Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης - Θεώρηση χώρου καὶ χρόνου στὸ Ἅγιον Ὄρος

Εἰσήγηση σὲ συνέδριο «Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι», 27 Νοεμβρίου 1997


Ἕνας παλιὸς καραβοκύρης μοῦ ἔλεγε: «Εἴχαμε τότε τὰ ἱστιοφόρα. Καὶ δὲν φοβόμασταν τὴν ἀνοιχτὴ θάλασσα, γιατὶ τὸ πανὶ κρατοῦσε τὸ καράβι, καὶ ἔπαιζε μὲ τὸ κύμα. Δυσκολία πολλὴ συναντούσαμε, ὅταν πλησιάζαμε στὴ στεριά. Καὶ ὅταν πηγαίναμε τοὺς ὑποψήφιους μοναχοὺς στὸ Ὄρος, ξέραμε ὅτι δὲν θὰ τοὺς ξαναπαίρναμε. Τοὺς χάναμε, δὲν ξανάβγαιναν ἔξω, ὅπως δὲν γυρίζουν πίσω οἱ πεθαμένοι ποὺ τοὺς πᾶνε στὸ κοιμητήριο».

Τὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ χαρακτήρισε κοιμητήριο, τάφο, ὅπου μπαίνει κανεὶς καὶ δὲν βγαίνει ἔξω. Καὶ εἶχε δίκιο. Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι ἕνα κοιμητήριο νεκρῶν σπόρων, ἀπὸ ὅπου βλάστησε μία ἄλλη ζωὴ καὶ ἀνθοφορία.

Τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι κάτι ποὺ σὲ συγκινεῖ βαθύτατα καὶ σὲ ἕλκει. Κάτι ποὺ ἔχει σχέση μὲ ἕνα θάνατο καὶ μὲ μία ζωή. Ὁ ὑποψήφιος μοναχὸς ἔρχεται στὸ Ἅγιον Ὄρος. Μένει ἐν ἐλευθερίᾳ. Θέλει νὰ δεῖ ποιὲς ἀντιδράσεις δημιουργοῦνται μέσα του μὲ τὸν τόπο. Καὶ οἱ ἀντιδράσεις εἶναι διάφορες, ποικίλλουν κατὰ τὰ πρόσωπα καὶ κατὰ τὶς ἀναζητήσεις των.

Ἐὰν ἡ κλίση σου εἶναι γι᾿ αὐτὴ τὴ ζωή, τὴ λογική, τὸν τόπο καὶ τὸ κλίμα, τότε μένεις. Γίνεται ἡ κουρά σου. Καὶ τὸ ἅγιο Θυσιαστήριο, ἡ ἁγία Τράπεζα εἶναι ὁ Τάφος ὁ πανάγιος τοῦ Χριστοῦ, ἀπ᾿ ὅπου ἀνατέλλει ὡς Νυμφίος ἐκ παστάδος φωτεινῆς. Καὶ ἀγαπᾶς ἕναν Τάφο. Καὶ προσπίπτεις στὸν Τάφο, ἐπειδὴ ἀγαπᾶς τὴ ζωή.

Ἡ πρώτη εὐχὴ τῶν παλαιῶν ἁγιορειτῶν σὲ ἕνα νέο μοναχὸ εἶναι: «Καλὴ ὑπομονή». Αὐτὴ ἡ ὑπομονή, τὸ νὰ μένεις ἑκούσια ὑπό, εἶναι μιὰ εὐλογία ποὺ κρύβει μέσα της πολὺ δυναμισμό, γιατὶ σὲ ὠθεῖ πρὸς τὸν δρόμο τῆς ἑκουσίου νεκρώσεως, τῆς ταφῆς εἰς τὴν «γῆν τὴν ἀγαθήν», ἀπ᾿ ὅπου ἐλευθερώνεται, ἐνεργοποιεῖται κάποιος δυναμισμὸς κεκρυμμένος καὶ συνεπτυγμένος μέσα σου, καὶ βλαστάνει ὁ σπόρος τῆς ὑπάρξεώς σου ἀποδίδων «καρπὸν ἑκατονταπλασίονα».

