Πόσο σωστὰ εἶναι τὰ θεόπνευστα λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ οἱ βαθυστόχαστες ἐκφράσεις τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἶναι ἀδιάψευστα τεκμήρια, γιὰ τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας καὶ βρίσκουν τὴν πραγματοποίησίν τους μέσα στὶς ἐκδηλώσεις τῆς καθαρῆς καὶ γνήσιας χριστιανικῆς ζωῆς.
Μία τέτοια ἀκριβῶς περίπτωσις συνέβη καὶ σὲ μένα, γιατὶ ἐφαρμόστηκε τελείως ἡ ἱερὰ ῥῆσις: «Ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα ὁ Θεὸς κελεύει». Πλήρως δὲ ἐφαρμόστηκε τὸ ψαλμικό: «Δώη σοι Κύριος κατὰ τὴν καρδίαν σου καὶ πᾶσαν τὴν βουλήν σου πληρῶσαι», «Τοῖς ἀγαπῶσιν τὸν Κύριον, πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν».
Αὐτὰ ἀποτελοῦν τὴν πραγματικότητα στὴν προκειμένη περίπτωση, γιατὶ ὁ Κύριος μὲ ἀξίωσε νὰ ἐκπληρώσω τὴν ἱερὴ ἐπιθυμία μου καὶ τὸν θερμό μου πόθο, ποὺ δὲν ἀπέβλεπε σὲ τίποτ᾿ ἄλλο, παρὰ νὰ βρῶ, νὰ ζήσω καὶ νὰ νιώσω τὴν ἔμπρακτη ἐκδήλωση καὶ ἐφαρμογὴ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, μέσα στὰ χρυσὰ πλαίσια τῆς ἁγίας μας Ὀρθοδοξίας.
Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔγινε γιὰ νὰ τὰ βρῶ ἐκεῖ ποὺ νόμιζα. Ἀλλὰ ὁ Κύριος, ποὺ οἱ σωστικὲς καὶ σωτήριες βουλές Του διαφέρουν ἀμέτρητα ἀπὸ τὶς δικές μας σκέψεις, μοῦ παρουσίασε στὸ ταξίδι μου σὰν ἀγαθὸ ἄγγελο, τὸν καλὸ ἀδελφὸ Παῦλο, ποὺ σὰν ἔλαφος μοῦ ὑπέδειξε νὰ βρῶ τὶς κρυστάλλινες πηγὲς «τῶν ζωηρῶν ναμάτων».
Πραγματικά, ἡ συνάντησίς μας στὸ πλοῖο ποὺ θὰ ταξίδευα στὸ μέρος ποὺ νόμιζα, ὅτι θἄβρισκα ἐκεῖνο ποὺ ζητοῦσα, ἦταν γιὰ μένα μία πραγματικὴ οἰκονομία Θεοῦ, μπροστὰ τὴν ὁποία αἰσθάνθηκα τὴν ἀνάγκην νὰ ὑπακούσω γι᾿ αὐτὸ καὶ διέκοψα ἢ μᾶλλον ματαίωσα τὸ ταξίδι μου.
-Εἶμαι σὲ θέση, μοῦ εἶπε ὁ ἀγαπητὸς Παῦλος, ἀφοῦ αὐτοσυστηθήκαμε καὶ τοῦ μίλησα γιὰ τὸ πρόγραμμά μου καὶ γιὰ τὸν σκοπὸ τοῦ ταξιδιοῦ μου, νὰ σὲ πληροφορήσω, ὅτι εἶναι ἀμφίβολη ἡ ἐκπλήρωσις τοῦ θεαρέστου σκοπού σου μὲ τὴν κατεύθυνση ποὺ σκέφθηκες νὰ ἀκολουθήσεις, γιατὶ γνωρίζοντας τὶς ἐκεῖ συνθῆκες, εἶμαι βέβαιος, ὅτι πολὺ ἐλάχιστα πνευματικὰ κέρδη θὰ ἀπεκόμιζες καὶ αὐτὰ τυπικῆς καὶ ἐντυπωσιακῆς μορφῆς. Μὰ θὰ σοῦ ὑποδείξω ἐγὼ τὴν μοναδικὴ στὴν οἰκουμένη περιοχὴ τῆς ἱερᾶς χερσονήσου τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω, ποὺ θεωρεῖται καὶ εἶναι ἡ ἀληθινὴ «Ἀκρόπολις τῆς Ὀρθοδοξίας», καὶ προμαχών, καὶ σωστικὴ κιβωτὸς τῆς ἀμωμήτου μας πίστεως, καὶ τὸ διαλεχτὸ «Περιβόλι τῆς Παναγίας», ποὺ ζήτησε σὰν κλῆρο ἡ ἴδια ἀπὸ τὸν Σωτῆρα Υἱόν Της. Ἐκεῖ θὰ βρῇς τὸ ποθούμενον.
Τὸν εὐχαρίστησα εἰκρινὰ ἐκδηλώνοντας τὴν εὐγνωμοσύνη μου, ὅπως ἔπρεπε κάνοντας δῆθεν, ὅτι κάτι ζητάω, στάθηκα παράμερα σὲ ἕνα ἥσυχο μέρος καὶ προσευχηθήκα στὸν Θεὸ γιὰ τὸ δῶρον τῆς ψυχικῆς ἀγαλλίασης, γιατὶ ὁδήγησε τὰ βήματά μου «εἰς ὁδὸν Σωτηρίας».
Γύρισα ἀμέσως καὶ ὁ καλὸς ἀδελφὸς βλέποντας στὸ πρόσωπό μου ὅλη τὴν πνευματικὴ ἱκανοποίηση ποὺ καθρεφτιζότανε σ᾿ αυτὸ ἀπὸ τὸν ἐσωτερικό μου κόσμο, μοῦ μιλάει μὲ τὸ μικρό μου ὄνομα τώρα, λόγω τῆς ἀδελφικῆς ἐγκαρδιότητας ποὺ δημιουργήθηκε μεταξύ μας, ἔπειτα ἀπὸ τὴν συντυχία μας καὶ μοῦ λέει:
-Ἀγαπητέ μου δὲν ἀρκοῦν αὐτὰ ποὺ εἶπα μέχρι τώρα, μὰ πρέπει νὰ σοῦ ὁλοκληρώσω τὸ ἐνημερωτικὸ σχέδιο πορείας ποὺ θὰ ἀκολουθήσεις, γιὰ νὰ μὴν καταδικαστῆ ἡ προσπάθειά σου σὲ ἀποτυχία. Θὰ σοῦ συστήσω λοιπόν, ἕνα φίλο μου γνώστη τῶν πραγμάτων καὶ συγγενῆ ἑνὸς προϊσταμένου μιᾶς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ποὺ ἡ προθυμία του καὶ ἡ καλὴ προαίρεσις εἶναι τέτοια, ποὺ δὲν θὰ διστάσει νὰ σὲ συνοδεύσει ἐκεῖ καὶ νὰ σὲ συστήσει καταλλήλως, γιὰ νὰ ἐπιτύχει ὁ σκόπος σου.
Γνώρισα τὴν μεγαλύτερη χαρά, ὅταν μὲ σύστησε κατόπιν στὸν φίλο ποὺ μοὔλεγε καὶ ὅταν ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἱερά μου προσπάθειαν, δέχτηκε νὰ μὲ συνοδεύσει στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Θεέ μου! Πόσον οἱ θεῖε ῥήσεις, ἡ μία κατόπιν τῆς ἄλλης, βρίσκουν τὴν ἐκπλήρωσή τους γιὰ κεῖνον, ποὺ οἱ σκοποὶ καὶ οἱ διαθέσεις του ἀποβλέπουν «ὄντως τοῖς ἀγαπῶσιν τὸν Θεόν, πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν».
Πρὶν ξεκινήσουμε προσευχήθηκα εἰς τὴν Κυρίαν Θεοτόκον, Προστάτιδα καὶ Ἔφορον τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπως μὲ εἶχε πληροφορήσει ὁ φίλος Παῦλος, ὅτι εἶναι ἡ Παναγία καὶ τὴν παρακάλεσε νὰ μὲ ἀξιώσει νὰ μὲ δεχτῇ, σὰν τὸν πιὸ ταπεινὸ προσκυνητή Της καὶ νὰ γυρίσω μὲ πολλοὺς πνευματικοὺς καρπούς, καὶ μὲ πλήρη γνῶσιν καὶ καταρτισμόν, ὥστε νὰ μεταλαμπαδεύσω ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος, τὸ φῶς τῆς ἀρετῆς καὶ τὸ ἄρωμα τῆς ἁγιότητος, ποὺ πηγάζουν ἀπὸ τὸν ἱερὸν καὶ θαυμαστὸν αὐτὸν τόπον.
Καὶ τὸ ταξίδι μας ἄρχισε.
Σὲ ὅλη τὴν διαδρομή μας μέχρι τὴν Θεσσαλονίκη, ὁ εὐγενικὸς φίλος μου, μεταξὺ τῶν ἄλλων μὲ διαβεβαίωσε μὲ τὸν πειστικὸ τρόπο, ὅτι ἡ περιοδεία μου εἰς τὸν ἱερὸ Ἄθωνα, θὰ εἶχε πλήρη καὶ ἀπόλυτη ἐπιτυχία.
-Αὐτό, μοῦ εἶπε, τὸ πιστεύω γιατὶ γνωρίζω πολὺ καλὰ τὸν χαρακτήρα καὶ τὴν ἰδιότητα τοῦ συγγενοῦς μου πατρὸς Εὐθυμίου. Αὐτὸς ὁ Γέροντας, καὶ ἀπὸ τὸν χαρακτῆρά του καὶ ἀπὸ τὴν θέση του, θὰ μᾶς ἐξυπηρετήσει καλύτερα ἀπὸ κάθε ἄλλον. Εἶναι ἀντιπρόσωπος τῆς Μονῆς του εἰς τὴν Ἱερὰν Κοινότητα καὶ ἔχει ἐνημερωθεῖ σχετικά. Θὰ μᾶς περιμένει στὸ Μοναστήρι ποὺ ἔχει ἕνα μικρὸ γραφικὸ λιμανάκι, τὸ δεύτερο μετὰ τὸ λιμάνι τῆς Λαύρας.
Κανονίσαμε λοιπόν, ὅταν φθάσαμε στὴν Ἱερισσό, νὰ ταξιδεύαμε ὡς τὸ Μοναστήρι τοῦ Παντοκράτορος, χωρὶς νὰ ἀκολουθήσουμε τὴν διαδρομὴ Οὐρανοπόλεως-Δάφνης, ποὺ εἶναι ἡ συνηθέστερη, ἀφοῦ ὁ σκοπὸς τοῦ ταξιδιοῦ μας δὲν ἦταν τουριστικὸς καὶ χάριν ἀναψυχῆς.
Μόλις φθάσαμε εἰς τὴν πόλιν τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καὶ πρὶν κανονίσουμε γιὰ τὴν συνέχεια τοῦ ταξιδιοῦ μας, θεωρήσαμε ἱερὸν καθῆκον νὰ προσκυνήσουμε τὸν περικαλλέστατο ἱερὸν ναὸν καὶ τὸν τάφον τοῦ Ἁγίου Δημητρίου.
Πραγματικά, νιώσαμε ἄφατη ψυχικὴ ἀγαλλίαση ἀπὸ τὸ εὐλαβικὸ καὶ γεμᾶτο μυστικοπάθεια αὐτό μας προσκύνημα. Ζητήσαμε τὴν πρεσβεία καὶ τὴν προστασίαν του καὶ ἐφοδιασμένοι μὲ αὐτά, φθάσαμε στὴν Ἱερισσό.
Ἡ Ἱερισσός, δὲν εἶναι ἄλλη, παρὰ ἡ ἀρχαία Ἄκανθος, ποὺ ἀναφέρει ὁ ἱστορικὸς Ἡρόδοτος. Ῥίξαμε μία πρόχειρη ματιὰ σ᾿ ὅ,τι ἦταν δυνατὸν νὰ μᾶς ἐνδιαφέρει. Εἴδαμε πέρα ψηλότερα σὲ ἕνα λοφίσκο, ὅτι βρισκόντουσαν πολὺ παλιὰ κτίσματα, παρόμοια μὲ ἐκεῖνα ποὺ ὑπάρχουν στὸ περιτοίχισμα τῶν στηλῶν τοῦ Ὀλυμπίου Διός.
Ῥωτήσαμε γι᾿ αὐτά, καὶ μάθαμε, ὅτι ἐκεῖ βρισκόταν χτισμένη ἡ ἀρχαία Ἄκανθος. Αὐτὰ μονάχα διασώζονται σὰν μαρτυρία τῆς ὑπάρξεώς της. Παράλληλα ὅμως, πέρασε στὸν νοῦ μας καὶ τὸ πέρασμα ἀπὸ ἐδῶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ποὺ φαίνεται ὅτι ἔγινε ὑπὸ δυσμενέστατες συνθῆκες, γιὰ τὸν τὸν οὐρανοβάμονα Ἀπόστολον, ἐφ᾿ ὅσον, ἂν δὲν γελιέμαι, στὴν περίπτωσή του αὐτή, ὅπως ἀναφέρει ἡ παράδοσις καὶ ὅπως εἶναι γνωστὴ στὴν Ἱερισσό, καὶ στὴν Χαλκιδική, ὅτι ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἱερισσό, διὰ σαργάνης.
Ἀλλὰ ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ ἔπρεπε νὰ κατέβουμε στὴν ἀποβάθρα γιὰ ἀναχώρηση.
Τὸ ξεκίνημά μας ἄρχισε. Τὸ μοτόρι ξανοίχτηκε μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς μηχανῆς του πρὸς τὰ νοτιοανατολικά. Στὸ μεταξύ, καὶ ἕως ὅτου φτάσουμε στὴν πρώτη σκάλα ποὺ θἄπιανε, δηλαδὴ στὰ Νέα Ῥόδα, ὁ νοῦς μου ἦταν γεμᾶτο ἀπὸ τὶς ἐνθυμήσεις τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου καὶ ἀπὸ τὰ ἀνήκουστα παθήματα τοῦ «ὑπὲρ πάντα ἄλλον κοπιάσαντα» Ἀποστόλου Παύλου.
Αἱ ἐνθυμήσεις μου αὐτὲς δὲν ἄργησαν νὰ μετατραποῦν σὲ αἰσθήματα αὐτοεξετάσεως καὶ αὐτοκριτικῆς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ παρουσιάσουν ἐμᾶς τοὺς σημερινούς, ἐν πολλοῖς κενοὺς χριστιανούς, κατακριτέους μπροστὰ στὰ χριστιανικά μας καθήκοντα καὶ ὑποχρεώσεις.
Γιὰ ν᾿ ἀντιληφθοῦμε ἔτσι, πόσο μὲ τὴν πίστη καὶ μὲ τὰ ἔργα μας, θερμότεροι ἔπρεπε νὰ εἴμαστε, ὥστε νὰ προσεγγίσουμε καὶ ν᾿ ἀνταπροκριθοῦμε κάπως πρὸς τὴν ἀποστολικὴν σύστασιν καὶ προτοπήν: «Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς μιμηταί μου γίνεσθε». Οἱ Ἅγιοι αὐτοί, ποὺ τὸ πέρασμα τοῦ ταξιδιοῦ μᾶς ἔφερε στὴν μνήμη, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ἄλλοι μὲ τὸ μαρτύριό τους καὶ ἄλλοι μὲ τὰ παθήματα καὶ τὶς κακώσεις τους, ἑδραίωσαν τὴν ἁγίαν ἡμῶν πίστιν καὶ τὴν ἄφησαν σὲ μᾶς ἄμωμη, γιὰ νὰ τὴν διαφυλάξουμε.
Ὁμολογῶ, ὅτι ἡ ἐπιστροφὴ τῆς μνήμης μου στὸν Μεγαλομάρτυρα τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ὕστερα στὸν Ἀπόστολο Παῦλο, μοῦ ἐτόνωσαν πολὺ τὸ αἴσθημα τῆς πίστεως καὶ μοῦ αὔξησαν τὸν ζῆλον γιὰ τὸ μοναδικὸ αὐτὸ γιὰ τὴν σωτηρία μας θέμα καὶ αἰσθανόμουνα πνευματικὰ δυναμωμένος.
Μὲ τὶς σκέψεις αὐτὲς προσεγγίσαμε στὰ Νέα Ῥόδα, ἕνα μικρὸ χωριὸ ποὺ δημιουργήθηκε μετὰ τὴν Μικρασιατικὴ καταστροφή, σὲ μοναστηριακὴ περιοχή, κοντὰ στὴν διώρυγα τοῦ Ξέρξου, ποὺ τώρα ὁ πανδαμάτωρ χρόνος τὴν ἔχει πιὰ ἰσοπεδώσει.
Λίγες ἑκατοντάδες μέτρα πιὸ πέρα, ὕστερα ἀπὸ τὰ Νέα Ῥόδα καὶ ἀφοῦ παρακάμψαμε τὸ ἀκρωτήριο Ἀράπης, ὁ καπετάνιος μᾶς πληροφόρησε, ὅτι διαπλέαμε τὰ ἁγιορείτικα ὕδατα καὶ ἡ ἀπέναντί μας δαντελλωτὴ παραλία καὶ ἡ καταπράσινη στεριά, ἀνήκουν εἰς τὴν περιοχὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ πληροφορία αὐτὴ μὲ τὴν αἰσθητὴ ἀλλαγὴ τοῦ τοπίου μοῦ προξενήσανε μία ἐσωτερικὴ διάθεση, ποὺ μ᾿ ἀποξένωνε ἀπὸ κάθε κοσμικὴ σκέψη καὶ ἐπιθυμία. Ἔβλεπα ὅτι ζοῦσα σὲ ἕνα ἀδιανόητο γιὰ τὸν κόσμο βασίλειο ἡσυχίας καὶ ἡρεμίας, ποὺ ἡ αὐτοσυγκέντρωσις καὶ περισυλλογή, γινόταν αὐτομάτως συνέπεια ζωῆς εἰς τὸν ἅγιον αὐτὸν τόπον. Τὰ μάτια μου καρφωμένα στὴν παραλία ἔβλεπαν ἀχόρταγα τὸν ἕναν μετὰ τὸν ἄλλο κάβο, μὲ τοὺς γραφικοὺς ἀρσανάδες καὶ τὰ ἐκκλησάκια, ποὺ ἄφηνε πίσω τὸ πέρασμά μας.
Περάσαμε πρῶτα τὸν Ἀρσανᾶ τῆς Σέρβικης Μονῆς τοῦ Χιλιανδαρίου· ποὺ βρίσκεται τοῦτο τὸ Μοναστήρι δύο-τρία χιλιόμετρα στὸ ἐσωτερικὸ καὶ μέσα σὲ ἕνα γούπατο τριγυρισμένο ἀπὸ μικρὸ δάσος.
Πολὺ παλιὸ Μοναστήρι μὲ ἀξιόλογα ἱερὰ κειμήλια καὶ μὲ φορητὲς εἰκόνες τῆς ἐποχῆς τῶν Παλαιολόγων.
Τὶς πληροφορίες αὐτὲς μοῦ τὶς ἔδωσε ἕνας ἀξιοσέβαστος μοναχός, ποὺ συνταξιδεύαμε μαζὶ ἀπὸ τὴν Ἱερισσό, καὶ ποὺ μὲ πληροφόρησε ἐπίσης, ὅτι οἱ κτήτορες τῆς Μονῆς αὐτῆς εἶναι οἱ Ἅγιοι Συμεὼν καὶ Σάββας. Ὁ μὲν Συμεών, ἦταν βασιλεὺς τῆς Σερβίας καὶ ὁ Σάββας γυιός του. Καὶ οἱ δύο ἁγίασαν στὸ Μοναστήρι, ἀφοῦ ἐγκαταλείψανε τὰ βασίλεια καὶ τὶς δόξες καὶ τ᾿ ἀνταλλάξανε μὲ τὰ οὐράνια καὶ ἄφθαρτα καὶ τὰ πρόσκαιρα μὲ τὰ αἰώνια.
Τὸ παράδειγμα αὐτὸ τῶν Ἁγίων ἐκείνων μὲ ἔκανε νὰ καταλάβω, πόσο ἀδικοῦν τὴν κρίση τους οἱ ἄνθρωποι ποὺ πιστεύουν ἢ νομίζουν, ὅτι μόνο οἱ ἀποτυχημένοι στὴν ζωὴ ἢ οἱ φυγόπονοι καὶ οἱ ἄῤῥωστοι, βρίσκουν δῆθεν σὰν καταφύγιο, τὴν μοναχικὴ ζωή, χωρὶς κἂν νὰ γνωρίζουν, ὅτι ἡ μοναχικὴ ζωὴ προϋποθέτει ἀγῶνες πνευματικούς, καὶ θυσίες, ὅπως εὐστοχώτατα χαρακτηρίζει τοῦτο, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὅτι ἡ μοναχικὴ πολιτεία «ἐστὶ βία φύσεως διηνεκής».
Σὲ λίγο ἀντικρύσαμε τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἐσφιγμένου. Ἡ Μονὴ αὐτὴ εἶναι ἕνα μεγαλοπρεπὲς οἰκοδόμημα. Ἔχει χτισμένη τὴν μία πλευρά της μέσα στὴν θάλασσα. Εἶναι Κοινόβιο, ἐνῶ ἡ Μονὴ Χιλιανδαρίου εἶναι Ἰδιόῤῥυθμος.
Γρήγορα χάσαμε τὴν θέαν τοῦ Μοναστηριοῦ, γιατὶ παρακάμψαμε ἕνα ἀκρωτήρι, ποὺ μᾶς ἐπεφύλαξε μίαν ἔκπληξη. Μπροστά μας ἀντικρύσαμε τὸ μεγαλοπρεπέστατο μοναστηριακὸ συγκρότημα τῆς δεύτερης κατὰ σειρὰν ἱεραρχίας ἱερῆς Λαύρας τοῦ Βατοπεδίου.
Ἀποθαυμάσαμε ἔστω καὶ ἀπὸ τὴν θάλασσα τὸ περικαλλέστατο καὶ ἐπιβλητικὸ Μοναστήρι, ποὺ πρέπει νὰ γράψω γιὰ αὐτό, ἀφοῦ τὸ ἐπισκεφθῶ.
Αἱ ἐντυπώσεις μου ὅμως εἶναι ἄριστες, ἔστω καὶ ἐκ πρώτης ὄψεως καὶ μὲ ἔκαναν νὰ διερωτηθῶ:
Πόση ἄραγε θερμότητα πίστεως καὶ πόσο πνευματικὸ ζῆλο θὰ εἶχαν οἱ κτήτορες τοῦ θαυμαστοῦ αὐτοῦ Μοναστηριοῦ, γιὰ νὰ ἀφήσουν γιὰ τοὺς μεταγενεστέρους, σὰν δεῖγμα τῆς βαθύτατης εὐσεβείας τους καὶ σὲ αἰώνιο μνημόσυνό τους;
Συνεχίζοντας τὸ ταξίδι, πληροφοροῦμαι, ὅτι μετὰ θὰ προσεγγίσουμε τὴν Ἱερὰν Μονὴν τοῦ Παντοκράτορος, ὅπου καὶ θὰ ἀποβιβαστοῦμε. Ἠ πληροφορία αὐτὴ μὲ συγκίνησε κάπως, γιατὶ ἀπὸ ὅσα μοῦ εἶχε πεῖ ὁ συγγενὴς τοῦ πατρὸς Εὐθυμίου, αἰσθανόμουνα ὅτι εἶχε δημιουργηθεῖ στὴν καρδιά μου κάποιος σύνδεσμος οἰκειότητας μὲ τὸ Μοναστήρι αὐτό.
Τὸ συναίσθημά μου αὐτὸ διαδέχθηκε ἀμέσως ἡ πραγματικότητα, γιατὶ στὴν ἀποβάθρα τῆς Μονῆς ποὺ φθάσαμε σὲ λίγο, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, μιὰ καὶ ἤμουνα προσηλωμένος νὰ θαυμάζω τὸ Μοναστήρι, ποὺ εἶναι χτισμένο σὲ μία τόσο περίοπτη καὶ θεαματικὴ θέση, μᾶς ὑποδέχτηκε ὁ πατὴρ Εὐθύμιος, καὶ ὁ φίλους ποὺ εἶχε ἀναλάβει ὅλα τὰ κατ᾿ ἐμὲ καὶ εἶχε γράψει, μὲ συνέστησε καταλλήλως σ᾿ αὐτόν.
Πόση χαρὰ ἔνοιωσα σὰν πάτησα μπροστὰ στὴν κυρία πύλη.
Σηκώνοντας τὰ μάτια, ἀντίκρυσα ἐπάνω ἀπὸ τὴν πύλη τὴν τοιχογραφία τοῦ Κυρίου Παντοκράτορος, πρᾶγμα ποὺ δὲν θεώρησα συμπτωματικό, μὰ σὰν σημεῖο καὶ πληροφορία μου, ὅτι ἀσφαλῶς θὰ εὐοδωθῆ ἡ ὅλη μου περιοδεία, ἀφοῦ ἡ ἀρχή της εὐλογήθηκε ἀπὸ τὸν ἄνωθεν τῆς πύλης εὐλογοῦντα Παντοκράτορα καὶ εἶναι σύμφωνος πρὸς τὴν θείαν ῥῆσιν: «Ἀπὸ Κυρίου ἄρχεσθε».
Μόλις συνῆρθα ἀπὸ τοὺς κόπους τῆς ὅλης διαδρομῆς, γιὰ τὸ εὐλαβικὸ αὐτὸ προσκύνημά μου, ὁ Πατὴρ Εὐθύμιος μοῦ δήλωσω, ὅτι μὲ εἶχε φιλοξενούμενό του καὶ ὅτι εἶναι πρόθυμος νὰ μὲ ξεναγήσει σὲ ὅλη τὴν διαδρομὴ τοῦ προσκυνήματός μου, πρᾶγμα γιὰ τὸ ὁποῖον τὸν εὐχαρίστησα γεμᾶτος συγκίνηση.
Ἀπὸ τὶς διαθέσεις καὶ τὴν ἐν γένει προαίρεσή του, κατάλαβα τὰ ἀνώτερα πνευματικὰ αἰσθήματα, ποὺ εἶχαν σὰν συνέπεια νὰ δημιουργηθῆ ἀνάμεσά μας, ἕνας χριστιανικὸς ἀδελφικὸς δεσμός, τελείως ἀντίθετος πρὸς τὶς συνηθισμένες κοινὲς καὶ κενὲς περιεχομένου φιλίες τοῦ κόσμου. Ἡ ὅλη λοιπόν, ἀπὸ τὸ ξεκίνημα ἀλλαγὴ ἐντυπώσεων καὶ σκέψεων καὶ τὸ ἐδῶ ἱερὸν περιβάλλον, μοῦ δημιούργησαν μία τέτοια ἐσωτερικὴ κατάσταση, γεμάτη ἀπὸ ψυχικὴ ἀγαλλίαση, ποὺ ποτὲ δὲν εἶχα δοκιμάσει στὴν ζωή μου, οὔτε καὶ μὲ τὰ πιὸ εὐτυχέστερα γεγονότα ποὺ εἶχα ζήσει.
-Καὶ τώρα, μοῦ λέει, εἴμαστε ἕτοιμοι ν᾿ ἀνεβούμε στὴν πρωτεύουσα.
Σὰν ἀστραπὴ πέρασε ἀπὸ τὸ μυαλό μου, ὕστερα ἀπὸ τὸ ἄκουσμα τῆς λέξεως πρωτεύουσα, ἡ σκέψη καὶ μία ἀπορία: «Τί θέλει ἐδῶ ἡ πρωτεύουσα;»
-Ξέρετε, μοῦ εἶπε ὁ Πατὴ Εὐθύμιος, ὅτι ἡ πρώτη ὑποχρέωσις τοῦ κάθε ἐπισκέπτη στὸ Ἅγιον Ὄρος, εἶναι νὰ πάει στὶς Καρυές, δηλαδὴ στὴν πρωτεύουσά μας, ποὺ βρίσκονται ἐκεῖ οἱ τοπικὲς ἀρχὲς καὶ οἱ διάφορες κρατικὲς ὑπηρεσίες, γιὰ νὰ ἐκδόσει ἀπὸ τὴν Ἱερὰν Ἐπιστάσια τὸ κεκανονισμένο διαμονητήριο. Χωρὶς αὐτό, δὲν μπορεῖ νὰ μετακινηθῆ καὶ νὰ περιοδεύσει κανένας πουθενὰ καὶ σὲ κανένα Μοναστήρι.
-Εἶμαι ὑποχρεωμένος, ἀπάντησα, νὰ συμμορφωθῶ σὲ κάθε ὑπόδειξή σας· ἀφοῦ τώρα ἡ σκέψη μου εἶχε ξαναγυρίσει στὴν ὁμαλὴ τροχιά της.
Ὁ Πατὴρ Εὐθύμιος εἶχε φροντίσει γιὰ τὴν μετάβασή μας ἐκεῖ. Τὰ ζῶα ἦταν ἕτοιμα. Ὁ βουρδουνάρης τοῦ Μοναστηριοῦ, μᾶς συνόδευσε γιὰ νὰ ξαναγυρίσει τὰ ζῶα στὸ Μοναστήρι, ἐπειδὴ θὰ παίρναμε ἀγωγιάτικα ἀπὸ τὶς Καρυές, γιὰ ὅλη τὴν περιοδεία μας. Ἦταν πάρα πολὺ πρωΐ, σχεδὸν νύχτα. Καὶ ἡ περιήγησή μας ἄρχισε στὸν ἱερὸ αὐτὸν τόπο. Ἀνάμεσα ἀπὸ βραχύκορμα δέντρα καὶ ἀπὸ διάφορα καλύβια ἀσκητῶν τῆς Καψάλας, φθάσαμε σὲ μίαν ὥρα ἔξω ἀπὸ τὶς Καρυές. Τὸ πρωϊνὸ αὐτό μας περπάτημα ἢ καλύτερα θἄλεγε κανένας νυχτερινό μας, μιὰ καὶ ξεκινήσαμε τὰ χαράματα, ἦταν κάτι τὸ ἔξοχο καὶ πρωτόγνωρο γιὰ μένα, σὰν ἕνα βάλσαμο στὴν καρδιὰ καὶ τὸ πνεῦμα. Μοὔδιωξε τὴν κακοκεφιὰ καὶ τὸν ὕπνο, ποὺ δὲν εἶχα χορτάσει ἀπὸ τὸ βράδυ.
Περνῶντας τὸν πλακόστρωτο δρόμο στὴν πλατεῖα τῶν Καρυῶν, προσκυνήσαμε ἀπὸ μακρυά, κάνοντας τὸν σταυρό μας στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας ποὺ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸ ψηλὸ καμπαναριὸ τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Πρωτάτου, δηλαδὴ τῆς μητρόπολης μποροῦμε νὰ ποῦμε τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Πλησίασα πρὸς τὸ καμπαναριὸ τοῦ ναοῦ, γιὰ νὰ ῥίξω μία βιαστικὴ ματιά, ἐνῶ ὁ Πατὴρ Εὐθύμιος εἶχε προχωρήσει λίγα μέτρα πιὸ πέρα καὶ κουβέντιαζε χαμηλόφωνα μὲ μερικοὺς ἄλλους, ποὺ εἶχαν βγεῖ ἀπὸ τὴν ἀκολουθία τοῦ Πρωτάτου.
Τοὺς πλησίασα. Ὁ Πατὴρ Εὐθύμιος μοῦ γνώρισε μερικούς, μὰ δὲν θυμᾶμαι τὰ ὀνόματά τους, οὔτε καὶ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ καθενός, καθὼς τὸ ἀραιὸ σκοτάδι τὰ παρουσίαζε συγκεχυμένα καὶ ὁμιχλιάρικα. Μακρυὰ γένεια καὶ λευκὰ μαλλιά, ἢ νεανικὰ πρόσωπα μὲ μάτια λαμπερὰ καὶ καθαρά. Ἦταν τὰ μόνα ποὺ ξεχώρισα. Εἶχαν διακόψει τὴν συζήτησή τους, ἴσως γιατὶ κουβέντιαζαν τὰ δικά τους καὶ δὲν θέλανε νὰ ἀκούσω ἢ ἴσως ἀπὸ λεπτότητα. Τοὺς χαιρέτησα μὲ σεβασμὸ καὶ ἐκεῖνοι μὲ ῥώτησαν εὐγενικὰ γιὰ τὸ ταξίδι μου καὶ τὴν καταγωγή μου. Τοὺς ἀπάντησα μὲ λίγα λόγια καὶ μαζὶ ὕστερα μὲ τὸν σεβαστὸ ὁδηγό μου συνεχίσαμε τὸν δρόμο. Οἱ δρόμοι ἦταν ἀκόμη θαμποὶ καὶ μόνο μερικὲς σκιὲς κινοῦνταν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ. Ὁ συνοδός μου μὲ σίγουρα βήματα προχωροῦσε πάνω στὶς μυτερὲς πέτρες τοῦ καλντεριμιοῦ καὶ ἐγὼ λίγο πιὸ πίσω τὸν ἀκολουθοῦσα. Προχωρούσαμε ἀμίλητοι ἀπολαμβάνοντας καθένας γιὰ τὸν ἑαυτό του ἐκεῖνο τὸ συναίσθημα ποὺ βρίσκεις σὰν γυρίζεις νυχτιάτικα ἢ τὶς πρωϊνὲς ὧρες στὶς δασωμένες περιοχὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στὸν τόπο αὐτὸ τῆς ἀφιερώσεως καὶ τῆς προσευχῆς καὶ ποὺ δὲν ἀκοῦς τίποτς ἄλλο, παρὰ μονάχα ψαλμωδίες καὶ βυζαντινὲς λειτουργίες καὶ τὸ ἁρμονικὸ μουρμούρισμα τοῦ καλογήρου ποὺ διαβάζει. Τὸ χαμηλὸ φῶς τῶν καντηλιῶν στὸ μισοσκόταδο, οἱ ὁσιακὲς μορφὲς τῶν Ἁγίων ποὺ εἶναι ζωγραφισμένοι στοὺς τοίχους, ὅλα δημιουργοῦν γύρω σου καὶ μέσα στὴν καρδιά σου, κάτι παράξενο, πρωτόγνωρο, μπερδεμένο. Εἶναι σὰν κάτι νὰ φεύγει ἀπὸ μέσα σου καὶ νὰ ἀράζει σὲ ξένους διαφορετικοὺς κόσμους καὶ τώρα ποὺ ἄρχισε νὰ ῥοδίζει ἡ αὐγὴ πέρα στὴν ἀνατολή, προσπαθῶ νὰ ξεδιαλύνω αὐτὸ τὸ κάτι. Ἔρχονται στιγμές, ποὺ ὅσα εἶδα μοῦ φαίνονται σὰν ὄνειρο καὶ ἂς ἦταν πολὺ λίγο τὸ διάστημα ποὺ βρισκόμουν στὸ περιβάλλον αὐτό. Μπῆκαν βαθειὰ μέσα στὴν ψυχή μου καὶ καθὼς τὰ βήματά μου ἀντηχοῦσαν στὸ πλακόστρωτο δρομάκι ποὺ σὲ φέρνει στὸ ἀντιπροσωπεῖο, τὸ κονάκι τοῦ Μοναστηριοῦ ὅπως τὸ λένε ἐδῶ, κουράζω τὸ μυαλό μου, ξεμπερδεύω τὶς ἀνακωτεμένες σκέψεις μου καὶ τὰ αἰσθήματά μου, ζῶντας κάτι ποὺ μοιάζει μὲ ἕναν γλυκὸ ἐφιάλτη. Φτάσαμε. Τραβήξαμε ἕνα καλώδιο ποὺ παίζει ῥόλο κλειδιοῦ καὶ ἀνοίγοντας τὴν πόρτα, πέρασε πρῶτος ὁ Πατὴρ Εὐθύμιος. Στάθηκα παράμερα καὶ ἐκεῖνος περνῶντας καὶ τὴν δεύτερη σιδερένια πόρτα, μοὔκανε τόπο νὰ περάσω καὶ ἐγώ. Ἀνεβήκαμε δύο σκαλιὰ καὶ βρεθήκαμε σὲ ἕνα σκοτεινὸ σαλόνι. Ἡ κακοκεφιά μου ποὺ εἶχε περάσει μέσα στὸ δροσερὸ ἀεράκι τῆς αὐγῆς, ξανάρθε καὶ μαζί της πιὸ ἐπιτακτικὴ ἡ νύστα, ἔπειτα ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία τοῦ δρόμου. Ἴσως γιὰ πρώτη φορὰ ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀναχώρησή μας ῥώτησε:
-Ἔχω τὴν ἄδειά σου Πάτερ μου νὰ ξαπλώσω λιγάκι; Αἰσθάνομαι τόσο κουρασμένος ὔστερα ἀπὸ τὴν νυχτιάτικη διαδρομή.
-Εὐχαρίστως, μοῦ ἀπάντησε. Ἄλλωστε καὶ ἐγὼ ἔχω μία δουλειὰ στὴν Ἱερὰ Κοινότητα καὶ σὰν τελειώσω καὶ γυρίσω, θὰ ἔχετε ἀσφαλῶς καὶ ἐσεῖς ξεκουραστεῖ καὶ τότε κουβεντιάζουμε τὶς ἐντυπώσεις μας ἀπὸ τὴν ἀσυνήθιστη γιὰ σᾶς νυχτερινὴ πορεία.
-Ἐν τάξει, εἶπα, καὶ προχώρησα σὲ ἕνα δωμάτιο, δίχως νὰ πῶ τίποτα ἄλλο. Ἑτοιμάστηκα καὶ ἀμέσως ξάπλωσα στὸ κρεββάτι μὲ μάτια μολυβένια.
Εἰκόνες, θύμησες καὶ φαντασίες, ἔστησαν ἕναν τρελὸ χορὸ στὸ μυαλό μου, μπερδεμένες, κομματιασμένες καὶ ἀσυνάρτητες. Σὰν ἄνοιξα τὰ μάτια μου, δὲν εἶδα τίποτα τὸ συνηθισμένο γύρω μου καὶ νομίζοντας πὼς ὀνειρευόμουν, τὰ ξανάκλεισα.
Πέρασε λίγη ὥρα καὶ τὸ μυαλό μου ἄρχισε νὰ καθαρίζει. Μὲ μάτια κλεισμένα ἀκόμα, ἀναρωτήθηκα ποιός εἶμαι, τί εἶμαι καὶ ποῦ βρίσκομαι. Ἀόριστα θυμήθηκα ὅτι ἔκανα ἕνα ταξίδι, μαζὶ μὲ μία συντροφιὰ σὲ κάποιο ἄγνωστο μέρος, ποὺ ὅπως μοῦ εἶπαν τὸ λένε «Ἅγιον Ὄρος». Τώρα γνώριζα ὅτι βρισκόμουν στὸ ἀντιπροσωπεῖο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Παντοκράτορος. Ὁ Πατὴρ Εὐθύμιος, μεταξὺ τῶν ἄλλων, μὲ εἶχε πληροφορήσει ὅτι εἶναι καὶ ἀντιπρόσωπος τῆς Μονῆς του καὶ ὁ ἑπιστάτης τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος.
Πόσες ὧρες κοιμήθηκα; Οὔτε ξέρω. Ἔριξα μία ματιὰ στὸ ῥολόϊ ποὺ βρισκόταν πάνω στὸ τραπέζι καὶ παίρνοντας τὴν ἀπόφαση σηκώθηκα γρήγορα καὶ ντύθηκα. Ἄνοιξα τὴν πόρτα γιὰ νὰ καλημερίσω τὸν εὐγενικὸ συνοδό μου, μὰ δὲν βρῆκα κανένα. Ἔκανα τὴν σκέψη πὼς ὁ Πατὴρ Εὐθύμιος δὲν θὰ γύρισε ἀκόμα καὶ βιαστικὰ πῆγα στὴν βρύση καὶ ἄρχισα νὰ ῥίχνω κρύο νερὸ στὸ κεφάλι μου, γιὰ νὰ χαθοῦν καὶ τὰ τελευταῖα ἴχνη τοῦ πρωϊνοῦ μου ὕπνου. Πρὶν τελειώσω, ἄκουσα βήματα στὴν πόρτα. Ἀνέβαινε ὁ Πατὴρ Εὐθύμιος, ἱδρωμένος καὶ χαμογελαστός. Μὲ καλημέρισε καὶ πρὶν προλάβω νὰ τελειώσω τὸ πλύσιμό μου, μοὔφερε μία πετσέτα καὶ τὴν κρέμασε δίπλα του. Τὸν εὐχαρίστησα πολὺ καὶ τοῦ εἶπα νὰ μὴν συνεχίσει νὰ μοῦ κάνει τέτοιου εἴδους περιποιήσεις, γιατὶ στὸ τέλος θὰ πίστευα, ὅτι ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τὶς κάνει.
Μὲ κοίταξε λίγο στοχαστικά, καὶ χωρὶς νὰ πῆ τίποτα, μὲ ἕνα πλατὺ χαμόγελο μονάχα, ἔτρεξε στὴν κουζίνα νὰ ἑτοιμάσει κάτι γιὰ πρωϊνό. Τί νἄκανα; Σὰν τελείωσα τὸ πλύσιμό μου, ἔφτιαξα τὰ μαλλιά μου σὲ ἕνα μικρὸ καθρεφτάκι ποὺ βρίσκονταν κρεμασμένο στὸν τοῖχο καὶ τράβηξα γιὰ τὴν κουζίνα, ποὺ ἦταν ἀπέναντι.
Ἡ πόρτα ἦταν ἀνοιχτή. Μπῆκα, πῆρα τὴν καρέκλα ποὺ μοῦ πρόσφερε, κάθησα καὶ ἔριξα μία διακριτικὴ ματιὰ γύρω μου. Ἀπέναντί μου καὶ λίγο ἀριστερά, ἕνα παληὸ τζάκι καὶ μία λαμπερὴ ἀνθρακιά. Αὐτὴ ἡ εἰκόνα μοῦ ἔφερε στὸν νοῦ τὴν παλιὰ πρωτόγονη ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν ἀκόμα δὲν εἶχε τὶς ξεκουραστικὲς ἀνέσεις ποὺ ἔχουμε σήμερα. Σὲ ἕνα μπρίκι ἔβραζε ὁ καφές, λίγο πιὸ ἀριστερὰ μία λεκάνη καὶ πάνω της ψηλότερα μία βρύση γιὰ τὸ πλύσιμο τῶν πιάτων καὶ τῶν ποτηριῶν. Ἔσκυψα λίγο τὸ κεφάλι μου καὶ ἀντίκρυσα ἕνα σαρακοφαγωμένο ντουλάπι, ποὺ πάνω του ἦταν βαλμένα ἕνα σωρὸ κατσαρόλες μαυρισμένες ἀπὸ τὴν καπνιὰ τοῦ τζακιοῦ. Ἀπότομα, στάματησα τὴν ἐξέταση. Ὁ πατὴρ Εὐθύμιος καθόταν ἀπέναντί μου, κοντὰ στὸ τραπέζι σὲ μία καρέκλα, ὅμοια μὲ τὴν δική μου, λείψανα φαίνεται μιᾶς καλύτερης ἐποχῆς. Φαίνεται πὼς κατάλαβε τὴν περιέργειά μου καὶ γιὰ πρώτη φορὰ πέρασε μία σκιὰ μέσα στὰ μάτια του, κάτι σὰν στενοχώρια, σὰν μία αἴτηση συγγνώμης. Στὸ κοίταγμά του αὐτὸ τοῦ χαμογέλασα μὲ πολλὴ κατανόηση καὶ μὲ τὴν στάση μου αὐτὴ φάνηκε νὰ ξαναβρίσκει τὸν ἑαυτό του. Γιὰ μία στιγμὴ τὸν θαύμασα, γιὰ τὴν ἡρωϊκὴ ὑπομονὴ καὶ καρτερία του καὶ μὴ μπορῶντας νὰ ἀντέξω στὸν πειρασμὸ τοῦ εἶπα:
-Σὲ θαυμάζω Πάτερ μου, ποὺ μέσα στὶς τόσες δυσκολίες τῆς καθημερινῆς ζωῆς, δὲν χάνετε τὸ κουράγιο σας καὶ πρὸ παντὸς τὸ θάῤῥος σας. Ἂν δὲν φοβόμουνα καὶ δὲν νομίζατε ὅτι σᾶς κολακεύω, θὰ σᾶς ἔλεγα ὅτι εἴσαστε ἕνας ὥρας τῆς καθημερινῆς ζωῆς. Ἕνας ἥρωας ἀφανής. Θὰ πρέπει νὰ τὸ πιστέψετε αὐτὸ καὶ ἀκόμα, ὅτι δὲν ἔχω καμία διάθεση νὰ σᾶς κάνω κομπλιμέντα.
-Φίλε μου, σᾶς πιστεύω, μοῦ ἀπάντησε χωρὶς ψεύτικες μετριοφροσύνες. Σᾶς βεβαιῶ ὅτι πραγματικὰ ἀντιμετωπίζω μεγάλες δυσκολίες στὴν ζωή μου, καὶ πρὸ παντὸς ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τῶν ἀπαραίτητων μέσων. Ἡ ζωὴ γίνεται προβληματικὴ γιὰ τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο. Ἴσως, μία ἀπὸ τὶς πολλὲς αὐτὲς αἰτίες νὰ εἶναι καὶ αὐτό, ποὺ σήμερα δὲν ἔχει μοναχοὺς τὸ Ἅγιον Ὄρος. Τί νὰ γίνει ὅμως; Ἐλπίζουμε πὼς τὸ πνεῦμα τῆς ὑλιστικῆς ἐποχῆς μας, ποὺ κυριαρχεῖ σήμερα, θὰ περάσει πολὺ σύντομα καὶ ἀσφαλῶς θὰ ἔρθει καὶ πάλιν τὸ Ἅγιον Ὄρος στὴν παλαιὰ αἴγλη καὶ ἀκμή του. Ὅσο γιὰ πλούτη καὶ ἀνέσεις δὲν μᾶς ἐνδιαφέρουν αὐτά. Εἴμαστε ὀλιγαρκεῖς. Ἄλλωστε γι᾿ αὐτὸ ἐγκαταλείψαμε καὶ τὸν κόσμο καὶ τὶς ἀπολαύσεις του καὶ μόνοι μας ἀναζητήσαμε μία ἀνώτερη πνευματικὴ ζωή.
-Καὶ ὅμως, Πάτερ μου, σᾶς βεβαιώνω ὅτι καὶ σήμερα στὴν ἐποχή μας, τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα εἶναι ἀνεποτυγμένο. Μόνο πῶς νὰ σᾶς τὸ πῶς. Ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε τόσο μακρυά μας, δὲν ξέρουμε πὼς ὑπάρχει τόσο κοντά μας αὐτὸς ὁ τόπος. Εἶναι ἄνθρωποι ποὺ οὔτε κὰν ἔχουν ἀκούσει γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, μὲ ὅλες τὶς μεταναστεύσεις ποὺ ἔγιναν τόσο στὴν Εὐρώπη ὅσο καὶ στὶς ἄλλες ἠπείρους.
Χαμογέλασε συγκαταβατικὰ μὲ ἐπιείκεια καὶ μοῦ ἀπάντησε:
-Μὴν προσπαθεῖτε φίλε μου, νὰ μὲ παρηγορήσετε. Ἀντιμετωπίζουμε καθημερινῶς τὶς δυσκολίες αὐτές, ὥστε τὶς συνηθίσαμε, ὅπως κανεὶς συνηθίζει τὰ πάντα, ἀκόμα καὶ τὰ δυσάρεστα. Προσπαθοῦμε νὰ τὰ καταφέρουμε μόνοι μας καὶ μὲ τὰ μέσα ποὺ ἔχουμε.
-Σᾶς καταλαβαίνω. Πόσο μεγάλο ἐμπόδιο θὰ εἶναι ὅμως αὐτὸ γιὰ τὰ πνευματικά σας καθήκοντα.
-Βέβαια, δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀρνηθῆ, ὅτι οἱ φροντίδες στὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἔλλειψη τοῦ δεύτερου ἢ τρίτου προσώπου ἐμποδίζουν κατὰ κάποιον τρόπο τὸ πνευματικό μας ἔργο. «Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται».
Μιλώντας, εἴχαμε ξεχάσει ὅτι στὸ τζάκι ὑπάρχει καφές, καὶ θὰ ἐξακολουθούσαμε νὰ τὸ ἀγνοοῦμε ἀκόμα, ἂν δὲν ἄρχιζε νὰ χύνεται. Ἅπλωσε γρήγορα τὸ χέρι του ὁ Πατὴρ Εὐθύμιος καὶ τράβηξε τὸ μπρίκι, πῆρε δύο φλιτζάνια καὶ τὰ γέμισε προσφέροντας τὸ ἕνα σὲ μένα καὶ ἀπὸ ἕνα συρτάρι ἔβγαλε δύο φέτες ψωμί.
-Μήπως θέλετε καὶ λίγο τυρί;, μὲ ῥώτησε.
Δίστασα γιὰ μία στιγμή, καὶ πρὶν ἀκόμα πάρει τὴν ἀπάντησή μου ἔφερε ἕνα κομμάτι τυρὶ τοῦ μισοῦ κιλοῦ σὲ ἕνα πιάτο τσίγκινο, τὸ ἀκούμπησε στὸ τραπέζι καὶ κάθησε. Ὅλη αὐτὴ τὴν ὥρα ἔμενα σιωπηλὸς περιμένοντας, νὰ ἀρχίσει πρῶτος. Τὸ κατάλαβε καὶ ἀφοῦ ἔκανε τὸ σταυρό του, μοῦ εἶπε:
-Νομίζω πὼς ἂν κάνετε ἔτσι καὶ τρῶτε τόσο λίγο, θὰ πεθάνετε τῆς πείνας. Μὴν ξεχνᾶτε ὅτι ἐγὼ εἶμαι καλόγερος, γιὰ αὐτὸ καὶ τὸ φαΐ μου εἶναι πολύ λίγο. Σᾶς παρακαλῶ λοιπόν, νὰ θεωρήσετε τὸ σπίτι αὐτό, τὸ ἀντιπροσωπεῖο, μοναστήρι μου καὶ σὰν σπίτι δικό σας καὶ νὰ βολευτῆτε σ᾿ αὐτὸ ὅπως μπορεῖτε καλύτερα, ἂν καὶ αὐτὸ δὲν τὸ πιστεύω ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε.
Μὲ κοίταζε χαμογελώντας καλοκάγαθα.
-Εὐχαριστῶ πολύ, τοῦ εἶπα. Ξέρετε ὅτι ἔχω τὴν ἐντύπωση, ὅτι θὰ βολευτῶ καλὰ στὸ φιλόξενο αὐτὸ κονάκι. Καὶ κάτι ἄλλο. Θέλετε νὰ καταργήσουμε αὐτὸν τὸν ἐνοχλητικὸ πληθυντικό;
-Νομίζω πὼς πρέπει. Ἔχετε τόσες μέρες μαζί μου καὶ ἤθελα νὰ σᾶς τὸ προτείνω, μὰ περίμενα πρῶτα νὰ ἀρχίζαμε τὴν περιοδεία μας ἢ τὸ προσκύνημά μας, ὅπως ταιριάζει καλύτερα, θἄλεγα. Ξέρετε ἐμεῖς ἐδῶ, στὴν ζωή μας αὐτὴ τὴν φυσικὴ καὶ ἁπλή, ἐπειδὴ μᾶς στεναχωρεῖ κάθε ἐπιτήδευσις, μάθαμε στὴν ἀγάπη τὴν ἁγνὴ τοῦ Κυρίου μας καὶ τὴν ἁπλὴ συμπεριφορά, τὴν γεμάτη ὅμως μὲ καλοσύνη. Οἱ περισσότεροι συνηθίζουν τὴν γλῶσσα αὐτὴ ἀπὸ ταπείνωση βέβαια, γιατὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ σὲ ὅλην τὴν περιοδεία σας θὰ συναντήσετε πολλοὺς μορφωμένους ἀνθρώπους. Ἦταν καὶ ἡ δική μου ἐπιθυμία νὰ μιλᾶμε στὸν ἑνικό, μὰ δὲν μποροῦσα νὰ βρῶ τὸ θάῤῥος καὶ νὰ σοῦ τὸ προτείνω. Λοιπόν, μπορεῖς νὰ μὲ φωνάζεις ἁπλῶς Πατέρ Εὐθύμιο, ἢ Πάτερ, ὅπως σοῦ ταιριάζει καλύτερα.
-Εὐχαριστῶ, τοῦ ἀπάντησα. Τώρα ἐμένα μπορεῖς νὰ μὲ φωνάζεις Μιχάλη.
Ἤπιαμε τὸν καφέ μας χωρὶς καμία κουβέντα, παίρνοντας καὶ ἀπὸ λίγο τυρί. Προτοῦ καλὰ τελειώσουμε, κάποιος μεσόκοπος, γκριζομάλλης, φορῶντας ἕνα παράξενο σκουφὶ στὸ κεφάλι σὰν τὰ κλέφτικα καὶ μὲ ἕνα μπαστούνι στὸ χέρι, πρόβαλε στὴν πόρτα καὶ μὲ σεβασμό, ὕστερα ἀπὸ τὸ καλημέρισμα, ἀνάφερε στὸν παπᾶ, ὅτι τὰ μουλάρια ἦταν ἕτοιμα. Αὐτὸς τὸν εὐχαρίστησε καὶ γυρίζοντας σὲ μένα μοῦ εἶπε:
-Νομίζω, πὼς εἶναι ὥρα νὰ πηγαίνουμε φίλε μου.
-Γιώργη, φώναξε στὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ παράξενο σκουφί, σὲ παρακαλῶ νὰ προσέξεις τὸ μουλάρι τοῦ κυρίου. Βοήθησέ τον νὰ ἀνέβει καὶ πρόσεχε μὴν ἀγριέψει στὸν δρόμο. Φώναξε καὶ τὸν Ἠλία, γιὰ νὰ μᾶς συνοδεύσει.
Ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἔφευγε γιὰ νὰ φέρει τὰ ζῶα, γύρισε σὲ μένα καὶ μοῦ ἐξήγησε.
-Θὰ ἔρθει μαζί μας καὶ ὁ Ἠλίας, γιὰ τὴν προσκυνηματική μας περιήγηση. Εἶναι ἕνας ἐργάτης γιὰ τὰ ζῶα. Ὁ Γιώργης εἶναι Σεϊμένης. Τὸ ὄνομα Σεϊμένης εἶναι τούρκικο καὶ ἴσως νὰ προέρχεται ἀπὸ τοὺς Τούρκους αὐτὸς ὁ θεσμός.
-Σὰν Σεϊμένης, δὲν ἔχει κανένα προορισμό; Δηλαδή, εἶναι ἕνας τύπος;
-Ὄχι βέβαια μόνο θεσμός. Εἶναι καὶ σήμερα ἕνα εἶδος ἀστυνομίας τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος, μὰ φυσικὰ δὲν ἐκτελοῦν ἀστυνομικὰ καθήκοντα, παρὰ μονάχα ἐκτελοῦν διαταγές.
-Ἀπὸ ποῦ πληρώνονται οἱ Σεϊμένηδες;
-Φυσικὰ ἀπὸ τὴν Ἱερὰν Ἐπιστασίαν.
-Τί προσόντα ἀπαιτοῦνται γιὰ νὰ γίνει κανεὶς Σεϊμένης;
-Ὄχι καὶ σπουδαῖα γράμματα. Γράμματα τοῦ Δημοτικοῦ Σχολεῖου, γιὰ νὰ ξέρει νὰ βάζει τὴν ὑπογραφή του καὶ νὰ διαβάζει.
Ἡ δεύτερη ἀναφορὰ τοῦ Ἠλία, μᾶς βρῆκε στὸ κεφαλόσκαλο ἕτοιμους πιὰ νὰ κατεβοῦμε τὰ λίγα ξύλινα σκαλοπάτια. Ῥίξαμε μία τελευταία ματιά, μὴν καὶ ξεχάσαμε τίποτα καὶ περνώντας τὴν φωτογραφικὴ μηχανὴ στὸν ὦμό μου κατέβηκα τὰ σκαλιά.
Κάτω στὴν αὐλὴ μᾶς περίμεναν δύο περήφανα μουλάρια δεμένα σὲ μία γέρικη συκιά. Ἀντὶ γιὰ σέλα εἶχαν σαμάρια καὶ πάνω στὸ καθένα ἀπὸ μία κουβέρτα. Ὁ Ἠλίας ἔλυσε τὰ μουλάρια καὶ κρατῶντας τὰ χαλινάρια τους τἄφερε κοντά μας. Ἔδεσε τὸ σχοινὶ τοῦ πρώτου στὸ σαμάρι τοῦ δεύτερου καὶ πιάνοντας τὸ πρῶτο ἄρχισε νὰ περπατάει μπροστὰ γιὰ νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὶς Καρυές. Μοῦ εἶχαν πῆ στὸ Μοναστήρι τοῦ φίλου μου, ὅτι ἀπαγορεύεται νὰ περάσεις καβάλα μέσα ἀπὸ τὶς Καρυές. Εἶναι ἕνα εἶδος σεβασμοῦ στὴν Παναγία ποὺ εἶναι προστάτις τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς μοναχοὺς καὶ γιὰ τοὺς λαϊκούς.
Ἀκολουθώντας ἀπὸ μακρυὰ τὸν Ἠλία, κοίταζα μὲ προσοχὴ γύρω μου ἐξετάζοντας τὸ καθετὶ καὶ ζητώντας ἐξηγήσεις γιὰ ὅσα μοῦ φαινόντουσαν παράξενα.
Στὸ δεξί μου χέρι, ἦταν μία σειρὰ ὁλόκληρη ἀπὸ κτίρια. Τὸ πρῶτο κονάκι, τὸ ἀντιπροσωπεῖον τῆς Μονῆς Ἰβήρων, πιὸ πέρα ἕνα ἑστιατόριο γιὰ τοὺς ξένους καὶ τοὺς ἐργάτες ποὺ δουλεύουνε στὰ βουνὰ καὶ στοὺς δασότοπους τῶν Μονῶν.
-Δὲν θὰ πρέπει, μοὖπε ὁ Πατὴρ Εὐθύμιος, νὰ σοῦ φανῇ παράξενο, ὅτι ὑπάρχουν ἐδῶ στὶς Καρυές, μαγαζιά. Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἀναγκαῖα κακὰ ποὺ ὑπάρχουν ἐδῶ καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ αὐτά. Κάποτε ὁ καλόγερος μποροῦσε νὰ ζῆ μόνος του, χωρὶς τὴν βοήθεια τῶν συνανθρώπων του. Σήμερα αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει γιατὶ ἄλλαξαν τὰ πράγματα. Δὲν εἶναι πιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος γεμᾶτο ὅπως τὰ παληὰ χρόνια ἀπὸ καλόγερους. Μείναμε πολὺ λίγοι καὶ κάθε μέρα λιγοστεύουμε περισσότερο. Γι᾿ αὐτὸ εἴμαστε ἀναγκασμένοι νὰ κλείνουμε τὰ μάτια μπροστὰ σὲ μερικὰ πράγματα καὶ νὰ κρατοῦμε τοὺς λαϊκοὺς γιὰ τὴν διατήρηση τουλάχιστον σὲ καλὴ κατάσταση αὐτῶν ποὺ βρίσκονται.
-Σᾶς βεβαιώνω, ὅτι δὲν εἶχα σκοπὸ νὰ σᾶς κατακρίνω. Βλέπω μονάχα, ἀκούω καὶ μαθαίνω. Τίποτε ἄλλο.
Συνεχίσαμε τὸν δρόμο μας, βυθισμένοι ὁ καθένας στὶς δικές του σκέψεις. Ἐγὼ βέβαια δὲν ἔπαψα νὰ προσέχω τὰ καθέκαστα, νὰ σημειώνω καὶ νὰ κάνω τὶς παρατηρήσεις μου, ἀλλὰ μονάχα γιὰ τὸν ἑαυτό μου.
Ἀπέναντι ἀπὸ τὸ ξενοδοχεῖο, βρισκόταν ἕνα κουρεῖο, καθὼς καὶ διάφορα ἄλλα μαγαζιά. Σὲ ἕνα μαγαζί, βρισκόντουσαν κρεμασμένα διάφορα κομπολόγια γιὰ παποῦδες, γιὰ μεσόκοπους, γιὰ νεαρούς, παραφουσκωμένα στὴν τιμή τους, ἐπειδὴ πουλιόντουσαν μονάχα στοὺς ξένους. Σὲ ἕνα ἄλλο μέρος τοῦ μαγαζιοῦ, λογῆς λογῆς γουδιά. Σὲ μία βιτρίνα χιλιάδες ζωγραφιὲς ἁγίων εἰκόνων καὶ διάφορες ἄλλες κάρτες μὲ ἀπόψεις ἀπὸ Μοναστήρια, Σκῆτες καὶ Κελλία.
Πρὶν φθάσουμε στὴν γωνία, ἀντικρύσαμε τὸν Ναὸν τοῦ Πρωτάτου.
Ὁ Πατὴρ Εὐθύμιος κοντοστάθηκε καὶ χαιρέτησε ἕνα-δύο μοναχούς, ποὺ τοῦ ἀνταποδώσανε τὸν χαιρετισμό του μὲ σεβασμό, καὶ μὲ προθυμία. Σὰν προχωρήσαμε κάμποσα βήματα, ῥώτησα τὸν Πατέρα Εὐθύμιο:
-Γιατί σᾶς προσφωνοῦν, Ἅγιε Παντοκράτορος;
-Ἐπειδὴ ἔχω τὸν τίτλο τοῦ ἀντιπροσώπου τοῦ Μοναστηριοῦ μας. Ὅλους τοὺς ἀντιπροσώπους τῶν Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τοὺς προσφωνοῦν μὲ τὸν τίτλον αὐτόν, δηλαδὴ μὲ τὸ ὄνομα τῆς Μονῆς ποὺ ἀνήκει ὁ καθένας ἀπὸ αὐτούς.
Τώρα μπροστά μας, πρόβαλε ἡ ἐκκλησία τοῦ Πρωτάτου, λάμποντας ὁλόκληρη στὴν μαγεία τῆς φωτεινότητας τοῦ μεσημεριανοῦ ἥλιου, ποὺ ἔδειχνε ὅλες τὶς λεπτομέρειές της καὶ τὴν ὁμορφιὰ τῶν παλαϊκῶν της γραμμῶν.
Ἄφωνος καὶ γεμᾶτος θαυμασμὸ τὴν κοιτοῦσα, χωρὶς νὰ προσέξω καθόλου κάτι μοὖλεγε ὁ φίλος μου. Καὶ αὐτὸ μοὖλεγε δὲν ἦταν τίποτα ἄλλο, παρὰ πὼς ἦταν ἡ κατάλληλη ὥρα νὰ ἐπισκεφθοῦμε τὸ Πρωτᾶτο, μιὰ καὶ εἶχε μιλήσει στὸν Ἠλία νὰ μᾶς περιμένει λίγο στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς μικρῆς αὐτῆς πολιτείας, μέχρις ὅτου γυρίσουμε ἐκεῖ καὶ ξεκινήσουμε γιὰ τὸ Μοναστήρι τῶν Ἰβήρων.
Ἡ ἐκκλησία τοῦ Πρωτάτου, ἔχει σχῆμα ὀρθογώνιο καὶ εἶναι ἀνακαινισμένη τὰ τελευταῖα ἐτοῦτα χρόνια. Στὶς πέτρες καὶ στ᾿ ἀγκωνάρια τῶν τοίχων, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀφαίρεση τῶν παληῶν ἀμμοκονιασμάτων, ποὺ εἶχαν προσθέσει οἱ παληοὶ Πατέρες, βλέπει κανένας ἀνάμεσα στοὺς ἁρμούς, τσιμέντο κόκκινο. Τὰ κεραμίδια, καινούργια καὶ αὐτά, ἔχουν γίνει ἀπὸ κόκινο πηλὸ στὸ παληὸ σχέδιο. Σὰν σύνολο τώρα, μᾶς δείχνει ὅλη τὴν ὁμορφιὰ τὴς ἀρχαίας ἐκκλησίας, ὅπως τὴν ἄφησαν οἱ μάστοροι τῆς ἐποχῆς ποὺ πρωτοχτίστηκε.
Εἶναι ὁ μοναδικὸς ναὸς στὸ Ἅγιον Ὄρος ποὺ ἔχει ῥυθμὸ Βασιλικῆς καὶ ἔχει μεγάλη ἱστορία. Ποιός τὸν ἔχτισε; Δύσκολα μπορεῖ κανένας νὰ ἀπαντήσει μὲ σιγουριά. Ἕνα εἶναι βέβαιο. Φίλοι τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς Λαύρας καὶ τῆς Κοινοβιακῆς ζωῆς στὸν Ἄθω, βοήθησαν νὰ χτιστῆ πιὸ μεγάλος, νὰ στολιστῆ μεγαλόπρεπα καὶ νὰ γίνει ἕνα λαμπρὸ στολίδι στὴν πρωτεύουσα τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Πόσες δόξες, μὰ καὶ πόσες βεβηλώσεις νὰ εἶδε ἄραγε στὸ κύλισμα τῶν αἰώνων; Στὶς στοές του μέσα ἔζησαν καὶ λειτουργήθηκαν Ἅγιοι. Στὰ στασίδια του ἀκούμπησαν μεγάλες μορφὲς τῆς πολιτικῆς καὶ πνευματικῆς ζωῆς καὶ ἐξουσίας. Ἕνας πραγματικὸς χορὸς ἀπὸ αὐτοκράτορες, στρατηγούς, Πατριάρχες καὶ τόσους ἄλλους μεγάλους καὶ σοφούς. Οἱ τοῖχοι ποὺ μαύρισαν ἀπὸ τὴν πολυκαιρία, πόσα θὰ ξέρουν νὰ μᾶς διηγηθοῦν γιὰ τὰ μεγαλεῖα ποὺ εἶδαν καὶ τὰ σοφὰ λόγια ποὺ ἄκουσαν; Γιατὶ αὐτοὶ δέχτηκαν τὸ χάϊδεμα τῆς ματιάς τους. Μποροῦν νὰ μᾶς μιλήσουν γιὰ ὅλους, καθὼς καὶ γιὰ τὴν μεγαλωσύνη τοῦ ἁγιογράφου, ποὺ ἱστόρησε ἐτούτη τὴν ἐκκλησία, τοῦ Μανουὴλ Πανσέληνου, γιὰ τὴν εὐκινησία ποὺ εἶχαν τὰ δάχτυλά του, καθὼς δούλευαν μὲ τὸ πινέλλο τὶς μπογιές, ποὺ ἔφτιαχνα θαύματα. Θὰ εἶχαν ἀκόμα πολλὰ νὰ μᾶς διηγηθοῦν γιὰ τὶς μαῦρες ἡμέρες ποὺ ἔζησε ὁ Ἄθως στὰ χρόνια τῶν Λατινοφρόνων τοῦ Βυζαντίου. Ὅπως ἀνέφερα πιὸ πάνω, εἶναι ῥυθμοῦ Βασιλικῆς χωρὶς τροῦλλο. Ἕνα κτίριο ὀρθογώνιο, χωρὶς καμία μεγαλοπρέπεια. Ἐξωτερικὰ σκεπάζεται μὲ ἀμφικλινὴ στέγη. Χτίστηκε μεγαλύτερη στὸν δέκατο αἰῶνα, καὶ ἦταν ἡ μεγάλη καὶ ἡ μοναδικὴ ἐκκλησία, ἀφοῦ μέχρι τότε δὲν ὑπῆρχαν Μοναστήρια στὸ Ἅγιον Ὄρος. Μικρὲς καλύβες μὲ δύο ἢ τρεῖς καλόγερους βρίσκονταν ὁλοτρόγυρα ἀπὸ τὶς σημερινὲς Καρυές, πάνω στὰ ὑψώματα. Μικρὰ μοναστηράκια στὴν ἀρχή, χωρὶς καμία ὀργάνωση, παρὰ μονάχα μία ἀσκητικὴ ζωή. Πολλοὶ καλόγεροι βρίσκονταν τότε στὸ Ἅγιον Ὄρος, σκορπισμένοι ὅμως σὲ ὅλο τὸ μάκρος καὶ τὸ πλᾶτός του. Στὰ καλύβια τους δὲν εἶχαν ἐκκλησία, μὰ πολὺ ἀργότερα σὲ πολλὰ ἱδρύθηκαν ἐκκλησάκια καὶ σιγὰ σιγὰ ἐπικράτησε ἡ συνήθεια σὲ κάθε καλύβα νὰ ἔχει τὴν δική της ἐκκλησία.
Έδῶ λοιπόν, στὸ Πρωτᾶτο μαζευόντουσαν ὅλοι γιὰ νὰ λειτουργηθοῦν κάθε Κυριακὴ καὶ ἑορτὴ καὶ νὰ μεταλάβουν.
Στὸ Πρωτᾶτο, ποὺ τὸ ὀνόμασαν ἔτσι ἀπὸ τὸν Πρῶτο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μαζεύονταν ὅλοι καὶ εὕρισκαν τὴν εὐκαιρία νὰ ἀνταλλάξουν τὶς ἰδέες τους, γιὰ διάφορα κοινὰ ζητήματα. Μέσα στὶς στοές του καθόνταν καὶ συζητοῦσαν τὰ προβλήματά τους οἱ ἀσκηταὶ ἐκεῖνου ποὺ ζοῦσαν στὴν ἔρημο καὶ στὴν μοναξιά. Παληὰ χρόνια ποὺ πέρασαν, μορφὲς ποὺ ξεχάστηκαν καὶ ποὺ ὅμως αὐτὸ ποτὲ δὲν τὶς ξέχασε καὶ οὔτε ἔπαψε νὰ μιλάει γιὰ αὐτὲς στὴν ἀγκαλιὰ τῆς νυχτερινῆς προσευχῆς ἢ στὸ σφύριγμα τοῦ βουεροῦ χιονιὰ σὰν λυσσομανάει καὶ δέρνει ἀλύπητα τὶς ἐξωτερικὲς πλευρές του. Σήμερα, δίπλα στὸ Πρωτᾶτο, ὑψώνεται τὸ καμπαναριὸ ποὺ χτίστηκε τώρα τελευταῖα καὶ ποὺ οἱ γλυκόηχες καμπάνες του ἀκούγονται μέσα στὴν σιγαλιὰ τῆς νύχτας καὶ σκορπᾶνε τὰ ὄνειρα καὶ τὶς φαντασίες τῶν ῥασοφόρων, ποὺ σὰν φαντάσματα ξεπροβάλλουν ἀπὸ τὶς γύρω πόρτες στὰ στενοσόκακα τῶν Καρυῶν καὶ προχωροῦν στὴν ἐκκλησία ὁδηγημένοι ἀπὸ τὸ δειλὸ φῶς ἑνὸς καντηλιοῦ ποὺ τρεμοσβήνει μέσα στὸ σκοτάδι.
Στὴν βάση του εἶναι ἀνοιγμένο σὲ δύο τεράστια παχειὰ σκέλη, ποὺ μοιάζουν νὰ στηρίζουν τὸ σῶμα ἑνὸς γίγαντα. Σὰν προχωρήσεις κάτω ἀπὸ τὴν καμάρα ποὺ σχηματίζουν, σὲ ὑποδέχονται τρεῖς στοές, ἡ μία συνέχεια στὴν ἄλλη, ποὺ στοὺς τοίχους του εἶναι ζωγραφισμένοι διάφοροι Ἅγιοι καὶ παραστάσεις ἀπὸ τὸ Εὐαγγελίο καὶ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Στὴν μέση τῆς τελευταίας στοᾶς, μία χαμηλὴ πορτούλα σὲ φέρνει στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ἐκκλησίας ποὺ γεμίζει τὴν ψυχή σου μὲ τὸ ἄπλετο φῶς της καὶ μὲ τὶς ἱλαρὲς μορφὲς τῶν Ἁγίων.
