἀκροατές. Ἐσεῖς στραφήκατε στὴ γενικότερη θεώρηση τοῦ πράγματος.

Ὁμιλητής: Ἡ θέση μου εἶναι ἀρνητική. Ὄχι, δὲν γίνεται Θεία Λειτουργία, δὲ συμμετέχουμε σ᾿ αὐτὴν κι αὐτὸ εἶναι ἔκφραση λεπτότατη, πραγματικῆς ἀγάπης. Κι ἂν τυχὸν κάναμε, θὰ σᾶς ἐμπαίζαμε καὶ θὰ κοροϊδεύαμε καὶ θὰ ἀνακατεύαμε τὰ θεῖα καὶ τὰ ἀνθρώπινα. Ἐπειδὴ θέλω νὰ εἴμαστε συνέχεια μαζί, βγαίνετε ἔξω οἱ κατηχούμενοι, ἀλλὰ σᾶς ἔχω στὴν καρδιά μου καὶ προσεύχομαι συνέχεια γιὰ σᾶς. Κι ἕνας ὀρθόδοξος ὁ ὁποῖος δὲ δίδει τὴν Θεία Κοινωνία ἐπειδὴ σέβεται τὸ στομάχι καὶ τὴν ὕπαρξη τοῦ ἄλλου, ἀγαπᾷ τὸν ἄλλο -ὁ ἀληθινὸς ὀρθόδοξος- περισσότερο ἀπ᾿ ὅτι ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του. Κι ὅπως λέει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, ἔχει πάθει τέτοιο πυράκτωμα ἡ καρδιά του, ποὺ βάζει μέσα καὶ κατακαίει αἱρετικούς, ἁμαρτωλοὺς καὶ τὸν ἴδιο τὸ διάβολο. Ἀλλὰ στὴ συγκεκριμένη περίπτωση, ὄχι μὲ τὴ λογικὴ τῶν μανιακῶν ὀρθοδόξων, ἀλλὰ μὲ τὴ λογικὴ τοῦ ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου ἀπὸ περίσσευμα ἀγάπης σοῦ λέω ὄχι, καὶ σοῦ λέω ναὶ στὸ δρόμο τῆς ζωῆς. Γιατί τὸ θέμα εἶναι νὰ φτάσεις σὲ μία ἐνηλικίωση πνευματική, καὶ σ᾿ ἕνα δυνατὸ στομάχι τὸ ὁποῖο θὰ μπορεῖ νὰ χωνέψει κάθε τροφή.

κ. Βουλγαράκης: Δὲν ἀναφέρθηκε τὸ νὰ μεταλάβουν, ἀλλὰ νὰ παραστοῦν.

Ὁμιλητής: Ἐὰν κάποιος ξένος θέλει νὰ παρακολουθήσει μία δική μας λειτουργία καὶ δὲν τὸ κάνει ἀπὸ εἰρωνεία καὶ ἐμπαιγμό, ἀλλὰ πράγματι ἐνδιαφέρεται, νομίζω, ἂν συζητηθεῖ, μπορεῖ νὰ παρακολουθήσει. Ὅπως μὲ τὴν χθεσινὴ ἐρώτηση, ἐὰν κάποιος στὴ Σουηδία, ποὺ δὲν ἔχει ναό, προσευχηθεῖ σὲ ἕνα ρωμαιοκαθολικὸ ἢ προτεσταντικὸ ναό, ἐκεῖ θέλει προσοχή. Ἕνας ὁ ὁποῖος ξέρει τὴν ὀρθοδοξία, μπορεῖ νὰ μπεῖ μία στιγμὴ σ᾿ ἕναν ἥσυχο χῶρο προσευχῆς γιὰ τοὺς ρωμαιοκαθολικούς. Νὰ καθίσει σὲ μία γωνιὰ καὶ νὰ πεῖ ἕνα «Κύριε ἐλέησον». Ἴσως ὅμως κάποιος ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει πολλὴ σχέση μὲ τὴν ὀρθοδοξία, μὲ τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς, νὰ παρασυρθεῖ ἀπ᾿ αὐτό. Καὶ ἐκεῖ ἡ ποιμαντικὴ φροντίδα τῆς ἐκκλησίας λέει ὄχι στὴ συμπροσευχὴ μὲ τοὺς αἱρετικούς.

κ. Βουλγαράκης: Θὰ ἤθελα νὰ θυμίσω ἐδῶ ὅτι στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ἔχουμε καὶ συμπροσευχὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου μετὰ τῶν Ἰουδαίων κατ᾿ ἐπανάληψη, παρ᾿ ὅλους τοὺς κανόνες τῆς ἐκκλησίας. Δὲν μποροῦμε νὰ βάζουμε πάντοτε στεγανά, ἀλλὰ εἶναι τὸ θεοποιὸν πνεῦμα, τὸ ὁποῖο ἀνὰ πάσα στιγμὴ μᾶς καθοδηγεῖ τί πρέπει νὰ κάνουμε.

Νὰ παρατηρήσω ἐδῶ ὅτι ἀνάγετε τὰ θέματα σὲ κάποια γενικότερη θέση καὶ θεωρία ποὺ εἶναι πάρα πολὺ ὡραία. Ἀλλὰ φοβᾶμαι, μήπως ὑπάρχει κάποιος μονισμὸς ἀπὸ μία ἄλλη ἄποψη. Ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε χορτάζου καὶ θερμαίνου, τὸ κατηγόρησε μάλιστα αὐτό, οὔτε στὴ χήρα τῆς Ναΐν περιορίστηκε σὲ ἕνα ἐξαιρετικὸ κήρυγμα περὶ ἀθανασίας, ἀλλὰ ἀνέστησε ἀμέσως τὸ γιό της. Γιὰ κείνους ποὺ πεινοῦσαν, ἔκανε θαῦμα καὶ πολλαπλασίασε τοὺς πέντε ἄρτους κτλ. Ὑπάρχει λοιπὸν καὶ μία ἄλλη διάσταση ποὺ ζητάει μιὰ ἀπάντηση πιὸ συγκεκριμένη. Μιὰ ἀπάντηση πράξεως καὶ ὄχι ἐνδοσκόπησης, ἡ ὁποία εἶναι τὸ προέχον καὶ τὸ βασικό.

Γίνεται μονισμός, ἂν μείνουμε μόνο στὴ μιὰ διάσταση καὶ δὲν πᾶμε καὶ στὰ ἔργα. Γι᾿ αὐτὸ νομίζω ὅτι σὲ μερικὲς ἐρωτήσεις θὰ ἤθελαν κάποιοι πιὸ συγκεκριμένη ἀπάντηση, ὅπως μερικὲς φορὲς δίνει ὁ πνευματικὸς στὰ παιδιά του. Ἐὰν εἶναι σωστὸ νὰ τὸ λέει, αὐτὸ εἶναι μιὰ ἄλλη ἱστορία. Γι᾿ αὐτὸ μερικὲς φορὲς αἰσθανόμαστε λίγο μετέωρα στὸ πρακτέο.

Ὁμιλητής: Ἀναφέραμε κάποια στιγμὴ ὅτι ἀνέστησε ὁ Χριστός, νεκρούς. Δὲν ἔκανε κήρυγμα, ἀλλὰ ἀνέστησε τὸν νεκρὸ προσκαίρως. Καὶ ἔδωσε καὶ τὸ ψωμί, γιὰ νὰ χορτάσουν οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἦταν στὴν ἔρημο, ἀλλὰ δὲν ἔμεινε σ᾿ αὐτὸ μόνο. Ἀμέσως μετά, δίνει τὸν ἄρτο τὸν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάντα. Τώρα στὴν ὀρθοδοξία νομίζω γίνεται αὐτὸ ποὺ ἔκαμε ὁ Κύριος. Οὔτε τὸ ἕνα μόνο, οὔτε τὸ ἄλλο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ παλιὰ δὲν ὑπῆρχαν οἱ θεολόγοι καὶ οἱ μὴ θεολόγοι, ἀλλὰ ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἦταν θεολογικὴ πράξη. Καὶ δὲ χωρίζεται ἡ ζωὴ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ζωή. Κι ὁ Χριστός, ὡς τέλειος Θεὸς καὶ ὡς τέλειος ἄνθρωπος, ἁγιάζει τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου.
Κι ἂν θέλετε, δὲ χωρίζεται ἡ ἐργασία ἀπὸ τὴν προσευχή. Ὁπότε ἐγὼ τὰ λέω τραυλά, δὲ γεννᾶται θέμα, ἀλλὰ προσπαθῶ. Μοῦ λέει κάποιος κάποτε σ᾿ ἕνα ἀμφιθέατρο, δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω ποῦ τὸ πᾶς. Λέω, κοίταξε, τὸ πάω στὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησία. Μπὲς ἐκεῖ καὶ ὅ,τι θὰ δεῖς, ὅ,τι θὰ ἀκούσεις εἶναι ἅγιο κι ἱερὸ καὶ θὰ μὲ θυμηθεῖς μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο καὶ μετὰ ἀπὸ πέντε χιλιάδες χρόνια.

