Τὸ ΒΗΜΑ, 22/06/1997, Σελ.: I08
Κωδικὸς ἄρθρου: B12434I081
http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=12434&m=I08&aa=1
Ἐπειδὴ μὲ τὴν ἔκθεσι τῶν ἁγιορειτικῶν κειμηλίων στὴ Θεσσαλονίκη πολλοὶ θὰ γράψουν - καὶ ἤδη γράφουν - γι᾿ αὐτὰ ποὺ βλέπουν καὶ ἀκοῦνε, ἴσως δὲν θὰ ἦταν ἄνευ σημασίας νὰ ἀναφέραμε μερικὰ πράγματα γιὰ ἐκεῖνα ποὺ συνήθως δὲν βλέπουμε καὶ δὲν ἀκοῦμε· γιὰ κάποιους «ἀοράτους» καὶ ταπεινούς, ποὺ ἀποτελοῦν τὴ βάσι τῆς ἁγιότητος τοῦ Ὄρους καὶ τῆς ἱερότητος τῶν κειμηλίων του.
Στὸ Ἅγιον Ὄρος ὑπάρχει μία παλαιὰ καὶ ἄγραφη παράδοσι ποὺ λέει ὅτι κοντὰ στὴν κορφὴ τοῦ Ἄθωνα χειμῶνα - καλοκαῖρι ζοῦν, τρεφόμενοι ἀπὸ τὴν εὐχή, δώδεκα μοναχοὶ ἀόρατοι. Ὅταν ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς κοιμηθῇ, ἄλλος τὸν ἀντικαθιστᾷ. Καὶ ἡ δωδεκάδα μένει πάντοτε ἀκεραία, χωρὶς νὰ τῆς λείπῃ κανείς.
Λέγεται ὅτι κάποιοι τοὺς εἶδαν καὶ ἀμέσως τοὺς ἔχασαν. Κάποιοι ἄλλοι τοὺς εἶδαν καὶ χάθηκαν μαζί τους. Ἕνας νέος ὑποτακτικὸς εἶδε ἕναν ἀπ᾿ αὐτούς. Διηγήθηκε στὸ γέροντά του τὸ γεγονὸς καὶ ὁ γέροντας τοῦ εἶπε «ἔπρεπε νὰ τὸν ἀκολουθήσῃς»...
Ὅλα αὐτὰ εἶναι θρῦλος ἢ πραγματικότης; Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι ἡ πραγματικότης στὸ Ὄρος εἶναι θρῦλος. Αὐτοὶ οἱ ἀόρατοι καὶ ἀνύπαρκτοι, δηλαδὴ οἱ ταπεινοὶ καὶ θεοφόροι, ὑπάρχουν καὶ κρατοῦν στὴ ζωὴ τὸ Ἅγιον Ὄρος, μαζεύουν τοὺς μοναχοὺς καὶ εἶναι εὐλογία γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Γι᾿ αὐτὸ συχνὰ παραξενεύεσαι καὶ κάνεις τὴν ἐρώτησι διαφορετικά: Μὰ εἶναι ἀλήθεια ὅλο αὐτὸ ποὺ ζοῦμε; Εἶναι δυνατὸν ἐμεῖς οἱ χοϊκοὶ ἄνθρωποι νὰ βρισκόμαστε στὸν παράδεισο; Μήπως εἶναι ὄνειρο καὶ ὄχι πραγματικότης ὅλο τὸ γεγονὸς τοῦ Ἁγίου Ὄρους;
Ἀλλὰ βλέπεις ὅτι ὁ ναὸς ὑπάρχει. Ἡ ἀκολουθία γίνεται. Οἱ ψαλμῳδίες ἀκούγονται. Τὸ φῶς τῶν καντηλιῶν καὶ τῶν πολυελαίων προχέεται ἱλαρῶς. Ἡ εὐωδία τῶν Ἁγίων Λειψάνων εἶναι αἰσθητή. Τὸ «ἀρχαῖον μέλος παρὰ ἀγνώστου» ἄδεται ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς μοναχούς. Καὶ τὸ ποτάμι τὸ ἑνιαῖο της ζωῆς φθάνει σὲ μᾶς. Συνέρχονται, συμψάλλουν, συλλειτουργοῦν οἱ ἅγιοι κτίτορες, οἱ ἀπ᾿ αἰώνων κεκοιμημένοι μοναχοί. Καὶ εἶναι ὅλοι συνηγμένοι ὑπὸ Κυρίου.