Ἡ πορτούλα αὐτὴ δὲν εἶναι βέβαια ἡ κυρία εἴσοδος. Αὐτὴ ἐδῶ ἡ πορτούλα βρίσκεται στὸ βορεινὸ μέρος ὅπως καὶ οἱ στοὲς γιὰ νὰ προφυλάξουν τοὺς μοναχοὺς ἀπὸ τὴν παγερὴ νυχτιὰ καὶ τὸ παγωμένο σφύριγμα τοῦ ἀέρα. Ἡ κύρια εἴσοδος βρίσκεται, ὅπως καὶ σὲ ὅλες τὶς ἐκκλησίες, στὴν δυτικὴ πλευρά. Ἡ ἐκκλησία τοῦ Πρωτᾶτου χωρίζεται σὲ τρία κλίτη, σὲ τρία διαμερίσματα ὅπως θὰ λέγαμε ἐμεῖς ποὺ δὲν εἴμαστε βυζαντινολόγοι. Εἶναι λοιπόν, τρίκλιτος Βασιλικὴ ξυλόστογος, ὅπως τὴν ὀνομάζουν αὐτοὶ ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν παλαιὰ τέχνη. Τὰ κλίτη χωρίζονται μεταξύ τους μὲ τοίχους, χωρὶς βέβαια νὰ ἀπομωνόνται. Τὸ μεσαῖο κλίτος ἔχει κυρίως τὴν ἀμφικλινὴ στέγη. Αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο, γιατὶ ἀλλιῶς, καὶ στὶς πιὸ φωτεινὲς μέρες τοῦ καλοκαιριοῦ, ἐκεῖ θὰ βασίλευε μισοσκόταδο. Ὅλη αὐτὴ ἡ στέγη στολίζεται ἀπὸ παράθυρα σὲ ἀραιὰ διαστήματα, ποὺ μὲ τὰ χρωματιστά τους τζάμια δίνουν μία ὄψη ἐξαιρετικὰ ὄμορφη καὶ ἐντυπωσιακή.
Ὁλοτρόγυρα στοὺς τοίχους ἀκουμπισμένα στασίδια, ποὺ περιμένουν τοὺς κουρασμένους προσκυνητές. Κάθησα λίγο σὲ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ καὶ μὲ τὰ μάτια ὀρθάνοιχτα κοίταζα ἀρχόταγα τὴν κατανυκτικὴ ἐκκλησία. Τὸ τέμπλο, τοὺς πολυελαίους καὶ τὶς ἁγιογραφίες στοὺς τοίχους. Στὴν μία πλευρὰ βρίσκονται τὰ στασίδια τῶν ἀντιπροσώπων ποὺ ἀποτελοῦν τὴν Ἱερὰ Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ἕνα μαρμάρινο τέμπλο χωρίζει τὴν ἐκκλησία ἀπὸ τὸ Ἱερό. Εἶναι τὸ ἀρχαιότερο, ὅπως μοῦ εἶπαν. Ἔριξα μία ματιὰ στὶς εἰκόνες ἂν καὶ δὲν ἔχω τὴν ἰδιότητα τοῦ ἀρχαιολόγου. Δεῖγμα μιᾶς παληᾶς Βυζαντινῆς τέχνης. Μοῦ εἶπαν πὼς εἶναι ἔργα ἁγιογράφων τῆς Κρητικῆς Σχολῆς καὶ τοῦ Πανσέληνου. Τὰ ἔργα αὐτὰ εἶναι ἔξοχα, καὶ προκαλοῦν στὸν ἐπισκέπτη τὸ δέος. Ὅταν μὲ πίστη κοιτᾶς τὶς μορφές τους, σοῦ ἐξαϋλώνουν τὸ πνεῦμα καὶ σὲ φέρνουν σὲ ἄλλους κόσμους, πνευματικούς. Ὁ Πατὴρ Εὐθύμιος, σὲ λίγο μὲ ὁδήγησε στὸ Ἱερό. Στὴν γωνία καὶ ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, ἕνας σκαλισμένος θρόνος ὑψώνεται σαρακοφαγωμένος ἀπὸ τὰ χρόνια. Πάνω του βρίσκεται ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τοῦ «Ἄξιόν Ἐστιν».
Εἶναι παμπάλαιη, μαυρισμένη ἀπὸ τὸν χρόνο καὶ σοῦ δίνει τὴν ἐντύπωση τοῦ ἱεροῦ καὶ ἁγιασμένου.
Ἡ ὀνομασίας της, ἡ τόσο παράξενη, ἔχει μία πολὺ μεγάλη ἱστορία, ποὺ ἐξελίχθηκε πρὶν ἀπὸ ἑκατοντάδες χρόνια. Ἡ παράδοση ἀναφέρει, ὅτι δὲν βρισκότανε πρὶν στὸ Πρωτᾶτο, παρὰ στὴν ἐκκλησία ἑνὸς μικροῦ Κελλιοῦ τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Παντοκράτορος, ποὺ βρίσκεται λίγο πιὸ ἔξω ἀπὸ τὶς Καρυές, κοντὰ στὸ Σεράϊ, μέσα στὴν ῥεματιά, πρὸς τὰ βόρεια. Στὴν Σκήτη αὐτὴ σήμερα, σὲ φέρνει ἕνας πλακόστρωτο δρόμος.
Σὲ τοῦτο τὸ Κελλί, στὰ παληὰ χρόνια, ζοῦσε ἕνας γέροντας μὲ ἕναν νεαρὸ ὑποτακτικό. Ἡ ζωή τους ἦταν ἡ συνηθισμένη γιὰ ὅλους τοὺς ἀσκητάς. Δουλειὰ στὴν γῆ γιὰ νὰ ζήσουν καὶ προσευχὴ στὸν Θεὸ γιὰ νὰ σώσουν τὴν ψυχή τους. Ἀγῶνας διπλός, ποὒ μὲ αὐτὸν μονάχα μπορεῖς νὰ ἐπιτύχεις τὴν σωτηρία ποὺ ζητάει ἡ ψυχή σου καὶ τὴν κληρονομία τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ποὺ ὑπόσχεται ὁ Χριστὸς σὲ ὅλους τοὺς ἀγωνιστάς. Ἦταν λοιπὸν καὶ αὐτοὶ ἀγωνισταί, ἀθληταὶ ἀπὸ τοὺς πιὸ καλούς, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ σταθοῦν καὶ νὰ νικήσουν στὶς σοβαρὲς μάχες μὲ τὸν διάβολο. Ἔτσι, ἡ ζωὴ κυλοῦσε ἥσυχα, χωρὶς τίποτα νὰ ταράξει τὴν γαλήνη. Καὶ ξαφνικά, ἔγινε κάτι ποὺ ἔδωσε καινούργιο νόημα στὴν ζωή τους, ἔσπασε τὸν συνηθισμένο ῥυθμὸ τῆς καθημερινότητας καὶ ἄλλαξε τὰ πάντα. Καὶ αὐτὸ τὸ κάτι ἦταν ἕνα θαῦμα.
Μία μέρα σὰν τὶς ἄλλες, ὁ γεροντάκος καλόγερος ξεκίνησε γιὰ τὸ Πρωτᾶτο στὶς Καρυές, γιὰ νὰ παρακολουθήσει τὴν ἀγρυπνία. Ὁ νεαρὸς καλόγερος, μαθημένος στὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἀρετή, ἔμεινε στὸ σπίτι καὶ τὴν ὥρα τῆς συνηθισμένης ἀκολουθίας μπῆκε στὴν σκοτεινὴ ἐκκλησούλα τους καὶ ἄναψε τὰ καντήλια. Μουρμουριστὰ ἄρχισε τὴν ἀκολουθία του μὲ τὴν ψυχὴ γεμάτη ἀπὸ κατάνυξη. Ἕνα περίεργο προαίσθημα ἔνιωσε ἐκείνη τὴν βραδιά. Ἦταν τάχα τὸ περιβάλλον τῆς ἐκκλησούλας ἢ τὸ μυστικὸ καὶ παιχνιδιάρικο φῶς τῶν κεριῶν ποὺ ἔκανε τὶς μορφὲς τῶν Ἁγίων νὰ κινοῦνται στὶς εἰκόνες; Ἕνα ἦταν γεγονός. Πώς μονάχος καθὼς ἦταν στὴν μικρὴ ἐκκλησούλα, μὲ τὶς γεμάτο μυστήριο καὶ αἰνιγματικὲς μορφὲς τῶν Ἁγίων γιὰ συντροφιά του, ἔνιωσε ἕνα πλάκωμα στὴν καρδιά του.
Μὲ τὰ ἴδια πάντα αἰσθήματα, ποὺ ὅσο περνοῦσε ἡ ὥρα δυνάμωναν, συνέχιζε τὴν ἀκολουθία του ὡς τὴν στιγμὴ ποὺ ἔφτασε στὸ σημεῖο ποὺ ἔπρεπε νὰ ψάλλει «τὴν τιμιωτέαν». Τὴν ἄρχισε μὲ κατάνυξη καὶ μόλις τελείωσε τὴν πρώτη στροφή, μία φωνὴ πολὺ καθάρια καὶ κρυστάλλινη ἄρχισε τὴν δεύτερη. Ἔστρεψε τὸ βλέμμα του καὶ ἀντίκρυσε μὲ ἔκπληξη κάποιον ἄγνωστο νέο μὲ μία οὐράνια ὀμορφιά, ποὺ ἔψελνε ἀπὸ τὸν ἄλλο χορὸ τῆς μικρῆς ἐκκλησούλας. Πρὶν ἀκόμα καλοσκεφτῆ πὼς βρέθηκε ἐτοῦτος ὁ ἄγνωστος στὸ καλύβι τους, ἡ στροφὴ τελείωσε καὶ αὐτὸς συνέχιζε ἔχοντας κολλημένο τὸ βλέμμα του στὸν ἄγνωστο ἐπισκέπτη, ποὺ ἦρθε ἔτσι ξαφνικὰ μέσα στὸ γλυκοχάραμα νὰ τὸν συντροφέψει στὴν προσευχή. Χωρὶς νὰ βασανίσει πολὺ τὸ μυαλό του, παραδέχτηκε ὅτι θὰ ἦταν κανένας περιπατητὴς τῆς νύχτας ποὺ ξημερώθηκε στὸ σπίτι τους καὶ ἀφοῦ ἄκουσε προσευχὲς καὶ ψαλμωδίες, μπῆκε γιὰ νὰ προσφέρει καὶ αὐτὸς τὴν λατρεία του στὸν Θεό. Σὲ λίγο, οἱ στροφὲς ποὺ ἦταν γνωστὲς τελείωσαν, μὰ ὁ ξένος δὲν σταμάτησε. Τὸ καλογεροπαίδι παραξενεύτηκε σὰν ἄκουσε νὰ ψέλνει ὁ ξένος κάτι τὸ θεϊκό, ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ ἀγγελικὸ στόμα. Δὲν τὸν σταμάτησε, ἀλλὰ πρὶν καλοτελειώσει ὁ ξένος, ὁ νεαρὸς καλόγερος πῆγε δειλὰ κοντά του καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τοῦ μάθει καὶ αὐτουνοῦ τὸν ὑπέροχον ἐτοῦτον ὕμνο, χωρὶς νὰ ὑποπτευθῆ ὅτι ὁ ξένος ποὺ ἔψελνε ἦταν Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ, σταλμένος ἀπὸ τὰ ὑπερκόσμια γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν σκοπό.
Ὁ Ἄγγελος, τοῦ ζήτησε κάτι γιὰ νὰ τοῦ γράψει τὸν ὕμνο, μὰ δὲν ὑπῆρχε τίποτα γιὰ γράψιμο στὸ καλύβι, παρὰ μονάχα μία μαρμάρινη πλάκα. Τὸ καλογέρι μὲ θαμπωμένα μάτια ἀπὸ τὴν ἔκπληξη, κοίταζε λαίμαργα τὸν Ἄγγελο ποὺ μὲ τὸ δάχτυλό του χάραζε τὰ γράμματα πάνω στὴν σκληρὴ πέτρα, λὲς καὶ ἦταν καμωμένη ἀπὸ ζυμάρι. Πρὶν καλὰ καλὰ φτάσει νὰ κάνει καμία κίνηση καὶ πρὶν προφτάσει νὰ συνέλθει, ὁ ὕμνος εἶχε τελειώσει καὶ ὁ Ἄγγελος εἶχε χαθῆ ἀπὸ τὰ μάτια του ἀθόρυβα, ὅπως ἀθόρυβα εἶχε φανῇ μέσα στὴν μικρὴ ἐκκλησούλα τοῦ ταπεινοῦ Κελλιοῦ τῶν Καρυῶν. Πέρασε πολὺ ὥρα ὥσπου νὰ συνέλθει τὸ καλογέρι. Στὸ μεταξύ, κοίταζε ἀπολιθωμένος τὴν παράξενη πλάκα ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ μπροστά του ἀκουμπισμένη στὸν τοῖχο. Σὰν συνῆλθε κάπως, κινήθηκε δισταχτικὰ πρὸς τὴν πλάκα, γιὰ νὰ βεβαιωθῆ μήπως ἦταν ὄνειρο. Τὴν ἔπιασε στὰ χέρια του ψάχνοντας μὲ τὰ δάκτυλά του γιὰ νὰ καταλάβει ἂν ἦταν κάτι χειροπιαστό, καὶ ὄχι ὀνειροφαντασία. Ἡ μαρμαρένια πλάκα βρισκόταν στὰ χέρια του καὶ πάνω της ἦταν χαραγμένος ὁ ὑπέροχος ἀγγελικὸς ὕμνος, ὅπως τὸν εἶχε ἀκούσει πρὶν ἀπὸ λίγο. Σὰν βεβαιώθηκε πιά, ὅτι ὅλα ὅσα εἶδε καὶ ἄκουσε δὲν ἦταν φαντασίες μὰ γίνηκαν στὴν πραγματικότητα, ἔπεσε στὰ γόνατα μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας ποὺ ὁ Ἄγγελος εἶχε ψάλλει καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια τὴν εὐχαρίστησε. Τὴν εὐχαρίστησε, γιατὶ ἀνάμεσα σὲ ὅλους τοὺς ἄλλους διάλεξε αὐτὸν γιὰ νὰ φανερώσει τὸ θέλημά Της καὶ τὸν ὕμνο Της. Ὕστερα, ἄρχισε νὰ ψάλλει μὲ δυνατὴ φωνή, ξανὰ καὶ ξανά, ἀμέτρητες φορές, τὸ καινούργιο τροπάριο ποὺ ἀρχίζει: «Ἄξιόν Ἐστιν ὡς ἀληθῶς...», μὲ τὴν καρδιὰ γεμάτη ἐνθουσιασμὸ καὶ εὐλάβεια, μὲ ἱερὸ ζῆλο, μὴν χορταίνοντας νὰ ψάλλει καὶ νὰ ἀκούει. Ὁ Γέροντάς του, σὰν γύρισε ἀπὸ τὸ Πρωτᾶτο, τὸν βρὴκε στὴν ἴδια θέση νὰ ψάλλει ἀδιάκοπα τό: «Ἄξιόν Ἐστιν». Τὸν πλησίασε καὶ σὰν ἔμαθε τὸ τὶ συνέβη στὸ Κελλί τους, ἕνωσε καὶ αὐτὸς τὴν γεροντικὴ φωνή του μὲ τὴν φωνὴ τοῦ ὑποτακτικοῦ του καὶ γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ἔψαλλαν τὸν πρωτάκουστο ὕμνο. Σὰν τελείωσαν, νόμισαν πὼς εἶδαν τὴν Παναγία ἀπὸ τὴν εἰκόνα νὰ τοὺς εὐλογῆ μὲ στοργή. Μὲ τὴν πλάκα στὰ χέρια τρέξανε στὶς Καρυές, καὶ ἀνέφεραν τὰ ὅσα εἶδαν καὶ ἄκουσαν στὸν Πρῶτο τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὁ Πρῶτος, σὰν τἄκουσε καὶ βλέποντας καὶ τὴν μαρμαρόπλακα ἔτσι καθὼς ἦταν χαραγμένη μὲ τὸν ὕμνο, κάλεσε Σύναξιν τῆς Ἱερᾶς Κοινότητας καὶ μὲ κωδωνοκορυσίες μάζεψαν καὶ τοὺς ἄλλους ἀσκητὲς ἀπὸ τὰ γύρω Κελλιά. Μὲ μία μεγαλόπρεπη λιτανεία προχώρησε τότε πρὸς τὸ ταπεινὸ καὶ ἄσημο ἕως τότε Κελλὶ τῶν Καρυῶν, ποὺ ἀπὸ τότε ὀνομάστηκε «Ἄξιόν Ἐστιν» ἢ «Λάκκος τοῦ Ἄδειν», δηλαδὴ τοῦ ψάλλειν.
Μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα εἶναι μέχρι σήμερα γνωστὴ ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας, ποὺ μπροστά της ψάλθηκε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ καινούργιο αὐτὸ τροπάριο.
Πέρασαν τὰ χρόνια καὶ διάφορες ἐπικίνδυνες περιστάσεις ἔφεραν τὴν εἰκόνα στὰ χέρια τῆς Ἱερᾶς Κοινότητας ὅπου βρίσκεται καὶ σήμερα, μαυρισμένη, σχεδὸν σβησμένη, ἀπὸ τὸ κύλισμα τῶν αἰῶνων.
Μέσα στὴν ἐκκλησία τοῦ Πρωτάτου μοῦ ἔδειξαν καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ σπάνια καλλιτεχνήματα τοῦ Πανσέληνου, τὴν παράσταση τοῦ «Ἀναπεσόντος». Εἶναι παράσταση παρμένη ἀπὸ τὰ λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «...καὶ ἀναπεσών, ἐκοιμήθη ὡς λέων...». Παριστάνει τὸν Χριστὸν μὲ τὸ χέρι ἀκουμπισμένο στὸ μάγουλο, καθὼς εἶναι ξαπλωμένος σὲ ἀνάκλιντρο. Θαυμαστὴ παράσταση, φτιαγμένη ἀπὸ μεγάλο τεχνίτη. Στὸ πρόσωπό του χύνεται μία ἔκφραση τόσο θεϊκή, ποὺ σὲ ἀφήνει ἄφωνο, μὴν μπορῶντας νὰ ξεκολλήσεις τὰ μάτια σου ἀπὸ πάνω σου. Βρίσκεται ἀκριβῶς ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὴν κυρία εἴσοδο τοῦ ναοῦ.
Σὲ ἕνα πεζουλάκι ἀπὸ δύο σκαλοπάτια μᾶς περίμενε ὁ Ἠλίας μὲ τὰ μουλάρια του, ἀνυπόμονος λίγο, μιὰ καὶ εἴχαμε καθυστερήσει κοιτάζοντας τὰ καθέκαστα στὸ Πρωτᾶτο.
Ἔπιασε ἕνα μουλάρι καὶ μοῦ ἔκανε νόημα νὰ ἀνεβῶ στὸ σαμάρι. Ἀνεβαίνοντας τὰ δύο σκαλιὰ ποὺ ἦταν φτιαγμένα γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν σκοπό, πέρασα τὸ πόδι μου στὸν ἀναβολέα καὶ μὲ ἕνα πήδημα κάθησα ἄνετα στὴν ῥάχη τοῦ μουλαριοῦ. Μοὔδωσε τὰ χαλινάρια ὁ Ἠλίας, ποὺ εἶχε βάλει καὶ αὐτὸς τὸ χεράκι του γιὰ ν᾿ ἀνέβω καὶ σὰν πρωτόβγαλτος καβαλάρης ποὺ ἤμουνα, δὲν ἤξερα τὶ ἔκανα. Ὁ Ἠλίας τράβηξε τὸ ἄλλο μουλάρι, μὰ τὸ δικό μας φαίνεται πὼς δὲν ἤθελε νὰ μᾶς ἀφήσει νὰ συνεχίσουμε ἥσυχα τὸ ταξίδι μας. Ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγμή, φάνηκε πὼς ἤτανε ζωηρὸ καὶ ἄγριο. Μόλις ἔνιωσε στὴν ῥάχη του ἐμένα, ἄρχισε νὰ στριφογυρίζει, χωρὶς νὰ παίρνει τὸν γνωστὸ δρόμο. Ἀσφαλῶς θὰ βρισκόμουνα πεταμένος στὴν γῆ, ἂν δὲν ἔτρεχε ὁ Ἠλίας νὰ τὸ ἡμερέψει καὶ νὰ μὲ βοηθήσει νὰ κατεβῶ. Μὲ ἀνακούφιση πήδησα στὴν γῆ καὶ μὲ πολὺ δισταγμὸ πλησίασα τὸ ἄλλο, σὰν μοῦ εἶπαν ὅτι ἦταν ἥμερο σὰν ἀρνάκι. Ἀνέβηκα ξανὰ τὰ δύο σκαλοπάτια καὶ μὲ ἕνα πήδημα βρέθηκα στὴν ῥάχη του, ἐνῶ ὁ σύντροφός μου Πατέρας Εὐθύμιος, ἔπιασε τὸ δικό μου τὸ πρῶτο καὶ χαϊδεύοντάς το βρέθηκε μὲ μιᾶς στὴν ῥάχη του.
Τώρα, καθὼς γύρισα τὰ μάτια μου, σίγουρος πιὰ γιὰ μένα, ἀντίκρυσα κάτω σὲ ἕνα χαμήλωμα τῶν Καρυῶν, ἕνα πύργο καὶ πλάϊ του ἕνα συγκρότημα κτιρίων. Θόλοι ἀπὸ ἐκκλησίες, πλῆθος ἀπὸ παράθυρα καὶ πυκνὴ βλάστηση ὁλοτρόγυρα. Ῥώτησα τί εἶναι αὐτό, μιὰ καὶ δὲν μοῦ εἶχε μιλήσει ὁ φίλος μου, ἂν καὶ εἴμαστε στὶς Καρυές.
-Μὰ αὐτὸ εἶναι τὸ Μοναστήρι τοῦ Κουτλουμουσίου.
Μοῦ φάνηκε παράξενο τὸ ὄνομα καὶ ῥώτησα νὰ μάθω περισσότερα.
-Εἶναι Κοινόβιο, καὶ τιμᾶται καὶ αὐτὸ ὅπως καὶ τοῦ Παντοκράτορος, στὴν μνήμη τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος. Εἶναι πολὺ παληὸ Μοναστήρι, ἀφοῦ ὑπῆρχε στὰ τέλη τοῦ δεκάτου αἰῶνος, ὅπως φαίνεται σὲ ἔγγραφα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Σοὔκανε ἐντύπωση ἡ τούρκικη ῥίζα τοῦ ὀνόματος. Ἕνας Ῥῶσος ἱστορικός, διατείνεται ὅτι ἡ Μονὴ ἱδρύθηκε ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο, γυιὸ τοῦ Ἀζζεδὶν ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ Κουτλουμούς, γόνου τῆς Μικρασιατικῆς δυναστείας τῶν Σελδζουκιδῶν Σουλτάνων τοῦ Ἰκονίου. Ἂν καὶ ἡ μητέρα του ἦταν χριστιανὴ καὶ λεγόταν Ἄννα καὶ ὅτι καὶ αὐτὸς ἔγινε χριστιανὸς ὀνομασθεὶς Κωνσταντῖνος καὶ ὅτι μὴ μπορῶντας νὰ ἀνακτήσει τὸν θρόνο τοῦ Ἰκονίου, ἦρθε στὸν Ἄθωνα καὶ ἔγινε μοναχὸς χτίζοντας ἐτοῦτο τὸ Μοναστήρι, δὲν μποροῦμε μὲ βεβαιότητα νὰ τὸ ποῦμε. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι αὐτὸς ὁ Κουτλουμούς, ἄφησε στὸ Μοναστήρι ἕνα τσιφλίκι στὶς Σέῤῥες. Τὸ Μοναστήρι τὸ γκρέμισαν οἱ Λατινόφρονες, στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Παλαιολόγου. Πολὺ ἀργότερα τὴν ξανάκτισαν οἱ Βοεβόδαι τῆς Βλαχίας, Ῥάδουλος καὶ Νέαγγος, μὲ πύργο καὶ τὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Τὸ σημερινὸ Καθολικὸ χτίστηκε στὰ 1540. Ἔχει πλούσια Βιβλιοθήκη σὲ χειρόγραφα καὶ πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ εἶναι σπουδαιότατα. Ἔπαθε πολλὲς φορὲς ἀοπὸ πυρκαϊά, μὰ σώθηκαν τὸ Καθολικὸ καὶ ἡ Βιβλιοθήκη. Ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Φοβερᾶς Προστασίας βρίσκεται σὲ ξεχωριστὸ παρεκκλήσι. Ὑπάρχει Τίμιο Ξύλο καὶ ἅγια λείψανα. Εἶναι σπουδαῖο αὐτὸ τὸ Μοναστήρι καὶ μὲ μεγάλη ἱστορία.
Χωρὶς ἄλλα ἀπρόοπτα συνεχίσαμε τὸ ταξίδι μας πρὸς τὸ Μοναστήρι τῶν Ἰβήρων. Περάσαμε μπροστὰ ἀπὸ τὸ Διοικητήριο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀνεβήκαμε ἕνα πλακόστρωτο ἀνηφοράκι, ποὺ στὸ τέρμα του ἔχει ἕνα ὑπόστεγο ποὺ τὸ λένε Κιόσκι, κατάλοιπο τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς μιὰ καὶ ἐδῶ ῥεμβάζανε οἱ τοῦρκοι Καϊμακάμηδες καὶ πήραμε τὴν κατηφοριά.
Μπροστὰ πήγαινε ὁ Πατὴρ Εὐθύμιος καὶ ἀκολουθοῦσα ἐγώ. Ὁ Ἠλίας ποὺ περπατοῦσε, ἐρχότανε τελευταῖος κρατώντας στὰ χέρια του μία βέργα ποὺ ἔκοψε ἀπὸ ἕνα κλαρί.
Βαδίζαμε σὲ ἕνα πλακόστρωτο καλντερίμι, καθὼς λένε ἐδῶ στὸ Ἅγιον Ὄρους τοὺς δρόμους. Γραφικὸ δρομάκι ἀνάμεσα ἀπὸ καστανιὲς καὶ ψηλοὺς θάμνους, ποὺ σὲ πολλὲς μεριὲς ἔφτιαχναν πραγματικὲς ἁψίδες ἀπὸ πράσινο. Τραβούσαμε ἀμίλητοι, ἐκεῖνος γιὰ νὰ μὴν χαλάσει τὶς σκέψεις μου καὶ ἐγὼ βυθισμένος στοὺς στοχασμούς μου καὶ στὴν μαγεία τοῦ τοπίου. Τὴν γύρω μας σιγαλιά, τὴν γεμίζανε τὰ κελαηδήματα τῶν πουλιῶν καὶ οἱ φωνὲς τῶν βατράχων, ποὺ τραγουδοῦσαν τὴν εὐτυχία τους μέσα στὶς ῥεματιές. Μία διαδρομὴ ἐξαίσια καὶ κάτι τὸ ἐξαιρετικὸ καὶ πρωτόγνωρο γιὰ μένα, ποὺ γεννοῦσαν στὴν ψυχή μου σκέψεις καὶ μπερδεμένα συναισθήματα, κόβοντας κάθε ὄρεξη γιὰ φλυαρίες.
Σὲ λίγο καὶ στὸ τέλος τῆς κατηφοριᾶς, φάνηκε ἕνα μεγάλο συγκρότημα ἀπὸ κτίρια.
-Τὸ Μπουραζέρι, μοῦ εἶπαν. Εἶναι ῥωσσικὸ Κελλί, ποὺ κάποτε μόναζαν σὲ αὐτὸ πολλοὶ Ῥῶσοι καλόγεροι, μὰ ποὺ τώρα δὲν βρίσκονται παρὰ μόνο ἐλάχιστοι. Ὁλοτρόγυρα ἀπὸ τοῦτο τὸ συγκρότημα βρίσκονταν δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ καὶ σὲ μικρὲς ἀποστάσεις Κελλιά, ἡσυχαστήρια. Στὴν ἀριστερὴ πλευρά, καὶ ἀπέναντί μας, ἕνας σημαντικὸς ἀριθμὸς ἀπὸ Κελλιὰ στόλιζε τὰ κράσπεδα καὶ τὶς κορφὲς τῶν λόγων, ποὺ χωρίζονταν ἀπὸ μεγάλες κατακόρυφες πρὸς τὴν θάλασσα ῥεματιές.
Περάσαμε τὸ Μπουραζέρι καὶ συνεχίσαμε τὸ πλακόστρωτο δρομάκι, ποὺ ἔγινε τώρα πιὸ κατηφορικό. Σὲ λίγο μπήκαμε σὲ μία χαράδρα ποὺ μᾶς ἔκρυψε μὲ μιᾶς στὴν δροσερὴ ἀγκαλιά της. Ἔκρυψε τὴν θέα γύρω μας σκεπάζοντας τὰ πάντα καὶ ἀφήνοντας μονάχα νὰ φαίνεται ἡ κορυφὴ τοῦ Ἄθωνα, ποὺ τίποτα δὲν τὴν κρύβει.
Ἐδῶ, ἡ συναυλία ἀπὸ τὶς φωνὲς τῶν βατράχων δυνάμωσε καὶ ἔγινε πιὸ ὅμορφη, καθὼς ἀντηχοῦσαν στοὺς ὄχθους καὶ δημιουργοῦσαν ἕνα παράξενο παιχνίδισμα ἀπὸ ἤχους ποὺ στὸ ξαναγύρισμά τους ἔμοιαζαν πιὸ ἁρμονικοὶ καὶ ἀλλαγμένοι.
Ὁ δρόμος συνεχίστηκε μὲ ἀνηφοριὲς καὶ κατηφοριές, περνώντας ἀπὸ πλαγιὲς καὶ χαράδρες, ποὺ μέσα τοὺς ἔτρεχαν ἄφθονα νερὰ καὶ κελαηδοῦσαν ἀμέτρητα ἀηδόνια. Σὲ μία στροφή, πρόβαλε μπροστά μας ἕνα προσκυνητάρι μὲ μία πολὺ μικρὴ ἐκκλησούλα, τόσο μικρὴ ποὺ δὲν χωροῦσε περισσότερους ἀπὸ τρεῖς ἀνθρώπους.
Κατεβήκαμε ἀπὸ τὰ μουλάρια καὶ μπήκαμε στὸ μικρὸ ἐκκλησάκι.
Προσκυνήσαμε τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ ἔπειτα ὁ φίλους μου μοῦ ἔδειξε ἕνα κορνιζαρισμένο κίτρινο ἀπὸ τὴν πολυκαιρία ἔγγραφο, ποὺ ἐξιστοροῦσε κάποιο θαῦμα καὶ τὴν ὕπαρξη τῆς μικρῆς ἐκκλησούλας στὸ μέρος ἐκεῖνο.
Σὲ κάθε γωνιὰ τοῦ Ἁγίου Ὄρους καθὼς εἶδα, ὑπῆρχε πάντα ἕνα προσκυνητάρι, μία μικρὴ ἐκκλησοῦλα, γιὰ νὰ ὑποδεχτῆ τὸν κουρασμένο ταξιδιώτη καὶ νὰ τοῦ κατευθύνει τὴν σκέψη κοντὰ στὸν Θεὸ καὶ νὰ μεταβιβάσει τὶς προσευχές του καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη του στὸν Δημιουργό.
Νὰ μὲ λίγα λόγια ποιὸ εἶναι τὸ θαῦμα, καθὼς βρίσκεται γραμμένο στὸ κορνιζαρισμένο χαρτί:
Σὲ μία ὄχι καὶ τόσο μακρινὴ ἐποχή, πέρασε ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τῶν Ἰβήρων ἕνας κατάκοπος καὶ πεινασμένος ταξιδιώτης. Χτύπησε τὴν πόρτα ποὺ ἦταν κλειστὴ ἀπὸ ὥρα καὶ περίμενε. Κανένας δὲν ἀπάντησε στὸ χτύπημά του. Ξαναχτύπησε καὶ πάλι γιὰ δεύτερη φορά. Καμία ἀπάντησε καὶ τώρα. Ξαναχτύπησε πολλὲς φορὲς τὴν σιδερένια βαρειὰ πόρτα, ὥσπου ἕνα μικρὸ παραπόρτι ἄνοιξε καὶ ξεπρόβαλλε μία ἀγαναχτισμένη καλογερίστικη μορφή, ποὺ βλέποντας τὸν σκονισμένο ξένο ἀγανάχτησε περισσότερο, μιὰ καὶ τοὔχε χαλάσει τὸν μεσημεριάτικο ὕπνο του. Ἀπὸ μία ἄποψη εἶχε ἕνα μικρὸ δίκιο, γιατὶ τὴν προηγούμενη βαρδιὰ εἶχαν ἀγρυπνία στὸ Μοναστήρι καὶ ὅλοι, ἐτούτη τὴν ὥρα βρισκόντουσαν ξαπλωμένοι στὸ σκληρὸ κρεβάτι τους. Ὅλα καλὰ καὶ ἅγια, μὰ ὁ θυμός του ἦταν κάτι παράλογο γι᾿ αὐτὸν ποὺ εἶχε ἀφιερωθῆ στὴν ἀνακούφιση τοῦ πλησίον. Φέρθηκε πολὺ ἄσχημα στὸν δυστυχισμένο ἀνθρωπάκι, ποὺ δὲν τοῦ ζητοῦσε τίποτε ἄλλο, παρὰ μονάχα λίγο ψωμί, γιὰ νὰ χορτάσει τὴν πεῖνά του. Μὲ βάρβαρο τρόπο τὸν ἔδιωξε καὶ τοὔκλεισε κατάμουτρα τὸ παραπόρτι.
Πικραμένος ὁ φτωχὸς στρατοκόπος καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια, τράβηξε ἀπελπισμένος ξανὰ τὸν δρόμο του. Ἀφηρημένος ἀνηφόριζε γιὰ τὶς Καρυές. Πεινασμένος καὶ κατάκοπος καὶ μὲ μάτια θολωμένα ἔφτασε στὴν θέση ποὺ βρίσκεται τὸ προσκυνητάρι. Κάθησε κάτω ἀπὸ τὴν σκιὰ τοῦ γεροπλάτανου καὶ ἔχωσε τὸ κεφάλι του στὰ δύο του χέρια κλαίγοντας σιωπηλά, γιὰ τὴν σκληρότητα τοῦ πορτάρη. Πόση ὥρα εἶχε μείνει ἔτσι κανεὶς δὲν ξέρει. Σὰν ξανάνοιξε τὰ μάτια, βρίσκονταν μπροστά του μία ὡραία γυναῖκα ντυμένη παλαιϊκά. Τρομαγμένος ἀναρωτήθηκε μὴ καὶ ἦταν πλάσμα τῆς θολῆς φαντασίας του ἀπὸ τὴν ἐξάντληση καὶ τὴν πεῖνα. Ἔτριψε δυνατὰ τὰ μάτια του καὶ ξανασήκωσε τὸ κεφάλι. Ἡ ὀπτασία δὲν εἶχε χαθεῖ καὶ ἡ γυναῖκα βρισκόταν ἀκόμη μπροστά του καὶ τὸν κοιτοῦσε μὲ ἕνα γλυκὺ καὶ ἱλαρὸ βλέμμα. Πῆγε νὰ τρελαθῆ. Γνώριζε καλὰ ὅτι στὸ Ἅγιον Ὄρος δὲν ὑπάρχουν γυναῖκες. Πῶς λοιπὸν εἶχε βρεθεῖ ἐκεῖ αὐτὴ ἡ γυναῖκα; Μὴ καὶ ἦταν δημιούργημα τῆς φαντασίας ἢ καὶ αὐταπάτη; Δὲν εἶχε τελειώσει τὴν σκέψη του καὶ ἡ φωνή της ἦρθε νὰ τὸν βγάλει ἀπὸ τὶς ἀμφιβολίες καὶ νὰ τοῦ δώσει τὴν βεβαιότητα ὅτι δὲν ὀνειρεύτηκε.
-Γιατί κλαῖς φτωχὲ διαβάτη;, τὸν ῥώτησε.
Τῆς ἐξιστόρησε τὰ καθέκαστα μὲ τὸν πορτάρη καὶ τῆς μίλησε γιὰ τὴν πεῖνά του καὶ τὴν ἐξάντλησή του. Τότε αὐτὴ φέρνοντας τὸ χέρι της στὸν λαιμό της, ξεκρέμασε ἀπὸ μία ἁλυσίδα ἕνα πολύτιμο νόμισμα. Τὸ πῆρε καὶ τὸ ἔβαλε στὸ χέρι τοῦ φτωχοῦ ἀνθρώπου λέγοντάς του:
-Πάρε αὐτὸ καὶ πήγαινε ξανὰ στὸν πορτάρη. Δεῖξέ του τὸ νόμισμα καὶ πές του νὰ σοῦ δώσει ψωμί.
Μόλις τελείωσε ἀπομακρύνθηκε λίγο καὶ ξαφνικὰ χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια του. Ὁ σκονισμένος καὶ πεινασμένος στρατοκόπος, νιώθοντας τὴν γλυκειὰ ἐπαφὴ τοῦ πολύτιμου νομίσματος στὴν χούφτα του, ποὺ τόσο παράξενα τοῦ δόθηκε, σηκώθηκε καὶ τρικλίζοντας πῆρε τὸν δρόμο τοῦ γυρισμοῦ. Χτύπησε πάλι τὴν πόρτα τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ ὁ πορτάρης πιὸ ἀγριεμένος τοῦ ἄνοιξε ἕτοιμος νὰ τὸν ξαναδιώξει. Πρὶν ἀνοίξει τὸ στόμα του καὶ τὸν βρίσει, ὁ ἄλλος ἄνοιξε τὴν παλάμη του καὶ δείχνοντας τὸ νόμισμα τοῦ παρακάλεσε νὰ τοῦ δώσει ψωμί. Τότε γίνηκε κάτι παράξενο γιὰ τὸν ἁπλοϊκὸ ἀνθρωπάκο. Στὴν στιγμή, ὁ θυμὸς τοῦ πορτάρη ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὰ μάτια του. Τοῦ ἄνοιξε τὴν πόρτα διάπλατα, τὸν ἔβαλε νὰ καθήσει καὶ παίρνοντας τὸ χρυσὸ νόμισμα στὰ χέρια του τὸν παρακάλεσε νὰ μὴν φύγει πρὶν ξαναγυρίσει. Τρομαγμένος ἔτρεξε στοὺς Γέροντες τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ τοὺς ἔδειξε τὸ νόμισμα ποὺ κρατοῦσε. Μόλις τὸ ἀντίκρυσαν ἕνας πανικὸς φτερούγισε στὰ μάτια τους καὶ ῥώτησαν νὰ μάθουν πῶς βρέθηκε τὸ νόμισμα στὰ χέρια του. Ὅλοι νωρίζανε ὅτι αὐτὸ ἦταν κρεμασμένο στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Πορταΐτισσας. Ὁ πορτάρης τρέμοντας τοὺς διηγήθηκε τὰ ὅσα γίνηκαν, ἐνῶ τὰ μάτια του ἦτνα πλημμυρισμένα στὰ δάκρυα μετανοιωμένος γιὰ τὴν σκληρὴ συμπεριφορά του. Σὰν τελειώσε, ὅλοι οἱ Ἰβηρῖτες Προϊστάμενοι πῆγαν στὴν ἐκκλησία καὶ μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Πορταΐτισσας, διαπίστωσαν πὼς ἔλειπε τὸ νόμισμα. Ἦταν αὐτὸ ποὺ κρατοῦσαν στὰ χέρια τους. Τρομοκρατημένοι γονάτισαν μπορστά της καὶ τὴν παρακάλεσαν νὰ τοὺς συγχωρέσει. Καλέσανε ἔπειτα τὸν ξένο καὶ ἔκαναν γνωστὸ σὲ ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς τῆς Μονῆς τὸ θαῦμα. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη δὲν κλείνει πιὰ ἡ πόρτα τὸ μεσημέρι, γιὰ νὰ φιλοξενῆται κάθε ξένος ποὺ θὰ περάσει.
Αὐτὸ εἶναι τὸ προσκυνητάρι ποὺ τώρα ἐμεῖς βρισκόμαστε μέσα, γιὰ νὰ θυμίζει στοὺς πιστοὺς τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ.
Ἀφήσαμε τὸ γραφικὸ ἐκκλησάκι καὶ βρεθήκαμε ξανὰ στὴν ῥάχη τῶν μουλαριῶν μας, παίρνοντας πάλι τὸν ἀνώμαλο δρομάκι. Σὲ λίγο καὶ σὲ μικρὴ ἀπόσταση, πρόβαλαν μπροστά μας τὰ ψηλὰ κτίρια τοῦ Μοναστηριοῦ τῶν Ἰβήρων. Εἶναι ἕνα συγκρότημα χτισμένο ὅπως ὅλα τὰ Μοναστήρια σὲ σχῆμα τετράγωνο., Ἀπὸ μακρυὰ ξεχώριζε ἡ ψηλὴ κορφὴ τοῦ καμπαναριοῦ, πλάϊ στοὺς τρούλους τῆς ἐκκλησίας ποὺ ὑψώνονταν πάνω ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα κτίρια. Εἶπα στὸν φίλο μου νὰ σταθοῦμε λίγο, γιὰ νὰ καμαρώσουμε ἀπὸ μακρυὰ τὸ ὡραῖο αὐτὸ Μοναστήρι. Πραγματικά, θαύμασα τὴν ἁπλὴ ὁμορφιά του καὶ τὸ μεγαλεῖο τοῦ συγκροτήματος.
Σιγοπερπατῶντας, προχωρήσαμε τώρα πεζοὶ γιὰ τὴν πόρτα γιὰ νὰ τιμήσουμε τὴν Παναγία τὴν Πορταΐτισσα, ποὖναι καὶ προστάτισσα τοῦ Μοναστηριοῦ. Περάσαμε τὸ κατώφλι καὶ μπήκαμε σὲ ἕνα φωτεινὸ διάδρομο. Ἐκεῖ μᾶς περίμενε ὁ πορτάρης, ὁ πρῶτος ἀνθρωπος ποὺ συναντήσαμε στὴν διαδρομὴ Καρυὲς-Ἰβήρων. Εἶπαμε τὸ συνηθισμένο: «Εὐλογεῖτε», ποὺ ἔχει ἀντικαταστήσει κάθε χαιρετισμὸ στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ μᾶς ἀπάντησε: «Ὁ Κύριος», δηλαδή, ὁ Κύριος νὰ σᾶς εὐλογήσει, γιατὶ ἐγὼ εἶμαι ἀνάξιος. Μᾶς ῥώτησε καλοκάγαθα ἀπὸ ποῦ ἐρχόμαστε. Τοῦ εἴπαμε. Ζήτησε τὸ διαμονητήριό μου, ποὺ εἶναι ὑποχρεωτικὸ γιὰ κάθε ξένο καὶ ποὺ ἐφοδιάζει ἡ Ἱερὰ Ἐπιστασία κάθε προσκυνητή. Δίχως αὐτὸ δὲν μπορεῖς νὰ μπῆς σὲ κανένα Μοναστήρι. Ἔριξε μία ματιὰ καὶ μοῦ τὸ ξανἆδωσε. Ἔλεγχος ἀνώδυνος σκέφτηκα, ποὺ δὲν ἐνοχλεῖ μὲ πολλὲς διατυπώσεις.
Πρόθυμα ὁ πορτάρης μᾶς ὁδήγησε στὸ ἀρχονταρίκι, στὸν ξενῶνα δηλαδὴ τοῦ Μοναστηριοῦ.
Μπροστά μας ἀνοιγότανε μία εὐρύχωρη αὐλή, ποὺ στὴν μέση της βρισκόταν ἡ ἐκκλησία, τὸ Καθολικὸ ὅπως λένε στὸ Ἅγιον Ὄρους τὸν κυρίως ναό.
Λίγο πιὸ δεξιά, τὸ καμπαναριό, μὲ ἕνα παληὸ κτίριο ποὺ τώρα μένει σχεδὸν ἄχρησο. Εἶναι ἡ Τράπεζα. Κάποτε, ποὺ τὸ Μοναστήρι ἦταν Κοινόβιο, οἱ μοναχοὶ ἔτρωγαν ἀπὸ κοινοῦ, ἐνῶ τώρα εἶναι Ἰδιόῤῥυθμο καὶ καθένας τὸ φαγητό του τὸ φροντίζει μονάχος. Ἐτούτη ἡ Τράπεζα, χρησιμοποιεῖται μία φορὰ τὸν χρόν, στὴν πανήγυρι τοῦ Μοναστηριοῦ.
Φτάνοντας στὸ καμπαναριό, κοντοστάθηκα κοιτάζοντας. Ἀριστερά μας ἀφήσαμε τὴν φιάλη τοῦ ἁγιασμοῦ. Εἶναι ἕνα κτίσμα κυκλικό, ποὺ στὴν μέση του κλείνει μία εὐρύχωρη ἀπὸ μάρμαρο λεκάνη ἁγιασμοῦ, ποὺ γίνεται κάθε πρωτομηνιά. Τὸ μάτι μου ἔπεσε σὲ κάτι ἐπιγραφὲς καὶ χρονολογίες, μὰ ἐπειδὴ ἡ συντροφιά μου εἶχε προχωρήσει ἀρκετά, ἔτρεξα νὰ τοὺς φτάσω, ἀφήνοντας τὴν ἐξέταση γιὰ μία ἄλλη στιγμή. Ἀνεβήκαμε τὰ πέτρινα σκαλοπάτια ποὺ φέρνουν στ᾿ ἀρχονταρίκι. Ἕνας ἀδύνατος καλόγερος ἀπροσδιόριστης ἡλικίας εἶχε σὰν καθῆκον τὴν περιποίηση τῶν ξένων. Μᾶς δέχτηκε μὲ καλωσύνη καὶ χαμόγελο. Στὴν παράδοξη αὐτὴ γωνιὰ τοῦ κόσμου ποὺ λέγεται Ἅγιον Ὄρος, ἡ φιλοξενία εἶναι πατροπαράδοτη καὶ μποροῦμε νὰ ποῦμε ἱερὸς θεσμός.
Σὲ ὅλα τὰ Μοναστήρια βρίσκει κανεὶς τὶς πόρτες ἀνοιχτέες, ἕτοιμες νὰ δεχτοῦν τὸν ξένο καὶ νὰ τὸν ξεκουράσουν. Γιὰ τοὺς μοναχούς, ἡ φιλοξενία εἶναι ἱερὸ καθῆκόν τους, ποὺ οἱ ῥίζες του φτάνουν στὰ χρόνια τῆς ἱδρύσεως τοῦ μοναχισμοῦ καὶ τὸ ἐπιβάλλει ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη μὲ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ : «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» καὶ ἡ διαταγὴ τῶν κτητόρων τῶν Μοναστηριῶν, ποὺ τὴν ἐκτελοῦν μὲ προθυμία καὶ ἀνιδιοτέλεια παντοῦ, σὰν ἐλάχιστη προσφορὰ εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Θεόν.
Στοὺς τοίχους τοῦ σαλονιοῦ, εἴδαμε κρεμασμένες εἰκόνες καὶ ἐλαιογραφίες τῶν Τσάρων τῆς Ῥωσσίας, ποὺ στάθηκαν μεγάλοι εὐεργέτες τοῦ Μοναστηριοῦ, ὅπως μοῦ ἐξήγησε ὁ συνοδός μου. Ἀνάμεσα σὲ αὐτὲς κυριαρχεῖ ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας μὲ διάφορους Ἁγίους στὶς γωνίες της.
Ὁ ἀρχοντάρης ἀπομακρύνθηκε ἀφήνοντάς μας μόνους καὶ ξαναγύρισε σὲ λίγο κρατῶντας ἕναν δίσκο στὰ χέρια. Ἦταν τὸ συνηθισμένο κέρασμα τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Λουκούμι, τσίπουρο καὶ ὁ ἀπαραίτητος καφὲς μὲ ἕνα ποτήρι δροσερὸ νερό, ποὺ τρέχει ἄφθονο ἀπὸ τὶς πηγὲς τοῦ Ἄθωνα.
Ὥσπου νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία, ξεκουράσαμε γιὰ λίγο τὸ κορμί μας καὶ τὰ πόδια μας καθισμένοι σὲ ἕναν καναπέ. Ἡ μουλαροδρομία ἀπὸ τὶς Καρυές, μᾶς εἶχε κουράσει. Ὁ φίλος μου, ὡς ἀντιπρόσωπος καὶ ἐπιστάτης ποὺ ἦταν στὴν Ἱερὰ Κοινότητα, εἶχε φροντίσει γιὰ ὅλα καὶ πρῶτα βέβαια γιὰ τὸ προσκύνημα τῶν ἁγίων λειψάνων.
Πέρασε λίγη ὥρα ὥσπου νὰ μᾶς παραγγείλουν ὅτι ὅλα ἦταν ἕτοιμα καὶ ὅτι μπορούσαμε νὰ προσκυνήσουμε στὴν ἐκκλησία.
Κατεβήκαμε ξανὰ τὰ πέτρινα σκαλοπάτια. Στὴν εἴσοδο τῆς ἐκκλησίας μᾶς περίμενε ἕνα καλογέρι γιὰ νὰ μᾶς ξεναγήσει.
Μᾶς ἔμπασε στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ἐκκλησίας καὶ ἄρχισε σὲ γενικὲς γραμμὲς νὰ μᾶς μιλάει γιὰ τὴν ἱστορία τῆς θρησκείας μας ἀπὸ τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου ὡς τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ὅπως τὴν εἰκονίζανε οἱ ἁγιογραφίες ποὺ βρίσκονταν ὁλοτρόγυρα. Εἰκονογράφησις νέας τέχνης ποὺ ἡ ἀξία της βασίζεται κυρίως στὸ ὅτι σὲ διδάσκει μὲ χειροπιαστὰ καὶ ὀπτικὰ μέσα στὴν θρησκεία μας, γιὰ νὰ χαρακτῆ βαθειὰ μέσα στὴν ψυχή σου καὶ νὰ μείνει γιὰ πάντα. Τὸ καλογέρι ἄνοιξε τὴν πόρτα καὶ μᾶς πέρασε σὲ ἕνα κατασκότεινο νάρθηκα, τὸν Πρόναο. Ἀκολουθώντας τον προχωρήσαμε στὸν δεύτερο, ποὺ φωτιζότανε κάπως καλύτερα καὶ ὕστερα πρόβαλλε στὰ μάτια μας μεγαλοπρεπὲς τὸ ἐσωτερικὸ τῆς ἐκκλησίας, ἐπιβλητικὸ στὴν μέση τῆς ἐκκλησίας.
Εὐρύχωρος ναός, στολισμένος ἀπὸ πολλὰ παράθυρα καὶ ποὺ στεγάζεται μὲ πέντε τρούλους. Τὸ δάπεδό του εἶναι στρωμένο μὲ πολύχρωμα μάρμαρα. Εἶναι ἀπὸ τὰ καλύτερα καὶ ἀρχαιότερα δείγματα στὸ εἶδός του. Στὸ κέντρο τοῦ ναοῦ καὶ κάτω ἀπὸ τὸν μεσαῖο τροῦλο, κρέμεται ἕνας ὀχτάγωνος πολυέλαιος, πρᾶγμα ποὺ ὑπάρχει σὲ ὅλα γενικὰ τὰ Καθολικὰ τῶν Μοναστηριῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Κάναμε μερικὰ βήματα καὶ στὸν ἀριστερὸ θρόνο μπροστά μας, τράβηξε τὴν προσοχή μας μία λεμονιά. Πλησιάσαμε. Εἶναι μία ἀργυρὴ ἑπτάφωτη λυχνία σὲ σχέδιο λεμονιᾶς, ἔργο ἀριστουργηματικὸ καὶ δῶρο σταλμένο ἀπὸ τὴν Μόσχα καθὼς μᾶς εἶπαν. Στὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ὅταν ζητήθηκε ἡ οἰκονομικὴ ἐνίσχυση τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, ὅλα τὰ Μοναστήρια πρόσφεραν ὅτι μπόρεσαν τὸ καθένα καὶ ἡ Μονὴ Ἰβήρων σὰν πολύτιμη προσφρά της ἔστειλε αὐτὴν τὴν λεμονιά. Οἱ τῆς Ἐπανάστασης ὅμως δὲν δέχτηκαν νὰ λυωθῆ σὰν ἀσήμι, κρατήθηκε ὡς τὸ τέλος τοῦ ἀγῶνα στὴν ὕδρα καὶ στάλθηκε πίσω στὸ Μοναστήρι μαζὶ μὲ ἄλλα κειμήλια. Κάναμε τὸν γύω τῆς ἐκκλησίας, βλέποντας τὶς νέες μὰ ἐξαίρετης τέχνης ἁγιογραφίες καὶ πλησιάσαμε στὸ Τέμπλο. Σπάνιο ἔργο τέχνης, ψηλὸ καὶ ψιλοδουλεμένο καὶ ἐπιχρυσωμένο ἀπὸ πάνω ἕως κάτω. Βγαίνοντας, γιὰ μία ἀκόμα φορὰ στάθηκα νὰ θαυμάσω τὸν κεντρικὸ τροῦλο μὲ τὴν ἐπιβλητικὴ μορφὴ τοῦ Παντοκράτορα ποὺ δέσποζε σὲ ὅλο τὸν ναό.
Περάσαμε πάλι τὸν πρῶτο νάρθηκα καὶ ἀπὸ μία πλαϊνὴ πόρτα, ὁ νεαρὸς συνοδός μας μᾶς ἔμπασε στὸ σκευοφυλάκιο. Ἄνοιξε ἕνα ντουλαπάκι καὶ μᾶς ἔδειξε ἕνα τεράστιο Εὐαγγέλιο μὲ ἀσημένιο κάλυμα, βάρους εἰκοσιτεσσάρων ὀκάδων, δῶρο τοῦ Μεγάλου Πέτρου τῆς Ῥωσσίας. Τὸ χρησιμοποιοῦν μία φορὰ τὸν χρόνο στὴν ἑορτὴ τῆς Πανηγύρεως καὶ τὸ βαστάνε κατὰ τὴν ἀνάγνωση δύο ἱεροδιάκονοι. Μᾶς ἔδειξε καὶ ἄλλα πολλά, μὰ ποῦ νὰ τὰ θυμᾶσαι; Ἔπειτα, ἄνοιξε ἕνα δεύτερο ντουλάπι καὶ τράβηξε ἀπὸ μέσα μερικὰ χρυσοκέντητα ὑφαντὰ τόσο τέλειας τέχνης, ὥστε νὰ μὴν πιστεύεις ἂν εἶναι ἔργα χεριοῦ ἢ ὄχι. Μᾶς ἔδειξε ἀκόμα κηροπήγια χρυσὰ καὶ ἀσημένια καὶ ἄλλα πολλὰ πράγματα ποὺ κουραστήκαμε νὰ βλέπουμε καὶ φύγαμε ἱκανοποιημένοι μὲ ἀνάκατες ἐντυπώσεις καὶ θολωμένο μυαλό.
Ἀπὸ τὴν ἐκκλησίας μᾶς πῆγαν στὴν Βιβλιοθήκη. Ὁ βιβλιοθηκάριος, ἕνας γηραλέος μοναχός, μᾶς παράλαβε. Μᾶς ἔδειξε σπάνια χειρόγραφα καὶ ἀκόμα πιὸ σπάνια ἀρχέτυπα σὲ ἐκδόσεις τῆς Βενετίας. Βιτρίνες καθιστές, ντουλάπες μικρὲς καὶ μεγάλες μὲ βιβλία φθαρμένα ἐξωτερικὰ ἀπὸ τὰ πολλὰ χρόνια ποὺ πέρασαν. Ψαλτήρια, εἰλητάρια μὲ λειτουργίες καὶ τόσα ἄλλα, ποὺ σὲ θαμπώνουνε μὲ τὸ πλοῦτο τῆς διακόσμησής τους. Πραγματικὰ μένεις μὲ στόμα ἀνοιχτὸ ἀπὸ θαυμασμό. Ὁ βιβλιοθηκάριος μᾶς ἐξηγοῦσε τὸ κάθε τί. Ὅπως κατάλαβα ἦταν μεγάλης μορφώσεως καὶ ἐξυπνότατος, μὰ προπαντὸς φιλόσοφος. Φιλοσοφεῖ τὴν ζωὴ καὶ πιὸ πολὺ τὴν μοναχική. Ὅταν μιλάει, διακρίνεις πάνω σ᾿ αὐτὸν διάχυτη τὴν πίκρα καὶ τὴν περιφρόνηση γιὰ τὰ ἐγκόσμια. Εἶναι ἕνα συναίσθημα ποὺ τὸν κάνει περισσότερο ἄγγελο παρὰ ἄνθρωπο. Ὁ ἴδιος ἔτσι ἁπλὰ ντυμένος, δείχνει πολὺ λίγο τὶς γνώσεις του καὶ τὸ ἤρεμο ὕφος του, σοῦ δημιουργοῦν τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ ἀνοίξει τὸ στόμα του, τὸν ἀκοῦς τόσο μαγεμένος, αἰχμαλωτισμένος μπορεῖς νὰ πῆς ἀπὸ τὸ λέγειν του. Μπερδεύεσαι μὴ γνωρίζοντας ἂν θὰ πρέπει νὰ θαυμάσεις τὰ σπάνια χειρόγραφα καὶ τὰ ἀρχέτυπα τῆς Βιβλιοθήκης ἢ αὐτὸν τὸν ἴδιο μὲε τὴν φιλοσοφίαν του καὶ τὸν ἀσκητισμόν του. Εἶναι μία ἀπὸ τὶς κορυφαῖες μορφὲς τῶν Ἁγιορειτῶν, μία φυσογνωμία ποὺ θεληματικὰ ἔμεινε στὴν ἀφάνεια, γιὰ νὰ κερδίσει ἔτσι τὴν αἰώνια δόξα, τὴν δόξα τοῦ ἁγίου ποὺ ὑπόσχεται ὁ Θεὸς στοὺς ἐκλεκτούς του. Πολλὲς προτάσεις τοὔγιναν γιὰ ἀνώτερα ἀξιώματα ἀντάξια τῆς ἱκανότητός του, ὅπους μοὖλεγε ὁ συνοδός μου, μὰ αὐτὸς δὲν τὰ δέχτηκε, καὶ τὰ ἀπόῤῥιψε σὰν κάτι περιττό, γιατὶ πίστεψε, πῶς θὰ τὸν ἔβγαζαν ἀπὸ τὸν προορισμό του, δηλαδὴ τὴν ἐπίτευξη τῆς μέλλουσας αἰώνιας μακαριότητος καὶ εὐδαιμονίας.
Ῥώτησα διακριτικὰ τὸν φίλο μου, ἂν ὑπάρχουν στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἄλλοι μοναχοί, σὰν καὶ αὐτόν. Κούνησε τὸ κεφάλι του μὲ ἀμφιβολία καὶ μοῦ ἐξέθεσε τὴν πραγματικὴ κατάσταση ποὺ ἐπικρατεῖ στὸν Τόπο αὐτόν.
-Ἡ σημερινὴ ἐποχὴ γιὰ μᾶς σὲ ὁλόκληρο τὸ Ἅγιον Ὄρος, εἶναι ἄσχημη. Πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἡ κάθε γωνιά του ἦταν γεμάτη ἀπὸ μοναχοὺς καὶ παντοῦ ἀντηχοῦσαν ψαλμωδίες ποὺ ἀπευθυνόντουσαν πρὸς τὸν Κύριον. Σήμερα ὅμως καὶ στὴν δική μας ἐποχή, ποὺ ἐπικρατοῦν οἱ ἀντιλήψεις τοῦ ὑλισμοῦ καὶ τῶν κοσμικῶν ἀπολαύσεων, τὸ Ἅγιον Ὄρος ὑποφέρει ἀπὸ τὴν ἐγκατάλειψη. Λίγοι, πολὺ λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔρχονται νὰ ἀσπασθοῦν τὸν μοναχισμὸ καὶ τὴν δύσκολη ζωή μας. Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἀγωνισταί, οἱ σπάνιοι ἄνθρωποι, οἱ ἀφιερωμένοι στὸν Θεό. Μὰ ἔχουμε τὴν βεβαιότητα καὶ τὴν ἐλπίδα, ὅτι ἡ σημερινὴ κατάστασις εἶναι μία κρίσις καὶ ὅτι ὅταν τὰ ἐνδιαφέροντα τοῦ ἀνθρώπου θὰ γίνουν περισσότερο πνευματικὰ καὶ ἐξωγήϊνα, ἡ κρίσις θὰ περάσει. Στὴν μακρόχρονη ἱστορία του τὸ Ἅγιον Ὄρος πέρασε πολλὲς τέτοιες κρίσεις, μὰ πάντοτε μπόρεσε νὰ ἐπιζήσει. Στὴν Τουρκοκρατία, στάθηκε δυνατὸ καὶ ὕψωσε τὸ ἀνάστημά του. Κρατήθηκε γερὰ μὲ τὸ καρυοφύλλι στὸ χέρι, χωρὶς νὰ ἀφήσει νὰ χαθοῦν τὰ ἰδανικά του. Ἔχουμε τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν βεβαιότητα, πὼς καὶ σήμερα θὰ περάσει τὴν κρίση καὶ τὶς δοκιμασίες. Πέρασε πολλὲς συμφορὲς τὸ Ἅγιον Ὄρος, μὰ ἀπὸ ὅλες βγῆκε σῶο, σὰν τὸ χρυσάφι ἀπὸ τὴν φωτιά, γιατὶ τὰ ἰδανικά του ἦταν πάντα ἀληθινά, καὶ ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ δὲν τὸ ἄφησε νὰ σβήσει.
Ἡ Παναγία, ποὺ καυχώμεθα ὅτι τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι τὸ Περιβόλι Της, δὲν τὸ ἐγκατέλειψε. Τὸ προστάτεψε ἀπὸ ὅλους τοὺς κινδύνους, τὸ διαφύλαξε καὶ τὸ ἀνέδειξε πιὸ δυνατὸ ὕστερα ἀπὸ κάθε μπόρα, γι᾿ αὐτὸ καὶ σήμερα ἔχουμε τὴν ἐλπίδα μας σὲ Αὐτὴν καὶ ὅτι οἱ ἄσχημοι καιροὶ θὰ περάσουν καὶ ὕστερα ἀπὸ αὐτοὺς θὰ πάρει καὶ πάλι τὸ Ἅγιον Ὄρος τὴν θέση του στὸν κόσμο, τὴν θέση ποὺ τοῦ ἀνήκει ἀνάμεσα στοὺς Ὀρθοδόξους.
Πίστεψα τὸν φίλο μου καὶ στὴν δική του παράκληση, πρόσθεσα ὁλόψυχα καὶ τὴν δική του. Εὐχήθηκα μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ καὶ μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς μου νὰ ἔρθουν ὅλα βολικὰ καὶ νὰ μπορέσει τὸ Ἅγιον Ὄρος νὰ ξαναβρῆ τὴν παληά του αἴγλη, ἔστω καὶ μὲ λίγα ἀναπότρεπτα ἴχνη ἐρημώσεως στὰ διάφορα μικρὰ ἐρημητήριά του.
Πόση εὐγνωμοσύνη χρωστᾶμε ἀλήθεια στοὺς ἀφανεῖς αὐτοὺς ἀγωνιστές.
Μπόρεσαν, ἀνάμεσα στὶς συμφορὲς καὶ στὶς καταστροφὲς τῆς πατρίδας μας νὰ διαφυλάξουνε τὴν ἑλληνικότητα καὶ τὴν πλούσια παρακαταθήκη ποὺ ἄφησαν οἱ πατέρες μας. Τετρακόσια ὁλόκληρα χρόνια φυλάξανε μὲ ἡρωϊσμὸ καὶ αὐταπάρνηση τὶς ἑλληνικὲς παραδόσεις καὶ τὴν Ἑλληνικὴ Παιδεία καὶ γλῶσσα. Ἡ ἐθνικὴ δρᾶσις τῶν ἁγιορειτῶν διαγράφεται ξεκάθαρη ἀπὸ τοὺς χρόνους τῆς ἁλώσεως, ἀπὸ τὸ 1368-1453.
Οἱ Ἁγιορεῖτες μοναχοί, μὲ φωτισμένη τὴν διάνοια, ποὺ ἀποκτοῦσαν μὲ τὴν ἀφοσιωμένη στὸν Θεὸ προσευχή τους, μὲ ὅλες τὶς κρίσιμες περιστάσεις ποὺ περνοῦσε ὁ ἱερὸς Τόπος ἀπὸ τὶς ἀκατάπαυστες ἐπιδρομές, κατόρθωναν μὲ τὴν θαυματουργικὴ ἐπέμβαση τῆς Θείας Προνοίας, νὰ τραβήξουν τὴν συμπάθεια, τὸν σεβασμό, ἀλλὰ καὶ τὴν προστασία τῶν βαρβάρων κατακτητῶν. Ἔβλεπε κανεὶς φανερὰ πιά, τὴν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, γιατὶ σὲ στιγμὲς ποὺ ὅλο τὸ Κράτος εἶχε σβήσει, τὸ Ἅγιον Ὄρος, θεία οἰκονομία μὲ τὴν πρεσβεία καὶ προστασία τῆς ὑψηλῆς αὐτοῦ Ἐφόρου Κυρίας ἡμῶν Θεοτόκου, ὠφελήθηκε μὲ πλεῖστα εὐεργετικὰ προνόμια ποὺ ἀναγνωρίστηκαν ἔπειτα ἀπὸ τοὺς Σουλτάνους Μουρὰτ καὶ τὸν Μωάμεθ τὸν Πορθητή, μὲ τὰ ὁποῖα ἐξασφαλίστηκε καὶ τὸ αὐτοδιοίκητον καὶ τὸ αὐτόνομον καθεστὼς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Διατηρήθηκε δὲ ἡ κυριότητα τῶν ὑπὸ τὴν δικαιοδοσίαν τῶν Μοναστηριῶν κατεχομένων κτημάτων, χωρὶς ὑποχρέωση νὰ δίνουν τὰ Μοναστήρια κάθε δόσιμον ἢ τελωνειακὸ δασμό, γιὰ τὰ εἰσαγόμενα ἢ ἐξαγόμενα προϊόντα.
Τὰ εὐεργετήματα ὅμως αὐτά, δὲν ἀπολάμβαναν οἱ Ἁγιορεῖται μονάχα γιὰ ὄφελός τους, μὰ αὔξησαν τὸ πνεῦμα ἐκμεταλλευθέντες τὴν ὕλην. Γιατὶ βάσει τοῦ προνομιακοῦ καθεστῶτος, οἱ Ἁγιορεῖται βρῆκαν τὴν εὐκαιρία νὰ κινητοποιήσουν τὶς πνευματικὲς δυνάμεις του καὶ νὰ ἀναδείξουν τὸν Ἄθωνα κέντρο πνευματικῆς καὶ ἐθνικῆς σημασίας, ὅπως καὶ φορέα τῶν γραμμάτων καὶ τῆς τέχνης καὶ νὰ καταστήσουν ἀργότερα τὸν ἱερὸ Τόπο ἄγγελο καὶ λιμάνι τῶν κατατρεγμένων, φιλόξενη δὲ στέγη μαρτυρικῆς ἐξορίας καὶ θριάμβου μεγάλων ἱεραρχῶν.
Ἦταν δὲ θαυμαστὸ καὶ μόνο διὰ τῆς πίστεως στὸν Θεό, ἐξηγούμενον τὸ ὅτι, ἐνῶ ἦταν μέγας διώκτης τῶν χριστιανῶν ὁ Σουλτὰν Σελὴμ ὁ Α´ (1514-1519) ἀναδείχτηκε εὐεργέτης καὶ κτήτωρ καὶ ἀνακαιστιστὴς τῆς καταστραφείσης ἀπὸ πυρκαϊὰ Μονῆς τοῦ Ξηροποτάμου. Αὐτὸ φαίνεται στὸν ἀπὸ τὸν ἴδιο Σουλτάνο ἐκδοθέντα γιὰ τὴν Μονὴ ὁρισμὸ «Χάτι Σερίφ», ποὺ ἀναφέρει ὅτι: «Ἐνῶ εἰς τὴν Αἴγυπτον μετὰ τὴν κατάκτησιν αὐτῆς, τεσσαράκοντα μεγαλόσωμα παλληκάρια, δηλαδὴ οἱ Ἅγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, ἐπ᾿ ὀνόματι τῶν ὁποίων τιμᾶται ἡ Μονὴ Ξηροποτάμου, τὰ ὁποῖα ἐκινοῦντο εἰς τὸν ἀέρα σὰν ἄγγελοι, τὸν ἐβεβαίωσαν ὅτι αὐτοὶ ἦσαν ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἐβοήθησαν νὰ συντρίψει τοὺς ἐχθρούς του. Τοῦ γνώρισαν δέ, ὅτι ἂν ἤθελε, θὰ δεχόντουσαν σὰν ἀμοιβή τους ἀπὸ αὐτόν, ὅπως χορηγήσει στοὺς μοναχοὺς θὰ θὰ ἐρχόντουσαν τὴν ἄλλη μέρα, ὄχι μονάχα ἄδεια νὰ ἀνοικοδομήσουνε τὸ σπίτι ποὺ βρισκόντουσαν τὰ λείχανα τους, ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς ἐφοδιάσει μὲ βασιλικὲς φιλοδωρίες». Τὸ ἴδιο ὅραμα εἶδαν καὶ οἱ ἐπιτελεῖς τοῦ Σελήμ. Τὴν ἄλλη μέρα φθάσανε καὶ οἱ μοναχοὶ τοῦ Ξηροποτάμου. Ἡ ἀγριότητά του τότε, μεταβλήθηκε σὲ εὐγνωμοσύνη καὶ εὐχαριστία, θεωρώντας ὑποχρέωση του νὰ ἐκδώσει τὸν σπουδαῖο αὐτὸν ὁρισμό.
Ἕνας Κοσμᾶς Αἰτωλός, καλόγερος ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τοῦ Φιλοθέου καὶ ἕνας Εὐγένιος Βούλγαρης, σχολάρχης τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς, καὶ ἄλλοι πολοὶ ἥρωες καλόγεροι, πρόσφεραν μὲ θυσίες καὶ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους τὶς ταπεινὲς ὑπηρεσίες τους. Ὁ σπόρος ποὺ ἔσπειρε ὁ Πατρο-Κοσμᾶς, γυρνῶντας ὅλη τὴν Ἑλλάδα, καρποφόρησε. Ὁ ξεσηκωμὸς τοῦ 1821 κατὰ ἕνα μεγάλο μέρος, ἦταν δικό του ἔργο, γιὰ τὸ ὁποῖο σήμερα τὸν εὐγνωμονοῦμε ὅλοι οἱ νεώτεροι Ἕλληνες.
Οἱ αρχηγοὶ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως στὴν περιφέρεια τῆς Χαλκιδικῆς, Ἐμμανουὴλ Παπᾶς καὶ καπετὰν Ῥήγας καὶ ὁ στρατηγὸς Καρατάσος, βρῆκαν ἄξιους συμπαραστάτες τους τοὺς Ἁγιορείτες Πατέρες εἰς τὴν ὑπόθεσιν τοῦ ἱεροῦ πολέμου.
Ὕστερα ἀπὸ τὴν Βιβλιοθήκη, ἐπισκεφθήκαμε ἕνα ἄλλο παρεκκλήσι κοντὰ στὸ Καθολικό. Εἶναι τὸ παρεκκλήσι τῆς Παναγίας τῆς Πορταΐτισσας. Μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ παρεκκλήσι βρίσκεται ἡ θαυματουργικὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας, μία εἰκόνα γεμάτη ἀφιερώματα, δεῖγμα τῶν πολλῶν θαυμάτων Της. Βλέπεις κρεμασμένα δακτυλίδια, ῥολόγια, φλουριὰ χρυσά, καὶ τόσα ἄλλα. Ἡ εἰκόνα στὸ ἐσωτερικό της καὶ κάτω ἀπὸ τὸ χρυσὸ πουκάμισο ποὺ τὴν περικλείνει, εἶναι σχεδὸν σβησμένη ἀπὸ τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων. Ὅταν τὴν πλησιάσεις, νιώθεις ἕνα παράξενο συναίσθημα συστολῆς, ἀνάκατο μὲ τὸν φόβο. Νιώθεις τὴν ἐπίδραση τοῦ ἐξωανθρωπίνου καὶ τοῦ ἀΰλου, ποὺ ξεπερνάει τὰ ὅρια τῆς λογικῆς μας. Μπήκαμε στὸ παρεκκλήσι βυθισμένοι στὶς σκέψεις μας καὶ στὰ παράξενα συναισθήματά μας. Γονατίσαμε μπροστὰ στὴν Παναγία μὲ εὐλάβεια καὶ ἀσπασθήκαμε τὰ πόδια Της. Κάναμε μία παράκληση καὶ προσευχηθήκαμε μὲ κατάνυξη νὰ μᾶς βοηθήσει. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ καθὼς λέει ἡ παράδοσις ἦρθε ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, σὲ μία πολὺ μακρινὴ ἐποχή. Εἶναι μεγάλη ἡ ἱστορία τῆς εἰκόνας αὐτῆς. Ἴσως κάποτε ἀσχοληθοῦμε μ᾿αὐτήν.