Θέλω νὰ ὁδηγηθεῖ ὁ καθένας στὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησία. Ἐπίσης νομίζω ὅτι αὐτὴ ἡ εἴσοδος στὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησία καὶ τὸ νὰ γινόμαστε αὐτὸ ποὺ ὄντως εἴμαστε, ὀρθόδοξοι δηλαδή, καὶ νὰ κερδίζουμε αὐτὸ ποὺ κατέχουμε εἶναι μία πράξη ἱερά, ἡ ὁποία διενεργεῖται, πάντα, μὲ ἐλευθερία καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Καὶ πρέπει ν᾿ ἀφήσει κανεὶς τὸν ἄλλον νὰ πετύχει, μετὰ νὰ ἡσυχάσει, νὰ καταλάβει ὅτι ἡ ἐπιτυχία του δὲν τὸν χωρᾶ καὶ νὰ ἀκούσει ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ὅτι ὑπάρχει μία ἄλλη ἐπιτυχία. Καὶ νὰ ἀπογοητευτεῖ ἀπὸ αὐτὴν καὶ νὰ πάει σὲ ἄλλη ἐπιτυχία καὶ νὰ προχωρεῖ ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν, σὲ δόξα ποὺ δὲν τελειώνει ποτέ. Τώρα λέμε ὅτι, ἕνα μαχαῖρι ὅταν εἶναι στραβὸ τὸ παραστραβώνουμε ἀπ᾿ τὴν ἄλλη μεριά, γιὰ νὰ ἔρθει ἴσια. Ἐγὼ πολλὲς φορὲς σκοπίμως λέω ἄλλα ἀντὶ ἄλλων, γιὰ νὰ πάει ὁ ἄλλος νὰ βρεῖ αὐτὸ ποὺ εἶναι νὰ βρεῖ.
Λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος ἑρμηνεύοντας τὶς παραβολὲς τοῦ Κυρίου, μὰ γιατί Κύριε μιλᾷς μὲ παραβολὲς καὶ δὲν τὰ λὲς ξεκάθαρα στοὺς ἀνθρώπους; Καὶ βάζει ὁ Χρυσόστομος στὸ στόμα τοῦ Κυρίου νὰ λέει ὅτι, τὰ λέω διὰ παραβολῶν, ὥστε διὰ τῆς ἀσάφειας τῶν λεγομένων, νὰ ξυπνήσουν οἱ ἄλλοι καὶ νὰ βροῦν τὸ νόημα τῆς παραβολῆς.

Ἐρώτηση: Αὐτὸ ποὺ θὰ ρωτήσω ἴσως εἶναι ἀφελές, ἀλλά μου γεννήθηκε σὰν ἀπορία, ὅταν ἀναφέραμε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔκανε θεολογία, ἀλλὰ ἔδωσε τὸ ἴδιο Του τὸ σῶμα. Δὲν ἄφησε μία συγκεκριμένη καὶ στεγανὴ διδασκαλία, ἀλλὰ τὸ παράδειγμά Του, τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάστασή Του.
Γιατί προέκυψε στοὺς ἑπόμενους αἰῶνες ἡ τόσο μεγάλη ἀνάγκη νὰ θεολογήσουν οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν ζήσει ἀπὸ κοντὰ τὸ Χριστό, γεγονὸς ποὺ φτάνει μέχρι σήμερα; Γιατί προέκυψε ἡ ἀνάγκη νὰ θεολογήσουν οἱ πατέρες, νὰ γράφουν ἑρμηνεῖες στὴν Καινὴ Διαθήκη, νὰ κάνουν ἔργα ἀπολογητικῆς, νὰ κάνουν ὅλην αὐτὴ τὴ λεγόμενη καταφατικὴ καὶ ἀποφατικὴ θεολογία καὶ νὰ μᾶς ἀφήσουν συγγράμματα ἑρμηνευτικά, ἀπολογητικὰ κ.ἄ.; Δὲν ἀρκοῦσε τὸ γεγονὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, καὶ χρειαζόταν νὰ ἀναπτυχθεῖ μία ὁλόκληρη φιλολογία σχετικά;

Ὁμιλητής: Κάθε φορὰ ποὺ μιὰ σύνοδος ἀρχίζει νὰ μιλᾷ γιὰ τὸ θέμα ποὺ τὴν ἀπασχολεῖ, λέει ὅτι δὲν ὑπῆρχε λόγος νὰ γίνει λόγος, ἀλλὰ ἐπειδὴ παρουσιάζονται κάποιοι οἱ ὁποῖοι μὲ τὶς θεωρίες τους καὶ τὶς ἀπόψεις τους παραποιοῦν τὴν ἀλήθεια, προσπαθοῦν οἱ πατέρες νὰ καταγράφουν καὶ νὰ ἐκφράσουν τὸ ἄρρητο καὶ ἀνείπωτο, τὸ ὁποῖο εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ἀπὸ τὴν Πεντηκοστή, στὸ πλήρωμά του, βρίσκεται μέσα στὴν ἐκκλησία. Νομίζω ὅτι αὐτὸ τὸ βλέπουμε ξεκάθαρα καὶ στὸν Ἅγ. Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ τόσο, ποὺ λέμε στὸ τέλος ὅτι ἴσως μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι εἴμαστε εὐγνώμονες καὶ πρὸς τὸν Βαρλαὰμ καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους Δυτικούς, οἱ ὁποῖοι ἀνάγκασαν τὸν Ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ νὰ σταματήσει τὴν ἐν ἡσυχίᾳ σιωπή του καὶ νὰ μᾶς ἐκφράσει κάτι ἀπὸ τὴν ἄρρητη μακαριότητα μέσα στὴν ὁποία ζοῦσε.

Αὐτὴ ἡ καταγραφὴ τῶν ἀρρήτων γίνεται ἀπὸ ἀγάπη ἐκ μέρους τῶν ἁγίων καὶ θεολόγων (ἅγιοι καὶ θεολόγοι στὴν παράδοσή μας δὲ χωρίζονται) καὶ στὴ συνέχεια πλουτίζεται ὄχι μιὰ φιλοσοφία, ὄχι κάτι τὸ ὁποῖο μᾶς πονᾷ τὸ κεφάλι, ἀλλὰ μεταδίδεται μία χάρις ζωῆς, ἡ ὁποία μεταγγίζεται μὲ μόνη τὴν ὕπαρξη τοῦ Ἁγίου. Δηλαδή, ἐὰν ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος δὲν ἔγραφε τίποτα, νομίζω ὅτι τίποτα δὲ θὰ χανόταν ἀπὸ τὴ χάρη του. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ἱκανοί, δὲν ἔχουμε τέτοια ὦτα καὶ τέτοιες αἰσθήσεις καὶ τέτοια εὐαισθησία, γιὰ νὰ παίρνουμε ἐν σιγῇ τὸ μήνυμά του, γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ ἀγάπη κάθεται καὶ γράφει.
Ὁ Κύριος ἦρθε καὶ ὡς τελευταία πράξη τῆς διδασκαλίας του μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὁ μυστικὸς δεῖπνος, ποὺ λέει, λάβετε, φάγετε τὸ σῶμα μου καὶ πιεῖτε τὸ αἷμα μου. Καὶ νομίζω ὅτι καὶ κάθε ἕνας ἅγιος, κάθε ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ζεῖ μέσα στὴν ἐκκλησία προσφέρει τὴ ζωή του, ὡς σῶμα κλώμενον καὶ ὡς αἷμα ἐκχυνόμενον καὶ δι᾿ αὐτοῦ τοῦ τρόπου διδάσκει. Ὅταν ἔτσι ζοῦμε μέσα στὴν ἐκκλησία, σᾶς ἀνέφερα προηγουμένως γιὰ τὴ γιαγιὰ Βασίλω, ἡ ὁποία εἶναι μιὰ περίπτωση ἀπ᾿ τὶς πολλὲς γιαγιάδες ποὺ θυσιάζουν τὸν ἑαυτό τους, ὅταν ζοῦμε μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴ μήτρα τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας, παίρνουμε τὴ θεολογία ἀπ᾿ τὴ γιαγιὰ Βασίλω, καταλαβαίνουμε πῶς δίδεται ἡ θεολογία ἀπὸ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους τοὺς ἁγίους καὶ καταλαβαίνουμε στὴ συνέχεια καὶ ὅλη τὴ θεολογία τῶν ἁγίων. Τώρα, ζώντας μέσα στὴν ἐκκλησία μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὴν Θεολογία τῶν ἁγίων καὶ μποροῦμε νὰ συνεχίσουμε τὴ θεολογία καὶ ἡ θεολογία μας νὰ εἶναι μία παρηγοριὰ καὶ ἕνα μήνυμα ζωῆς καὶ ὄχι κάτι σχολαστικὸ καὶ ἐγκεφαλικὸ ποὺ ἁπλῶς κουράζει τὸν ἄνθρωπο.