Μεθᾷς ἀπὸ οἶνον κατανύξεως, ἀπὸ μέλος σταυροαναστάσιμο, πένθιμο καὶ χαρούμενο, ποὺ παρηγορεῖ τοὺς πληγωμένους καὶ καλεῖ τὴν κτίσι σὲ δοξολογία. Καὶ ζώντας μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν θεανθρώπινο κόσμο δὲν γνωρίζεις πολλὲς φορὲς ἂν εἶναι πιὸ αἰσθητὰ τὰ ἀόρατα καὶ ἄκτιστα ἢ πιὸ πνευματικὰ τὰ ὑλικὰ καὶ ἐφήμερα. Γιατί ὁ Ἄσαρκος σαρκοῦται καὶ «ἡ ὕλη εἶναι ἔμπλεως θείας χάριτος».
Ὅλες οἱ ὑλικὲς δημιουργίες, εἰκόνες, ναοί, μέλος, λένε τὸ ἴδιο πρᾶγμα μὲ τὸ δικό τους τρόπο. Μεταδίδουν τὸ ἴδιο μήνυμα τῆς παρακλήσεως μὲ τὴ δική τους γλῶσσα. Καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅλα συνάδουν καὶ συλλειτουργοῦν σὲ πείθει γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ σὲ παρηγορεῖ. Τίποτε δὲν παραφωνεῖ, οὔτε μένει ἔξω ἀπὸ τὸ ἐναρμόνιο συλλείτουργο τῆς σωτηρίας τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Δὲν χωρίζεται ἡ ζωὴ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ζωή, ἡ δρᾶσι ἀπὸ τὴν ἡσυχία. Ὅλη ἡ ζωὴ γίνεται θεία Λειτουργία. Ὅλη ἡ κτίσι ναός. Ἡ ἀρχιτεκτονική της ζωῆς καὶ τῶν κτισμάτων συνάδουν καὶ ὑπηρετοῦν τὸν ἴδιο σκοπό· βοηθοῦν τὸν καθένα καὶ ὅλους νὰ βροῦν τὸν ρυθμό τους. Καὶ στὸ τέλος νοιώθει ὁ μοναχὸς ὅτι δὲν κάνει προσευχή, ἀλλὰ γίνεται προσευχή. Δὲν προσεύχεται, ἀλλὰ «αὐλίζεται ἐν τῇ εὐφραινούσῃ δόξῃ». Ὅλα γίνονται ἀκόπως, γιατί ὁ Θεάνθρωπος, «ὡς δεσπόζων τῶν ἐπουρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων», εἶναι ὁ ἁγιασμὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων. Ἔτσι ζεῖς, ἐν σαρκί, τὴ χαρὰ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Καὶ βρισκόμενος στὸ χρόνο καὶ στὸ χῶρο τρέφεσαι ἀπὸ τὴν ἄχρονη καὶ ἄκτιστη δόξα τοῦ Πνεύματος.
Καὶ τὸ ἐρώτημα μένει: Εἶναι ὄνειρο ἢ πραγματικότητα ἡ ἁγιορειτικὴ πολιτεία;
Τὸ Ὄρος τῶν ἀνυπάρκτων ὑπάρχει. Ἡ θεία Λειτουργία ἱερουργεῖται. Ὁ κόσμος πεινᾷ. Ἡ τράπεζα εἶναι στρωμένη γιὰ ὅλους.