Ἀνάμεσα σὲ τόσα ἄλλα ποὺ μᾶς δείξανε, ἦταν καὶ ὁ Σάκκος τοῦ Πατριάρχη Ἐθνομάρτυρα Γρηγορίου τοῦ Ε´, ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας ἀναγνωρίζει ὡς Ἅγιον. Ὁ Πατριάρχης αὐτὸς μόνασε πολλὰ χρόνια στὸ Μοναστήρι τῶν Ἰβήρων, σὰν ἁπλὸς ἀσκητής, ὅταν ἡ Τουρκικὴ Κυβέρνησις τὸν εἶχε ἐξορίσει γιὰ τὴν ἐθνική του δράση. Στὸ Μοναστήρι τῶν Ἰβήρων καὶ γενικώτερα στὸ Ἅγιον Ὄρος, γνώρισε καὶ μυήθηκε στὰ μυστικὰ τῆς Φιλικῆς Ἐταιρείας. Ἐδῶ ἔμαθε γιὰ τὸν ἀγῶνα ποὺ ἦταν ἕτοιμος νὰ ξεσπάσει.
Ἀκόμα ἕνα κειμήλιο μοῦ ἔκανε ἐντύπωση. Εἶναι ὁ Σάκκος τοῦ Αὐτοκράτορα Ἰωάννου τοῦ Τσιμισκῆ. ἕνα ἔργο σπάνιας τέχνης, δεῖγμα φυσικὰ τῆς ἐποχῆς του. Εἶναι κεντημένος ὁλόκληρα μὲ πολύτιμα πετράδια. Τὸν θαυμάζεις γιατὶ εἶναι πραγματικὰ ἕνα ἔργο ἀξεπέραστης τέχνης.
Κουρασμένοι ἀπὸ τὴν πολύωρη ἐπίσκεψη στὰ κειμήλια τοῦ Μοναστηριοῦ, ξαναγυρίσαμε στὸ Ἀρχονταρίκι. Ὁ πάντοτε εὐγενικὸς ἀρχοντάρης μᾶς ὑποδέχτηκε μὲ χαμόγελο, σίγουρος ὅτι θὰ μείναμε εὐχαριστημένοι ἀπὸ ὅ,τι εἴδαμε καὶ ἀκούσαμε. Μᾶς ἔμπασε στὴν τραπεζαρία καὶ μᾶς σερβίρισε τὸ φαγητό, ποὺ εἶχε γιὰ μᾶς. φάγαμε σιωπηλοί.
Ὥρα γιὰ ὕπνο τώρα. Τὰ δωμάτιά μας ἦταν φωτεινά, καὶ βλέπανε σὲ ἕνα περιβόλι μὲ φόντο μία καταπράσινη πλαγιά. Ξάπλωσα καὶ μὲ πῆρε ἀμέσως ὁ ὕπνος. Στὸς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα ξύπνησα ἀπὸ τὸν κρότου τοῦ ξυλοσήμαντρου καὶ τῆς καμπάνας. Ἔστριψα τὸ βλέμμα μου στὸν φίλο μου, ποὺ ἦταν καὶ αὐτὸς ξαπλωμένος στὸ διπλανὸ κρεβάτι.
-Εἶναι ὁ ἑσπερινός, μοῦ ἐξήγησε, ἡ μεταμεσημβρινὴ προσευχή. Σὲ ὅλα τὰ Μοναστήρια τὴν ὥρα αὐτὴ μαζεύονται ὅλοι γιὰ νὰ προσευχηθοῦν.
-Ἐμεῖς θὰ πᾶμε;
-Ὄχι, σὲ λίγο θὰ φύγουμε. Ἀπόψε θὰ μείνουμε σὲ ἕνα ἐρημικὸ μέρος, στὸ σπίτι ἑνὸς γέρου μοναχοῦ φίλου μου. Πρέπει νὰ γνωρίσεις καὶ ἐσὺ πῶς ζοῦν οἱ μοναχοὶ στὰ ἐρημητήριά τους. Ἡ ζωή τους δὲν μοιάζει ἀκριβῶς μὲ τὴν ζωὴ τῶν καλογήρων ποὺ ζοῦν στὰ Μοναστήρια. Ἐκεῖ ζοῦν διαφορετικά. Ζοῦνε μονάχοι μέσα στὴν ἀφάνεια, χωρὶς νὰ ἔχουν τὴν εὐτυχία νὰ βρίσκεται κάποιος, ποὺ σὲ δύσκολες στιγμὲς νὰ τοὺς ἀκούσει, νὰ τοὺς παρηγορήσει καὶ νὰ τοὺς τονώσει.
-Καὶ δὲν θὰ φτάσουμε ἀργά;
Μοῦ χαμογέλασε ὁ Πατὴρ Εὐθύμιος.
-Εἶναι κάτι ποὺ δὲν θὰ μᾶς ἐμποδίσει. Τὰ ἐρημητήρια δὲν ἔχουν βαρειὲς σιδερένιες πόρτες γιὰ νὰ κλείσουν. Οἱ ἐρημῖτες αὐτοὶ δέχονται μὲ χαρὰ κάθε ξένο ποὺ ἔρχεται νὰ σπάσει τὴν μονοτονία τῆς καθημερινῆς ζωῆς του, χαρίζοντας σὲ αὐτοὺς λίγη συντροφιά.
-Τότε ἂς κάνουμε γρήγορα, ἔστω καὶ ἂν δὲν κλείσουν οἱ πόρτες ὥσπου νὰ φθάσουμε.
Ἑτοιμαστήκαμε καὶ ἤπιαμε τὸν καφὲ ποὺ μᾶς εἶχε ἕτοιμο ὁ καλὸς ἀρχοντάρης. Ἀφοῦ τελειώσαμε, ἀποχαιρετήσαμε τὸν καλόγερο ποὺ μᾶς περιποιήθηκε καὶ βγήκαμε ἔξω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι.
Στὴν πόρτα καὶ λίγο πιὸ κάτω, μᾶς περίμενε ὁ Ἠλίας κρατῶντας ὅπως πάντα τὰ γκέμια τῶν μουλαριῶν. Ἀνεβήκαμε στὴν ῥάχη τους καὶ σὲ λίγο βρισκόμαστε σὲ ἕνα παραθαλάσσιο μονοπάτι, ἀνάμεσα σὲ φουντωτοὺς θάμνους. Προχωρούσαμε καμαρώνοντας τὴν θάλασσα ἐτούτη τὴν βραδινὴ ὥρα. Ἐρημιὰ βασίλευε παντοῦ. Κανένας περαστικὸς στὸν δρόμο. Μονάχα τὰ κελαηδήματα μᾶς συνοδεύανε στὸ βραδινό μας περίπατο, καθὼς τὰ ῥυθμικὰ βήματα τῶν μουλαριῶν ἀκουγόντουσαν πάνω στὶς πέτρες καὶ τὰ χαλίκια. Προχωρούσαμε ἔτσι κάπου μία ὥρα, χωρὶς νὰ ἀντικρύσουμε οὔτε σπίτι οὔτε καλύβι, κάτι ποὺ νὰ μᾶς δείχνει ὅτι στὸν τόπο αὐτὸ ὑπάρχει ζωή. Ξαφνικά, πίσω ἀπὸ ἕνα λοφάκι, ξεπρόβαλε μεγαλόπρεπος ἕνας τεράστιος πύργος. Οἱ τελευταῖες ἀκτίνες τοῦ ἥλιου ποὺ ἔσβηνε πίσω ἀπὸ τὶς χαμηλὲς κορυφὲς τῶν λόφων, τοῦ δίνανε μία παράξενη ὀμορφιά.
-Ποιό Μοναστήρι εἶναι αὐτό;, ῥώτησα.
-Δὲν εἶναι Μοναστήρι, ὅπως μοῦ ἐξήγησε ὁ φίλος μου. Εἶναι ἕνας παληὸς πύργος ποὺ ἀνήκει στὸ Μοναστήρι τοῦ Κουτλουμουσίου. Κατὰ τὴν παράδοση, στὰ παληὰ χρόνια, ἐδῶ ἦταν χτισμένο τὸ Μοναστήρι. Καταστράφηκε ὅμως ἀπὸ τοὺς πειρατάς. Οἱ μοναχοὶ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, γιὰ νὰ γλιτώσουν μιὰ γιὰ πάντα ἀπὸ τὶς ἐπιδρομές τους, ζήτησαν ἀλλοῦ καταφύγιο καὶ βρῆκαν σὰν τὴν πιὸ κατάλληλη θέση τὴν περιφέρεια τῶν Καρυῶν, ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται τὸ σημερινὸ Μοναστήρι. Ἔτσι, τὸν 11ο αἰῶνα χτίστηκε τὸ Κουτλουμούσι, ποὺ σοῦ μίλησα γιὰ αὐτὸ στὶς Καρυές. Ὁ πύργος αὐτὸς εἶναι σὰν τοὺς ἄλλους ποὺ συναντᾶς σὲ κάθε Μοναστήρι. Χρειάστηκε καὶ αὐτὸς γιὰ τὴν ἴδια δουλειά. Νὰ σπάζει τὴν ὁρμὴ τῶν πειρατῶν καὶ νὰ προστατεύει τὸ Μοναστήρι. Στοὺς τοίχους εἶναι ἀνοιγμένες πολεμίστρες. Ἀπὸ αὐτὲς οἱ καλόγεροι πολεμοῦσαν προστατευμένοι ἀπὸ τὸ πάχος τῶν τοίχων. Καυτὸ λάδι καὶ μεγάλες πέτρες ποὺ τἂ ἔῤῥιχναν ἀπὸ τὸ ὕψος του, ἦταν τὰ μόνα τους ἀμυντικὰ ὅπλα καὶ μὲ αὐτὰ μπόρεσαν πολλὲς φορὲς νὰ ἀποκρούσουν τοὺς βαρβάρους ὅταν καμία φορὰ ἡ δύναμή τους δὲν ἦταν πολὺ μεγάλη.
Μὲ τέτοιους ἀγωνιστὰς καὶ μὲ τέτοιες θυσίες, κρατήθηκαν καὶ φυλάχθηκαν τὰ κειμήλια καὶ οἱ θησαυροὶ τῶν Μοναστηριῶν. Ἀγῶνες σκληροὶ ἔγιναν σὲ αὐτὸ τὸν τόπο. Δὲν ἦταν μονάχα ἀγῶνες γιὰ νὰ σώσουν τὴν ζωή τους, μὰ ἀγῶνες νὰ διαφυλαχθοῦν τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια, καθὼς καὶ τὰ κειμήλια τῶν Μοναστηριῶν, ποὺ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ δὲν εἶχαν τὴν ἀξία ποὺ ἔχουν σήμερα, ἀποτελοῦσαν ὅμως παρακαταθήκη τῶν Πατέρων καὶ γι᾿ αὐτὸ ἱερή.
Ὁ πύργος αὐτὸς μὲ τὴν γύρω περιοχή του εἶναι ἡ Καλληάγρα. Στὰ ὑπόγειά του βρίσκουν τὴν σιγουριὰ ἀπὸ τὴν ἀγριεμένη θάλασσα, ψαράδικες βάρκες καὶ μικρὰ καΐκια, σὰν ἡ τρικυμία τὰ κλείσει στὸ μικρὸ ἐτοῦτο λιμάνι. Δὲν σταματήσαμε νὰ τὸν δοῦμε ἀπὸ κοντά, γιατὶ ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ πολὺ γρήγορα θὰ μᾶς τύλιγε τὸ σκοτάδι καὶ ἡ ἀπέραντη σιωπή.
Προχωρούσαμε κουβεντιάζοντας κάπου-κάπου γιὰ κοινὰ θέματα. Σὲ μία ὥρα φθάσαμε στὸ Μοναστήρι τοῦ Σταυρονικήτα. Ἡ ὥρα εἶχε περάσει πιά, καὶ οἱ βαρειὲς σιδερένιες πόρτες ἦταν μανταλωμένες. Μὴ ἔχοντας σκοπὸ νὰ μείνουμε τὸ βράδυ ἐκεῖ δὲν χτυπήσαμε ἂν καὶ θὰ μπορούσαμε νὰ τὸ κάνουμε μιὰ καὶ ὁ φίλος μου ἦταν πολὺ γνωστός.
Κανονικά, ὅταν οἱ πόρτες ἑνὸς Μοναστηριοῦ κλείσουν, δὲν ἀνοίγουν παρὰ μονάχα τὸ πρωΐ. Ὅταν ὁ πορτάρης κλείσει τὴν πόρτα, παραδίνει τὸ κλειδὶ στὴν ἀρχὴ τοῦ Μοναστηριοῦ, γιὰ νὰ τὸ ξαναπάρει τὸ πρωΐ. Σὲ περιπτώσεις ποὺ συμβαίνει κάτι ἔκτακτο καὶ σοβαρό, τότε συνέρχεται ἡ Σύναξις καὶ ἀποφασίζει ἂν πρέπει νὰ ἀνοίξει ἢ ὄχι.
Περάσαμε κοντὰ ἀπὸ τὸ Μοναστήρι καὶ ἀπὸ σεβασμὸ κατεβήκαμε ἀπὸ τὰ ζῶα. Ἔῤῥιξα μία ματιὰ ὁλοτρόγυρα. Μικρὸ Μοναστήρι εἶναι τοῦ Σταυρονικήτα καὶ ὅπως μοῦ εἶπαν, στενάχωρο ἀκόμα καὶ στὸ ἐσωτερικό του. Γυρόφερα τὴν μεριὰ ποὺ μπορεῖ νὰ δῆ κανείς. Εἶναι, τὸ μισὸ σχεδὸν φυτεμένο στὴν θάλασσα καὶ τὸ ἄλλο μισὸ στὴν στεριά. Ἕνας τεράστιος πύργος ὑψώνεται. Πόσους ἀγῶνες καὶ πόσες σκηνὲς φρίκης νὰ ἔχουν ἰδωμένα οἱ πολεμίστρες του. Τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων ἀπὸ πάνω του ἄφησε τὰ ἴχνη του. Μαυρισμένες τρύπες ποὺ χάσκουν στὰ πλευρά του. Ὅπως σὲ ὅλους τοὺς πύργους καὶ ἐδῶ ἀνοιγμένες πολεμίστρες. Ὅταν δινόταν τὸ σῆμα τοῦ κινδύνου, τότε ὅλα τὰ ἱερὰ κειμήλια καὶ τὰ πιὸ πολύτιμα σκεύη, μεταφερόντουσαν ἐκεῖ καὶ ὅλοι οἱ καλόγεροι κλεινόντουσαν σὲ αὐτόν, ἀποφασισμένοι νὰ σώσουν καὶ αὐτὰ καὶ τοὺς ἑαυτούς τους. Σὲ τέτοιους ἀγῶνες καὶ θυσίες χρωστάμε τὴν ὕπαρξη ὅλων τῶν θησαυρῶν καὶ τῶν κειμηλίων ποὺ καμαρώνουμε σήμερα.
Ξανανεβήκαμε πάλι στὰ ζῶα καὶ ἀφοῦ ἀφήσαμε τὸ παραλιακὸ δρομάκι, ἀρχίσαμε τὴν ἀνηφοριά, ποὺ φέρνει στὴν κορυφὴ ἑνὸς λόφου. Ὁ ἥλιος εἶχε ἀπὸ ὥρα χαθῆ καὶ τὸ σκοτάδι ὅσο πήγαινε καὶ πύκνωνε. Παράξενη ἡ ἡσυχία ὁλοτρόγυρα ποὺ σὲ φόβιζε. Ἦταν ἡ ὥρα ποὺ ἡ μέρα παραδίνει τὰ ὅπλα στὴν νύχτα καὶ ποὺ ὅλα εἶναι βουβά, λὲς καὶ σκιάζονται. Νόμιζες, πὼς ὅλα μένουν ἀκίνητα, μὴ καὶ ταράξουν τὴν ἱερότητα τῆς στιγμῆς μὲ ἕνα μικρὸ κελάηδημα ἢ μὲ ἕνα ἀνεπαίσθητο κράξιμο.
Τὸ σκοτάδι ποὺ εἶχε τυλιχτεῖ γύρω μας ἄρχισε νὰ μᾶς λύνει τὴν γλῶσσα, νὰ πλακώνει παράξενα τὴν καρδιά μας καὶ νὰ τὴν γεμίζει μὲ φόβους. Γίναμε πιὸ φλύαροι, θέλοντας νὰ πάρουμε κουράγιο ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν φωνή μας.
-Θὰ ἀργήσουμε πολύ;, ῥώτησα.
-Δὲν πιστεύω νὰ εἶναι μακριὰ ἀκόμα, ἀπάντησε ὁ φίλος μου. Δὲν πρέπει νὰ εἶναι πολὺ μακριὰ ἀπὸ ἐδῶ, μὰ ὁ δρόμος εἶναι ἀνηφορικός, τὰ ζῶα κουρασμένα καὶ τὸ σκοτάδι ἄρχισε νὰ μᾶς τυλίγει ἀπειλητικά Ἂς μὴν σταματήσουμε τὴν κουβέντα. Εἶναι μία παρηγοριὰ νὰ νιώθεις δίπλα σου ἀνθρώπινη παρουσία καὶ νὰ ἀκούει τὴν φωνή σου σὰν περπατᾶς στὴν σκοτεινὴ ἐρημιά. Ὄχι βέβαια πὼς φοβόμαστε, ἀλλὰ ἡ νύχτα φέρνει παράξενα πράγματα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου.
-Ναί, ἔχεις δίκιο. Δημιουργεῖ μέσα σου ἕνα παράξενο συναίσθημα. Ἀκόμα περισσότερο σοῦ ἀφαιρεῖ τὴν αὐτοπεποίθηση ποὺ ἔχεις κάτω ἀπὸ τὸ λαμπρὸ φῶς τῆς ἡμέρας.
-Ὡραία. Βλέπω, πὼς πρέπει νὰ προσθέσω, ὅτι τὴν νύχτα τὸ ἄγνωστο γίνεται πιὸ κοντινὸ καὶ πιὸ μυστηριῶδες καὶ ἀκόμα πιὸ μεγάλο μέσα σου, γιὰ αὐτὸ καὶ φοβόμαστε. Τὴν νύχτα, οἱ ὀρθολογιστικὲς σκέψεις πηγαίνουν περίπατο καὶ ὁ ἄνθρωπος μένει γυμνός, ἔχοντας μονάχα τὸ ἁγνὸ ποὺ κρύβει μέσα του ὁ ἴδιος. Νομίζει ὅτι βλέπει φαντάσματα, ἐπειδὴ τὰ κρύβει μέσα του, εἶτε ἀπὸ μία διήγησις τῆς γιαγιάς του εἴτε ἀπὸ τὴν ἀνώμαλη λειτουργία τῆς ψυχῆς του. Τρομάζει στὸ κάθε τί, γιατὶ τὸν τρομάζει περισσότερο ἡ ἀνακάλυψη ὅτι μέσα του ὑπάρχει ἕνας ἄλλος ἄγνωστος κόσμος ποὺ δὲν ἐκδηλώνεται παρὰ μονάχα μὲ ἀναλαμπές. Τότε, στὶς ἐκδηλώσεις αὐτὲς τρομάζει, γιατὶ ὁ κόσμος, αὐτὸς ποὺ τοῦ ξεφεύγει δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν ἀναλύσει, νὰ τὸν καταλάβει. Ὁ κόσμος αὐτὸς ὁ ἄγνωστος, εἶναι ἡ θεϊκὴ προέλευση τῆς ψυχῆς του, ποὺ στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας προσπαθεῖ νὰ σπάσει τὰ γήϊνα ὑλικὰ δεσμά της, ποὺ τὴν κρατάνε αἰχμάλωτη σὲ ἕναν κόσμο μικρὸ καὶ ἐκ διαμέτρου διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτήν.
Κουβεντιάζοντας ἔτσι, ἀνεβήκαμε δίχως νὰ τὸ καταλάβουμε τὸ λοφάκι, κατηφορήσαμε μία πλαγιὰ γεμάτη ἀπὸ λιόδεντρα καὶ σταματήσαμε μπροστὰ σὲ ἕνα φτωχικὸ σπίτι ποὺ τὸ τύλιγε τὸ σκοτάδι.
Κατεβήκαμε ἀπὸ τὰ μουλάρια μπροστὰ σὲ μία πόρτας, ἀνεβήκαμε μερικὰ σκαλοπάτια καὶ ὁ φίλος μου πιάνοντας τὴν πόρτα ποὺ εἶχε ἕνα μικρὸ σφυράκι κρεμασμένο στὴν μέση, χτύπησε μία-δύο φορές. Καμία φωνή, κανένας θόρυβος μέσα στὸ σπίτι. Ξαναχτύπησε, μὰ πάλι καμία ἀπάντηση.
-Μὴ καὶ δὲν εἶναι μέσα;, ῥώτησα.
-Μπά, νομίζω πῶς μᾶλλον κοιμᾶται. Ἂς κάνω μία τελευταία προσπάθεια.
Κατεβήκαμε τὰ σκαλοπάτια καὶ ἀφοῦ κάναμε τὸν γύρο τοῦ σπιτιοῦ, ποὺ φαίνεται πὼς τοῦ ἦταν γνώριμο, χτύπησε τὸ τζαμόφυλλο ἑνὸς παραθυριοῦ. Πρὶν ἀκόμα σβηστεῖ στὴν ἡσυχία τῆς νύχτας, μία πόρτα ἄνοιξε μέσα στὸ σπίτι καὶ ξανάκλεισε. Ἔπειτα, ἕνα βαρὺ περπάτημα ἀκούστηκε νὰ ἔρχεται κουρασμένο πρὸς τὴν πόρτα. Περιμέναμε λίγο καὶ ξαφνικὰ ἄνοιξε καὶ φάνηκε ἕνας γέροντας μὲ κάτασπρη γενειάδα. Στὴν στιγμή, φάνηκε καὶ ὁ φίλος μου. Τότε, τὰ μάτια τοῦ γέροντα φωτίστηκαν καὶ τὰ χείλη του ἄνοιξαν σὲ ἕνα πλατὺ χαμόγελο.
-Καλῶς τους, φώναξε. Πῶς αὐτὴ ἡ νυχτιάτικη ἐπίσκεψη;
Μᾶς ἔδωσε τὰ χέρια χαρούμενος. Γιὰ τὸν ἁπλὸ αὐτὸν γέροντα οἱ συστάσεις καὶ οἱ καθὼς πρέπει τρόποι μεταξὺ δύο ἀγνώστων δὲν εἶχαν καμία σημασία τὴν ὥρα ἐκείνη. Ὁ πάγος που φυσικὰ ὑπάρχει πάντα στὶς συστάσεις δύο ἀγνώστων ἀνθρώπων, ἐδῶ διαλύθηκε στὸ ἀντίκρυσμα τοῦ φίλου μου.
Κρατώντας πάντα τὰ χέρια μας, ἄρχισε μία χαριτωμένη κουβέντα γιὰ τὴν χαρὰ ποὺ ἔνιωσε ἐπειδὴ πήγαμε νὰ τοῦ κάνουμε συντροφιά. Ἔπειτα, προβάλλοντάς το σὰν δικαιολογία, ἄρχισε:
-Μὲ τὸν Πατέρα Εὐθύμιο γνωριζόμαστε πολλὰ χρόνια. Τὸν γνωρίζω ἀπὸ παιδί, ὅταν γιὰ πρώτη φορὰ ἦρθε στὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ νὰ τὸν μάθω μουσικὴ καὶ νὰ τὸν κάνω ψάλτη. Περασμένα χρόνια.
Σταμάτησε μὲ μιᾶς, γιατὶ τότε κατάλαβε ὅτι μᾶς κρατοῦσε ἀκόμα τὰ χέρια καὶ ὅτι μᾶς εἶχε ὄρθιους μπροστὰ στὴν πόρτα νὰ τὸν ἀκοῦμε καὶ μὲ φανερὴ πίκρα συνέχισε:
-Πώ! Πώ! Τὶ φλύαρος ποὺ εἶμαι. Σᾶς ἔχω μπροστὰ στὴν πόρτα νὰ μὲ ἀκοῦτε, ἐνῶ θὰ εἴσαστε φοβερὰ κουρασμένοι. Περᾶστε σᾶς παρακαλῶ μέσα καὶ ἐκεῖ τὰ λέμε. Μποροῦμε νὰ συζητήσουμε ὅσο θέλουμε, ὅλη τὴν νύχτα.
Μᾶ ἔμπασε μέσα καὶ μᾶς ἔβαλε σὲ ἕνα δωματιάκι. Καθήσαμε ὅπως-ὅπως σὲ κάτι παληὲς ψάθινες καρέκλες καὶ ἐκεῖνος στὸ κρεβάτι του. Πιάσαμε ἀμέσως τὴν κουβέντα. Κοντὰ σὲ αὐτὸν γέροντα ἔνοιωθες νὰ σβήνουν ὅλες οἱ ἐπιφυλάξεις σου καὶ ἡ καρδιά σου νὰ ἀνοίγεται διάπλατα.
Μὲ ῥώτησε ἀπὸ ποῦ εἶμαι, τί δουλειὰ κάνω καὶ ἀφοῦ παράτησε τὸν πληθυντικό, ἄρχισε νὰ μιλάει γιὰ παληὲς ἱστορίες, ποὺ ξετυλίχτηκαν στὰ νιάτα του. Ἔφερε φωτογραφίες του, φωτογραφίες μὲ πολλοὺς ἄλλους, ποὺ περάσανε καὶ χαθήκανε ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτή. Μᾶς μίλησε γιὰ χίλια δύο πράγματα, κάνοντας γύρω μας μία ἀτμόσφαιρα φιλικὴ καὶ ἐγκάρδια, λὲς καὶ γνωριζόμαστε ἀπὸ πολλὰ χρόνια. Ὕστερα ξανάρχισε νὰ μὲ ῥωτάει, ἂν στὴν Ἀμερικὴ ἢ τυχὸν σὲ ἄλλες ξένες χῶρες ποὺ ἔχω ταξιδέψει, ζῆ ὁ κόσμος καλά, ἂν θρησκεύονται καὶ πιστεύουν πραγματικὰ μὲ πίστη καὶ ἀκόμα ἂν οἱ μετανάστες παληοὶ καὶ νέοι, θυμοῦνται καὶ νοσταλγοῦν τὴν πατρίδα τους, τὴν Ἑλλάδα.
Τὰ ἐρωτήματα πέφτανε βροχή, χωρὶς νὰ μπορῶ νὰ ἀπαντήσω μὲ τὴν σειρά τους. Μὰ εὐτυχῶς, οὔτε καὶ αὐτὸς περίμενε τὶς ἀπαντήσεις μου. Ἔκανε σὰν μικρὸ παιδί. Χαρούμενος, ξανανιωμένος, ὅλο ῥωτοῦσε καὶ ὅλο ἔλεγε, ἐκφράζοντας ἔτσι τὴν εὐτυχία του, γιὰ τὴν ἀναπάντεχη ἐτούτη νυχτερινὴ συντροφιά, σὰν μία νότα ποικιλίας στὴν καθημερινὴ μονοτονία τῆς ζωῆς του.
Ξαφνικὰ σταμάτησε καὶ ἀφοῦ μᾶς ζήτησε συγγνώμη, ἐξαφανίστηκε μὲ μεγάλη βιασύνη γιὰ νὰ ξαναγυρίσει σὲ λίγο κρατώντας στὰ χέρια του ἕναν δίσκο, ποὺ παρὰ τὰ ὀγδόντα του χρόνια, τὸν κρατοῦσε σταθερά. Τὸν ἀκούμπησε πάνω σὲ μία καρέκλα καὶ μᾶς κάλεσε νὰ σερβιριστοῦμε μόνοι μας. Δύο ποτήρια νερὸ μὲ ἕνα κουταλάκι στὸ καθένα, ἕνα βάζο γλυκὶ ποὺ τὸ φύλαγε μονάχα, γιὰ κάτι τέτοιες ἐξαιρετικὲς περιστάσεις, σὰν κάποιος θὰ χτυποῦσε τὴν πόρτα τοῦ σιωπηλοῦ ἐρημητηρίου του καὶ δύο μικρὰ ποτηράκια γεμᾶτα μὲ τσίπουρο. Πρὶν τελειώσουμε, μᾶς ἔδειξε μία φωτογραφία ποὺ κρατοῦσε στὰ χέρια του.
-Βλέπε, εἶπε μὲ ὑπερηφάνεια, ἐγὼ ἔκανα ὅσο μποροῦσα τὸ καθῆκόν μου στὸν ἱερὸ αὐτὸν τόπο. Βρίσκομαι στὸ Ἅγιον Ὄρος ἀπὸ ἑπτὰ χρονῶν παιδάκι καὶ μέχρι σήμερα μόνο μία φορὰ πῆγα στὴν πατρίδα μου καὶ νὰ ἦταν μήπως μακριά;
Θυμᾶσαι βέβαια, τὴν Ἱερισσό, εἶπε ἀποτεινόμενος σὲ μένα. Αὐτὸ εἶναι τὸ χωριὸ ποὺ γεννήθηκα. Οἱ γονεῖς μου μὲ ἄφησαν ὀρφανὸ ἀπὸ πολὺ μικρό. Ἕνα πεντάρφανο, μονάχο στὴν ζωή, μὲ κάτι μακρινοὺς συγγενεῖς ἐκεῖ κάτω. Ἡ φωτογραφία αὐτὴ εἶναι βγαλμένη πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια., Ὅπως βλέπετε μὲ παρουσιάζει Ἱερολοχίτη. Εἶναι μία παληὰ ἱστορία, ποὺ ὡστόσο δείχνει μὲ αὐτὴν τὴν φωτογραφία, ὅτι οἱ Ἁγιορεῖτες μαζὶ μὲ τὰ ἀσκητικά τους καθήκοντα, πρόσφεραν μὲ τὶς ἀσθενικές τους δυνάμεις τὸ ἱερότερο καθῆκον. Τὶς ὑπηρεσίες τους στὴν πατρίδα.
Γύρισε καὶ μᾶς κοίταξε καὶ σὰν εἶδε ὅτι τὰ λόγια του μᾶς συγκίνησαν, συνέχισε γεμάτος νοσταλγία:
-Ἀπὸ τότε βλέπω τὴν φωτογραφία αὐτὴ καὶ θυμᾶμαι τὰ δοξασμένα ἐκεῖνα χρόνια καὶ τὰ νιάτα μου.
Νιώθαμε τώρα μία κατάθλιψη, ποὺ εἶχε κάπως χαλάσει τὴν προηγούμενη ομορφη διάθεσή μας.
Γιὰ νὰ μᾶς τὴν ξαναφέρει ἄρχισε νὰ μᾶς μιλάει γιὰ τὶς φουντουκιές του, γιὰ τὸ κτῆμά του καὶ ἀκόμα γιὰ τὴν μονοτονία τῆς ζωῆς του. Καὶ ὅλο μᾶς μιλοῦσε, καὶ ὅλο μᾶς ἔλεγε ὁ παράξενος ἐτοῦτος γέροντας. Σὰν ἔφυγε γιὰ νὰ σκαλώσει στὸν τοῖχο τὴν φωτογραφία του, ὁ φίλος μου μοῦ εἶπε ψιθυριστά:
-Εἶναι χαρούμενος πολὺ ἀπόψε γιατὶ ἤρθαμε. Μὲ ἀγαπάει σὰν παιδί του καὶ προσπαθεῖ μὲ κάθε τρόπο νὰ τὸ ἀποδείξει. Εἶναι ὑπέροχος καὶ ἔχει καρδιὰ χρυσή. Ὁμολογῶ πὼς καὶ ἐγὼ τὸν σέβομαι σὰν πραγματικό μου πατέρα, μιὰ καὶ στάθηκε γιὰ μένα στοργικός, γεμᾶτος μὲ πατρικὲς συμβουλές, καὶ σὰν δάσκαλός μου στὴν βυζαντινὴ μουσική, μοῦ τὴν δίδαξε μὲ ἀφιλοκέρδεια. Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς καλύτερους ψάλτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Αὐτὸς ὁ γεροντάκος ποὺ βλέπεις καὶ παρὰ τὰ ὀγδόντα του χρόνια του δὲν παραδίνεται τόσο εὔκολα.
Σταμάτησε τοὺς ἐπαίνους του, γιατὶ ὁ γέροντας Μακάριος, ἔτσι τὸν ἔλεγαν, ξαναγύρισε κοντά μας.
Συνεχίσαμε τὴν συζήτηση στρέφοντάς την σὲ διάφορρα κοινὰ πράγματα κάπου δύο ὥρες ἀκόμα. Ἔπειτα ὁ ἴδιος ἔστρωσε τὸ τραπέζι καὶ φάγαμε τὸ λιτό του δεῖπνο κουβεντιάζοντας. Μᾶς κέρασε τὸ ἀπαραίτητο ποτήρι μὲ κρασί, καὶ μετὰ πήγαμε στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ εὐχαριστήσουμε τὸν Θεό, γιὰ τὴν ἡμέρα ποὺ πέρασε καὶ νὰ τὸν παρακαλέσουμε νὰ μᾶς δώσει καὶ τὴν ἄλλη τόσο πλούσια σὲ ἐντυπώσεις καὶ εὐχαρίστηση. Ἄνοιξε τὴν πόρτα τῆς μικρῆς ἐκκλησοῦλας καὶ πέρασε πρῶτος νὰ ἀνάψει κερί. Ὕστερα μπῆκα ἐγὼ καὶ ὁ φίλος μου.
Στὸ ἀδύνατο φῶς τοῦ κεριοῦ ἀντίκρυσα ἕνα πολὺ μικρὸ ἐκκλησάκι. Λίγοι ἄνθρωποι θὰ μποροῦσαν νὰ χωρέσουν μέσα. Τὸ τέμπλο του στόλιζαν δύο εἰκόνες καὶ ὅλοι οἱ τοῖχοι ἦταν κατάγραφοι ἀπὸ εἰκόνες Ἁγίων καὶ παραστάσεις ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή. Μία μικρὴ πορτοῦλα ὁδηγοῦσε στὸ ἱερό, ποὺ δύσκολα χωροῦσε τρεῖς ἀνθρώπους. Διαβάσαμε μὲ κατάνυξη τὴν προσευχὴ τοῦ Ἀποδείπνου καὶ ἕνας ἕνας βγήκαμε πηγαίνοντας καὶ πάλι στὸ δωμάτιο ποὺ εἴμαστε πρίν.
Ὁ γέροντας ἔστρωσε τὰ κρεβάτια καὶ πέσαμε νὰ κοιμηθοῦμε κατάκοποι ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ πέρασε, μὲ τὸ κεφάλι βαρὺ καὶ γεμᾶτο ἐντυπώσεις, ποὺ ἡ μία διαδεχόταν τὴν ἄλλη. Σὰν ξύπνησα τὸ πρωΐ, ὁ ἥλιος εἶχε ἀνατείλει ἀπὸ ὥρα. Κοίταξα τὸ ῥολόϊ μου. Ὀχτώ. Ἀκόμα νύσταζα καὶ τὸ κεφάλι μου πονοῦσε. Μὴ θέλοντας ὅμως νὰ κάνω τοὺς ἄλλους νὰ μὲ περιμένουν πίεσα τὸν ἑαυτό μου καὶ σηκώθηκα. Ἄνοιξα τὴν πόρτα, μὰ δὲν ἀκούστηκε κανένας θόρυβος ποὺ νὰ φανερώνει ὅτι οἱ σύντροφοί μου εἶχαν ξυπνήσει. Πῆγα στὴν βρύση καὶ ἔριξα λίγο νερὸ στὸ πρόσωπό μου. Ἔπειτα ἀνοίγοντας τὴν ἐξώπορτα βγῆκα ἔξω νὰ ἀπολαύσω τὴν πρωϊνὴ δροσιά.
Ἔριξα ἕνα βλέμμα ὁλοτρόγυρα. Ὁ Ἠλίας ποὺ τὸν εἶχα χάσει, ἦταν λίγο πιὸ πέρα στὸ σταῦλο καὶ ἑτοίμαζε τὰ ζῶα. Μὲ εἶδε καὶ μὲ καλημέρισε. Ἀπάντησα στὸ καλημέρισμά του καὶ πῆρα τὸ μονοπάτι κάνοντας ἕνα γύρο στὸ σπίτι. Ἦταν παληό, μὰ θεόγερο. Ἄντεχε ἀκόμα. Προχώρησα καὶ ἔφτασα στὴν μεριὰ ποὺ βρισκόταν ἡ ἐκκλησία. Ἀπὸ ἕνα μικρὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο ἄκουσα μουρμουρητὰ καὶ ψαλμωδίες.
Θὰ εἶναι ὁ γέρος, σκέφτηκα. Δὲν κοιμᾶται λοιπόν. Καὶ νὰ σκεφθῆς, ὅτι ὁ ἥρωας αὐτὸς τῆς ἐρήμου σηκώνει στὴν πλάτη του ὀγδόντα χρόνια. Μόνος του ἀπὸ πολλὰ χρόνια σὲ τοῦτο τὸ ἐρημητήριο, κάνει ὅλες τὶς δουλειὲς μονάχος του. Καὶ νὰ εἶχε τουλάχιστον τὶς ἀνέσεις; Οὔτε καὶ αὐτές. Καλλιεργεῖ τὴν γῆ καὶ ζεῖ.
Πῆγα πιὸ κάτω καὶ ἐξέτασα τὰ γύρω. Κοντά του ἕνα μικρὸ κηπάκι φυτεμένο μὲ λαχανικά. Μελιτζάνες, πιπεριές, διάφορα χορταρικὰ καὶ στὴν μέση τοῦ κήπου μία μικρὴ δεξαμενή, ποὺ μόλις ἔτρεχε λίγο νεράκι γιὰ πότισμα. Πιὸ πέρα ἐλιές, ἀμυγδαλιὲς καὶ στὸ βάθος φουντουκιὲς καὶ σκόρπια ἀμπέλια.
Κάθησα σὲ μία πέτρα καὶ ἔβλεπα. Γύρισα τὸ βλέμμα μου καὶ λίγα βήματα μακριά μου ἀντίκρυσα μία νεκροκεφαλή, ποὺ μὲ κοίταζε μὲ τὰ ἀδειανὰ σβηστά της μάτια. Περιφρόνηση, ἀναρωτήθηκα. Ναί, περιφρόνηση στὸν θάνατο καὶ στὸν κόσμο, ἦταν ἡ ἀπάντηση ποὺ ἀπροσδόκητα θρονιάστηκε μέσα μου. Πίστεψα, ὅτι ἄρχισα φαίνεται νὰ γίνομαι καὶ ἐγὼ καλόγερος, μὰ αὐτὸ παραδόξως δὲν μὲ πείραξε. Μὲ εἶχε ἐπηρεάσει τὸ περιβάλλον ἢ ἄλλαξαν οἱ ἰδέες μου γύρω ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτή, τώρα ποὺ μοῦ ἔτυχε νὰ τὴν γνωρίσω ἀπὸ κοντά; Δὲν μπόρεσα νὰ δώσω ἀπάντηση. Βήματα ποὺ πλησιάζανε μὲ ἔβγαλαν ἀπὸ τοὺς στοχασμούς μου. Σήκωσα τὸ κεφάλι μου καὶ ἀντίκρυσα τὸν γέροντα Μακάριο.
-Εὐλογεῖτε, μοῦ εἶπε ἀπὸ μακριά.
-Καλημέρα, τοῦ ἀπάντησα.
-Βλέπω, πρωϊνός.
-Ὄχι καὶ πρωϊνός. Ἡ ὥρα εἶναι ὀχτώμιση Πάτερ μου.
-Ἔχεις δίκιο. Ὁ παπᾶς κοιμᾶται ἀκόμα. Τὸν ἀγαπάει τὸν ὕπνο λιγάκι, μοῦ ἀπάντησε καὶ στὸ πρόσωπό του ζωγραφίστηκε ἡ πραγματικὴ ἔκφρασις, σὰν ἀγαπᾶς ἕναν ἄνθρωπο.
-Πολὺ τὸν συμπαθεῖτε, πάτερ Μακάριε.
-Ναί, γιατὶ μοῦ θυμίζει περισσότερο τὴν νιότη μου. Ἐξάλλου ἔχουμε τόσο πολὺ ζήσει μαζί, ποὺ τὸν νοιώθω σὰν δικό μου ἄνθρωπο, σὰν πραγματικό μου παιδί. Ἔχει καλὴ καρδία.
Σκύβοντας δὲ πρὸς τὸ μέρος μου μὲ ἐμπιστευτικὸ τόνο συνέχισε:
-Εἶναι ἴσως λίγο νευρικός, μὰ ἔχει μεγάλη καρδιὰ καὶ εὔκολα ξεχνάει τὸ κάθε τί. Δὲν κρατάει κακία. Ἴσως νὰ τὸν κάνουν τόσο νευρικὸ οἱ εὐθῦνές του στὴν ὑπηρεσία ποὺ τοῦ ἔχουν ἀναθέσει.
Συμφώνησα μαζί του. Πραγματικά, ὁ φίλος μου ἴσως νὰ ἦταν νευρικός, μὰ ἐγὼ δὲν εἶχα καταλάβει τίποτα στὸ διάστημα ποὺ τὸν γνώριζα. Ἄλλαξε τὴν κουβέντα καὶ τὸ βλέμμα του γέμισε πίκρα.
-Πρὶν εἴκοσι χρόνια, σὲ αὐτὸ τὸ ἐρημητήριο, βρισκόντουσαν τρία ἄτομα. Τώρα εἶναι πεθαμένοι ὅλοι καὶ ἔμεινα μονάχος ἐγώ, γιὰ νὰ διατηρήσω τὸ σπίτι αὐτὸ καὶ τὴν παράδοσή του. Ἔρχονται στιγμὲς καὶ ἀναρωτιέμαι καὶ αὐτὸ συμβαίνει κάθε μέρα, ποιός θὰ βρεθῆ ὕστερα ἀπὸ μένα νὰ διατηρήσει τουλάχιστον τὴν ἐκκλησοῦλά του, ποὺ ἁγίασε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ; Δυστυχῶς μὲ ὅλες μου τὶς προσπάθειες μέχρι τώρα, δὲν κατάφερα νὰ βρῶ διάδοχο. Οἱ νέοι μας σήμερα προτιμοῦν τὶς κοσμικὲς ἀπολαύσεις καὶ ὄχι τὴν δύσκολη ἐτούτη ζωὴ ποὺ φέρνει κοντὰ στὸν Θεό. Μὰ καὶ ἂν βρισκόταν κανείς, σκέφτομαι πῶς θὰ μποροῦσα νὰ τὸν θρέψω καὶ νὰ τὸν πορέψω, γιατὶ ὅπως καταλάβατε τὰ εἰσοδήματά μου εἶναι πενιχρὰ καὶ δὲν φτάνουν ὄχι γιὰ δύο μὰ οὔτε καὶ γιὰ μένα τὸν γέροντα. Ποιός θὰ βρεθῆ λοιπόν; Πῶς θὰ ἐξοικονομηθοῦν τὰ πρὸς τὸ ζῆν; Παρακαλῶ καθημερινὰ τὸν Θεὸ νὰ φροντίσει γιὰ ὅλα. Μόνο αὐτὸς εἶναι παντοδύναμος καὶ μνπορεῖ νὰ τὸ κάνει. Καὶ νὰ ἤμουνα μονάχα ἐγώ, καλὰ θὰ ἦταν. Ὅλα τὰ Μοναστήρια περνοῦν τὴν ἴδια ἀγωνία. Τὰ ἐρημητήριά μας ὅμως περᾶνε μεγαλύτερη κρίση. Κανεὶς πιὰ δὲν ἔρχεται νὰ ἀσπαστῆ τὴν μοναχικὴ ζωή μας. Τί θὰ γίνουν ὅλα αὐτά;
Ὁ πόνος ποὺ εἶχε ἡ ψυχή του, χάλασε τὴν πρωϊνή μου διάθεση καὶ μὲ γέμισε σκέψεις καὶ θλίψη. Στὶς ἀνησυχίες του πρόσθεσα καὶ τὶς δικές μου. Θυμήθηκα τὴν διαδρομή μου ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τοῦ Παντοκράτορος στὶς Καρυὲς καὶ ἀπὸ τὶς Καρυὲς στὸ Μοναστήρι τῶν Ἰβήρων καὶ μέχρι ἐδῶ ποὺ βρισκόμουνα τώρα. Πόσα μικρὰ ἐρημητήρια, ποὺ κάποτε ἀντηχοῦσαν στὶς ἐκκλησοῦλές τους ψαλμωδίες, συναντήσαμε τώρα ἔρημα καὶ μισοερειπωμένα. Μία θλιβερὴ εἰκόνα ποὺ σὲ κάνει νὰ πονᾶς.
-Πάω νὰ ξυπνήσω τὸν παπᾶ, εἶπε, χωρὶς νὰ γυρίσει νὰ μὲ κοιτάξει.
Σὰν χάθηκε καὶ δὲν φαινόταν πιά, σηκώθηκα ἀπὸ τὴν πέτρα ποὺ καθόμουν καὶ τράβηξα καὶ ἐγὼ γιὰ τὸ σπίτι. Περνῶντας κοντὰ ἀπὸ τὸν Ἠλία, τὸν ῥώτησα:
-Ἕτοιμα τὰ ζῶα, Ἠλία;
-Ναί, σᾶς περιμένω ὅπως καὶ τὸν γέροντά μας παπᾶ-Εὐθύμιο.
Ἀνοίγοντας τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ ἄκουσα κουβέντες. Φαίνεται πὼς ὁ φίλος μου εἶχε ξυπνήσει. Προχώρησα, καλημέρισα καὶ κάθησα στὴν καρέκλα. Πήραμε μαζὶ τὸν πρωϊνὸ καφέ μας ποὺ ὁ καλὸς γέροντας εἶχε ἑτοιμάσει, τὸν χαιρετήσαμε μὲ ἀγάπη καὶ σεβασμό, καὶ βγήκαμε ἔξω.
Μᾶς συνόδευσε ἕως τὴν πόρτα.
Καβαλλικέψαμε τὰ ζῶα, ξανακαλημερίσαμε καὶ τραβήξαμε γιὰ τὸ μονοπάτι, κουνώντας τὸ χέρι μας σὲ ἀποχαιρετισμό.
Πήραμε τὸν δρόμο γιὰ τὶς Καρυές, ἀνηφορίζοντας στὴν πλαγιά. Χαμηλοὶ θάμνοι καὶ πράσινο παντοῦ. Ἔπειτα ἴσωμα καὶ ὕστερα μία κατηφόρα στρωμένη ἀπὸ πέτρες. Ὁ δρόμος αὐτὸς σὲ φέρνει στοῦ Παντοκράτορα.
Θὰ ξαναπᾶμε στὸ Μοναστήρι, ἀφοῦ πρῶτα πᾶμε στὸ Βατοπέδι. Τώρα ἀνηφορίζαμε καὶ πάλι γιὰ τὸ Μπουραζέρι, χωρὶς νὰ λέμε κουβέντα. Τὸ περάσαμε καὶ προχωρήσαμε σιωπηλοὶ πάντα στὴν Ῥωσσικὴ Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου. Ἐκεῖ σταματήσαμε. Κατεβήκαμε ἀπὸ τὰ ζῶα καὶ περάσαμε μία σιδερένια πόρτα. Ἕνα πλῆθος ἀπὸ μικρὰ καλογεράκια μᾶς ὑποδεχτήκανε μὲ περιέργεια. Ἦταν οἱ μαθηταὶ τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς. χαιρετήσαμε μερικοὺς μαθητὲς τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Παντοκράτορος. Τράβηξα μερικὲς φωτογραφίες καὶ περάσαμε τὴν δεύτερη σιδερένια πόρτα. Βρεθήκαμε σὲ μία μεεγάλη αὐλὴ μὲ ἀντίκρυ μας τὸν περίφημο ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου. Εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ καυχιοῦνται ὅτι εἶναι ὁ πρῶτος σὲ μέγεθος καὶ μεγαλοπρέπεια ναὸς τῆς Βαλκανικῆς. Ἔτσι λένε. Μεγάλοι τροῦλοι ὑψώνονταν καὶ δίπλα του ἕνα πολὺ ψηλὸ καμπαναριό.
Ζητήσαμε τὸν ἡγούμενο, μὰ ἀντὶ γιὰ αὐτόν, ἕνας Ἕλληνας καλόγερος μᾶς ἄνοιξε τὴν ἐκκλησία καὶ μᾶς ἔμπασε μέσα. Θαύμασα τὸ ἐσωτερικό του. Ἕνα θαυμάσιο ἐπιχρυσωμένο τέμπλο μπροστά μας καὶ πανάκριβοι πολυέλαιοι παντοῦ. Ἕνας λαμπρὸς ναὸς στὸ σύνολό του, μὰ ποὺ ἔχει ἐγκαταλειφθῆ μιὰ καὶ δὲν ὑπάρχουν Ῥωσσοι μοναχοὶ νὰ τὸν διατηρήσουν.
Τὰ σημάδια τὴς ἐρημώσεως καὶ τῆς ἐγκαταλείψεως φαίνονται στοὺς τοίχους. Ὁλόκληρη ἡ ἐκκλησία μύριζε κλεισούρα. Πόσο καιρὸ εἶχε νὰ ἀνοιχτῆ;
Ἔφυγα μὲ τὴν καρδιὰ σφιγμένη γιὰ τούτη τὴν ἐγκατάλειψη καὶ τὴν καταστροφή. Βγαίνοντας στὴν πόρτα, ἀντίκρυσα τὴν καμένη πλευρὰ ἀπὸ τὴν φωτιὰ ποὺ ἔπιασε τὰ τελευταῖα χρόνια στὸ Σεράϊ.
Θέαμα συγκλονιστικό. Ἐρήμωση καὶ καταστροφὴ ἑνὸς παρελθόντος μεγαλόπρεπου καὶ λαμπροῦ ποὺ ἔφυγε πιά. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἐντύπωση ποὺ μοῦ ἄφησε.
Οἱ λιγοστοὶ μοναχοὶ τοῦ Σεραγιοῦ, καθὼς μοῦ εἶπαν, δὲν εἶναι περισσότεροι ἀπὸ πέντε. Κατοικοῦνε σὲ μία πλευρά του καὶ αὐτὴ ἡ πτέρυγα διατηρεῖται. Ἡ ἐκκλησία ὅπως μοῦ εἶπαν ἄρχισε νὰ χτίζεται στὰ 1867, τότε ποὺ ἕνας Ῥῶσσος Δούκας ἔβαλε τὸν θεμέλιο λίθο. Ἔχει μάκρος 60 μέτρα καὶ πλάτος 33. Τὸ καμπαναριὸ ἔχει ὕψος 37 μέτρα καὶ ἔχει τὶς πιὸ πολλὲς καμπάνες τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Στὶς τέσσερις πλευρές του ἔχει καὶ ἀπὸ ἕνα ῥολόϊ μὲ κοινὸ σύστημα λειτουργίας. Ἕνας Ῥῶασος καλόγερος ἔχει τὴν ἐπίβλεψή τους.
Ἀπέναντι ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς ἐκκλησίας, βρίσκεται ὁ μικρὸς ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, ποὺ τὸν ἔχτισε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σεραφείμ, καταστραμμένος τώρα ἀπὸ τὴν πυρκαγιὰ τοῦ 1958. Οἱ τοιχογραφίες του ποὺ λίγες σώζονται, ἀνήκουν στὸ 1766.
Γύρω καὶ σὲ ὅλο τὸ μάκρος τῶν κτιρίων τῆς Σκήτης, τροῦλοι ὑψώνονται σὲ κάθε γωνιὰ καὶ παρεκκλήσια, γιὰ τὴν καθημερινὴ χρήση τῶν Ῥώσσων καλογήρων.
Βγήκαμε ἀπὸ τὴν Σκήτη, ἀφοῦ χαιρετίσαμε τοὺς μαθητὲς τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Παντοκράτορος καὶ ξεκινήσαμε πάνω στὰ ζῶα.
Περάσαμε τὴν πλακόστρωτη ἀνηφορίτσα. Στὸ ἴσωμα μὲ τὸν χωματένιο δρόμο, ἔριξα μία ματιὰ πλάϊ μου. Καμάρωσα γιὰ ἄλλη μία φορὰ τὴν μεγαλοπρέπεια τοῦ Σεραγιοῦ μὲ τοὺς πολλοὺς τρούλους, ποὺ στὴν κορυφή τους λαμποκοποῦσαν ὁλόχρυσοι σταυροί, στολισμένοι μὲ πολύχρωμα πετράδια. Κοίταζα, κοίταζα, χωρὶς νὰ χορταίνω τὴν ὁμορφιά, μέχρι ποὺ τὰ πανύψηλα δένδρα μοὔκρυψαν τὸ θέαμα καὶ τότε γύρισα τὸ κεφάλι μου ἐμπρός.
Συνεχίσαμε τὸν δρόμο μας κάτω ἀπὸ τὶς μεγάλες καστανιὲς ποὺ τὸν σκεπάζανε. Πέρασε μία ὥρα χορταστικὴ ἀπὸ τὸ θέαμα τῶν ἐρημητηρίων ποὺ βρίσκονταν δεξιὰ καὶ ἀριστερά μας καὶ σὲ ὅλο σχεδὸν τὸν δρόμο.
Σὲ διαστήματα ποὺ τὰ δένδρα ἀραίωναν καὶ ἄφηναν τὸν ὁρίζοντα νὰ φανῇ μπροστά μας, ἁπλωνότανε κάτω σχεδὸν ἀπὸ τὰ πόδια μας ἡ θάλασσα σὲ ὅλη τὴν ὁμορφιά της, γαληνεμένη παράξενα τὴν ὥρα ἐτούτη.
Θέαμα μοναδικὸ καὶ ἀσύγκριτο.
Ὕστερα ἀπὸ μία καὶ περισσότερη ὥρα, φτάσαμε σὲ μία πέτρινη βρύση κάτω ἀπὸ ἕναν γέρικο πλάτανο, ποὺ προσέφερε τὴν δροσιὰ καὶ τὴν ξεκούραση στοὺς κουρασμένους διαβάτες, ποὺ θὰ περνοῦσαν γιὰ τὶς Καρυὲς ἢ γιὰ τὸ Μοναστήρι τοῦ Βατοπεδίου. Κατεβήκαμε ἀπὸ τὰ μουλάρια καὶ κάτσαμε νὰ ξεκουραστοῦμε.
Ἡ σκιὰ μᾶς ἔκρυβε προστατευτικὰ ἀπὸ τὶς καυτερὲς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου. Κάσαμε κάμποση ὥρα ὥσπου νὰ ξεκουραστοῦμε καὶ νὰ μὴν χάσουμε τίποτα ἀπὸ ὅλη ἐτούτη τὴν ὁμορφιά.
Ἀνεβαίνοντας καὶ πάλι στὰ μουλάρια ἀρχίσαμε κεφάτοι τὸ κουβεντολόϊ. Ἡ κουβέντα μίκραινε τὴν ἀπόσταση καὶ ἔκανε τὴν ὥρα νὰ περνάει γρήγορα. Κατηφορίσαμε τὸ καλντερίμι ποὺ καὶ καὶ ἐδῶ ἦταν στρωμένο μὲ πελεκημένες πέτρες καὶ σὲ λίγο ἀντικρύσαμε μακριὰ τὸ Βατοπέδι νὰ ὑψώνεται μεγαλόπρεπο.
Περήφανο θὰ τὸ ἔλεγε κανένας γιὰ τὸν πλοῦτο καὶ τὴν δόξα του. Τροῦλοι καὶ μικρὰ καμπαναριά, καθὼς καὶ δύο θεόρατοι πύργοι δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ στὶς ἄκρες τοῦ Μοναστηριοῦ ξεχώριζαν, θέαμα ἀσυνήθιστο γιὰ ἐμᾶς, ποὺ βλέπουμε ὅλη μέρα οὐρανοξύστες καὶ πολυκατοικίες, σὰν ἀραδιασμένα τὸ ἕνα πάνω στὸ ἄλλο, σπιρτόκουτα, μαυρισμένες ἀπὸ τὶς καπνιὲς καὶ τὴν σκόνη μέσα στὸν θόρυβο καὶ στὴν κίνηση τῆς πολιτείας.
Τὸ Βατοπέδι στεκόταν περήφανο γιὰ τὰ πλούτη του, περήφανο γιὰ τὴν βιβλιοθήκη του καὶ γιὰ τὰ κειμήλιά του, περήφανο ἀκόμα καὶ γιὰ τὸ ἀρχονταρίκι του καὶ τὸν σημερινὸ ἀρχοντάρη του, σύμφωνα πάντοτε μὲ ὅσα μοῦ ἔλεγε ὁ συνοδός μου, ποὺ ἤθελε νὰ μὲ προετοιμάσει γιὰ ὅσα θὰ ἔβλεπα.
Γιὰ μία στιγμὴ τὸ ἔχασα ἀπὸ τὰ μάτια μου. Τὸ ἔκρυψε ἕνας λόφος μὲ πανύψηλα δένδρα. Λίγο πιὸ κάτω ὅμως καθὼς κατηφορίζαμε, ξαναφάνηκε γιὰ νὰ χαθῆ καὶ πάλι.
Σὲ κάμποσο, φτάσαμε κοντά του.
Ὁλοτρόγυρα κυπαρίσσια καὶ ἐλιές, ἀνάκατα μὲ καστανιὲς καὶ πεῦκα. Στοὺς γύρω λόφους θάμνοι καὶ παντοῦ ἐλιὲς άσημόφυλλες. Ἡ θάλασσα πραγματικὴ ὁμορφιά του, ποὺ στὰ νερά της καθρεφτιζότανε ἀκατάπαυστα. Στὴν γαλήνη καὶ στὴν φουρτούνα της ἀκούει πότε τὰ βογγητά της καὶ πότε τὸ γλυκό της ἀγκάλιασμα, καθὼς χτυπάει πάνω στὰ βράχια καὶ ξεχύνει τοὺς ἀφρούς της στὰ ἀκρογιάλια του.
Φτάσαμε, καὶ λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν πόρτα ξεπεζάμε, καθὼς συνήθως γίνεται σὲ ὅλα τὰ Μοναστήρια. Ὁ συνοδηγός μου φόρεσε τὸ ῥάσο του. Πλησιάσαμε, ἀφήνοντας τὸν Ἠλία νὰ κοιτάξει γιὰ τὰ ζῶά μας. Περάσαμε τὴν μεγαλόπρεπη πόρτα του. Ἕνας νεαρὸς καλόγερος μὲ γυλαιὰ μᾶς καλοσώρισε καὶ μοῦ ζήτησε τὸ διαμονητήριό μου.
Ἡ θάλασσα δὲν φαινότανε. Μόνο τὸ πάφλασμα τῶν κυμάτων καθὼς σκάγανε πάνω στὴν ἄμμο ἀκουγότανε. Δὲν ἦταν μακρυά. Ἕνας φυσικὸς λοφίσκος καὶ μερικὰ παληὰ οἰκήματα ποὺ βρίσκονταν στὴν ἄκρη τῆς μικρῆς αὐτῆς πολιτείας, τὴν κρύβανε.
Σταθήκαμε μία στιγμὴ γιὰ νὰ τραβήξω μία φωτογραφία καὶ νὰ καμαρώσω τὴν μεγαλόπρεπη μαρμαρένια πόρτα. Τοιχογραφίες γύρω-γύρω στοὺς τοἰχους τοῦ τρουλίσκου καὶ πάνω ἕνα μεγάλο καντήλι ποὺ ἔμοιζε μὲ φανάρι, φωτίζει τὶς εἰκονογραφίες καὶ δείχνει τὸν δρόμο στοὺς ἀργοπορημένους προσκυνητές. Ἀκριβῶς στὸ κέντρο τοῦ τρουλίσκου ἕνας μεγαλόπρεπος Παντοκράτορας εὐλογεῖ τὸν ἀνυποψίαστο ξένο. Πάνω ἐκεῖ ποὺ τελειώνει ἡ μεγάλη πόρτας, μία Πλατυτέρα σὲ μεγάλο μέγεθος, ὡραίας τέχνης, σὲ ὑποδέχεται καὶ σὲ κοιτάζει μὲ τὸ ἱλαρὸ καὶ γλυκό της βλέμμα.
Περάσαμε τὸ πρόπυλο καὶ μπήκαμε σὲ ἕναν φωτεινὸ διάδρομο. Στὴν ἀρχή του ἄνοιξε ἀπὸ κάπου ἕνα παραθυράκι καὶ μία φωνὴ μᾶς ῥώτησε.
-Ὁρίστε, τί θέλετε παρακαλῶ;
-Ἐπισκέπται, ἀπάντησα.
Μοῦ ξαναζήτησε καὶ ἐδῶ τὸ διαμονητήριο καὶ ἀφοῦ τὸ ἔριξε μία ματιά, μᾶς παρακάλεσε νὰ περάσουμε μέσα.
Ἀνεβήκαμε ἕνα-δύο σκαλοπάτια καὶ μπήκαμε ἀπὸ μία μικρὴ πορτούλα. Ἕως τὴν ὥρα αὐτὴ δὲν εἶχα δεῖ πουθενὰ σὲ ἄλλο Μοναστήρι μαγαζί. Ἔριξα μία ματιὰ γύρω μου. Σταυρουδάκια στὴν μικρὴ βιτρινούλα. Κομπολόγια κρεμασμένα. Γουδιὰ ξύλινα καὶ ὁλόκληρα σερβίτσια ἀπὸ ξύλο. Ὅλα θαῦμα λεπτότητας καὶ ὅλα φτιαγμένα μὲ τὸ χέρι καὶ τὴν ὑπομονὴ τοῦ καλόγερου, ποὺ κάθεται κλεισμένος στὸ μικρὸ ἐρημητήριό του πάνω ψηλὰ στὶς ἀπλησίαστες καὶ ἀφιλόξενες κορυφὲς τῶν Καρουλιῶν, τῆς Ἁγίας Ἄννης καὶ τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων. Ὁ πορτάρης τελείωσε τὴν ἐξέταση τοῦ διαμονητηρίου καὶ ἐγὼ τοῦ θυρωρείου του, τοῦ μικροῦ ἐκείνου μαγαζιοῦ, ποὺ πουλοῦσε ἀπὸ κομπολόγια μέχρι τσιγάρα γιὰ τοὺς ἐργάτες. Βγήκαμε ξανὰ ἀπὸ τὴν στενὴ τζαμόπορτα καὶ προχωρήσαμε στὸ φωτεινὸ μέρος τοῦ διαδρόμου τῆς πόρτας. Τὸ περάσαμε καὶ μπήκαμε σὲ ἕνα σκοτεινὸ μικρὸ κομμάτι τῆς παληᾶς, ὅπως λένε πόρτας, γιὰ νὰ βγοῦμε σὲ ἕνα μεγάλο προαύλιο, ποὺ τὸ μέγεθός του χανότανε καὶ κρυβόταν ἀπὸ ἕνα πλῆθος μικρῶν ἐκκλησιῶν καὶ ἄλλων κτιρίων.
Ἡ αὐλὴ τοῦ Βατοπεδίου εἶναι κάτι παράξενο. Ἕνα σύνολο ἀπὸ αὐλὲς μικρές, γεμᾶς ἡ κάθε μία τους ἀπὸ πολλὰ οἰκοδομήματα.
Μπροστὰ στὰ πόδια μας ἕνα στενόμακρο κομμάτι ἁπλωνόταν γιὰ τέρμα του. Εἶχε τὴν ἐκκλησία ποὺ πνιγμένη μέσα στὰ πολλὰ κτίρια, δὲν μποροῦσε νὰ ὑψώσει τοὺς τρούλους της ψηλότερα ἀπὸ ὅλα, γιὰ νὰ τοὺς φτάσει στὸν οὐρανό.
Τὸ ἔδαφος γύρω-γύρω, σὲ ἄλλα μέρη εἶναι ψηλότερο καὶ σὲ ἄλλα χαμηλότερο. Τὰ πολὺ ψηλὰ κελλιὰ τῶν καλογήρων, δὲν τὴν ἀφήνουν νὰ φανῇ καὶ νὰ δείξει τὸ ἐπιβλητικό της ἀνάστημα.
Κουρασμένοι καθὼς εἴμασταν ἀπὸ τὴν ὁλοήμερη πορεία μας, ἀνεβήκαμε μερικὰ σκαλοπάτια καὶ μπήκαμε σὲ ἕναν φωτεινὸ διάδρομο. Ἐκεῖ ἦταν τὸ ἀρχονταρίκι. Ὁ ἀρχοντάρης, ἕνας μεσόκοπος, ἔχει τὴν φήμη καὶ εἶναι ἀληθινὰ ὁ πιὸ εὐγενικὸς ἀρχοντάρης στὸ Ἅγιον Ὄρος. Πῶς κατάλαβε ὅτι εἴχαμε ἔρθει;Ἄγνωστο. προτοῦ καλὰ-καλὰ φτάσουμε καὶ προτοῦ ἀκόμη ἀνεβοῦμε τὸ τελευταῖο σκαλί, μᾶς ὑποδέχτηκε εὐγενικὰ μὲ ἕνα καλοσυνάτο χαμόγελο.
-Καλῶς ἤλθατε. Σᾶς παρακαλῶ, περάστε. Ἅγιε Παντοκράτορος, τί γίνεσθε; Πῶς πᾶνε τὰ ζητήματα τοῦ Ἁγίου Ὄρους;
Πρόχειρα μᾶς κέρασε ἕνα τσίπουρο, ἕνα λουκούμι καὶ ἕναν καφέ, ἀπαράιτητα γιὰ ἕνα ἁγιορείτικο κέρασμα. Γνώριζε τὸν φίλο μου, γιὰ αὐτὸ ὁ πάγος ἔσπασε γρήγορα καὶ ἡ γνωριμία μας ξεπέρασε ἀκόμα καὶ τὰ ὅρια τῆς τυπικότητας καὶ τῆς εὐγένειας καὶ ἔμεινε θερμὴ καὶ ἐγκάρδια.
Πιάσαμε τὴν κουβέντα ὥσπου νὰ συνέλθουμε λίγο. Μᾶς μίλησε γιὰ τοὺς ξένους ποὺ καθημερινὰ ἔρχονται καὶ δέχονται τὶς περιποιήσεις του, ἔπειτα μᾶς μίλησε γιὰ τὴν ζωή του, ποὺ εἶναι μοιρασμένη ἀνάμασε στὴν ὑποδοχὴ καὶ περιποίηση τῶν ξένων καὶ τὶς φροντίδες του στὸ ἀρχονταρίκι καὶ στὴν προσευχή.
Ὅταν ἡ συζήτηση ξεψύχησε, μᾶς πῆγε στὰ δωμάτιά μας, φωτεινά, μὲ ἕνα τραπεζάκι, μὲ ἕνα κρεβάτι, μία καρέκλα καὶ ἕναν καθρέφτη γιὰ μόνα στολίδια, ἔξω ἀπὸ τὶς προσωπογραφίες καὶ τὶς εἰκόνες ποὺ γέμιζαν τοὺς τοίχους.
Στὸ γύψινο ταβάνι ἦταν ζωγραφισμένα λουλούδια μὲ ἕναν κύκλο, κάτι σὰν ἥλιος μὲ ἀκτίνες καὶ προεκτάσεις. Τὸ πάτωμα στρωμένο μὲ μουσαμᾶ, ποὺ καθρεφτιζότανε πάνω στὸ ἄσπρο ταβάνι.
Βάλαμε πρόχειρα τὰ πράγματά μας σὲ μία γωνιὰ καὶ ῥίξαμε λίγο νερὸ στὸ πρόσωπό μας, γιὰ νὰ συνέλθουμε ἀπὸ τὴν κούραση καὶ νὰ ξεκουραστοῦμε ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία τοῦ μεσημεριάτικου ἥλιου καὶ ἀπὸ τὴν μονοτονία τοῦ πράσινου, ποὺ βασιλεύει σὲ ὅλο τὸ μάκρος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἕως τὴν πιὸ μικρὴ γωνιά του. Μονάχα ὁ πανύψηλος Ἄθωνας μὲ τὴν κωνοειδῆ κορυφή του καὶ τοὺς ὤμους του δεξιὰ καὶ ἀριστερά, σοῦ δίνει τὴν ποικιλία τῆς γυμνότητας καὶ ἀνακουφίζει τὸ μάτι στὸ μάκρος τῆς ἀποστάσεως.
Ὥσπου νὰ ἔρθει ἡ ὥρα γιὰ νὰ κατεβοῦμε στὴν ἐκκλησία, ξαπλώσαμε ὅπως εἴμαστε ντυμένοι στὰ κρεβάτια μας καὶ ὁ καθένας στὸ δωμάτιό του, ποὺ δὲν ἤτανε μακριὰ τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο. Ἔκλεισα τὰ μάτια καὶ παραδόθηκα στοὺς στοχασμοὺς καὶ τὴν ἀναπόληση. Στὸ μυαλό μου ξανάρθαν ὅλα τὰ παράξενα ποὺ ζοῦσα ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες. Ἡ θαυμάσια φύση, οἱ διαδρομές μου ἀνάμεσα στὸ πράσινο, ἔστησαν γύρω μου ἕναν τρελλὸ χορό. Μπερδεμένα ὅλα χωρὶς λογικὴ σειρὰ καὶ συνέπεια, πρόβαλαν ζωντανὰ στὰ κλειστά μου μάτια. Διάφορα κομμάτια, κουβέντες καὶ ἐντυπώσεις. Σὰν ἄνοιξα τὰ μάτια μου δὲν ἤμουνα βέβαιος ἂν κοιμήθηκα ἢ ὄχι. Καμπάνες ἀκούστηκαν καὶ μὲ ἀποτράβηξαν ἀπὸ τὶς ἀναπολήσεις μου, γυρίζοντάς με στὴν πραγματικότητα, μέσα σὲ τοῦτο τὸ ξένο καὶ ἄγνωστο καὶ φοβερὰ ἥσυχο περιβάλλον.
Πρὶν τελειώσω τὸ σιγύρισμά μου, ἡ πόρτα ἄνοιξε καὶ φάνηκε ὁ φίλος μου.
-Ἑτοιμάσου νὰ κατεβοῦμε στὴν ἐκκλησία.
-Ἕτοιμος, εἶπα.
Τὸν ἀκολούθησα καὶ πήγαμε στὸ σαλόνι. Ὁ ἀρχοντάρης πάντοτε πρόθυμος καὶ εὐγενικὸς μᾶς περίμενε, γιὰ νὰ μᾶς προσφέρει καφέ. Καθήσαμε στοὺς καναπέδες. Σὲ λίγο εἴχαμε ἀδειάσει τὰ φλιτζάνια μας καὶ ἡ δεύτερη καμπάνα δὲν εἶχε χτυπήσει γιὰ νὰ ἀρχίσει ὁ ἑσπερινός. Γιὰ αὐτὸ ὁ ἀρχοντάρης, γεμᾶτος φιλοφρόνηση μᾶς πρότεινε γιὰ νὰ περάσει ἡ ὥρα μας νὰ μᾶς δείξει τὸ ἀρχονταρίκι του.
Τὸν ἀκολουθήσαμε σὲ ἕναν φωτεινὸ διάδρομο μὲ πόρτες δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ὅλο νούμερα, λὲς καὶ εἴμαστε σὲ ξενοδοχεῖο. Ἄνοιξε μία πόρτα καὶ μᾶς ἔμπασε μέσα. Ἕνα ὡραῖο δωμάτιο ἀρχοντικοῦ τύπου, λιτὸ στὴν διακόσμησή του, μὰ μὲ τὶς ἀπαραίτητες ἀνέσεις καὶ ὅλα περασμένα ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ θαυμάσιου ἀρχοντάρη. Τὸ περιεργαστήκαμε καὶ εἴπαμε ἕναν λόγο ἐπαινετικό, προχωρώντας στὸ δεύτερο στὴν σειρά. Ὅλα θαυμάσια. Ἄλλα βλέπανε στὴν αὐλὴ τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ ἄλλα στὴν θάλασσα, ποὺ ἅπλωνε τὴν ὑγρὴ ἀπεραντοσύνη της κάτω ἀπὸ τὰ μπαλκόνια. Στὸ τέλος τοῦ διαδρόμου ἄνοιξε μία δίφυλλη πόρτα καὶ μᾶς πέρασε σὲ ἕνα θαυμάσιο σαλόνι. Στὰ ἀριστερά του ἄνοιξε μία ἄλλη πόρτα καὶ μᾶς ἔδειξε τὸ βασιλικὸ δωμάτιο. Ἕνα ὡραῖο ζεστὸ δωμάτιο μὲ λουλουδάτο μουσαμᾶ, ποὺ ἔβλεπε στὴν θάλασσα. Μᾶς ἔδειξε καὶ ἄλλα πολλὰ μὴ ξέροντας τὶ νὰ πρωτοθαυμάσουμε.