Καὶ γιὰ νὰ συμβεῖ αὐτό, θὰ πρέπει ὁ σπόρος τῆς ὑπάρξεώς σου νὰ εἶναι ζωντανός, νὰ ἔχει τὸ στοιχεῖο ποὺ μπορεῖ νὰ ἀντέξει στὴ διαδικασία τῆς ζωηφόρου νεκρώσεως. Καὶ θὰ πρέπει νὰ ἔλθει ἡ ὥρα σου, νὰ ὡριμάσει ὁ σπόρος, νὰ συνειδητοποιήσει ὁ ἄνθρωπος ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη πορεία του, καὶ δὲν γίνεται διαφορετικά.

Καὶ περνᾶ ὁ χρόνος, γιὰ νὰ ἔλθει ἡ ὥρα. Καὶ ἡ τελικὴ ὥρα εἶναι τόσο φρικτή, ποὺ θὰ θέλαμε πάσῃ θυσίᾳ νὰ τὴν παρακάμψωμε, νὰ τὴν ἀποφύγομε. Ὅμως δὲν γίνεται διαφορετικά, ἐὰν δὲν πιοῦμε τὸ πικρὸ ποτήριο τοῦ θανάτου.

Ἡ μελέτη τοῦ θανάτου εἶναι μελέτη ζωῆς. Αὐτὸ ποὺ ἀναπόφευκτα βλέπουμε μπροστά μας νὰ πλησιάζει εἶναι ὁ θάνατος. Αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει μέσα μας εἶναι ἡ δίψα τῆς αἰώνιας ζωῆς. Καὶ ἐπειδὴ ἀγάπησες τὸ δρόμο αὐτῆς τῆς ζωῆς καὶ ἀσκήσεως, προχωρεῖς. Ἀρχίζεις νὰ θάπτεσαι, νὰ ζεῖς τὴ νέκρωση καὶ νὰ τρέφεσαι ἀπὸ ζωὴ ἀνώλεθρο, ἀπὸ χαρὰ ποὺ δὲν παρέρχεται.

Ὅταν βαπτίζεται «εἰς τὸν θάνατον» τοῦ Ἰησοῦ, ἐνδύεσαι τὸν Χριστὸ καὶ παίρνεις ὄνομα. Ὅταν γίνεσαι μοναχὸς λαμβάνεις δεύτερο βάπτισμα καὶ παίρνεις νέο ὄνομα.

Ἡ ἀκολουθία τῆς κουρᾶς σου λέει ὅλη τὴν ἀλήθεια γιὰ τὴ ζωὴ τῆς ἀσκήσεως ποὺ σὲ περιμένει. Σοῦ μιλᾶ γιὰ τὴν ἄφατη χαρὰ καὶ ἀγαλίαση ποὺ θὰ φτάσεις, ἀφοῦ περάσεις ἀτέλειωτα βάσανα καὶ ἀπρόσμενους πειρασμούς. Σοῦ περιγράφει ξεκάθαρα «πάντα τὰ λυπηρὰ καὶ ἐπίπονά της χαροποιοῦ κατὰ Θεὸν ζωῆς» ἐν τέλει ὅλα ὁδηγοῦν σὲ μία δοκιμασία ὅπου ἀπειλεῖται τὸ πᾶν, σὲ μιὰ κρίση ποὺ ξεπερνᾶ συχνὰ τὴ λογικὴ καὶ τὴν ἀντοχή του.

Ἐκείνη τὴν ὥρα τῆς ἔσχατης ἀπορίας καὶ ἐγκαταλείψεως, ἂν συνειδητὰ πεῖς μὲ ὅλη σου τὴν ὕπαρξη «ἂς γίνει τὸ θέλημά Σου, Θεέ μου, ὅ,τι κι ἂν μοῦ στοιχίσει», τότε ἀλλάζεις ὅλος. Ἐνδύεσαι τὸν Χριστό. Ἀλλάζει ὄνομα ὁ τόπος. Γίνεσαι ἄλλος.