Ἔρχονται σήμερα ἄσχετοι καὶ συγκλονίζονται χωρὶς οἱ ἴδιοι νὰ τὸ περιμένουν. Ἔρχονται ἄγνωστοι καὶ βρισκόμαστε ἀδελφοί. Ἕνας μαθητὴς δωδεκάχρονος εἶπε: Κατάλαβα γιατί οἱ μοναχοὶ μένουν στὸ Ἅγιον Ὄρος· γιὰ νὰ παρακολουθοῦν αὐτὴν τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ἕνας ἁπλὸς μοναχὸς ἔλεγε πρὸ καιροῦ: Μὰ αὐτὸ ποῦ ζοῦμε δὲν εἶναι αἰωνιότης;
Ὅλα αὐτὰ νοιώθεις νὰ εἶναι εὐλογία καὶ κατάληξι μιᾶς μεγάλης Παραδόσεως, ποὺ φανερώνει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἀγῶνα τοῦ ἀνθρώπου. Σ᾿ αὐτὴ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, σ᾿ αὐτὴ τὴ μυσταγωγία τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐκβάλλουν ὅλα τὰ ποτάμια τῶν ἀναζητήσεων καὶ ἐπιτεύξεων τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος καὶ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἀξιοποιοῦνται ὅλα ὅσα προσέφεραν ὁ Ἰουδαϊσμὸς καὶ ὁ Ἑλληνισμός. Καὶ προχωροῦμε παραπέρα. Καὶ ἀκοῦμε κατὰ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ τὸν Ἀπόστολο νὰ λέῃ: «Ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω. Ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομὴ τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις». Αὐτὴ ἡ Καινὴ Κτίσις πλάθει τὸ νέον ἦθος. Αὐτὴ διαμορφώνει τοὺς ἀληθινοὺς μοναχοὺς ὡς μιὰ θεοφάνεια, ὡς μιὰ ὄντως ἀνθρωποφάνεια.
Μιὰ βεβαιότητα μακαριότητος ἐμποτίζει ὅλη σου τὴν ὕπαρξι καὶ καταγλυκαίνει κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς σου. Οἱ ἀόρατοι τῆς κορφῆς τοῦ Ἄθωνα εἶναι οἱ ταπεινοί, οἱ ἁπλοὶ καὶ ἀσήμαντοι· οἱ πλήρεις πνεύματος ἁγίου ποὺ κυκλοφοροῦν μεταξύ μας. Κάνουν τὴ ζωὴ παράδεισο. Καὶ ἐνῷ σοῦ χαρίζουν ὅ,τι πολύτιμο βρῆκες στὸν κόσμο, δὲν ζητοῦν καμμιὰ ἀνταμοιβή. Δὲν θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους μεταξὺ τῶν ζώντων. Δὲν ἔχει, κατ᾿ αὐτούς, καμμιὰ ἀξία ἡ ὕπαρξί τους. Ὅ,τι ἔχουν τὸ ὀφείλουν στὸν Θεό. Ἔτσι καταλήγουν νὰ εἶναι μία ἀνταύγεια καλωσύνης πρὸς ὅλους, φανερώνοντας τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν κόσμο ὁλόκληρο. Αὐτοὶ ἁγιάζουν τὸ Ὄρος. Σὲ κάνουν νὰ ἀγαπᾷς τὴ ζωή, καὶ σοῦ ἀνοίγουν ὁρίζοντες ἐλευθερίας. Σοῦ δίδουν ὅλα ὅσα δὲν μπόρεσαν νὰ σοῦ δώσουν οἱ «σοφοί» καὶ «συνετοί». Αὐτοὶ δὲν παρέρχονται καὶ δὲν χάνονται, ἔστω καὶ ἂν περάσουν αἰῶνες. Βρίσκονται ἐδῶ καὶ παντοῦ ὡς εὐλογία καὶ κουράγιο ἀνερμήνευτο.
Ἕναν τέτοιο γνώρισα. Ἡ μορφὴ καὶ ὁ λόγος τῆς σιωπῆς του ἐπέβαλε γαλήνη. Ἐπικράτησε ἠρεμία. Κατεγλύκανε τὰ σωθικά. Ἔλεγε τὴν ἀλήθεια. Ἀγαποῦσε χωρὶς σχόλια. Σὲ αἰχμαλώτιζε μὲ τὸ νὰ σὲ ἀφήνῃ ἐλεύθερο. Εἶχε τὴ δύναμι νὰ τὸ κάνει, γιατί ἦταν ἀνενδεής. Εἶχε φθάσει στὸ τέλος, ποὺ εἶναι ἀρχή. Τὸ μήνυμα ποὺ δέχθηκε· ἡ ζωὴ ποὺ τὸν πλημμύρισε· τὸ πνεῦμα ποὺ ἀνέπνευσε· ὁ ρυθμὸς τῆς ζωῆς ποὺ τοῦ χαρίσθηκε· ἡ πολιτεία ποὺ πολιτευόταν· ἐκεῖ ὅπου ὑψώθηκε, τὸ φῶς τὸ μακάριο ποὺ ἁπλώθηκε ἐξ ἴσου γύρω του καὶ μέσα του... ὅλα αὐτὰ ἔλεγαν τελικῶς καλὰ πράγματα γιὰ τὸν ἄνθρωπο· γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἀγωνίζεται, ὅπου ἀγωνίζεται, ποὺ πιστεύει ἢ ἀπιστεῖ, ποὺ εἶναι μπλεγμένος, ἀκινητοποιημένος ἐφιαλτικὰ στὸ νοῦ καὶ στὸ σῶμα.