Ἡ καμπάνα, ἕνα ξύλινο χειροσήμαντρο αὐτὴ τὴν φορά, ποὺ χτυποῦσε παράξενα μὲ ἕναν μοναδικὸ ῥυθμό, μᾶς ἔκανε νὰ χάσουμε τὴν εὐκαιρία καὶ τὴν διάθεση γιὰ περισσότερο θαυμασμό.
Πήραμε τὸν ἴδιο δρόμο καὶ κατεβήκαμε τὶς σκάλες γιὰ τὴν ἐκκλησία.
Στὸ τέρμα ἄρχιζε ἡ ἀριστερὴ πλευρά. Τὴν ἀκολουθήσαμε δυτικά, θαυμάζοντας τὶς τοιχογραφίες τῆς στοᾶς. Παραστάσεις διάφορες καὶ ἐδῶ. πρὶν μποῦμε ἀπὸ τὴν πλαϊνὴ πόρτα, στάθηκα μία στιγμὴ γιὰ νὰ κοιτάξω τὸ καμπαναριό, ποὺ εἶναι τὸ πιὸ ψηλὸ ὕστερα ἀπὸ τὸ καμπαναριὸ τοῦ Σεραγιοῦ, μὲ τὸν «Ἀράπη», ἕνα ῥολόϊ τοῦ τοίχου ποὺ ἔχει ἕναν ἀράπη ἀνδρείκελο νὰ χτυπάει τὶς ὥρες.
Στὶς δύο στῆλες τοῦ καμπαναριοῦ μοῦ ἔδειξε ὁ φίλος μου μία ἐπιγραφή.
-Ἄδικος κόπος, μοῦ εἶπε. Πρέπει νὰ ἀνεβοῦμε μία σκάλα, γιατὶ διαφορετικὰ δὲν διακρίνουμε τίποτα.
Μιὰ καὶ ἦταν ἄσκοπο, στρίψαμε πρὸς τὴν πλαϊνὴ πόρτα, ποὺ εἶχε γιὰ φύλακά της ἕνα μαρμάρινο λιοντάρι στὰ δεξιά της καὶ τραβώντας ἕνα βυσσινὶ παραπέτασμα μπήκαμε στὸ ἐσωτερικό. Ἕνα μεγαλόπρεπο θέαμα παρουσιάστηκε μπροστά μας. ἕνας ἀριστουργηματικὸς ναός, εὐρύχωρος, γεμᾶτος πλοῦτο καὶ ἀφιερωμένος στὸν Θεό.
Μὲ μία γρήγορη ματιά, εἴδαμε ὅ,τι εἶναι δυνατὸ κανένας νὰ κρατήσει μονάχα γιὰ μία στιγμή, ἀπὸ ἕνα πλῆθος θαυμαστῶν καὶ ὡραίων.
Προχωρήσαμε καὶ πήραμε θέση σὲ δύο στασίδια, γιὰ νὰ παρακολουθήσουμε τὸν ἑσπερινὸ καὶ νὰ κοιτάξουμε τὸ κάθε τί, ποὺ θὰ ἔπεφτε στὸ ὀπτικό μας πεδίο.
Τὸ δάπεδο ποὺ πατούσαμε ἦταν στρωμένο μὲ πολύχρωμα μάρμαρα. Κάτω ἀπὸ τὸν μεγάλο πολυέλαιο ποὺ κρεμότανε ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ κεντρικοῦ μεγάλου τρούλου, ἕνας κύκλος, κάτι σὰν ἥλιος μὲ ἀκτίνες πολύχρωμες, σκορπίζονταν σὲ ὅλες τὶς κατευθύνσεις. Θαυμάσιο, ἐκστατικὸ θέαμα. Λίγο μπροστά μας, δεξιὰ καὶ ἀριστερά, σὰν ἀπομακρυνθῆς ἀπὸ τὸν Νάρθηκα, δύο θρόνοι ἐπιχρυσωμένοι καὶ ἄδειοι τώρα, ἀφοῦ τὸ Μοναστήρι δὲν ἔχει ἡγούμνενο, μὰ εἶναι Ἰδιόῤῥυθμο. Στὸν ἀριστερό, καὶ μπροστὰ ἀκριβῶς στὰ πόδια του, λίγο πρὸς τὰ δεξιά μας, μία ἑπτάφωτη λυχνία σὲ μικρότερο μέγεθος ἀπὸ αὐτὴν ποὺ εἶδαμε στὸ Μοναστήρι τῶν Ἰβήρων, μὰ πιὸ ἐξαίρετης τέχνης.
Οἱ τοιχογραφίες, τὸ τέμπλο, ὅλα θαυμάσια.
Ἀποῤῥοφημένος ἀπὸ τὴν παρατήρηση, μὲ βρῆκε τὸ τέλος τοῦ ἑσπερινοῦ. Σὰν ὁ παπᾶς τελείωσε, ὁ φίλος μου μὲ πῆγε στὸ ἐσωτερικό, γιὰ νὰ θαυμάσουμε καὶ νὰ προσκυνήσουμε τὰ ἅγια λείψανα.
Περάσαμε τὴν ἀριστερὴ Πύλη καὶ θαμπώθηκα.
Ἂν ὁ κυρίως ναὸς εἶναι μεγαλόπρεπος, τὸ ἱερὸ εἶναι ἀπερίγραπτο σὲ ὡραιότητα, πλοῦτο καὶ μεγαλοπρέπεια. Ἡ Ἁγία Τράπεζα ἀπὸ μάρμαρο, τὸ δάπεδο καὶ αὐτὸ μαρμάρινο, εἰκόνες τέχνης γύρω-γύρω, τοποθετημένες σὰν σὲ πινακοθήκη.
Ἕνας νέος στὴν ἡλικία παπᾶς, ἄνοιξε ἕνα σεντούκι μὲ τὰ ἅγια λείψανα. Τὰ προσκυνήσαμε μὲ εὐλάβεια καὶ ἀπολαύσαμε τὴν ἐξαίρετη καὶ οὐράνια εὐωδία τους.
Ὁ παπᾶς μᾶς ἐξηγοῦσε τὸ κάθε τί, μὰ ποῦ νὰ θυμηθῆ κανεὶς ὅλα τὰ ὀνόματα. Ἔπειτα, ἀνοίγοντας ἕνα ἄλλο πολύτιμο κουτί, μᾶς κάλεσε νὰ προσκυνήσουμε τὴν Ἁγία Ζώνη τῆς Θεοτόκου. Μὲ πόσο δέος τὴν ἀσπάστηκα.
Βρισκόταν πρῶτα στὸ Μοναστήρι τῶν Βλαχερνῶν στὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ λίγο ἀργότερα στὴν Ἁγία Σοφία. Στὸν ΙΔ´ αἰῶνα ὁ ἡγεμόνας τῆς Σερβίας Λάζαρος τὴν χάρισε στὸ Βατοπέδι, ὅπου βρίσκεται καὶ σήμερα.
Ὅση ὥρα τὴν θαύμαζα ἄνοιξε ἕνα ἄλλο κουτί.
-Εἶναι τὰ περίφημα «Νινιὰ» τῆς Θεοδώρας, μᾶς εἶπε.
Γιὰ αὐτὸ ἀναφέρει ἡ παράδοση, ὅτι τὰ φύλαγε κρυφὰ ἀπὸ τὸν εἰκονομάχο αὐτοκράτορα Θεόφιλο ἡ αὐτοκράτειρα Θεοδώρα καὶ τὰ προσκυνοῦσε σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς βασιλείας του. Ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατό του, τὰ φύλαξε σὰν κειμήλια καὶ σὰν ἐνθύμια τῆς ταραγμένης ἐκείνης ἐποχῆς. Ἔτσι σώθηκαν. Ἡ Ἄννα ἡ Παλαιολογίνα τὰ χάρισε στὸ Μοναστήρι.
Μοῦ ἔδειξαν καὶ ἄλλες ἀρχαῖες εἰκόνες, καθὼς καὶ ἕναν σταυρὸ ὁλόχρυσο μὲ Τίμιο Ξύλο καὶ τόσα ἄλλα ἀκόμα, πολύτιμα καὶ ἱερά.
Ὁ παπᾶς, μάζεψε τὰ κιβώτια καὶ τὰ κλείδωσε πάλι στὸ σιδερένιο μπαοῦλο, ἀφοῦ γιὰ μία ἀκόμη φορὰ προσκυνήσαμε.
Ἕτοιμαστήκαμε νὰ φύγουμε ὅταν μᾶς σταμάτησε ἡ φωνή του.
-Περιμένετε λίγο, γιὰ νὰ σᾶς δείξω κάτι μοναδικὸ στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Κοντοσταθήκαμε κοντὰ στὸ τέμπλο. Γύρω-γύρω τοιχογραφίες. Ψηλάφησα τὸ τέμπλο. Πῆγα κοντὰ στὶς τοιχογραφίες γιὰ νὰ ἀνακαλύψω τὸ μυστικὸ τῆς δύναμής τους, ποὺ σὲ τραβοῦν καὶ δὲν σὲ ἀφήνουν νὰ ξεκολλήσεις τὸ μάτι σου ἀπὸ πάνω τους.
Μὰ δὲν ἀνακάλυψα τίποτα.
Ὁ παπᾶς ἦρθε καὶ μᾶς πῆγε κάτω ἀπὸ τὸ δεξιὸ κιονόκρανο. Σήκωσε τὸ χέρι του καὶ μᾶς ἔδειξε τὴν εἰκόνα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Πραγματικά, ἦταν κάτι τὸ μοναδικό. Ἔπειτα, μᾶς πῆγε στὴν Λιτὴ καὶ μᾶς ἔδειξε τὴν «Δέηση». Ὅλα ἀπὸ μωσαϊκό. Λίγο ἀριστερὰ καὶ πάνω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ παρεκκλησίου, μᾶς ἔδειξε τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἐπίσης ἀπὸ μωσαϊκό. Ὅλα ἔργα τέχνης θαυμάσιας καὶ μοναδικὰ στὸ εἶδός τους.
Περάσαμε τὴν πόρτα τοῦ Νάρθηκα καὶ μαγεμένοι ἀπὸ ὅ,τι εἴδαμε, βγήκαμε καὶ πάλι ἀπὸ τὴν πλαϊνὴ πόρτα καὶ ἀνεβήκαμε τὶς ἴδιες σκάλες.
Στὴν δεύτερη σκάλα στρίψαμε ἀριστερά, ἀνεβήκαμε ἄλλες σκάλες καὶ φτάσαμε στὴν Βιβλιοθήκη. Ἐκεῖ σταματήσαμε, ἀφοῦ περιμέναμε γιὰ λίγο τὸν βιβλιοθηκάριο. Σὲ λίγο ἀκούστηκαν βήματα βαριά, καὶ ἀπὸ πέρα φάνηκε ἕνας ἀρκετὰ ἡλικιωμένος μοναχός. Μᾶς χαιρέτησε καὶ ὕστερα τράβηξε ἀπὸ τὶς τσέπες ἕναν ἁρμαθὸ ἀπὸ κλειδιά. Ξεχώρισε ἕνα καὶ ἀφοῦ ἄνοιξε τὴν μία κλειδαριά, ἄνοιξε τὴν δεύτερη. Ἔσπρωξε τὰ βαρειὰ πορτόφυλλα καὶ μᾶς κάλεσε νὰ περάσουμε. Ἀνεβήκαμε ἔτσι μερικὰ σκαλιά, καὶ σταθήκαμε σὲ μία ἄλλη κλειδωμένη πόρτα. Ὁ βιβλιοθηκάριος πέρασε πρῶτος καὶ τὴν ἄνοιξε καὶ αὐτήν. Ἀκολουθήσαμε τὸ ἀνέβασμα τῶν σκαλοπατιῶν ποὺ γύριχαν ἕνα κύκλο ἀνάμεσα ἀπὸ χοντροὺς τοίχους καὶ τέλος σὲ ἕνα ἄνοιγμα ἀντικρύσαμε τὴν Βιβλιοθήκη.
Μᾶς ἔδειξε πρῶτο τὸ χειρόγραφο τῆς Γεωγραφίας τοῦ Κλαυδίου Πτολεμαίου. Στὴν βιτρίνα αὐτὴ ὑπάρχουν καὶ ἄλλα χειρόγραφα στολισμένα μὲ μινιατοῦρες στὸ ἐσωτερικό τους. Μινιατοῦρες, εἰκόνες χρυσοφτιαγμένες, ἀρχικὰ γράμματα, ὅλα σοῦ δίνουν τὴν εἰκόνα τοῦ ἀληθινοῦ κομψοτεχνήματος.
Ἕνας κόσμος θαυμάσιος, ποὺ σὲ φέρνει σὲ ἄλλους μακρινοὺς κόσμους καὶ σοῦ δημιουργεῖ τὸν πόθο νὰ μὴν τὸν ἐγκαταλείψεις καὶ νὰ μὴν φύγεις ποτὲ μακριά σου. Τὰ κοίταζα ὅλα ἀρχόταγα. Τὶ θαυμαστὸς κόσμος. Ἄγνωστος ἀπὸ πολλούς, σκεπτόμουνα. Μέσα ἐδῶ μπορεῖς νὰ ξεχάσεις τὸ σημερινό, νὰ φύγεις χίλια καὶ παραπάνω χρόνια γυρίζοντας πίσω καὶ νὰ ζήσεις σὰν ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς τοῦ μεσαίωνα, μὲ τὶς πολλὲς δεισιδαιμονίες του καὶ τὸ ζωντανὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα. Ἀνάμεσα στὸν κόσμο αὐτὸ τῶν βιβλίων, μπορεῖς νὰ δημιουργήσεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου ψευδαισθήσεις, παραλογισμούς, μπορεῖς νὰ νιώσεις τὰ βιβλία σὰν ὑπάρξεις ζωντανὲς ποὺ μιλᾶνε καὶ κινιοῦνται, νὰ τὰ ἀγαπήσεις καὶ νὰ ζήσεις εὐτυχισμένος μέσα σὲ αὐτὸν τὸν παραλογισμό, σὰν τοὺς Αἰγυπτιολόγους, ποὺ ἐρωτεύονται τὶς νεκρὲς μούμιες βασιλιάδων καὶ βασιλισσῶν ποὺ ἔζησαν χιλιάδες χρόνια πρίν. Καὶ ἡ ἀγάπη αὐτὴ ἔχει κάποιο στοιχεῖο παράξενο καὶ παρήγορο. Τὸ στοιχεῖο τῆς σιγουριᾶς καὶ τῆς νομιμότητος. Σὰν ἀγαπᾶς τὰ λείψανα ἐτοῦτα τῆς ἀρχαίας λαμπρῆς ζωῆς, δὲν διατρέχεις τὸν κίνδυνο νὰ ἀπογοητευθῆς, νὰ πονέσεις ἀπὸ τὴν μικρότητα ποὺ εἶναι συνηθισμένη σὲ ὅλες τὶς ἀγάπες τῆς ζωῆς. Εἶναι ἀφύσικη καὶ ὅμως παθιασμένη καὶ σίγουρη ἀγάπη καὶ τὴν παθαίνουν ὅλοι οἱ βιβλιοθηκάριοι τοῦ κόσμου, μὰ εἶναι ἁγνή, χωρὶς κανένα στοιχεῖο ἁμαρτωλότητας καὶ γιὰ αὐτὸ πιὸ δυνατή. Ζήλεψα τὸν ψαρογένη καλόγερο, ποὺ μέσα στὴν τσέπη του φύλαγε ἕναν μεγάλο θησαυρό, καὶ τὸν εἶχε πάντα στὴν διάθεσή του.
Μᾶς πέρασε στὰ δεξιά, καὶ μᾶς ἔδειχνε μία-μία τὶς θαυμάσιες, τακτοποιημένες βιβλιοθῆκες μὲ τὰ ὐπέροχα χειρόγραφα.
Στὴν γωνιὰ τοῦ δεξιοῦ τοίχου, μία βιβλιοθήκη μὲ χοντρὰ χειρόγραφα. Λένε, ὅτι ὁλόκληρη εἶναι γεμάτη μὲ χειρόγραφα τοῦ Αὐτοκράτορα Ἰωάννη Κατακουζηνοῦ. Αὐτὸς ἀργότερα ἔγινε καλόγερος καὶ ὀνομάστηκε Ἰωάσαφ. Χειρόγραφα, ἔντυπα, βρίσκονται σὲ ὁλόκληρη τὴν βιβλιοθήκη λαὶ ὅλα στολισμένα μὲ μινιατοῦρες. Χρυσόβουλλα αὐτοκρατορικά, Σιγίλια πατριαρχικά, ἕνα πλῆθος ἀπὸ θαυμάσια πραγματικὰ στολίδια, τούρκικα φιρμάνια, καὶ τόσα ἄλλα βρίσκονται στὴν Βιβλιοθήκη τοῦ Βατοπεδίου.
Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ χειρόγραφα ποὺ μοῦ δείξανε, εἶδα μία μινιατοῦρα ποὺ εἰκονίζει τὸν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Κατακουζηνό, αὐτὸν ποὺ ἔγινε καλόγερος στὸ Μοναστήρι τοῦ Βατοπεδίου. Κοίταξα στὸ τέλος τοῦ χειρογράφου καὶ εἶδα τὴν πολύπλοκη ὑπογραφή του στολισμένη μὲ χρυσάφι.
Εἶδα πολλὰ ἀκόμα καὶ στὸ τέλος ἔκανα σύγκριση μὲ τὴν βιβλιοθήκη τῶν Ἰβήρων.
Δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει τὸν πλοῦτο τῆς Βιβλιοθήκης τοῦ Βατοπεδίου. Ὰν καὶ περιέχει πληθώρα ἀρχετύπων τῆς Ἰβήρων, ἡ τακτοποίησή της ὑστεροῦσε πολύ. Ὁ βιβλιοθηκάριος τοῦ Βατοπεδίου, εἶναι μία ζωντανὴ ἀντίθεση. Μιλοῦσε γιὰ παραδόσεις μὲ ἕναν χαρακτηριστικὸ παλμό. Στὸ Ἰβήρων, ὁ βιβλιοθηκάριος μιλοῦσε γιὰ φιλοσοφία καὶ γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς πραγματικῆς φιλοσοφίας, δίνοντας δευτερεύουσα σημασία στὸν πλοῦτο τῆς βιβλιοθήκης καὶ στὴν φήμη τοῦ Μοναστηριοῦ του.
Στὸ τέλος, ὁ βιβλιοθηκάριος μᾶς φύλαξε μία ἔκπληξη. Σὲ ἕνα παράξενο κουβούκλιο ἔχωσε ἕνα κλειδὶ καὶ μὲ μία ἐπιδέξια κίνηση παρουσίασε στὰ μάτια μας ἕνα καταπληκτικὸ ποτήρι, ποὺ ἔμοιαζε σὰν τὸν ἔναστρο οὐρανὸ στὴν σκοτεινὴ νύκτα. Πλησιάσαμε κοντά. Μείναμε ἄφωνοι κοιτάζοντάς του καλύτερα. Εἶναι τὸ πιὸ πολύτιμο ἔργο τέχνης καὶ ἀξίας. Δὲν εἶναι μονάχα ἡ τέχνη, μὰ ἔχει καὶ πραγματικὴ ἀξία, γιατὶ εἶναι καμωμένο καθὼς μᾶς εἶπε, ἀπὸ χημικὴ σύνθεση πολύτιμων λίθων. Μοὖπε πὼς τὸ ὀνομάζουν «Ἴασπι» καὶ ὅτι ἦταν τοῦ Μανουὴλ τοῦ Παλαιολόγου. Τὸ ποτήρι τὸ κρατᾶνε δύο ὁλόχρυσα φίδια στηριγμένα σὲ βάση χρυσή, μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Μανουὴλ Παλαιολόγου χαραγμένο ὁλοτρόγυρα. Τὸ χρησιμοποιοῦσε γιὰ καθημερινὴ χρήση καὶ τὸ ἔφτιαξε γιὰ νὰ παίρνει θαυμάσιο χρῶμα τὸ κρασί. Λιωμένα πετράδια διακρίνονται στὸ βάθος του. Στὶς τέσσερις πλευρές του ἔχει τὸ μονόγραμμα τοῦ Δεσπότη τοῦ Μυστρᾶ, σὰν ἀδιάψευστο στοιχεῖο τῆς γνησιότητός του. Ὁ ἴδιος τὸ χάρισε στὸ Μοναστήρι τοῦ Βατοπεδίου.
Ἡ ὥρα περνοῦσε. Ὁ βιβλιοθηκάριος φαινόταν κουρασμένος. Σὰν τὸ κλείδωσε καὶ πάλι, μᾶς εἶπε ὅτι ἡ ἀξία του εἶναι ἀνεκτίμητη. Οὔτε ὁλόκληρος ὁ προϋπολογισμὸς ἑνὸς κράτους δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀντισταθμήσει τὴν ἀξία του. Φτάσαμε στὴν πόρτα καὶ περάσαμε πρῶτοι. Πέρασε καὶ αὐτὸς καὶ κλείνοντας πίσω του τὴν πόρτα, ἀκούστηκε ἕνας ἦχος καμπάνας. Περίεργος, κοίταξα γύρω μου. Πουθενὰ καμπάνα.
-Εἶναι ἡ καμπάνα τῆς κλειδαριάς, μᾶς ἐξήγησε. Τὴν ἔφτιαξε ἕνας καλόγερος κλειδαρᾶς, γιὰ νὰ ἐμποδίσει τὴν διάῤῥηξη. Ἔτσι, ἂν κανεὶς ἐπιχειρήσει νὰ ἀνοίξει τὴν πόρτα μὲ ἀντικλείδι, ἀμέσως ἡ καμπάνα χτυπάει καὶ εἰδοποιοῦνται οἱ μοναχοί. Βλέπετε, ἐδῶ κρύβονται τόσοι θησαυροί.
Συμφώνησα μαζί του. Ὁ κόσμος ὅλος πρέπει νὰ χρωστάει εὐγνωμοσύνη στοὺς ἀφανεῖς αὐτοὺς ἥρωες, ποὺ ἀρνήθηκαν τὸν κόσμο, γιὰ νὰ ζήσουν μία ζωὴ ἀνώτερη καὶ νὰ διαφυλάξουν τὶς παραδόσεις, τὰ μνημεῖα ποὺ ἄφησε ἡ ἀρχαιότητα ἀνάμεσα στοὺς αἰῶνες ποὺ πέρασαν καὶ τὰ ἀμέτρητα κειμήλια τῶν Μοναστηριῶν.
Συζητώντας, κατεβήκαμε τὶς σκάλες καὶ ἀφοῦ κλείδωσε καὶ τὴν ἄλλη σιδερένια πόρτα, στρίψαμε δεξιά, καὶ σὰν κατεβήκαμε δύο σκαλοπάτια, βαδίσαμε σὲ ἕναν ἀρκετὰ εὐρύχωρο διάδρομο στρωμένο μὲ χαλιὰ ποὺ ἔπνιγαν τὰ βήματά μας. Στὸ ἀριστερό του μᾶς ἔδειξε τὴν Τράπεζα, ποὺ χρησιμοποιοῦν μόνο στὶς πανηηύρεις καὶ σὲ ἐπισκέψεις μεγάλων προσωπικοτήτων. Δὲν εἶχε τὰ κλειδιά, γιὰ αὐτὸ κοιτάξαμε μέσα ἀπὸ τὸ τζάμι, μὰ δὲν μπόρεσα νὰ διακρίνω οὔτε τὸ σχῆμά της οὔτε τίποτε ἄλλο χαρακτηριστικό.
-Εἶναι ἡ πιὸ ὡραία Τράπεζα, μοῦ εἶπε ὁ πατὴρ Εὐθύμιος. Εἶναι φτιαγμένη σὲ σχῆμα Π. Γενικὰ ὅμως, ὅπως ἔχεις διαπιστώσει καὶ ὁ ἴδιος, τὸ Βατοπέδι εἶναι τὸ πιὸ πλούσιο Μοναστήρι μὲ τὸ πιὸ θαυμάσιο ἀρχονταρίκι. Ἐδῶ εἶναι τὸ Συνοδικό, δηλαφὴ τὰ Γραφεῖα. συνεδριάζουν οἱ Προϊστάμενοι καὶ παίρνουν τὶς διάφορες ἀποφάσεις ποὺ ἀφοροῦν τὸ Μοναστήρι. Εἶναι καὶ αὐτὸ πνιγμένο στὴν πολυτέλεια, καθὼς θὰ δῆς.
Εἶχε δίκιο. Τὸ δείχνανε τὰ χαλιὰ ποὺ ἦταν στρωμένα κάτω καὶ οἱ μεγάλες δίφυλλες πόρτες. Προχωρήσαμε στὸ βάθος καὶ μᾶς ἔδειξαν τὸ σαλόνι τοῦ Συνοδικοῦ, ποὺ οἱ καλόγεροι παίρνουν τὸν καφέ τους ὅλοι μαζὶ κάθε Κυριακὴ καὶ τὶς μεγάλες ἑορτές. Εἶναι ἕνα εὐρύχωρο δωμάτιο μὲ ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ θαυμάσια χαλιὰ τοῦ κόσμου, ποὺ φέρνει τὰ ἀρχικὰ γράμματα τῆς Μονῆς, Ι.Μ.Β.
Ὁ διάδρομος αὐτὸς ἦταν ἀρκετὰ μεγάλος καὶ μὲ αὐτὸν στρωνότανε ὁλόκληρος ὁ δρόμνος ἀπὸ τὴν θάλασσα μέχρι τὴν πόρτα τοῦ Μοναστηριοῦ. Στρώθηκε γιὰ μία μονάχα φορά, σὰν ἐπισκέφτηκε τὸ Μοναστήρι ὁ Πρωθυπουργὸς Ἐλευθέριος Βενιζέλος. Τὸν εἶχαν ἑτοιμάσει γιὰ νὰ πατήσει ὁ Βασιλιᾶς Κωνσταντῖνος. Στερνὰ ὁ τάπητας αὐτὸς κομματιάστηκε καὶ στρώθηκε σὲ διάφορα σαλόνια. Τὸ μεγαλύτερο κομμάτι βρίσκεται στὸ Συνοδικό. Εἶναι ἕνα πολύχρωμο χαλί, μὲ κυρίαρχο χρῶμα τὸ θαλασσί. Στὸ κέντρο καὶ σὲ ὁρισμένες ἀποστάσεις βρίσκεται ἀπὸ ἕνας δικέφαλος ἀετός, μὲ τὰ ἀρχικὰ τοῦ Μοναστηριοῦ.
Πολυέλαιοι καὶ ἐδῶ κρέμονται ἀπὸ τὴν ὀροφὴ ποὺ εἶναι στολισμένη μὲ λουλούδια.
Ἀπὸ τὸ μεγάλο ἐτοῦτο σαλόνι, μὰς πῆγε ὁ βιβλιοθηκάριος σὲ ἕνα πιὸ μικρό, ποὺ βλέπει στὴν θάλασσα. Βγήκαμε στὸ μπαλκόνι καὶ καθήσαμε. Μᾶς πρόσφεραν καφέ. Βιαστικὰ τὸν ἤπιαμε, γιατὶ περνοῦσε ἡ ὥρα καὶ εἴχαμε πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ βρεθοῦμε ἐκείνη τὴν ὥρα στὸ Μοναστήρι τοῦ Παντοκράτορος. Τοὺς εὐχαριστήσαμε λοιπόν, μὲ μία ἐγκάρδια χειραψία καὶ κατεβήκαμε μὲ βιαστικὰ βήματα τὶς σκάλες.
-Ἂς βιαστοῦμε, εἶπε ὁ φίλος μου, γιατὶ ἡ ὥρα πέρασε καὶ ὁ ἥλιος δὲν θὰ ἀργήσει νὰ βασιλέψει.
Σύντομα βρεθήκαμε στὴν πόρτα. Ὁ Ἠλίας περίμενε. Καβαλλικέψαμε τὰ ζῶα καὶ πήραμε τὸν δρόμο τῶν Καρυῶν.
Βιάσαμε λίγο τὰ μουλάρια. Ὁ δρόμος τώρα ἦταν πιὸ εὐχάριστος, γιατὶ οἱ σκιὲς τῶν δέντρων εἶχαν μεγαλώσει καὶ τὸν σκεπάζανε. Δὲν λέγαμε κουβέντα. Εἴμαστε ἀποῤῥοφημένοι στὸ μεγαλεῖο τῆς φύσεως, ποὺ ὅσο καὶ ἂν τὴν κοιτᾶς δὲν τὴν χορταίνεις. Ζῶνες ἀπὸ σκιὰ καὶ ἥλιο δημιουργοῦσαν κάποιο παράξενο καὶ γοητευτικὸ σύμπλεγμα. Κορφὲς δένδρων μὲ λαμπερὲς τὶς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου μεσουράνιζαν βουτηγμένες στὴν σκιὰ καὶ κάτω ἡ θάλασσα γαληνεμένη στὴν βραδυνὴ πιὰ ὥρα, νὰ παίζουν τὰ χρώματα παράλογα πάνω της. Στὰ ἀριστερά μας πρόβαλε μεγαλόπρεπη ἡ κορυφὴ τοῦ Ἄθωνα.
Πόση μεγαλοπρέπεια καὶ πόσο μεγαλεῖο. πῶς νὰ ξεχάσεις μία τέτοια ὁμορφια; Πῶς νὰ μὴν θαυμάσεις καὶ νὰ γεμίσει ἡ ψυχή σου ἀπὸ δοξολογία στὸν Δημιουργό; Αὐτὸ τὸ παράξενο προνόμιο ἔχει ἡ φύση, νὰ σὲ ὁδηγῆ κοντὰ στὸν Θεό. Ψάχνεις γιὰ τὴν δημιουργό της, ἀνακατεύεις γιὰ νὰ ἐξαφανίσεις τὸ ἄγνωστο. Ἴσως ὅμως καὶ νὰ τὸ μεγαλώσεις. Ἴσως νὰ νιώσεις στὴν ψυχή σου πόνο, ἕνα σκίσιμο, γιατὶ δὲν μπορεῖς νὰ γίνεις ἕνα μὲ αὐτήν, νὰ ἐξαφανιστῆς ἐσὺ ὁ ἴδιος στὴν ἀπεραντοσύνη της.
Καὶ ὅμως νιώθεις μία τέτοια γλυκειὰ ἀνησυχία, ποὺ δὲν θέλεις νὰ τελειώσει ποτέ, ποὺ παρακαλᾶς νὰ συνεχιστῆ. Παράξενη φύση καὶ ἐσὺ πιὸ παράξενε ἄνθρωπε.
Προχωρήσαμε κάπου μία ὥρα. Φτάσαμε σὲ ἕνα μονοπάτι, πήραμε ἕνα στενὸ δρομάκι ποὺ ἀνηφόριζε ἀνάμεσα στοὺς ψηλοὺς καὶ πυκνοὺς θάμνους. Ἀριστερά μας εἴχαμε τὴν θάλασσα καὶ δεξιά μας τὸ βουνὸ μὲ τὶς πανύψηλες καστανιές του. Κάτω χαμηλὰ στὸ ἀκρογιάλι, φαινότανε ἕνας πύργος καὶ μερικὰ ἐρημητήρια.
-Ἡ Κολιτσοῦ, μοῦ εἶπε ὁ φίλος, ποὺ πρόσεξε τὸ βλέμμα μου, μιὰ καὶ εἶχε καρφωθῆ πρὸς τὰ ἐκεῖ. Εἶναι μερικὰ Κελλιὰ κοντὰ στὴν θάλασσα, ποὺ οἱ καλόγεροι ποὺ μένουν σὲ αὐτὰ ζοῦνε μονάχα ἀπὸ τὸ ψάρεμα. Λιγοστοὶ σήμερα κατοικοῦν σὲ αὐτά.
Κατηφορίσαμε λίγο ἀκόμα καὶ ὁ δρόμος ἔγινε στενὸς καὶ χωματένιος.
Σὲ μερικὲς μεριές, γινόταν ἐπικίνδυνα ἀνηφορικὸς μὲ ῥεματιὲς καὶ πυκνοὺς φουντωμένους θάμνους. Σκιερὴ δροσιὰ εἶχε πέσει σὲ ὁλόκληρη τὴν πλαγιά.
Κατηφορίσαμε πάλι καὶ σὲ μία στιγμὴ πρόβαλε μπροστά μας ἕνα ἀπέραντο κτῆμα τριγυρισμένο μὲ συρματόπλεγμα καὶ ἔχοντας καταμεσίς του ἕνα μικρὸ σπίτι.
-Εἶναι ἡ Φαλακροῦ. Κτῆμα τοῦ Μοναστηριοῦ μας, εἶπε ὁ φίλος μου. Στὰ παληὰ χρόνια ὑπῆρχε ἐδῶ Μοναστήρι, μὰ ἐρημώθηκε στὸν 14ον αἰώνα καὶ ἀνήκει τώρα στὸ Μοναστήρι τοῦ Παντοκράτορος. Τώρα σὲ αὐτὸ τὸ σπιτόπουλο ζῆ ἕνας καλόγερος, γιὰ νὰ φροντίζει τὰ ὀπωροφόρα δένδρα.
Σὲ μικρὴ ἀπόσταση βρήκαμε μία βρυσούλα ποὺ τὴν σκέπαζαν πελώρια πλατάνια. Ἂν καὶ ἡ ὥρα ἦταν περασμένη κατεβήκαμε γιὰ νὰ δροσιστοῦμε μὲ τὸ ἄφθονο νερό της καὶ δίχως πολλὴ καθυστέρηση ξεκινήσαμε καὶ πάλι. Ἀνηφορίσαμε τὴν ῥεματιά, καὶ ὁ δρόμος ἔγινε πλαϊνός, γιὰ νὰ κατηφορίσουμε ἀπότομα. Σὲ μία στιγμή, σὲ ἕνα στρίψιμο, πρόβαλε μπροστά μας ἕνα μεγάλο συγκρότημα κτιρίων. Ἦταν ἡ Ῥωσσικὴ Σκήτη τοῦ Προφήτη Ἠλία, τριγυρισμένη μὲ κήπους ποὺ στηριζόντουσαν σὲ πεζούλια καὶ μὲ ἕναν μεγάλο ναὸ στὴν μέση. Χτισμένη πάνω σὲ ἕναν λοφίσκο, φάνταζε ἐπιβλητικὴ μέσα στὴν ἀνυπαρξία ἄλλων κτιρίων.
Πήραμε τὴν κατηφοριά, καὶ μπήκαμε σὲ ἕνα ἐλαιῶνα. Στὴν ἴδια πλαγιά, σὲ προσμένει μεγαλόπρεπο τὸ Μοναστήρι τοῦ Παντοκράτορος.
Σὰν τὸ ἀντίκρυσα, ἔνιωσα μία ζεστασιά. Τὸ ἔνιωσα σὰν κάτι δικό μου, σὰν κάτι ποὺ δὲν μοῦ ἦταν ξένο. Μήπως ἐπειδὴ ὁ φίλος μου ἦταν αὐτουνοῦυ τοῦ Μοναστηριοῦ; Ἴσως. Τὸ γεγονὸς εἶναι ἕνα, ὅτι τὸ ἔνιωσα νὰ τὸ ἀγαπάω πρὶν καλὰ καλὰ τὸ γνωρίσω.
Εἶναι χτισμένο στὸ τέρμα τῆς πλαγιᾶς, μὲ τὴν μία πλευρά του χωμένη στὴν θάλασσα καὶ τὴν ἄλλη λίγο πιὸ μπροστά. Τώρα στὸ ἡλιοβασίλεμα, τὰ κελλιά του σκοτεινά, ζοῦν τὴν θάλασσα καὶ καθρεφτίζονταν μέσα της.
Πιάσαμε τὸ δεξὶ πλάϊ καὶ συναντήσαμε τὰ πρῶτα μικρὰ σπίτια. Τὰ χρησιμοποιοῦν οἱ ἐργάτες τοῦ Μοναστηριοῦ, γιὰ νὰ μένουν σὲ αὐτὰ καὶ νὰ πορεύονται, γιατὶ σὲ κανένα Μοναστήρι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μένουν μέσα.
Ἡ κατηφόρα τελείωσε καὶ ἕνα πλακόστρωτο ἀνηφοράκι μᾶς ἔφερε ἀνάμεσα ἀπὸ τὸ Κοιμητήρι καὶ τὰ παρεκκλησάκια, μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ Μοναστηριοῦ.
Κατεβήκαμε ἀπὸ τὰ ζῶα λίγο πρὶν φτάσουμε καὶ ὁ πατὴρ Εὐθύμιος ἔδωσε ἐντολὴ σὲ ἕναν ἐργάτη νὰ πάει τὰ πράγματά μας στὸ ἀρχονταρίκι.
-Θὰ ἔχουμε ἀγρυπνία ἀπόψε, γι᾿ αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ σὲ φιλοξενήσω στὸ δωμάτιό μου, γιατὶ θὰ ταλαιπωρηθῆς. Στὸ ἀρχονταρίκι θὰ μπορέσεις καὶ λίγο νὰ κοιμηθῆς, ἐνῶ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει στὸ δωμάτιό μου.
-Σὲ παρακαλῶ πάτερ. Νομίζω ὅτι στὸ ἀρχονταρίκι θὰ βολευτῶ καλύτερα. Ἔπειτα καθὼς λές, θὰ πρέπει νὰ κοιμηθῶ περισσότερο, γιατὶ πραγματικὰ αἰσθάνομαι κατάκοπος καὶ κουρασμένος. Θὰ σᾶς παρακαλοῦσα νὰ μὲ ἀφήσετε νὰ κοιμηθῶ περισσότερο ἀπὸ μία-δύο ὧρες.
-Ὡραία. Τότε θὰ ἔρθω νὰ σὲ πάρω στὴν ἀρχὴ καὶ σὰν τελειώσει ὁ ἑσπερινός, μπορεῖς νὰ ξεκουρασθῆς. Δὲν θὰ πρέπει νὰ χάσεις τὰ πιὸ σπουδαῖα τεμάχια τῆς ἀγρυπνίας. Ἄφησε νὰ κανονίσω ἐγὼ τὸν ὕπνο σου. Ἐγὼ τὰ ξέρω καλύτερα. Ἂς προχωρήσουμε λοιπόν, καὶ ἂς μὴν μένουμε ἐδῶ.
Προχωρήσαμε μαζὶ στὸ προαύλιο.
Ἀπέναντι ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ Μοναστηριοῦ, βρισκότανε ἕνα θαυμάσιο ὑπόστεγο. Θαυμάσιο καὶ γιὰ τὴν θέα του καὶ γιὰ τὴν ξεκούραση ποὺ σοῦ χαρίζει. Τὸ λένε καὶ ἐδῶ Κιόσκι. Στὶς τρεῖς πλευρές του ξύλινοι πάγκοι γιὰ νὰ καθίσεις καὶ νὰ ξεκουραστῆς.
Δὲν ἄντεξα. Ξέφυγα ἀπὸ τὴν συντροφιὰ καὶ πῆγα νὰ καμαρώσω τὴν θάλασσα.. θαῦμα! Σκοτεινή, ὑγρή, μυστηριώδης, ἔσκαζε τοὺς ἀφρούς της πέρα στὴν ἀμμουδιά.
Πέρα καὶ κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μου, ἔγλυφε ἥρεμα τοὺς βράχους καὶ τοὺς ψιθύριζε γλυκόλογα. Ἔνιωσα τὴν ἀνάγκη νὰ μείνω ἐκεῖ καὶ τὸ βλέμμα μου νὰ πλανηθῆ στὴν ἀπεραντοσύνη της, νὰ ἀκούσω τὰ λόγια ποὺ ψιθύριζε καὶ νὰ νιώσω τοὺς κρυφοὺς πόθους ποὺ γεννοῦσε. Μᾶ μοῦ ἦταν ἀδύνατο καὶ αὐτὸ μὲ ἔκανε νὰ πονέσω.
Μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία θὰ ξανάρθω, σκέφτηκα. Προχώρησα νὰ βρῶ τὸν φίλο μου ποὺ εἶχε σταθῆ στὴν πόρτα τοῦ Μοναστηριοῦ. Μία πόρτα βαρειὰ σιδερένια, μὰ μὲ ὡραῖο πρόπυλο. Ἕνα κουβούκλιο, ὅμοιο σὰν σὲ ὅλα τὰ Μοναστήρια, ποὺ στὴν ὀροφὴ άκριβῶς καὶ στὸ κέντρο της, βρίσκεται ζωγραφισμένος ὁ Παντοκράτορας, εὐλογώντας. Γύρω-γύρω τὰ Τάγματα τῶν Ἀγγέλων, ζωγραφισμένα καὶ αὐτὰ ἀπὸ τὴν φαντασία τοῦ ἁγιογράφου, κρατῶντας τόξα καὶ κοντάρια.
Τέλος, πάνω ἀπὸ τὸ πορτόφυλλο πάλι ὁ Παντοκράτορας καὶ ἕνα μικρὸ κρεμασμένο καντήλι, νὰ σκορπίζει τὶς παρήγορες ἀκτίνες του ὁλοτρόγυρα καὶ νὰ φωτίζει τὸ ἐπιβλητικὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Περάσαμε μέσα ἀπὸ ἕνα στενὸ σκοτεινὸ διάδρομο καὶ βγήκαμε στὴν εὐρύχωρη αὐλή, ποὺ στὴν ἀνατολική της πλευρὰ εἶναι γεμάτη μὲ πορτοκαλιὲς καὶ λεμονιές. Δὲν μᾶς ζητήσανε ἐδῶ διαμονητήριο. Βρισκόμαστε τώρα στὸ σπίτι μας καὶ αὐτὸ ἦταν παρήγορο. Ἀνεβήκαμε τὰ πέτρινα σκαλιὰ τοῦ πρώτου ὀρόφου καὶ κάμποσα ξύλινα γιὰ νὰ φτάσουμε στὸ ἀρχονταρίκι.
Ὁ πατὴρ Ἰάκωβος, ὁ ἀρχοντάρης, ἕνας νεαρὸς ἀδύνατος, μᾶς ὑποδέχτηκε στὸ κεφαλόσκαλο. Χαιρέτησε τὸν φίλο μου, καλοσώρισε καὶ ἐμνένα καὶ μᾶς πῆγε στὸ σαλόινι-τραπεζαρία. Ἕνας νεαρὸς δόκιμος καλόγερος μᾶς πρόσφερε τὸ κέρασμα.
Ὁ πατὴρ Ἰάκωβος κάθησε μαζί μας καὶ συζητήσαμε διάφορα θέματα. Μὲ ῥώτησε γιὰ τὸ ταξίδι μας στὰ Μοναστήρια καὶ τὶς ἐντυπώσεις μου καὶ ἂν ἔμεινα εὐχαριστημένος καὶ ἄλλα παρόμοια. Τοῦ ἀπαντοῦσα εὐχάριστα χωρὶς νὰ μὲ ἐνοχλοῦν οἱ ἐρωτήσεις του. Τὸ χτύπημα τῆς καμπάνας μᾶς ἔκοψε τὴν συζήτηση. Σηκώθηκα ῥωτώντας τους.
-Πᾶμε;
-Ὄχι, ἀπαντήσανε μὲ ἕνα στόμα. Ἡ καμπάνα αὐτὴ εἶναι γιὰ νὰ ἑτοιμαστοῦμε. Ὕστερα ἀπὸ εἴκοσι λεπτὰ θὰ κτυπήσει τὸ χειροσήμαντρο.
-Τί εἶναι αὐτὸ καὶ πῶς ἐπικράτησε; Τὸ ἄκουσα καὶ στὰ ἄλλα Μοναστήρια. Νομίζω πὼς ἐδῶ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ συνήθεια.
-Κατὰ παράδοσιν, εἶπε ὁ πατὴρ Εὐθύμιος, τὸ χειροσήμαντρο μᾶς θυμίζει τὸν Νῶε καὶ τὸν κατακλυσμό. Ἔχετε, βέβαια, διαβάσει γιὰ τὸν κατακλυσμό. Τότε θὰ ξέρετε χωρὶς ἄλλο, ὅτι ὁ Θεός, θέλοντας νὰ μὴν ἐξαφανιστοῦν τὰ ζῶα ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς, διέταξε τὸν Νῶε νὰ πάρει μαζί του στὴν Κιβωτό, ἀπὸ ἕνα ζευγάρι τοῦ κάθε ζώου ποὺ ὑπάρχει στὸν πλανήτη μας, γιὰ νὰ διαιωνιστῆ τὸ εἶδος. Τότε, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ὁ Νῶε πῆρε ἕνα ξύλο καὶ ἄρχισε νὰ χτυπάει ῥυθμικά, γιὰ νὰ μαζευτοῦν ὅλα τὰ ζῶα καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ. Τὸν ῥυθμὸ ἐτοῦτο καὶ τὸ ξύλο διατηρήσανε οἱ καλόγεροι μὲ συμβολικὴ ἔννοια. Τώρα πιά, καλεῖ τοὺς καλογήρους καὶ κάθε πιστὸ νὰ μποῦν στὴν νέα πνευματικὴ κιβωτό, δηλαδὴ στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ ζήσουν στὸ θεῖον φῶς.
Ἡ κουβέντα μας συνεχίστηκε πάνω σὲ αὐτὸ τὸ θέμα, μέχρι ποὺ ὁ θαυμάσιος ῥυθμὸς τοῦ χειροσήμαντρου ἀκούστηκε, γιὰ νὰ μᾶς κόψει τὴν κουβέντα.
Σηκωθήκαμε πιὰ καὶ περάσαμε στὴν καινουργιοχτισμένη πλευρὰ τοῦ Μοναστηριοῦ, γιὰ νὰ κατεβοῦμε στὴν ἐκκλησία.
Καθήσαμε λίγο τρυπωμένοι κάτω ἀπὸ τὶς θολωτὲς καμάρες καὶ κοιτάζοντας πρὸς τὴν αὐλή. Σκιὲς καλογήρων τυλιγμένες στὸ σκοτάδι, ξετρύπωναν ἀπὸ ὅλες τὶς μεριές, καὶ βάδιζαν μὲ ἀργὰ κυρτὰ βήματα πρὸς τὴν ἐκκλησία. Σκιὲς μαῦρες σὰν τὴν νύχτα ποὺ δύσκολα ξεχώριζε τὸ μάτι.
Κάθησα ἐκεῖ καὶ κοίταζα χωρὶς νὰ μιλάω, βυθισμένος στὴν σιωπὴ καὶ στὴν παραξενιὰ τῶν ὅσων ἔβλεπα. Πῶς μπορεῖς νὰ φανταστῆς, ζῶντας μέσα στὶς πολιτεῖες μὲ τὰ ἑκατομμύρια τῶν ἀνθρώπων ποὺ κυκλοφοροῦν στοὺς δρόμους, σκηνὲς τόσο παράξενες μέσα σὲ τέτοια βαθειὰ ἡσυχία;
Πῶς νὰ μὴν νιώσεις ὅτι ἐτοῦτο μοιάζει μὲ τρέλλα; Πῶς νὰ μὴν νομίσεις ὅτι ὀνειρεύεσαι καὶ ὅτι βρίσκεσαι σὲ ἕνα κόσμο ἄγνωστο, ποὺ δὲν ξέρει ἂν μοιάζει μὲ παράδεισο ἢ κόλαση;
Πυκνὸ σκοτάδι ὁλοτρόγυρα καὶ μαῦρες σκιὲς μὲ μακρυὰ γένια γεμᾶτες φοβερά, ποὺ μοιάζουν σὰν φαντάσματα ξεκολλημένα ἀπὸ κάποια παράσταση φανταστική.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, γλυκειὲς ψαλμωδίες ποὺ ὑμνοῦν τὸν Θεό, φτάνουν στὰ αὐτιά μου, σκίζοντας τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας.
Γιὰ μία στιγμή, ἐκεῖ ποὺ καθόμουν στὸ σκοτάδι, ἔχασα τὸ νόημα τῆς πραγματικότητας. Ξέχασα τὴν ἀνθρώπινη παρουσία δίπλα μου καὶ νόμισα πὼς βρισκόμουνα σὲ ἕνα μέρος, ποὺ ὁ πόλεμος ἀγγέλων καὶ δαιμόνων εἶναι χειροπιαστὸς καὶ μία φανερὴ πραγματικότητα.
Εἶδα τὶς μαύρες σκιὲς καὶ νόμισα πὼς πᾶνε νὰ πολιορκήσουν τὴν ἐκκλησία καὶ τοὺς ἀγγέλους ποὺ ἔψελναν μέσα.
Τὶ παράξενο παιχνίδι τῆς φαντασίας.
Ἤμουνα ἕτοιμος νὰ τρέξω σὲ βοήθεια. Ἀλλὰ ποιῶν; Ἀναρωτήθηκα χωρὶς νὰ βρῶ εἱρμὸ στὴν σκέψη μου.
Ἐκείνη τὴν φευγαλέα καὶ ἀσύλληπτη στιγμή, δὲν μπόρεσα νὰ ξεδιαλύνω, ἂν ἤθελα νὰ βοηθήσω τὸ καλὸ ἢ τὸ κακὸ καὶ αὐτὸ μὲ τρόμαξε πιὸ πολύ.
Αὐτὸ τὸ ἀβέβαιο καὶ αὐτὴ ἡ ἀντινομία μέσα στὸν κόσμο τῆς ψυχῆς μου, μὲ ἔκαναν νὰ πονέσω περισσότερο.
Τὶς σκέψεις μου τὶς διέκοψε ἕνας ἄλλος χτύπος καὶ σὲ συνέχεια πολλὲς κωδωνοκρουσίες μὲ ἀσυνήθιστο χτύπημα γεμᾶτο ἁρμονία. Ἡ φαντασία μου κομματιάστηκε καὶ ἡ πραγματικότητα παρουσιάστηκε λαμπρὴ μπροστὰ στὰ μάτια μου. Καὶ ἐκεῖ ποὺ βρισκόμουνα μέσα στὴν σιγαλιὰ καὶ τὴν ἡρεμία, ἔκανα ἕναν ἀπολογισμό. Ἔψαξα στὴν ψυχή μου καὶ προσπάθησα νὰ ξεδιαλύνω τὰ συναισθήματά μου, ἔτσι μπερδεμένα καὶ συγκεχυμένα ὅπως ἦταν. Ἐκεῖνο ποὺ ἄρχισε νὰ παίρνει μορφὴ σιγὰ-σιγὰ καὶ νὰ δυναμώνει ἦταν, ἡ συμπάθειά μου στὶς μαυροφορεμένες αὐτὲς μορφές, τὶς τόσο πραγματικὰ παράξενες. Μία συμπάθεια ποὺ ξεκινοῦσε ἀπὸ ἕναν θαυμασμὸ γιὰ αὐτές, μιὰ καὶ δὲν εἶχα κανένα σημεῖο ψυχικῆς ἐπαφῆς μαζί τους. Ἦταν ἀνώτεροι, ἐξωανθρώπινοι καὶ δὲν μποροῦσα νὰ τοὺς πλησιάσω, γιατὶ ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος περισσότερο ἀπὸ αὐτούς. Ἔνιωσα τὴν συμπάθεια τοῦ μικροῦ πρὸς τὸ μεγάλο.
Δὲν μπόρεσα νὰ τοὺς πλησιάσω καὶ νὰ τοὺς καταλάβω. Ζοῦν κάτι ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὸ καταλάβω ἐγώ, κάτι ποὺ ξεφεύγει ἀπὸ τὶς δικές μου δυνατότητες. Εἶναι ὅλοι μεγάλοι στὴν ζωή τους καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν μπορεῖς ὅσο καὶ ἂν θέλεις νὰ τοὺς φτάσεις. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοὺς εἶδα ἔτσι μεγάλους, ἂν καὶ αὐτοὶ μοῦ δώσανε ἀποδείξεις ὅτι εἶναι ἄνθρωποι.
Μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις κατέβηκα τὶς σκάλες γιὰ νὰ μπῶ στὴν ἐκκλησία. Προχώρησα μέσα μὲ ἕναν φόβο γιὰ τὸ ὑπερπέραν, γιατὶ δὲν μποροῦσα νὰ τὸ νιώσω. Ἀληθινὰ τοὺς ζήλευα φοβερὰ σὲ ὅλη τὴν ἀγρυπνία βλέποντας τὴν ἄνεση ποὺ εἶχαν ὅλες οἱ κινήσεις τους. Αὐτοὶ κατάφεραν αὐτὸ ποὺ ἐγὼ καὶ ὁ καθένας μας δὲν θὰ μποροῦσε. Βρίσκονταν σὲ στενὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ ἀνεξιχνίαστο θεῖο καὶ καθημερινὰ μιλοῦσαν μαζί του.
Μὲ εὐλάβεια καὶ φόβο κάθησα σὲ ἕνα στασίδι ποὺ μοῦ ὑπόδειξαν. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ αὐτὴ ἔχασα κάθε ἔννοια τῆς προσωπικότητάς μου. Ἔχασα τοὺς δισταγμούς μου, τὴν ἀμφιβολία καὶ τὸν ἔλεγχο τῆς σκέψης μου. Ἡ λογικὴ χάθηκε. Δὲν σκεπτόμουνα. Αἰσθανόμουνα μονάχα τὸ κάθε τί.
Τὸ λιγοστὸ φῶς τῶν καντηλιῶν, ἡ μουρμουριστὴ φωνὴ τοῦ μοναχοῦ, ποὺ διάβαζε τὶς προσευχές, οἱ αὐστηρὲς μορφὲς τῶν Ἁγίων ποὺ ἦταν βυθισμένες στὸ μισοσκόταδο, ὅλα μαζὶ μοῦ δημιουργοῦσαν τὴν ἔννοια τῆς παραξενιᾶς καὶ μὲ ἔκαναν νὰ νιώθω πολὺ διαφορερικά.
Ξαφνικά, ἔσπασα τὰ δεσμά, τίναξα ἀπὸ πάνω μου κάθε γήϊνο καὶ ἀνθρώπινο καὶ πλησίασα νοερὰ κοντὰ στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Ἔῤῥιξα τὸ βλέμμα μου στὶς σιωπηλὲς γύρω μορφές. Τώρα, ὅλα εἶχαν ἀλλάξει. Τοὺς ἔνιωθα. Τοῦς καταλάβαινα. Δὲν ἦταν ξένοι. Ἄρχισαν νὰ προσεύχομαι μὲ τὸν τρόπο τὸν δικό μου. Ὕστερα, μὲ τὸν δικό τους τρόπο, μὲ τὶς κινήσεις του. Προσεύχομαι τώρα μὲ τὴν κίνηση τοῦ κανονάρχου, ποὺ ἦταν μία ἐκδηλωτικὴ προσευχὴ καθὼς πήγαινε ἀπὸ τὸ ἕνα ἀναλόγιο στὸ ἄλλο, μουρμουρίζοντας τοὺς στίχους μὲ καθαρὴ φωνή, γιὰ νὰ τοὺς ψάλλει ἕνας κατάλευκος ἀπὸ τὰ χρόνια καλόγερος μὲ μπάσα φωνή. Προσευχόμουνα ἥρεμα. Ἔκλεισα τὰ μάτια μου καὶ ἀφέθηκα ἀμέριμνος, χωρὶς ἐπιφυλάξεις στὶς ψαλμωδίες, γιὰ νὰ μὲ πᾶνε πάλι νοερὰ στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Ἀξέχαστες στιγμὲς ποὺ λίγες φορὲς στὴν ζωή σου μπορεῖς νὰ νιώσεις.
Ἐγὼ τὶς ἔνιωσα στὴν ἡρεμία μιᾶς νύχτας ποὺ ξημέρωνε ἡ γιορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς καὶ στὸ μυστικιστικὸ περιβάλλον τῆς Παντοκρατορινῆς ἐκκλησίας καὶ μέσα στὸ ἐπιβλητικὸ σύμβολο μιᾶς Ἁγιορείτικης ἀγρυπνίας.
Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ τὶς ξανανιώσω μέσα στὴν πολιτεία καὶ στὴν πάλη τῆς ζωῆς, ποὺ σκοτώνει κάθε ὡραῖο καὶ μεγάλο; Ἐδῶ ὅλοι μὲ βοήθησαν νὰ σπάσω τὰ δρσμά μου, νὰ βρῶ τὸν ἑαυτό μου καὶ κοντὰ στὸν Θεό, νὰ ζήσω μία βραδυὰ τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν παρουσία Του.
Εὐλογημένη νύχτα. Πῶς θὰ μποροῦσα νὰ σὲ ξανανιώσω καὶ νὰ σε ξαναζήσω τόσο ἔντονα;
Προσπάθησα ἐκείνη τὴν βραδυὰ νὰ ζήσω πιὸ ἔντονα, πιὸ τέλεια, γιατὶ ἡ ἡμέρα δὲν θὰ ἀργοῦσε νὰ φανῇ. Ὁ ἐρχομός της θὰ σκόρπιζε τὴν γοητεία καὶ ὅλα θὰ παίρνανε τὴν συνηθισμένη, τὴν πραγματική τους ὄψη.
Ὁ ἑσπερινὸς τελείωσε, καὶ ὁ ἀναγνώστης, ἀφοῦ ἔβαλε στὴν μέση τῆς ἐκκλησίας ἕνα τρισκέλι, ἄρχισε νὰ διαβάζει μὲ μονότονη φωνή.
Ὁ πατὴρ Εὐθύμιος ἦρθε κοντά μου καὶ σιγανὰ μοῦ εἶπε ὅτι ἦταν ὥρα γιὰ ὕπνο. Δίστασα. Πῶς νὰ ἐγκαταλείψω ἐκείνη τὴν εὐτυχία; Μὰ αὔριο θἄπρεπε νὰ πάω καὶ σὲ ἄλλα Μοναστήρια, γιατὶ οἱ μέρες λιγόστευαν καὶ ἂν καθόμουνα σὲ ὅλη τὴν ἀγρυπνία, αὐτὸ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνει. Ἡ ἀϋπνία θὰ μὲ κούραζε καὶ θὰ πήγαινε ἡ ἡμέρα χαμένη. Πόσο κουρασμένος ἤμουνα τὴν ὥρα ἐκείνη, ξεμάθητος ἀπὸ ἀγρυπνία. Γιατί ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐξαρτιέται ἀπὸ τὴν ὕλη;
Θέλοντας καὶ μὴ τὸν ἀκολούθησα. Πήγαμε στὸ ἀρχονταρίκι καὶ μοὔδειξε τὸ δωμάτιο ποὺ μοῦ εἶχε ἑτοιμάσει ὁ πατὴρ Ἰάκωβος. Μοῦ εὐχήθηκε καλὸν ὕπνον καὶ κλείνοντας τὴν πόρτα μοῦ εἶπε:
-Σὲ δύο ὧρες τὸ πολύ, θὰ ἔρθω νὰ σὲ πάρω πάλι στὴν ἐκκλησία.
-Μεῖνε ἥσυχος, τοῦ ἀπάντησα.
Ἔκλεισε τὴν πόρτα καὶ ἔφυγε. Ἔμεινα ἀκίνητος ἕως τὴν ὥρα ποὺ τὰ βήματά του ἔσβησαν. Τότε, μὲ ἕναν ἀναστεναγμὸ ἔπεσα βαρὺς στὸ κρεβάτι μου.
Κοιμήθηκα βαρειὰ μὲ ἕναν ὕπνον χωρὶς ὄνειρα. Ὅταν ἀκούστηκε τὸ διακριτικό του χτύπημα στὴν πόρτα, σηκώθηκα ἀπὸ τὸ κρεβάτι μου ξεκούραστος καὶ ἀνάλαφρος. Ἑτοιμάστηκα γρήγορα, πλύθηκα καὶ τοῦ ἄνοιξα τὴν πόρτα.
-Πῶς πῆγε;, ῥώτησε σὰν μπῆκε.
-Καλά, τοῦ ἀπάντησα.
-Ξεκουράστηκες;
-Ξεκουράστηκα. Μοῦ φαίνεται σὰν νὰ ἔχω κοιμηθῆ ἕνα εἰκοσιτετράωρο συνέχεια.
-Ναί. Ἔτσι εἶναι. Τὸ κλῖμα ἐδῶ στὴν θάλασσα σὲ κάνει ἔτσι. Καὶ ἐγὼ δὲν μπορῶ ὅσο καὶ νὰ θέλω, νὰ κοιμηθῶ περισσότερο ἀπὸ τρεῖς-τέσσερις ὧρες. Τὸ ἰώδιο τῆς θάλασσας βλέπεις.
-Δὲν εἶναι μόνο αὐτό. Εἶναι καὶ ὁ καθαρὸς ἀέρας. Καὶ σὲ ἄλλα μέρη τοῦ κόσμου ὑπάρχει θάλασσα μὲ τὸ ἰώδιό της, ἀλλὰ ἐκεῖ ἀνακατώνεται μὲ τὸ διοξείδιο τοῦ ἄνθρακος, ποὺ ὅπως θὰ ξέρεις βέβαια, εἶναι φοβερὸ δηλητήριο.
-Ἴσως ἔχεις δίκιο.
Ἡ εἴσοδος τοῦ ἀρχοντάρη, ἔκοψε τὴν συζήτηση. Εἰδοποιημένος ἀπὸ τὸν φίλο μου μᾶς ἔφερνε καφέ.
-Εἶναι γιὰ νὰ συνέλθης καλύτερα μετὰ τὸν ὕπνο, μοὖπε χαμογελῶντας ὁ πατὴρ Εὐθύμιος.
Τελείωσα γρήγορα τὸν καφέ μου καὶ σηκώθηκα μὲ τὰ μάτια χαμηλωμένα. Προχωρήσαμε λίγα βήματα καὶ ἔπειτα ἄρχισε νὰ μοῦ λέει:
-Τώρα ψάλλουν τὴν δοξολογία. Σὲ μιάμιση ὥρα θὰ ἔχουμε τελειώσει. Τὸ γλυκοχάραμα δὲν θὰ ἀργήσει. Ἔλα νὰ δῆης. Κοίταξε πέρα τὴν ἀνατολὴ πῶς ῥοδίζει. Πᾶμε λοιπόν, νὰ προσφέρουμε τὶς εὐχαριστίες μας στὸν Θεό, γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ γεγονὸς τοῦ ξημερώματος καὶ τοῦ νυχτώματος. Ἡ ἡμέρα εἶναι φωτεινή. Ἡ νύχτα σκοτεινή. Τί ἄλλο συμβολίζουν ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο; Πόσο θὰ πρέπει αὐτὸ νὰ μᾶς θυμίζει φίλε μου, ὅτι αὐτὸ ποὺ βλέπουμε εἶναι μία προσωρινότητα καὶ ἀκόμα ὅτι τὰ πάντα εἶναι ἐφήμερα. Ἡ ἡμέρα φωτίζει τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ νύχτα σκεπάζει τὰ βάσανα καὶ τὴν ἁμαρτία μὲ τὸ σκοτάδι της. Ἐδῶ ὑπάρχει ἡ βασικὴ ἀντίθεσις μὲ τὸν θάνατο. Ὁ θάνατος δὲν σκεπάζει, ξεγυμνώνει τὴν ψυχὴ καὶ τὴν παρουσιάζει μπροστὰ στὸν Κριτή, χωρὶς κανένα στολίδι. Ὢ ἄνθρωπε, ἄνθρωπε, ποὺ ἔχεις τὴν ἐγωϊστικὴ πεποίθηση, ὅτι ἡ πρόσκαιρη αὐτὴ ζωή σου θὰ εἶναι αἰώνια καὶ περιφρονεῖς τὴν ἄλλη τὴν ἀληθινή. Ἂς πηγαίνουμε τώρα καὶ ἂς μὴν καθόμαστε.
Μὲ τράβηξε σχεδὸν ἀπὸ τὸ χέρι καὶ μὲ μεγάλα βήματα πήγαμε στὴν ἐκκλησία.
Σὰν βρέθηκα στὸ στασίδι μου ἀναρωτήθηκα. Τί τοῦ συμβαίνει; Ποιός μυστικὸς πόθος καίει τὴν ψυχή του;
Θεέ μου, πόσο παράξενα εἶναι τὰ πλάσματά σου, οἱ ἄνθρωποι.
Ἔδιωξα μὲ θυμὸ τὶς σκέψεις μου καὶ ἀφοσιώθηκα στὴν προσευχή. Σὲ λίγο τὸ πρῶτο φῶς τῆς αὐγῆς πέρασε ἀπὸ τὰ τζάμια καὶ μὲ βρῆκε νὰ προσεύχομαι. Ἄρχισα νὰ ξεχωρίζω τὶς μορφὲς τῶν καλογήρων καὶ τὶς ἁδρὲς γραμμὲς τῆς ἐκκλησίας. Ἔκλεισα γιὰ λίγο τὰ μάτια. Ὅταν τὰ ξανάνοιξα δὲν ὑπῆρχε σκοτεινὴ γωνιά. Εἶχὰ σταθῆ στὴν Λιτή, μία Λιτή, διαφορετικὸ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους στὸ Ἅγιον Ὄρος. Δὲν εἶναι σκοτεινός, καὶ στεγάζεται μὲ τρούλο ποὺ στηρίζεται πάνω σὲ τέσσερις μαρμάρινες κολῶνες. Ἐκεῖ, στὰ ἀριστερά μου, μέσα στὸ μισοσκόταδο καὶ σὲ μία προέκταση τοῦ νάρθηκα, ἀντίκρυσα τὸν νάρθηκα τῶν κτητόρων καὶ δίπλα τὸ παρεκκλήσι τῆς Παναγίας. Μπῆκα ἀπὸ μία πλαϊνὴ πορτούλα. Μία μικρογραφία βυζαντινῆς ἐκκλησίας μὲ ὡραῖες εἰκονίτσες καὶ μὲ τοὺς τοίχους της γεμάτους ἀπὸ τοιχογραφίες. Πῆγα ξανὰ στὴν θέση μου. Ἀπέναντί μου ὅπως καθόμουν, κοντὰ στὴν πόρτα τῆς ἐκκλησίας, κοίταζα τὸ Τρίμορφο. Εἶχα ἀκουστὰ ὅτι ἡ παράδοσις τὸ θέλει σὰν ἔργο τοῦ Πανσέληνου. Κοίταξαμὲ προσοχή. Δὲν μοιάζει μὲ ἔργο τοῦ μεγάλου ἁγιογράφου. Μὰ πάλι ἔχει ὁρισμένα στοιχεῖα ποὺ μοιάζουν. Ποιανοῦ εἶναι λοιπόν; Ἐγὼ πίστεψα τοὺς καλόγερους τοῦ Μοναστηριοῦ. Οἱ εἰδικοὶ ἂς μᾶς μιλήσουν πάνω σὲ αὐτό. Τὸ γεγονὸς εἶναι ἕνα, ὅτι εἶναι θαυμάσιες ἁγιογραφίες καὶ δὲν πρέπει κανεὶς νὰ χάσει τὴν εὐκαιρία νὰ τοὺς ῥίξει μία ματιά.
Πάλι ἔφυγα ἀπὸ τὴν θέση μου καὶ πῆγα καὶ στάθηκα στὸν κυρίως ναό.
Ἔῤῥιξα μία ματιὰ στοὺς ψάλτες καὶ στὸν κανονάρχη ποὺ μοὔκανε ἐντύπωση ἡ παράξενη φορεσιά του. Φοροῦσε ἕνα εἶδος μανδύα μὲ ἀμέτρητες κάθετες πτυχὲς καὶ σκέπαζε ὅλο του τὸ σῶμα ἀπὸ τοὺς ὤμους μέχρι τὰ πόδια καὶ καθὼς ἀνέμιζε μὲ τὸν ἀέρα ποὺ ἐδημιουργεῖτο σὰν πηγαινοερχότανε ἀνάμεσα στοὺς δύο ψάλτες, ἔπαιρνε μεγαλόπρεπη ὄψη.
Ἀπέναντί μου, δεξιὰ καὶ ἀριστερά, δύο μεγάλες εἰκόνες μὲ πουκάμισα χρυσά, ὅπως λένε τὰ καλύμματά τους, στηρίζονταν σὲ ἕναν μαρμάρινο βάθρο. Ἡ δεξιὰ εἶναι τῆς Μεταμορφώσεως καὶ ἡ ἀριστερὴ τῆς Παναγίας, ποὺ τὴν ὀνομάζουν «Γερόντισσα», ὅπως μοῦ εἶπε ἕνας καλόγερος ποὺ βρέθηκε δίπλα μου καὶ τὸν ῥώτησα. Σήκωσα τὸ κεφάλι μου πρὸς τὸν τροῦλο ποὺ ὑψώνονταν τεράστιος ἐπάνω μου καὶ γυρόφερνα τὴν ματιά μου. Ἐκεῖνο ποὺ μοῦ ἔκανε ἰδιαίτερη ἐντύπωση εἶναι τὸ μεγάλο διάστημα μεταξὺ χορῶν καὶ ἱεροῦ βήματος. Ἀπὸ τὶς ἁγιορείτικες ἐκκλησίες ποὺ εἶχα δεῖ μέχρι τώρα, καμία δὲν εἶχε τὸ μάκρος αὐτό. Κάθησα σὲ ἕνα στασίδι καὶ ἀφοσιώθηκα στὴν μεγαλόπρεπη βυζαντινὴ λειτουργία. Ἐξαίσια στιγμή,. Ψαλμωδίες ἀργές, μονότονες, ἁγνὲς Βυζαντινές. Ἡ λειτουργία αὐτὴ θὰ μοῦ μείνει ἀξέχαστη, γιατὶ ἦταν ὄχι μόνο μεγαλόπρεπη, ἀλλὰ κάτι τὸ μοναδικὸ ποὺ εἶχα ἕως τώρα ἀκούσει στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ἡ ἐκκλησία τοῦ Παντοκράτορος δὲν ἔχει τὴν μεγαλοπρέπεια τοῦ Βατοπεδίου οὔτε καὶ τῶν Ἰβήρων. Δὲν τὴν πνίγει ὁ πλοῦτος καὶ ἡ πολυτέλεια. Ἔχει ὅμως ἕνα πολύτιμο στοιχεῖο. Σὲ ζεσταίνει εὐεργετικά, σὲ κάνει νὰ νιώθεις σὰν νὰ βρίσκεσαι σὲ γνώριμο περιβάλλον καὶ γιὰ αὐτὸ σὲ φέρνει πιὸ γρήγορα καὶ πιὸ ἁγνὸ κοντὰ στὸν Θεό. Δὲν εἶναι κρυά, γιατὶ καὶ τὰ μάρμαρα ποὺ εἶναι στρωμένη, ἔχουν κάποια ζεστασιά, καὶ ὅτι ἀκόμα ξέφυγαν ἀπὸ τὴν φυσική τους κατάσταση. Μέσα στὴν καρδιά σου θαῤῥεῖς πῶς μπαίνει ἕνα χάδι. Νιώθεις τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ὅπως νιώθεις τὴν παρουσία τοῦ πατέρα μέσα στὸ σπίτι μὲ τὸ γλυκὸ περιβάλλον καὶ τὴν ζεστασιά. Μέσα ἐκεῖ νιώθεις γαληνεμένος, ἐνῶ στὶς ἄλλες νιώθεις μία κρυάδα, κάτι νὰ σὲ κρατάει σὲ ἀπόσταση ἀπὸ τὸν Θεό. Ἴσως ὁ πλοῦτός τους.
Γιὰ τὴν ἐκκλησία αὐτὴ δὲν ἔχεις νὰ πῆς πολλά. Δὲν θαυμάζεις παρὰ ἐλάχιστα. Νιώθεις μόνο. Γεμίζεις ἀπὸ αἰσθήματα συγκινητικά, καὶ αὐτὸ εἶναι πιὸ σπουδαῖο. Ἐδῶ ἡ καρδιά σου μαλακώνει καὶ ἡ ψυχή σου χαίρεται.
Ἡ ἁπλὴ διακόσμησή της δείχνει νοικοκυροσύνη, δεῖγμα τῆς ὑπέροχης καὶ ταπεινῆς ψυχῆς τῶν καλογήρων ποὺ προσεύχονται. Βλέπετε, τὸ ἕνα ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἄλλο. Στὴν ἐκκλησία τοῦ Παντοκράτορος νιώθεις αὐτὴ τὴν ζεστασιά, ἴσως γιατὶ τὸ βλέπεις μέσα στὰ ζωηρὰ καὶ φιλικὰ μάτια τῶν Παντοκρατορινῶν, ποὺ προσεύχονται δίπλα σου. Ἡ συμπάθεια μὲ τὴν ὁποία σὲ τυλίγουν, ἐπιδρᾶ πάνω σου παράξενα καὶ σοῦ φανερώνει τὴν παρουσία της.