Ἐρώτηση: Αὐτὰ ποὺ γίνονται στὴ Λάρισα ἀνήκουν στὴν κακομοιριὰ ἢ στὴ δόξα τῆς Ὀρθοδοξίας; Καὶ ἀκόμη, πῶς θὰ βροῦμε τὸ δικό μας ρυθμὸ καὶ θὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴν ἀγωγὴ ποὺ μᾶς δίνεται μέσα στὴ συμβατικότητα τῆς πόλης, μέσα στὶς ἑνορίες ποὺ γίνεται χαμός! Πῶς θὰ ἡσυχάσουμε τὴ ζωή μας;
Ὁμιλητής: Ἐδῶ νὰ ἀπαντήσει ὁ κ. Βουλγαράκης. Κάτι ἔλεγε σχετικὸ μὲ τὸ ὅτι δὲν ἦταν καὶ τόσο ἄψογα καὶ παλιότερα τὰ πράγματα καὶ δὲν πρέπει νὰ τὰ ἐξιδανικεύουμε.

κ. Βουλγαράκης: Αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια. Ἀλλὰ τὸ ζήτημα εἶναι νὰ μὴν κάνουμε ἀναγωγὲς στὸ παρελθόν. Ἐδῶ εἶναι καυτὸ θέμα καὶ ζητάει ἀπάντηση. Εἶναι γεγονὸς βέβαια, ὅτι πάντα στὴν ἐκκλησία μας εἴχαμε πολλὰ τραγικὰ προβλήματα. Πρὸς παρηγοριὰ μερικῶν, διαβάστε ἕνα τελευταῖο μου ἄρθρο γι᾿ αὐτὰ ποὺ λέει ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γιὰ τὸν ἐκκλησιασμὸ στὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Σήμερα εἴμαστε πολὺ πιὸ εὐσεβεῖς σε σχέση πρὸς τοὺς χριστιανοὺς τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.

Ὁμιλητής: Νὰ ἀρχίσουμε ἀπὸ τὸ εὔκολο μήπως βροῦμε τὸ ρυθμό μας. Νομίζω ὅτι, ὅταν δὲν σεβαστοῦμε ἐμεῖς τὸν ἑαυτό μας, δὲν πρόκειται νὰ μᾶς σεβαστεῖ κανείς. Τὸν ἑαυτό μας, λέει ὁ Ἅγ. Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, θὰ πρέπει καμιὰ φορὰ νὰ τὸν ἐπισκεπτόμεθα. Νὰ μὴν τὸν ἐγκαταλείπουμε τελείως τὸν ταλαίπωρο. Καὶ ἐπίσης ὁπουδήποτε καὶ ἂν βρισκόμαστε, νὰ τοῦ ἔχουμε φτιάξει μία ἥσυχη γωνιὰ καὶ μία ἥσυχη ὥρα. Ἐγὼ προχθές, ἔμενα κάτω σ᾿ ἕνα σπίτι μὲ τὸν π. Ἰγνάτιο. Πάω ἐπάνω στὸ μοναστήρι καὶ μοῦ λένε ὅτι ἐκεῖ πέρα εἶναι δύσκολο νὰ ζήσει κανείς, γι᾿ αὐτὸ μὲ πῆγαν κάτω πιὸ ἐπίσημα. Ἐγὼ σὰν ἄγριο θηρίο βρῆκα τὸν ἑαυτό μου ἐκεῖ πάνω. Στὸ μοναστήρι εἶναι τέλεια, ἐδῶ πέρα μπορῶ νὰ μείνω συνέχεια, ἐνῷ κάτω, στὸ σπίτι, δὲν μπορῶ νὰ μείνω καθόλου. Ὁπότε ἔχει σημασία νὰ πάρουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ ὁπουδήποτε καὶ ἂν βρισκόμαστε νὰ τοῦ ἔχουμε μία ἥσυχη γωνιὰ καὶ μία ἥσυχη ὥρα γιὰ νὰ μηρυκάζει τὴν τροφὴ ποὺ πῆρε.

Δὲ χωρίζεται ἡ πνευματικὴ ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ζωή, ἡ ὁποία, μὲ ὅλες τὶς κακομοιριές, τὶς ἀντεγκλήσεις, μὲ ὅλες τὶς ἐπαναστάσεις καὶ τὶς ὁδομαχίες τῆς Λάρισας, ἔχει νὰ μᾶς πεῖ κάτι πνευματικό, ἤρεμο καὶ μόνιμο. Ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ πάρει κανεὶς καὶ γιὰ νὰ τὸ χωνέψει θὰ πρέπει νὰ ἡσυχάζει. Καὶ ἡ ἡσυχία θὰ τοῦ πεῖ τί θὰ κάνει. Ὁ ἐν τῇ ἡσυχίᾳ θ᾿ ἀκούσει τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης, νομίζω ὅτι αὐτὸ ποὺ λέμε μετάνοια εἶναι μία πράξη προσωπική, ἕνα δώρημα τῆς χάριτος. Καὶ εἶναι ἕνας τοκετός. Θὰ ἔλθει ἡ ὥρα τοῦ παιδιοῦ ποὺ θὰ γεννηθεῖ, ἡ ὥρα ποὺ θὰ ἔχουμε τὴ συγκομιδὴ τῶν καρπῶν. Αὐτὸ ποὺ χρειάζεται εἶναι ὅτι, ὅπως ἐπωάζει ἡ κλώσσα τὰ αὐγά της, θὰ πρέπει κι ἐμεῖς νὰ ἐπῳάσουμε ἐν ἡσυχίᾳ τὸν ἑαυτό μας γιὰ νὰ κυοφορηθεῖ ὁ λόγος τῆς μετανοίας, ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἄνεση καὶ στὴν μεταμόρφωση. Κι ἔτσι συνεχίζει ὁ ἄνθρωπος τὴν πορεία του. Εἶναι ὁ ἴδιος καὶ ταυτόχρονα εἶναι ἄλλος. Αὐτὸ τὸ «ἄλλος» εἶναι μιὰ προσθήκη καὶ μία δωρεὰ τῆς χάριτος. Αὐτὸ δὲ θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κατορθώσει μόνος του, οὔτε τὸ φανταζόταν στὴ ζωή του ὅτι θὰ γίνει. Καὶ ὅταν μία στιγμὴ νοιώσει ὅτι, κοίταξε κι ἐμένα τὸν κακομοίρη, ποὺ κανονικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ μὲ ἔχουν ἀπορρίψει ὅλοι, κι ἐμένα τὸν ἀνάξιο τῆς παρούσας ζωῆς, ὁ Θεὸς μὲ ἀγαπᾷ καὶ μὲ φροντίζει, τότε μιὰ στιγμὴ κάτι γίνεται, πέφτει στὸ φιλότιμο καὶ ἀλλοιοῦται. Καὶ πάσχει τὴν ὀθνείαν ἀλλοίωσιν τὴν εὐπρεπεστάτην. Κι ἐνῷ ἀλλοιοῦται, ἐνῶ γίνεται ἄλλος, εἶναι ὁ ἴδιος. Καὶ νομίζω ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ χρέος ποὺ ἔχομε. Νὰ ἁγιάσουμε τὸ σκεῦος μας.