«Οἱ δὲ ὑπομένοντες τὸν Θεὸν ἀλλάξουσιν ἰσχύν, πτεροφυήσουσιν ὡς ἀετοί, δραμοῦνται καὶ οὐ κοπιάσουσιν». Τότε ζεῖς τὶς συνέπειες τῆς εὐχῆς «καλὴ ὑπομονή». Νοιώθεις ὅτι ἔζησες μία ζωή, γιὰ νὰ φτάσεις σὲ κείνη τὴ στιγμὴ καὶ σ᾿ ἐκεῖνο τὸν τόπο. Αὐτὴ ἡ στιγμὴ εἶναι ἀστραπὴ καὶ αἰωνιότης.

Τότε δὲν ἔχεις καμία ἀπορία. Δὲν ἀναπολεῖς τίποτε, οὔτε προσδοκᾶς. Ἡ θεία ἐπίσκεψη διὰ μᾶς ἐξαφάνισε τὸν χωρισμὸ σὲ παρελθὸν καὶ μέλλον, κάνοντας τὰ πάντα ἕνα παρὸν πλησμονῆς.

Ἀκινητεῖς. Μένεις ἐνεός. Γεμάτος ἔκπληξη. Μὲ ἀνοιχτὲς τὶς αἰσθήσεις. Μὲ τὸ νὰ εἶσαι ὅλος μία αἴσθηση.

Ἀξιολογεῖς τὰ πάντα διαφορετικά. Βρίσκεις τὸν πλοῦτο, τὴ δόξα καὶ τὸν παράδεισο ἐκεῖ ὅπου ἄλλοι βλέπουν τὴ συμφορὰ ποὺ πρέπει νὰ ἀποφύγουν.

«Βασιλεὺς τῆς Δόξης» γνωρίζεται ὁ Χριστὸς πάνω στὸ Σταυρὸ καὶ ἁπλωμένος ὕπτιος νεκρὸς στὸν Ἐπιτάφιο Θρῆνο. Ἀπὸ τότε εὐφραίνεσαι περιφρονούμενος. Χαίρεσαι ὑποτιμούμενος. Καὶ βοηθεῖσαι διαγραφόμενος.

Γράφεται στὶς πλάκες τὶς καρδιᾶς σου ἕνας νόμος, ὅπως γράφτηκε στὶς πέτρινες πλάκες στὸ ὄρος Σινᾶ. Ἡ νέα νομοθεσία, τῆς ἀγάπης, ποὺ τὴ δέχτηκες προσωπικά, σὲ σφράγισε, ὡς «σφραγὶς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου». Φέρεις ἐπάνω σου τὸ μοναχικὸ σχῆμα, ποὺ εἶναι σταυρός, μὲ τὴν ὁμολογία τῆς νίκης:
Ι(ησοῦ)Σ Χ(ριστό)Σ ΝΙΚΑ.
Φ(ῶς) Χ(ριστοῦ) Φ(αίνει) Π(ᾶσι).
Τ(όπος) Κ(ρανίου) Π(αράδεισος) Γ(έγονε).

Ἔκτοτε κυκλοφορεῖς διαφορετικά. Κουβαλᾶς τὴν ἐμπειρία αὐτὴ ὡς αἱμορραγία. Κουβαλᾶς τὴ θανή, ποὺ σὲ ἔφερε στὴ ζωή. Δὲν βγαίνεις ἔξω ἀπὸ τὸν τάφο. Τρέφεσαι ἀπ᾿ αὐτόν, ὅπως τὸ φυτὸ ἀπὸ τὶς ρίζες του μέσα στὴ γῆ. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἐμπειρία ἀρθρώνεται ὁ λόγος σου, διαμορφώνεται ὁ χῶρος σου. Εἶναι ὅλα φανέρωση αὐτῆς τῆς νεκραναστάσεως. Εἶναι ὅλα ντυμένα μὲ σεμνότητα κατανύξεως καὶ πηγαῖο δυναμισμὸ αἰωνίου ζωῆς.

Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, γνήσιος ἁγιορείτης, τὸ λέει ξεκάθαρα, ὅτι τὸ βάθρο ὅπου πατᾶ δὲν εἶναι, ὅπως πολλοὶ νομίζουν, σκαμνὶ ἢ θρόνος, ἀλλὰ εἶναι ὁ τάφος του, ἀπ᾿ ὅπου μιλᾶ ὁ νεκρὸς ἑαυτός του.