Ἡ λειτουργία τελείωσε καὶ ἕνας-ἕνας, παίρνοντας ἀντίδωρο ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ παπᾶ, προσκυνοῦσε τὶς εἰκόνες σχηματίζοντας ἔτσι μία οὐρά.
Προσκύνησα τὴν Μεταμόρφωση, στὸ ὄνομα τῆς ὁποίας γιορτάζει τὸ Μοναστήρι καὶ ὕστερα πῆγα στὸ εἰκόνισμα τῆς Γερόντισσας. Ἄφησα τοὺς ἄλλους νὰ περάσουν πρῶτοι καὶ τελευταῖος στάθηκα μπροστά της νὰ τὴν θαυμάσω.
Ὁλόσωμη μὲ μία θεία ὁμορφιὰ καὶ γλύκα. Ξεχάστηκα ὥρα πολλὴ νὰ κοιτάζω τὸ πρόσωπό Της καὶ τὰ γλυκά Της μάτια. Σὰν συνῆλθα κοίταξα ὅλη τὴν εἰκόνα μὲ προσοχή. Πνιγμένη στὰ ἀφιερώματα. Στὰ πόδια της καὶ στὸ ἀσημένιο κάλυμμα ποὺ τὴν σκεπάζει, εἶναι φτιαγμένο ἕνα πιθάρι γεμᾶτο λάδι, ποὺ ξεχειλίζει καὶ χύνεται στὸ χῶμα. Τί τἄχατες συμβολίζει ἀναρωτήθηκα.
Δὲν μπόρεσα νὰ δώσω καμία ἐξήγηση ὥσπου νὰ ῥωτήσω. Ἔῤῥιξα μία τελευταία ματιὰ καὶ προχώρησα στὸ Ἱερό. Μπῆκα ἀπὸ τὴν ἀριστερὴ πόρτα. Καὶ ἐδῶ μία διαφορά. Ἡ Πρόθεσις καὶ τὸ Διακονικὸ εἶναι μεγάλα καὶ σχηματίζουν μικροὺς στρογγυλοὺς πύργουν ποὺ καταλήγουν σὲ τρουλίσκους. Ἡ Ἁγία Τράπεζα ξύλινη, ἔχει καὶ αὐτὴ κουβούκλιο, ὅπως σὲ ὅλες τὶς ἐκκλησίες τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ὁ φίλος μου ἔβγαλε τὰ ἱερὰ λείψανα στὸ τέμπλο καὶ μὲ κάλεσε νὰ τὰ προσκυνήσω. Στὴν ἀρχὴ εἶχε ἕνα μικρὸ κομμάτι ἀπὸ τὴν κάρα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος καὶ λίγο πιὸ ἐκεῖ τὸ χέρι καὶ τὸ πόδι τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου. Δίπλα τους εἶχε καὶ ἄλλα πολλὰ ποὺ τὰ προσκύνησα ὅλα μὲ εὐλάβεια. Μοῦ ἔλεγε τὰ ὀνόματα, μὰ ποῦ νὰ τὰ θυμᾶμαι. Ἰδιαίτερη ἐντύπωση μοῦ ἔκανε τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Θεοφίλου τοῦ Μυροβλύτου. Ὅπως μοῦ εἶπε, ἔζησε στὸν 17ον αἰώνα σὲ ἕνα ἀσκητήριο κοντὰ στὸ Μοναστήρι τοῦ Παντοκράτορος. Σὰν τελείωσα τὸ προσκύνημα, πῆγα κοντὰ στὴν εἰκόνα καὶ τοῦ ἔδειξα τὸ πιθάρι ζητώντας νὰ μοῦ ἐξηγήσει τί συμβολίζει.
-Πρὶν πολλὰ χρόνια, μοῦ εἶπε, σὲ μία δύσκολη περίοδο τοῦ Μοναστηριοῦ, οἱ καλόγεροι δὲν εἶχαν λάδι. Ἔκανα σύναξη, συμβούλιο δηλαδή, καὶ ἐκεῖ ὁ καθένας ἔλεγε τὴν γνώμη του μὲ τὸ πῶς πρέπει νὰ λυθῆ τὸ ζήτημα, ἀλλὰ καμία λύση δὲν μποροῦσε νὰ δοθῆ. Χρήματα δὲν ὑπῆρχαν. Ὕστερα ἀπὸ πολλὲς συζητήσεις ἀποφάσισαν νὰ πουλήσουν ἕνα μέρος ἀπὸ τὰ ἀφιερώματα τῆς εἰκόνας γιὰ νὰ πορευθοῦν. Δὲν ἔλειπε μονάχα τὸ λάδι μὰ καὶ ὅλα τὰ τρόφιμα. Ἔδωσαν λοιπὸν ἐντολὴ στὸν Οἰκονόμο τοῦ Μοναστηριοῦ νὰ πάρει μερικὰ ἀφιερώματα καὶ νὰ τὰ πουλήσει. Ὁ Οἰκονόμος ἑτοιμάστηκε νὰ κάνει ὅπως τοῦ εἶπαν, ὅμως πρὶν ξεκινήσει, τὴν παραμονὴ ἀκριβῶς, φάνηκε στὸν ὕπνο του ἡ Παναγία καὶ τοῦ εἶπε νὰ βάλει σὰν ξημερώσει τὰ ἀφιερώματα στὴν θέση τους καὶ νὰ πάει ἔπειτα στὴν ἀποθήκη καὶ θὰ τὴν βρῆ γεμάτη. Σὰν ξύπνησε ὁ καλόγερος τὸ πρωΐ, ἔκανε ὅπως τοῦ εἶπε ἡ Παναγία. Πῆγε τὰ ἀφιερώματα στὴν θέση τους καὶ μὲ πίστη καὶ χτυποκάρδι ἔβαλε στὸ κλειδὶ στὴν βαρειὰ σκουριασμένη κλειδαριά. Ἄνοιξε καὶ μπῆκε. Τὰ μάτια του θαμπώθηκαν ἀπὸ τὸ ἀπίστευτο ποὺ εἶδε. Ἡ ἀποθήκη ἦταν γεμάτη μὲ τρόφιμα γιὰ ἕναν χρόνο καὶ τὰ πιθάρια ποὺ πρὶν ἦταν ἄδεια, τώρα ἦταν ὅλα ξεχειλισμένα ἀπὸ λάδι. Ἔτρεξε τότε στοὺς Προϊσταμένους τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ τοὺς κάλεσε νὰ δοῦν καὶ αὐτοὶ τὸ πρωτάκουστο, ἀφοῦ τοὺς διηγήθηκε τὸ ὄνειρό του. Ὅταν πῆγαν στὴν ἀποθήκη καὶ μπῆκαν μέσα, πέσανε ὅλοι στὰ γόνατα καὶ εὐχαρίστησαν τὴν Παναγία. Χτύπησαν τὴν καμπάνα καὶ διέταξαν ἀγρυπνία καὶ λιτανεία ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες. Σὰν πέρασε πιὰ ἡ κρίση καὶ τὸ Μοναστήρι εἶδε καλύτερες ἡμέρες, φτιάξανε αὐτὸ τὸ ἀσημένιο πουκάμισο μὲ τὸ πιθάρι στὰ πόδια τῆς Παναγίας.
Σὰν τελείωσε τὴν διήγηση, χαιρέτησε γιὰ μία φορὰ ἀκόμα τὴν Γερόντισσα καὶ βγήκαμε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία.
-Τώρα θὰ πᾶμε νὰ δοῦμε τὴν Βιβλιοθήκη. Εἶναι νεοχτισμένη. Τὴν ἀνοίξαμε τώρα τελευταῖα καὶ μάλιστα πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες τὴν ταχτοποιήσαμε.
Τραβήξαμε πρὸς τὸ νέο κτίριο. Ἡ πλευρὰ αὐτὴ εἶχε καῆ στὰ 1948 καὶ ἡ ἀνοικοδόμησή της τελείωσε στὰ 1960. Ὅλα τὰ ἔξοδα βάρυναν τὸ Μοναστήρι, ποὺ φτωχὸ καθὼς ἦταν, λίγο ἔλειψε νὰ γονατίσει. Βοήθησε εὐτυχῶς καὶ τὸ Ὑπουργεῖο Προεδρίας Κυβερνήσεως-Διεύθυνσις Ἀναστηλώσεων. Ἡ ἐπίπλωση βάρυνε ἀποκλειστικὰ τὸ Μοναστήρι, γιὰ αὐτὸ καὶ δὲν ἔχει τελείως συμπληρωθῆ. Ἀκόμα χρειάζονται πολλὰ καὶ οἱ καλόγεροι ἔχουν τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ τὰ καταφέρουν νὰ τὰ φέρουν εἰς πέρας.
Ἂς εὐχηθῶ νὰ πραγματοποιήσουν τὰ εὐγενικά τους ὄνειρα καὶ ἀκόμα ἂς προσπαθήσουμε νὰ τοὺς βοηθήσουμε, ὁ καθένας μὲ τὸν τρόπο του.
Περάσαμε μία πορτά διπλῆ σιδερένια καὶ μπήκαμε στὴν Βιβλιοθήκη. Θαῦμα νοικοκυρωσύνης καὶ τακτοποιήσεως. Τὸ κάθε τὶ βρισκόταν στὴν θέση του καὶ ὅλα μαζὶ ἀποτελοῦσαν ἕνα ἁρμονικὸ σύνολο.
Στὴν μέση ἕνα τραπέζι γιὰ τοὺς ξένους μελετητές, καὶ λίγο πιὸ πέρα μία βιτρίνα ποὺ ἔχει ἁπλωμένα κάτω ἀπὸ ἕνα κρύσταλλο, τὰ σπουδαιότερα καὶ ὡραιότερα χειρόγραφα. Στὸ σύνολό της σοῦ θυμίζει μεγάλη Δημοτικὴ Βιβλιοθήκη μὲ τὴν τέλεια ὀργάνωσή της. Δὲν μποροῦσα παρὰ νὰ συγχαρῶ τὸν ἐπιστήμονα ποὺ τὴν κατέγραψε καὶ τὴν τακτοποίησε. Προχώρησα στὴν βιτρίνα γιὰ νὰ τὰ περιεργαστῶ καὶ νὰ τὰ καμαρώσω. Ἕνα ψαλτήρι ἀπὸ τὰ πιὸ θαυμάσια καλλιτεχνήματα, ἀληθινὸ ἀριστούργημα μὲ λαμπρὲς μινιατοῦρες ἀπὸ χρυσὸ καὶ λαμπερὰ χρώματα. Δίπλα του εἰλητάρια σὲ μεγαλογράμματη γραφὴ μὲ τὴν λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Πλάϊ τους ἄλλα σπουδαία χειρόγραφα.
Σήκωσα τὸ κεφάλι μου καὶ ἀντίκρυσα γύρω-γύρω τὶς βιτρίνες καὶ τὶς βιβλιοθῆκες, ὅλες τακτοποιημένες μὲ γοῦστο. Πῆγα κοντὰ σὲ μία. Ἔντυπα παλαιὰ χειρόγραφα, σιγίλλια, χρυσόβουλα καὶ σὲ μία χαμηλὴ βιτρίνα τὸ ἀρχεῖο τοῦ Μοναστηριοῦ.
Σὲ ἄλλη, ὁ κατάλογος τῶν χειρογράφων τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ σὲ ἄλλη, γραμμένα στὴν γραφομηχανή, τὰ νέα ἀντίγραφα. Στὴν μέση οἱ κώδικες τῶν Συνάξεων τῶν Προϊσταμένων, τὰ ἀποφασισθέντα κατὰ καιρούς. Βλέποντας ὅλα αὐτά, ἄρχισε νὰ κλονίζεται ἡ πεποίθησις ὅτι οἱ καλύτερα τακτοποιημένες βιβλιοθῆκες εἶναι τοῦ Βατοπεδίου καὶ τῶν Ἰβήρων. Τοῦτο τὸ θέαμα ποὺ εἶχα μπροστά μου ἦταν πιὸ τέλειο, πιὸ ἀνώτερο ἀπὸ τὰ ἄλλα. Βέβαια δὲν ἔχει τὸν πλοῦτο τῶν χειρογράφων καὶ τῶν ἐντύπων τους. Ὅμως ὅλα βρίσκονται σὲ ἁρμονικὴ τάξη καὶ σοῦ προσφέρουν ἕνα τέλειο σύνολο ἀπὸ κάθε ἄποψη.
Ξανάδωσα συγχαρητήρια σὲ αὐτὸν ποὺ τὴν κατέγραψε καὶ τὴν τακτοποίησε, ἀλλὰ καὶ στὸν πατέρα Εὐθύμιο, σὰν μέλος τῶν Προϊσταμένων ποὺ εἶναι. Γιὰ νὰ μὴν καθυστεροῦμε ἀνεβήκαμε μερικὰ σκαλιὰ καὶ ἀφοῦ ἄνοιξε μία ἄλλη πόρτα στὸ δεύτερο πάτωμα, μπήκαμε στὸ Σκευοφυλάκιο. Ἐδῶ ἡ ἔκπληξή μου ἦταν πιὸ ζωητή. Προθῆκες στοὺς τοίχους ὁλοτρόγυρα καὶ μέσα σὲ αὐτὲς ἁπλωμένα βυζαντινὰ ἱερὰ ἄμφια χρυσοκέντητα. Ὅλα εἶναι βαλμένα σὲ μία σειρά, ἀνάλογα μὲ τὴν σπουδαιότητα καὶ τὴν ἀρχαιότητά τους.
Δεξιὰ καθὼς μπαίνουμε, μία προθήκη μὲ ῥωσσικῆς τέχνης ἱερὰ ἄμφια, νέα μέν, μὰ πολὺ ὡραῖα, κεντημένα μὲ ζωηρὰ χρώματα. Ὅλες οἱ ἄλλες ἕνα γύρω μὲ βυζαντινά, πιὸ λιτὰ στὴν διακόσμησή τους, μὰ σωστὰ ἀριστουργήματα. Κάτι ποὺ ξεχωρίζει εἶναι ἕνας Ἐπιτάφιος καὶ τὸ ὠμοφόριο τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμία Α´ τοῦ Τρανοῦ. Φαίνεται πὼς θἆταν ἕνας πανύψηλος ἄνδρας, γιατὶ τὸ ὠμοφόριο αὐτὸ σὰν μέγεθος, δείχνει τὸ ὕψος ἐκείνου ποὺ τὸ φόραγε. Ἂν καὶ ἔργο τοῦ 16ου αἰώνα, εἶναι ἀριστούργημα.
Ὁ Ἐπιτάφιος εἶναι σὲ χρῶμα βυσσινί, μὲ τέσσερις ἀγγέλους στὶς τέσσερις γωνίε του. Δὲν βλέπεις ἐδῶ σὲ τοῦτον τὸν Ἐπιτάφιο τὶς θρηνοῦσες γυναῖκες, κάτι ποὺ δείχνει τὴν παλαιότητά του. Ὁ κάμπος σὲ σκούρο βυσσινό, εἶναι κατάσπαρτος μὲ βυζαντινὰ σταυρουδάκια, ἀνάμεσα σὲ κύκλους καὶ σὲ ἀποστάσεις καὶ ἀνάμεσά τους ὑπάρχουν σταυροὶ μεγαλύτεροι, χωρὶς κύκλους. Ψηλὰ στὴν μέση καὶ ἀνάμεσα στοὺς δύο ἀγγέλους ποὺ βρίσκονται στὶς γωνίες, κεντημένο μὲ κλωστὴ χρυσή, βρίσκεται γραμμένο: IC XC. Ο ΒΑCΙΛΕΥC ΤΗC ΔΟΞΗC. Ὁ φωτοστέφανος ὁλόχρυσος. Οἱ τέσσερις ἄγγελοι στὶς γωνίες, κλείνονται σὲ ἕνα ἡμικύκλιο ὁ καθένας, ἀπὸ σταυροὺς καὶ ἕνα βυζαντινὸ κόσμημα ἀνάμεσά τους. Ὁ Χριστὸς βρίσκεται στὴν μέση νεκρός, μὲ μία γλύκα διάχυτη στὸ θεϊκό Του πρόσωπο, μὲ τὰ μαλλιά Του νὰ πέφτουν στὸν ἕνα του ὤμο σὰν μποῦκλα. Τὸ σουδάριο ποὺ Τὸν καλύπτει, εἶναι κεντημένο μὲ ἀσημένια κλωστὴ καὶ οἱ ἄγγελοι στὶς γωνίες μὲ ὁλόχρυση. Οἱ Παντοκρατορινοὶ ἔχουν νὰ λένε ὅτι εἶναι τοῦ ἐννάτου αἰώνα. Οἱ Βυζαντινολόγοι, τοῦ ἑνδεκάτου. Πάντως εἶναι ἀρχαῖος καὶ σὰν δεῖγμα δουλειᾶς ἀριστούργημα. Δὲν χορταίνεις νὰ τὸν βλέπεις κάτω ἀπὸ τὸ τζάμι ποὺ βρίσκεται φυλαγμένος.
Στὸν ὑπόλοιπο χῶρο βρίσκονται τοποθετημένες τρῖς βιτρίνες μικρὲς μὲ δύο ῥάφια σὲ σχῆμα ὀρθογώνιο. Ἄρχισα ἀπὸ τὴν τελευταία.
Στὸ πάνω ῥάφι βρίσκεται τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου, ἀνοιχτὸ γιὰ νὰ τὸ βλέπουν ὅσοι ἐπισκέπτονται τὸ Σκευοφυλάκιο.
Εκεῖνο ποὺ σοῦ κάνει κατάπληξη σὲ αὐτό, εἶναι τὰ μικροσκοπικά του γράμματα, ποὺ ἀποκλείεται νὰ τὰ διαβάσει κανεὶς χωρὶς φακό. Πῶς τὄγραψαν καὶ πῶς τὸ διάβαζαν στὴν μακρινὴ ἐκείνη ἐποχὴ χωρὶς φακό; Ὅπου ἀρχίζει καινούργιο κεφάλαιο, ὑπάρχει καὶ μία μινιατούρα ζωηρὴ καὶ θαμπωτική, σὰν νὰ ζωγραφίστηκε μόλις χθές. Θαυμάσιο ἔργο, ποὺ οἱ Παντοκρατορινοὶ τὸ δείχνουν μὲ καμάρι. Δὲν χορταίνεις νὰ τὸ κοιτᾶς. Δὲν πρέπει νὰ εἶναι πιὸ παληὸ ἀπὸ τὸν 13ο αἰώνα, γι᾿ αὐτὸ ἡ ἐπίσημη ὀνομασία του εἶναι: «Τὸ λεγόμενο Ἰωάννου Καλυβίτου», μιὰ καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Καλυβίτης ἔζησε τὸν 5ον αἰώνα. Εἶναι μοναδικὸ ἀπὸ κάθε ἄποψη.
Στὰ δεξιά του ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὴν ἀσπίδα τοῦ Ἁγίου Μερκουρίου. Δύσκολο νὰ τὸ χρονολογίσεις καὶ οἱ εἰδικοὶ ἀκόμα διστάζουν, μὴν ξέροντας ποὺ νὰ τὸ κατατάξουν. Ἡ τεχνοτροπία του εἶναι μπερδεμένη καὶ παρουσιάζει ἐπιδράσεις ἀπὸ διάφορες ἐποχές. Ποῦ νὰ τὸ κατατάξεις;
Στὸ κάτω πάτωμα τῆς βιτρίνας, διάφορα ἄλλα ἀντικείμενα νέας ἐποχῆς. Μία φιάλι ἁγιασμοῦ λουλουδιασμένη σὲ ὡραῖα σχέδια. Ποῦ νὰ θυμᾶμαι ὅσα εἶδα.
Πῆγα καὶ στὴν δεύτερη καὶ στὴν τρίτη. Στὴν τελευταία αὐτὴ καὶ στὸ κάτω ῥάφι της, δύο τεράστια εὐαγγέλια ῥωσσικῆς προελεύσεως σὲ αἰχμαλωτίζουν μὲ τὸν ὄγκο τους καὶ τὴν ὁμορφιά τους. Τὸ ἕνα εἶναι πιὸ μεγάλο καὶ στολισμένο μὲ πετράδια πολύτιμα καὶ λαμπερά. Θὰ πρέπει νὰ ζυγίζει γύρω στὰ εἴκοσι κιλά. Ὅταν τὸ χρησιμοποιοῦν τὸ κρατοῦν δύο διάκοι. Ἔῤῥιξα ἀκόμα μία βιαστικὴ ματιὰ καὶ βγῆκα ἔξω. Ὁ φίλος μου κλείδωσε καὶ μὲ συνόδευσε στὸ ἀρχονταρίκι.
Πῆγα καὶ ξάπλωσα λίγο γιὰ νὰ ξεκουραστῶ πρὶν ξεκινήσουμε πάλι γιὰ τὴν κουραστικὴ περιοδεία μας, ἐνῶ ἐκεῖνος πῆγε νὰ παραδώσει τὰ κλειδιά.
Δύο ὧρες πάνω κάτω ξεκουράστηκα καὶ ὅταν ἦρθε νὰ μὲ πάρει εἶχα σηκωθῆ γεμᾶτος κέφι. Πήραμε κάτι γιὰ πρόγευμα, μιὰ καὶ ἡ ὥρα ἦταν προχωρημένη καὶ ἔπρεπε νὰ φύγουμε. Δώσαμε τὰ χέρια στὸν καλὸ ἀρχοντάρη, τὸν πατέρα Ἰάκωβο, καὶ κατεβήκαμε στὴν αὐλή. Στάθηκα λίγο γιὰ νὰ κοιτάξω κάτι ποὺ εἶχα ξεχάσει. Τὸν πύργο τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἕνας πύργος ψηλός, σὰν ὅλους τοὺς ἄλλους, γεμᾶτος στὴν πρόσοψή του ἀπὸ σωλῆνες ποὺ κατεβαίνουν φιδωτά, μιὰ καὶ στὴν κορφή του βρίσκεται ἡ δεξαμενὴ τοῦ Μοναστηριοῦ, ποὺ τὴν γεμίζει μία μικρὴ βρυσούλα, ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὸ βουνό, ποὺ βρίσκεται ἡ Σκήτη τοῦ Προφήτη Ἠλία.
Κοίταξα τὶς πολεμίστρες, ποὺ σοῦ θυμίζουν καὶ ἐδῶ, ἀγῶνες καὶ αἵματα, τῆς ἱστορίας τὰ δράματα. Μὰ συμβολίζει ἀκόμα τὸ παρελθόν. Τὸ παρελθὸν ποὺ πέρασε. Εἶναι ἕνα σημάδι παληὸ πιὰ καὶ ἄχρηστο, ξεπερασμένο σήμερα. Σὰν τὸν κοιτάζεις, νιώθεις τὴν καρδιά του ὡς τὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς σου. Καμία χάρη, κανένα στολίδι. Ἕνα σημάδι βίας καὶ ἄμυνας μαζί. Σοῦ θυμίζει αἱματοκυλίσματα καὶ σκηνὲς φρίκης, ποὺ στὴν θύμησή τους καὶ μόνο, νιώθεις τὰ γόνατά σου νὰ κόβονται. Δὲν μπορεῖς νὰ τὸν κοιτάξεις γιὰ πολύ, μιὰ καὶ δὲν σοῦ δείχνει τίποτε ἄλλο, παρὰ μονάχα τὴν παληὰ ὀχυρωματικὴ τέχνη, βιγλάτορες καλόγερους ποὺ ἀγναντεύουν τὸ πέλαγος καὶ ουρσάρικες πολιορκίες. Καμία εὐγένεια. Γραμμὲς βάρβαρες. Καὶ ὁ μονάχα ὁ σκοπὸς γιὰ τὴν χρησιμότητά του, σὲ ἐμποδίζεις νὰ τὸν ἀντιπαθήσεις.
Ἔστριψα τὸ βλέμμα μου, χαιρέτησα ἕνα-δύο γεροντάκια ποὺ ἦρθαν νὰ μὲ ἀποχαιρετήσουν καὶ περνῶντας τὴν πόρτα κάναμε τὸν σταυρό μας γιὰ τελευταία φορά, ὅπως ἔχουν συνήθεια στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ἐκείνη τὴν στιγμὴ νόμισα ὅτι κάτι ἔχασα καὶ ὅτι ἀκόμα πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν θὰ μποροῦσα νὰ νιώσω τὴν ζεστασιὰ καὶ τὴν καωσύνη ποὺ μοὔδειξαν στὸ Μοναστήρι αὐτό.
Στὴν ἀγρυπνία τους, μπόρεσα γιὰ μία μοναδικὴ φορὰ στὴν ζωή μου νὰ πλησιάσω τόσο τέλεια καὶ τόσο κοντὰ τὸν Θεό. Ἡ καρδιά μου πλημμύρισε μὲ μία λύπη ποὺ ζητοῦσε νὰ ἀναλυθῆ σὲ δάκρυα. Τί εἶχα πάθει; Μήπως ἐκεῖ μόνο βρῆκα καὶ ἔχασα τὴν εὐτυχία; Δὲν ξέρω. Δὲν μπόρεσα ἐκείνη τὴν στιγμὴ νὰ τὸ ξεδιαλύνω.
Φύγαμε ἀμίλητοι. Στὸ ἴδιο μέρος μᾶς περίμενε ὁ Ἠλίας κρατῶντας τὰ χαλινάρια τῶν ζώων. Ἀνεβήκαμε γρήγορα στὰ μουλάρια καὶ ξεκινήσαμε. Κατεβήκαμε τὴν ἀπότομη ἀνηφόρα γιὰ τὸν Ἀρσανᾶ, καθὼς λένε ἕνα κτίριο γιὰ νὰ φυλᾶνε τὶς βάρκες τοῦ Μοναστηριοῦ.
Πήραμε ἕνα δρόμο παραλιακό, περάσαμε μία μικρὴ γεφυρούλα καὶ ἔπειτα πάλι ἕνα ἀμμουδερὸ δρομάκο. Ἀνηφορίσαμε λίγο-λίγο. Πιὸ πέρα, ἕνας μεγάλος ξύλινος σταυρὸς ἔδειχνε τὸν δρόμο ἀνάμεσα σὲ πολλὰ μονοπάτια. Ὁ δρόμος γυμνὸς ἀπὸ δένδρα. Θάμνοι μονάχα δεξιὰ καὶ ἀριστερά. Εἴχαμε ἀπομακρυνθῆ λίγο ἀπὸ τὴν θάλασσα, μὰ τὸ βουητὸ τῶν ἀφρισμένων κυμάτων ποὺ ἔσπαζε πάνω στὰ βράχια, ἔφθανε ζωηρὰ στὰ αὐτιά μας. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα εἶχε μία παράξενη ἀγριάδα.
Περνῶντας τὴν παραλία κοίταζα μαγεμένος τὴν ἀφρισμένη θάλασσα, ποὺ ξεσποῦσε στὴν ἀμμουδιὰ φτιάχνοντας μία ἀσύλληπτη εἰκόνα.
Ἀφρισμένα κύματα ξεχύνοταν, κυνηγῶντας θἄλεγες τὸ ἕνα τὸ ἄλλο, χωρὶς σταματημό. Τώρα, στὴν μεσημεριάτικη ὥρα, ὁ ἥλιος τὰ χρύσιζε παράξενα καὶ τὰ ἔκανε μαγευτικά. Ὡραία Μεσόγειος, ὡραῖο Αἰγαίο, ποὺ γλύφεις καὶ δέρνεις καθημερινὰ τὰ βράχια ποὺ χώνονται στὴν ἀγκαλιά σου γιὰ νὰ δροσιστοῦν.
Μὲ τὰ κύματά σου φτιάχνεις λογῆς λογῆς σχέδια πάνω τους. Ἐδῶ ἀνοίγεις μία σπηλιά, ἐκεῖ δημιουργεῖς μία ἀνθρώπινη μορφή, καὶ ἀλλοῦ ἄλλα ἀνάκατα σχέδια. Καθάριο γαλάζιο νερό, ποὺ μέσα σου καθρεφτίζονταν οἱ βαρκοῦλες καὶ τὸ φτερούγισμα τῶν γλάρων, ποὺ δὲν σταματάει καθόλου καὶ ποὺ κάθονται στὰ ἀφρισμένα ἢ στὰ ἥσυχα γαληνεμένα κύματά σου. Ποιός θὰ μποροῦσε νὰ σὲ ἐξυμνήσει τόσο τέλεια, ὥστε νὰ ζωντανεύει τὴν μαγεία σου; Ἐγὼ δὲν μπορῶ παρὰ μονάχα νὰ θαυμάζω. Ἐδῶ στὰ ἥσυχα ἀκρογιάλια, τὸ ψιθύρισμά σου, τὸ βουητό σου καὶ οἱ ἀπειλές σου εἶναι κυρίαρχα καὶ μοναδικά, καὶ ὁ θόρυβος ἀπὸ τὶς μηχανὲς τῶν καϊκιῶν καὶ τὸ κρώξιμο τῶν γλάρων συνδυάζονται τόσο ἁρμονικὰ μαζί σου, ποὺ χάνονται, σβήνονται, στὶς ὑποσχέσεις σου ἢ στὶς ἀπειλές σου.
Αὐτὲς καὶ μόνο εἶναι κυρίαρχες ἐδῶ καὶ αὐτὲς μὲ ὁδηγοῦν σὲ σκέψεις, κάνοντας τὴν ψυχή μου νὰ πετάξει πιὸ ψηλὰ πάνω ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα καὶ ἀπὸ τὶς μικρότητες τῆς ζωῆς.
Πῶς θὰ μποροῦσες νὰ νοιώσεις τὴν λατρεία μου σὲ σένα; Πῶς θὰ μπορέσω νὰ σοῦ πῶ ἕνα μεγάλο «εὐχαριστῶ» γιὰ τὶς χαρὲς ποὺ μοῦ δίνεις;
Σὲ μία στροφὴ τοῦ δρόμου, ψηλὰ στὸ βουνό, τὴν ἔκρυψε ἀπὸ τὰ μάτια μας. Λόφοι γύρω μας καὶ μερικὲς ῥεματιὲς ξερὲς καὶ ὅλα σκεπασμένα μὲ καχεκτικοὺς θάμνους. Οὔτε ἕνα δένδρο.
Σὲ λίγο περάσαμε μία ῥεματιὰ καὶ ὁ δρόμος ἔγινε κάθετος πρὸς τὴν θάλασσα, ποὺ σιγὰ-σιγὰ ἄρχισε νὰ φαίνεται σὲ ὅλη τὴν ἀπεραντοσύνη της σπαρμένη ἀπὸ τὰ νησιὰ ποὺ μόλις διακρίνονταν στὴν μεσημεριάτικη ἀχλύ. Ὅλα νεκρωμένα ἀπὸ τὴν ζέστη τοῦ καλοκαιριοῦ. Ἡ ζέστη ἦταν φοβερή. Ὁ ἱδρῶτας εἶχε μουσκέψει τὰ ῥοῦχά μας καὶ κυλοῦσε σὲ χοντρὲς στάλες ἀπὸ τὸ μέτωπό μας.
Προχωρήσαμε ἀκόμα λίγο καὶ μὲ κάποια ἀνακούφιση εἶδα νὰ προβάλλει στὸ βάθος τοῦ δρόμου ἕνα σπιτάκι, λίγο πρὸς τὰ ἀριστερὰ καὶ πάνω ἀπὸ τὴν θάλασσα. Μὲ ὅλη τὴν ζέστη, ἡ διαδρομὴ ἦταν γεμάτη ὁμορφιὲς.
Σκέφτηκα γιὰ μία στιγμή, πὼς ἂν τὴν κάναμε βράδυ θὰ ἦταν καλύτερα.
Ὅταν τὸ σπίτι ξεχώρισε καλά, εἶπα μὲ ἀνακούφιση:
-Ἐπὶ τέλους. Νὰ καὶ ἕνα σημάδι ποὺ δείχνει πὼς κάποιος ζῆ ἐδῶ πάνω. Εἶχα ἀπελπιστεῖ τόσες ὧρες χαμένος στὶς ἐρημιές.
-Εἶναι βλάχικα ἀσκητήρια, «ῥουμανικά». Ἀνήκουν στὸ Μοναστήρι τοῦ Σταυρονικήτα, μὰ κοντεύουν καὶ αὐτὰ νὰ ἐρημώσουν. Καὶ ἐδῶ τὸ ἴδιο δρᾶμα. Παντοῦ σὲ κάθε γωνιά του τὸ Ἅγιον Ὄρος δείχνει τὰ σημάδια τῆς καταστροφῆς ποὺ πλησιάζει, ὅμως ἂς μὴν ὀλιγοπιστῶ. Ὁ Θεὸς εἶναι μεγάλος καὶ ἡ Παναγία δὲν θὰ ἀφήσει νὰ καταστραφῆ τὸ Περιβόλι Της.
-Ἴσως δὲν χάθηκε ἀκόμα τὸ πᾶν· τοῦ ἀπάντησα, δίνοντας ἔτσι θάῤῥος στὴν ἀπελπισία του. Ὁ Θεὸς θὰ φροντίσει. Ἡ κρίση ποὺ περνάει τὸ Ἅγιον Ὄρος, θὰ περάσει.
Φτάσαμε στὸ σπιτάκι καὶ κατεβήκαμε νὰ δροσίσουμε τὸν λαιμό μας, ἀπὸ τὴν φλόγα τοῦ μεσημεριανοῦ ἥλιου. Τίποτα δὲν μᾶς βίαζε τώρα. Δὲν μᾶς ἔμενε παρὰ ἕνα τέταρτο δρόμος ἀκόμα. Καθήσαμε κάτω ἀπὸ τὸ μεγάλο πλατάνι νὰ δροσιστοῦμε. Δὲν χτυπήσαμε τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ, ποὺ ἦταν σκαρφαλωμένο σὲ ἕναν βράχο πλάϊ στὴν ἄγρια θάλασσα. Σεβαστήκαμε τὴν ἡσυχία τοῦ μοναχοῦ, ποὺ γνώριζε ὅμως πολὺ καλὰ τὸν φίλο μου. Παραδοθήκαμε στὸ εὐεργετικὸ ἀεράκι ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τὴν θάλασσα γεμᾶτο ἁρμύρα.
Κλείσαμε τὰ μάτια κουρασμένοι. Ὁ φίλος μου, ξάγρυπνος ὅλη τὴν νύχτα ἦταν πολὺ κουρασμένος, καθὼς τὸν κοίταζα ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ κλειστὰ μάτια μου καὶ ἔνιωσα νὰ μοῦ γεννιέται μία ἀπεριόριστη συμπάθεια γιὰ αὐτόν. Δὲν ἦταν μικρὸ αὐτὸ ποὺ ἔκανε γιὰ μένα. Ὑποβλήθηκε σὲ τόσες ταλαιπωρίες, ποὺ μὲ ἔκανε νὰ ντρέπομαι. Τὰ σημάδια τῆς κούρασης εἶχαν φανῆ στὸ πρόσωπό του καὶ ὅμως μὲ ἡρωϊσμὸ μπορεῖ νὰ πῇ κανένας, κατόρθωνε νὰ μὴν τὸ δείχνει. Σὲ ὅλη τὴν διαδρομή μας δὲν ἄκουσα οὔτε ἕνα παράπονο, κάτι ποὺ νὰ μοιάζει μὲ γογγυσμό. Τὸν θαύμαζα καὶ τὸν ἀγαποῦσα γιὰ αὐτὸ διπλᾶ. Πόση ὥρα νὰ μείναμε ἔτσι; Δὲν τὴν μέτρησα.
Ὁ φίλος μου κάποια στιγμή, ἔδωσε τὸ σύνθημα τῆς ἀναχωρήσεως. Ἀνεβήκαμε πάλι στὰ μουλάρια καὶ ὁ Ἠλίας μᾶς ἀκολούθησε. Καὶ σ᾿ αὐτὸν ἀκόμα πόσα χρωστάγαμε;
Τώρα ξεκούραστοι συνεχίσαμε τὸν δρόμο μας μὲ περισσότερο κέφι καὶ σχεδὸν χαρούμενοι. Δὲν μᾶς ἔλειψαν καὶ τὰ ἀστεῖα.
Ὁ φίλος μου ἄρχισε νὰ λέει κάτι εὐχάριστο καὶ σὰν τελείωσε τὸν μιμήθηκα καὶ ἐγώ. Ἔτσι τὸ ῥολόϊ ἔδειχνε πὼς κἀναμε μία ὥρα ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ξεκινήσαμε, ὡς νὰ φτάσουμε στὸ Μοναστήρι τοῦ Σταυρονικήτα.
Ὁ Ἠλίας ξαναπῆρε πάλι τὰ καθήκοντά του. Ὁ πορτάρης, ποὺ ποτὲ δὲν βρίσκεται στὴν θέση του, γιατὶ ἐκτὸς ἀπὸ πορτάρης ἔχει ἀκόμα καὶ τέσσερα-πέντε διακονήματα, δὲν ἦταν ἐκεῖ. Τὸ Μοναστήρι ὅμως ἦταν γνώριμο στὸν φίλο μου καὶ μὲ σίγουρες κινήσεις περάσαμε στὴν αὐλή. Ἕνα μικρὸ κομματάκι, ὄχι μεγαλύτερο ἀπὸ τέσσερα-πέντε μέτρα στὸ μάκρος καὶ στὸ πλάτος της.
Τραβήξαμε ἴσα ἀπὸ μία στενόχωρη σκάλα καὶ περάσαμε στὸ ἀρχονταρίκι. Ἡ ἐκκλησία βρισκόταν ἀριστερὰ ἀπὸ τὴν σκάλα, μὰ ἦταν κατάκλειστη.
Μπροστὰ στὴν πόρτα της κάναμε τὸν σταυρό μας καὶ κρατήσαμε τὴν διάθεσή μας γιὰ ἀργότερα, ποὺ θὰ ἦταν ἀνοιχτὴ καὶ ἐμεῖς πιὸ ξεκούραστοι.
Στὸ ἀρχονταρίκι μᾶς περίμενε ἕνα ἐξαίσιο θέαμα. Μεγάλα παράθυρα καὶ ἀπὸ τὶς τρεῖς πλευρὲς τοῦ σαλονιοῦ, ποὺ κρέμεται κυριολεκτικὰ πάνω ἀπὸ τὴν θάλασσα. Ἀνατολικὰ παράθυρα καὶ πέρα μακρυὰ τὸ Μοναστήρι τοῦ Παντοκράτορος, πνιγμένο μέσα στοὺςς ἀφροὺς τῆς ἀγριεμένης θάλασσας. Μπροστά μας κύματα ποὺ ἄφριζαν ἀγριεμένα, μὲ κατάλευκες χαῖτες καὶ δυτικὰ πάλι ὁ κῆπος τῆς Καλληάγρας. Πιὸ πέρα τὸ Μοναστήρι τῶν Ἰβήρων καὶ σὲ συνέχεια παραλιακὰ σπίτια ποὺ χάνονται ἀπὸ τὴν ἀπόσταση, γιὰ νὰ καταλήξει τὸ μάτι σου ψηλὰ στὸν γερο-Ἄθωνα μὲ τὶς χιονισμένες ἀκόμα χαράδρες του καὶ τὸ συννεφένιο σκουφί του, ποὺ ἦταν ἡ αἰτία τῆς σημερινῆς φουρτοῦνας, καθὼς μοῦ εἶπαν. Θέαμα καταπληκτικό, σὰν ἡ θάλασσα ἡσυχάζει καὶ τὸ κῦμα ψιθυριστὰ γλύφει τὰ βράχια, ποὺ στὴν ῥάχη του σηκώνουν τὸ Μοναστήρι τοῦ Σταυρονικήτα. Παρὰ τὴν κούρασή μας καθήσαμε γιὰ λίγο νὰ θαυμάσουμε αὐτὸ τὸ μεγαλεῖο. Μὰ εἴχαμε μπροστά μας ὅλο τὸν καιρὸ νὰ τὸ ἀπολαύσουμε πιὸ ἄνετα. Πρόχειρα γάγαμε κάτι καὶ ὕστερα πήγαμε γιὰ ὕπνο. Τώρα, στὸ κλειστὸ περιβάλλον, τὰ μάτια τοῦ φίλου μου ἄρχισαν νὰ κλείνουν ἀπὸ τὴν κούραση. Κατάλαβα τὴν ἀγωνιώδη προσπάθεια ποὺ ἔκανε νὰ τὰ κρατήσει ἀνοιχτά. Κλειστήκαμε στὰ δωμάτιά μας. Κοιμήθηκα βαθιά, μὲ ἕνα αἴσθημα εὐδαιμονίας στὴν ψυχή μου. Σὰν ξύπνησα, ὁ ἑσπερινὸς βρισκόταν στὸ τέλος του. Ἂν καὶ τὸ Μοναστήρι εἶναι τόσο μικρό, τὸ βουητὸ τῶν κυμάτων καθὼς ἔσπαγαν στοὺς βράχους δὲν ἄφησε νὰ ἀκούσω τὴν καμπάνα. Πλύθηκα καὶ χωρὶς καμία καθυστέρηση κατέβηκα στὴν ἐκκλησία. Μεγάλη καὶ αὐτὴ μὲ σκοτεινὴ Λιτή. Καὶ ἐδῶ ὁ ἴδιος ῥυθμὸς ποὺ γενικὰ σὲ ὅλες τὶς ἐκκλησίες τῶν Μοναστηριῶν. Ἡ ἐκκλησία εἶναι ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Νικόλαο. Ἀπὸ τὴν ἐκκλησία αὐτὴ δὲν κράτησα πολλὰ στὸ μυαλό μου, παρὰ μονάχα ὅτι εἶναι ἄδεια ἀπὸ καλογήρους. Μέτρησα μόνο δύο-τρεῖς μαυροντυμένες σκιές. Πέντε-ἕξι νομίζω ὅτι εἶναι ὅλοι οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ. Εἶναι τὸ πιὸ φτωχό, χωρὶς δάσος καὶ μὲ πολὺ λίγους ἄλλους πόρους. Συντηρεῖται μὲ τὰ λίγα ποὺ παίρνει ἀπὸ τὸ Κράτος σὰν ἀποζημίωση γιὰ τὴν σημαντικὴ περιουσία ποὺ εἶχε σὲ διάφορα μέρη τῆς Ἑλλάδος καὶ ποὺ ἀπαλλοτριωθήκανε γιὰ νὰ δοθοῦν στοὺς πρόσφυγες. Κάποτε, ἦταν πολὺ πλούσιο, τὰ κελλιά του ἦταν γεμᾶτα καὶ γνώρισε πολλὲς δόξες. Ἐκεῖνα περάσανε πιά. Τώρα ὅμως κινδυνεύει νὰ ἐρημώσει τέλεια καὶ αὐτὸ γεμίζει μὲ λύπη τὰ λίγα γεροντάκια ποὺ τὸ συντηροῦν ἀκόμα.
Σὰν τελείωσε ὁ ἑσπερινός, ἀνέβηκα στὸ ἀρχονταρίκι γιὰ νὰ βρῶ τὸν φίλο μου. Τὸν βρῆκα στὸ σαλόνι καθισμένη σὲ ἕναν καναπέ. Τὸν χαιρέτησα καὶ τοῦ εἶπα ὅτι εἶχα κατέβει στὴν ἐκκλησία καὶ ὅτι προσκύνησα τὰ ἅγια λείψανα καὶ ἑπομένως δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ ξανακατεβοῦμε μαζί.
-Τότε, ἂς πᾶμε μία βόλτα μέχρι τὴν βιβλιοθήκη. Εἶναι φτωχὴ βέβαια. Ἔχει μερικοὺς κώδικες χωρὶς μεγάλη ἀξία. Τώρα τελευταῖα βρέθηκαν καὶ μερικοὶ λόγοι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, μὰ ὡς ἔργα τέχνη δὲν παρουσιάζουν κανένα ἐνδιαφέρον.
-Ἂς μὴν πᾶμε τότε.
-Ναί, ἂς κατεβοῦμε λίγο νὰ δροσιστοῦμε καὶ βαδίζοντας θὰ σοῦ διηγηθῶ τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ πῶς ἔφθασε αὐτὴ ἡ παλαιὰ εἰκόνα ἐδῶ. Τὴν εἶδες βέβαια στὸ δεξιὸ προσκυνητάρι τῆς ἐκκλησίας.
-Ναί, μὰ δὲν βρέθηκε κανένας νὰ μοῦ πῆ κάτι νὰ τὸν ῥωτήσω σχετικὰ γιὰ αὐτήν.
-Ὡραῖα! Τότε ἔχουμε θέμα γιὰ νὰ μιλήσουμε. Πᾶμε τότε λοιπόν.
Κατεβήκαμε τὰ σκαλιά, καὶ περάσαμε τὴν μικρὴ αὐλή. Βγήκαμε ἔξω καὶ ἄρχισε νὰ μοῦ λέει:
-Γιὰ τὴν εἰκόνα αὐτὴ ἔχουν νὰ ποῦνε πὼς ἦρθε ἀπὸ τὴν Ἀνατολή. Τὴν ῥίξανε στὴν θάλασσα χέρια εὐλαβικὰ καὶ θεοφοβούμενα γιὰ νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὴν βεβήλωση τῶν Σαρακηνῶν. Ἡ εἰκόνα σὰν βρέθηκε στὴν θάλασσα, ἄρχισε νὰ ταξιδεύει πάνω στὰ κύματα καὶ ὁ Ἅγιος Νικόλαος τὴν ἔφερε στὰ νερὰ τοῦ Μοναστηριοῦ αὐτοῦ, ἐδῶ κάτω. Μία νύχτα κάτι ψαράδες εἶδαν ἕνα παράξενο φεγγοβόλημα. Περίεργοι πλησιάσανε κοντὰ καὶ σὰν ἀντίκρυσαν τὴν εἰκόνα, ἔκαναν μὲ δέος τὸν σταυρό τους. Τὴν ἄφησαν νὰ τὴν φέρνει τὸ κῦμα καὶ μὲ σβελτάδα στὰ κουπιά τους ἔφτασαν στὸ Μοναστήρι. Χτύπησαν τὴν πόρτα καὶ ὁ πορτάρης τοὺς πῆγε στὸν ἡγούμενο. Τὸν φέρανε μπροστὰ σὲ ἕνα παράθυρο καὶ τοῦ ἔδειξαν τὸ παράξενο φῶς. Ἕνας ἀπὸ ὅλους τοῦ εἶπε, ὅτι πλησίασαν τὸ φῶς καὶ ὅτι εἶδαν πὼς ἦταν μία εἰκόνα, Ὁ ἡγούμενος γονάτισε καὶ σταυροκοπήθηκε καὶ ὕστερα κάλεσε ὅλους τοὺς καλογήρους νὰ δοῦνε καὶ αὐτοὶ τὸ θαῦμα. Μὲ προσευχὲς καὶ λιτανεία καὶ μία λαμπρὴ πομπή, γεμάτη δέος καὶ φόβο, κατέβηκαν στὴν θάλασσα καὶ περίμεναν νὰ φτάσει τὶ εἰκόνισμα μὲ τὸ φῶς στὴν στεριά. Σὰν ἔφτασε κοντά, ὁ ἡγούμενος μπῆκε σὲ μία βάρκα καὶ μὲ δάκρυα καὶ τρεμάμενα χέρια ἔσκυψε στὸ νερὸ καὶ σήκωσε τὴν εἰκόνα. Μὲ τὴν ἴδια πομπὴ γύρισαν στὸ Μοναστήρι πανηγυρίζοντας. Ἐκείνη τὴν βραδυὰ τδὲν κοιμήθηκε κανένας. Ὅλοι ἦταν μαζεμένοι στὴν ἐκκλησία καὶ ψέλνανε συνεχῶς δοξολογίες. Ἔτσι τοὺς βρῆκε τὸ ξημέρωμα. Ἀπὸ τότε πῆραν τὴν ἀπόφαση νὰ τιμηθῆ ἡ ἐκκλησία στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
-Μὰ πότε ἀκριβῶς χτίστηκε τὸ Μοναστήρι;
-Φαίνεται ὅτι εἶναι παληό, δὲν γνωρίζουμε ὅμως πότε χτίστηκε ἀκριβῶς.
-Καὶ ἡ Βιβλιοθήκη, ποῦ βρίσκεται;
-Ὅπως σὲ ὅλα τὰ Μοναστήρια, βρίσκεται καὶ αὐτὴ ἐδῶ στὸν πύργο γιὰ ἀσφάλεια.
Σήκωσα τὰ μάτια καὶ κοίταξα τὸν πύργο. Δὲν εἶναι πολὺ ψηλός, ἴσως γιατὶ ἡ θέσις ποὺ βρίσκεται τὸ Μοναστήρι εἶναι πολὺ ὀχυρή. Ἀπὸ τὴν θάλασσα δὲν ὑπάρχει καμία πιθανότης νὰ πατηθῆ. Τὰ ἄγρια καὶ ἀπότομα βράχια τὸ προστατεύουν. Εἶχα συνηθίσει πιά, νὰ βλέπω, νὰ θαυμάζω καὶ νὰ περιεργάζομαι.
Δὲν καθήσαμε πολὺ στὴν αὐλή, ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμα ἐπιθυμούσαμε μήπως εἶχε τίποτα τὸ ἀξιόλογο ἡ στενόχωρη μικρούλα αὐλή, ποὺ σοῦ δημιουργεῖ ἕνα πλάκωμα στὴν καρδιά;
Ἀνεβήκαμε τὶς σκάλες καὶ περάσαμε στὸ σαλόνι τοῦ ἀρχονταρικιοῦ, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε τὸ θαυμάσιο βράδυ, ποὺ ἄρχιζε σιγὰ-σιγὰ νὰ πέφτει γύρω μας. Καθήσαμε σὲ ἕναν καναπὲ καὶ βγάλαμε τὸ κεφάλι ἔξω ἀπὸ τὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο.
Κοίταζα τὴν θάλασσα μὲ μάτια ἀχόρταγα. Δὲν κοίταζα κάτι ὁρισμένο. Ἔβλεπα γενικὰ τὴν θάλασσα ποὺ τὴν ὥρα ἐκείνη εἶχε γαληνέψει καὶ τὰ ἁπαλὰ κύματά της χάϊδευαν στοὺς βράχους. Ἤμουνα γεμᾶτος ἀπὸ τὰ χρώματά της ποὺ τώρα στὸ ἡλιοβασίλεμα ἀνακατευόντουσαν σὲ ἕνα παράξενο μπέρδεμα, ἀπὸ γαλάζιο, μαύρο, μενεξεδὶ καὶ βυσσινί, ἀπὸ ὅλα τὰ χρώματα που μπορεῖς νὰ φανταστῆς καὶ ἀκόμα ὅσα δὲν ἐλπίζεις νὰ δῆς. Τί σκεπτόμουνα;
Ῥώτησα τὸν ἑαυτό μου. Καμία σκέψη συγκεκριμένη. Βρισκόμουνα στὴν κατάσταση τοῦ ὀνείρου καὶ τῆς ἀφαιρέσεως καὶ μόνο ἡ ψυχὴ ζοῦσε ἔντονα. Τὸ μυαλὸ εἶχε χαθῆ, εἶχε σταματήσει καὶ εἶχε ἀπαλλάξει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὰ δεσμά της.
Ἦταν μία παράξενη κατάσταση συλλογῆς, στροφῆς πρὸς τὸ πνεῦμα. Ἔνιωσα γιὰ πρώτη φορὰ αὐτὸ ποὺ νιώθουν ὅλοι ὅσοι παραδίδονται στὴν συλλογὴ μέσα στὴν ἥσυχη φύση, χωρὶς κανένα πρόβλημα, χωρὶς θορύβους ποὺ νὰ ξυπνᾶνε τὶς αἰσθήσεις τους, παρὰ μονάχα τὸ μουρμούρισμα τῆς θάλασσας στὰ βράχια ἢ τὸ κελάρυσμα μιᾶς μικρῆς βρυσούλας ποὺ χάνεται σὲ καταῤῥάκτη, ποὺ θαῤῥεῖς καὶ σὲ παίρνει στὰ μονότονα φτερά του καὶ σὲ φέρνει στὴν ἀναζήτηση ἑνὸς ἄλλου κόσμου ποὺ βρίσκεται κρυμμένος μέσα μας. Καθήσαμε ἐκεῖ στὴν ἴδια θέση, βουβοί, καὶ βουτηγμένοι στὶς σκέψεις μας, ὥσπου τὸ σκοτάδι ἄρχισε νὰ πέφτει καὶ ἡ θάλασσα νὰ γίνεται μία ἀπειλητικὴ σκιά.
Σὰν ἡ σκοτεινιασμένη νύχτα ἔπεσε, σὰν τὰ ἀστέρια στόλισαν τὸν οὐρανὸ καὶ γέμισαν μυστήριο τὴν νύχτα, τραβήξαμε τὰ κεφάλια μας ἀπὸ τὸ παράθυρο καὶ μὲ ἕναν ἀναστεναγμὸ διώξαμε τὶς ἀναλύσεις καὶ κοιταχτήκαμε μέσα στὸ σκοτάδι. Πάλι δὲν μιλήσαμε. Ἡ σκιὰ τοῦ ἀρχοντάρη ποὺ ἦρθε νὰ ἀνάψει τὴν λάμπα μᾶς ἔβγαλε ἀπὸ τὴν νάρκη μας. Φάγαμε τὸ λιτὸ φαγητὸ ποὺ μᾶς πρόσφερε καὶ πήγαμε νωρὶς γιὰ ὕπνο.
Στὸ ξημέρωμα σηκωθήκαμε κεφᾶτοι καὶ ξεκούραστοι ὕστερα ἀπὸ ἕναν ὕπνο ποὺ κράτησε ὧρες. Πήραμε τὸν καφέ μας καθὼς καὶ κάτι γιὰ πρωϊνό, μιὰ καὶ θὰ ἀρχίζαμε γιὰ πολλὲς ὧρες πορρεία στὰ ἄλλα Μοναστήρια καὶ ἡ διαδρομή μας θὰ ἦταν μεγάλη.
Κατεβήκαμε καὶ πρὶν ξεκινήσουμε, μπήκαμε στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ κάνουμε τὸν σταυρό μας γιᾶ τελευταία φορὰ μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ νὰ παρακαλέσουμε νὰ μᾶς δώσει καλὸ ταξίδι. Πλησιάσαμε τὴν εἰκόνα, κάναμε δύο μετάνοιες καὶ τὴν ἀσπαστήκαμε μὲ εὐλάβεια, ψιθυρίζοντας νοερὰ μία προσευχή. Τραβηχτήκαμε καὶ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ φύγουμε, ὅταν ἕνας γεροντάκος καλόγερος μᾶς εἶπε νὰ προσκυνήσουμε καὶ νὰ θαυμάσουμε μία εἰκόνα ποὺ κρατοῦσε στὰ χέρια του. Πῆγαμε κοντά. Ἦταν μία μικρὴ ψηφιδωτὴ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου ποὺ ἔγινε στὰ τέλη τοῦ 12ου αἰῶνα. Τὴν λένε «Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Στρειδᾶς». Ὄνομα ποὺ τῆς δόθηκε ἀπὸ ἕνα θαῦμα. Ἀφοῦ τὴν θαυμάσαμε γιὰ λίγο, βγήκαμε ἀπὸ τὸ Μοναστήρι καὶ ἀνεβήκαμε στὰ ζῶα ποὺ εἶχε ἑτοιμάσει ὁ Ἠλίας καὶ εἶχε φροντίσει νὰ βρίσκονται στὴν ὥρα τους.
Ἀνηφορίσαμε σὲ ἕνα στενὸ μονοπάτι γεμᾶτο πικροδάφνες. Περάσαμε ἕνα λόφο ποὺ στὴν κορυφή του σχημάτιζε ἕνα ξέφωτο καὶ κατηφορίσαμε μία ῥεματιὰ γιὰ νὰ πάρουμε τὸν δρόμο τῆς Καλληάγρας.
Περάσαμε πλάϊ της ἀπὸ ἀρκετὴ ἀπόσταση. Πήραμε τὸν ἴδιο δρόμο ποὺ εἴχαμε πάρει ὅταν τὴν πρώτη φορά, κάποια βραδυά, πήγαμε στὸ μικρὸ ἐρημητήριο τοῦ γέροντος Μακαρίου.
Τώρα, κάτω ἀπὸ τὴν κάψα ποὺ ἄρχισε νὰ μεγαλώνει, ἡ φύση σιγὰ-σιγὰ εἶχε χάσει τὴν γοητεία της.
Ἄλλωστε ἦταν ἡ δεύτερη φορά, καὶ τίποτα ὄμορφο δὲν ξαναδοκιμάζεται μὲ τὴν ἴδια γοητεία.
Σὲ μιάμιση ὥρα φτάσαμε στὸ Μοναστήρι τῶν Ἰβήρων καὶ κατεβήκαμε γιὰ νὰ ξεκουραστοῦμε μπροστὰ στὴν πόρτα. Καθήσαμε σὲ ἕνα παγκάκι, ἤπιαμε λίγο νερό, καὶ ἑτοιμαστήκαμε νὰ μποῦμε στὸ Μοναστήρι.
Ἀφαιρέθηκα νὰ κοιτάζω τὴν πόρτα μὲ τὸ ψηλὸ κουμπέ της.
Ἡ Παναγία ἡ Πορταΐτισσα, ζωγραφισμένη μεγαλόπρεπα πάνω ἀπὸ τὴν πόρτα σὲ κοιτάζει μὲ τὸ γλυκό της βλέμμα. Τώρα πρόσεξα καὶ τὴν μαχαιρὰ στὸ μάγουλό της ἀπὸ ὅπου μία κόκκινη σταγόνα αἷμα κυλάει. Γύρισα στὸν φίλο μου καὶ τοῦ εἶπα:
-Τί εἶναι αὐτὴ ἡ μαχαιριά;
-Σοῦ ζητάω συγγνώμη ποὺ μοῦ διέφυγε. Εἶναι τὸ πιὸ σημαντικό, τὸ πιὸ μεγάλο θαῦμα τῆς Παναγίας. Ἡ θαυματουργὴ αὐτὴ εἰκόνα, ῥίχτηκε στὴν θάλασσα ἀπὸ μία γυναῖκα στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας, γιὰ νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὴν σατανικὴ μανία τῶν Εἰκονομάχων. Ἔφτασε ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια στὸ Μοναστήρι πλέοντας πάνω στὰ κύματα. Ἐδῶ σὲ τοῦτο τὸ Μοναστήρι μόναζε ὁ γυιός της χρόνια πολλά, φευγᾶτος ἀπὸ τὴν πατρίδα του γιὰ τὸν φόβο τῶν Εἰκονομάχων. Ἡ ἐμφάνισις τῆς ἁγίας εἰκόνος συνοδευότανε ἀπὸ μία πύρινη στήλη, γι᾿ αὐτὸ ἔγινε ἀντιληπτὴ ἀπὸ τοὺς μοναχούς, στοὺς ὁποίους ἡ Θεοτόκος εἶχε δώσει ἐντολὴ στὸν ὕπνο τους νὰ παραληφθῆ ἡ εἰκόνα της ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γαβριήλ, ποὺ ἀσκήτευε πάνω ψηλὰ ἀπὸ τὸ Μοναστήρι σὲ ἕνα ἐρημητήριο.
Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ἡ εἰκόνα ποὺ εἴδαμε στὸ παρεκκλήσι βρισκόταν τοποθετημένη ἐδῶ πάνω στὴν θέση ποὺ βρίσκεται ζωγραφισμένη αὐτὴ ἐδῶ ἡ εἰκόνα. Ὀνομάστηκε Πορταΐτισσα, γιατὶ ἤθελε νὰ μένει στὴν πόρτα καὶ νὰ προστατεύει τὸ Μοναστήρι.
Σὲ μία ἐπιδρομὴ τῶν πειρατῶν, οἱ ὑπερασπισταὶ τοῦ Μοναστηριοῦ λύγισαν καὶ πάψανε νὰ πολεμᾶνε. Κρύφτηκαν στὸν πύργο, χωρὶς νὰ προφθάσουν νὰ πάρουν τὴν εἰκόνα ποὺ βρισκόταν πάνω ἀπὶο τὴν εἴσοδο του Καθολικοῦ καὶ τὰ κειμήλια. Οἱ βάρβαροι λοιπόν, σπάσανε τὴν σιδερένια πόρτα καὶ μπῆκαν μέσα, γιὰ να σκοτώσουν καὶ νὰ λεηλατήσουν τὸ Μοναστήρι. Δὲν βρῆκαν κανέναν. Πῆγαν στὴν ἐκκλησία μὰ ἦταν κλειστή. Νομίζοντας ὅτι μέσα στὴν ἐκκλησία κρυβόντουσαν μοναχοί, ἔβαλαν τὰ δυνατά τους, ἔσπρωξαν μὲ ὅλη τους τὴν δύναμη τὴν πόρτα, μὰ ἡ πόρτα δὲν ἄνοιγε. Μεταχειριστήκανε ὅλα τὰ μέσα γιὰ νὰ τὴν σπάσουν μὰ τίποτα δὲν γινότανε. Ἕνα γεροντάκι ποὺ τὸ σέρνανε οἱ βάρβαροι μαζί τους, τοὺς εἶπε ὅτι τοὺς ἐμπόδιζε ἡ Παναγία ποὺ βρισκόταν ἀκριβῶς πάνω ἀπὸ τὴν πόρτα. Ὁ ἀρχικούσαρος, πιὸ ἄγριος ἀπὸ ὅλους, τράβηξε τὸ σπαθί του καὶ χτύπησε τὴν εἰκόνα. Σταγόνες χοντρὲς ἀπὸ αἷμα ἄρχισαν νὰ στάζουν. Ὁ βάρβαρος, μπροστὰ στὸ θαῦμα αὐτὸ λύγισε καὶ ἔπεσε στὰ γόνατα κλαίγοντας καὶ παρακαλῶντας τὴν Παναγία νὰ τὸν συγχωρήσει. Σὰν συνῆλθε λίγο, πρόσταξε τοὺς κουρσάρους ποῦ εἶχε μαζί του νὰ φύγουν καὶ αὐτὸς γονατιστὸς συνέχισε νὰ κλαίει γιὰ ἀρκετὲς μέρες. Στὸ τέλος ἔγινε καλόγερος καὶ Ἁγίασε. Εἶναι γνωστὸς μὲ τὸ ὄνομα «Ἅγιος Βάρβαρος» καὶ βρίσκεται ζωγραφισμένος στὴν δεξιὰ πόρτα τοῦ παρεκκλησιοῦ ποὺ βρίσκεται μέσα ἡ Πορταΐτισσα.
Ἀριστερά μας ἡ θάλασσα καὶ δεξιά μας τὸ βουνό. Βαδίζαμε κάτω ἀπὸ καστανιές. Περάσαμε ἕναν λόφο, μία ῥεματιὰ μὲ μία μικρὴ γεφυρούλα ποὺ κάτω της ἔτρεχε κελαρύζοντας τὸ νερό. Βατράχια πηδοῦσαν στὶς πολλὲς πικροδάφνες στὸ πέρασμά μας. Μία εὐχάριστη δροσιὰ μᾶ συντρόφευε σὲ ὅλο τὸν δρόμο. Πολὺ λίγο ἥλιο βρήκαμε αὐτὴ τὴν ἡμέρα. Νόμιζα πὼς περπατοῦσα μέσα σὲ ἕνα ἀληθινὸ παράδεισο, ὅπως ἀκριβῶς τὸν εἶχαν φανταστεῖ οἱ ζωγράφοι καὶ ὅπως τὸν φανταζόμαστε τέτοιον καὶ ἐμεῖς μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας.
Δὲν ἔλειπαν οὔτε τὰ πυκνὰ καὶ σκιερὰ δέντρα, οὔτε τὰ πουλιὰ ποὺ καθισμένα στὰ κλωνάρια κελαηδοῦσαν τὴν ἀγάπη τους στὸν Θεὸ καὶ τὴν φύση, στέλντοντας εὐχαριστίες στὸν πλάστη τους. Νερὰ κρυσταλλένια, ῥεματιὲς ὑγρὲς καὶ γεμᾶτες δροσιά, πεῦκα ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἀνάμεσα στὶς καστανιές, ἔφτιαχναν κάτι τὸ ἁρμονικὸ μέσα στὸ ἀνοιχτὸ πράσινο χρῶμα μὲ τὸ βαθὺ δικό τους, μουρμουρίζοντας στὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου μὲ τὰ βελονάκια τους καὶ τὰ φύλλα τῆς καστανιᾶς, ταξίματα καὶ ὑποσχέσεις γιὰ μία ἀσύλληπτη εὐτυχία.
Φτάσαμε στὸν Μυλοπόταμο, τὸν ἀφήσαμε πίσω μας καὶ προχωρῶντας κάπου μία ὥρα παραλιακὸ δρόμο δίπλα στὴν θάλασσα, φτάσαμε στὸν ἀρσανᾶ τοῦ Φιλοθέου.
Σωροὶ ἀπὸ κορμοὺς δέντρων ποὺ ξυλεύονται ἀπὸ τὰ δάση τοῦ Μοναστηριοῦ, μὲ ἕνα κτίριο ἀρκετὰ μεγάλο γιὰ νὰ μένουν οἱ ἐργάτες καὶ ὁ ἐπιστάτης τοῦ Μοναστηριοῦ ποὺ παραδίδει τὴν ξυλεία στοὺς ἐμπόρους.
Τὸ Μοναστήρι τοῦ Φιλοθέου δὲν βρίσκεται στὴν θάλασσα. Ἀπέχει ἀπὸ αὐτὴν μισὴ ὥρα καὶ εἶναι κρυμμένο πίσω ἀπὸ ἕνα μικρὸ λόφο κατάφυτο ἀπὸ καστανιές.
Πήραμε τὸν ἀνήφορο γιὰ τὸ Μοναστήρι. Σὲ λιγοστὴ ἀπόσταση μᾶς ὑποδέχτηκε μία κληματαριά. Λίγα βήματα πιὸ μακρυὰ σταματήσαμε καὶ κατεβήκαμε ἀπὸ τὰ ζῶα, κάτι ποὺ μᾶς εἶχε γίνει συνήθεια.
Πλησιάσαμε. Ἡ ἴδια διαδικασία καὶ ἐδῶ. Ὁ πορτάρης μᾶς πῆγε ἀργὰ-ἀργὰ μὲ τὸ πάσο του ἀπὸ κάτι σκάλες καὶ μᾶς παράδωσε στὰ χέρια τοῦ φιλόξενου ἀρχοντάρη, ἑνὸς νεαροῦ καλόγερου.
Τὸ συνηθισμένο καὶ ἐδῶ κέρασμα. Τὸ ἀπόγευμα θὰ κάναμε τὸ γύρω τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ θὰ βλέπαμε τὰ ἀξιοθέατα.
Κοιμηθήκαμε μία-δύο ὧρες καὶ σὰν τὰ σήμαντρα κάλεσαν τοὺς καλογήρους γιὰ προσευχή, βρισκόμαστε ἕτοιμοι. Κατεβήκαμε στὴν αὐλή. Μεγάλη καὶ εὐρύχωρη. Στὴν μέση τὸ Καθολικό. Κοντά του ἕνα καλοβαλμένο κυπαρίσσι καὶ λίγο πιὸ δίπλα του, τὸ ἔρημο κτίριο ποὺ ἄλλοτε χρησιμοποιοῦσαν γιὰ Τράπεζα οἱ καλόγεροι.
Τώρα εἶναι θεόκλειστο, μιὰ καὶ τὸ Μοναστήρι εἶναι ἰδιόῤῥυθμο. Ἕνα γύρω κελλιά. Μπήκαμε στὴν ἐκκλησία. Δὲν εἶναι ἡ παληά, ποὺ ἔχτισε ὁ Ὅσιος Φιλόθεος, σὰν ἔχτισε τὸ Μοναστήρι στὸν 9ον αἰῶνα. Κάηκε καὶ ξαναχτίστηκε στὰ 1871 καὶ τότε τοιχογραφήθηκε ἀπὸ ἕναν μέτριο καλλιτέχνη. Στὸν κεντρικὸ χῶρο τῆς ἐκκλησίας βρίσκεται καὶ ἡ ἀρχαία θαυματουργὸς εἰκόνα τῆς Παναγίας «τῆς Γλυκοφιλοῦσας», καθὼς τὴν ὀνομάζουν ἐδῶ.
Σὰν ἔργο τέχνης εἶναι λαμπρῆς βυζαντινῆς. Τὴν προσκυνήσαμε μὲ εὐλάβεια καὶ μὲ τὸ βλέμμα καρφωμένο στὰ πολλὰ ἀφιερώματα γιὰ τὰ θαύματά Της.
Καθήσαμε σὲ ἕνα στασίδι. Ὁ ἴδιος καὶ ἐδῶ ῥυθμός, χωρὶς καμία διαφορά, ἀλλὰ καὶ χωρὶς τὴν μεγαλοπρέπεια τοῦ Βατοπεδινοῦ Καθολικοῦ.
Σὰν τελείωσε ὁ ἑσπερινός, παρακαλέσαμε νὰ μᾶς δείξουν τὴν Βιβλιοθήκη. Ἕνας γεροντάκος μᾶς ὁδήγησε. Ἀνεβήκαμε τὰ σκαλιὰ τοῦ πύργου. Ἄνοιξε τὶς βαρειὲς πόρτες καὶ μᾶς ἔβαλε μέσα. Ἀπὸ μία βιβλιοθήκη τράβηξε ἕνα εὐαγγέλιου τοῦ 10ου αἰώνα. Εἶναι ἕνα κειμήλιο ἀπὸ τὰ πιὸ ἀρχαῖα καὶ τὰ πιὸ σπάνια. Τὸ κοίταξα ὥρα ποολὺ προσεχτικά, γιὰ νὰ συλλάβω καὶ νὰ τυπώσω στὸ μυαλό μου τὴν ὁμορφιά του.
Τὸ πέρασε στὰ χέρια τοῦ φίλου μου καὶ πῆρε ἕνα τετραβάγγελο τοῦ 13ου αἰώνα μὲ ἐξαίρετες μινιατοῦρες καὶ θαυμάσια ἐπίσης ἀρχικὰ σὲ κάθε κεφάλαιο. Παραστάσεις διάφορες ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή. Ἄγγελοι μὲ μακρυὰ σπαθιὰ καὶ λουλούδια μπερδεύονταν ἀνάμεσα στὶς μεγάλες γραμμὲς τῶν γραμμάτων.
Μᾶς ἔδειξε ἔπειτα Χρυσόβουλα αὐτοκρατορικά, Σιγίλια καὶ Φιρμάνια. Σὲ μία ἄλλη βιτρίνα εἴδαμε καὶ Εἰλητάρια.
Ἐπειδὴ δὲν εἴχαμε πολὺ ὥρα στὴν διάθεσή μας καὶ δὲν μπορούσαμε νὰ περιμένουμε, γιὰ νὰ προσκυνήσουμε τὰ ἅγια λείψανα, τὸν παρακάλεσα νὰ πῆ τὰ σπουδαιότερα. Ἐκεῖνο ποὺ συγκράτησα καλά, ἦταν τὸ χέρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, καθὼς καὶ ἕναν Σταυρὸ ποὺ τὸ χάρισε στὸ Μοναστήρη ὁ Στέφανος Δουσάν, Κράλλης τῆς Σερβίας.
Τὸ Μοναστήρι τοῦ Φιλοθέου βρίσκεται σὲ μία ἀπὸ τὶς ὁμορφότερες πλαγιὲς τοῦ Ὄρους. Εἶναι πνιγμένο στὰ δένδρα καὶ στὴν βορεινή του πλευρὰ κυλάει τὸ νερὸ τοῦ Μυλοποτάμου. Γιορτάζει στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου. Ὅταν κάηκε, μόνον ἡ Βιβλιοθήκη καὶ τὸ Καθολικό του σώθηκαν. Ἡ ἀνοικοδόμησις ἄρχισε τὸν ἄλλο χρόνο, μὰ ἀνοικοδομήθηκαν μόνο οἱ τρεῖς πλευρές του. Ἔτσι, στὴν δυτική του πλευρὰ ἔφτιαξαν μία ἁπλωταριὰ ποὺ ξεραίνουν τὰ φουντούκια.