Κατόπιν, τὸ τί θὰ κάνουμε καὶ πῶς θὰ μιλήσουμε δὲν ἔχει σημασία. Ἕνα δέντρο ἔχει σκοπὸ νὰ βγάλει τὸ δικό του λουλούδι, οὔτε μεγαλύτερο οὔτε μικρότερο καὶ νὰ δέσει τὸ δικό του καρπό, ποὺ νὰ τρέφεται ὁ καρπὸς ἀπὸ τὶς ρίζες, ἀπὸ τὸν κορμό, ἀπὸ τὰ κλαδιὰ καὶ ἀπὸ τὰ φύλλα. Ὁ καθένας μας ἔχει σκοπὸ νὰ βγάλει ἕνα φυτό, δηλαδή, νὰ ἐκφράσει ἕνα λόγο μετανοίας, ἕνα «μνήσθητί μου Κύριε», τὸ ὁποῖο τὸν φέρνει μεμιᾶς στὸν Παράδεισο. Καὶ αὐτὸς ὁ παράδεισος καὶ αὐτὸ τὸ φῶς, τὸ ἄκτιστο, αὐτὴ ἡ φανέρωση τοῦ Χριστοῦ, τοῦ δείχνει τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, τὸ Α καὶ τὸ Ω. Ὅπως λέει ὁ Ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, τὸν κάνει κατὰ χάριν ἄναρχο καὶ ἀτελεύτητο. Κι ὅταν πέσει κανεὶς μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴ θάλασσα καὶ παρασυρθεῖ ἀπὸ αὐτὴ τὴ δίνη, ἀφήνει σ᾿ αὐτὴν νὰ κάνει ὅ,τι θέλει.

Ἀλλὰ τὸ κακὸ εἶναι, ὅπως ἔλεγε κάποιος, ὅτι ἐμεῖς παρέβημεν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ τὴν ἔνθεον. Κι ὅταν ὁ Θεὸς κυκλοφόρησε στὸν παράδεισο, θελήσαμε νὰ κρυφτοῦμε πίσω ἀπὸ τὰ φυλλώματα τοῦ παραδείσου. Καὶ σήμερα, γιὰ νὰ μὴ δοῦμε τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, θέλουμε νὰ κρυφτοῦμε πίσω ἀπὸ τὶς ἀπασχολήσεις μας, πίσω ἀπὸ τὶς δουλειές μας καί, ἐνίοτε, πίσω ἀπὸ τὶς θεολογίες μας. Γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶναι ἄσχημο νὰ βροῦμε στὸν ἑαυτό μας μιὰ ἥσυχη γωνιὰ καὶ μία ὥρα ποὺ νὰ ἡσυχάζουμε, νὰ βλέπουμε τὰ πράγματα κατάματα κι ἐκεῖ, ὅταν δοῦμε τὰ πράγματα κατάματα, μπορεῖ νὰ ἀπογοητευτοῦμε, ἀλλὰ ἐκείνη τὴ στιγμή, ὅπως ὁ Πέτρος βούλιαξε καὶ ὁ Κύριος τὸν ἔπιασε ἀπ᾿ τὸ χέρι νιώθουμε ὅτι ὑπάρχει μία φωνὴ ποὺ λέει μὴν ἀπογοητεύεσαι, ἐγὼ ὑπάρχω γιὰ σένα. Ἔτσι προχωρεῖ ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου κι ἔτσι στὴ συνέχεια βγαίνοντας ἀπὸ τὸ κελὶ τῆς ἡσυχίας προχωρεῖ στὸν ἀγῶνα τῆς ζωῆς ἢ τοῦ δρόμου. Προχωρεῖ στὶς ὁδομαχίες τῆς Λαρίσης καὶ μετὰ θὰ ξαναγυρίσει πάλι πίσω καὶ θὰ δεῖ τί θὰ τοῦ πεῖ τὸ κελὶ ἐν ἡσυχίᾳ καὶ θὰ δεῖ πῶς στὴ συνέχεια θὰ συνεχίσει τὴν ὁδομαχία τῆς Λαρίσης.

κ. Βουλγαράκης: Νὰ εὐχαριστήσουμε θερμὰ τὸν π. Βασίλειο γιὰ ὅλη αὐτὴ τὴν θεοφιλῆ ἀδολεσχία ποὺ ἦταν πολὺ γόνιμη καὶ χρήσιμη καὶ ἐλπίζω ὅτι ἂν τὴ θάψουμε μέσα μας καλά, θὰ βλαστήσει καὶ θὰ καρποφορήσει.

Ἐρώτηση: Πῶς ἀντιμετωπίζει ὁ σημερινὸς μοναχὸς τὴν τεχνολογικὴ πρόοδο; Μήπως ἡ ἐναντίωση τοῦ μοναχισμοῦ στὸ δυτικὸ τρόπο ζωῆς ἔχει ὡς συνέπεια τὴν ἄρνηση τῆς τεχνολογίας; Ἀκόμη, εἴπατε ὅτι ὁ Θεὸς σέβεται τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ γι᾿ αὐτὸ ζητᾶμε ἕναν πιὸ πρακτικὸ τρόπο, δηλ. πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ μιλήσουμε στὸ συνάνθρωπό μας, μέσα στὴν οἰκογένεια, στὸ ἐπάγγελμα, στὴν ἐνορία. Πολλὲς φορὲς ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μιλᾶμε γιὰ ἐλευθερία ἀλλὰ δὲν τὴν ἐφαρμόζουμε στοὺς ἄλλους.
Στὴ δική μας ὁμάδα συζήτησης δόθηκε ἔμφαση στὸ βίωμα καὶ κάποιος ἀναρωτήθηκε τί βιώνει κανεὶς καὶ σχετικὰ μὲ αὐτὸ ὑπήρξαν πολλὲς διαφωνίες.

Ὁμιλητής: Ἡ ἐρώτηση εἶναι τί βιώνει κανείς. Καὶ ἐκεῖ βρίσκεται ἡ ἀπάντηση.

Ὁ Danielou δίδασκε Γρηγόριο Νύσσης, ἐνθουσιαζόταν καὶ ὅταν ἐνθουσιαζόταν τράβαγε τὶς κάλτσες του. Ὅταν τράβαγε τὶς κάλτσες του ἔλεγε ὅτι, τώρα βλέπετε τί σημαίνει ἀνατολικὴ θεολογία (ὄχι ὀρθόδοξη). Καὶ τώρα στὴν περίφημη οἰκουμενικὴ θὰ πρέπει νὰ γνωρίζουμε τοὺς ἀνατολικοὺς πατέρες. Βασικά, θὰ πρέπει νὰ ὑπακούουμε στὸ magisterium ecclesiae, δηλ. στὶς ἀποφάσεις τοῦ Βατικανοῦ. Ἔνοιωθα ὅτι ἐκείνη τὴν ὥρα θὰ τρίζανε τὰ κόκκαλα τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, γιατί κάποιος ποὺ τὸν ἀγαποῦσε καὶ ἐνθουσιαζόταν μὲ τὴ διδασκαλία του, τὸν ἀθετοῦσε τὴν ἴδια στιγμή. Ἂν τυχόν, κ. Danielou, εἶναι ἀλήθεια αὐτὰ ποὺ λέει ὁ Γρηγόριος Νύσσης καὶ σ᾿ ἐνθουσιάζει, ἄφησε τὴν ἀλήθεια νὰ κάνει κουμάντο καὶ νὰ τὰ διαλύσει ὅλα. Μέσα στὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησία δὲν ἔχουμε αὐτὴ τὴ σχιζοφρένια. Ἐκκλησία εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία, ἐκκλησία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος. Μέσα στὴν ἐκκλησία δὲν νοιώθουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα κομμάτι μιᾶς μηχανῆς, μιᾶς τεχνολογίας, ἀλλὰ ἕνα μυστήριο, εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνακεφαλαιώνει ὅλη τὴν ἐκκλησία.

Γι᾿ αὐτό, ὅταν λέμε «μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται», βλέπουμε ἀοράτως διὰ τῆς θεοειδοῦς συστάσεως τοῦ εἶναι τους, τὸν ἴδιο τὸ Θεό. Κι ἔτσι, ὅπως λέμε ὅτι στὸν Χριστὸ ἔχουμε τὴν ἀσύγχητη καὶ ἀδιαίρετη ἕνωση τῆς θείας καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως, τὸ ἴδιο βλέπουμε νὰ πραγματοποιεῖται ὡς εὐλογία σ᾿ ὅλη τὴ ζωὴ τῆς ἐκκλησίας καὶ ἔτσι δὲν ὑπάρχει διχασμὸς μεταξὺ Θείας Λειτουργίας καὶ ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως. Δὲν ὑπάρχει διχασμὸς μεταξὺ ἀνθρωπίνου βιώματος καὶ λειτουργικοῦ βιώματος. Ἀλλὰ γιὰ νὰ φτάσουμε ἐκεῖ χρειάζεται ἕνας ἀγῶνας, ὑπομονή, ἄρση τοῦ σταυροῦ. Ὁπότε στὸ τέλος λέμε, ἀπλῶς ὑπάρχει κανείς. Καὶ μὲ τὸ νὰ ὑπάρχει γίνεται ἕνας πομπός, ὁ ὁποῖος ἀενάως καὶ ἀθελήτως ἐκπέμπει μηνύματα ζωῆς καὶ παρακλήσεως. Λέει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ: κάνε ὑπομονὴ στὸν ἀγῶνα σου καὶ κάποτε, «σοῦ μὴ εἰδότος», «ἀναιτίως» θὰ γεμίσεις ἀπὸ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀγαλλίαση στὴ συνέχεια θὰ ἐκπέμπεταί σου μὴ εἰδότος ἀενάως πρὸς ὅλους.