Καὶ διερωτᾶσαι: Πῶς συνέβη αὐτό; Ποιὰ μήτρα πνευματικὴ τὸν γέννησε; Ποιὸς τοῦ χάρισε αὐτὴ τὴ μεγαλοπρέπεια τῆς ἀγωγῆς καὶ τὴν τόλμη τῆς ἀγάπης; Ὅλα αὐτὰ τὰ βρῆκε καὶ τὰ ἔμαθε ζώντας στὴν παράδοσι τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Δηλαδὴ στὴν παράδοσι τοῦ Τόπου μας. Τὰ βρῆκε καὶ τὰ ἔμαθε ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο Κύριο, ὅπως Τὸν γνώρισε μέσα στὴν ὀρθόδοξη θεία Λειτουργία. Τὸν εἶδε, τὸν γνώρισε ὡς λυτρωτή, Σωτῆρα καὶ εὐεργέτη τοῦ βασανιζομένου ἀνθρώπου. Τὸν βρῆκε ὡς γνώστη ὅλων τῶν ὅσων συμβαίνουν στὸν ἄνθρωπο. Καὶ παρ᾿ ὅλον τοῦτο, ἢ ἐξ αἰτίας ὅλων τούτων, ὁ Θεάνθρωπος Κύριος, ἐπειδὴ γνωρίζει τὸν ἄνθρωπο, ἐπειδὴ ἔχει κάμει διάγνωσι τῆς ἀρρώστιας του, ἔχει συνειδητοποιήσει τὸ βαθμὸ τοῦ μπλεξίματός του, μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ λέει: Ναί. Ὑπάρχει λύσι. Ὁ ἄνθρωπος ὁ μπλεγμένος, ὁ ἀπογοητευμένος, ὁ πεπλανημένος, ὁ ἀλληλοσπαρασσόμενος ἐν ἑαυτῷ... ὁ ἄνθρωπος αὐτός, μπορεῖ νὰ σωθῆ. Τοῦ δίδω τὴ δυνατότητα νὰ ἐκφρασθῆ. Νὰ κινηθῆ ἐλεύθερα. Νὰ βγάλη τὸν πόνο του. Νὰ ἐκτονωθῆ, ὅταν καὶ ὅπως θέλει. Νὰ μὲ βρίση, νὰ μὲ φτύση, νὰ μὲ σταυρώση. Νὰ μὲ θεωρήση πλάνο, ἀπατεῶνα. Τὸν ξέρω τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἀγαπῶ. Ξέρω ὅτι ὑπέφερε καὶ ὑποφέρει πολλά. «Πάντες ὅσοι ἦλθον πρὸ ἐμοῦ κλέπται εἰσὶ καὶ λησταί». Τὸν βασάνισαν. Βασανίζεται. Βρίσκεται ὅπου βρίσκεται. Εἶναι δέσμιος δυνάμεων ποὺ τοῦ πνίγουν τὴν καρδιὰ καὶ τὸ νοῦ, ποὺ τὸν τυραννοῦν. Ἔχει ἀνάγκη νὰ κινηθῆ, νὰ βρίση, νὰ φτύση. Ἂς τὸ κάνῃ γιὰ νὰ συνέλθη. Ἂς σπαραχθῆ ἀπὸ τὸ πονηρό, ἢ ἐπὶ μέρους πνεῦμα. Ὅταν θὰ πέση ὡσεὶ νεκρός, ὅταν περάσῃ ὁ λήθαργος τοῦ κόπου, θὰ μὲ δῆ δίπλα του - λέει ὁ Θεάνθρωπος - μὲ πρόσωπο γαλήνιο. Μὲ διάθεσι καὶ δυνατότητα νὰ τοῦ προσφέρω ἐκεῖνο ποὺ θέλει, ἐκεῖνο ποὺ ἐπιθυμεῖ. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι μεγάλο καὶ ἐλάχιστο, μακρὰν καὶ ἐγγύς, ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος τὰ μπλέκει. Δὲν ξέρει τί νὰ πῇ καὶ πῶς νὰ τὸ πῇ. Τότε βρίζει καὶ Ἐκεῖνον ποὺ τὸν θεραπεύει. Ἀλλὰ ὁ Σωτὴρ τὸ ξέρει καὶ ὑπομένει.