Κατεβήκαμε ἀπὸ τὸ ἀρχονταρίκι καὶ ἀφοῦ πήραμε τὰ πράγματά μας ξεκινήσαμε. Φύγαμε καὶ πάλι ἀπὸ τὸν ἴδιο δρόμο. Στὴν πόρτα κάναμε τὸν σταυρό μας. Τοῦτοι οἱ γέροι, ποὺ συνήθως εἶναι πορτάρηδες, δυσαρεστοῦνται ἂν περιφρονήσεις καὶ δὲν τιμήσεις τὶς συνήθειές τους. Πρέπει νὰ βάλεις τρεῖς μετάνοιες μπροστὰ στὴν θαυματουργὸ εἰκόνα, ὄχι περισσότερες οὔτε λιγότερες. Διαφορετικὰ θὰ δημιουργήσεις κακὴ ἐντύπωση. Νὰ πῆς «Εὐλογεῖτε» ἢ «ὁ Κύριος» καὶ φεύγοντας ἀπὸ τὸ Μοναστήρι νὰ κάνεις τρεῖς φορὲς τὸν Σταυρό σου κοιτάζοντας τὸν Παντοκράτορα ποὺ εἶναι ζωγραφισμένος πάνω στὸν τρουλίσκο καὶ σὲ εὐλογεῖ.
Κάναμε λοιπὸν τὸν σταυρό μας καὶ φτάνοντας μπροστὰ σὲ ἕνα πεζουλάκι ἀνεβήκαμε στὴν ῥάχη τῶν μουλαριῶν μας μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ἠλία, που ξεκούραστα πιὰ βάδιζαν μὲ κέφι.
Περάσαμε ξανὰ τὴν κληματαριά, καὶ ὅταν φτάσαμε σὲ ἕνα σταυροδρόμι ποὺ ἔχει καρφωμένο ἕναν σταυρὸ γιὰ σημάδι, στρίψαμε ἀριστερά. Λίγο πιὸ πέρα καὶ ὕστερα ἀπὸ μία αὐλὴ ποὺ περάσαμε καὶ ποὺ στὸ ὕψος της εἶχε τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναλήψεως, πήραμε τὸ κατηφορικὸ καλντερίμι.
-Καὶ τώρα γιὰ τὸ Καρακάλλου, πετάχτηκε καὶ εἶπε ὁ φίλος μου.
-Εἶναι μακρυά;
-Ὄχι. Σᾶν ἀνεβοῦμε αὐτὴ τὴν ἀνηφόρα, -καὶ μοὔδειξε τὸν λόγο ποὺ ἦταν στὸ βάθος τοῦ δρόμου- καὶ κατηφορίσουμε, θὰ φανῇ τὸ Μοναστήρι καὶ πιὸ κάτω ἡ θάλασσα.
-Ὡραῖο θέαμα, φαντάζομαι.
-Ναί. Πολὺ ὡραῖο.
-Μήπως δὲν εἶμαι χορτάτος ἀπὸ ὀμορφιά;
-Ζῆσέ την ὅσο μπορεῖς περισσότερο, γιατὶ οἱ μέρες σου λιγοστεύουν καὶ πρέπει νὰ φύγεις. Ζῆσέ την τώρα πρὶν τὴν ξανανοσταλγήσεις.
Κούνησα τὸ κεφάλι μου καὶ δὲν ξαναμιλήσαμε.
Σὰν φτάσαμε στὴν κορυφὴ τοῦ λόφου, ἀντικρύσαμε ἕνα μεγαλόπρεπε θέαμα. Τὸ κοίταξα ὥσπου σὲ λίγο τὰ ψηλὰ δένδρα μοῦ τὸ ἔκρυψαν. Γύρισα τότε τὸ κεφάλι μου πρὸς τὸ βουνὸ καὶ στὴν πυκνὴ βλάστηση, ποὺ ὀργίαζε κυριολεκτικά.
Ἀνάμεσα στοὺς κορμοὺς τῶν δένδρων προσπάθησα νὰ διακρίνω κανένα κελλί. Σὲ μικρὴ ἀπόσταση φάνηκε ἕνα, ἔπειτα σὰν προχωρήσαμε καὶ ἄλλο καὶ ἄλλο, καμία δεκαριά. Μικρὰ σπιτάκια μὲ τὴν ἐκκλησούλα τους καὶ τὴν περιοχή τους γεμάτη ἀπὸ φουντουκιές. Κατηφορίσαμε πρὸς τὴν θάλασσα. Φάνηκαν οἱ ἀρσανάδες καὶ ὁ παληὸς πύργος. Λίγη ὥρα ἀκόμα καὶ θὰ φτάναμε στοῦ Καρακάλλου.
Κάτω στὴν θάλασσα ἀρσανάδες καὶ ἕνας παληὸς πύργος σφηνωμένος στὰ βράχια πλάϊ στὴν θάλασσα. Ἡ παράδοσις ἀναφέρει γιὰ τοῦτον τὸν πύργο, ὅτι ὁ Ἡγεμόνας τῆς Βλαχίας Ἰωάννης Πέτρου, χτίζοντας τὸ Καθολικὸ τοῦ Καρακάλλου, ἔστειλε τὸν Σπαθάριό του, ποὺ τὸν λέγανε καὶ αὐτὸν Πέτρο, γιὰ νὰ κτίσει τὸ Μοναστήρι ποὺ εἶχε καταστραφῆ ἀπὸ τοὺς πειρατές. Ὁ Σπαθάριος ἦρθε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἀντὶ νὰ ξαναχτίσει τὸ Μοναστήρι, σφετερίστηκε τὰ χρήματα τοῦ ἡγεμόνα του καὶ ἔχτισε αὐτὸν ἐδῶ τὸν πύργο στὸ ἀκροθαλάσσι, γιὰ νὰ γλυτώσει τὰ πολλὰ ἔξοδα. Σὰν τελείωσε ὁ πύργος ὁ ἡγεμόνας τὸ ἔμαθε. Τότε, γεμᾶτος θυμό, διέταξε τὸν Σπαθάριο νὰ χτίσει χωρὶς ἄλλο τὸ Μοναστήρι, γιατὶ διαφορετικὰ θὰ τοῦ ἔπαιρνε τὸ κεφάλι. Ξανάστειλε καὶ ἄλλα χρήματα καὶ χτίστηκε τὸ Μοναστήρι. Ἡ παράδοσις συνεχίζει, ὅτι ὁ Ἡγεμόνας καὶ ὁ Σπαθάριός του, λίγο ἀργότερα γίνηκαν μοναχοὶ καὶ ὀνομάστηκαν καὶ οἱ δυό τους Παχώμιοι.
Λίγο πιὸ πάνω βρίσκεται τὸ Μοναστήρι. Ἕνας ἀνήφορος σὲ φέρνει σὲ αὐτό. Προχωρήσαμε πρὸς τὴν πόρτα. Ἡ ἴδια διαδικασία. Κατεβήκαμε ἀπὸ τὰ μουλάρια. Σταθήκαμε λίγο. Πάνω ἀπὸ τὴν βαρειὰ σιδερένια πόρτα ὑψώνεται ὁ πύργος, ὁ πιὸ ὄμορφος ἀπὸ ὅλους τοὺς πύργους τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μὲ τὶς πολεμίστρες του, ποὺ καὶ ἐδῶ διηγοῦνται τὰ παληὰ δράματα ἀπὸ τὶς κουρσάρικες ἐπιδρομές. Εἶναι ὄμορφος ἐτοῦτος ὁ πύργος. Ἔχει τὴν ὀμορφιὰ τοῦ μεγάλου καὶ τοῦ δυνατοῦ καὶ σὲ αἰχμαλωτίζει μὲ τὸν ὄγκο του. Πιὸ ψηλὸς ἀπὸ ὅλα τὰ γύρω κελλιά, ὑψώνει τὸ κορμί του στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ συναντηθῆ μὲ αὐτόν, νὰ κουβεντιάσει μὲ τὸν ἥλιο τὴν ἡμέρα, μὲ τὰ ἀστέρια καὶ τὸ φεγγάρι τὴν νύχτα. Στοργικὰ ἁπλώνει τὴν σκιά του στὸ Μοναστήρι καὶ κρύβει τὶς φωληὲς τῶν νυχτερίδων στὰ σκοτάδια του. Πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ ἀνεβῶ σὰν μποῦμε στὸ Μοναστήρι.
Πλησιάσαμε. Ὁ πορτάρης ζήτησε τὸ διαμονητήριο. Τοῦ τὄδωσα καὶ ἀφοῦ τοὔριξε μία ματιά, μοῦ τὸ ξανάδωσε. Μᾶς πῆγε στὸ ἀρχονταρίκι. Καὶ ἐδῶ οἱ ἴδιες διατυπώσεις, τὰ ἴδια ἐρωτήματα. Ἡ ἰδιότητα τοῦ φίλου μου ἔκανε κάποια αἴσθηση. Μᾶς πέρασαν στὸ σαλόνι καὶ μᾶς πρόσφεραν τὸ συνηθισμένο κέρασμα. Τὸ ἀρχονταρίκι εἶναι καθαρὸ καὶ πολὺ φωτεινό. Τὸ καλοκαίρι γεμᾶτο δροσιά. Βρίσκεις ἐκεῖ τὴν ξεκούραση ποὺ σοῦ χρειάζεται σὰν εἶσαι κουρασμένος. Νιώθεις τὴν γαλήνη στὴν ψυχή σου σὰν νὰ βρίσκεσαι ἀσφαλισμένος σὲ θαλασσινὸ λιμάνι. Βλέπεις ἀπὸ ἐκεῖ πάνω τὴν θάλασσα μὲ τοὺς ἀρσανάδες καὶ τὸν παληὸ πύργο, νὰ καθρεφτίζονται στὴν θάλασσα ποὺ ἡσύχαζε. Πιὸ δεξιά, ἡ σιλουέτα τοῦ Ἄθωνα, ποὺ στέκει σχεδὸν ἀπὸ πάνω σου καὶ σὲ κάνει νὰ νιώθεις τὸ πλάκωμα τῆς σκιᾶς του. Πιὸ πέρα καὶ λίγο ἀριστερότερα, τὸ καλντερίμι ποὺ φέρνει στὴν Λαύρα.
Θὰ τὸ περπατήσουμε καὶ αὐτό, σκέφτηκα.
Ἕνα καμπανάκι ποὺ χτύπησε ἐκείνη τὴν στιγμή, ἔκοψε τὶς σκέψεις μου.
-Εἶναι γιὰ τὴν Τράπεζα, μᾶς εἶπε ὁ ἀρχοντάρης. Θὰ πᾶτε ἢ μήπως προτιμᾶτε νὰ σᾶς ἑτοιμάσω κάτι ἐδῶ;
-Ὄχι, θὰ πᾶμε στὴν Τράπεζα. Εἶναι τὸ μόνο Κοινόβιο ποὺ ἐπισκεφτήκαμε καὶ θέλω νὰ ζήσω τὴν ζωή του ἀπὸ κοντά.
Μὲ γρήγορα βήματα κατεβήκαμε τὶς σκοτεινὲς σκάλες. Κατὰ περίεργο τρόπο, ὅλες οἱ σκάλες τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶναι σκοτεινές. Δὲν ἀνέβηκα οὔτε μία ποὺ νὰ ἔχει φῶς, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Παντοκράτορα στὴν νέα πτέρυγα.
Κατεβήκαμε στὴν αὐλή. Μικρή, χωρὶς πολλὰ κτίρια. Μόνο ἡ Τράπεζα καὶ τὸ Καθολικό. Ἔχει ὅμως ἕνα στολίδι. Εἶναι κατάφυτη ἀπὸ κυπαρίσσια σὲ μία δύο σειρές. Δὲν θυμᾶμαι ἀκριβῶς. Φτάσαμε στὴν πόρτα τῆς Τράπεζας. Σκοτεινή, ἂν καὶ ἦταν ἀκόμη μέρα. Στὰ Κοινόβια τρώνε νωρίς. Εἶχαν ἀνάψει τὶς λάμπες.
Πήραμε θέση γύρω ἀπὸ ἕνα τραπέζι κοντὰ στὴν πόρτα. Ἔῤῥιξα μία ἐπιφυλακτικὴ ματιὰ γύρω μου, ὥσπου νὰ ἔρθει ὁ ἡγούμενος. Σκιὲς μαυροντυμένες καθόντουσαν στὰ τραπέζια καὶ ἕνας-δύο ξένοι σὰν καὶ ἐμένα.
Γύρω οἱ τοῖχοι ζωγραφισμένοι, ἀπὸ χέρι ὄχι πολὺ ἔμπειρο. Στὰ δεξιά, κάτι ποὺ μοιάζει μὲ ἄμβωνα. Πρὶν τελειώσω τὴν παρατήρησή μου, φάνηκε ὁ ἡγούμενος. Ἕνας ἀσπρογένης ξανθός, μὲ τὸ μπαστούνι στὸ χέρι, ποὺ ἀπὸ τὴν κορυφή του κρεμόταν ἕνα κομποσχοίνι. Ῥώτησα γιὰ αὐτὸ τὸν φίλο μου.
-Τὸ κομποσχοίνι, εἶναι τὸ ὄργανο, ἂν μπορούσαμε νὰ τὸ ὀνομάσουμε ἔτσι, τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Οἱ μοναχικοὶ κανόνες ὁρίζουν, ὅτι ὁ μοναχὸς πρέπει νὰ προσεύχεται συνεχῶς, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε». Ἔκει 100 ἢ 150 κόμπους καὶ στὸν κάθε κόμπο ποὺ περνάει ἀπὸ τὰ δάχτυλα, ὁ μοναχὸς ψιθυρίζει νοερά «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με». Αὐτὴ εἶναι ἡ νοερὰ προσευχή. Ἕνα τέτοιο κομποσχοίνι ἔχουν ὅλοι οἱ μοναχοὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἀκόμα σὰν βγοῦν ἔξω ἀπὸ αὐτό, στὸν δικό σας κόσμο. Στὴν κορυφή του ἔχει ἕναν σταυρό.
Ὁ ἡγούμενος προχώρησε καὶ πῆρε θέσην στὴξ κεφαλὴ τῆς Τραπέζης ποὺ σχημάτιζε ἕνα Π.
Ἕνας μοναχὸς μὲ μονότονη φωνὴ εἶπε τὴν προσευχή. Μία προσευχή, ποὺ ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε στὸν κόσμο δὲν τὴν ξέρουμε. Εἶναι εἰδικὴ προσευχὴ καὶ λέγεται μόνο πρὶν ἀπὸ τὸ βραδυνὸ φαγητό.
Ὁ ἡγούμενος εὐλόγησε τὴν τράπεζα καὶ καθήσαμε ὅλοι στὶς θέσεις μας. Ἀρχίσαμε νὰ τρῶμε ἀμίλητοι. Ἕνας καλόγερος πάνω στὸν ἄμβωνα διάβαζε σχεδὸν ψαλτὰ τὴν ζωὴ καὶ τὸν βίο ἑνὸς Ἁγίου σὲ μία ἀρχαϊκὴ γλῶσσα. Οἱ καλόγεροι σὲ ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος ἔχουν μία προτίμηση στὴν καθαρεύουσα καὶ πιὸ πολὺ στὶς ἀρχαίες φράσεις, ποὺ πολλὲς φορὲς τὶς λένε χωρὶς νὰ τὶς καταλαβαίνουν.
Τρώγαμε ἀμίλητοι. Σὲ μία στιγμὴ ἀκούστηκε ἕνας χτύπος ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ βρισκόταν ὁ ἡγούμενος καὶ ὁ διαβαστὴς σταμάτησε τὸ διάβασμα γιὰ νὰ πῆ τό· «Δι᾿ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων...». Σὰν τελειώσε πῆρα τὸ ποτήρι στὸ χέρι καὶ ἔκανα ὅτι ἔκαναν καὶ οἱ ἄλλοι. Τὸ ἔφερα στὰ χείλη μου, ἀφοῦ ἔκανα τὸν σταυρό μου πρὶν πιῶ. Στὰ Κοινόβια, πρὶν φᾶς καὶ ἀκόμα πρὶν πιεῖς, πρέπει νὰ κάνεις τὸν σταυρό σου, ἀλλιῶς θὰ σὲ παρεξηγήσουν καὶ θὰ σκεφτοῦν ὅτι δὲν πιστεύεις σὲ τίποτα πιστὰ καὶ θερμά.
Εἴχαμε φάει. Οἱ μοναχοί, σκυφτοὶ στὸ πιάτο τους, ἔτρωγαν ἢ ἔπιναν τὸ κρασί του ἐλεύθερα, μιὰ καὶ ὁ ἡγούμενος ἔδωσε τὸ σύνθημα. Εἶναι καὶ αὐτὸ κάτι ἀφοῦ τὸ ὁρίζουν οἱ μοναχικοὶ κανόνες. Φοροῦν τὸ κοινοβιάτικο καλογερικὸ καλυμμαύχι τους χαμηλὰ στὰ μάτια καὶ τὸ κουκουλί τους, ποὺ εἶναι κατὰ κάποιον τρόπο τὸ δακτυλίδι τῶν ἀῤῥαβώνων τους μὲ τὸν Χριστό, καὶ τὸ τραβοῦν ὥστε νὰ σκεπάζουν σχεδὸν ὁλόκληρο τὸ πρόσωπο καὶ νὰ ἀφήνουν μονάχα τὰ μάτια τους ἀσκέπαστα. Ἀπαγορεύεται αὐστηρὰ νὰ σηκώσεις τὸ βλέμμα στοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ μὴν διακόπτεται καὶ ξεφεύγει ἡ σκέψις ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ Ἁγίου ποὺ διαβάζουν, γιὰ νὰ παρακινηθῆς καὶ ἐσὺ νὰ τὸν μιμηθῆς. Γιὰ κουβέντα, οὔτε λόγος νὰ γίνεται.
Ὁ ἡγούμενος, στὴν μέση τῆς Τράπεζας, ἔχει κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα του ὅλα τὰ πρόσωπα καὶ μονάχα αὐτὸς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ κοιτάξει. Ἂν δεῖ κάποιον νὰ παρεκτραπῆ, δὲν διακόπτει τὴν ἡσυχία τοῦ φαγητοῦ μὲ παρατήρηση. Μονάχα σὰν τελειώσει ἡ Τράπεζα, καλεῖ τὸν παραβάτη καὶ ἀφοῦ συμβουλευτῆ καὶ τοὺς ἄλλους Προϊσταμένοτς, τοῦ βάζει τιμωρία. Ἡ πιὸ συνηθισμένη τιμωρία, εἶναι νὰ τὸν ὑποχρέωσει νὰ κάνει κομποσχοίνι στὴν μέση τῆς Τραπέζης. Ὑπάρχει εἰδικὰ γιὰ αὐτὴν τὴν δουλειά, ἕνα μεγάλο κομποσχοίνι. Στέκεται ἐκεῖ ὄρθιος καὶ προσεύχεται, ἐνῶ οἱ ἄλλοι τρῶνε μηχανικὰ τὸ λιτὸ φαγητό τους. Σκληρὴ ἡ ταπείνωσις, μὰ αὐτοὶ ποὺ τὴν σκέφθηκαν θὰ εἶχαν τοὺς λόγους του. Πρέπει, λένε, ὁ μοναχὸς νὰ ταπεινωθῆ, γιατὶ ὁ ἐγωϊσμὸς εἶναι ἕνα διακριτικὸ ἁρματωλότητας. Μονάχα ἔτσι, θὰ μπορέσεις νὰ κέρδισεις τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, κατὰ τὸν θεῖον ὁρισμόν: «Ὑπερηφάνοις ὁ Θεὸς ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν».
Ἐδῶ ἔχει μεγάλη αὐστηρότητα. Ἂν κανένας ἀμελήσει τὰ θρησκευτικά του καθήκοντα, μποροῦν νὰ τὸν τιμωρήσουν. Αὐτὸ βέβαια θὰ ἐξαρτηθῆ ἀπὸ τὴν Ἐπιτροπή τοῦ Μοναστηριοῦ.
Κατὰ τὴν ἔξοδό μας ἀντίκρυσα μία σκηνὴ ποὺ μοῦ ἔκανε ἐντύπωση. Μόλις τελείωσε ἡ προσευχὴ τῆς εὐχαριστίας, ἀρχίσαμε ὅλοι νὰ βγαίνουμε ἔξω. Δεξιὰ ἀπὸ τὴν πόρτα, ὁ ἡγούμενος, μὲ σηκωμένο τὸ δεξὶ χέρι σὲ στάση εὐλογίας στεκότανε γιὰ νὰ περάσουμε ὅλοι. Ἀριστερά του στεκόταν ἕνα καλόγερος μισογονατισμένος, ἐνῶ ὅλοιι ποὺ βγαίναμε ἀπὸ τὴν Τράπεζα, χαιρετούσαμε μὲ μία ὑπόκλιση. Μὲ αὐτὴ τὴν ὑπόκλιση, ὑπὸ τὰς εὐλογίας τοῦ ἡγουμένου, εὐχαριστοῦμε, πρῶτα αὐτὸν ποὺ μᾶς εὐχαρίστησε διὰ τῆς σωματικῆς τραπέζης καὶ τῆς πατρικῆς εὐλογίας καὶ συγχρόνως ὅτι δίνουμε εὐλογία στὸν γονατιστὸ μοναχό, μήπως δὲν μείναμε εὐχαριστημένοι ἀπὸ τὸ μαγείρεμά του. Πόση ἔννοια καὶ βαθύτητα ὅπως καὶ πνευματικὴ ἀλληλουχία, μακρυὰ ἀπὸ κάθε πάθος καὶ ἐγωϊσμό, ἔχουν αὐτὲς οἱ μετρημένες λεπτομέρειες τῆς Κοινοβιακῆς τάξεως, ποὺ ἀποβλέπουν στὴν πνευματικὴ καλλιέργεια καὶ πρόοδο γιὰ τὴν μόρφωση ἑνὸς εὐαγγελικοῦ χαρακτῆρα.
Ἀμέσως οἱ κοινοβιάτες πατέρες πήρανε τὴν κατεύθυνση ποὺ ἔπρεπε, δηλαδή, πῆγε καθένας στὸ διακόνημά του. Ὕστερα καὶ ἀπὸ τὸν τελευταῖο ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὴν Τράπεζα, ὁ τραπεζάρης ἔκλεισε τὴν πόρτα καὶ μαζὶ μὲ τὸν βοηθό του σήκωσαν τὰ πιάτα καὶ σκουπίσανε γιὰ νὰ εἶναι ἕτοιμη τὴν ἄλλη ἡμέρα.
Λίγο πιὸ πέρα ἔστεκε ὁ ἡγούμενος, δίνοντας ὁδηγίες σὲ κάτι διακονητὰς πατέρας.
-Πρέπει νὰ τὸν γνωρίσεις, μοῦ εἶπε ὁ φίλος μου, γιατὶ εἶναι μεταξὺ τῶν ἄλλων, σημαντικὸ στέλεχος τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Τὸν πλησίασα μὲ σεβασμό, τὸν χαιρέτησα καὶ μὲ σύστησε σὲ αὐτὸν κατὰ τὴν τάξη. Ἐκεῖνος, ποὺ τὸ παρουσιαστικό του εἶναι μεγαλοπρεπὲς καὶ ἀξιοσέβαστο, μὲ πολὺ εὐγένεια μᾶς συνόδεψε στὸ Ἡγουμενεῖο, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸ Συνοδικὸ καὶ διέταξε ἔκτακτο κέρασμα.
-Δὲν θὰ σᾶς ἀπασχολήσω καὶ πολύ, μᾶς εἶπε στὴν ἀρχή, γιατὶ ἐπειδὴ εἶστε βιαστικοί, πρέπει τώρα νὰ δῆτε ὅ,τι μπορέσετε. Πῶς λοιπόν, σᾶς φάνηκε κύριέ μου, ἡ τάξις τοῦ Μοναστηριοῦ μας;
-Πιστέψτε με, ἅγιε καθηγούμενε, ὅτι αἰσθάνθηκα ζωηρὰν ἐντύπωσιν ἀπὸ τὸ τυπικὸν καὶ τὴν ἐν γένει διαβίωσιν ἐδῶ στὸ Κοινόβιον ἀπὸ τὰς κατὰ σειρὰν Ἰδιοῤῥύθμους Μονὰς ποὺ ἕως τώρα ἐπισκέφτηκα. Εἶναι φανερόν, ὅτι εἰς τὰ Ἰδιόῤῥυθμα πρέπει νὰ ἔχει κανεὶς ἰδίας πνευματικὰς δυνάμεις, ἐνῶ ἡ στρατιωτικὴ θὰ ἔλεγα τάξις τοῦ Κοινοβίου καὶ ἡ ὑποχρεωτικὴ ὑπακοὴ σὲ κάθε μεγαλύτερο, ὄχι μόνο τῆς ἀπαραιτήτου ἐκπληρώσςως τῶν μοναχικῶν ὅρων καὶ θεσμῶν εἰς τοὺς προθύμους, ἀλλὰ ἀναγκάζει καὶ ὠθεῖ τοὺς ῥαθύμους καὶ ἀμελεῖς, ὅπως ἀνταποκριθοῦν εἰς τὰ καθήκοντά τους. Δὲν παραλείπω δὲ νὰ σᾶς προσθέσω, ὅτι κατὰ τὴν γνώμη μου, τοῦτο ὀφείλεται κατὰ μέγα μέρος εἰς τὴν προσωπικὴν μέριμναν καὶ τὴν πατρικὴν παρακολούθησιν ποὺ ἀσκεῖ εἰς τὸ Κοινόβιον τὸ πρόσωπον τοῦ ἡγουμένο. Ἡ Μονή σας, θέλω νὰ πιστέψω, ὅτι εἶναι μία ἐξ ἐκείνων ποὺ διακρίνονται διὰ τὴν παραδειγματικὴν τάξιν καὶ τὴν πνευματικὴν ζωήν.
-Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ σᾶς συγχαρῶ διὰ θὰ τὰς βαθυστοχάστους κρίσεις καὶ διατυπώσεις, μοῦ ἀπάντησε ὁ ἡγούμενος Παῦλος, μὲ κάποια ἔκδηλη ἔκφραση ἐσωτερικῆς ἱκανοποίησης. Πάντως, θὰ πρέπει νὰ ἔχετε ὑπ᾿ ὄψιν σας, ὅτι εἰς ὅλα τὰ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει συστήματα διαβιώσεως τῶν μοναχῶν, δὲν λείπουν οἱ ἀκάματοι καὶ ἐν πολλοῖς ἐργάται τῆς ἀρετῆς.
Ὁ χρόνος δὲν μᾶς ἄφησε νὰ συνεχίσουμε τὴν ἐνδιαφέρουσα καὶ ἐποικοδομητικὴ αὐτὴ συζήτηση, ποὺ διέκοψε ἕνας μᾶλλον νέος μοναχός, ποὺ ἦρθε ἀπὸ κάπου ἐκεῖ κοντά, κρατῶντας δύο πορτοκαλάδες σὲ ἕναν δίσκο.
-Πᾶρτε, μᾶς εἶπε ὁ ἡγούμενος, ἕνα ἀναψυκτικό, τώρα δὲν εἶναι ἡ ὥρα κατάλληλη γιὰ ἄλλου εἴδους κέρασμα.
Βιαστικὰ-βιαστικὰ τὸν ἤπιαμε, καὶ ἄφοῦ τὸν εὐχαριστήσαμε, ῥώτησα ἂν ἐπιτρέπεται νὰ ἀνεβοῦμε στὸν πύργο.
-Βεβαίως, ἀπάντησε.
Τὸν χαιρέτησα κατὰ τὴν τάξη καὶ χωρὶς καθυστέρηση φθάσαμε στὸν πύργο καὶ ἄρχισα νὰ ἀνεβαίνω τὰ σκαλοπάτια γρήγορα-γρήγορα. Σὰν ἔφτασα στὴν ταράτσα ἀκούμπησα λαχανιασμένος καὶ ἔριξα ἕνα βλέμμα γύρω μου. Ἐξαίσιο καὶ ἀσυλλήπτοι μεγαλεῖο. Πῶς νὰ τὸ περιγράψεις;
Ἡ θάλασσα γαληνεμένη καὶ ἥρεμη αὐτὴ τὴν ὥρα. Ῥεματιὲς σκοτεινιασμένες, λόφοι κατάφυτοι. Ὄμορφο καὶ ἀξέχαστο θέαμα. Τιτιβίσματα πουλιῶν γύρω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, χαρούμενα κρωξίματα κουκουβάγιας· λίγο μακρύτερα, σὲ μία λαγκαδιά, ἕνα τσακάλι ἄρχισε νὰ καλῆ τὴν συντροφιά του. Ξεχάστηκα ἐκεῖ ὥρα πολὺ καὶ μόνο τὸ τράβηγμα τοῦ φίλου μου μὲ ξύπνησε. Πετάχτηκα σὰν τρομαγμένος.
Κατεβήκαμε γρήγορα τὰ σκαλιά, πιὸ γρήγορα ἀπὸ ὅτι τὰ εἴχαμε ἀνέβει. Προχωρήσαμε πάλι ατὴν ἐκκλησία. Ἀπὸ τὸν Νάρθηκα ἀνεβήκαμε μερικὰ σκαλιὰ στριφογυριστά, κατασκότεινα. Ὁ βιβλιοθηκάριος μᾶς περίμενε. Εἶχε ἀνοιχτὴ τὴν πόρτα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐρχόταν λιγοστὸ φῶς ποὺ φώτιζε τὰ σκαλιά. Περάσαμε τὴν πόρτα καὶ μπήκαμε σὲ ἕνα εὐρύχωρο φωτεινὸ δωμάτιο, τὴν Βιβλιοθήκη. Θαυμάσια τακτοποιημένη, στὸ ἴδιο σχέδιο μὲ αὐτὴ τοῦ Παντοκράτορος.
Μᾶς δείξανε μερικοὺς κώδικες ἀπὸ περγαμηνὴ τοῦ 9ου αἰώνα καὶ ἄλλους τοῦ 11ου. Οἱ περισσότεροι τετραβάγγελα. Σὲ μία βιτρίνα ἕνα εἰλητάριο μὲ τὴν λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Μᾶς ἔδειξε ἔντυπα καὶ ἄλλα χειρόγραφα καὶ ἀρχέτυπα σπάνιων ἐκδόσεων. Στὴν βιβλιοθήκη βρῆκα τὴν εὐκαιρία νὰ ῥωτήσω γιὰ τὸ Μοναστήρι. Ὁ γέρος μοναχὸς μοῦ εἶπε, ὅτι δὲν εἶναι γνωστὸ πότε ἱδρύθηκε. Στὸ Γ´ Τυπικὸ ὅμως ἀναφέρεται ὡς τρίτο στὴν σειρὰ τῶν Μοναστηριῶν. Κάηκε πολλὲς φορές, μὰ ξαναχτίστηκε. Εὐτυχῶς ὅλες τὶς φορὲς μπόρεσαν νὰ σώσουν τὴν Βιβλιοθήκη. Στὸ κτίσιμο βοήθησαν κατὰ καιροὺς οἱ ἡγεμόνες τῆς Βλαχίας.
Μιλοῦσε εὐχάριστα ὁ γέρος. Φαινότανε μορφωμένος. Τὸ ἀρνήθηκε ὅμως, ὅταν τὸν ῥώτησα. Τὸν εὐχαριστήσαμε καὶ κατεβήκαμε τὴν σκοτεινὴ σκάλα μὲ ἀργὰ καὶ προσεχτικὰ βήματα. Περάσαμε πάλι ἀπὸ τὸν Νάρθηκα ποὺ ἦταν ζωγραφισμένος ἀδέξια.
Ἡ νύχτα εἶχε πέσει. Ξάπλωσα στὸ κρεβάτι, μὰ μὲ ὅλη τὴν ἡσυχία δὲν μπόρεσα νὰ κοιμηθῶ. Οἱ σκέψεις μου πετοῦσαν μακρυά, μπερδευόντουσαν μὲ ἐντυπώσεις καὶ ἔδιωχναν μακρυὰ τὸν ὕπνο. Στριφογύρισα πολὺ ὥσπου νὰ κοιμηθῶ.
Τὰ ὄνειρά μου καὶ αὐτὰ ταραγμένα. Ξαναζοῦσα τὰ Μοναστήρια ποὺ πῆγα σὲ ἕνα παράξενο μπέρδεμα. Ἔβλεπα τὴν ἀγρυπνία τοῦ Παντοκράτορος, τὴν Βιβλιοθήκη τοῦ Βατοπεδίου, τὴν Ἰβήρων, τοῦ Σταυρονικήτα, καὶ τὴν μορφὴ τοῦ γέροντα Μακάριου μὲ τὰ φυσεκλίκια του μπροστὰ στοῦ Ζωγράφου. Μορφὲς ἁγιορείτικες μὲ τὰ κουκούλια τους, μαυροντυμένες. Βιβλία ἀνοιγμένα, πύργους μὲ πολεμίστρες, κτίρια, ἀρχονταρίκια καὶ ἀγριεμένους πορτάρηδες. Ἀνήσυχος ὕπνος, ποὺ ἔδειχνε τὴν κούραση στὸ σῶμά μου.
Ἔπειτα ἄλλαξε τὸ σκηνικό. Βρέθηκα στὸ σπίτι μου μέσα στὸ γνώριμο περιβάλλον. Σκεπτόμουνα νὰ πάω στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ παράξενα, μιὰ καὶ τὸ γνώριζα δὲν ἤθελα νὰ πάω μὲ κανέναν τρόπο.
Καὶ πάλι τὸ σκηνικὸ ἄλλαξε. Βρισκόμουνα σὲ ἕνα πόλεμο. Τὰ κανόνια μὲ ξεκούφαιναν. Αἵματα γύρω μου, σκοτωμένοι, καὶ ἐγὼ προσπαθοῦσα νὰ φυλαχτῶ ἀπὸ τὶς σφαῖρες. Ἔπειτα ὁ πόλεμος γίνηκε μεγάλη παρέλασις. Τὰ κανόνια δὲν σκότωναν, μὰ τιμοῦσαν μὲ ὁμοβροντίες κάποια μεγάλη προσωπικότητα. Ἡ σκοτεινὴ ἡμέρα γίνηκε ἡλιόλουστη, κραυγὲς ἀκουγόντουσαν καὶ τύμπανα.
Ἦταν τὸ χειροσήμαντρο καὶ οἱ καμπάνες ποὺ καλοῦσαν τοὺς μοναχοὺς στὴν νυχτερινὴ ἀκολουθία. Οἱ ζητωκραυγὲς δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο παρὰ τό· «Δι᾿ εὐχῶν» ἑνὸς μοναχοῦ ποὺ τοῦ εἶχαν ἀναθέσει νὰ ξυπνήσει τοὺς ἄλλους.
Σηκώθηκα καὶ ἀφοῦ ἔριξα λίγο νερὸ στὰ μάτια μου, ἄνοιξα τὴν πόρτα. Στὸν διάδρομο βρῆκα τὸν φίλο μου καὶ χωρὶς νὰ ποῦμε κουβέντα, νυσταγμένοι ἀκόμα, κατεβήκαμε τὴν σκάλα ποὺ τὴν φώτιζε μία μικρὴ λάμπα πετρελαίου. Ἀπὸ μακρυὰ ἀκουγότανε τὸ μουρμουρητὸ τοῦ καλόγερου ποὺ διάβαζε.
Μπήκαμε στὴν ἐκκλησία. Τὸ ἴδιο βυζαντινὸ περιβάλλον καὶ ἐδῶ, οἱ ἴδιες μονότονες φωνὲς στοὺς χορούς, τὸ ἴδιο γλυκὸ καὶ χαμηλὸ φῶς τῶν κεριῶν. Καμία διαφορὰ ἀπὸ τὶς ἄλλες ἀκολουθίες. Προσκύνησα τὶς εἰκόνες καὶ κάθησα σὲ ἕνα στασίδι. Ξανασηκώθηκα γιὰ νὰ κάνω μία μικρὴ ἐξερεύνηση στὰ γύω. Φεύγοντας ἔνιωσα τὸ βλέμμα τοῦ μοναχοῦ νὰ πέφτει ἐπιτιμητικὰ πάνω μου.
Τράβηξα στὸ παρεκκλήσι ποὺ βρίσκεται μέσα στὴν ἐκκλησία. Στὰ ἀριστερά, ἕνα καντήλι φώτιζε μία ζωγραφισμένη μορφὴ στὸν τοῖχο. Δὲν ἔμοιαζε μὲ Ἅγιο. Πῆγα κοντὰ καὶ κοίταξα περίεργα. «Αὐτοκράτωρ Καρακάλλας», διάβασα. Φαίνεται, πὼς σὲ μία μακρινὴ ἐποχὴ οἱ καλόγεροι, θέλοντας νὰ στηρίξουν μία παράδοση, ὅτι τἄχατες ἱδρύθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Καρακάλλα, τὸν ζωγράφισαν στὸν τοῖχο. Στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅλα τὰ Μοναστήρια, ἀπὸ τὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἀκόμα, νόμιζαν, ὅτι ἦταν ἀπαραίτητο νὰ λένε, ὅτι τὸ Μοναστήρι τους ἱδρύθηκε ἀπὸ κάποιον βασιλιὰ ἢ αὐτοκράτορα ἢ ἡγεμόνα. Τὸ θεωροῦσαν ταπεινὸ νὰ ποῦνε ὅτι τὸ ἔκτισε κάποιος θνητὸς ποὺ στὶς φλέβες του δὲν ἔτρεχε γαλάζιο αἷμα.
Προχώρησα μέσα στὸ παρεκκλήσι. Ἐκεῖ εἶδα μία εἰκόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση. Εἶναι θαυμάσιο ἔργο τέχνης καὶ τοὺς παρουσιάζει νὰ ἀλληλοασπάζονται. Θαυμάσιο ἔργο τέχνης. Στάθηκα λίγο καὶ τὴν θαύμασα. Βρῆκα ἕνα στασίδι καὶ κάθησα. Κανένας δὲν μὲ ἐνοχλοῦσε, κοίταξα ὅλο τὸ παρεκκλήσι. Βυζαντινό, μὲ ὡραῖες εἰκόνες, μὲ τοιχογραφίες νέας τέχνης, μὰ ὄχι ἄσχημες.
Γύρισα πάλι στὴν κυρίως ἐκκλησία καὶ περίμενα νὰ τελειώσει ὁ Ὄρθρος. Σὰν τελείωσε, πλησίασα στὸ Ἱερὸ καὶ παρακάλεσα νὰ μᾶς δείξουν τὰ λείψανα. Μὲ εὐλάβεια ἀνάπνευσα τὸ θεῖο ἐκεῖνο ἄρωμα μὲ τὸ ὁποῖο τίμησε ὁ Θεὸς τοὺς Ἁγίους Του. Ἔκανα κανα-δυὸ μετάνοιες. Στὴν ἀρχὴ ἦταν τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα, μετὰ τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου, τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, τοῦ Ἁγίου Τρύφωνος καὶ τελευταῖο τοῦ Ὁσιομάρτυρος Γεδεών, μοναχοῦ τοῦ Μοναστηριοῦ ποὺ μαρτύρησε στὸν Τύρναβο.
Ἡ νύχτα ἦταν βαθειὰ καὶ τὸ σκοτάδι πυκνό. Βγαίνοντας ἀπὸ τὴν ἐκκλησία πήγαμε στὸ ἀρχονταρίκι. Ὁ πάντοτε πρόθυμος ἀρχοντάρης μᾶς σέρβιρε καφέ. Καθήσαμε στὸ σαλόνι καὶ περιμέναμε νὰ ξημερώσει κουβεντιάζοντας κάπου-κάπου. Πέρασε ἔτσι μία ὥρα σὰν ἄρχισε νὰ χαράζει. Πήγαμε νὰ ἑτοιμαστοῦμε γιατὶ θὰ φεύγαμε μὲ τὸ πρῶτο φῶς τῆς αὐγῆς.
Ἡ θάλασσα ἄρχισε σιγὰ-σιγὰ νὰ παίρνει τὸ χρῶμά της. Σὲ λίγο, πέρα στὸ βάθος, ἐκεῖ ποὺ νομίζεις ὅτι τελειώνει ὁ κόσμος, φάνηκε μία πυρκαϊὰ ποὺ φεγγοβολοῦσε γύρω στὴν θάλασσα, καὶ τῆς ἔδινε ἕνα ἀπερίγραπτιο ὡραῖο χρῶμα. Στάθηκα ἄφωνος νὰ τὴν κοιτάζω.
-Εἶναι ἡ ἀνατολή, τὸ ξημέρωμα, ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ φίλου μου.
Τοῦ ἀπάντησε μὲ ἕνα μουρμουρητὸ γιατὶ δὲν ἤθελα νὰ χάσω αὐτὸ τὸ θέαμα. Κάθησα κολλημένος στὸ τζάμι μέχρι ποὺ ἔφυγαν καὶ τὰ τελευταῖα σκοτάδια ἀπὸ τὶς πιὸ σκοτεινὲς γωνίες καὶ τὸ φῶς κυρίαρχο πιὰ γέμισε τὰ πάντα ὁλόγυρα. Τότε ἀποτραβήχτηκα καὶ μὲ ἕνα σφίξιμο τοῦ χεριοῦ εὐχαρίστησα τὸν ἀρχοντάρη.
Στὴν ἔξοδο, ὁ ἡγούμενος μᾶς περίμενε νὰ μᾶς χαιρετήσει. Τὸν εὐχαριστήσαμε καὶ ἀφοῦ τὸν χαιρετήσαμε μὲ σεβασμό, ἀνεβήκαμε στὰ μουλάρια ποὺ ὁ συνεπὴς Ἠλίας τὰ εἶχε ἕτοιμα καὶ ξεκινήσαμε.
Κατηφορίσαμε γιὰ νὰ πάρουμε τὸν δρόμο τῆς Λαύρας.
-Ὁ δρόμος εἶναι μακρύς, εἶπε ὁ φίλος μου. Θὰ πρέπει σήμερα νὰ ὁπλισθῆς μὲ ὑπομονὴ καὶ μὲ θάῤῥος.
-Πόσες ὧρες θὰ κάνουμε;
-Γύρω στὶς ἑπτά.
-Τόσο μακρυά;
-Ναί.
-Δὲν ὑπάχει ἄλλο Μοναστήρι;
-Ὄχι, μονάχα Κελλιὰ καὶ ἀρσανάδες θὰ συναντήσουμε.
-Σὰν πεινάσουμε θὰ βροῦμε νὰ φᾶμε κάτι καὶ νὰ ξεκουραστοῦμε;
-Ναί. Πάντα ὑπάρχει φιλοξενία ὅπου καὶ ἂν πᾶς.
-Τότε, ἂς τὸ πάρω ἀπόφαση πὼς σήμερα θὰ κουραστῶ.
-Ὄχι ἴσως καὶ πολύ.
Μὲ τὴν κουβέντα κατηφορίσαμε πρὸς τὴν θάλασσα. Ἡ ἡμέρα εἶχε χαράξει καὶ ὁ ἥλιος δὲν θὰ ἀργοῦσε νὰ φανῇ. Δίπλα ἀπὸ τὸν παληὸ πύργο, τὸν ἔρημο πιά, μὲ τὶς μισογκρεμισμένες πολεμίστρες, ξαναπεράσαμε γιὰ τελευταία φορά.
Πήραμε τὸν δρόμο γιὰ τὴν Λαύρα ἀνάμεσα ἀπὸ ἐληὲς καὶ γυμνὸ τοπίο. Καλντερίμι στρωμένο μὲ μεγάλα λιθάρια καὶ μὲ τὰ πέταλα τῶν μουλαριῶν νὰ σὲ ξεκουφαίνουν. Ἀριστερὰ ἔρημος ὁ τόπος, ξερός, μὲ μικροὺς θάμνους καὶ γυμνὲς γρανιτένιες πέτρες κομμένες κατακόρυφα. Τί νὰ δῆς γιὰ νὰ καμαρώσεις; Ἡ θάλασσα ἁπλώνοταν γαλάζια δίπλα μας καὶ πέρα στὰ μάκρη της ἐκεῖ ποὺ ῥόδιζε ἡ ἀνατολή, μία μικρὴ κουκίδα κουνιότανε ἀόριστα σὲ μία κατεύθυνση. Πέρα λίγο πιὸ μακρυὰ ἀριστερά μας, ἡ καλλίγραμμη σιλουέτα ἑνὸς νησιοῦ ἔσπαγε τὴν μονοτονία τῆς θάλασσας καὶ σκορποῦσε ὁλόγυρα μία παρήγορη ἐλπίδα ζωῆς. Ἀκύμαντη καὶ παράξενα γαληνεμένη, φιλοῦσε τὰ ἀκρογιάλια γιὰ νὰ γλυκάνει τὶς πληγές τους ποὺ ἡ ἴδια εἶχε ἀνοίξει.
Περπατούσαμε σὲ ἕνα ἴσωμα. Ὕστερα ἀπὸ ἕνα γεφύρι, δένδρα πυκνὰ μᾶς καλοσώρισαν καὶ ἀμέσως ἀνηφορίσαμε. Στάθηκα λίγο καὶ κοίταξα γύρω μου. Πουθενὰ σπίτι, πουθενὰ ζωή, μόνο φτερουγίσματα πουλιῶν μᾶς συντρόφευαν κάνοντας τὰ μουλάρια μας νὰ σηκώνουν τὰ αὐτιά τους τρομαγμένα. Ἐδῶ ἕνας κότσιφας. Λίγο πιὸ ἐκεῖ μία πετροπέρδικα καὶ ἀκόμα ἕνα ἀηδόνι, ποὺ μὲ τὸ κελαήδημά του ἔδιωχνε τὴν πρωϊνὴ ἀκεφιά. Πέρα στὸ βάθος ὁ Ἄθωνας, ἐπιβλητικὸς στὸν ὄγκο του ποὺ οἱ λιγοστὲς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου χρύσωναν τὴν κορυφή του γιὰ νὰ χαιρετήσουν, πρῶτα αὐτὸν καὶ πρὶν ἀκόμα ἀγκαλιάσουν τὰ πάντα.
Κοίταζα τὴν ἀνατολή. Ἀμέτρητες χιλιάδες χρώματα, σὲ ἕνα ὄμορφο κρᾶμα, ἐμπροστοφυλακὴ τοῦ μεγάλου βασιλέως ποὺ σὲ λίγο θὰ φαινότανε. Ἀνακατωμένα καθὼς ἦταν μὲ τὴν ἡσυχία καὶ τὴν γαλήνη, ἔδιναν μία ἐπισημότητα. Σοῦ θυμίζανε σκηνοθέτη ποὺ θέλει νὰ δώσει στὸ φινάλε μία ὄμορφη τελευταία σκηνή, καὶ ποὺ μὲ βαθειὲς ὑποκλίσεις καὶ ὑπερβολικὴ βιασύνη σκορπάει λουλούδια πολύχρωμα γιὰ νὰ περάσει ὁ ἀφέντης τοῦ ἔργου.
Ξεχάστηκα σὲ τούτη τὴν ὀμορφιὰ καὶ λούστηκα ὁλόκληρος μέσα της.
Καθὼς προχωρούσαμε, κοίταζα καὶ ὅλο κοίταχα, γιὰ νὰ μὴν χάσω ἀπὸ τὰ μάτια μου τίποτα. Τὸ τοπίο ἄλλαξε, ἔγινε πράσινο, γεμᾶτο ζωὴ καὶ φρσκάδα., καταπράσινες πλαγιές, καὶ ὁ δρόμος στρωμένος μὲ μυτερὲς πέτρες, μία παραφωνία στὴν ὀμορφιὰ τοῦ τοπίου ποὺ χανότανε πέρα στὸ βάθος.
Δεύτερο γεφύρι. Ὄμορφα εἶναι τοῦτα τὰ γεφύρια. Ὅμοιό τους θὰ βρῆς καὶ στοῦ Παντοκράτορος μὰ πιὸ μικρό. Σὰν τὸ περάσαμε πήραμε μία κατηφόρα ποὺ σὲ βγάζει στὴν θάλασσα. Κοντά μας μία ῥεματιὰ μὲ πλατάνια καὶ νερὰ ποὺ κυλοῦσαν κρυστάλλινα. Μοῦ ἦρθε μία ἐπιθυμία νὰ κατέβω γιὰ λίγο μὰ δὲν κατέβηκα. Βιαζόμαστε νὰ προχωρήσουμε ὅσο δρόμο μπορούσαμε περισσότερο, πρὶν ὁ ἥλιος πυρπολήσει μὲ τὶς καυτερὲς ἀκτίνες του τὰ πάντα.
Προχωρήσαμε λίγο πλάϊ στὸ κύμα. Πέρα μακριὰ ἕνας κάβος. Μερικὰ σπίτια διακρινόντουσαν. Μοῦ εἶπαν πὼς τὸ μέρος αὐτὸ λέγεται Μορφονοῦ ἢ τῶν Ἀμαλφινῶν καὶ ὅτι ἀνήκουν ὅλα στὴν Λαύρα.
Σὰν πλησιάσαμε, τὸ μάτι μας γέμισε ἀπὸ ἕνα πλῆθος χονδροὺς κορμοὺς ἐλατιοῦ. Ἦταν βαλμένα πλάϊ-πλάϊ, περιμένοντας τὸ καΐκι γιὰ νὰ τοὺς φορτώσουν. Πλάστιγγες ἐδῶ καὶ ἐκεῖ καὶ ξυλέμποροι ποὺ ζυγίζανε καὶ παραλαβαίνανε τὴν ξυλεία που φέρνανε τὰ μουλάρια ἀπὸ τὶς πλαγιὲς τοῦ Ἄθωνα. Φωνὲς ἄγριες ποὺ σὲ ξεκούφαιναν καὶ κουδούνια μᾶς ὑποδέχτηκαν. Μουλαράδες φώναζαν καθὼς προσπαθοῦσαν νὰ ἀνοίξουν πέρασμα ἀνάμεσα ἀπὸ ἕνα σωρὸ μουλάρια. Ἀριστερά, λικνιζόντουσαν στὸ κῦμα ψαροκάϊκα καὶ στὴν στεριὰ ψαράδες καθισμένοι μπάλωναν τὰ δίχτυα τους.
Γύρισα τὸ κεφάλι δεξιά. Λίγο πιὸ πάνω ἕνας θεόρατος πύργος βουτηγμένος στὴν πρασινάδα.
-Ἡ Μορφωνοῦ καὶ ὁ πύργος της, εἶπε ὁ φίλος μου.
-Πῶς κτίστηκε;
-Παλαιά, ἐδῶ ὑπῆρχε Μοναστήρι. Τὸ ὀνόμαζαν τὸ Μοναστήρι τῶν Ἀμαλφινῶν καὶ οἱ καλόγεροί του ἦταν ὅλοι Φράγκοι.
-Ἔχει σήμερα σὲ καμία ἄλλη περιοχὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους Φραγκοκαλόγερους;
-Ὄχι, τὸ ἀπαγορεύει αὐστηρὰ ἡ νομοθεσία μας.
-Μόνο γιὰ Φράγκους;
-Μὲ κάνεις νὰ ἀπορῶ. Φυσικὰ ὄχι. Εἶναι γενικὸς νόμος ποὺ ἀπαγορεύει σὲ κάθε ἑτερόδοξο νὰ μένει σὲ αὐτὸν τὸν τόπο.
-Δηλαδή, ὅποιος δὲν εἶναι ὀρθόδοξος, δὲν μπορεῖ νὰ καλογερέψει ἐδῶ;
-Ἀκριβῶς.
Ἀφοῦ πήραμε τὴν ἀντικρυνὴ πλαγιὰ τῆς ῥεματιᾶς, ποὺ στὴν ἀγκαλιά της βρίσκεται ἡ Μορφωνοῦ, συναντήσαμε μία βρύση. Ἀπὸ μακριὰ μοιάζει μὲ παρεκκλησάκι καθὼς ὁ θόλος ὑψώνεται στὸν οὐρανὸ καὶ στὴν κορυφή του γυαλίζει ἕνας σταυρός.
Βαδίσαμε ἔτσι κάμποσο ὥσπου φτάσαμε στὸ ἁγίασμα τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου. Τὸ ἁγίασμα βγαίνει ἀπὸ τὴν ῥίζα ἑνὸς βράχου κατακόρυφου μπροστὰ στὸ κύκλωμα ἑνὸς συνεχομένου ἐπίπεδου βράχου καὶ περνάει ἀπὸ μέσα τὸ κρυστάλλινο νερό του, ποὺ σχηματίζει μία μικρὴ δεξαμενή. Εἶναι ἀσφαλισμένη μὲ ἕνα σιδερένιο περίφραγμα γιὰ κάθε τυχὸν ζημία. Ἀκριβῶς ἔξω ἀπὸ τὸ περίφραγμα καὶ τὴν δεξαμενή, τὸ νερὸ τοῦ ἁγιάσματος περνάει ἀπὸ πάνω καὶ σκεπάζει μὲ τὸ ἅπλωμά του τὸν σταυρὸ ποὺ σχηματίστηκε μέσα στὸν βράχο ἀπὸ τὴν ῥάβδο τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου σὰν χτύπησε ἐκεῖ, κατὰ προσταγὴ τῆς Παναγίας καὶ βγῆκε τὸ ἁγίασμα, τρία-τέσσερα μέτρα πιὸ πέρα, δηλαδὴ στὴν ῥίζα τοῦ κατακόρυφου βράχου, ποὺ τρέχει χειμῶνα-καλοκαίρι στὴν ἴδια ποσότητα, γιὰ νὰ μεταβληθῆ σὲ καταῤῥάχτη καὶ νὰ χαθῆ παφλάζοντας στὴν ἀπόκρημνη κατηφόρα πρὸς τὴν θάλασσα. Ἤπιαμε μὲ εὐλάβεια καὶ νίψαμε τὸ πρόσωπό μας.
Παραδέχτηκα, ὕστερα ἀπὸ αὐτὴ τὴν διήγηση, ὅτι δίκαια πολὺ ὁ Ἄθως ὀνομάζεται Ἅγιον Ὄρος, ἀφοῦ σὲ κάθε γωνία του συναντᾶς καὶ ἕνα ἀποδεδειγμένο θαῦμα.
Μεταρσιωμένοι ἀπὸ τὴν ἁγιασματικὴ ἐπίδραση τοῦ προσκυνήματος, ἑτοιμαστήκαμε νὰ ξεκινήσουμε ἀφοῦ προσκυνήσαμε στὸ διπλανὸ ἐκκλησάκι τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, καὶ ἀφήσαμε τὸ ὑπόλοιπο ψωμὶ ποὺ μᾶς ἔμεινε μέσα στὸ σιδερένιο ντουλάπι ποὺ βρίσκεται πάνω ἀπὸ τὰ καθίσματα, ὥστε νὰ μὴν λείψει ποτὲ ψωμὶ γιὰ τοὺς πεινασμένους ὁδοιπόρους.
Μὲ καινούργιο κουράγιο ξεκινήσαμε. Ὁ δρόμος ἔγινε ἀπότομα ἀνηφορικός. Τὰ ζῶα κόντιναν τὸ βῆμά τους καὶ λαχανιασμένα καὶ ἱδρωμένα φτάσανε στὴν κορυφή. Ὁ Ἄθωνας μπροστά μας, τόσο κοντά μας, ποὺ νόμιζα πὼς ἂν ἅπλωνα τὸ χέρι μου θὰ τὸν ἄγγιζα. Σὲ λίγο πέσαμε σὲ μία ἄλλη ῥεματιὰ μὲ ἕνα μεγάλο πέτρινο γεφύρι. Ἄρχισε νὰ μὲ πιάνει ζαλάδα. Πόσες ῥεματιὲς καὶ πόσους λόφους ἀκόμα θὰ περάσουμε, ἀναρωτήθηκα. Δὲν τὶς εἶχα μετρήσει μὰ καὶ τὸ ἔκανα σίγουρα θὰ κουραζόμουνα καὶ θὰ ἔχανα τὸν λογαριασμό.
Πιὸ πέρα, μία τελευταία μικρῆ βρυσούλα στὸν δρόμο τῆς Λαύρας. Πυκνὴ φυλωσσιὰ γύρω μας. Βρισκόμαστε πιὰ στὰ ῥιζὰ τοῦ Ἄθωνα καὶ γιὰ νὰ δοῦμε τὴν κορυφή του, ποὺ ὅσο προχωρούσαμε χανότανε, ἔπρεπε νὰ σηκώσουμε τὸ κεφάλι.
Καὶ νὰ σὲ λίγη ὥρα φάνηκε μπροστά μας μεγαλόπρεπο τὸ Μοναστήρι τῆς Λαύρας.
-Ἐπὶ τέλους, φώναξα.
-Ἐπὶ τέλους, εἶπαν καὶ οἱ ἄλλοι δύο.
Δύσκολο νὰ φτάσεις στὴν Λαύρα. Ὁ δρόμος ἀπὸ τοῦ Καρακάλλου ἕως ἐδῶ εἶναι ἕξι ὧρες. Χρειάζεται μεγάλη ὑπομονὴ καὶ πολλὴ κούραση. Γύρισα στὸν φίλο μου καὶ τοῦ εἶπα:
-Συγκοινωνία δὲν πιάνει στὴν Λαύρα;
-Βέβαια. Μὰ σὰν ἡ θάλασσα εἶναι γαληνεμένη, ὅπως σήμερα. Ξεκινάει τὸ μοτόρι τὸ μεσημέρι ἀπὸ τὴν Ἱερισσό, καὶ καταλήγει τὸ ἀπόγευμα στὴν Λαύρα ἀφοῦ πιάσει στὰ ἄλλα Μοναστήρια. Τὶ τὰ θέλεις ὅμως, τὴν ὀμορφιὰ τοῦ τόπου δὲν μπορεῖς νὰ τὴν ζήσεις παρὰ καβάλα στὸ μουλάρι ἢ πεζοπορώντας.
-Ἔχεις δίκιο, ἀλλὰ νομίζω ὅτι καὶ μὲ τὸ καΐκι δὲν θὰ στερηθῆς ἀπὸ ὀμορφιὰ καὶ θέα.
-Ὄχι βέβαια, μὰ καταντᾶ μονοτονία. Ἀκρογιάλια μὲ μυτερὰ βράχια, μικρὲς πινελιὲς ἀπὸ ἀμμουδιά, ξανὰ βράχια καὶ ξανὰ ἀμμουδιά, καὶ πηγαίνει συνέχεια τὸ πρᾶγμα, ὥσπου τὰ μάτια σου βαραίνουν νανουρισμένα ἀπὸ τὸν μονότονο κρότο τῆς μηχανῆς.
Ἡ Λαύρα εἶναι χτισμένη στὴν ἄκρη τοῦ Ἄθωνα, λίγο μακρύτερα ἀπὸ τὴν θάλασσα, στὴν θέση «Μελανά», καὶ σὲ ἀνοιχτὸ μέρος πάνω σὲ ἕνα ὕψωμα. Πάνω της ὑψώνεται ἕνα κομμάτι τοῦ Ἄθωνα, μὲ τοὺς γρανιτένιους του βράχους.
Ἀπὸ μακρυά, σὰν τὴν ἀντικρύσεις, σοῦ δίνει τὴν ἐντύπωση ὅτι εἶναι ἀρχαῖο κάστρο. Σὰν πᾶς κοντά, εἶσαι βέβαιος ὅτι εἶναι τέτοιο καὶ δικαιολογημένα ψάχνεις τὶς πολεμίστρες του, μὴν τυχὸν καὶ δῆς καμία ἀσπίδα νὰ γυαλίζει στὸν ἥλιο, μὰ ἀντὶ γιὰ ἀσπίδα καὶ ἂν εἶσαι τυχερός, μπορεῖ νὰ δῆς τὴν μαύρη σιλουέτα κανενὸς μοναχοῦ πάνω σὲ κανένα μπαλκόνι, ἀπὸ τὰ τόσα ποὺ κρέμονται στοὺς τοίχους.
Πραγματικὸ κάστρο, μὲ χιλιάδες παράθυρα στολισμένο, ποὺ ἔχει σχῆμα σταυροῦ. Ὄμορφο, παλαιὸ καὶ ἐπιβλητικό, σοῦ θυμίζει τὶς παληὲς ἔνδοξες μέρες ποὺ πέρασε. Σοῦ θυμίζει τὴν Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία καὶ τοὺς δοξασμένους ἐκείνους αὐτοκράτορες, τὸν Νικηφόρο Φωκᾶ καὶ τὸν Ἰωάννη Τσιμισκῆ, μὰ πιὸ πολὺ τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Ἀθωνίτη, ποὺ ἔχτισε τὸ λαμπρὸ αὐτὸ Μοναστήρι, καὶ τὸ πλούτισε μὲ τόσα κειμήλια.
Κατεβήκαμε ἀπὸ τὰ ζῶα λίγα μέτρα μπροστὰ ἀπὸ τὴν πόρτα, ὅπως γινόταν παντοῦ.
Αὐστηρὸ ὁ πορτάρης, μὲ παγερὴ εὐγένεια, ζήτησε τὸ διαμονητήριο καὶ μᾶς ὁδήγησε στὸ ἀρχονταρίκι. Περάσαμε μία δεύτερη πόρτα, ἔπειτα τρίτη καὶ βγήκαμε στὴν μεγάλη αὐλή. Ἔῤῥιξα τὸ βλέμμα μου γύρω.
Μία πραγματικὴ βυζαντινὴ πολιτεία, γεμάτη ἀπὸ κτίρια, ἐκκλησίες, παρεκκλήσια καὶ τόσα ἄλλα. Ἐκεῖ μπροστά μου καὶ στὴν μέση ἀκριβῶς, σὲ ἴση ἀπόσταση ἀπὸ τὶς δύο γωνίες τοῦ Μοναστηριοῦ, βρισκόταν ἕνα παρεκκλήσι. Ἤμουνα ἕτοιμος νὰ πάω μέσα.
-Ἂς πᾶμε πρῶτα νὰ ξεκουραστοῦμε, μοῦ εἶπε ὁ φίλος μου.
-Ναί, ἔχεις δίκιο. Εἶμαι κατάκοπος καὶ θὰ ἤθελα νὰ φάω κάτι.
-Ἀκριβῶς, εἶναι ὥρα γιὰ φαγητό. Πᾶμε στὸ ἀρχονταρίκι. Μοῦ εἶναι γνωστὰ τὰ κατατόπια.
Προχωρήσαμε μπροστά μας κοντὰ στὴν βορεινὴ πτέρυγα, ποὺ στὴν δυτική της πλευρὰ εἶναι ἀνοιγμένη ἡ βαρειὰ καστρόπορτα μὲ τοὺς δύο διαδρόμους στὶς τρεῖς πόρτες. Στὰ δεξιά μας ἡ Τράπεζα, ἕνα κτίριο σὲ σχῆμα Π.
Σὰν περάσαμε ἀπὸ κοντά, κοίταξα ἀπὸ τὸ ἀνοιχτὸ παραθυράκι μέσα. Μεγάλα τραπέζια ἀπὸ μάρμαρο ἀραδιασμένα στὴν σειρὰ μὲ συμμετρικὴ τάξη. Οἱ τοῖχοι γεμᾶτοι μὲ τοιχογραφίες. Προσπεράσαμε τὴν Τράπεζα. Μπροστά της ἡ Φιάλη καὶ πέρα ἀπὸ τὴν αὐλὴ τὸ Καθολικό. Στρίψαμε ἀριστερά του στὴν δυτικὴ πλευρά, ἀνεβήκαμε μερικὲς σκάλες καὶ παραδώσαμε τὸν ἑαυτό μας στὶς περιποιήσεις τοῦ ἀρχοντάρη, ποὺ εὐτυχῶς γνώριζε τὸν φίλο μου. Μᾶς χαιρέτησε. Μετὰ μᾶς ἔφερε τὸν δίσκο γιὰ νὰ δροσιστοῦμε. Ἤπια μὲ εὐχαρίστηση τὸ κρύο νερό. Ἔνιωσα ἀνακούφιση καὶ τὶς δυνάμεις μου νὰ ξανάρχονται σιγὰ-σιγά. Τὸν εὐχαρίστησα ἀπὸ τὴν καρδιά μου. Πάλι ξανάφυγε. Καθυστέρησε κάμποσο νὰ ξαναπαρουσιαστῆ.
Ἐμεῖς, καθὼς ἤμασταν κουρασμένοι, βυθιστήκαμε στὴν σιωπή μας καὶ σὲ μία παράξενη νάρκη ποὺ ἔδενε τὸ κορμί μας. Δὲν θέλαμε νὰ κουνήσουμε τὰ βλέφαρά μας ποὺ πέσανε καὶ αὐτὰ βαρυμένα ἀπὸ τὸ πολύωρο περπάτημα καὶ τὴν συχνὴ ἀλλαγὴ τοῦ τοπίου. Ἀπὸ τὴν νάρκη αὐτὴ μᾶς ἔβγαλε ὁ ἀρχοντάρης ποὺ μᾶς καλοῦσε γιὰ φαΐ.
Πήγαμε στὴν τραπεζαρία καὶ πήραμε θέση. Στὸ ἴδιο τραπέζι κάθησε καὶ ὁ ἀρχοντάρης γιατὶ δὲν εἶχε ἄλλους ξένους.
-Τὸ βράδυ θὰ γεμίσει τὸ Μοναστήρι, μᾶς εἶπε, σὰν τὸ καΐκι ἀράξει στὸ λιμάνι.
Πιάσαμε τὴν κουβέντα καὶ μιλήσαμε γιὰ διάφορα θέματα. Γιὰ τὴν διαδρομή μας ἀπὸ τοῦ Καρακάλλου, γιὰ τὶς ἐντυπώσεις μου ἀπὸ τὸ Μοναστήρι καὶ τὴν ζωή τους. Βρῆκα τὴν εὐκαιρία νὰ πῶ ἕναν λόγο κολακευτικὸ γιὰ τὸ Μοναστήρι τῆς Λαύρας, ἀπὸ τὶς ἐντυπώσεις ποὺ εἶχα σχηματίσει μέχρι ἐκείνη τὴν ὥρα. Καθήσαμε ἀρκετὴ ὥρα κουβεντιάζοντας.
Ἡ Λαύρα εἶναι ἰδιόῤῥυθμο Μοναστήρι. Ἔτσι βρῆκα τὴν εὐκαιρία νὰ μιλήσω ἐλεύθερα μὲ ἕναν καλόγερο, ὕστερα ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τοῦ Παντοκράτορος.
Ὅταν πήγαμε γιὰ ὕπνο, ἡ ὥρα ἦταν μιάμιση. Ἔπεσα στὸ κρεβάτι καὶ κοιμήθηκα βαθειά, ἥσυχα καὶ ξεκούραστα.
Καὶ ἐδῶ χτύποι καμπάνας γέμισαν τὰ αὐτιά μου καὶ μὲ ξυπνήσανε. Μὰ ἐτούτη ἡ καμπάνα ἦταν πιὸ γλυκιά. Σηκώθηκα κεφᾶτος καὶ χωρὶς καμία καθυστέρηση, πλήθυκα, ντύθηκα καὶ ἄνοιξα τὴν πόρτα ζωηρὸς καὶ ἀνυπόμονος.
Ὁ φίλος μου μὲ περίμενε στὸ σαλόνι.
-Πᾶμε;, τὸν ῥώτησα.
-Μὴν βιάζεσαι ἀγαπητέ μου. Μὴν ξεχνᾶς πὼς θὰ χτυπήσει πάλι ἡ καμπάνα.
Κάθησα λοιπὸν καὶ ἐγώ. Στοὺς τοίχους βρισκόντουσαν πολλὲς προσωπογραφίες. Ἁπλὴ ἡ ἐπίπλωσις. Ὑστερεῖ πολὺ ἀπὸ τὴν ἐπίπλωση τοῦ Βατοπεδίου.
-Αὐτὰ τὰ δωμάτια εἶναι τὰ μόνα ποὺ σώζονται ἀπὸ τὴν ἀρχαία Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, μοῦ ἐξήγησε ὁ φίλος μου. Τὰ ἄλλα ἔχουν ξανακτιστεῖ, γιατὶ καταστράφηκε πολλὲς φορὲς τὸ Μοναστήρι.
Κοίταξα μὲ ἐνδιαφέρον τοὺς τοίχους. Κρατιοῦνται ἀκόμα γεροί. Νομίζεις ὅτι δὲν περάσανε τόσοι αἰῶνες ἀπὸ τότε ποὺ χτίστηκαν. Γερὸ χτίσιμο, δεῖγμα καὶ αὐτὸ τῆς μαστοριᾶς στὰ χρόνια τοῦ Φωκᾶ καὶ τοῦ Τσιμισκῆ.
Τὰ χειροσήμαντρα ἴδια καὶ ἐδῶ, μὲ τὸν ἴδιο ῥυθμό, μὰ μὲ κάτι διαφορετικὸ καὶ ἰδιόῤῥυθμο. Μοιάζανε σὰν φωνὴ ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων. Γιὰ νὰ σὲ φέρουν στοὺς ἀγῶνες τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου καὶ στὶς αὐστηρὲς διαταγὲς τῶν αὐτοκρατόρων ποὺ τὄχτισαν.
Σηκωθήκαμε ἀργὰ καὶ κατεβήκαμε τὶς σκάλες. Ἡ εὐρύχωρη αὐλὴ ἀνοίγονταν μπροστά μας.
Τὸ βλέμμα μου ἀγκάλιασε τὴν μικρὴ βυζαντινὴ πολιτεία. Εἶναι μεγάλο τὸ Μοναστήρι τῆς Λαύρας, τὸ πιὸ μεγάλο καὶ τὸ πιὸ ἀρχαῖο στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ἡ Λάυρα εἶναι κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ τὰ ἄλλα Μοναστήρια. Ἐδῶ ξαναζῆς μία ζωὴ ποὺ δὲν γνώρισες. Τὴν παληὰ ζωὴ τοῦ Βυζαντίου. Πνίγεσαι στὶς παραδόσεις καὶ στὶς μορφὲς ποὺ ἔζησαν ἐδῶ καὶ τὶς βλέπεις μὲ τὴν φαντασία σου.
Νιώθεις τὶς σκιές τους νὰ πλανιῶνται προστατευικὰ πάνω σὲ τοῦτο τὸ κάστρο. Μπροστά μου πάλι τὸ Καθολικό, μὲ τὰ αἰωνόβια κυπαρίσσια του στὶς δύο πλευρὲς καὶ ἡ Τράπεζα μὲ τὴν Φιάλη, σὰν στολίδι ἀνάμεσά τους.
Προχωρήσαμε πρὸς τὴν πόρτα. Μπροστὰ στὴν Φιάλη στάθηκα λίγο. Εἶναι ἔργο τοῦ 10ου αἰώνα, ἡ πιὸ ἀρχαία ἀπὸ ὅλες ὅσες ὑπάρχουν. Βρίσκεται ψηλότερα ἀπὸ τὸ ἔδαφος ποὺ εἶναι στρωμένο γύρω καὶ μοιάζει μὲ ἐξέδρα. Πάνω της ὑψώνεται ἕνα κουβούκλιο, ποὺ στηρίζεται σὲ τέσσερις κολῶνες. Ὁλόγυρα, θωράκια τὴν κλείνουν μὲ παραστάσεις καὶ ἐπιγραφὲς ποὺ διακρίνεις πάνω τους. Οἱ κολῶνες καὶ τὰ θωράκια εἶναι παλαιοχριστιανικῆς τέχνηςκαὶ ἄλλα παρμένα ἀπὸ εἰδωλολατρικοὺς ναούς.
Στὸ Ἅγιον Ὄρος, βρισκόντουσαν παλαιότερα πολλὰ τέτοια, γιατὶ πρὸν γίνει τόπος ἀσκήσεως, τὸ κατοικοῦσαν ἕλληνες καὶ εἶχαν δημιουργήσει πολλὲς πόλεις. Ἐδῶ στὴν Λαύρα καὶ στὴν ἴδια θέση ἀκριβῶς, βρισκότανε χτισμένη μία πόλις, ἡ τῶν Ἀκροθώων. Καθόλου παράξενο λοιπόν, πῶς βρέθηκαν αὐτὰ τὰ ὑπέροχης τέχνης θωράκια, γιὰ νὰ χρησιμοποιηθοῦν γιὰ τὸν διάκοσμο τῆς φιάλης.
Στὸ κέντρο ἀκριβῶς τοῦ κουβουκλίου, μία λεκάνη ἁγιασμοῦ μὲ ἕναν μπρούτζινο σωλῆνα ποὺ στὴν κορυφή του καταλήγει σὲ ἕνα δικέφαλο ἀετό. Σὲ ὅλο τὸ μάκρος τῆς σωλήνας βρίσκονταν λιονταράκια, ποὺ ἀπὸ τὸ στόμα τους, σὰν ἀνοίξεις τὸ ῥουμπινέ, βγάζουν ἄφθονο νερό.
Στὴν πόρτα τοῦ Καθολικοῦ στάθηκα ἀπορημένος. Εἶναι φτιαγμένη ἀπὸ σφυρηλατημένες ὀρειχάλκινες πλάκες. Πρῶτο δῶρο τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, σὰν κυρίεψε τὸν Χάνδακα καὶ ἔπεσε ἡ Κρήτη.