Θὰ πραγματοποιεῖται αὐτὸ ποὺ εἶχα ρωτήσει κάποιο γέροντα, «τί κάνεις», καὶ λέει: «ἐδῶ μένω». Ἀλλά, ὅταν λέει «ἐδῶ μένω», σημαίνει ὅτι μὲ τὴν ὕπαρξή του, μὲ τὸ νὰ μένει κάπου, τὰ κάνει ὅλα. Γι᾿ αὐτὸ ὑπάρχει ἕνα βίωμα παραπλανητικό, συναισθηματικό, τὸ ὁποῖο μᾶς βασανίζει καὶ ὑπάρχει κι ἕνα βίωμα λειτουργικό, τὸ ὁποῖο μᾶς σῴζει. Ὅταν λέμε μᾶς σῴζει, σημαίνει ὅτι εἶναι ἀφορμὴ σωτηρίας γιὰ ὅλους. Καὶ μᾶς σῴζει αὐτὸς ὁ ὁποῖος εἶναι πνευματοκίνητος, θεοκίνητος. Καί, ἐνῷ δὲν κάνει ὁ ἴδιος στὸ τέλος τίποτα, τὰ πάντα πράττει δι᾿ αὐτὸν τὸ μήτε ἀρξάμενον καὶ μήτε παυσάμενον πνεῦμα.

Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ δὲν εἶμαι ὑπὲρ τοῦ προσωπικοῦ βιώματος, ποὺ λέει ἕνας ὅτι ἐγὼ μιλάω αὐθόρμητα καὶ ἐκφράζω τὸ βίωμά μου καὶ καταθέτω τὴν προσωπική μου μαρτυρία. Δὲν ἐνδιαφέρει κανέναν αὐτό. Αὐτὸ ποὺ ἐνδιαφέρει ὅλους εἶναι τὸ βίωμα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ τὸ ὁποῖο τρέφει τὸν ἄνθρωπο εἶναι τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου. Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία εἶναι, ἂν μποροῦμε κατὰ χάριν νὰ φτάσουμε στὸ σημεῖο νὰ μπορεῖ ἡ ζωή μας τεμνομένη νὰ μοιράζεται καὶ ἐκχεομένη ἀπὸ ἀγάπη νὰ δίδεται στοὺς ἄλλους καὶ ἔτσι ἡ μαρτυρία τῆς ζωῆς μας νὰ εἶναι μία προσφορὰ τροφῆς καὶ πόματος, ποὺ εἶναι τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο τρέφει ὅλους. Κι εἶναι ἕνας πλοῦτος ἄλλης μορφῆς, ὁ ὁποῖος αὐξάνει διδόμενος καὶ διασκορπιζόμενος.

Ἐρώτηση (γραπτή): Λόγος καὶ πράξη καταξιώνονται ἐν Χριστῷ. Ἡ συζήτηση ξεκίνησε μὲ τὸ τί θὰ πεῖ ἐν Χριστῷ καὶ μετὰ περιεστράφη ὁ λόγος σχετικὰ μὲ τοὺς θεολόγους καὶ εἰπώθηκαν, χωρὶς νὰ συμφωνοῦμε: θεολόγος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει καθαρίσει τὸν ἑαυτό του. Οἱ θεολόγοι ἔχουν τὴ τάση νὰ περιαυτολογοῦν. Ἡ μεγαλύτερη θεολογία δὲν εἶναι τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χριστός; Μήπως τελικά, ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ μεγαλύτερη θεολογία; Καὶ κάποιος εἶπε, ὁ πρῶτος θεολόγος ἦταν ὁ λῃστής. Ἐπίσης τέθηκε ἕνα ἄλλο θέμα. Κάποιος ἀπὸ τὰ μέλη τῆς ὁμάδας συζήτησης εἶπε ὅτι ἔνιωσε ὁλοκλήρωση μ᾿ αὐτὴ τὴν εἰσήγηση, τὴν κάνατε τὸ πρωί, καὶ περισσότερο ἐντόπισε τὸ θέμα τοῦ ἐξευτελισμοῦ μὲ τὴν ταπείνωση.

Ὁμιλητής: Μόνο οἱ θεολόγοι περιαυτολογοῦν;

Σύνεδρος: Νὰ διευκρινίσουμε λίγο αὐτὲς τὶς ἐρωτήσεις. Νομίζω ὅτι, ἕνα πρόβλημα ξεκίνησε ἐπειδὴ θεωρήθηκε ὅτι μέσα ἀπὸ τὴν ὁμιλία σας δὲ δώσατε μεγάλη σημασία στὴν ἀξία τῆς θεολογίας καὶ τὴν διαχωρίζατε ἀπὸ τὸ βίωμα κρατώντας μόνο αὐτὸ ὡς χρήσιμο.

Ὁμιλητής: Ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ θεολογία, ἡ ὁποία περιφρονήθηκε, ὑπογραμμιζομένου τοῦ βιώματος;

Σύνεδρος: Ἐγὼ κατάλαβα ὅτι περιφρονήθηκε ἡ θεολογία στερουμένη ἀπὸ τὴν ἁγιότητα. Καὶ εἰπώθηκε ἐπίσης ὅτι ἡ θεολογία, ὁ λόγος δηλαδή, ὅπως μπορεῖ νὰ γράφεται ἢ νὰ μεταφέρεται προφορικῶς, εἶναι ἁπλῶς μιὰ πλευρὰ τοῦ συνόλου ποὺ ἔχουμε καὶ τὸ βίωμα καὶ ἡ πράξη καὶ τὰ πάντα, ὅλα αὐτὰ εἶναι πλευρὲς τοῦ συνόλου, ὅπως ὄψη πλευρὰ εἶναι καὶ ἡ θεολογία. Δὲν ξέρω ἂν διευκρίνισα κάπως περισσότερο τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ἀπορία ποὺ ὑπῆρχε στὴν ὁμάδα.

κ. Βουλγαράκης: Ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι δὲν ὑπάρχει πάντοτε ἕνα κοινὸ γλωσσάρι ὄχι μόνο μεταξὺ ὀρθοδόξων καὶ ρωμαιοκαθολικῶν ἢ ἄλλων, ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τῶν ὀρθοδόξων. Ὑπάρχουν μερικὲς φορὲς κάποιες διαφοροποιήσεις, τὶς ὁποῖες, ἂν τὶς τραβήξουμε περισσότερο, πᾶμε σὲ κάποιους δρόμους πιὸ μακρινούς.

Ἀσφαλῶς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει θεολογία χωρὶς βίωμα καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει βίωμα χωρὶς θεολογία. Καὶ δὲν μποροῦν νὰ ὑπάρξουν καὶ τὰ δυὸ χωρὶς τὴ συνεργασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὰ εἶναι ἀλληλένδετα.

Θὰ ἤθελα ἐδῶ νὰ σχολιάσω κάτι γιὰ νὰ βοηθήσω. Μήπως ἡ τροφὴ εἶναι λίγο βαριά; Ὑπάρχει ἡ ἐν Χριστῷ παιδαγωγία καὶ ὑπάρχουν οἱ δοῦλοι, οἱ μισθωτοὶ καὶ οἱ υἱοί. Φοβοῦμαι μάλιστα ὅτι βλέπω κάποιους νεαροὺς θεολόγους ἢ μή, ποὺ ἐνασμενίζονται ὅτι διαβάζουν Συμεὼν τὸ Νέο Θεολόγο, τὰ Ἀρεοπαγίτικα κ.λπ. καὶ διερωτῶμαι μήπως, ἀντὶ νὰ διαβάζουν κἂν τὴν Ἁγία Γραφή, πηγαίνουν ἀπευθείας στὰ βαθιά. Ἀναρωτιέμαι μήπως, ἀθέλητα βέβαια, ἐπιδιώκουν νὰ μοιάσουν ἐξωτερικὰ μὲ κάποιο πρόσωπο καὶ στὴν οὐσία δὲν λειτουργοῦν σωστά.