Αὐτὸν τὸν Κύριο, τοῦ ὁποίου ἡ ἐμφάνιση ἐπιβάλλει σιγὴ στὶς οὐράνιες χοροστασίες καὶ ἡ ἐπιείκεια καταπλήσσει τοὺς Ἁγίους, Αὐτὸν μᾶς παρουσιάζει τὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ ὅλη του τὴν ὕπαρξι καὶ πολιτεία. Αὐτὸν μᾶς παρουσιάζουν οἱ ταπεινοὶ γέροντες μὲ τὴν παρουσία τους. Γιατί ἔχουν δεχθεῖ τὴ χάρι. Ἔχουν χωνέψει τὴν τροφή. Ἔχουν λύσει τὰ προβλήματά τους. Εἶναι θεοὶ κατὰ χάριν. Δὲν ἐνδιαφέρονται οὔτε γιὰ τὸν ἑαυτό τους, οὔτε γιὰ τὴν ὑστεροφημία τους. Σ᾿ αὐτοὺς ἀνοίγεις τὴν καρδιά σου, γιατί αὐτοὶ πρῶτοι σοῦ ἀνοίχθηκαν. Σοῦ τὰ εἶπαν ὅλα καὶ συμφωνεῖς. Σοῦ τὰ εἶπαν ὅλα καὶ σὲ ἀνέπαυσαν. Σοῦ ἀπεκάλυψαν αὐτὰ ποὺ ἔχεις μέσα σου καὶ ἐκεῖνα ποὺ δὲν ξέρεις ὅτι ἔχεις, καὶ ἐκεῖνα ποὺ δὲν ξέρεις ὅτι θὰ φθάσης. Καὶ τὸ τελικὸ συμπέρασμα ζωῆς εἶναι θετικό.
Τὸ Ἅγιον Ὄρος μας κάνει συντροφιά, ὄχι ἐπειδὴ μᾶς πλησιάζει αἰσθητά, μὲ τὴν ἔξοδο τῶν κειμηλίων, ἀλλὰ ἐπειδὴ σ᾿ αὐτὸ ὑπάρχουν οἱ ἀόρατοι καὶ ἀνύπαρκτοι.
Τὸ Ἅγιον Ὄρος, μὲ τὴν ἔκφρασι τῆς μορφῆς του καὶ τὴν αἴσθησι τῆς παρουσίας του, λέει κάτι συγγενικό με τὴ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀόρατη παρουσία τοῦ Λόγου.
Ἔχει μία μεγαλοπρέπεια θεϊκή, ποὺ κρίνει τὸν καθένα καὶ ὅλους μας - καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ φοβερὸ - χωρὶς νὰ μᾶς κρίνει, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου: «ἐάν τις μοῦ ἀκούσῃ τῶν ρημάτων καὶ μὴ πιστεύσῃ, ἐγὼ οὐ κρίνω αὐτόν... Ὁ λόγος ὁ ἐμὸς κρινεῖ αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ» (Ἰωάν. 12, 47-48).
Τὸ ὅτι τὸ Ἅγιον Ὄρος ἄντεξε καὶ ἐπιζῇ πάνω ἀπὸ χίλια χρόνια, δείχνει τὴν πνευματική του ποιότητα καὶ ἀποστολή. Τὸ ὅτι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τὸ καταφρονήσαμε ἐπὶ σειρὰ δεκαετιῶν, φανερώνει τὸ πνευματικό μας ἐπίπεδο. Τὸ ὅτι σήμερα ἀναβιοῖ, μᾶς λέει ὅτι ὁ ἀληθινὸς ἑαυτός μας ζητεῖ τὰ τίμια καὶ μένοντα.