Μπήκαμε μέσα. Μεγάλο τὸ Καθολικὸ τῆς Λαύρας, τὸ πιὸ μεγάλο ἴσως ἀπὸ ὅλα. Ὅμως δὲν ἔχει τὴν μεγαλοπρέπεια τοῦ Βατοπεδινοῦ, οὔτε τοῦ Ἰβηρίτικου. Ἴσως γιὰ αὐτὸ νὰ φταίει τὸ δάπεδό του, ποὺ εἶναι στρωμένο μὲ λευκὲς μαρμάρινες πλάκες, ποὺ τὴν μονοτονία τους σπᾶνε ζῶνες ὁλόμαυρες.
Ἁγιογραφίες γύρω-γύρω σὲ κάθε γωνία καὶ σὲ ὅλους τοὺς τοίχους. Ζωγραφίστηκε λένε ἀπὸ τὸν μοναχὸ Θεοφάνη ἀπὸ τὴν Κρήτη.
Ἐδῶ στὴν Λιτή, οἱ ἁγιογραφίες εἶναι δικές του.
Ὁ Ἀδάμ, ποὺ διώχνεται ἀπὸ τὸν Παράδεισο καὶ ἄλλες παρόμοιες παραστάσεις ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη κυρίως, σοῦ τραβοῦν τὴν προσοχή. Προχώρησα καὶ ἀκούμπησα σὲ ἕνα στασίδι. Ἔφερα τὸ βλέμμα μου ἕνα γύρω. Τὸ Τέμπλο ἀπὸ ὁλόλευκο μάρμαρο, οἱ εἰκόνες του παληές, καὶ ὡραίας τέχνης. Πιὸ μπροστὰ ἀσημένια μανουάλια καὶ κάτω ἀπὸ τὸν μεγάλο τροῦλο, ποὺ ἀνοίγεται κυριολεκτικὰ στὸ φῶς, ἕνας ὀχτάπλευρος πολυέλαιος ἐπιχρυσωμένος. Ὁ ἴδιος ἑσπερινός, ποὺ τὸ τυπικό του τὸ ἔχουν ὅλα τὰ Μοναστήρια.
Μὰ ἐκεῖνο ποὺ δὲ κουράζεσαι νὰ βλέπεις εἶναι οἱ ἁγιογραφίες. Ὑπέροχος ὁ Θεοφάνης. Ἔδωσε μία καινούργια μορφή, καὶ μία μεγάλη ὤθηση στὴν Κρητικὴ ζωγραφική.
Σὰν τελείωσε ὁ ἑσπερινός, πῆγα μέσα στὸ Ἱερό, γιὰ νὰ προσκυνήσω τὰ ἅγια λείψανα. Πολλὰ καὶ ἐδῶ. Μπορεῖς νὰ δῆς τὴν κάρα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τὸ ἀριστερὸ χέρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Μὰ ἐκεῖ ποὺ θὰ σταθῆς μὲ εὐλάβεια εἶναι ἕνα κομμάτι ἀπὸ Τίμιο Ξύλο, δῶρο τοῦ Φωκᾶ στὸ Μοναστήρι μὲ Χρυσόβουλο. Βρίσκεται σὲ μία θήκη ἀπὸ χρυσάφι. Αὐτὴ ἡ σταυροθήκη εἶναι βγαλμένη ἀπὸ χέρια Κωνσταντινουπολίτη τεχνίτη.
Ἕνα τρίπτυχο ὁλόχρυσο, γεμᾶτο μὲ εἰκονίτσες ἀπὸ σμάλτο καὶ σμαράγδια, μὲ τέσσερα τεράστια διαμάντια, χώρια ἀπὸ τὰ ἄλλα πανάκριβα πετράδια ποὺ ἔχει πάνω του. Στὴν μέση ἕνας μεγάλος σταυρός, μὲ τὸ Τίμιο Ξύλο στὸ ἐσωτερικό του.
Ἔκανα δύο μετάνοιες καὶ τὸν προσκύνησα. Στὴν σειρὰ προσκύνησα καὶ τὰ ἄλλα ἅγια λείψανα καὶ ὕστερα ἀποτραβήχτηκα.
Κοίταξα γύρω μου τὸ Ἱερό. Μαρμάρινη ἡ Ἁγία Τράπεζα. Εἰκόνες γύρω-γύρω. Πρόθεσις, Διακονικό, εὐρύχωρα καὶ ὅλα ὅμοια ὅπως σὲ ὅλες τὶς ἐκκλησίες.
Προχώρησα νὰ βγῶ ἔξω μὲ τὴν ματιά μου κολλημένη στὶς ἁγιογραφίες. Ἀξέχαστος θὰ μοῦ μείνει αὐτὸς ὁ ἁγιογράφος. Ὁ Θεοφάνης σοῦ ζεσταίνει τὴν καρδιά, καὶ σοῦ γεμίζει τὸ μάτι μὲ τὰ χρώματά του. Στὴν Λιτή στάθηκα.
-Ἀπὸ ἐδῶ, μοὖ εἶπε ὁ φίλος μου.
Τὸν ἀκολούθησα τὰ δεξιά, καθὼς βγαίναμε.
-Θὰ δῆς τὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ποὺ εἶναι καὶ ὁ τάφος του μὲ τὴν κρύπτη.
Στάθηκα μπροστὰ σὲ ἕναν μαρμαρένιο τάφο, ποὺ εἶχε γιὰ σκέπασμα μία ἀσημένια πλάκα μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου.
-Τὸ λείψανό του εἶναι μέσα;
-Ναί. Λένε πὼς ἐπιχείρησαν κάποτε νὰ τὸ βγάλουν, μὰ δὲν τοὺς ἄφησε ὁ Ἅγιος. Ἔβγαλε φωτιὲς ὁλόκληρες ὁ τάφος.
Ἀπὸ μία στενὴ πόρτα, πέρασα σὲ μία σπηλιά. Μὲ τελετουργικὴ κίνηση μοῦ φόρεσαν στὸν λαιμὸ ἕναν μεγάλο σιδερένιο σταυρό, αὐτὸν ποὺ φοροῦσε στὸ λαιμό του ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος. Πολὺ βαρὺς γιὰ νὰ τὸν κρατᾶς πολλὴ ὥρα στὸν λαιμό σου.
Μὲ τὶς ἴδιες κινήσεις καὶ βουβοὶ ἀπὸ φόβο μὴν καὶ ξυπνήσουμε τὴν σκιὰ τοῦ Ἁγίου, ποὺ σίγουρα θὰ πλανιόταν ἐκεῖ ζωντανὸς καὶ θὰ μᾶς παρακολουθοῦσε, προχωρήσαμε γιὰ νὰ βγοῦμε ἔξω ἀπὸ τὸ παρεκκλήσι.
Βγήκαμε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Στὴν πόρτα, μπροστὰ στὴν Φιάλη, σταθήκαμε. Μοῦ ἔδειξαν τὰ δύο κυπαρίσσια δεξιὰ καὶ ἀριστερά της. Ἔχουν καὶ τὰ δύο τὴν ἴδια ἡλικία. Τὸ ἕνα, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, τὸ φύτεψε ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος καὶ τὸ ἄλλο ὁ μαθητής του Εὐθύμιος, ποὺ χρημάτισε καὶ ἡγούμενος τῆς Λαύρας.
Προχωρήσαμε στὴν Τράπεζα καὶ ἀφοῦ ἀνοίξαμε τὴν πόρτα, ἀντίκρυσα τὰ μαρμαρένια τραπέζια στὴν σειρά, βαθουλωμένα στὶς ἄκρες τους, ἐκεῖ ἀκριβῶς ποὺ ἀκουμποῦσαν τὰ πιάτα. Στὸ βάθος τῆς Τράπεζας, ἡ θέσις τοῦ ἡγουμένου, ψηλώτερη ἀπὸ τὶς ἄλλες, πάνω σὲ ἕνα βάθρο. Ἀριστερά μου καθὼς μπαίναμε ὁ ἄμβωνας γιὰ τὴν ἀνάγνωση. Ἁγιογραφίες παντοῦ καὶ ἐδῶ μέσα. Καὶ ἐδῶ ὁ Θεοφάνης ὁ δημιουργὸς καὶ τεχνίτης.
Βγαίνοντας ἔξω, μοῦ ἔδειξαν μία πλάκα πάνω ἀπὸ τὴν πόρτα, ἀρχαίας τέχνης. Τὴν πήρανε ἀπὸ κάποιο εἰδωλολατρικὸ ναό, καὶ τὴν βάλανε ἐδῶ. Εἶναι στολισμένη μὲ διάφορες παραστάσεις, ὅπως συνήθιζαν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, καὶ μὲ μία ἐπιγραφὴ ποὺ δὲν μπόρεσα νὰ διαβάσω. Εἶναι ἀνάθημα πρὸς τὴν θεὰ Ἀρτέμιδα.
Περνώντας ἀπὸ τὴν δεξιὰ πλευρὰ τῆς ἐκκλησίας, μέτρησα τέσσερις θολωτοὺς τάφους. Εἶναι τῶν Πατριαρχῶν ποὺ καλογέρεψαν στὴν Λαύρα.
Τραβήξαμε γιὰ τὴν Βιβλιοθήκη καὶ τὸ Σκευοφυλάκιο. Βρίσκονται καὶ τὰ δύο ἀκριβῶς πίσω ἀπὸ τὸ Ἱερὸ τοῦ Καθολικοῦ.
Φτάσαμε στὴν πόρτα καὶ περιμέναμε τὸν βιβλιοθηκάριο. Δὲν ἦταν ἕνας. Τρεῖς κρατοῦν ἀπὸ ἕνα κλειδί. Πρέπει λοιπὸν νὰ βρίσκονται καὶ οἱ τρεῖς γιὰ νὰ ἀνοίξει ἡ βαρειὰ σιδερένια πόρτα μὲ τὴν τριπλὴ κλειδαριά. Μεγάλη ἀσφάλεια βλέπεις καὶ δικαιολογημένη. Φυλάγονται τόσα πολύτιμα κειμήλια ἐδῶ. Οἱ τρεῖς μοναχοὶ ἦρθαν καὶ ὁ καθένας τους ἔβαλε τὸ κομμάτι τοῦ κλειδιοῦ στὴν κλειδαρότρυπα. Σὰν ἄνοιξε ἡ πόρτα, περάσαμε σὲ ἕνα εὐρύχωρο δωμάτιο.
Πρῶτα ἡ Βιβλιοθήκη. Βιβλιοθῆκες πολλές, σχεδὸν ὅλες καινούργιες. Ὅλα τὰ χειρόγραφα τακτοποιημένα θαυμάσια. Ἀνοιχτὰ σὲ βιτρίνες τὰ πιὸ σπάνια. Τὸ χειρόγραφο τῆς Φυτολογίας τοῦ Διοσκουρίδη τοῦ 11ου αἰώνα. Λίγα φύλλα μεμβράνης τοῦ 6ου αἰώνα. Αὐτοκρατορικὰ Χρυσόβουλα, τετραβάγγελα μὲ μινιατοῦρες καὶ μὲ περίφημα ἀρχικὰ γράμματα. Ὅλα θαυμάσια. Εἶδα τόσα πολλά, ποὺ δὲν ἔνιωσα ἐνθουσιασμό. Ἀπὸ μία μεσόπορτα περάσαμε στὸ Σκευοφυλάκιο.
Καὶ αὐτὸ μεγάλο, ἄνετο καὶ φωτεινό. Τώρα τελευταῖα ἔχει ἐπισκευαστεῖ. Ἴδιο σχεδὸν μὲ τὸ Παντοκρατορινό. Μὲ τράβηξε μία βιτρίνα. Μόνος, θαμπωτικός, ὁ Σάκκος τοῦ Αὐτοκράτορα Νικηφόρου Φωκᾶ. Εἶναι καταπληκτικὸ ἔργο τέχνης. Βαρύς, χρυσοκέντητος, καὶ στολισμένος μὲ ὄμορφα πετράδια σὲ ὅλο τὸν συνδυασμὸ τῶν χρωμάτων. Πάνω του καθὼς εἶναι ἁπλωμένος, βρίσκεται τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, γεμᾶτο μὲ ἀκριβὰ πετράδια καὶ τέσσερις μεγάλους ἀμέθυστους στὶς τέσσερις γωνίες του. Ὁ Χριστός, ὁλόσωμος, μέσα σὲ μία κορνίζα χρυσή, εὐλογεῖ κρατῶντας στὰ χέρια του ἕνα εὐαγγέλιο ἀνοιχτό. Στὰ πλάγια του ὁ Ἅγιος Βασίλειος καὶ ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος, δεξιὰ καὶ ἀριστερά.
Κοντὰ στὸν Σάκκο, τὸ Στέμμα τοῦ Φωκᾶ. Στὴν κορυφή τῆς κορώνας, ἕνας σταυρὸς χρυσός. Μοῦ εἶπαν ὅτι ὁ σταυρὸς εἶναι προσθήκη μεταγενέστερη. Τὸ πίστεψα μὲ ἔκπληξη, γιατὶ δὲν εἶμαι εἰδικός.
Στὶς ἄλλες βιτρίνες μοῦ ἔδειξαν καὶ ἄλλους Σάκκους καὶ πετραχήλια, διακονικά. Ὅλα θαύματα τέχνης καὶ ὑπομονής. Τί νὰ πρωτοκαμαρώσεις; Ζαλίζεσαι ἀπὸ τὸν πλοῦτο καὶ τὴν ὀμορφιά τους. Θαύμασα ὥρα πολύ, ὥσπου κουράστηκα καὶ τότε ἀποφάσισα νὰ σταματήσω.
Βγήκαμε στὴν αὐλὴ καὶ ὁ ἀέρας ποὺ κατέβαινε ἀπὸ τὶς χιονισμένες χαράδρες τοῦ Ἄθωνα, ποὺ στοργικὰ προστατεύει μὲ τὴν σκιά του τὴν Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, δρόσισε τὸ πρόσωπό μας. Ἦταν νωρὶς ἀκόμα. Κάναμε μία βόλτα στὴν αὐλή.
Ἀριστερά μας, ἕνα παρεκκλήσι. Μπήκαμε μέσα. Τὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Μιχαὴλ ἐπισκόπου Συνάδων. Τοιχογραφίες θαυμάσιες, ὄχι ὅμως πολὺ παληές. Μία ματιὰ σὲ ὅλες καὶ βγήκαμε ἀφοῦ προσκυνήσαμε. Κάναμε τὸν γύρω τοῦ Καθολικοῦ καὶ ὕστερα προχωρήσαμε στὴν ἀνηφορίτσα πρὸς τὴν πόρτα.
Σὰν φτάσαμε στὴν Παναγία τὴν Κουκουζέλισσα, σπρώξαμε τὴν πόρτα καὶ περάσαμε μέσα. Προσκυνήσαμε τὴν θαυματουργὴ εἰκόνα καὶ ῥίξαμε ἕνα βλέμμα στοὺς γεμάτους ἀπὸ τοιχογραφίες, τοίχους. Κοίταξα τὴν εἰκόνα μὲ εὐλάβεια. Σὰν τελείωσα, τὴν φίλησα ζεστὰ καὶ βγήκαμε στὴν αὐλή.
Ἡ δροσιὰ δυνάμωσε. Τραβήξαμε γιὰ τὸ ἀρχονταρίκι, χωρὶς διάθεση ἀκόμα γιὰ ὕπνο. Καθήσαμε σὲ ἕνα μπαλκονάκι σκαρφαλωμένο στὰ ψηλὰ τείχη ποὺ ἔβλεπε στὴν θάλασσα, κρεμασμένο σχεδόν.
Μείναμε βυθισμένοι στὴν σιωπή, μὲ τὸ βλέμμα νὰ πλανιέται μακρυά. Τὸ σκοτάδι ἀραιὸ στὴν ἀρχή, πιὸ πυκνὸ ἔπειτα, ἄρχισε νὰ μᾶς σκεπάζει.
Ὄμορφη ὥρα, ποὺ τὸ μυστήριό της μεγάλωνε ἡ ἡσυχία. Κάτω στὰ πόδια μας ἕνα φῶς καὶ πιὸ πέρα σὲ ἕναν κάβο, ἕνα μεγάλο πλῆθος ἀπὸ λάμπες φεγγοβόλησαν σκορπίζοντας γύρω τους δυνατὸ φῶς.
Τὰ γρὶ-γρί, τὰ μοναδικὰ σὲ ὅλο τὸν κόσμο στολίδια τῆς θάλασσας, τὰ νυκτόβια αὐτὰ ψαροκάϊκα, ποὺ μὲ τὸ φῶς τους συγκεντρώνουν γύρω τους τὰ ψάρια γιὰ νὰ τὰ ῥίξουν στὴν παγίδα, ἦταν τόσο ὄμορρφα. Στόλιζαν τόσο ὑπέροχα τὴν θάλασσα. Κανένας τεχνίτης δὲν θὰ μποροῦσε νὰ δείξει μὲ χρώματα τὴν ὀμορφιὰ αὐτὴ στὸ χαρτί. Ἔμοιαζαν μὲ πετράδια λαμπερά, ποὺ στόλιζαν ἕναν οὐρανὸ χωρὶς ἀστέρια, ἕναν οὐρανὸ ποὺ γιὰ ἀστέρια εἶχε λαμπερὰ διαμάντια.
Σὰν τὸ σκοτάδι ἔγινε ἀνυπόφορα πηχτὸ καὶ μᾶς ἔκρυψε μὲ ἕνα μαῦρο πέπλο μυστηρίου, σηκωθήκαμε καὶ τραβήξαμε στὸ σαλόνι. Καθήσαμε γύρω σὲ ἕνα τραπέζι.
-Εἶναι ὥρα νὰ συζητήσουμε γιὰ τὸ αὐριανό μας ταξίδι, ἄνοιξε τὴν κουβέντα ὁ φίλος μου.
-Ἐσὺ θὰ τὰ κανονίσεις, μιὰ καὶ ξέρεις τὰ μέρη πιὸ καλά. Ἐγὼ θὰ συμμορωθῶ ἀπόλυτα σὲ ὅ,τι ἀποφασίσεις.
-Ὡραῖα. Σκέφτηκα λοιπόν, ὅτι θὰ πρέπει νὰ ἀφήσουμε τὰ μουλάρια.
-Καὶ ποῦ θὰ τὰ ἀφήσουμε;
-Θὰ τὰ στείλουμε μὲ τὸν Ἠλία στὶς Καρυές. Δὲν μᾶς χρειάζονται πιά. Ἀπὸ ἐδῶ θὰ πᾶμε μὲ τὸ ψαροκάϊκο στὴν Δάφνη, ῥίχνοντας μία γρήγορη ματιὰ σὲ ὅλα τὰ Μοναστήρια καὶ τὶς Σκῆτες ποὺ θὰ συναντήσουμε.
-Ἀπὸ ποῦ θὰ μᾶς πάρει τὸ ψαροκάϊκο;
-Ἀπὸ τὸν Ἀρσανᾶ τῆς Λαύρας, λίγο πιὸ κάτω.
-Ὡραῖα. Φρόντισε ἐσὺ γιὰ τὶς λεπτομέρειες, μιὰ καὶ γνωρίζεις τοὺς ἀνθρώπους.
-Καλά, αὔριο θὰ ξυπνήσουμε λίγο πρωΐ, καὶ μὲ τὸ ἄνοιγμα τῆς πόρτας θὰ κατεβοῦμε στὸν Ἀρσανᾶ καὶ θὰ ξεκινήσουμε.
-Στὶς Καρυὲς θὰ ξαναπᾶμε;
-Δὲν γίνεται, γιατὶ οἱ μέρες σου λιγόστεψαν καὶ πρέπει νὰ ῥίξουμε μία ματιὰ στὰ ἄλλα Μοναστήρια, σὲ ὅσα μπορέσουμε. Ἀπὸ τὸ τελευταῖο θὰ μπῆς στὸ μοτόρι καὶ θὰ χωρίσουμε.
Ὁ ἐρχομὸς τοῦ Ἀρχοντάρη μᾶς ἔκοψε τὴν κουβέντα. Μᾶς κάλεσε γιὰ φαγητό. Στρωθήκαμε στὸ τραπέζι, φάγαμε μὲ ὄρεξη καὶ σὰν τελειώσαμε τραβήξαμε γιὰ ὕπνο. Ἔπεσα στὸ κρεβάτι. Δὲν μπόρεσα νὰ κοιμηθῶ ἀμέσως. Ὅσα εἶδα καὶ ἄκουσα γύριζαν συνέχεια στὸ κεφάλι μου. Ἴσως σὲ αὐτὸ νὰ ἔφταιγε καὶ ὁ χορταστικὸς μεσημεριάτικος ὕπνος. Κοιμήθηκα βαθιά, χωρὶς ὄνειρα.
Θὰ εἶχα κοιμηθῆ δύο-τρεῖς ὧρες, ὅταν ξύπνησα ἀπὸ τὸν γλυκὸ ἦχο τῆς καμπάνας ποὺ γέμιζε ὅλο τὸ Μοναστήρι καὶ σὲ ξεκούφαινε. Δὲν σηκώθηκα τὴν πρώτη φορά. Μία ἡ ὥρα. Αὐτὴ τὴν ὥρα οἱ καλόγεροι ἔδιωχναν τὸν ὕπνο ἀπὸ τὰ μάτια τους καὶ μὲ συρτὰ βήματα καὶ μάτια νυσταγμένα, πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία.
Ἔνιωσα τύψεις. Ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ γίνει διαφορετικά, γιατὶ τὴν ἄλλη μέρα θὰ εἴχαμε τὸ μεγαλύτερο, τὸ πιὸ κουραστικὸ ταξίδι μέχρι τώρα. Γύρισα καὶ ξανακοιμήθηκα. Τὸ πρωΐ, πῆρα τὸν καφέ μου καθὼς γινότανε πάντα καὶ σὲ ἕνα κομμάτι χαρτί, ὁ ἀρχοντάρης μᾶς τύλιξε κάτι γιὰ νὰ φᾶμε στὸ καΐκι, καὶ γιὰ νὰ μὴν μᾶς πιάσει ἡ θάλασσα, ὅπως μᾶς εἶπε.
Δώσαμε τὰ χέρια. Μᾶς τὰ ἔσφιξε δυνατά. Μᾶς ἔβγαλε ἕως τὴν πόρτα καὶ μᾶς εὐχηθήκε καλὸ ταξίδι.
Μὲ γρήγορα βήματα προχωρήσαμε πρὸς τὴν πόρτα καὶ σὲ λίγα λεπτὰ βρεθήκαμε ἔξω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι.
Κατηφορίσαμε στὸν Ἀρσανᾶ. Σὰν φτάσαμε στὸ γραφικὸ λιμανάκι, ἕνα ψαροκάϊκο μᾶς περίμενε μὲ ἀναμμένη τὴν μηχανή. Πηδήσαμε μέσα. Σταθήκαμε στὴν πλώρη καὶ γυρίσαμε πρὸς τὸ Μοναστήρι, ὅπου ὁ ὄγκος του εἶχε κρυφτῆ πίσω ἀπὸ πανύψηλα δένδρα. Ἀριστερά μας ὁ πανύψηλος ἱστορικὸς πύργος τοῦ λιμανιοῦ τῆς Λαύρας. Χτίστηκε μαζὶ μὲ τὸ Μοναστήρι καὶ σηκώνει στὴν ῥάχη του τὰ ἴδια χρόνια μὲ αὐτό. Πολεμίστρες παντοῦ σὲ ὅλο τὸ μάκρος του καὶ σὲ ἕνα σημεῖο ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ τὸν σώσει ἀπὸ τὴν καταστροφὴ ποὺ ἔφερε ὁ χρόνος καὶ ποὺ τίποτα δὲν ἀφήνει νὰ ζήσει πολύ. Τσιμέντο παντοῦ. Εἶχε ῥαγίσει καὶ ἴσως νὰ ἔπεφτε σὲ συντρίμμια ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν προσπαθοῦσε νὰ τὸν σώσει γιὰ νὰ ἔχει πάντα τὴν βεβαιότητα, ὅτι οἱ αἰῶνες ποὺ πέρασαν, πέρασαν πραγματικά, καὶ ὅτι αὐτὰ ποὺ γράφουν τὰ βιβλία δὲν εἶναι κουταμάρες καὶ ἐπινοήσεις φανταστικές. Ἡ ὕπαρξίς του βεβαιώνει τὴν δόξα τοῦ Βυζαντίου, γιατὶ τὴν δόξα ποὺ τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ τὴν σβήσει, μᾶς τὴν φανερώνουν τὰ πανύψηλα συγκροτήματα ποὺ ζοῦν μέχρι σήμερα.
Λαύρα καὶ πύργος, μᾶς φέρνουν στὴν θύμηση τρία πρόσωπα. Δύο αὐτοκράτορες ποὺ λάμπρυναν τὴν Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία καὶ ἕναν μοναχὸ ποὺ μὲ τὸ προοδευτικό του μυαλό, πρόσφερε στὸν μοναχισμὸ μία ὀργάνωση. Τὰ Μοναστήρια θὰ πρέπει νὰ τὰ δοῦμε σὰν ὀργανισμούς, σὰν λιμάνια, ποὺ σοῦ δίνουν τὴν εὐκαιρία νὰ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὶς φροντίδες, τὶς ἐπιβιώσεις καὶ τὴν καθημερινὴ ῥουτίνα, μακρυὰ ἀπὸ τὸν ἀγῶνα τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ ἐπιδοθῆς καὶ νὰ δοθῆς ὁλόκληρος σὲ ἕνα ἄλλο εἶδος ἀγῶνα, στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα.
Γι᾿ αὐτὸ τὰ Μοναστήρια παρουσίασαν προσωπικότητες, ποὺ μείνανε στὴν ἱστορία σὰν μεγάλοι καὶ σὰν ἅγιοι. Κατορθώνουν νὰ σὲ ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ὕλης, νὰ σοῦ δώσουν τὴν εὐκαιρία νὰ σπάσεις τὰ δεσμά της καὶ νὰ ἀνεβῆς ψηλά, σὲ ἀπάτητες κορυφὲς ἐσωτερικῆς ζωῆς, σὲ ζηλευτὰ ὕψη σκέψεως καὶ ὁραματισμοῦ.
Ὁ καπετάνιος τράβηξε τὴν ἄγκυρα ἀπὸ τὴν θάλασσα, πήδησε στὸ μουράγιο, ἔλυσε τὸν κάβο καὶ κρατῶντάς τον πήδηξε ξανὰ μέσα. Σὲ λίγα λεπτά, ἡ μηχανὴ ἀγκομαχοῦσε. Βούιζε ὁλόκληρη καὶ ἄρχισε γρήγορα νὰ σπρώχνει τὸ μικρὸ σκάφος ἔξω ἀπὸ τὸ λιμάνι δουλεύοντας τώρα στὸν κανονικὸ ῥυθμό.
Δύο-τρεῖς ἄνθρωποι πετάχτηκαν μέσα ἀπὸ τὸν Ἀρσανᾶ καὶ ἕνας χωριάτης ἔβγαλε τὸ κεφάλι του ἀπὸ ἕνα παράθυρο τοῦ πύργου, γιὰ νὰ δῆ τὶ γινότανε, σὰν ὁ κρότος της γέμισε καὶ τάραξε τὰ γύρω καὶ σκόρπισε τὴν γαλήνη σὲ χίλια μικρὰ κομμάτια. Τὸν χαιρετίσαμε. Τὰ ῥάσα τοῦ φίλου μου διώξανε τὴν δυσπιστία του χωροφύλακα ποὺ θὰ ταξίδευε καὶ αὐτὸς μαζί μας καὶ σβέλτος πήδησε μέσα στὸ καΐκι.
Τὸ μικρὸ ψαροκάϊκο βγήκε ἀπὸ τὸ μικρὸ στόμα τοῦ λιμανιοῦ καὶ γρήγορα ἄφησε πίσω του τὸν Ἀρσανᾶ. Μονάχα ὁ ψηλὸς πύργος διακρινότανε ἐπιβλητικός.
Σὲ λίγο, πρόβαλε ἡ Λαύρα λουσμένη ἀπὸ τὶς πρῶτες ἀκτίνες τοῦ ἥλιου, ποὺ ἐκείνη τὴν ὥρα ἄρχισε νὰ βγαίνει. Πήραμε τὸν νοτιὰ καὶ ἀφήσαμε πίσω τὸν πύργο, ἐνῶ στὰ ἀριστερά μας κυριαρχοῦσε ἡ ἀπεραντοσύνη τῆς θάλασσας καὶ δεξιά μας ὑψωνότανε τὸ ἐπιβλητικὸ συγκρότημα τῆς Λαύρας μὲ τὶς ἁπλὲς γραμμές του, ποὺ σοῦ ξεκούραζε τὸ μάτι. Προχωρούσαμε γιαλὸ-γιαλὸ κοντὰ στὰ βράχια ἀποφεύγοντας μόλις τὶς ξέρες ἀπὸ τὰ ἔμπειρα χέρια τοῦ καπετάνιου μας, ποὺ ὁδηγοῦσε τὸ καΐκι μὲ πραγματικὴ μαεστρία. Πελώριοι βράχοι μπροστά μας, σκαμμένοι σὲ ἀπροσδιόριστα σχήματα ἀπὸ τὴν ἀγριάδα τῆς θάλασσας ποὺ ξεσποῦσε πάνω τους.
Πιὸ πέρα ἕνας μικρὸς κολπίσκος. Πουθενὰ ἀμμουδιά. Ὁ Ἄθωνας κατεβαίνει κοφτὰ καὶ χώνεται βαθειὰ στὰ νερὰ τοῦ πελάγους. Περάσαμε μία μεγάλη ἀπόσταση μὲ δαντελωτὰ ἀκρογιάλια γεμᾶτα μὲ θάμνους ποὺ ἔφταναν ὡς κάτω στὸ κῦμα. Πελώριοι βράχοι ποὺ στὶς ῥωγμές τους καὶ στὸ λιγοστὸ χῶμα ποὔχει ῥίξει ὁ ἀγέρας, φυτρώνουν ἀγκάθια κάθε λογῆς, ποὺ ψηλώνουν σὲ μικρὰ φυτὰ καὶ μὲ ἕνα λουλούδι στὴν κορυφή τους.
Λίγο ἀκόμα ταξιδεύαμε σὲ ὁμαλὰ ἀκρογιάλια. Ἔπειτα οἱ βράχοι ὑψώθηκαν πάνω μας σὲ τεράστιους ἀπειλητικοὺς ἀπότομους ὄγκους. Στὶς κορυφές τους κάθονταν γλάροι καὶ ἄλλα θαλασσοπούλια. Τἄβλεπες νὰ ἀγναντεύουν τὸ πέλαγος ψάχνοντας μὲ τὰ διαπεραστικά τους μάτια, μήπως δοῦν κανένα καΐκι ἢ καμία τράτα νὰ ψαρεύει. Σὰν ἔβλεπαν τίποτα, σκύβανε λίγο, πέρναν κατεύθυνση καὶ φτεροκοποῦσαν πέρα μακρυά, γιὰ νὰ βροῦν τὸ καθημερινό τους. Ἀλλὰ πάλι εἴχανε βγῆ στὸ κυνήγι, στὸ ψάρεμά τους, ποὺ τὸ κάνουν μὲ τὸν δικό τους τρόπο. Μὲ γαλήνη ἢ φουρτούνα, χώνουν τὸ κεφάλι τους στὸ κῦμα καὶ ἁρπάζουν στὰ πεταχτὰ τὸ ψάρι ποὺ σημάδεψαν. Καὶ σήμερα, μόλις μᾶς βλέπανε, φτεροκοποῦσαν χαρούμενα καὶ μᾶς τριγύριζαν ἀκολουθώντας μας ἀπὸ μακρυά, καὶ πετώντας πάνω μας ἢ προπορεύονταν λὲς καὶ ἤθελαν νὰ μᾶς δείξουν τὸν δρόμο.
Ὕστερα ἀπὸ μία ὥρα εὐχάριστου ταξιδιοῦ, φτάσαμε σὲ ἕναν μικρὸ ὅρμο, στὰ Καυσοκαλύβια. Οἱ καλύβες τῶν ἀσκητῶν βρίσκονταν πάνω στὴν θάλασσα. Γιὰ νὰ φτάσεις ἐκεῖ πρέπεις νὰ ἀνέβεις μία μεγάλη ἀνηφόρα. Ἀράξαμε στὸ τσιμεντένιο μουράγιο καὶ βρεθήκαμε στὴν στεριά. Δεξιά μας μία μικρὴ ἀμμουδιὰ καὶ πάνω μας βράχοι ἀπότομοι. Τὸ τελευταῖο παρακλάδι τοῦ Ἄθωνα. Ἀνεβήκαμε καμία πενηνταριὰ σκαλοπάτια. Σὰν φτάσαμε στὸ κεφαλόσκαλο λαχανιασμένοι, πήραμε ἕναν πλαϊνὸ δρόμο, γιὰ νὰ φτάσουμε στὰ Καυσοκαλύβια.
Δὲν κάναμε περισσότερο ἀπὸ μισὴ ὥρα. Ὁ δρόμος ὅπως ἦταν ἀνηφορικός, μᾶς κούρασε. Ἀπὸ μακρυὰ ἀντικρύσαμε κάτι ποὺ δὲν ἔμοιαζε πιὰ μὲ Μοναστήρι, ἀλλὰ μὲ ἕνα μικρὸ χωριό, σκαρφαλωμένο στὶς ἔρημες πλαγιὲς τοῦ Ἄθωνα. Οὔτε τείχη, οὔτε πύργοι, παρὰ μονάχα μικρὰ ταπεινὰ χαμηλοτάβανα ἀσκητήρια.
Ὁ πατὴρ Εὐθύμιος ἄρχισε νὰ μοῦ ἐξηγεῖ τὴν ζωή τους. Ἔμαθα ὅτι ἡ ζωή τους εἶναι ἰδιόῤῥυθμη, ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε ἐξωτερικὸ περιορισμό. Ὁ καθένας ἐδῶ ὀργανώνει τὴν ζωή του σύμφωνα μὲ τὴν ἀντοχή του στὴν ἄσκηση καὶ πιὸ πολὺ σύμφωνα μὲ τὶς προσωπικές του ἀντιλήψεις γιὰ τὴν μοναχικὴ ζωή, καὶ τὴν προσπάθεια τῆς τελειοποιήσεως. Δὲν ἔχουν περιουσία τοῦτοι οἱ ἀσκητές. Ζοῦν ἀπὸ τὴν δουλειά τους. Ἀσχολοῦνται μὲ τὰ ἐργόχειρα, γιὰ νὰ ἀπασχολοῦν τὴν σκέψη τους καὶ νὰ κουράζουν τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ νὰ μποροῦν νὰ ἐξοικονομοῦν τὸ ψωμὶ τῆς ἡμέρας. Δουλεύουν καὶ δὲν παύουν νοερῶς νὰ προσεύχονται. Φτιάχνουν ὅλα τὰ θαυμάσια ποὺ μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀγοράσει σὲ ὅλα τὰ μαγαζιὰ στὶς Καρυές. Ἐργόχειρα, ζωγραφική, περίφημες ξυλόγλυπτες εἰκόνες, θαύματα τέχνης καὶ ὑπομονῆς. Ἐδῶ στὰ ταπεινὰ αὐτὰ ἀσκητήρια τὰ φτιάχνουν.
Μέτρησα καμιὰ πενηνταριὰ καλυβάκια. Ἁπλωνόντουσσαν σὲ μεγάλες ἢ μικρὲς ἀποστάσεις γύρω ἀπὸ τὸ μεγάλο Κυριακό, ὅπως λένε ἐδῶ τὴν ἐκκλησία. Στὴν ἐκκλησία αὐτὴ συγκεντρώνονται κάθε Σαββατοκύριακο οἱ ξεχασμένοι αὐτοὶ ἀσκηταί, γιὰ νὰ προσευχηθοῦν ὅλοι μαζί, νὰ ἐπικοινωνήσουν καὶ νὰ ἀνταλλάξουν τὶς ἰδέες τους πάνω σὲ θέματα πνευματικῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀσκήσεως. Τὶς ὑπόλοιπες ὅμως ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος, τὶς περνοῦν κλεισμένοι στὸ μικρὸ καλύβι τους καὶ προσεύχονται στὸ ἐκκλησάκι ποὺ ἀπαραίτητα ὑπάρχει στὸ κάθε καλύβι.
Φτάσαμε στὰ πρῶτα σπιτάκια. Χαμηλά, ποὺ μόλις θὰ μποροῦσε ἕνας ἄνθρωπος μὲ μέτριο ἀνάστημα νὰ κουνηθῆ μὲ ἄνεση, χωρὶς νὰ σκύψει τὸ κεφάλι, γιὰ νὰ μὴν χτυπήσει στὸ χαμηλὸ ταβάνι. Μικρὰ κηπάκια μπροστά, λεμονιὲς καὶ πορτοκαλιὲς δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ καὶ πίσω τὸ μικρὸ καλυβάκι.
Δὲν προχωρήσαμε στὸ Κυριακὸ καὶ στὸ ἀρχονταρίκι, ποὺ ἕνας ἀσκητὴς βρίσκεται πάντα γιὰ νὰ περιποιεῖται τοὺς κουρασμένους ὁδοιπόρους ποὺ φτάνουν ἕως ἐκεῖ, γιὰ νὰ γνωρίσουν τὴν ταπεινή τους ζωή. Προχωρήσαμε γιὰ κάποιο μικρὸ σπιτάκι ποὺ ζοῦσαν σὲ αὐτὸ γνωστοί του ἀσκηταί. Σταθήκαμε στὴν κλειστὴ πόρτα καὶ χτυπήσαμε. Ἕνας σεβάσμιος γέροντας μὲ ἀραιὰ κατάλευκα γένια μᾶς ἄνοιξε. Τὸ μάτι του δύσπιστο στὴν ἀρχή, ἡμέρεψε σὰν εἶδε καὶ γνώρισε τὸν φίλο μου.
Μᾶς πέρασε μέσα στὸ χαμηλὸ σπίτι. Φοροῦσε φτωχικὰ ῥάσα, γιατὶ θεωροῦν τὴν πολυτέλεια σὰν ἐμπόδιο ποὺ τοὺς χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν πραγματικὴ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ. Περάσαμε τὴν χαμηλὴ πόρτα. Τὸ ἐσωτερικὸ φτωχό. Ἕνα μικρὸ στενὸ κελλί, ποὺ μόλις χωροῦσε ἕναν ἄνθρωπο, μὲ ἕνα ξύλινο κρεβάτι καὶ μία μικρὴ σάλα μὲ μία πόρτα ἀπέναντι ποὺ σὲ ἔβγαζε στὴν ἁπλωταριά.
Ἐκεῖ μᾶς πῆγε ὁ γέροντας. Καθήσαμε σὲ δύο σαρακοφαγωμένους καναπέδες, κάτω ἀπὸ τὴν σκιὰ μίας μεγάλης κληματαριᾶς, ποὺ τὴν σκέπαζε ὁλόκληρη. Μᾶς πρόσφερε τὸ κέρασμα. Κρυστάλλινο νερὸ ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου καὶ ἕνα καφεδάκι.
Δὲν καθήσαμε πολύ, γιατὶ βιαζόμαστε. Ἀνεβήκαμε τὴν ἀνηφόρα ἕως τὸ Κυριακό. Ἐκεῖ μᾶς ὑποδέχτηκε ὁ Δικαῖος τῆς Σκήτης. Μᾶς καλοσώρισε καὶ μᾶς συνέστησε νὰ περάσουμε στὴν ἐκκλησία ποὺ κατὰ σύμπτωσιν θὰ γινότανε ἡ κουρὰ ἑνὸς μοναχοῦ.
Μοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νὰ ζήσω στιγμὲς μοναδικὲς στὴν ζωή μου καὶ νὰ μπῶ δὲ βάθη
κατανύξεως. Οἱ πολλὲς δυνατὲς φράσεις τῶν μοναχικῶν ὑποσχέσεων, ποὺ δίνει
ὁ κειρόμενος μοναχός, καθὼς εἶναι ξυπόλυτος καὶ χωρὶς νὰ φοράει σακάκι παρὰ μονάχα
μὲ τὴν φανέλα του, συμβολικὸ καὶ αὐτὸ καὶ ποὺ δείχνει ὅτι προσέρχεται στὸν μοναχισμό,
καὶ ἀπαρνιέται κάθε τὶ τὸ κοσμικό, καὶ ποὺ τὸν ῥωτάει ὁ ἱερέας ποὺ στέκεται μπροστὰ
στὸ Θυσιαστήριο καὶ ἐνώπιον τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τοῦ Κυρίου, εἶναι κάτι τὸ πρωτόγνωρο.
-Τί προσῆλθες ἀδελφέ;
-Ποθῶν τὸν βίον τῆς ἀσκήσεως, τίμιε Πάτερ.
-Ποθεῖς ἀξιωθῆναι τοῦ ἀγγελικοῦ σχήματος καὶ καταταγῆναι ἐν τῷ χορῷ τῶν μοναζόντων.
-Ναί, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος τίμιε Πάτερ.
-Φυλάττεις, τέκνον, σεαυτὸν ἐν παρθενίᾳ καὶ σωφροσύνῃ καὶ εὐλαβείᾳ καὶ ὑπομενεῖς πᾶσαν θλίψιν καὶ στενοχωρίαν τοῦ μονήρους βίου διὰ τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν.
-Ναί, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος τίμιε Πάτερ.
-Βλέπε τέκνον, οἵας συνθήκας δίδει τῷ Δεσπότῃ Χριστῷ. Ἄγγελοι γὰρ πάρεσιν τὴν ὁμολογίαν σου ταύτην ἀοράτως, ἣν μέλλεις ἀπαιτεῖσθαι ἐν τῇ Δευτέρᾳ Παρουσίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ῥίγη συγκινήσεως πέρασαν στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου στὸ ἄκουσμα τῶν ἐρωτήσεων τῆς μοναχικῆς ὁμολογίας, γιατὶ στὴν ἱερὴ αὐτὴ στιγμή, ἀντίκρυζα ἕναν νέο 25 ἐτῶν, νὰ ἀπαρνιέται τὸν κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου, «οὐχὶ ἔκ τινος ἀνάγκης ἢ βίας, ἀλλ᾿ ἑκουσίᾳ τῇ βουλῇ», καὶ ὅτι θὰ παραμείνει εἰς τὴν ἄσκησιν μέχρι τῆς τελευταίας του ἀναπνοῆς.
Δὲν μπόρεσα νὰ σταματήσω τὴν συγκίνηση ποὺ εἶχε πλημμυρίσει ὅλο τὸν ἐσωτερικόν μου κόσμο καὶ ποὺ μοῦ εἶχε δώσει ἕνα ἐσωτερικὸ ἀναβάπτισμα καὶ αὐθόρμητα, μὲ πολὺ ψυχικὴ δύναμη καὶ χωρὶς νὰ ἔχω καμία γνωριμία μὲ τὸν νεοκαρέντα μοναχό, ποὺ τὸν ὀνόμασαν Καλλίνικον, εὐχήθηκα στὸν Θεὸ νὰ τὸν φωτίζει, νὰ τὸν ὁδηγῆ καὶ νὰ τὸν δυναμώνει, γιὰ νὰ κρατήσει ἀπαρασάλευτη τὴν ἱερὴ ὁμολογία καὶ νὰ «εὐαρεστήσει Θεῷ καὶ ἀνθρώποις», καθὼς ἄκουσα νὰ τοῦ εὔχονται οἱ ἄλλοι μοναχοὶ ποὺ παρακολούθησαν τὴν κατανυκτικὴ τελετὴ τῆς μοναχικῆς κουρᾶς.
Πόσο εὐτυχισμένοι πρέπει νὰ εἶναι πραγματικά, οἱ συνεπεῖς πρὸς τὶς ὑποσχέσεις τους μοναχοί, ἀφοῦ ἡ ἀφιέρωσις τοῦ ἑαυτοῦ τους στὸν Θεό, θὰ τοὺς καταστήσει μετόχους τῆς οὐρανίου Βασιλείας Του.
Ῥώτησα τὸν φίλο μου:
-Γιατί, πάτερ Εὐθύμιε, τὸ σχῆμα τοῦ μοναχοῦ λέγεται ἀγγελικόν;
-Γιατὶ, οἱ μοναχοὶ ποὺ θὰ φανοῦν συνεπεῖς πρὸς τὰς ὑποσχέσεις των ἀπένατι τοῦ Θεοῦ, τὶς ὁποῖες θὰ ἀκούσεις τώρα, θὰ ἀντικαταστήσουν τὸ ἐκπεσὸν τάγμα τοῦ Ἑωσφόρου, ἀλλὰ καὶ γιατὶ ἡ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ εἶναι ἀγγελική.
Ἐδῶ, θὰ μοῦ ἐπιτρέψεις ἀγαπητέ μου, νὰ σοῦ ἀναπτύξω μὲ λίγα λόγια τὸ βασικὸ νόημα τοῦ μοναχισμοῦ καὶ τὴν νέα ζωὴ ποὺ θὰ ἀντιμετωπίσει ὁ νεοκαρὴς μοναχός.
Ὁ μοναχισμὸς εἶναι τὸ ἀνώτατον σύστημα βίου πνευματικοῦ, τὸ ὁποῖον διαθέτει τέτοια δραστικὰ μέσα ποὺ ἔχουν ἄμεσον ἐπίδρασιν ἐπὶ τῆς ψυχῆς, ὥστε μὲ τὴν εὐδιάκριτον καὶ προσεκτικὴν χρησιμοποίησίν των, νὰ εἶναι ἱκανὰ ὅπως ἀπαλλάξουν τὴν ψυχὴν ἀπὸ τὰ διάφορα σωματικὰ καὶ ψυχικὰ πάθη ποὺ τὴν μαστίζουν, νὰ τὴν καθαρίσουν καὶ νὰ τὴν καταστήσουν δοχεῖον κατάλληλον πρὸς ἐγκατοίκησιν τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Αὐτὰ τὰ μέσα παρέχονται πλούσια ἀπὸ τὸ μοναχικὸ πολίτευμα, μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι ἡ φυγὴ τοῦ κόσμου ἢ ξενητεία, ἡ ἀκτημοσύνη, ἡ παρθενία, ἡ ὑποταγή, ἡ ὁποία λέγεται καὶ μητέρα τῆς θεομιμήτου ταπεινώσεως, ἡ ὁποία εἶναι τὸ θεμέλιον τῶν ἀρετῶν καὶ πολλὰ ἄλλα.
Ὁ μοναχισμὸς λοιπόν, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι ἡ ἀριστοκρατία τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπὸ ἀπόψεως πνευματικοῦ ὕψους καὶ βαθμῖδος ἀρετῆς, ἢ ἡ χριστιανικὴ τελειότης.
Στηρίζεται εἰς τὰ ἴδια λόγια τοῦ Κυρίου ἡμῶν:
α) εἰ θέλεις τέλειας γενέσθαι, πώλησον τὰ ὑπάρχοντα, δὰς πτωχοῖς καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι, καί·
β) ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθε ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθήτω μοι.
Οἱ πρόδρομοι τοῦ μοναχισμοῦ εἶναι ὁ Προφήτης Ἠλίας καὶ ὁ Τίμιος Πρόδρομος, μετέπειτα δὲ οἱ ἐν Αἰγύπτῳ ἀναχωρηταί, ἀπὸ τῶν ὁποίων καὶ παρελήφθη τὸ μοναχικὸν ἰδεῶδες καὶ ὀργανώθηκε τὸ μοναχικὸ πολίτευμα, ἀπὸ τοὺς μεγάλους Ὁσίους Πατέρας, Ἀντώνιον, Παχώμιον, Εὐθύμιον, Σᾶββαν καὶ λοιπούς. Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ μᾶς διαφεύγει, ὅτι ὁ μοναχισμὸς εἶναι ἡ «φρουρὰ» τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ «σωστικὴ κιβωτὸς» τῶν ἱερῶν θεσμῶν αὐτῆς, ἀνέκαθεν δὲ καὶ ἁπλοὶ ἀκόμα μοναχοὶ ἀγωνίστηκαν πρὸς διάσωσιν αὐτῆς ταύτης τῆς Ὀρθοδόξου ὑποστάσεώς Της καὶ ὅτι τὰ πλέον ἐκλεκτότερα αὐτῆς στελέχη τὰ ὁποῖα τὴν ἐκλέησαν, προήρχοντο ἀπὸ τὰς τάξεις τοῦ μοναχισμοῦ.
Μὲ ὅλα λοιπὸν αὐτά, τὰ πλούσια πνευματικὰ μέσα ἐφοδιασμένος καὶ ὁ εὐτυχὴς αὐτὸς νεοκαρὴς μοναχὸς τῶν Καυσοκαλυβίων, θὰ προχωρήσει εἰς τὸν πνευματικὸν ἀγῶνα τῆς μοναχικῆς ζωῆς τὴν ὁποίαν ὑποσχέθηκε εἰς τὸν Χριστὸν νὰ διαφυλάξει ἀμόλυντον μέχρι τελευταίας του ἀναπνοῆς.
Σύμφωνα λοιπόν, μὲ τὶς ὑποσχέσεις ποὺ ἔδωσε καὶ γιὰ νὰ ἀνταπροκριθῆ μὲ συνέπεια πρὸς τὴν νέα του ζωή, πρέπει νὰ ἔχει πάντοτε ὑπ᾿ ὄψιν του τὴν βασικὴν ἀρχὴν τῆς «ἀπαρνήσεως τοῦ ἑαυτοῦ του».
Ναί, φίλε μου! Θὰ ἀπαρνηθῆ τὸν ἑαυτόν του ὑπὸ τὴν βαθυτέραν πνευματικὴν ἔννοιαν. Δηλαδή, θὰ ἀσκῆ μίαν «βίαν φύσεως διηνεκῆ». Θὰ ἀντιστρατευθῆ μὲ ὅλας του τὰς δυνάμεις, πρὸς ὅλας τὰς ὑλικάς, σωματικάς, καὶ σαρκικάς του ἐπιθυμίας, προηγουμένως δὲ πρὸς ὅλας τὰς κοσμικὰς κλίσεις καὶ συνηθείας, ἀλλὰ καὶ πέρα ἀπὸ αὐτά, θὰ ἀπαρνηθῆ τὸν ἐσωτερικό του ἑαυτό, τὸ ἐγώ του, τὴν γνώση του, τὴν γνώμη του καὶ γενικὰ τὸ θέλημά του. Μὲ αὐτὰ θὰ περιφρουρήσει τὴν ψυχή του, τὸ πολυτιμότερο ἀγαθὸ καὶ ἀπὸ ὅλη τὴν κτήση, ἀπὸ τὸ πλέον πνευματικὸ καταστρεπτικὸ καὶ θανατηφόρο στοιχεῖο, τὴν ὑπερηφάνεια, θὰ τὴν ἐξευγενίσει, ἀπαλλάσοντάς την ἀπὸ τὰ διάφορα πάθη καὶ θὰ τὴν κάμει ἱκανὴ νὰ δεχθῆ τὰς θείας ἐλλάμψεις τῆς Θείας Χάριτος. Καὶ ξέρεις, ἀγαπητέ μου, ποιός εἶναι ὁ μοναδικὸς καὶ ἀσφαλὴς ὁδηγὸς καὶ συμβουλάτορας εἰς τὸν ἀγῶνά του αὐτόν; Πρῶτα-πρῶτα, βέβαια, ἡ χάρις τοῦ παναγάθου Θεοῦ μας, ἀφοῦ γιὰ τὴν πολύ του πρὸς αὐτὸν ἀγάπη θὰ τὰ κάνει ὅλα αὐτὰ γιατὶ «ἄνευ ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν», λέγει ὁ Κύριος. Δεύτερον, δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Γέροντά του, τὸν πνευματικό του πατέρα. Ὁ Γέροντάς του, λοιπόν, αὐτός, εἶναι ἡ μοναδικὴ καὶ ἀσφαλὴς ὁδὸς σωτηρίας γιὰ τὸν νεοκαρέντα αὐτὸν μοναχόν, ἐφ᾿ ὅσον ὅμως ὁ δεύτερος, δὲν θὰ κάνει τίποτα χωρὶς τὴν ἐντολὴ τοῦ Γέροντος. Καὶ μὲ λίγα λόγια, θὰ ὑποτάξει ὅλον τὸν ἐσωτερικό του κόσμο εἰς τὴν πνευματικὴ θέληση καὶ κατεύθυνση τοῦ Γέροντος.
Δὲν θὰ δίνει γνώμη χωρὶς νὰ ἐρωτηθῆ, οὔτε θὰ κάνει προτάσεις γιὰ διάφορες ὑποθέσεις καὶ ἐργασίες καὶ θὰ κόβει συνεχῶς τὸ θέλημά του εἰς ὅλας του γενικῶς τὰς θελήσεις, εἰς τρόπον ὥστε, διὰ τῆς τοιαύτης ἐσωτερικῆς τῶν παθῶν νεκρώσεως, νὰ ἐπέλθη ἡ πνευματικὴ ἀνάστασις τῆς ψυχῆς του.
Ἂς παρακαλέσουμε λοιπόν, νοερῶς τὸν Θεόν, ὅπως δώσει πλούσια τὴν χάρη Του εἰς τὸν νεόκουρον μοναχό, καὶ νὰ τὸν ἀξιώσει, ὅπως καὶ ὅλους τοὺς μοναχούς, νὰ διανύσουν κατὰ τὸ Ἅγιόν Του Θέλημα τὸ στάδιον τῶν πνευματικῶν ἀγώνων τους.
Βγαίνοντας ἀπὸ τὸ Κυριακό, πήραμε τὸ μονοπάτι γιὰ τὴν παραλία, μιὰ καὶ ξέραμε ὅτι παραβήκαμε τὴν ὑπόσχεσή μας στὸν καπετάνιο, ποὺ τὸν εἴχαμε βεβαιώσει ὅτι δὲν θὰ ἀργούσαμε πολὺ νὰ γυρίσουμε.
Δὲν εἴχαμε προχωρήσει λίγα βήματα, ὅταν ὁ προνοητικὸς Δικαῖος, μᾶς ἔφερε τρέχοντας τὸ σχετικὸ κέρασμα τῆς κουρᾶς, ποὺ πήραμε ὄρθιοι ἀπὸ τὴν μεγάλη μας βιασύνη.
Κατηφορίσαμε προσεχτικά, γιατὶ ὑπῆρχε κίνδυνος νὰ γλιστρήσουμε στοὺς βράχους καὶ νὰ βρεθοῦμε στὴν θάλασσα.
Φτάσαμε στὸ μουράγιο καὶ πηδήσαμε στὸ καΐκι ποὺ ξεκίνησε χωρὶς ἄλλη καθυστέρηση.
Τώρα τὰ βράχια ψήλωναν πιὸ πολύ, καὶ οἱ κάβοι ἔγιναν πιὸ ἄγριοι καὶ ἔρημοι. Τοὺς νιώθαμε πάνω μας, νὰ μᾶς πλακώνουν μὲ τὴν σκιά τους, ἄγριοι καὶ ἔρημοι χωρὶς κανένα ἴχνος ζωῆς πάνω τους καὶ ἀπάτητοι ἀπὸ ἀνθρώπινο πόδι. Μονάχα πουλιὰ καὶ φίδια, νυχτερίδες καὶ κοράκια ἔχουν στήσει ἐκεῖ πάνω τὶς φωλιές τους. Τὸ ταξίδι μας ἦταν εὐχάριστο καθὼς πλέαμε ἀνάμεσα σὲ τούτη τὴν ἀγριότητα. Πυκνὰ γέρικα πουρνάρια καὶ ἄρια καὶ ἐπιβλητικὲς ἀπότομες ἄγριες κοφτερὲς μύτες βράχων, χωμένες στὴν θάλασσα σὲ ἀπύθμενα βάθη.
Προτοῦ φτάσουμε στὸν αὐτόματο φάρο, ποὺ βρίσκεται στὸν λεγόμενο κάβο «Φονιά», ἐξαιτίας τῶν μεγάλων φουρτοῦνων ποὺ πιάνουν ἐκεῖ πέρα κοντὰ στὶς ἀλυκές, ὁ πατὴρ Εὐθύμιος εἶπε στὸν καπετάνιο.
-Σὲ παρακαλῶ, γύρισε τὸ τιμόνι σου γιὰ νὰ πᾶμε λίγο ἀνοιχτά, ἐπειδὴ θέλουμε νὰ δοῦμε ἀπὸ μακριὰ τὰ ἡσυχαστήρια τῆς παλαιᾶς Σκήτης τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, ποὺ ἄρχισαν κιόλας νὰ φαίνονται στὸ μεγάλο ὕψος ποὺ βρίσκονται ψηλὰ ἀπὸ τὴν θάλασσα.
Καὶ στρεφόμενος σὲ ἐμένα μοῦ εἶπε:
-Ἐδῶ, ἀγαπητέ μου φίλε, εἶναι ἡ βαθύτερη ἔρημος τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἡ πιὸ μακρινή. Ἡ ζωὴ τῶν πατέρων ἐκεῖ πάνω ψηλὰ στὰ σπιτάκια ποὺ βλέπεις, εἶναι αὐστηρὰ πειθαρχική.
Ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ, ἐπιθυμῶ νὰ σὲ πληροφορήσω μὲ λίγα λόγια, γιὰ τὸ πνευματικὸ ἔργο τῶν ἐρημιτῶν. Οἱ ἐρημίται μοναχοί, ἐκτὸς τοῦ πρακτικοῦ μέρους εἰς τὸ ὁποῖον ἐπιδίδονται, δηλαδὴ τὴν ἐγκράτειαν, τὴν νηστείαν, τὴν ἀκτημοσύνην, τὴν ἀγρυπνίαν, τὴν ἑκούσιον στέρησιν καὶ παντοειδῆ κακουχίαν τοῦ σώματος, τῆς τοῦ πλησίον ἀγάπης διὰ τοῦ ἔργου τῆς φιλοξενίας καὶ τῆς ὑπὲρ ἀλλήλων προσευχῆς, προσπαθοῦν κυρίως νὰ εὐδοκιμήσουν στὸν τομέα τῆς θεωρίας, ὥστε προγεγυμνασμένοι διὰ τῶν πρακτικῶν ἀρετῶν, νὰ ἐπιτυγχάνεται διὰ πολλοῦ χρόνου καὶ μόχθου ἡ ἐκ τῶν ὀλεθρίων παθῶν νέκρωσις καὶ ἀπαλλαγή των.
Ἔτσι, συμπαθέστατέ μου φίλε, οἱ ἀριστοκράται αὐτοὶ τοῦ μοναχικοῦ πνεύματος καὶ ἰδεώδους, ἀποτάσσοντες τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον καὶ ἐνδυσάμενοι κατὰ τὸν θεῖον Παῦλον, τὸν νέον διὰ τῆς κατὰ Χριστὸν ἀνακαινίσεως, καθαρθέντες σώματι, διανοίᾳ καὶ καρδίᾳ, ἀγωνίζονται δι᾿ ἀμφοτέρων τῶν πτερύγων τῆς πράξεως καὶ θεωρίας, νὰ καταστοῦν δεκτικὰ δοχεῖα τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀπολαύσουν τελικῶς διὰ τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τῆς θεώσεως, τὸ θεοδώρητον χάρισμα τῆς υἱοθεσίας, ὡς τοῦτο βεβαιώνει τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ: «Γίνεσθε Ἅγιοι, κἀγὼ ἅγιος εἰμί», «Ἐγὼ εἶπα· θεοὶ ἐστὲ καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες». Πρέπει νὰ γνωρίζεις, ὅτι ἡ συνεπὴς διαβίωσις ἐντὸς μοναστηριακῆς ἀδελφότητος ὑπὸ τὴν καθοδήγησιν τῶν Προεστώτων, παρέχει τὰ μέσα καὶ τὴν εὐκαιρίαν πρὸς θεραπείαν τῆς νοσούσης ἐκ τῶν παθῶν ψυχῆς, ἐνῶ τὸ κατ᾿ ἐξοχὴν ἔργον τοῦ ἐρημίτου ἡσυχαστοῦ, ἐπιμελῶς ἐκτελούμενον, ἐπιφέρει τὴν κάθαρσιν τὸν φωτισμὸν καὶ τὴν θέωσιν διὰ τῆς ἐσωτερικῆς ἐργασίας τῆς νήψεως καὶ καρδιακῆς προσευχῆς. Ἐὰν διὰ τῶν πρακτικῶν ἔργων τῆς μοναχικῆς ζωῆς, δύνασαι νὰ εἰσέλθης εἰς τὰ Ἅγια, διὰ τῆς νοερᾶς μυστικῆς ἐργασίας, εἰσέρχεται εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. Κατὰ δὲ τὸν Ἅγιιον Ἰωάννην τῆς Κλίμακος, τὸ μὲν Κοινόβιον θεωρεῖται ὡς «κναφεῖον», ὅπου λευκαίνονται τὰ ἔρια, ὁ ἡσυχασμὸς ἀποτελεῖ τὸ «βαφεῖον», ὅπου τὰ ἔρια λαμβάνουν τὸ χρῶμα καὶ τὴν τελειότητά των. Τὸ μὲν πρῶτον χαρακτηρίζεται ὡς «γυμνάσιον νηπίων», ἡ περιοχὴ ὅμως τῆς ἡσυχίας εἶναι ὁ στίβος πολυχρονίων ἡρωϊκῶν πνευματικῶν ἀγώνων, ὅπου καθαρᾷ διανοίᾳ καὶ κεκαθαρμένῃ καρδίᾳ, ὁ ἐρημίτης-ἡσυχαστὴς δύναται νὰ φθάσει εἰς μυστικὴν ἕνωσιν μετὰ τοῦ καθαροῦ Θεοῦ καὶ νὰ γνωρίσει αἰσθητῶς τὴν χάριν καὶ τὰς δωρεὰς τοῦ Ἁγίου Θεοῦ.
Ἐκ τῶν ὅσων ἐν συντομίᾳ σοῦ εἶπα μπορεῖς νὰ ἀντιληφθῆς ἀγαπητέ μου φίλε μου, πόσο συμβάλλει ἡ ἐρημικὴ αὐτὴ περιοχὴ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου εἰς τὸ σπουδαῖον ἔργον καὶ τὴν ἰδιάζουσαν ἀποστολὴν τῶν ἐκεῖ ἐνασκουμένων πατέρων.
Στὴν περιφέρεια αὐτὴ ἀσκήτεψαν πρὸ ὀλίγων ἐτῶν καὶ διάφοροι ἐπιστήμονες, ἐν οἷς καὶ ὁ πατὴρ Γεράσιμος Μενάγιας.
Περιπλέοντες, κάτω ἀπὸ τοὺς ἀπόκρημνους βράχους καὶ τὶς χαράδρες τῆς περιφερείας αὐτῆς, ξεχωρίζουμε ἀπάνω ψηλὰ καὶ σὲ ὕψος 700 μέτρων ἀπὸ τὴν θάλασσα, τὸ Κυριακὸ τῆς παληᾶς Σκήτης τοῦ Ἁγίου Βασιλείου.
-Ἐκεῖ ἐπάνω ποὺ βλέπεις, μονάζει ἕνας πολὺ γνωστός μου πνευματικὸς φίλος, τὸν ὁποῖον, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι πολὺ ἀγαπῶ, σέβομαι καὶ εὐλαβοῦμαι, λυπᾶμαι πραγματικὰ γιατὶ δὲν μᾶς εἶναι εὔκολο, σύμφωνα μὲ τὸ πρόγραμμά μας, νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦμε. Εἶναι Ἱερομόναχος, σχετικὰ μορφωμένος καὶ γιὰ εἰδικὰ πνευματικὰ ζητήματα ἀποτελεῖ ἐξαίρεσιν ἐπαινετικήν. Ἡ μετὰ τοῦ ὑποτακτικοῦ του διαβίωσις, Ἀθηναῖοι καὶ οἱ δύο, παρουσιάζει ἐν πολλοῖς περιπτώσεις, ἰδίως ἐπὶ τοῦ μυστηριακοῦ βίου, τόσον περὶ τῆς προσευχῆς, ὅσον καὶ τῆς Θείας Κοινωνίας, πλήρως ἀνταποκρινομένας πρὸς τὸν ἔγγραφον τῆς Ἐκκλησίας νόμον καὶ τὴν διδασκαλίαν τῶν Ἁγίων Πατέρων. Εἶναι οἱ συνεχισταί, θὰ λέγαμε, τῶν ἀειμνήστων «Κολλυβάδων», ποὺ ἀγωνίστηκαν γιὰ τὴν ἐξάλειψη τῶν κακῶν συνηθειῶν τῆς ἐποχῆς των καὶ ἔζησαν μερικοὶ ἀπὸ αὐτούς, εἰς αὐτὴν τὴν περιφέρεια.
Ἐκ παραδόσεως δὲ λέγεται, ὅτι εἰς τὸ Κυριακὸ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, συναθροίζοντο οἱ νηπτικοὶ αὐτοὶ Πατέρες καὶ μὲ τὸ κομποσχοίνι τους ἔκαναν τὶς ἀγρυπνίες τους, λέγοντας τὴν προσευχὴ τῶν ἡσυχαστῶν, τό· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ...». Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἤρχοντο σὲ πνευματικὴ ἔκσταση καὶ θεωρίαν, κοινωνοῦντες τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Κυρίου, ἀνὰ πᾶσαν Θείαν Λειτουργίαν, σύμφωνα μὲ τὶς διατάξεις τῶν Ἱερῶν Κανόνων, τοῦ σκοποῦ τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ τὰς παραινέσεις τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ εἰδικότερα τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, ὅπως γράφει ὁ ἴδιος εἰς τὴν ἐπιστολήν του πρὸς Καισαρίαν Πατρικίαν, ποὺ τὴν ἀναφέρει τὸ Πατερικὸ βιβλίο τοῦ «Εὐεργετινοῦ».
Νομίζω ὅτι εἶναι εὐτύχημα ποὺ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ πραγματικὴ «ὄασις ἐν ἐρήμῳ», τὸ πνευματικὸ δηλαδὴ αὐτὸ κέντρο εἰς τὸ ὁποῖον μπορεῖ κανεὶς νὰ διακρίνει καὶ νὰ ἐπιδιώξει τῆς πνευματικῆς ζωῆς κατὰ τὴν πραγματικὴν αὐτῆς ἔννοια καὶ οὐσίαν καὶ ὀλιγώτερον κατὰ τοὺς τύπους της, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ προσπάθεια τῶν Πατέρων αὐτῶν, διὰ τὴν καλυτέραν τήρησιν καὶ ἐφαρμογὴν τῆς Κανονικῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἀκριβείας καὶ τῆς Πατερικῆς διδασκαλίας καὶ τῆς ἐγγράφου καὶ γνησίας παραδόσεως εἰς τὰ κεφαλαιώδη καὶ βασικὰ σημεῖα τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς καὶ ἰδιαίτερα τῆς μυστηριακῆς.
-Καταλαβαίνω, πάτερ Εὐθύμιε, τὶς συνθῆκες τῆς διαβιώσεως τῶν πατέρων αὐτῶν, πάνω ψηλὰ ἐκεῖ στὸν Ἄθωνα. Πραγματικά, θὰ στεροῦνται ὅτι μποροῦν νὰ ἔχουν οἱ μοναχοὶ ποὺ ζοῦν ἐδῶ στὶς παραθαλάσσιες περιοχές, καὶ γιὰ αὐτὸ πιστέυω πολύ, ὅτι ὅλες αὐτὲς οἱ πληροφορίες ποὺ μοῦ ἔδωσες εἶναι ἀληθινὰ ἀντικειμενικές, ἀφοῦ ἡ ἑκούσια αὐτὴ στέρησις, καὶ γενικὰ τὸ ἀπόλυτιον ἡσυχαστικὸν περιβάλλον, εἶναι τὰ κατάλληλα ἐφόδια ποὺ χρησιμοποιοῦν γιὰ τὴν θεάρεστη μοναχικὴ διαβίωσή τους.
Πολὺ εὐχαριστῶ, πάτερ μου, γιὰ ὅσα μοῦ εἶπες. Θέλω νὰ μὲ πιστέψεις, ὅτι πολὺ πλούτισα τὶς γνώσεις μου καὶ συμπλήρωσα ἕνα μεγάλο κενὸ ποὺ θὰ εἶχα ἀσυμπλήρωτο γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ποῦ ἀπὸ αὐτὴν κυρίως, καὶ ὄχι μονάχα ἀπὸ τὰ κειμήλια, συνίσταται ἡ οὐσία, ἡ ἔννοια καὶ ὁ προορισμὸς τοῦ ἱεροῦ τόπου.
Ἔξω ὅμως ἀπὸ αὐτό, πολὺ ἐπαίνεσα μέσα μου τὸν καλό μου φίλο, γιὰ τὶς βαθειὲς πνευματικές του γνώσεις, πάνω στὴν ζωὴ καὶ σὲ ὅλα τὰ ζητήματα τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ἔτσι, μὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔμαθα καὶ εἶδα, μοῦ δόθηκε πάλι ἡ εὐκαίρια νὰ ἐλεεινολογήσω καὶ νὰ καταδικάσω τὶς λανθασμένες ἀντιλήψεις τοῦ κόσμου, ποὺ πολὺ ἄδικα πιστεύει, ὅτι ἡ μοναχικὴ πολιτεία καὶ ἡ ζωὴ τῶν μοναχῶν της, εἶναι ἐπινόημα τεμπέληδων καὶ φυγόπονων καλόγεφων. Πόσο ἀδικεῖτε τὴν κρίση σας ἄνθρωποι καὶ ποιὰ ὑψηλὰ πράγματα χάνετε, ἀγνοοῦντες τὴν πολύτιμη καὶ θεοδίδακτη ἀποστολὴ καὶ προέλευση τοῦ μοναχισμοῦ.
Μία στροφὴ γύρω ἀπὸ ἕνα βράχο καὶ πρόβαλε μπροστά μας ἕνα λάκκωμα καὶ πάνω ψηλὰ ἡ τελευταία κορυφὴ τοῦ Ἄθωνα. Ἀνηφοριὰ ἀπότομη καὶ κοφτὴ σὰν μαχαίρι. Βράχος ξερὸς μονοκόμματος. Κάτω ἡ θάλασσα καταύμαρη ἀπὸ τὸ βάθος. Κανένα πέρασμα στὸν ξυστὸ βράχο γιὰ ἀνθρώπινο πόδι.
Πλησιάσαμε. Στὰ ἰσάδια τῶν βράχων ἦταν σκαρφαλωμένα μικρὰ καλυβόσπιτα. Κάτι μικὲς σπηλιές, ποὺ ἔχουν διαμορφωθῆ σὲ σπίτια ἐκτεθειμένα στοὺς ἄγριους βοριάδες τοῦ χειμῶνα καὶ στὴν κάψα τοῦ καλοκαιριοῦ.
Καὶ τὰ ἀγριοκαίρια καὶ τὴν κάψα, τὰ περιφρονᾶνε οἱ ἀσκηταὶ ἢ καλύτερα τὰ ἀναζητᾶνε, γιατὶ νομίζουν ὅτι μέσα σὲ αὐτὰ βαδίζουν μὲ σιγουριὰ στὸν σκοπό τους. Μὲ τὶς κακουχίες τοῦ σώματός τους, θὰ φτάσουν πιὸ κοντὰ στὸν Θεό
-Εἶναι, τὰ Καρούλια. Αὐτὰ πιὰ δὲν εἶναι οὔτε σκῆτες, οὔτε ἐρημητήρια. Ἐδῶ οἱ ἀσκηταὶ δὲν ἐπικοινωνοῦν οὔτε μεταξύ τους, οὔτε μὲ τὸν ἄλλον κόσμο. Τὸν ἀγνοοῦν καὶ τοὺς ἀγνοεῖ. Ἡ ζωή τους ἐδῶ εἶναι ἀκόμα πιὸ λιτή. Λάχανα μονάχα ποὺ φυτρώνουν στὶς ῥωγμὲς τῶν βράχων καὶ ξερὸ ψωμί.
Σταθήκαμε λίγο γιὰ νὰ δοῦμε. Ἀδύνατο γιὰ νὰ ἀνεβῆς. Σὲ ἕνα λιμάνιασμα τῆς θάλασσας κρεμότανε ἕνα καλάθι. Οἱ ψαράδες ποὺ περνᾶντε, βάζουν κανένα κομάτι ψωμὶ γιὰ νὰ βοηθήσουν τὸν ἀσκητή. Κάθε πρωΐ, ἕνας γεροντάκος μαζεύει τὸ καλάθι καὶ μοιράζει τὰ ξεροκόμματα.