Ὁμιλητής: Ἂν εἶναι κάτι ψεύτικο, θὰ φανεῖ. Νὰ σημειώσουμε ὅτι δὲν ὑπάρχει διαφορὰ μεταξὺ Ἅγ. Γραφῆς καὶ ἁγίων. Λέει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς: «ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ δόξα τῶν ἁγίων». Κι ὅταν κανεὶς κοντὰ σ᾿ ἕναν ταπεινὸ γνωρίσει αὐτὴν τὴ δόξα καὶ αὐτὴν τὴν ἀνάπαυση ἔρχεται σ᾿ ἐπαφὴ μὲ τὴν ἴδια τη δόξα καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.

Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι μεγάλοι ἐν τέλει εἶναι οἱ μικροὶ καὶ οἱ ἐλάχιστοι. Οἱ μεγάλοι ἅγιοι, Μάξιμος Ὁμολογητής, Γρηγόριος Νύσσης καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἔχουν χάρη, ὄχι γιατί ἦταν καταρτισμένοι καὶ διανοητικῶς προικισμένοι, ἀλλὰ γιατί ἔφτασαν στὴν ταπείνωση, στὴ διάλυση τοῦ ἑαυτοῦ τους κι ἔτσι ἐξαγίασαν τὸ σκεύος τους. Εἴτε βλέπεις ἕναν ἅγιο ποὺ εἶναι ἀγράμματος καί, ὅπως λέει τὸ Γεροντικό, γυρίζει στὰ βουνὰ ὡς ζῷο, εἴτε βλέπεις τὸν καταρτισμένο ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, παίρνεις τὴν ἴδια χάρη καὶ ἀπὸ τοὺς δυό. Εἴτε ἐγὼ σᾶς μιλῶ γιὰ ἕνα ἁγιορείτη ἁπλὸ ἄγνωστο ἢ γιὰ μία ἁπλὴ γριά, ἕνα γέρο ἢ θὰ ἔλεγα καὶ ἕνα νέο, πάλι μιλᾶμε γιὰ τὸ ἴδιο πρᾶγμα. Ἔτσι λοιπόν, τὰ πολὺ μεγάλα καὶ τὰ ἀπλησίαστα εἶναι αὐτὰ τὰ καθημερινά, τὰ ἄγνωστα καὶ περιφρονημένα. Ὁ Ἅγ. Ἰσαὰκ ὁ Σύρος λέει ὅτι, ἕνας ταπεινὸς εἶναι ὡς ἄνθρωπος μὴ ἐλθῶν εἰς τὸ εἶναι, εἶναι σὰν ἀνύπαρκτος, σὰν νὰ μὴν ὑπῆρξε ποτέ. Καὶ τὸν ταπεινὸ τὸν ἀγαποῦν ὅλοι καὶ ὅλοι θέλουν νὰ εἶναι δίπλα τους. Ἕνας ἐγωιστὴς ποὺ κάνει θόρυβο διώχνει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ κοντά του. Ἐνῷ ὁ ταπεινὸς ἀποφεύγει τὴ δόξα καὶ τὸν κόσμο, ὅλος ὁ κόσμος τὸν δοξάζει, μιλάει γι᾿ αὐτὸν ἐπαινετικά, γιατί ἐπαινώντας αὐτὸν ἐπαινεῖ τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ἐνδύει καὶ τρέφει τὴν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη. Καὶ κοντὰ σ᾿ ἕναν ταπεινὸ γνωρίζει κανεὶς τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, γιατί γενόμενος ἄνθρωπος ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐνεδύθη αὐτὸ τὸ ἔνδυμα τῆς ταπεινώσεως.

Λέει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὅτι, ὅπως εἶναι ἀόρατη ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἔτσι εἶναι ἀόρατος καὶ ἀνύπαρκτος καὶ ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος. Μὲ ρωτᾷ λοιπὸν κάποιος ποὺ ἔχει ἔρθει στὸ Ἅγιον Ὄρος, πές μου ποῦ εἶναι οἱ ταπεινοὶ νὰ πάω νὰ τοὺς δῶ. Τοῦ ἀπαντῶ: «ἂν τυχὸν μπορεῖς νὰ βλέπεις τὰ ἀόρατα, τότε δὲν χρειάζεται νὰ κάνεις αὐτὴν τὴν ἐρώτηση. Ἐὰν δὲν τὰ βλέπεις, τότε πάλι ὅ,τι καὶ νὰ λεχθεῖ μένουν ἀόρατα». Καὶ νομίζω ὅτι Μάξιμοι Ὁμολογητές, μέγιστοι ἅγιοι ὑπάρχουν παντοῦ καὶ σήμερα. Μόνο δὲν τοὺς βλέπουμε. Δὲν ἔχουμε μάτια νὰ βλέπουμε τὰ ἀόρατα καὶ αὐτιὰ νὰ ἀκοῦμε τὰ ἀνήκουστα. Γι᾿ αὐτό, ἐὰν τυχὸν λέμε κάτι ἀληθινό, αὐτὸ εἶναι ἁπλό, ἐὰν τυχὸν λέμε κάτι ψεύτικο, αὐτὸ εἶναι περίπλοκο καὶ δὲν ἔχει καμία σημασία.

Ἐγὼ μίλησα αὐθόρμητα καὶ ξέρω ὅτι αὐτὰ ποὺ εἶπα εἶναι ἀνακατεμένα μὲ τὶς τοξίνες τοῦ δικοῦ μου ἀκάθαρτου ἑαυτοῦ. Δὲν μὲ ἐνδιαφέρει νὰ πεῖ κάποιος ὅτι μίλησα καλὰ ἢ ὄχι. Ἄλλωστε, καλὲς ἀντιδράσεις γιὰ μένα εἶναι οἱ ἀπορριπτικές. Αὐτὸ ποὺ μ᾿ ἐνδιαφέρει εἶναι ἐσεῖς νὰ σωθεῖτε. Αὐτὸ ποὺ μὲ ἀναπαύει εἶναι αὐτὸ ποὺ γίνεται στὴ μοναχικὴ κουρά: ὁ γέροντας παίρνει τὸ μοναχὸ καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ Ἅγιο Θυσιαστήριο. Ἔχω ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸ Ἅγιο Θυσιαστήριο, στὴ Θεία Λειτουργία καὶ στὴν ὑπέρλογον αὐτὴ λογικήν. Ὅσα ἀσαφῆ σᾶς λέω μπορεῖτε νὰ τὰ χαρακτηρίσετε ὅπως θέλετε, πετάξτε τα, περιφρονῆστε τα, ἀλλὰ ἔχουν νόημα τὴ στιγμὴ ποὺ εἴμαστε ἄνθρωποι καὶ ὁ καθένας ἔχει τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ μέσα του. Κι ὁ καθένας ἔχει ἕνα ὄνομα καὶ τὸν καλεῖ κατ᾿ ὄνομα ὁ Θεός. Καὶ ὑπάρχει ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησία, ὑπάρχει καὶ ἡ Θ. Λειτουργία καὶ ὑπάρχουν πολλὰ βάσανα στὴν προσωπικὴ ζωὴ τοῦ καθενός. Καὶ ὑπάρχουν πολλὰ βάσανα στὴν πατρίδα μας καὶ στὴν περιοχὴ καὶ σ᾿ ὅλην τὴν ἐποχή μας. Κι ὅλα αὐτὰ τὰ βάσανα καὶ οἱ δοκιμασίες εἶναι εὐλογίες.
Γιατί, μετὰ τὴ διάλυση ὅλων, βλέπει κανεὶς ὅτι ὁ Θεὸς «καλὰ λίαν ἐποίησε τὰ πάντα» καὶ ὑπάρχει δυνατότητα ὁ ἄνθρωπος νὰ σωθεῖ, νὰ ἀναπαυθεῖ, νὰ πραγματοποιηθεῖ αὐτὸ ποὺ λέμε στὴ Θεία Λειτουργία: «Σοὶ παρακατατιθέμεθα τὴν ζωὴν ἡμῶν ἅπασαν καὶ τὴν ἐλπίδα» καὶ νὰ νιώθει ὅτι εἶναι σὰν τὸ μπόλι ποὺ ἐγκεντρίζεται στὴν καλλιέλαιο. Δὲν κάνει τίποτα καὶ διὰ μιᾶς γίνονται δικές του ὅλες οἱ ρίζες τοῦ αἰωνόβιου δέντρου τῆς ἐκκλησίας καὶ νοιώθει ὅτι ὑπάρχει νόημα καὶ ὅλα εἶναι καλὰ καὶ ὅλα δροῦν θετικῶς.