Ἡ ἔξοδος τῶν ἁγιορειτικῶν κειμηλίων εἶναι μία ἐπὶ πλέον κρίσι γιὰ ὅλους μας καὶ ἴσως ἀφορμὴ μετανοίας. Κάποιοι θὰ δοῦν τὰ κειμήλια καὶ θὰ τὰ θαυμάσουν γιὰ τὸ μέγεθος, τὸ πλῆθος, ἢ τὴν ὅποια ἄλλη παρόμοια ἀξία τους. Ἄλλοι, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιστημονική τους ἐξειδίκευσι, θὰ τὰ ἐκτιμήσουν σύντομα, κατατάσσοντάς τα σὲ χρονολογικὲς καὶ τεχνοκριτικὲς κατηγορίες, ὡς ἀντικείμενα λατρείας, τέχνης, λαογραφίας...
Ἄλλοι θὰ ζήσουν τὴν ἐπίσκεψι στὴν ἔκθεση τῶν ἱερῶν κειμηλίων ὡς προσκύνημα πνευματικό. Θὰ αἰσθανθοῦν κύματα παρακλήσεως νὰ τοὺς πλημμυρίζουν. Θὰ τὰ συναντοῦν ἴσως γιὰ πρώτη φορά, ἀλλὰ θὰ τοὺς εἶναι οἰκεία, διότι ὁ νόμος τοῦ Πνεύματος εἶναι πάντοτε ὁ ἴδιος. Τὸ Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ καὶ βρίσκει τοὺς ἀγαπητούς του· ἀναπαύεται στὶς καρδιὲς τῶν ταπεινῶν.
Αὐτοὶ οἱ ταπεινοί, οἱ ἑκούσια διαγεγραμμένοι γιὰ νὰ δώσουν χῶρο στὸν ἄλλο, εἶναι δυνάμει ἁγιορεῖτες, ζοῦν ἐν πνεύματι στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὁπουδήποτε κι ἂν βρίσκωνται· καὶ δεχόμενοι τὴ χάρι του τὴν ἁπλώνουν παντοῦ. Ἔτσι τὸ Ἅγιον Ὄρος ἔχει ἄλλες διαστάσεις ἀπ᾿ ὅ,τι νομίζομε· ἔχει καταργηθεῖ, κατὰ κάποιο τρόπο, τὸ ἄβατο. Καὶ ἰσχύει διαφορετικά: Γιὰ ὅσους δὲν ἔχουν τὸ ἦθος τοῦ Ἁγίου Ὄρους (τὸ πνεῦμα τῆς ἀνυστερόβουλης ἀγάπης καὶ τὴ συντριβὴ τῆς ταπεινώσεως), τὸ Ὄρος παραμένει ἄγνωστο καὶ ἄβατο, ἔστω καὶ ἄν, ὡς ὁ γράφων, βρίσκωνται γιὰ χρόνια σωματικὰ σ᾿ αὐτό.
Πόση σημασία ἔχει ἀπὸ τὴν ἔκθεσι τῶν ἱερῶν τούτων κειμηλίων νὰ προέλθη κάτι ἐλάχιστο, ἀλλὰ ἀληθινό. Νὰ λάμψῃ μέσα μας γιὰ λίγο ἡ ἀστραπὴ τῆς θεότητος. Νὰ νοιώσωμε τί σημαίνει νὰ χαροῦμε τὴ ζωή μας μὲ χαρὰ μὴ παρερχόμενη. Νὰ δώσωμε σὲ ἄλλους τὸν πλοῦτο ποὺ αὐξάνεται προσφερόμενος. Νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν εὐγένεια τῆς Παραδόσεώς μας καὶ τὴ δύναμι ποὺ ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. Καὶ ἔτσι νὰ μπορέσωμε οἱ λίγοι καὶ ἀδύνατοι νὰ ἀποτελέσωμε τοὺς πολῖτες πρωτευούσης πνευματικῆς καὶ πολιτιστικῆς τῆς Εὐρώπης καὶ τοῦ κόσμου.