Βάλαμε μπροστὰ τὴν μηχανή. Τὸ ἴδιο τοπίο στὶς ἔρημες πλαγιὲς τοῦ Ἄθωνα. Τραβήξαμε γιὰ τὴν Ἁγία Ἄννα. Σὲ καμία ὥρα εἴχαμε φτάσει. Ἀπὸ μακρυά, μόλις περάσαμε ἕναν κάβο, προβάλανε σκαρφαλωμένα στὴν πλαγιὰ μικρὰ σπιτάκια, μὰ πιὸ εὐρύχωρα ἐδῶ ἀπὸ τὰ Καυσοκαλύβια καὶ πιὸ ψηλά. Ἡ Ἁγία Ἄννα εἶναι μεγάλη Σκήτη καὶ ὅλα τὰ ἀσκητήριά της εἶναι γεμάτα. Εἶναι ἀκόμα γεμάτη ζωὴ καὶ κίνηση. Ἰδέες ἐδῶ γεννιῶνται χωρὶς ὅμως νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὰ πλαίσιά τους καὶ ἡ ζωὴ δὲν σταματάει στὸ παρελθόν.
Οἱ καλόγεροι τῆς Ἁγίας Ἄννας εἶναι ὅλοι θεολόγοι τῆς πράξεως καὶ θὰ δυσκολευτῆς πολὺ νὰ τὰ βάλεις μαζί τους σὲ ὁποιοδήποτε θρησκευτικὸ θέμα.
Δουλειὰ σκληρή, μὰ καὶ βύθιση στὰ μυστήρια τοῦ κόσμου καὶ τῆς θεότητος. Φτιάχνουν ἀριστουργήματα ἀπὸ ξύλο μὲ τὴν ὑπομονή τους. Κάθε σπίτι καὶ ἕνα ἐργαστήρι, κάθε καλόγερος καὶ ἕνας τεχνίτης στὰ ξυλόγλυπτα, στὴν ζωγραφική, στὰ κομπολόγια, στοὺς κοινοβιάτικους σκούφους καὶ τόσα ἄλλα ἐργόχειρα.
Ὅλοι μαζι δουλεύουν καὶ ὅλοι μαζὶ σκέπτονται καὶ συζητοῦν. Συζητοῦν καὶ προσεύχονται ὁ καθένας στὸ Κελλί του καὶ ὅλοι μαζὶ στὸ Κυριακό, ποὺ εἶναι παλαιό. Στὴν Ἁγία Ἄννα θὰ βρῆς ξυλόγλυπτα σπανίας τέχνης, ποὺ πουλοῦνται πανάκριβα, ὄχι γιατὶ θέλουν νὰ κερδοσκοπήσουν οἱ ἀσκηταί, μὰ γιατὶ χρειάζεται τὸ καθένα γιὰ νὰ γίνει μία ὁλόκληρη ζωή ἂν εἶναι σύνθεσις πολυπρόσωπη, ἢ ἡμέρες καὶ ὧρες γιὰ κάτι ἁπλό. Καὶ φυσικά, ἔχουν κάθε δικαίωμα, λίγο πρὶν πεθάνουν νὰ πληρωθοῦν οἱ κόποι τους καὶ νὰ ἀφήσουν στὴν Σκήτη λίγα χρήματα γιὰ τὴν συντήρησή τους. Ἡ Σταύρωσις τῶν ἀδελφῶν Νικοδήμου ἀπὸ τὰ Καυσοκαλύβια, δείχνει τὴν ἐξαίσια τέχνης τους καὶ τὸν μόχθο τῆς δουλειᾶς τους.
Δὲν σταθήκαμε καὶ δὲν ἀνεβήκαμε στὴν Σκήτη. Περάσαμε λίγο ἀνοιχτὰ μὲ τὸ καΐκι, γιὰ νὰ τὴν βλέπουμε σὲ ὅλο τὸ μάκρο της.
Ἀφήσαμε πίσω τὴν Ἁγία Ἄννα. Πάλι βράχια μὲ θάμνους στὶς σχισμές τους. Κάβοι καὶ κάβοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι. Σὰν στρίψαμε τὸν τελευταῖο, ἄλλα σπιτάκια κρεμασμένα στοὺς βράχους.
Ἦταν ἡ Νέα Σκήτη. Ἔψει καμιὰ τριανταριὰ ἀσκητήρια. Οἱ καλόγεροι ἐδῶ ἀσχολοῦνται μὲ τὸ ἐργόχειρο, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν μουσική. Εἶναι περίφημοι ψάλται. Οἱ καλύτεροι τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἔχουν κάνει δική τους σχολή.
Σὰν πλησιάσαμε λίγο, ἕνας ψηλὸς πύργος ἀπὸ τὰ παληὰ χρόνια φάνηκε πλάϊ σχεδὸν στὴν θάλασσα. Αὐτὸς ἔχει τετράῥῥιχτη τὴν σκεπή τους.
Τὸ πράσινο ἐδῶ τυλίγει τὰ ἀσκητήρια. Ἁπλωταριὲς καὶ λεμονιές, καὶ μικροὶ κῆποι γιὰ κάθε εἶδος κηπουρικό. Κυπαρισσάκια ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἀνάμεσα στὶς καλύβες. Ὡραῖο, θαυμαστὸ σύνολο. Τὸ Κυριακό της καινούργιο σὲ σχῆμα σταυροῦ μὲ τροῦλο στὴν μέση.
Οὔτε καὶ ἐδῶ μείναμε.
Πλέαμε κόντα πιὸ κοντὰ στὰ βράχια. Τὰ νερὰ μαῦρα ἀπὸ τὸ βάθος ποὺ γινότανε ὅλο καὶ πιὸ ἀπότομο. Ἕνας κάβος, δεύτερος, τρίτος καὶ ξαφνικὰ πρόβαλε τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Παύλου.
Βρίσκεται χτισμένος σὲ μία ῥεματιὰ ποὺ καταλήγει στὴν κορυφὴ τοῦ Ἄθωνα. Ὁ Ἄθωνας, ἐπιβλητικός, ὑψώνεται κατακόρυφα πάνω του. Θαῤῥεὶς πῶς τὸ ἔχει στὰ πόδια του.
Μικρὸς κάμπος μπροστά του. Θεόρατο τὸ ἀντικρύζεις. Πάντω στὰ χοντρά του τείχη, πολλὰ πατώματα. Στὴν πίσω πλευρά του καὶ στὸ ἀριστερό τους ὑψώνεται ὁ τέραστιος πύργος, ποὺ σοῦ θυμίζει σὰν τὸ ἀντικρύζεις, τὸ Μοναστήρι.
Τὰ σημερινά του κτίρια εἶναι νέα. Δὲν βρίσκεις ἐδῶ τὴν γνωστὴ γραμμὴ τῶν Μοναστηριῶν. Οὔτε ἁπλωταριές, οὔτ ξύλα νὰ τὶς κρατάνε. Στὴν μέση μονάχα, μία σειρὰ παράθυρα ὁμορφαίνουν τὸ σύνολο. Ψηλὰ στὴν γωνία δεξιά σου, ἕνας θόλος σπάει τὴν μονοτονία στὸ τεράστιο αὐτὸ συγκρότημα.
Ἀράξαμε. Τὸ καΐκι ἔσβησε τὴν μηχανή του. Εἶπαμε στὸν καπετάνιο πὼς δὲν θὰ ἀργούσαμε. Κοίταξα τὸ ῥολόϊ. Πηδήσαμε στὸ μουράγιο καὶ μὲ γρήγορα βήματα πήραμε τὴν μικρὴ ἀνηφόρα. Φαρδὺς ὁ δρόμος γιὰ αὐτοκίνητο. Παραξενεμένος ῥώτησα:
-Ὑπάρχει αὐτοκίνητο ἐδω;
-Ναί. Τὸ ἔχουν γιὰ νὰ μεταφέρουν τὴν ξυλεία ἀπὸ τὸ βουνό.
Ἀνεβαίνουμε τὸν φιδωτὸ δρόμο. Ἡ ζέστη μεγάλη. Μούσκεψε γρήγορα τὸ κορμί μου στὸν ἱδρῶτα. Πουθενὰ σκιὰ καὶ ἀέρας. Δὲν φυσοῦσε καθόλου., μὰ βιαζόμαστε. Σὰν φτάσαμε στὴν πόρτα, καθήσαμε σὲ ἕνα ὑπόστεγο νὰ ξεκουραστοῦμε καὶ πλησιάσαμε μία βρύση νὰ δροσιστοῦμε. Συνήρθαμε λίγο καὶ ἡ ἀναπνοή μας ἔγινε κανονικὴ ὕστερα ἀπὸ τὸ λαχάνιασμα. Προχωρήσαμε στὸν κουμπὲ τῆς πόρτας. Ἔδωσα τὸ διαμονητήριο στὸν πορτάρη, ποὺ τόση ὥρα μᾶς περίμενε καὶ μᾶς κοίταζε μὲ δύσπιστο μάτι.
-Ἐσεῖς, Πάτερ;, ῥώτησε μὲ περιέργεια.
-Ἀντιπρόσωπος τοῦ Παντοκράτορος.
Αὐτὸς ὁ τίτλος ἔχει μία ἐπίδραση σὲ ὅλους τοὺς μοναχοὺς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Σὲ ὅλα τὰ Μοναστήρια ἄνοιγαν τὶς πόρτες καὶ γέμιζε τὰ μάτια ὅλων μὲ ἐμπιστοσύνη καὶ μὲ χαμόγελο, γιατὶ ὅλα τὰ Μοναστήρια ἔχουν τὸν Ἀντιπρόσωπό τους. Ἔτσι καὶ αὐτὸς ὁ πορτάρης σηκώθηκε νὰ μᾶς ἐξυπηρετήσει.
Κοινόβιο τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Παύλου, ἔμενε δίχως ἡγούμενο ἐκεῖνον τὸν καιρό. Εἶχε παραιτηθεῖ γιὰ ἄγνωστους σὲ ἐμᾶς λόγους. Σήμερα, ὁ πατὴρ Ἀνδρέας, παλαιὸς Ἡγούμενος, βρίσκεται στὴν θέση του ξανὰ γιὰ τὰ συμφέροντα τοῦ Μοναστηριοῦ.
-Ὁ καθηγούμενος, πατὴρ Ἀνδρέας, μοῦ εἶπε ὁ φίλος μου, διακρίνεται γιὰ τὴν βαθειά του εὐλάβεια καὶ γιὰ τὴν συνειδητὴ διαποίμανση τῆς ἀδελφότητος τῆς Μονῆς. Κατέχεται ἀπὸ τὴν ἀγωνία ὅπως πλουτίσει τὸ ποίμνιό του μὲ βιώματα οὐσιωδῶς πνευματικά, ἰδίως εἰς τὸν τομέα τῆς μυστηριακῆς ζωῆς, γιατὶ γνωρίζει, ὡς καλὸς ὁδηγός, ὅτι ἡ πνευματικὴ τροφὴ εἶναι τὸ θεμέλιον τῆς ψυχικῆς ὑγείας καὶ τῆς εὐρωστίας τῶν πατέρων.
Περικοσμεῖται δὲ μὲ πολὺ ἱκανὰ διοικητικὰ προσόντα, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ πνευματικά, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ διαχειριστικὰ ζητήματα τῆς Μονῆς εἶναι ἄριστος. Εἰς τὴν Μονήν του παρατηρεῖται πολὺ σεβασμὸς καὶ ἀγάπη τῆς ἀδελφότητος πρὸς αὐτόν, τῆς ὁποίας ἐκδήλωσις εἶναι ἡ ἐξ αὐτοῦ ψυχικὴ αὐτῆς ἱκανοποίησις. Τοῦτο ἄλλωστε μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀδελφότης ἀποτελεῖται ἀπὸ εὐαρίθμους καὶ κατὰ τὸ πολὺ ἀπὸ νέους στὴν ἡλικία πατέρες.
Ὁ πορτάρης μᾶς πῆγε στὴν Ἐπιτροπὴ καὶ προσπάθησε μὲ κάθε τρόπο νὰ μᾶς φανῇ χρήσιμο. Μᾶς πήγε στὸ Καθολικό, μόλις τελειώσαμε. Καινούργια ἡ ἐκκλησία, καὶ πιὸ καινούργιες οἱ ἁγιογραφίες της, καθὼς τὸ Μοναστήρι κάηκε καὶ ξαναχτίστηκε τὸν 19ον αιώνα. Ἡ φωτιά, σκέφτηκα, καταστρέφει τὰ περισσότερα Μοναστήρια. Τίποτα τὸ ἀξιόλογο δὲν βρῆκα ποὺ νὰ μοῦ κάνει ἐντύπωση. Μόνο στὸ στενὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου χάρηκε τὸ μάτι μου ζωγραφική. Χάρηκε τὸ μάτι μου ζωγραφική.
Παρακαλέσαμε καὶ μᾶς ἔδειξε τὰ Τίμια Δώρα τῶν Μάγων. Δὲν προσκυνήσαμε τὰ ἅγια λείψανα, πρᾶγμα ποὺ κάναμε γιὰ πρώτη φορὰ σὲ Μοναστήρι. Μονάχα μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας τῆς Μυροβλύτισσας σταθήκαμε λίγο καὶ μετὰ στὴν Σαμαρείτιδα.
Ἡ Βιβλιοθήκη ὄχι πλούσια. Μερικὰ χειρόγραφα, κάτι λιγοστά Χρυσόβουλα, μὰ μὲ ἕνα μοναδικὸ σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο ἀπόκτημα. Τὸ φιρμάνι τοῦ Σουλτάνου Βαγιαζὴτ τοῦ Α´ τοῦ λεγομένου Ἰλδιρίμ, ποὺ στὴν μάχη τῆς Ἄγκυρας στὰ 1402 πιάστηκε αἰχμάλωτος ἀπὸ τὸν Ταρμελάνο. Τὸ φιρμάνι αὐτὸ εἶναι γραμμένο στὰ Ἑλληνικὰ καὶ εἶναι σπουδαῖο, γιατὶ κανένα ἄλλο γραφτὸ τοῦ Σουλτάνου αὐτοῦ δὲν σώζεται πουθενά, οὔτε στὴν Τουρκικὴ γλῶσσα οὔτε στὴν Ἀραβική. Πρέπει νὰ γράφτηκε στὴν Προῦσα.
Κατεβαίνοντας τὶς στριφογυριστὲς σκάλες μᾶς εἶπε λίγα λόγια γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ.
Μᾶς ἔφερε ἕως τὴν πόρτα συζητώντας μαζί μας. Χειραψίες ἐδῶ, εὐλογεῖτε καὶ δρόμο τὸν κατήφορο γιὰ τὴν θάλασσα.
Ἔντεκα ἡ ὥρα καὶ ὁ καπτετάνιος μᾶς περίμενε ἀνυπόμονος. Πηδήσαμε μέσα καὶ ἔβαλε πάλι ἐμπρὸς τὴν μηχανή. Τραβήξαμε πάλι γιὰ νέους κάβους καὶ γιὰ νέα ἀκρογιάλια. Στρίψαμε ἕναν κάβο καὶ πλέαμε τώρα σὲ ἕνα στρογγύλεμα τοῦ βουνοῦ.
Ἀπὸ μακρυὰ ἀντικρύσαμε τὸ Μοναστήρι τοῦ Διονυσίου, χτισμένο σὲ ἕναν βράχο. Ὅλο καὶ πλησιάζαμε. Δεξιά μας μυτεροὶ βράχοι ἀπότομοι, ποὺ χώνονται βαθειὰ στὴν θάλασσα γεμᾶτοι ὑποθαλάσσιες σπηλιές. Φτάσαμε κοντά. Τὸ Μοναστήρι τὸ ἀφήσαμε λίγο στὰ δεξιά μας πρὶν ἀράξουμε στὸ λιμάνι του. Ἀπέναντί μας φάνηκε τὸ φαράγγι ποὺ στὸ ἄνοιγμά του εἶναι χτισμένο τὸ Μοναστήρι καὶ ποὺ γιὰ τέρμα του ἔχει τὸν Ἀντιάθωνα. Τὸ φαράγγι τοῦτο κατεβάζει δροσιά. Ἀράξαμε καὶ πρὶν βγοῦμε στὴν στεριά, στάθηκα λίγο νὰ τὸ καμαρώσω. Σήκωσα τὸ κεφάλι μου ψηλά γιὰ νὰ τὸ κοιτάξω ἀκριβῶς ἀπὸ πάνω μου. Λὲς καὶ κρέμεται κυριολεκτικὰ ἀπὸ τὸν βράχο.
Ἁπλωταριὲς ποὺ στηρίζονται σὲ χοντρὰ ξύλα καστανιᾶς, μὲ ἕνα πλῆθος πόρτες καὶ παράθυρα. Τέσσερα πατώματα ὑψώνονται ψηλὰ ἀπὸ τὴν θάλασσα, ποὺ εἶναι θεμελιωμένα γερὰ στὸν βράχο. Ὡς τὰ μισὰ τοῦ Μοναστηριοῦ κουράστηκα νὰ κοιτάζω. Εἶναι τόσο ψηλὰ ἀπὸ τὴν θάλασσα καὶ ὁ δρόμος ποὺ σὲ φέρνει στὴν πόρτα τόσο ἀνηφορικός, ποὺ οἱ καλόγεροι ἔχουν κρεμάσει ἕνα καλάθι γιὰ νὰ ἀνεβάζουν τὰ λίγα πράγματα ποὺ φέρνει τὸ καΐκι ὅταν ἀράζει στὸ λιμάνι ἢ γιὰ νὰ κατεβάζουν τὰ δικά τους ποὺ στέλνουν ἀλλοῦ.
Πηδήσαμε στὸ μουράγιο καὶ εἴπαμε τοῦ καπετάνιου ὅτι τὸ μεσημέρι θὰ μέναμε πάνω. Ἀργὰ τώρα πήραμε τὸ στριφογυριστὸ καλντερίμι σταματώντας ποῦ καὶ ποῦ γιὰ νὰ ἀνασάνουμε ἀπὸ τὴν ἀπότομη ἀνηφόρα.
Ἕνα τέταρτο κράτησε σχεδὸν ὁ δρόμος ἕως τὴν πόρτα. Ὁ πορτάρης μᾶς καλωσόρισε καὶ ἐγὼ τοῦ ἔδωσα τὸ διαμονητήριο. Μᾶς πῆγε στὸ ἀρχονταρίκι. Πουθενὰ αὐλή. Οὔτε τόσο δὰ μέρος δὲν ἔχει. Ὅλο τὸ κέντρο τοῦ Μοναστηριοῦ τὸ πιάνει τὸ Καθολικό.
Ἀπὸ ἕναν στενὸ διάδρομο μᾶς πῆγε καὶ μᾶς παρέδωσε στὰ χέρια τοῦ ἀρχοντάρη, ἐνῶ αὐτὸς ξαναγύρισε στὸ πόστο του. Στὸ σαλόνι μᾶς πρόσφερε τὸ κέρασμα καὶ κατόπιν πήγαμε γιὰ φαΐ. Σὰν τελείωσε τὸ φαγητό, πήγαμε νὰ ξεκουραστοῦμε. Ἔκλεισα πίσω μου τὴν πόρτα μουρμουρίζοντας:
-Μέρα καὶ ἡ σημερινή. Βλέπεις τόσα πολλὰ μαζὶ ποὺ δὲν προφθάνεις νὰ τὰ συγκρατήσεις ὅλα. Ἂς εἶναι. Μόνο λίγες ὧρες μοῦ μένουν καὶ θὰ πρέπει νὰ δῶ τὴν Βιβλιοθήκη καὶ τὴν Τράπεζα.
Βυθίστηκα στὸν ὕπνο. Ἡ καμπάνα χτύπησε νωρίς, καὶ μὲ τὸ χτύπημά της βρέθηκα στὸ πόδι. Κατέβηκα τὶς σκάλες χωρὶς νὰ ἐνοχλήσω τὸν φίλο μου. Ἴσως νὰ κοιμότανε. Δὲν τὸν βρῆκα πουθενά, καὶ σκέφτηκα ὅτι θὰ μὲ εὕρισκε στὴν ἐκκλησία. Στὸ τελευταῖο σκαλοπάτι σταμάτησα ῥίχνοντας ἕνα βλέμμα γύρω μου. Ἡ ἐκκλησία μεγάλη μὲ τρουλίσκους καὶ ἕναν μεγάλο στὴν μέση. Βασίλισσα τῆς ἀνύπαρκτης αὐλῆς. Τὴν καμάρωσα.
Ὡραῖο σχέδιο καὶ ἡ σκεποὴ μολυβδοσκέπαστη. Ἔστριψα ἀριστερὰ καὶ βρέθηκα ἔτσι μπροστὰ στὴν πόρτα. Παραμέρισα τὴν κουρτίνα καὶ πέρασα μέσα. Ἁγιογραφίες παντοῦ. Εὐρύχωρη ἡ ἐκκλησία ἀντιβούϊζε ὁλόκληρη ἀπὸ τὴν μουρμουριστὴ φωνὴ ποὺ διάβαζε ἕνας καλόγερος. Προχώρησα στὴν γεμάτη θόλους καὶ γωνίτσες Λιτή. Γυρόφερα τὰ μάτια τὶς τοιχογραφίες Κρητικῆς Σχολῆς ὁπωσδήποτε. Θαυμάσιες ὅλες. Τὶς καμάρωσα. Στάθηκα σὲ ἕνα στασίδι καὶ παραδόθηκα σὲ ἕνα ἐξεταστικὸ βλέμμα. Βυζαντινὸ τὸ Καθολικό. Εὐρύχωρο, σιωπηλό. Μερικὰ γεροντάκια στὰ στασίδια τους παρακολουθούσανε τὸν διαβαστή, χωρὶς νὰ ἐνοχληθοῦνε μὲ τὴν παρουσία μου. Λίγο πιὸ μπροστὰ εἶδα καὶ τὸν φίλο μου. Στεκόταν καὶ αὐτὸς ὄρθιος σὲ ἕνα στασίδι καὶ παρακολουθοῦσε τὸν ἑσπερινό.
Σὰν τελείωσε, προσκυνήσαμε τὶς εἰκόνες καὶ ἕνας ἀσπρομάλλης γέροντας προσφέρθηκε νὰ μᾶς δείξει τὶς πιὸ σπουδαῖες ἁγιογραφίες· Κρητικῆς Σχολῆς ἐπιβεβαίωσε. Ὁ περίφημος Τζώρτζης ὁ δημιουγός τους. Ἀδελφὸς τοῦ Θεοφάνη τῆς Λαύρας. Μεγάλος καὶ αὐτὸς σὰν τὸν ἀδελφό του, μὰ μὲ δικό του προσωπικὸ χαρακτῆρα. Μᾶς ὁδήγησε κάτω ἀπὸ τὸν κεντρικὸ πανύψηλο τροῦλο. Συναρπαστικός, ὑπέροχος ὁ Παντοκράτορας. Σὲ μαγεύει. Σειρὰ ἔχει τώρα ἡ Μεταμόρφωσις. Τὸ ἴδιο νιώθεις καὶ ἐδῶ. Μᾶς ἔδειξε καὶ ἄλλες ἁγιογραφίες τοῦ Τζώρτζη. Ὅλες ὑπέροχες, ἀληθινὰ θαύματα τέχνης. Ἔπειτα μᾶς πῆγε στὸ Ἱερό. Ἔβγαλε δύο εἰκονίσματα, τοῦ Ἀκαθίστου καὶ τοῦ Προδρόμου. Γιὰ τὸ πρῶτο μᾶς εἶπε, ὅτι εἶναι ἐκεῖνο ποὺ κρατοῦσε στὰ χέρια του πάνω στὰ τείχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως στὴν ἐπιδρομὴ τῶν Ἀράβων, ὁ Πατριάρχης Σέργιος. Καὶ τὰ δύο θαυματουργὰ καὶ παμπάλαια.
Σὰν βγήκαμε, μᾶς ἔδειξε τὰ θυρόφυλλα τῆς εἰσόδου. Θαῦμα ξυλογλυπτικῆς. Τὰ ἴδια ἀκριβῶς βρήκαμε καὶ στὴν Τράπεζα μὰ πιὸ μικρά.
Ἡ Τράπεζα τοῦ Διονυσίου εἶναι ὡραία, ὕστερα ἀπὸ τὴν Τράπεζα τῆς Λαύρας. Χαμηλὲς καμάρες στηριγμένες σὲ κολῶνες μὲ ὄμορφο σχέδιο, σχηματίζουμε μία στοὰ πρὶν ἀκόμα μπῆς στὴν Τράπεζα. Οἱ τοῖχοί της εἶναι ζωγραφισμένοι καὶ ἐδῶ ἀπὸ τὸν Τζώρτζη.
Σταθήκαμε μπροστὰ στὴν «Δευτέρα Παρουσία», γεμᾶτοι φόβο καὶ θαυμασμό. Στὴν κορυφή, ὁ Χριστός, ἀνάμεσα στοὺς Δικαίους καὶ λίγο πιὸ κάτω ὁ χορὸς τῶν Ἀγγέλων. Στὴν ἄκρη, ἕνα βάραθρο ποὺ πέφτουν μέσα διάβολοι καὶ ἄνθρωποι. Στὰ δεξιά, μία σκάλα ποὺ στηρίζεται στὴν γῆ καὶ ποὺ στὴν κορυφή της βρίσκεται ὁ Χριστός. Πάνω στὴν σκάλα καμιὰ δεκαριὰ μοναχοί, ἄλλοι νὰ πέφτουν στὸ στόμα τοῦ Δράκου ποὺ συμβολίζει τὸν ᾍδη καὶ ἄλλοι νὰ στηρίζονται ἀκόμα. Στὸ κεφαλόσκαλο, ἕνας μονάχα καταφέρνει νὰ σωθῆ στὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ δύο-τρεῖς πέφτουν ἀπὸ τὸ ὕψος ἐκεῖνο στὸ ἀνοιχτὸ στόμα τοῦ Δράκου.
-Θέλει νὰ τονίσεις, ὅτι ὁ μοναχὸς κινδυνεύει περισσότερο νὰ πέσει ὅταν βρίσκεται στὴν τελειότητα, μᾶς ἐξήγησε ὁ γέροντας-ξεναγός.
Πῶς νὰ μὴν νιώσεις φόβο μπροστὰ σὲ αὐτὸ τὸ τραγικὸ καὶ ἀπειλητικὸ ἀριστούργημα;
Ἀπὸ τὴν «Δευτέρα Παρουσία», στὴν «Ἀποκάλυψη». Στὶς σκηνές της θὰ βρῆς ὅλα τὰ σύγχρονα φονικὰ ὅπλα. Ἀκρίδες ποὺ βγάζουν φωτιὰ ἀπὸ τὸ στόμα τους· συμβολίζουν τὰ ἀεροπλάνα. Τὰ λιοντάρια καὶ αὐτὰ μὲ φλόγες στὸ στόμα τους· συμβολίζουν τὰ τεθωρακισμένα. Νιώθεις ἀνατριχίλα σὰν ἀναλογιστῆς τὴν προφητικότητα τοῦ ἁγιογράφου αὐτοῦ.
Ἀπὸ τὴν Τράπεζα τὴν Βιβλιοθήκη. Ὁ ξεναγός μας ἦταν καὶ βιβλιοθηκάριος. Ἀνεβήκαμε τὴν σκοτεινὴ στριφογυριστὴ σκάλα τοῦ πύργου. Σταματήσαμε στὴν βαρειὰ σιδερένια πόρτα. Ὁ γεροντάκος ἔβγαλε ἕνα τεράστιο κλειδί. Γύρισε μία-δύο φορὲς μὲ δύναμη καὶ ἡ πόρτα ἄνοιξε τρίζοντας στοὺς σκουριασμένους μεντεσέδες της. Βιβλιοθήκες ὁλόγυρα. Ἕνα τραπέζι στὴν μέση, δύο καθίσματα, χαρτιὰ στὸν πάγκο, μολύβια, πένες καὶ ἕνας φακός. Μᾶς ἔφερε στὴν ἀρχὴ χειρόγραφα τοῦ 9ου αιῶνος καὶ κατόπιν μέχρι τοῦ 14ου αἰῶνος. Κώδικες πολλοί, μὲ ἀρχικὰ θαυμάσια, ὅπως ἐπίσης καὶ μὲ θαυμάσιες μινιατοῦρες. Ἕνα Εὐαγγέλιο τοῦ 14ου αἰῶνος ἔχει τώρα σειρά. Τὸ κάλλυμμά του ξύλινο. Ἔμεινα κατάπληκτος. Ἦταν τόσο τέλειες οἱ μινιατοῦρες τῶν παθῶν, στὴν μέση καὶ στὰ πλευρά. Σὰν κοίταξα μὲ τὸν φακό, ἔμεινε μὲ ἀνοιχτὸ στόμα. Ἔκφραση στὰ πρόσωπα καὶ καλοσχεδιασμένα τὰ σχήματα καὶ οἱ συνθέσεις. Σωστὸ θαῦμα δουλειᾶς. Ἔπειτα, ἄλλα εὐαγγέλια καὶ ψαλτήρια καὶ ὅλα μὲ πραγματικὰ ἀριστουργηματικὲς μινιατοῦρες. Τὰ χρυσόβουλα καὶ τὰ φιρμάνια τώρα. Πολλὰ ἀπὸ τὸ εἶδος αὐτό. Θαυμάσια τὰ ἀρχικά τους καὶ στὸ τέλος ἡ ὑπογραφὴ τοῦ αὐτοκράτορα μὲ ὡραῖα χρυσᾶ γράμματα. Σηκωθήκαμε. Τί νὰ πρωτοθαυμάσεις; Θέλεις μία ζωὴ γιὰ νὰ τὰ δῆς καὶ νὰ τὰ μελετήσεις. Εἶναι πολλά. Μία ἀπὸ τὶς πιὸ πλούσιες εἶναι ἡ Βιβλιοθήκη τοῦ Διονυσίου.
Κατεβήκαμε γρήγορα τὰ σκαλιά, ἀποχαιρετῶντας τὸ ἀγαθὸ γεροντάκι ποὺ τὸ βάλαμε σὲ τόσους κόπους.
Φτάνοντας στὴν πόρτα τῆς ἐκκλησίας, μᾶς περίμενε ὁ Ἡγούμενος Γαβριήλ. Ὕστερα ἀπὸ τὶς συστάσεις, τὶς ὑποκλίσεις καὶ τὸ χειροφίλημα, μᾶς πῆρε μέσα γιὰ νὰ προσκυνήσουμε τὰ ἅγια λείψανα τοῦ Πατριάρχου Νήφωνος. Ἔβγαλε μία θαυμάσια ἀργυρόχρυση θήκη, δῶρο τοῦ Ἡγεμόνα τῆς Βλαχίας Νεάγγου.
Βγήκαμε καὶ ἀποχαιρετίσαμε τὸν σεβάσμιο Καθηγούμενο.
-Ὁ Ἡγούμενος Γαβριήλ, μοῦ εἶπε ὁ φίλος μου, δὲν θὰ εἶναι ὑπερβολὴ ἐὰν ποῦμε ὅτι εἶναι πραγματικὸ «Ταμεῖον Γνώσεως» καὶ ὁ πλέον πεπειραμένος γνώστης, ἰδίως τῶν Ἁγιορείτικων ζητημάτων καὶ βαθυστόχαστος πνευματικὸς ὁδηγὸς τῆς μοναστικῆς ποίμνης. Πολλάκις ἀντιπροσώπευσε καὶ ἀντιπροσωπεύει τὸ Ἅγιον Ὄρος εἰς τὰ πλέον σοβαρὰ ζητήματα τοῦ τόπου.
Προχωρήσαμε πρὸς τὴν πόρτα. Κατεβήκαμε τὸ καλντερίμι καὶ ὅταν φτάσαμε στὴν παραλία, ἡ ὥρα εἶχε περάσει.
Ὁ καπετάνιος ἔβαλε μπροστὰ τὴν μηχανὴ καὶ ὥσπου νὰ πάρει μπρὸς γιὰ τὸ ξεκίνημα ἔριξα ἕνα βλέμμα γύρω μου γιὰ τελευταία φορά, γιὰ νὰ κρατήσω ζωντανὴ τὴν εἰκόνα τοῦ Μοναστηριοῦ, καθὼς ὁ ἥλιος ἔπεφτε καὶ χτυποῦσε τὰ τζάμια.
Ἔμοιαζε μὲ μία φαντασμαγορία. Γεμᾶτο παράθυρα, γεμᾶτο ἁπλωταριὲς καὶ στὸ ὕψος του πάνω του φαινότανε παραμυθένιο. Ἡ ῥεματιά, φωτεινὴ στὴν μία μεριὰ καὶ σκοτεινὴ στὴν ἄλλη, φαινόταν νὰ χωρίζεται στὰ δύο. Παντοῦ βράχια, ποὺ τὴν γυμνότητά τους τὴν κρύβουν οἱ λίγοι θάμνοι.
Πιὸ κάτω, στὴν μία πλευρὰ τοῦ Ἀντιάθωνα, ὁ κῆπος τοῦ Μοναστηριοῦ, ποὺ γιὰ νὰ γίνει ἔφεραν χῶμα ἀπὸ ἄλλο μέρος, γιατὶ ἐδῶ δὲν ὑπάρχει πουθενά.
Ἡ μηχανὴ πῆρε μπροστὰ καὶ τὸ καΐκι ἄνοιξε ταχύτητα. Τὸ ἔβλεπα ὥσπου τὸ ἔεχασα ἀπὸ τὰ μάτια μου. Σὲ μία στροφή, περνώντας ἕναν κάβο ἔστριψα τὸ βλέμμα μου στὴν θάλασσα.
Ἡσυχία βαθειά. Κανένα σημάδι ζωῆς. Ὁ κρότος τῆς μηχανῆς μονάχα, χτυπῶντας στοὺς βράχους ξαναγυρνοῦσε γιὰ νὰ ἀνταμωθῆ ἀδελφικὰ μὲ τὸ καΐκι.
Πέντε ἡ ὥρα. Καθόμουνα στὴν πλώρη καὶ κοίταζα μελαγχολικὰ τὸν βυθό, ποὺ ἐρχόταν νὰ μᾶς προϋπαντήσει στὸ κάθε ἑκατοστὸ ποὺ περνούσαμε. Παράξενα σχήματα, χορταριασμένοι βράχοι, σπηλιὲς ποὺ μέσα τους μπαινόβγαιναν μικρὰ καὶ μεγάλα ψάρια. Κοίταζα, κοίταζα καὶ δὲν χόρταινα, ὥσπου τὰ μάτια μου δάκρυσαν καὶ ἔχασαν τὸ φῶς ἀπὸ μπροστά τους.
-Μὴν κοιτᾶς κάτω, θὰ σὲ πιάσει ἡ θάλασσα, μὲ συνέφερε μία φωνή.
Ὁ καλὸς καὶ ἀνεκτίμητος φίλος μου, ὁ πατὴρ Εὐθύμιος, ποὺ καθότανε δίπλα μου, ἐνδιαφέρθηκε. Στὴν σκέψη του ἔνιωσα πόνο. Εἴχαμε δεθεῖ μὲ γερὰ δεσμὰ φιλίας αὐτὲς τὶς μέρες. Εἴχαμε ἀγαπήσει ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ τώρα ποὺ ἔφτανε ἡ ὥρα τοῦ χωρισμοῦ, ἔνιωσα μέσα μου κάτι νὰ βαραίνει. Λίγο θὰ μέναμε μαζὶ ἀκόμα. Θὰ χωρίζαμε καὶ ὁ καθένας θὰ τραβοῦσε τὸν δρόμο του. Ἐγὼ στὴν θορυβώδη ζωὴ μέσα στὴν καθηερινὴ ἀγωνία ποὺ σκοτώνει καὶ αὐτὸς στὴν ἥσυχη γαλήνη τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ στὸ Ἀντιπροσωπεῖο.
Πόσο σὲ ζηλεύω φίλε μου. Ὅμως δὲν μπορῶ νὰ σὲ ἀκολουθήσω. Οἱ δεσμοὶ ποὺ μὲ κρατοῦν στὸν κόσμο εἶναι γεροί, καὶ τώρα πιὰ δὲν μπορῶ νὰ τοὺς σπάσω. Ἐσὺ τοὺς ἔσπασες μικρός. Ἐγώ, μεγάλος τώρα, νιώθω ἀδύναμος νὰ τὸ κάνω. Νέος ἐσύ, σχεδὸν παιδὶ μπροστὰ σὲ μένα καὶ ὅμως μὲ μία παράδοξη ὠριμότητα ποὺ σὲ ἀφήνει ἄφωνο. Γύρισα τὸ βλέμμα μου, γιατὶ κατάλαβε ὅτι τὸν κοίταζα μὲ προσοχή., εἶχα ἀκόμα λίγο καιρὸ μπροστά μου, γιὰ νὰ μελετήσω κάθε πτυχὴ τοῦ προσώπου του καὶ νὰ τὸ φυλάξω βαθειὰ στὴν ψυχή μου, σὰν τὴν πιὸ καλή, τὴν πιὸ ὀμορφότερη ἀνάμνηση ἀπὸ τὴν περιοδεία μου στὸ Ὄρος. Κοίταξα πέρα μακριὰ τὸν ὁρίζοντα, τὴν θάλασσα, ποὺ γαληνεμένη ἅπλωνε τὸ ἀτλάζι της καὶ ἔντυνε μέσα σὲ αὐτὸ τὶς γύρω στεριές. Ἄφησα τὸ μάτι μου νὰ ξεκουραστῆ στὶς ἁπαλὲς γραμμὲς ποὺ δίνει στὶς στεριὲς ἡ ἀπόστασις καὶ βυθίστηκα σὲ μία περίεργη ἀναπόληση.
Ξέχασα ὅτι δίπλα μου βρισκόταν ἄνθρωπος. Φαντάστηκα ὅτι ἤμουνα μόνος, κατάμονος στὸν κόσμο καὶ ταξίδευα μὲ τὸ πλοῖο τῆς εὐτυχίας σὲ ἄγνωστα λιμάνια παραδομένος σὲ ἕνα ἐσωτερικὸ ἡδονισμὸ ποὺ ἔφτανε στὸ ἄπειρο.
Ἔμοιζε νὰ ἔχω ἑνωθεῖ μὲ τὸ θεῖον, νὰ ἔχω γίνει ἕνα μὲ τὸν κόσμο ποὺ κρύβει τὴν θεότητα. Παραδόθηκα στὴν μαγεία του μὲ ἐμπιστοσύνη καὶ χωρὶς σκοπό. Ἔνιωθα λυτρωμένος ἀπὸ τὰ πάθη μου καὶ τὴν ἐξάρτησή μου ἀπὸ αὐτά, καθὼς καὶ ἀπὸ συμβατικότητα. Ξύπνησα ἀπὸ τὴν βύθισή μου ἀπότομα, σὰν ὁ κρότος τῆς μηχανῆς κόντυνε.
Γύρισα τὸ κεφάλι μου. Περνούσαμε ξυστὰ ἕναν κάβο ποὺ ὑψωνόταν τεράστιος καὶ ἀπειλητικὸς πάνω μας. Ὁ ἦχος τῆς μηχανῆς, χτυπῶντας στὰ γρανιτένια πλευρά του ξαναγύρισε μεταλλικὸς καὶ σοῦ τρυπάνιζε τὰ αὐτιά. Τὰ βούλωσα μὲ τὸ χέρι μου μὴν ὑποφέροντας ἄλλο.
Περίμενα ἔτσι ὥσπου νὰ στρίψουμε καὶ σὰν στρίψαμε πιά, πρόβαλε μεγαλόπρεπο ἕνα Μοναστήρι. Τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου.
Χτισμένο πάνω στὸν βράχο φάνταζε ἐπιβλητικό. Ἁπλωταριὲς ξύλινες τὸ τριγυρίζουν καὶ φρεσκοβαμμένες, δίνοντας μία ζωηρὴ ἀντίθεση. Τείχη ὁλόγυρα καὶ στὴν πλευρὰ ποὺ φαίνεται, τέσσερις κολῶνες νὰ βαστάνε τὸ βάρος ἑνὸς ὡραίου καινούργιου οἰκοδομήματος. Βαμμένα τὰ πολλὰ παράθυρά του μὲ ζωηρὸ χρῶμα καὶ οἱ τοῖχοι ὁλόασπροι. Τὴν βυζαντινὴ εἰκόνα τὴν χάνεις κοιτώντας το, οἱ θόλοι τῆς ἐκκλησίας μόλις ποὺ διακρίνονται, πνιγμένοι στὰ ψηλὰ νέα κτίρια. Πουθενὰ πύργος., πιὸ ψηλὰ ἀπὸ ὅλα, τὰ καμπαναριά. Μία πτέρυγα μονάχα ποὺ πρόβαλε ἔτσι καθὼς πλέαμε, μοῦ ἔδωσε τὴν ἐντύπωση ὅτι βρισκόμαστε σὲ Μοναστήρι.
Πλησιάσαμε πιὸ κοντά. Βράχια θαλασσοδαρμένα, χωμένα βαθειὰ στὴν θάλασσα στηρίζουν τὰ θεμέλιά του. Βαθειὰ κατάμαυρα τὰ νερὰ τῆς θάλασσας.
Στὸ ἀμέτρητο βάθος της, μπορεῖ νὰ φανταστῆς καὶ ἂν εἶσαι τυχερὸς νὰ δῆς σκυλόψαρο νὰ ἀνεβοκατεβαίνει μὲ ἀνοιχτὸ στόμα περιμένοντας κάτι νὰ πέσει ἀπὸ τὰ περαστικὰ καΐκια. Ἄθελά σου τραβιέσαι πιὸ μέσα ἀνατριχιασμένος. Ἔδειξα τὸ βάθος στὸν φίλο μου.
-Πολὺ βαθειὰ καὶ ἄγρια, συμφώνησε.
Πρὶν λίγα χρόνια ἔγινε ἕνα τρομερὸ δυστύχημα. Ἕνας νεαρὸς διάκος, ὕστερα ἀπὸ τὴν Λειτουργία, μία Κυριακή, ζήτησε τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν ἡγούμενο νὰ πάει γιὰ μπάνιο. Ὁ ἡγούμενος προσπάθησε νὰ τὸν κάνει νὰ ἀλλάξει γνώμη. Αὐτὸς ὅμως ἐπέμενε νὰ κολυμπήσει. Ὁ ἡγούμενος, βλέποντας τὴν ἐπιμονή του, τοῦ ἔδωσε τὴν ἄδεια. Τότε αὐτὸς βούτηξε στὴν θάλασσα καὶ ἄρχισε νὰ κολυμπάει δίπλα στὴν στεριά. Φοβόταν νὰ πάει πιὸ βαθειά. Πρὶν προφτάσει νὰ κάνει δέκα ἁπλωτές, ἕνα σκυλόψαρο ἀναποδογύρισε πάνω του καὶ τὸν τράβηξε στὸ στόμα του. Τὸ στόμα του ὅμως φαίνεται ἦταν μικρό, καὶ τὸ σκυλόψαρο δὲν ἦταν μεγάλο, καὶ ὅπως αὐτὸς εἶχε ἁπλώσει τὰ χέρια του γιὰ νὰ πάρει ὤθηση, τὸ σῶμά του σταμάτησε στοὺς ὤμους. Σὰν κατάλαβε τὶ τοῦ συμβαίνει, ἔβγαλε δυνατὲς φωνὲς τρομαγμένες, ζητῶντας βοήθεια. Τὸ Μοναστήρι ἀναστατώθηκε καὶ ὅλοι τρέξανε στὸ λιμάνι. Μὰ τὸ σκυλόψαρο τὸν εἶχε τραβήξει στὰ βαθειά, καὶ καμιὰ βοήθεια δὲν μποροῦσαν νὰ δώσουν, μιὰ καὶ καμία βάρκα δὲν βρισκόταν γύρω. Ἡ θάλασσα ἄρχισε νὰ βάφεται κόκκινη ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ διάκου, ποὺ κουνοῦσε ἀπελπισμένα τὰ χέρια του. Καμία ἐλπίδα γιὰ τὴν σωτηρία του. Σιγὰ-σιγὰ τὸ σκυλόψαρο θὰ τὸν ἔκοβε στὴν μέση. Κάποιος τότε τὸν λυπήθηκε καὶ μὲ νοήματα καὶ φωνὲς τοῦ φώναξε νὰ μαζέψει τὰ χέρια του στὸ κεφάλι. Ἔτσι, γλίτωσε τὸ μαρτύριο. Οἱ καλόγεροι μὲ τὴν φρίκη στὰ μάτια πῆγαν καὶ κλείστηκαν στὰ κελλιά τους φορτωμένοι πίκρα.
Τραγικὴ διήγησις, ποὺ μὲ τρόμαξε. Πρόσεχα τώρα ὅλες τὶς κινήσεις μου καὶ κρατιόμουν δυνατὰ πάνω σὲ ἕνα μαδέρι, μὴν καὶ βρεθῶ στὸ νερό. Τὸ καΐκι πῆρε τὴν στροφὴ τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ στὴν ἀριστερὴ πλευρά του ἄραξε μανουβράροντας στὸ τσιμεντένιο μουράγιο. Ὁ καπετάνιος ἔριξε τὴν ἄγκυρα καὶ πέταξε τὸν κάβο στὰ χέρια ἑνὸς καλόγηρου ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ. Αὐτὸς τὸν ἔπιασε στὸν ἀέρα καὶ προσεχτικὰ μᾶς τράβηξε κοντά του. Σὰν ἡ μηχανὴ σταμάτησε, μὲ προσοχὴ πήδησα ἔξω. Εἴπαμε στὸν καπετάνιο ὅτι θὰ περνούσαμε τὴν βραδιά μας στὸ Μοναστήρι νὰ νὰ ἐρχότανε τὸ πρωΐ νὰ μᾶς πάρει.
Πήραμε τὴν μικρὴ ἀνηφόρα. Οἱ ἴδιες διατυπώσεις στὴν πόρτα. Ὁ πορτάρης μᾶς πέρασε μέσα καὶ μᾶς ἔδειξε τὸ ἀρχονταρίκι. Ἕνα κυπαρίσσι καὶ ἕνας φοίνικας μᾶς ὑποδέχτηκαν ἀφοῦ περάσαμε μία πόρτα. Τὸ κυπαρίσσι στὴν ἀρχή, ὁ φοίνικας στὸ τέρμα, μᾶς φέρανε στὴν παληὰ πόρτα. Ἡ πρώτη ποὺ πρωτομπήκαμε ἦταν ἡ καινούργια.
Τὸ Μοναστήρι ὁλόκληρο χωρίζεται σὲ παλαιὸ καὶ νέο. Χτίστηκε τελευταῖα μιὰ καὶ ἀπὸ τὸ παλαιὸ μόνο ὁ σκελετός του εἶχε μείνει ἀπὸ τὶς πολλὲς καταστροφές.
Περάσαμε τὴν παληὰ πόρτα. Μία μικρὴ καὶ πιὸ λίγο μεγαλόπρεπη, χωρὶς νὰ ἔχει ἄλλον πορτάρη. Τὴν περάσαμε καὶ βρεθήκαμε μπροστὰ στὸ Καθολικὸ καὶ ἀπὸ ἕναν διάδρομο στρωμένο μὲ μαῦρες πλάκες ἀνεβήκαμε δύο πατώματα γιὰ νὰ φτάσουμε στὸ ἀρχονταρίκι. Κοινόβιο καὶ αὐτὸ, μὰ καθαρὸ καὶ νοικοκυρεμένο, τὸ ἀρχονταρίκι του φωτεινό, ὡραιότατο, βλέπει στὴν θάλασσα. Φωτεινὰ τὰ δωμάτια καὶ καλοστρωμένα.
Καθήσαμε στὸ σαλόνι. Αὐτὴν βραδυὰ ἀποφασίσαμε νὰ μὴν φᾶμε στὴν Τράπεζα γιὰ νὰ βροῦμε τὴν εὐκαιρία νὰ κουβεντιάσουμε. Σὰν δροσιστήκαμε μὲ ἕνα ποτήρι νερό, καὶ τὸ συνηθισμένο κέρασμα, κατεβήκαμε στὴν ἐκκλησία. Δὲν βρήκαμε κανέναν νὰ μᾶς ἀνοίξει. Πήγαμε στὸν ἡγούμενο, στὸ γραφεῖό του. Μᾶς καλοδέχτηκε, καθὼς γνώριζε τὸν φίλο μου, καὶ ἔδωσε ἐντολὴ σὲ κάποιον μεσόκοπο μοναχὸ νὰ μᾶς ἀνοίξει τὴν ἐκκλησία νὰ προσκυνήσουμε τὰ ἅγια λείψανα. Ὑποκλίθηκα βαθειὰ γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσω καὶ βγήκαμε ἀκολουθώντας τὸν μοναχό.
Περνώντας δίπλα ἀπὸ τὸ Καθολικό, μοῦ εἶπε ὁ φίλος μου πὼς ἐδῶ ἦταν ἡ Τράπεζα. Νέο κτίριο. Εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπει κανεὶς σὰν ἔρχεται ἀπὸ τοῦ Διονυσίου. Αὐτὸ στηρίζεται στὶς τέσσερις κολῶνες. Πολὺ φωτεινὴ μὰ χωρὶς τοιχογραφίες. Δὲν πῆγα νὰ τὴν δῶ. Δὲν ἄξιζε τὸν κόπο.
-Καὶ ἐδῶ θὰ σοῦ προσθέσω, μοῦ εἶπε ὁ πατὴρ Εὐθύμιος, ὅτι ὁ Ἡγούμενος πατὴρ Βησσαρίων, εἶναι καὶ αὐτὸς ἰσότιμος μὲ τὸν Ἡγούμενο τῆς Διονυσίου. Θὰ εἴμαστε ἐκτὸς τῆς πραγματικότητος ἐὰν θὰ λέγαμε ὅτι αὐτὸς εἶναι λιγώτερο χρήσιμος γιὰ τὸ Ὄρος, ἐφ᾿ ὅσον οἱ ἀγῶνές του ὑπὲρ τοῦ Ὄρους εἶναι γνωστοὶ ἀπὸ τὶς ἀλλεπάλληλες ἀποστολὲς ποὺ τοῦ ἔχουν ἀνατεθῆ, πρὸς τὰς ὁποίας καὶ ἀπέδειξε ἀπόλυτη ἀποτελεσματικότητα. Διὰ τὴν Μονήν του ἀπεδείχθη ὁ ἄξιος πνευματικὸς ἡγέτης ποὺ γνωρίζει νὰ συνδυάζει τὸ αὐστηρὸν μὲ τὸ ἐπιεικὲς μετὰ διακρίσεως καὶ συνέσεως. Εἰς δὲ τὰ διοικητικά του προσόντα εἶναι ἀπαράμιλλος, ἀποκαταστήσας πλήρως τὴν Μονήν του ἐκ τῆς ἐπαινετῆς διαχειριστικῆς του ἱκανότητος.
Ἀκολουθήσαμε τὸν μοναχὸ στὸ Καθολικό. Μὲ τρούλους καὶ αὐτὸ καὶ μὲ ψηλὸ καμπαναριό. Σὰν ἄνοιξε ἡ πόρτα, παρουσιάστηκε μπροστά μου μία εὐρύχωρη ἐκκλησία μὲ νέες τοιχογραφίες. Ἀπογοήτευση καὶ ἐδῶ. Πήγαμε στὸ ἱερό. Μπροστὰ στὸ τέμπλο στάθηκα. Ξυλόγλυπτο μὲ πολὺ ὡραῖες εἰκόινες. Τίποτα ὅμως τὸ ἀξιόλογο. Καὶ τὰ ἅγια λείψανα λίγα. Ἕνα κομμάτι Τιμίου Ξύλου, τὸ δεξὶ χέρι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ τὸ δεξὶ χέρι καὶ πόδι τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Ῥωμαίας. Τὰ προσκυνήσαμε μὲ εὐλάβεια.
Ἡ Βιβλιοθήκη ἀνύπαρκτη σχεδόν. Μόνο μερικὰ φύλλα τοῦ Ποιμένος τοῦ Ἑρμᾶ ἔχουν ἀξία, γιατὶ εἶναι μοναδικὰ σὲ ὅλον τὸν κόσμο. Τίποτε ἄλλο. Ἡ πυρκαγιὰ κατέστρεψε τὰ πάντα. Πολλὲς φορὲς καταστράφηκε τὸ Μοναστήρι ἀπὸ πυρκαγιά. Μὰ ἡ τελευταία τοῦ 1762 δὲν ἄφησε τίποτα παρὰ μόνο τὴν ἀρχαία εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, στὴν ἀριστερὴ κολώνα τοῦ Καθολικοῦ.
Τὸ Μοναστήρι σήμερα βρίσκεται σὲ ἄνετη οἰκονομικὴ κατάσταση καὶ οἱ μοναχοί του ἀρκετοὶ καὶ νέοι οἱ περισσότεροι.
Πήγαμε στὸ ἀρχονταρίκι καὶ καθήσαμε δίπλα ἀπὸ ἕνα παράθυρο. Ἡ ὀμορφιὰ τῆς θάλασσας σοῦ πλημμύριζε τὴν ψυχὴ μὲ εὐτυχία. Καὶ ὅμως, λίγες ὧρες ἀκόμα θὰ χαιρόμουνα ὅλη αὐτὴ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν γαλήνη.
Ἡ ὥρα πέρασε καὶ πρέπει νὰ ἑτοιμαζόμαστε. Ἡ φιλοσοφία πάνω στὰ ζητήματα τῆς ζωῆς μᾶς ἔμαθε νὰ παίρνουμε καὶ τὰ καλὰ καὶ τὰ ἀντίθετα. Ἐδῶ δὲν ἦρθα νὰ δεθῶ μὲ τὸν τόπο οὔτε νὰ μείνω σὲ ὅλη μου τὴν ζωή. Τὸν φίλο μου θὰ τὸν θυμᾶμαι πάντα μὲ ἀγάπη καὶ σεβασμό. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μοῦ ἔδειξε τὴν ζωὴ καὶ τὰ καθέκαστα τοῦ Ὄρους καὶ ἐκεῖνος ποὺ μοῦ φανέρωσε τὶς ὀμορφιὲς καὶ τὸν πλοῦτο ἑνὸς τόπου, ποὺ ἡ ζωή του κύλησε ἀδιάκοπα χίλια χρόνια, μέσα ἀπὸ καταιγίδες καὶ αἰθρίες.
Ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τοῦ Γρηγορίου ξεκινήσαμε στὴν ὥρα μας. Τὸ καΐκι ἔβαλε μπρός.
Τὸ βουνὸ ὀρθονότανε πλάγια μας καὶ ἡ θάλασσα παιχνιδίζοντας χτυποῦσε ἁπαλὰ πάνω στὰ βράχια. Στρίβοντας τὸν δεύτερο κάβο, πρόβαλε μπροστά μας τὸ Μοναστήρι τῆς Σιμωνόπετρας, χτισμένο πάνω σὲ θεόρατο βράχο.
Πραγματικά, σὲ πιάνει τρομάρα σὰν τὸ ἀντικρύσεις.
Ὁ θαυμασμὸς γιὰ τὸ κατόρθωμα αὐτὸ τοῦ ἀνθρώπου σὲ ἀφήνει ἄφωνο.
Τὸ Μοναστήρι, μὲ τοὺς πανύψηλους τοίχους του εἶναι χτισμένο πάνω στὸν βράχο καὶ σὲ ἕνα κατάμαυρο φαράγγι. Ἑφτὰ πατώματα ὑψώνονται μὲ σειρὲς ἀπὸ παράθυρα καὶ κρεμασμένα σὲ ξύλινα δοκάρια μπαλκόνια. Ἡ Σιμωνόπετρα ὑψώνεται μπροστὰ στὰ μάτια σου μεγαλόπρεπη, χωρὶς νὰ νοιώθει σὲ ὅλους τοὺς καιροὺς κανέναν φόβο.
Εἴπαμε στὸν καπετάνιο νὰ σταματήσει τὴν μηχανή, γιὰ νὰ θαυμάσουμε, ὅσο μπορούσαμε περισσότερο, αὐτὸ τὸ θαῦμα τῆς τεχνικῆς.
Δὲν θὰ ἀνεβαίναμε στὸ Μοναστήρι. Ὁ δρόμος εἶναι πολύς, καὶ μὲ πολὺ ἀνηφοριά. Ἔπειτα δὲν ἔχει καὶ τίποτα νὰ δῆς ἀπὸ βιβλία, χειρόγραφα καὶ ἔργα τέχνης, μιὰ καὶ κάηκε δύο φορές, τὸν 16ον καὶ τὸν 19ον αἰώνα. Εἶναι Κοινόβιο καὶ αὐτὸ τὸ Μοναστήρι.
Καὶ τὸ Καθολικό, καὶ ἡ Τράπεζα εἶναι χωρὶς καμία ἁγιογραφία.
Ἀπὸ κειμήλια, ἔχει ἕνα κομμάτι Τιμίου Ξύλου, τὸ ἀριστερὸ χέρι τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς, τὸ δεξὶ χέρι τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου καὶ ἄλλα.
Ξεκινήσαμε πάλι. Μᾶς περίμενε τώρα ἡ Δάφνη.
Μπροστά μας καὶ ψηλὰ ἀπὸ τὴν Δάφνη, ἀντικρύσαμε ἕνα Μοναστήρι. Ῥώτησα τὸν φίλο μου ποιό Μοναστήρι εἶναι καὶ ἂν θὰ πᾶμε σὲ αὐτό.
-Ὄχι, μοῦ ἀπάντησε. Δὲν θὰ πᾶμε γιατὶ ὁ δρόμος εἶναι πολὺς καὶ γεμᾶτος κούραση καὶ τὸ αὐτοκίνητο θὰ ἀργήσει νὰ κατέβει στὴν Δάφνη, γιὰ νὰ τὸ πάρουμε μιὰ καὶ περνάει μπροστὰ ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τοῦ Ξηροποτάμου. Ἔτσι ὀνομάζεται αὐτὸ τὸ Μοναστήρι. Εἶναι ἰδιόῤῥυθμο καὶ τιμᾶται στὸ ὄνομα τῶν Σαράντα Μαρτύρων. Ἐδῶ θὰ βρῆς δύο μεγάλα κομμάτια Τιμίου Ξύλου, χειρόγραφα, Χρυσόβουλα καὶ τὸν δίσκο τῆς Πουλχερίας.
Τὸ καΐκι ξανάβαλε μπροστὰ τὴν μηχανὴ καὶ αὐτὴ τὴν φορὰ πλέαμε γιὰ τὸ Ῥωσσικὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος.
Καθὼς πλέαμε, ἀντίκρυζες πίσω νὰ ὀρθώνεται μέσα στὶς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου ἡ κορυφὴ τοῦ Ἄθωνα.
Μπροστά μας τώρα ξανοίγονταν κάτι πελώρια κτίρια ἀνάμεσα σὲ δένδρα καὶ πρασινάδα.
Τροῦλοι μικροὶ καὶ μεγάλοι ἀστράφτουν στὸν ἡλιο, γεμᾶτοι μὲ σταυροὺς ποὺ λαμποκοπᾶνε ἀπὸ τὰ γυαλένια πετράδια ποὺ ἔχουν πάνω τους.
Σταματήσαμε τὴν μηχανή, καὶ πηδήσαμε στὸ μουράγιο. Ἐδῶ σὲ τοῦτο τὸ Μοναστήρι βρίσκεται τὸ μεγαλύτερο λιμάνι τοῦ Ὄρους.
Σὰν γυροφέρνεις τὴν ματιά σου ἀντικρύζεις πελώριους ὄγκους ἀπὸ κτίρια, ἀδειανὰ καὶ ἔρημα τώρα ἀπὸ καλογήρους. Κτίρια, τὰ ὁποῖα ῥημάξανε ἀπὸ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, ἀπὸ τὴν φωτιὰ καὶ τὴν ἐγκατάλειψη.
Τίποτα τὸ ἄγριο ἐδῶ κάτω. Ὅλα ἤμερα μὲ μία γαλήνη ποὺ σοῦ θυμίζει νεκροταφεῖο καὶ θάνατο. Δὲν βρίσκεις ἐδῶ τὸ ἄγριο ποὺ συναντήσαμε ἀπὸ τὴν Λαύρα ἕως τὴν Σιμωνόπετρα. Ἐδῶ, σὲ τοῦτο τὸ Μοναστήρι, θὰ βρῆς ὅπως καὶ στὰ ἄλλα πιὸ κάτω μία γλύκα. Κυπαρίσσια, ἐλιὲς καὶ πεῦκο γλυκαίνουν τὸ τοπίο. Τὸ Μοναστήρι εἶναι Κοινόβιο καὶ ὑπάρχουν καὶ ἕλληνες καλόγεροι.
-Ἂς ῥίξουμε μία ματιὰ ἀπὸ τὴν πόρτα, μοῦ εἶπε ὁ φίλος μου, γιὰ νὰ δοῦμε τὸ καμπαναριὸ μὲ τὴν μεγαλύτερη καμπάνα ποὺ ὑπάρχει στὴν Ἑλλάδα. Λένε πὼς ζυγίζει δέκα χιλιάδες ὀκάδες. Τίποτα ἄλλο δὲν μποροῦμε νὰ δοῦμε ἀπὸ χειρόγραφα καὶ βιβλία, μιὰ καὶ ὅλοι ὅσοι ζοῦνε ἀκόμα, εἶναι πολὺ γέροντες.
Ῥίξαμε μία ματιά, σηκώνοντας τὰ μάτια μας στὴν ἀριστερὴ μεριὰ τοῦ Μοναστηριοῦ. Πραγματικά, ὁ νοῦς σου τρέχει ἀμέσως στὸ πῶς τὴν ἀνέβασαν ἐκεῖ πάνω.
Ὁ ἥλιος ἔκαιγε καὶ τὸ φῶς σὲ τύφλωνε, καθὼς ἔπεφτε πάνω στὰ ἄσπρα μάρμαρα.
Ξεκινήσαμε τώρα γιὰ τὸ Μοναστήρι τοῦ Ξενοφῶντος.
Βρίσκεται χτισμένο πλάϊ στὴν θάλασσα ποὺ εἶναι γεμάτη μὲ βότσαλα καὶ ἄμμο.
Τὰ τείχη του ὑψώνονται πρὸς τὸ βουνὸ στὴν βορεινή του πλευρά. Ὁ Ἀρσανᾶς βρίσκεται κολλημένος σχεδὸν στὸ Μοναστήρι, ἔτσι ποὺ νὰ σὲ μπερδεύει. Ἀνάμεσα στὰ κτίρια ὑψώνεται ὁ τροῦλος τῆς ἐκκλησίας. Ἐλιὲς καὶ πράσινο φουντώνουν γύρω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι.
Οἱ ἴδιες διαδικασίες καὶ ἐδῶ. Διαμονητήριο στὸν πορτάρη καὶ ὕστερα στὸ ἀρχονταρίκι γιὰ τὸ κέρασμα, γιὰ τὸ φαΐ, καὶ γιὰ τὸν ὕπνο.
Δὲν θὰ μέναμε σήμερα ἐδῶ. Τὸ καΐκι περίμενε.
Ἔτσι παρακαλέσαμε νὰ προσκυνήσουμε στὴν ἐκκλησία, νὰ ῥίξουμε μία ματιὰ καὶ νὰ φύγουμε.
Φιλόξενοι καὶ ἐδῶ ὅπως παντοῦ ὅπου πήγαμε, προχωρήσαμε στὸ ὀρεινὸ μέρος τῆς αὐλῆς, γιὰ νὰ φτάσουμε στὴν ἐκκλησία, ποὺ τιμᾶται στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Αὐτὴ ἐδῶ ἡ ἐκκλησία εἶναι ἡ μεγαλύτερη καὶ μεγαλοπρεπέστερη ἀπὸ ὅλες τὶς ἐκκλησίες στὸ Ἅγιον Ὄρος. Εἶναι νέο κτίσμα, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα.
Τὸ τέμπλο εἶναι μαρμάρινο σὲ ὄμορφο σχέδιο. Ἡ ἐκκλησία δὲν εἶναι ἁγιογραφημένη παρὰ στὸ τροῦλο τῆς λιτῆς καὶ στὴν πρόθεση, μὰ σὲ ἀποζημιώνουν τρία εἰκονίσματα ποὺ βλέπεις στὴν ἐκκλησία. Μία μικρὴ εἰκόνα τῆς Μεταμορφώσεως καὶ δύο φορητὲς μωσαϊκὲς εἰκόνες στὰ προσκυνητάρια τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου.
Τὸ καμπαναριὸ τῆς ἐκκλησίας μοιάζει μὲ ἕνα τετράγωνο πύργο, χωρὶς πολὺ ὀμορφιά, ὅπως καὶ ἡ Φιάλη γιὰ τὸν ἁγιασμό.
Ἡ Βιβλιοθήκη τοῦ Μοναστηριοῦ, εἶναι φτωχὴ σὲ χειρόγραφα ἀπὸ περγαμηνή. Καμιὰ δεκαριά, μᾶς εἶπε ὁ βιβλιοθηκάριος, τοῦ 12ου μὲ 14ου αἰώνα.
Τὸ Μοναστήρι εἶναι Κοινόβιο. Βγαίνοντας ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, εὐχαριστήσαμε τὸν ἀρχοντάρη ποὺ στεκόταν στὴν πόρτα καὶ τραβήξαμε γιὰ τὸ καΐκι.
Ἀπὸ μακρυὰ ξεπρόβαλε τώρα ἕνα ἄλλο Μοναστήρι.
-Αὐτὸ εἶναι τὸ Μοναστήρι τοῦ Δοχειαρίου, μοῦ εἶπε ὁ πατὴρ Εὐθύμιος. Τὸ τελευταῖο Μοναστήρι ποὺ θὰ ἐπισκεφθοῦμε.
Πλέαμε τώρα σὲ μία ἀκύμαντη θάλασσα, ποὺ τὸ μπλὲ χρῶμά της σὲ ξεκούραζε καὶ σὲ γέμιζε χαρά. Μὰ ἐγὼ εἶχα μελαγχολήσει. Λίγες ὧρες θὰ μέναμε μαζὶ μὲ τὸν εὐγενικὸ Ἀντιπρόσωπο τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Παντοκράτορος, ποὺ τοῦ χρωστοῦσα τόσα πολλὰ γιὰ αὐτήν μου τὴν περιήγηση.
Ἀπὸ τὶς σκέψεις μου μὲ ἔβγαλε τὸ σταμάτημα τῆς μηχανῆς καὶ σὲ λίγο τὸ καΐκι διπλάρωσε στὸν μῶλο. Μπροστά μου καὶ πλάϊ στὴν θάλασσα ὀρθονώτανε τὸ Μοναστήρι τώρα.
Ὁ Ἀρσανᾶς του μόλις πατήσεις στὸ μουράγιο, σοῦ γεμίζει τὴν ψυχή. Ὕστερα κτίρια πολλά, τὸ ἕνα ψηλότερο ἀπὸ τὸ ἄλλο, τροῦλοι καὶ τρουλίσκοι, ποὺ ξεπετάγονται στὸν ἀέρα.
Ἔχουν μία ὀμορφιὰ ὅλα ἐδῶ.
Προχωρήσαμε στὴν πόρτα καὶ ἀφοῦ σταυροκοπηθήκαμε, ἔδωσα τὸ διαμονητήριο στὸν πορτάρη.
Στὸ ἀρχονταρίκι πήραμε τὸ τελευταῖο κέρασμα. Σὲ λίγο θὰ χωρίζαμε.
Βγήκαμε στὴν αὐλὴ γιὰ νὰ δοῦμε τὸ Μοναστήρι. Ὅλα ἐδῶ ἔτσι ποὺ βρίσκονται χτισμένα, σοῦ γεμίζουν τὰ μάτια μὲ ὀμορφιά.
Ἀφοῦ προσκυνήσαμε τὴν «Παναγία τὴν Γοργοϋπήκοο», συγκινημένοι, ξεκινήσαμε γιὰ τὸ μουράγιο. Δὲν θὰ βλέπαμε τίποτε ἄλλο, οὔτε καὶ θὰ καθόμαστε γιὰ φαΐ καὶ οὔτε θὰ βλέπαμε τὴν Βιβλιοθήκη. Εἶχα δεῖ καὶ εἶχα θαυμάσει τόσα πολλά, ποὺ μπερδευόντουσαν στὸ μυαλό μου.
Τὸ καΐκι ἔβαλε τώρα πλώρη γιὰ τὸν Ἀρσανᾶ τοῦ Ζωγράφου.
Καθισμένος πλάϊ στὸν φίλο μου ἔνιωθα μία μελαγχολία. Ἡ ἰδέα τοῦ χωρισμοῦ πλανιόταν ἀνάμεσά μας καὶ μὲ ἔκανε ἀμίλητο.
Πόσο παράξενη εἶναι στὰ ἀλήθεια ἡ ζωή. Σὲ μία της ἰδιοτροπία σὲ παίρνει καὶ σὲ ῥίχνει σὲ ἕνα ἄγνωστο περιβάλλον· ὥσπου νὰ γνωρίσεις καὶ νὰ ἀγαπήσεις ἀνθρώπους, μὲ τοὺς ὁποίους θὰ σὲ δέσουν γεροὶ δεσμοὶ φιλίας καὶ ξαφνικὰ σὲ σηκώνει καὶ σὲ ξαναφέρνει πάλι πίσω στὸ ἴδιο σημεῖο ἀπὸ ὅπου εἶχες ἀρχίσει.
Τώρα φθάνουμε στὸ τέλος τοῦ ταξιδιοῦ μας. Ὅ,τι εἶχα νὰ δῶ τὰ εἶδα.
Ἂν εἴχαμε μπροστά μας λίγες μέρες θὰ μποροῦσα νὰ πάω ἀπὸ τὸν Ἀρσανᾶ τοῦ Ζωγράφου στὸ Μοναστήρι ποὺ εἶναι ψηλότερα ἀπὸ τὸν Ἀρσανᾶ καὶ στὸ Μοναστήρι τοῦ Κωνσταμονίτου, ποὺ βρίσκεται καὶ αὐτὸ μακρύτερά του. Μὰ δὲν γινότανε. Τὰ ζῶα τὰ εἴχαμε στείλει ἀπὸ τὴν Λαύρα στὶς Καρυές, καὶ δὲν ἦταν καθόλου εὔκολα νὰ πᾶμε μὲ τὰ πόδια. Ὁ φίλος μου εἶχε ταλαιπωρηθεῖ τόσες ἡμέρες τώρα καὶ ἐγὼ δὲν ἤμουνα καλύτερα.
Λοιπὸν τέρμα, στὸν Ἀρσανᾶ τοῦ Ζωγράφου. Ἀπὸ ἐκεῖ θὰ ἔπαιρνα τὸ μοτόρι τῆς γραμμῆς ποὔρχεται ἀπὸ τὴν Δάφνη καὶ θὰ κατέβαινε στὴν Οὐρανούπολη.
Τὸν τόπο τῆς προσευχῆς καὶ τῆς γαλήνης δὲν θὰ τὸν ἔβλεπα σὲ λίγες ὧρες, μονάχα θὰ τὸν ἀναπολοῦσα μέσα στὸν κόσμο τὸν δικό μας.
Στάθηκα ὡς τώρα καλότυχος.
Τὸ ψαροκάϊκο ὅλο καὶ μάκραινε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Βουναλάκια μέσα στὸ πράσινο ξεχυνόντουσαν πλάϊ στὰ ἀκρογιάλια. Ἡ θάλασσα στέλνει ἁπαλὰ κυματάκια νὰ τ᾿ ἀγκαλιάσουν.
Ἀπὸ μακρυὰ ξεχωρίζει ἕνας πύργος. Πλάϊ τους ἀρσανάδες καὶ σπίτια γεμᾶτα μὲ ἁπλωταριές.
Ἕνας μῶλος γεμᾶτος κίνηση ἀπὸ ἐργάτες καὶ μοναχούς. Παντοῦ τριγύρω ξυλεία καὶ στὸ μικρὸ λιμανάκι καΐκια καὶ βάρκες.
Ὁ Ἀρσανᾶς τοῦ Ζωγράφου.
Πήδησα στὸ μουράγιο, ἀφοῦ χαιρετηθήκαμε μὲ τὸν πατέρα Εὐθύμιο, σφίγγοντας δυνατὰ τὰ χέρια μας.
-Γειά σου ἀγαπητέ μου καὶ καλό σου ταξίδι. Τὸ Ἅγιον Ὄρος θέλω νὰ τὸ θυμᾶσαι μὲ ἀγάπη καὶ σεβασμό.