Ὁπότε τώρα ἐρχόμαστε ἐδῶ, σ᾿ αὐτὴ τὴ συνάντηση ὅπου ἀκοῦτε ἄναρθρους λόγους. Ἀφῆστε τὰ ὅλα αὐτά, ξεχάστε τα. Γι᾿ αὐτὸ λέω ὅτι οὔτε μαγνητόφωνα χρειάζονται. Ἡ καλύτερη μνήμη εἶναι ἡ λήθη. Θὰ ‘ρθεῖ καιρὸς ποὺ θὰ πονέσετε, θὰ δυσανασχετήσετε καὶ μερικὰ θὰ τὰ θυμηθεῖτε παρήγορα. Θυμᾶμαι, ὅταν πῆγα στὸ Ὄρος πρώτη φορά, ἔνοιωσα ὅτι ἐδῶ πέρα ἀκούγεται ὁ λόγος τῆς σιωπῆς. Καὶ ὁπουδήποτε καὶ νὰ πᾶς σὲ συνοδεύει τὸ Ὄρος. Γι᾿ αὐτὸ λέω δὲν θὰ ἦταν ἄσχημο τὰ παιδιὰ νὰ ἐρχόταν. Νὰ κάνουν ἕνα προσκύνημα καὶ μετὰ νὰ κάνει ὁ καθένας ὅ,τι ἀγαπάει. Εἶναι καλό, ὅπως λέγαμε καὶ τὸ πρωί, νὰ φροντίζει κανεὶς τὸν ἑαυτό του, νὰ τὸν ἐκκλησιάζει. Νὰ τὸν φέρνει στὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησία καὶ στὴ συνέχεια νὰ προχωρεῖ στὴ ζωή του. Καὶ βλέπει μετὰ κανείς, ὅτι κάποτε θὰ γνωρίσει τὰ γνωστὰ καὶ κάποτε μπορεῖ νὰ νοιώθει ὅτι γνώριζε πιὸ πολὺ αὐτὰ ποὺ δὲν γνώριζε καὶ ἀγνοοῦσε αὐτὰ ποὺ νόμιζε ὅτι γνώριζε. Μετὰ ἀπὸ αὐτά, ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ ξεχωρίσω ποιὸς εἶναι ὁ δοῦλος, ὁ μισθωτὸς καὶ ὁ υἱός. Ἐπειδὴ εἴμαστε ὅλοι κεκλημένοι νὰ γίνουμε υἱοὶ κάποια στιγμή, λέει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, ὅτι κάποτε μερικοὶ διὰ τῆς μετανοίας, ὡς γίγαντες βαδίζουν, ὄχι τὴν πεπατημένη ὁδό.

* * *

Γιὰ τὸ λῃστὴ μιλάει τὸ Τριώδιο. Ὁ λῃστὴς ἔγινε σὲ μία στιγμὴ θεολόγος, μὲ τὸ νὰ πεῖ μνήσθητί μου Κύριε. Βλέπετε τί γίνεται; Εἶναι λῃστής, ἐγκλήματα ἔκανε! Τὸν σταυρώνουνε. Οἱ ἄλλοι εἶναι μαθητές: ἕνας τὸν πουλάει, ὁ ἄλλος λέει, ἀνάθεμα, ἂν τὸν ξέρω. Καὶ μπαίνει στὸν Παράδεισο πρῶτος ὁ λῃστὴς καὶ γίνεται Θεολόγος. Καὶ λέει τώρα κανείς: «Τί εἶναι καλό; Νὰ εἶσαι λῃστὴς ἢ μαθητής»; Ποιὸς προετοιμάζεται καὶ πῶς προετοιμάζεται γιὰ νὰ φτάσει σ᾿ αὐτὸ τὸ τέλος. Νὰ γίνει μέλος τοῦ παραδείσου. Νὰ δεχθεῖ καὶ νὰ γευτεῖ αὐτὰ τὰ ἄρρητα. Γι᾿ αὐτὸ λέμε ὅτι ὑπάρχει αὐτὸς ὁ κανονικὸς δρόμος. Ἀλλὰ συνέχεια γίνονται ἐκπλήξεις καὶ ἡ ἴδια ἡ πνευματικὴ ζωὴ εἶναι μία ἔκπληξη. Λέγεται ὅτι ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος πῆγε ἑφτὰ χρόνια στὴν ἔρημο καὶ μετὰ ἔγινε Χρυσόστομος. Δὲν μπορῶ νὰ πῶ ἐγὼ ὅτι πῆγα ἑφτὰ χρόνια καὶ μετὰ γίνομαι Χρυσόστομος. Μπορεῖ νὰ κάτσω ἑβδομήντα καὶ νὰ μὴ γίνει τίποτα. Ἀπ᾿ τὴν ἄλλη μεριὰ ἕνας ἄνθρωπος, ὅπως λέει τὸ Γεροντικό, μπορεῖ ἀπὸ πρωίας ἕως ἑσπέρας νὰ φτάσει σὲ θεῖα μέτρα. Ἄρα ὑπάρχει μία τάξις ποὺ λέμε υἱός, μισθωτὸς καὶ δοῦλος καὶ ἔρχεται καὶ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀνὰ πάσα στιγμὴ νικᾷ τῆς φύσεως τὴν τάξη καὶ ἀνατρέπει τὰ πράγματα. Κι ἐπειδὴ εἴμαστε ἄνθρωποι καὶ ἔχουμε τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ μέσα μας, μπορεῖ ἀνὰ πάσα στιγμὴ νὰ γίνει ἕνα μεγάλο θαῦμα, τὸ ὁποῖο ἐμεῖς νὰ μὴ περιμένουμε. Ἀλλά, ἂν τυχὸν περιμένουμε καὶ κάνουμε ὑπομονὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁπωσδήποτε, θὰ σπάσει τὴν πόρτα, θὰ σπάσει τὰ δεσμά, ὅπως «λύει τὰ δεσμὰ καὶ δροσίζει τὴν φλόγα» ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Καὶ θὰ ἔρθει καὶ θὰ μᾶς θωπεύσει τὸ πρόσωπο, τὸ καμένο ἀπὸ τὸν ἀγῶνα, μιὰ δροσιὰ καὶ μία χάρις αἰώνια, ἡ ὁποία εἶναι ἡ δροσιὰ καὶ ἡ χάρις ποὺ δίδει ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία.

Αὐτὰ ποὺ σᾶς λέω, θέλω νὰ τὰ σεβαστεῖτε περιφρονώντας τα. Μὴν τοὺς δώσετε καμία σημασία. Κι ἂν τυχὸν κάτι ἔχει ἀξία γιὰ σᾶς, αὐτὸ θὰ παρουσιαστεῖ μόνο του. Σὲ ἕναν κῆπο ἔχουμε διάφορα δέντρα καὶ τὸ κάθε δέντρο παίρνει τὰ στοιχεῖα ποὺ θέλει. Ἕνα παίρνει πιὸ πολὺ σίδηρο, ἄλλο παίρνει κάλιο, τὸ ἄλλο ἀμμωνία. Ἀφῆστε τὸν καθένα νὰ λειτουργήσει ἐλεύθερα καὶ διὰ τῆς ἐλευθερίας δὰ φτάσουμε στὴν ἑνότητα.

Νὰ διευκρινίσουμε ἐδῶ καὶ κάποια τυχὸν παρεξήγηση γιὰ τὸ ἀκατάληπτο τοῦ λόγου τῶν Πατέρων.

Ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ λόγος τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ ὁ λόγος τῶν πατέρων εἶναι ἁπλούστατος. Τὸ ἴδιο ἁπλὸς εἶναι ὁ λόγος ἑνὸς ἀγραμμάτου γέροντος τοῦ Γεροντικοῦ καὶ τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ. Ὁ ἅγιος Μάξιμος δὲν κάνει φιλοσοφία καὶ ὁ γέροντας δὲ λέει «πνευματικά». Ἁπλά, καὶ ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος σοῦ μεταγγίζει τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἀκοῦς μία ἁπλὴ κουβέντα καὶ νιώθεις ὅτι ἔχει ἕνα βάθος ἀπερινόητο, ἀόρατο καὶ ἕνα βάρος ἀσήκωτο. Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία εἶναι νὰ ζοῦμε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καὶ ἂν τυχὸν βρισκόμαστε στὴν κατάσταση τοῦ δούλου, τοῦ μισθωτοῦ ἢ τοῦ υἱοῦ νὰ δείχνουμε αὐτὴ τὴ μία κατεύθυνση. Μπορεῖ νὰ διαβάσεις ἕνα πνευματικὸ κείμενο καὶ νὰ νιώθεις ὅτι δὲν ὁδηγεῖ πουθενά, ὁπότε τὸ ἀπορρίπτεις. Ἐὰν τυχὸν κάποιος ἀναπαύεται μὲ τὸ νὰ διαβάζει βίους ἀγίων, τότε παίρνει τὴν ἴδια χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἂν ἕνας ἔχει στραβὸ κεφάλι καὶ τὸν βασανίζουν προβλήματα ὑπαρξιακὰ ἢ διανοητικά, ἂς σπάσει τὸ κεφάλι του καὶ ἂς βρεῖ τὴν ἀνάπαυση στὸν Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή. Ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς εἶναι «μάξιμος», εἶναι μέγιστος καὶ βλέπετε ὅτι δὲν ἔχει τὴν διάδοση βιβλιογραφικὰ ποὺ ἔχει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Γιατί ὁ Χρυσόστομος μεταδίδει τὸ ἴδιο μήνυμα καὶ δὲν ἔχει καθόλου λιγότερο βάθος καὶ δὲν ἔχει καθόλου λιγότερη τόλμη. Μόνο τὸν κατηχητικὸ λόγο τῆς Ἀναστάσεως νὰ διαβάσουμε, διαλύονται τὰ πάντα καὶ μᾶς δίδεται ἕνα φῶς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ὁ Μάξιμος εἶναι πολὺ δύσκολος καὶ εἶναι γι᾿ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ σπάσουν τὸ κεφάλι τους. Ἀλλὰ στὸ τέλος δὲν σοῦ μεταδίδει γρίφους καὶ πονοκέφαλο, ἀλλὰ μεταδίδει τὴν ἴδια ἀνάπαυση σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη νὰ πάρουν τὴν ἀνάπαυση μὲ τὸν τρόπο αὐτό.

Ἐρώτηση (γραπτή): Τί θέση ἔχει τὸ συναίσθημα στὴ ζωή μας; Καὶ πῶς κρίνετε τὶς ἀποφάσεις τῆς δευτέρας βατικάνειας συνόδου; Κατὰ πόσο κάποιες ἀποφάσεις, π.χ. ἁπλοποιήσεις στὴ λατρεία, ἐνδυμασία κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία, θὰ μποροῦσαν νὰ λειτουργήσουν ὡς συνδετικὲς γέφυρες μὲ τοὺς Δυτικοὺς ἀπὸ μέρους μας;

Ὁμιλητής: Τὶς ἀπαντήσεις στὰ τελευταῖα ἐρωτήματα καὶ τὶς διευκρινίσεις γιὰ ὅλα θὰ τὰ βρεῖτε στὸν ἑσπερινό. Καὶ αὔριο ἴσως θὰ εἴμαστε μαζὶ καὶ πάντα μαζί με τὸ νὰ χωριστοῦμε ἀπὸ ἀπόψε.

κ. Βουλγαράκης: Εἶναι καὶ αὐτὸς ἕνας τρόπος.


Σημειώσεις:

1. Ὁ Ὅμιλος δραστηριοποιεῖται στὴν Ἑρμούπολη τῆς Σύρου ἀπὸ τὸ 1982 καὶ ἐντάσσεται στὴν ἐνοριακὴ δραστηριότητα τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Σημαντικὸ ἔργο ἐπιτελεῖται μὲ τὴν ἐτήσια διεξαγωγὴ τῶν πανελληνίων συναντήσεων Γνωριμίας καὶ Ἐπικοινωνίας ὀρθοδόξων νέων. Οἱ συνάξεις αὐτὲς πραγματοποιοῦνται ἀπὸ τὸ 1986, κάθε φορὰ σὲ ἄλλη περιοχὴ τῆς χώρας μας καὶ συμμετέχουν σ᾿ αὐτὲς νέοι-ἐκπρόσωποι ἐκκλησιαστικῶν νεανικῶν κινήσεων ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ Ἐξωτερικό. Σκοπός τους εἶναι νὰ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία στοὺς νέους τῆς Ἐκκλησίας μας νὰ συναντηθοῦν, νὰ ἀνταλλάξουν προβληματισμούς, νὰ διαλεχθοῦν γύρω ἀπὸ πνευματικὰ θέματα καὶ νὰ ἀντλήσουν δυνάμεις ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο γιὰ τὸν κοινὸ ἀγῶνα.

2. Οἱ εἰσηγήσεις ποὺ ἀκούστηκαν σ᾿ αὐτὴ τὴν συνάντηση (ἐκτὸς ἀπ᾿ τοῦ πατρὸς Βασιλείου) ἦταν: α) Γιάννης Χατζηνικολάου, καθηγ. Πολυτεχνείου Montreal: «Ζώντας τὴν Ὀρθοδοξία στὴ Δύση. Ὁ ὀρθόδοξος πιστὸς στὸν περίγυρο τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου» καὶ β) Πέτρος Βασιλειάδης, καθηγ. Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπ. Θεσσαλονίκης: «Ζώντας τὴ Δύση στὴν Ὀρθοδοξία. Ἡ εἴσοδος τοῦ δυτικοῦ πνεύματος στὸν Ὀρθόδοξο χῶρο»

3. 4η συνάντηση, Παναγία Σουμελᾶ, 1989, Θέμα: «Οἱ νέοι μέσα στὸν μεταβαλλόμενο κόσμο». Οἱ εἰσηγήσεις αὐτῆς τῆς συνάντησης ἦταν: α) Βασίλειος Γιούλτσης, καθηγ. Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπ. Θεσσαλονίκης: «Ἡ Ἐκκλησία στὴ διαδικασία τῆς ἀλλαγῆς», β) π. Γεώργιος Ἀναγνωστόπουλος, ἐπικ. καθηγ. Πολυτεχνικῆς Σχολῆς Πανεπ. Θρᾴκης: «Ἡ πρόοδος τῆς ἐπιστήμης καὶ ἡ σχέση της μὲ τὴν πίστη», γ) Γεώργιος Παῦλος, ἐπικ. καθηγ. Πολυτεχνικῆς Σχολῆς Πανεπ. Θρᾴκης: «Ὁ κόσμος καὶ ὁ ἄνθρωπος. Στοχασμοὶ καὶ σκέψεις ἑνὸς φυσικοῦ», δ) Θεόδωρος Καλογρίδης, οἰκονομολόγος: «Ἡ σύγχρονη ἐποχὴ καὶ ἡ οἰκογένεια», ε) π. Βασίλειος Γοντικάκης, «Ὁ μοναχισμὸς καὶ τὰ νέα δεδομένα τῆς ζωῆς».

4. Πέτρος Βασιλειάδης, καθηγ. Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπ. Θεσσαλονίκης: «Ζώντας τὴ Δύση στὴν Ὀρθοδοξία. Ἡ εἴσοδος τοῦ δυτικοῦ πνεύματος στὸν Ὀρθόδοξο χῶρο»

5. Στὶς ὀκτὼ πρῶτες συναντήσεις συντονιστὴς ἦταν ὁ κ. Ἠλίας Βουλγαράκης (†1999), καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἐνῷ στὶς ὑπόλοιπες (λόγω προβλημάτων στὴν ὑγεία τοῦ κ. Βουλγαράκη) ἡ κα Δήμητρα Κούκουρα, λέκτορας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ὁ κ. Βουλγαράκης ἔδωσε τὸ δικό του στίγμα στὴ νεανικὴ αὐτὴ προσπάθεια, βοηθώντας στὴν ἐπιλογὴ κατάλληλων καὶ ἐπίκαιρων θεμάτων, ἱκανῶν εἰσηγητῶν καὶ διευθύνοντας τὶς εἰσηγήσεις μὲ ἰδιαίτερο ταλέντο. Διατηροῦσε σὲ ὑψηλὸ ἐπιστημονικὸ ἐπίπεδο τὸ διάλογο, ἐκτόνωνε ἐντάσεις, διέκρινε καὶ καθοδηγοῦσε τὴ συζήτηση πρὸς τὸ οὐσιῶδες.